Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗ: Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ (Α' ΜΕΡΟΣ)




Ο Γρηγόριος Ευστρατιάδης (1864-1950) υπήρξε νομικός, εκδότης και βουλευτής. 

Επί σειρά ετών υπήρξε εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας ''ΣΚΡΙΠ'' της Αθήνας. 

Το ''ΣΚΡΙΠ'' αμέσως μετά την ημερολογιακή καινοτομία του 1924 τάχθηκε 

κατά του συνόλου των νεωτερισμών, που εισήγαγαν στο σώμα της Εκκλησίας 

ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης. 

Φιλοξενούσε 

στις σελίδες του το σύνολο σχεδόν των ανακοινώσεων της ''Ελληνικής Εκκλησιαστικής Κοινότητας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών'', 

δημοσίευε

 -με εμπεριστατωμένα ρεπορτάζ- όλες τις ειδήσεις για τις διώξεις των χιλιάδων αποτειχισμένων ''Παλαιοημερολογιτών'' 

και παρουσίαζε άρθρα αντινεωτεριστικά και κατά της κίνησης για την ''Ένωση των Εκκλησιών'', 

όπως ονομαζόταν τότε η οικουμενική κίνηση. 

Το βιβλίο του ''Η Πραγματική Αλήθεια περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου'' δημοσιεύθηκε 

υπό την μορφή 

συνεχιζόμενων άρθρων τον Μάρτιο του 1928 και αποτέλεσε

 μια εμπεριστατωμένη δημοσιογραφική και θεολογική εργασία για το ημερολογιακό σχίσμα. 

Το περισσότερο -ίσως- ενδιαφέρον 

στο βιβλίο αυτό παρουσιάζει το γεγονός, 

ότι επιχειρήθηκε η προσέγγιση των δρώμενων της ημερολογιακής καινοτομίας 

μέσα και

από το πληροφοριακό φάσμα της δημοσιογραφίας και εύλογα η επικαιρότητα ζωντανεύει ιδεατά 

στα ''πέτρινα'' αυτά χρόνια του Μεσοπολέμου, προσφέροντας στον αναγνώστη διαδραστικά τον επίκαιρο και ζωντανό παλμό των γεγονότων!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος



Α' Μέρος


Το δημοσιευθέν εις το ''Σκριπ'' της 1ης Μαρτίου μικρόν άρθρον ''Φιλαλήθους'' περί της αληθείας δήθεν διά το ζήτημα του ημερολογίου εζήτησε να συσκοτίση μάλλον την αλήθειαν των πραγμάτων και να παραστήση τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών αθωότερον περιστεράς εις το ζήτημα της και εν τη Εκκλησία εφαρμογής του Γρηγοριανού Ημερολογίου. Ου μόνον δε τούτο, αλλά προσεπάθησε να πείση, ότι η μεταβολή του Εκκλησιαστικού ημερολογίου ήτο κάτι φυσικόν και επιβεβλημένον, διότι κατά τον ''Φιλαλήθη''; το Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον είχε σφάλμα (!) ένεκα του οποίου οι ημερομηνίαι απομακρύνθησαν 13 ημέρας από των πραγματικών. 


Έπρεπε -λοιπόν- λέγει- να γίνει διόρθωσις και εγένετο διόρθωσις κατά τον απλούστερον τρόπον, όπως δηλαδή -λέγει- γίνεται διόρθωσις του ωρολογίου, όταν συμβή να σφάλη. Την γνώμην και παρομοίωσιν ταύτην άλλοτε εξέφερεν αυτός ούτος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών εν συνέντεύξει του προς τον Τύπον. Κατ' αυτόν η Αρχιεπισκοπή Αθηνών και δι΄αυτής η Ιεραρχία της Ελλάδος έκαμον απλώς έργον ωρολογοποιού. Επήγαινεν οπίσω το ωρολόγιον της Εκκλησίας και το έβαλεν εμπρός! Τίποτε άλλο. 


Εις τα πολύ αφελή και ήκιστα θεολογικά και εκκλησιατικά επιχειρήματα του ''φιλαλήθους'' έχομεν καθήκον να απαντήσωμεν επίσης διά μακρόν. Απαντώτες δε εις τον ''φιλαλήθην'' απαντώμεν συγχρόνως εις τον Μακαριότατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών, του οποίου ο ''φιλαλήθης'' φαίνεται διερμηνεύων τας αντιλήψεις. Δύο είναι κυρίως τα ζητήματα, τα οποία γεννώνται εκ του  π ρ α ξ ι κ ο π ή μ α τ ο ς  της μεταβολής του εκκλησιαστικού ημερολογίου. Α'). Ποίος είχεν την πρωτοβουλίαν της μεταβολής ταύτης; Ποίος επρωτοστάτησε διά μίαν μεταβολήν εκκλησιαστικού καθεστώτος τόσων αιώνων; Υπήρξαν δε σοβαροί λόγοι επιβάλλοντες τοιαύτην αυτόχρημα ανατροπήν Εκκλησιαστικήν και, Β'). Τα αποτελέσματα μιας τοιαύτης μεταβολής είναι ασήμαντα και μη σοβαρά ή μήπως είναι ολέθρια διά την Εκκλησίαν και την θρησκευτικότητα των Ελλήνων χριστιανών. 


Εάν η Εκκλησία της Ελλάδος εξηναγκάσθη εις την τοιαύτην μεταβολήν και υπέκυψεν εις ανωτέρα βίαν ασφαλώς η ευθύνη της Ι. Μητροπόλεως Αθηνών και του Αρχιεπισκόπου ή και της Ιεραρχίας είναι ελαχίστη! Αλλά τότε είχε και έχει καθήκον ή η Αρχιεπισκοπή και η Ι. Σύνοδος ή και η Ιεραρχία άμα, ως ήρθη η επ΄αυτής βία και ο εξαναγκασμός να σπεύση να αποκαταστήση ό,τι ανέτρεψεν. Εάν όμως άνευ τινος βίας ή πιέσεως εισηγήθη αυτή την μεταβολήν και μάλιστα άνευ απαραιτήτου ανάγκης, η ευθύνη της Αρχιεπισκοπής ή και της Ιεραρχίας -εφόσον ήτο ελευθέρα-  είναι βαρυτάτη και κολοσσιαία. 


Εάν αφετέρου τα αποτελέσματα της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου είναι ασήμαντα και μηδαμινά εξ' απόψεως πίστεως, θρησκείας και εκκλησιαστικής ειρήνης, εάν ουδαμού προσκόπτη και ουδεμίαν δύναται να έχει συνέπειαν η μεταβολή αύτη, η ευθύνη των σχόντων την πρωτοβουλίαν αυτής θα είναι ελαφροτέρα. Αμφότερα τα ζητήματα ταύτα πρέπει να αναλύσωμεν. Δεν θα εξετάσωμεν, πως μετά την Επανάστασιν του Πλαστήρα και μετά την Επαναστατικώ δικαίω μεταβολήν του Μητροπολιτικού θρόνου Αθηνών και την εις αυτόν ανάρρησιν του νυν Αρχιεπισκόπου Αθηνών ανετράπη όλη η κρατούσα Εκκλησιαστική τάξις και συνεκλήθη επαναστατικώ δικαίω η ιεραρχία της Ελλάδος. 


Θα εξετάσωμεν σήμερον μόνον τα των εργασιών αυτής. Την 18 Απριλίου 1923 είχε συνέλθει η Ιεραρχία. Από του Φεβρουαρίου 1923 ο Πλαστήρας είχεν εισαγάγει το νέον πολιτικόν ημερολόγιον. Είχε δε αρχίσει να γίνεται λόγος περί συγκλήσεως εν Κωνσταντινουπόλει του περιφήμου Πανορθοδόξου Συνεδρίου, το οποίον, ως θέμα συζητήσεως κύριον είχε το ζήτημα του εκκλησιαστικού ημερολογίου. Κατά την πρώτην συνεδρίασιν της Ιεραρχίας της Ελλάδος την 18 Απριλίου εκλήθη εις την Ιεραρχίαν πρωτοβουλία του Σ. Μητροπολίτου Αθηνών ο αστρονόμος κ. Αιγινίτης ίνα αναπτύξει από επιστημονικής απόψεως τα κατά το ημερολόγιον. Ως εάν το ζήτημα του εκκλησιαστικού ημερολογίου ήτο ζήτημα αστρονομικόν και ως εάν διά την μεταβολήν αυτού δεν απητείτο καμμία άλλη γνώσις ή μόνον η αστρονομική.


Πλην της προσκλήσεως του κ. Αιγινίτου, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αθηνών είχε την πρωτοβουλίαν να συντάξη μικρόν υπόμνημα, αναπτύσσων το ζήτημα του Ημερολογίου και καταλήγων εις το ότι παρίσταται ανάγκη συμφωνίας του εκκλησιαστικού προς το πολιτικόν ημερολόγιον. Εξηναγκάσθη παρά τινος ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών να εισηγηθή την μεταβολήν του εκκλησιαστικού ημερολογίου εις την Ιεραρχίαν; Αναμφιβόλως ουχί. Εν πλήρη ελευθερία είχε την σοφήν αυτήν έμπνευσιν. Τί προσέθεσεν ενώπιον της Ιεραρχίας δεν γνωρίζομεν. Ανακοίνωσεν άρα γε, ότι η Επανάστασις είχε τοιαύτην αξίωσιν; Δεν το πιστεύομεν. Ας ομιλήσουν περί τούτου οι συγκληθέντες Ιεράρχαι. 


Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ιεραρχία δεν απεδέχθη αμέσως, όπως γίνει η μεταβολή από μόνης της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εδέχθη μόνον όπως εφαρμοσθή το νέον ημερολόγιον και εν Εκκλησία, αφού προηγουμένως συμφωνήσωσι προς τούτο τόσον το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, όσον και οι λοιπαί Ορθόδοξαι Εκκλησίαι. Και απεφάσισεν η Ιεραρχία, όπως την γνώμην αυτής υπέρ της μεταβολής του εκκλησιαστικού ημερολογίου διαβιβάση εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και τας λοιπάς Εκκλησίας, είτε διά αντιπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος αποστελλομένου, ίνα παρακαθήση εις το εν Κων/πόλει συγκληθησόμενον Πανορθόδοξον Συνέδριον, είτε διά ''γραμμάτων''. 


Η οριστική λοιπόν απόφασις της Ιεραρχίας περί της εφαρμογής του νέου Ημερολογίου και εις την Εκκλησίαν, εξηρτήθη από την απόφασιν του Πανορθοδόξου Συνεδρίου. Αφήνομεν το ζήτημα, αν έπρεπεν η Ελλάς να συμμετάσχη εις εν Συνέδριον τοιούτον, μη έχον καμμίαν κανονικήν αρμοδιότητα, εις το οποίον δεν συμμετέσχον όλαι αι Ορθόδοξαι Εκκλησίαι και εις το οποίον ουδείς την υποχρέου να συνέλθη. Τόσω μάλλον, όσον ο θρόνος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκλονίζετο τότε ή μάλλον εκλονίζετο αυτός ο θεσμός του Οικουμενικού Πατριαρχείου και επομένως, τούτο δεν είχεν την ελευθερίαν πνευματικής οράσεως, ούτε την επιβολήν και το κύρος να πρωτοστατήση δι' εν τόσον μέγα Εκκλησιαστικόν ζήτημα και δεν ώφειλεν η Εκκλησία της Ελλάδος να βιασθή προς λύσιν ενός ζητήματος, διά το οποίο εχρειάζετο όλη η ισχύς και όλη η ελευθερία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 


Το άνομον όμως τούτο Συνέδριον εγένετο και εις αυτό αντεπροσωπεύθη και η Ελληνική Εκκλησία δι΄ωρισμένου αντιπροσώπου της. Και ιδού και αυτήν την πρώτην συνεδρίασιν του Πανορθοδόξου Συνεδρίου εν Κων/πόλει, τι είπεν ο αντιπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Υπέβαλεν την δικήν της Συνοδικήν απόφασιν: ''Η Σύνοδος των Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφασίζει: αποδέχεται το συμπέρασμα του υπομνήματος του μακαριωτάτου προέδρου Αυτής, καθ΄ο εις το Ιουλιανόν Ημερολόγιον προστίθενται 13 ημέραι, χωρίς να μεταβληθή απολύτως το Πασχάλιον. Εάν όμως συμβή, ώστε το εν Κων/πόλει Πανορθόδοξον Συνέδριον λάβη απόφασιν περί αλλοίας λύσεως  διά τον εορτασμόν του Πάσχα, η Εκκλησία της Ελλάδος αποδέχεται αυτήν''. 


Ουδεμία αντίρρησις ετονίσθη υπό του αντιπροσώπου της Ελλάδος. Ουδεμία αντίθετος γνώμη ανεπτύχθη υπ΄αυτού. Άμεσος αποδοχή πάσης μεταβολής και αυτού ακόμη του Πασχαλίου!! Διότι εκτός της άνω αποφάσεως, ο αντιπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος υπέβαλε και έκθεσιν εν τη οποία μεταξύ των άλλων ελέγετο: ''Ερώτησις Γ' - Είναι ανάγκη να μεταρρυθμισθεί και το Πασχάλιον ή αρκεί μόνο η προσαρμογή των ακινήτων εορτών προς τας αντιστοίχους ημερομηνίας του Πολιτικού Ημερολογίου; Απόκρισις - Μετά την αποδοχήν υπό της Εκκλησίας του νέου Ημερολογίου, διά τας ανάγκας τας βιωτικάς, η προσαρμογή προς αυτό και δη ταχέως και του Εορτολογίου αποβαίνει αναπόφευκτος. 


Άλλος λόγος επί πλέον προς άμεσον προσαρμογήν και του Πασχαλίου είναι η μεγάλη ηθική σημασία και εντύπωσις, ην θα παραγάγη εις όλον τον πεπολιτισμένον κόσμον η διά της ΑΒΙΑΣΤΟΥ πρωτοβουλίας ταύτης προσέγγισις των δύο Χριστιανικών κόσμων της Ανατολής και της Δύσεως, εν τω εορτασμώ των μεγάλων Χριστιανικών εορτών''. Είναι κατάφωρος η πρωτοβουλία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, αλλά και η βία αυτής να επέλθη η εκκλησιαστική μεταβολή. Είναι κατάφωρος και ο πόθος αυτής να πρωτοστατήση και διά την μεταβολήν ακόμη του Πασχαλίου, ίνα προσεγγίση προς την Δύσιν, η Ανατολική Εκκλησία!!! Αλλά, ας ίδωμεν εις το επόμενον άρθρον, ποιαν απάντησιν εις ταύτα έδωκεν αυτός ο Οικουμενικός Πατριάρχης!


Συνεχίζεται



Εκ του βιβλίου του Γρηγορίου Ευστρατιάδη
 ''Η Πραγματική Αλήθεια περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου'',
 που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα των Αθηνών ''ΣΚΡΙΠ'', αρχής γενομένης 
την Κυριακή 4 Μαρτίου 1928,
 έτος 32ον, αρ. φύλλου 8.978, σελ. 1η.
Μεταφορά στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ. 
Διατηρήθηκε η Γραμματική τάξη της εποχής με την επέμβαση μόνο σε κάποια αναγκαία σημεία στίξης.




ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ





Στο Lindau άρχισαν οι εργασίες της Ι’ Συνελεύσεως της Παγκοσμίου Διασκέψεως για τη Θρησκεία και την Ειρήνη

Έναρξη της Ι’ Συνελεύσεως της μεγαλύτερης διαθρησκειακής οργανώσεως για τη Θρησκεία και την Ειρήνη πραγματοποιήθηκε στις 20 Αυγούστου 2019 στο Lindau της Γερμανία με συμμετοχή των περίπου 900 θρησκευτικών ηγετών, εκπροσώπων των θρησκευτικών κοινοτήτων και κυβερνητικών οργανώσεων από 125 χώρες του κόσμου. Η Ι’ Συνέλευση είναι αφιερωμένη στο θέμα «Φροντίδα του κοινού μας μέλλοντος – Προώθηση της κοινής ευημερίας» (Caring for our Common Future – Advancing Shared Well-being).



Στην τελετή ενάρξεως μίλησαν ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος Α’, ο Γενικός Γραμματέας των Θρησκειών και της Ειρήνης Δρ. William F. Vendley κα.
Τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στην τελετή ενάρξεως της Συνελεύσεως την εκπροσώπησε ο ποιμενάρχης της επαρχίας Βερολίνου και Γερμανίας Αρχιεπίσκοπος Ποντόλσκ Τύχων, ενώ τη Σέρβική Ορθόδοξη Εκκλησία την εκπροσώπησε ο Μητροπολίτης Δαμπροβοσνίας  Χρυσόστομος.
Στις εργασίες του φόρουμ μετέχει η αντιπροσωπεία του Διαθρησκειακού Συμβουλίου της Ρωσίας, η οποία απεστάλη επί τούτῳ με απόφαση του Διαθρησκειακού Συμβουλίου της Ρωσίας (ΔΣΡ), η οποία ελήφθη στη συνεδρία του τελευταίου στις 26 Μαρτίου 2019. Την αντιπροσωπεία αποτελούν ο Εκτελεστικός Γραμματέας του ΔΣΡ Ιερέας Δημήτριος Σαφόνοφ, ο εκπρόσωπος της Ομοσπονδίας των Εβραϊκών Κοινοτήτων της Ρωσίας Ραβίνος Ααρών Γκουρέβιτς και ο κ. Σ. Μέλνικ, στέλεχος της Γραμματείας του ΔΣΡ.
Οι εργασίες της Συνελεύσεως θα ολοκληρωθούν στις 23 Αυγούστου θα καλύπτουν πέντε τομείς: «Η προώθηση της θετικής ειρήνης», «Η αποτροπή και η μετατροπή των βίαιων συγκρούσεων», «Η υποστήριξη των δίκαιων και αρμονικών κοινοτήτων», «Η Προώθηση της ολοκληρωμένης αναπτύξεως της ανθρωπότητας» και «Η προστασία της Γης».
***
Η Παγκόσμια Διάσκεψη για τη Θρησκεία και την Ειρήνη (ΠΔΘΕ) είναι ο μεγαλύτερος διεθνής διαθρησκειακός οργανισμός ο οποίος αποβλέπει στην προώθηση την ειρήνης. Ο οργανισμός ιδρύθηκε το 1970 με συμβολή της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Έδρα της Διεθνούς Γραμματείας της ΠΔΘΕ ευρίσκεται στη Νέα Υόρκη, επίσης λειτουργούν περιφερειακές αντιπροσωπείες της Διασκέψεως στην Ευρώπη και την Ασία και στα 90 και πλέον παραρτήματα στο εθνικό επίπεδο. Η Θρησκεία και η Ειρήνη έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα παρά το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ και διατηρούν σχέσεις με την UNESCO και την UNISEF.
Η ΠΔΘΕ συνέρχεται σε συνελεύσεις κατά μέσο όρο ανά πέντε ή επτά χρόνια, όπου συμμετέχουν εκπρόσωποι θρησκευτικών κοινοτήτων, διεθνών και λοιπών οργανισμών διαφόρου επιπέδου.
Η Α’ Παγκόσμια Διάσκεψη ΠΔΘΕ συνήλθε στο Κιότο Ιαπωνίας το 1970 με συμμετοχή 300 συνέδρων από 39 χώρες.
Η Β’ Παγκόσμια Διάσκεψη ΠΔΘΕ πραγματοποιήθηκε στη Λέουβεν Βελγίου το 1974 με συμμετοχή 400 συνέδρων από 53 χώρες.
Η Γ’ στο Πρίνστον ΗΠΑ το 1979 με συμμετοχή 350 συνέδρων από 48 χώρες.
Η Δ’ στο Ναϊρόμπι Κένυας το 1984 με συμμετοχή 600 συνέδρων από 60 χώρες.
Η Ε’ στη Μελβούρνη Αυστραλίας το 1989 με συμμετοχή 600 περίπου συνέδρων.
Η ΣΤ’ στο Riva del Garda Ιταλίας το 1994 με συμμετοχή 1000 περίπου συνέδρων.
Η Ζ’ στο Αμμάν Ιορδανίας το 1999 με συμμετοχή εκπροσώπων των 15 θρησκευτικών παραδόσεων από 70 χώρες.
Η Η’ πραγματοποιήθηκε στο Κιότο Ιαπωνίας το 2006 με συμμετοχή 800 συνέδρων από 100 χώρες.
Η Θ’ συνήλθε στη Βιέννη Αυστρίας το 2013 με συμμετοχή 600 και πλέον εκπροσώπων του χριστιανισμού, του ισλάμ, του ιουδαϊσμού, του βουδισμού και άλλων θρησκειών. 


ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΕΣ ΤΩΝ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


 Ἀκρίβεια καί οἰκονομία γιά τίς χειροτονίες τῶν ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου


Τό Κείμενο σέ pdf

 Ἕνα σημαντικό θέμα πού ἐπανέρχεται κατά καιρούς στίς συζητήσεις μας εἶναι πῶς θά γίνωνται ἀποδεκτοί οἱ «Κληρικοί» ἄλλων σχισματικῶν καί αἱρετικῶν ὁμάδων, ὅταν προσέρχωνται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Βέβαια, αὐτό ἔχει σχέση μέ τήν Ἀποστολική Παράδοση καί τήν Ἀποστολική Διαδοχή, ἀλλά ἐπειδή ὑπάρχουν πολλές λεπτομερεῖς περιπτώσεις, γι’ αὐτό κάθε φορά ἐξετάζεται ἡ συγκεκριμένη περίπτωση καί οἱ προϋποθέσεις κάτω ἀπό τίς ὁποῖες ἔγιναν οἱ «χειροτονίες» Κληρικῶν.
 Ἤδη, σέ κείμενό μου, πού ἔχω δημοσιεύσει μέ τίτλο «Ἀποστολική Παράδοση καί Ἀποστολική Διαδοχή στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας» ἔχω θίξει τό σοβαρό αὐτό ζήτημα, μέσα στήν προοπτική τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί ἐκκλησιολογίας.
 Ὅμως, ἀναζητώντας περισσότερα στοιχεῖα γιά τό θέμα αὐτό, βρῆκα τρία κείμενα, τά ὁποῖα δίνουν τήν προοπτική γιά τό πῶς ἀντιμετωπίζει ἡ Ἐκκλησία διαχρονικά τό θέμα τῶν χειροτονιῶν ἀπό σχισματικούς καί αἱρετικούς καί πῶς ἀποδέχεται ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τέτοιους «Κληρικούς», πού προσέρχονται σέ αὐτήν.
  1. Ἀνάλυση τοῦ θέματος ἀπό τόν καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα
 Ὁ καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας στόν Τρίτο Τόμο τῆς Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας περιλαμβάνει κεφάλαιο μέ τίτλο «Χειροτονίαι ἄκυροι καί ἀναχειροτονίαι» (Παναγιώτου Τρεμπέλα, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 3ος, ἐκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα 1961, σελ. 314-319), στό ὁποῖο μέ συντομία ἐκθέτει τίς βασικές ἀρχές τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, ὅπως φαίνεται στούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί στήν Παράδοσή της γιά τό θέμα τῶν χειροτονιῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας.
 Θά κάνω μιά περίληψη τῶν σκέψεών του, γιατί ἦταν ἕνας συντηρητικός θεολόγος καί κατά τεκμήριο ἡ ἄποψή του εἶναι ἐνδιαφέρουσα.
 Στήν ἀρχή τοῦ κειμένου του κάνει λόγο ὅτι στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν δύο ἀρχές, ὡς πρός τό ζήτημα τῶν χειροτονιῶν.
 Ἡ πρώτη ἀρχή εἶναι ὅτι γιά τήν ἔγκυρη χειροτονία εἶναι ἀπαραίτητο ὁ λαμβάνων τήν χειροτονία νά κλίνη τόν αὐχένα «ὑπό τήν χεῖρα τοῦ χειροτονοῦντος» αὐτοπροαιρέτως, ἀλλά καί ὁ χειροτονῶν νά μεταδώση τό χάρισμα «μακράν παντός δόλου ἤ ἀπάτης ἤ οἱουδήποτε καταναγκασμοῦ».
 Ἡ δεύτερη ἀρχή εἶναι ὅτι τά τελούμενα Μυστήρια ὑπό σχισματικῶν ἤ αἱρετικῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας «εἶναι ἄκυρα κατά τό ἀξίωμα «extra ecclesiam nulla salus»», δηλαδή ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία.
 Ὡς πρός τήν πρώτη ἀρχή ἀμφισβητήθηκε ἡ χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου Νοουάτου ἐπειδή αὐτός παρέσυρε τρεῖς ἐπισκόπους νά ἔλθουν στήν Ρώμη «δι’ ἀπάτης» καί σέ κατάσταση μέθης «μετά βίας ἠνάγκασεν εἰκονικῇ τινι καί ματαίᾳ χειροθεσίᾳ ἐπισκοπήν αὐτῷ δοῦναι». Τό ἴδιο καί ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τόν 4ο Κανόνα της ὅρισε «περί Μαξίμου τοῦ κυνικοῦ καί τῆς κατ’ αὐτόν ἀταξίας τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει γενομένης∙ ὥστε μήτε Μάξιμον ἐπίσκοπον ἤ γενέσθαι, ἤ εἶναι μήτε τούς παρ’ αὐτοῦ χειροτονηθέντας, ἐν οἱῳδήποτε βαθμῷ κλήρου∙ πάντων καί τῶν περί αὐτόν, καί τῶν παρ’ αὐτοῦ γενομένων ἀκυρωθέντων».
 Ἀπό τίς ἄκυρες χειροτονίες τοῦ Νοουάτου καί τοῦ Μαξίμου τοῦ Κυνικοῦ πρέπει νά διακρίνωνται «αἱ μή μετά κανονικήν ἐκλογήν γινόμεναι χειροτονίαι, αἵτινες ὑπό τῶν κανόνων κηρύττονται ἄκυροι». Πρόκειται γιά τίς ὑπερόριες χειροτονίες, γιά εἰσπηδήσεις ἤ αὐθαίρετες ἐγκαταστάσεις ἀπό χειροτονημένους κανονικῶς ἐπισκόπους ἀπό τήν δική τους ἐπισκοπή στά ὅρια ἄλλων ἐπισκοπῶν, καθώς ἐπίσης καί ἐγκαταστάσεις διαδόχων ἐπισκόπων ἤ συγγενῶν τους παρά τούς ἱερούς Κανόνες ἀπό αὐτούς πού τίς κατεῖχαν προηγουμένως.
 Οἱ χειροτονίες αὐτές μυστηριακῶς εἶναι ἔγκυροι, καί, ἐάν ἡ ἁρμόδια ἀρχή ἤθελε αὐτούς τούς ὑπερορίους καί ἀντικανονικούς Κληρικούς νά τούς χρησιμοποιήση, δέν ἀναχειροτονοῦνται, γιατί ἰσχύει ἐξ ὁλοκλήρου σέ αὐτές τίς περιπτώσεις ὁ 68ος ἀποστολικός κανόνας, πού ἀπαγορεύει τήν ἀναχειροτονία μέ ποινή καθαιρέσεως. Ἐνῶ οἱ χειροτονίες αὐτές εἶναι μυστηριακῶς ἔγκυροι, ἐν τούτοις ἀκυρώνεται ἡ ἐγκατάσταση αὐτῶν καί ὅλα τά δικαιώματα τῶν χειροτονηθέντων πού ἀπορρέουν ἀπ’ αὐτές τίς χειροτονίες, ὁπότε θεωροῦνται ἀπολελυμένες χειροτονίες.
 Ὡς πρός τήν δεύτερη ἀρχή, δηλαδή γιά τίς χειροτονίες τῶν σχισματικῶν καί αἱρετικῶν, πού εἶναι μυστήρια πού τελέσθηκαν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία «δέον νά λογίζωνται ὡς πάντῃ ἄκυρα». Ἔτσι, ὅσοι κληρικοί ἀπό τούς αἱρετικούς καί σχισματικούς προσχωροῦν στήν Μία, Ἁγία Ἐκκλησία «δέον νά χειροτονοῦνται», καί ἡ χειροτονία αὐτή δέν λογίζεται δεύτερη χειροτονία, ἀλλά ἔγκυρη πρώτη χειροτονία.
 Ὅσοι Κληρικοί ἔλαβαν τήν χειροτονία στήν Μία καί Ἁγία Ἐκκλησία καί στήν συνέχεια ἔκκλιναν σέ αἵρεση ἤ σχίσμα, «οὗτοι μετανοοῦντες καί γινόμενοι δεκτοί ὑπό τῆς Ἐκκλησίας κἄν ἔτι καθηρέθησαν ἐν τῷ μεταξύ, ἀποκαθίστανται εἰς τόν ὅν κατεῖχον βαθμόν ἱερωσύνης, ἄνευ ἀναχειροτονίας». Δευκρινίζεται δέ ὅτι ὅσο χρόνο ἦταν στό σχίσμα ἤ στήν αἵρεση, ἀφοῦ εἶχαν καθαιρεθῆ καί ἀποκηρυχθῆ ἀπό τήν μία Ἐκκλησία ἀπό τήν ὁποία ἔλαβαν τό χάρισμα, αὐτό τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης «ἦτο ἀνενέργητον καί ἀνίσχυρον», οἱ δέ χειροτονίες πού ἔγιναν ἀπό αὐτούς «δέον κατ’ ἀκρίβειαν νά λογίζωνται ὅλως ἄκυροι καί νά ἐπαναλαμβάνωνται». Ἐπικαλεῖται στό σημεῖο αὐτό τήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου πού ἀκολούθησε τήν διακήρυξη τοῦ Κυπριανοῦ καί τοῦ Φιρμιλιανοῦ, ὅτι, ὅταν ἀφίστανται κάποιοι ἀπό τήν Ἐκκλησία, διακόπτεται ἡ μετάδοση τῆς Χάριτος.
 Γιά τό θέμα αὐτό χρησιμοποιεῖται τό παράδειγμα τοῦ ἀγωγοῦ, πού συνδέεται μέ τήν δεξαμενή ὕδατος. Δηλαδή, ὁ ἀγωγός μεταφέρει τό ὕδωρ τῆς δεξαμενῆς σέ διάφορα μέρη. Ἐκεῖνος, λοιπόν, πού λαμβάνει τό χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης στήν μία καί ἁγία Ἐκκλησία «καθίσταται ἀγωγός μεταδίδων καί τοῖς ἄλλοις τήν θείαν χάριν», ἐφ’ ὅσον διατελεῖ σέ κοινωνία ἀδιάσπαστη μέ τήν ταμιοῦχο τῆς χάριτος Μία, Ἁγία Ἐκκλησία, ἀντλώντας ἀπό αὐτήν ὡς ἀπό ἀνεξάντλητη δεξαμενή τό σωτήριο νάμα τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τούς ἄλλους. Ὅμως, ὅταν ἀποσπᾶται ἀπό τήν Μία, Ἁγία Ἐκκλησία, παραμένει μέν ἀγωγός, «διά τό ἀνεξάλειπτον τῆς ἱερωσύνης», ἐπειδή ὅμως ἀποκόπτεται ἀπό τήν μόνη ταμειοῦχο καί ζωοπάροχο δεξαμενή τῆς χάριτος «παραμένει ἀγωγός κενός καί ἀνίκανος νά μεταδώσῃ οἱανδήποτε χάριν».
    Μποροῦμε ἀντί τοῦ ἀγωγοῦ ὕδατος, νά χρησιμοποιήσουμε τό παράδειγμα τοῦ ἀγωγοῦ ἠλεκτρικοῦ ρεύματος (καλωδίου), τό ὁποῖο, ὅταν συνδέεται μέ τόν ρευματολήπτη (πρίζα), μεταφέρει τό ἠλεκτρικό ρεῦμα, διαφορετικά εἶναι ἕνα ἁπλό καλώδιο.
 Αὐτήν τήν ἀρχή καθιερώνει καί ὁ 68ος ἀποστολικός Κανόνας, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει τήν ἀναχειροτονία, ἐκτός καί ἐάν ἔχη τήν χειροτονία ἀπό αἱρετικούς. Ὅμως, καί στήν περίπτωση αὐτή, τῶν χειροτονιῶν, δηλαδή, ἀπό αἱρετικούς χρησιμοποιήθηκε «τό μέτρον τῆς λεγομένης ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, πάντοτε ὑπό περιορισμόν καί ὑπό ὅρους». Ἔτσι, γιά τίς αἱρέσεις στίς ὁποῖες δέν ἀναγνωρίζεται ὡς ἔγκυρο τό Βάπτισμα «ἀπερρίπτετο ἀπαρεγκλίτως καί ἡ ἱερωσύνη». Γιά ἐκείνους τῶν ὁποίων κατ’ οἰκονομία γίνεται δεκτό τό Βάπτισμα «δέν ἀνεγνωρίζετο ἀπαρεγκλίτως καί ἡ ἱερωσύνη», ἀλλά ἀπό αὐτούς ἄλλοι μέν «ἐγίνοντο δεκτοί ἐν τῷ κλήρῳ καί ἐν τῷ βαθμῷ τόν ὁποῖον ἐν τῇ αἱρέσει κατεῖχον, ἄλλοι δέ ἐκηρύττοντο ἀναχειροτονητέοι». Ἀναφέρονται σχετικά παραδείγματα ἀπό τούς Κανόνες καί τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας.
 Ἀναφερόμενος δέ ὁ καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας σέ παραδείγματα Ἀρειανῶν πού ἐπέστρεφαν στήν Ἐκκλησία, γράφει ὅτι ἡ Ἐκκλησία κάθε φορά ἐξέταζε ἰδιαιτέρως κάθε περίπτωση. Θά παραθέσω ὁλόκληρο τό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα.
 «Ὅσον δέ ἀφορᾷ εἰς τά ἀναφερόμενα ὑπό τοῦ Μ. Ἀθανασίου εἰς τήν πρός Ρουφιανιανόν κανονικήν ἐπιστολήν αὐτοῦ, καθ’ ἥν ἐκ τῶν ἀπό τῆς Ἀρειανικῆς πλάνης ἐπιστρεφόντων κληρικῶν «οἱ μέν προϊστάμενοι τῆς ἀσεβείας» συνεχωροῦντο μέν μετανοοοῦντες, δέν ἐδίδετο ὅμως «αὐτοῖς τόπος κλήρου», «τοῖς δέ μή αὐθεντοῦσι μέν τῆς ἀσεβείας, παρασυρεῖσι δέ δι’ ἀνάγκην καί βίαν ἔδοξε δίδοσθαι μέν συγγνώμην, ἔχειν δέ καί τόν τόπον τοῦ κλήρου», παρατηροῦμεν, ὅτι κατά πᾶσαν πιθανότητα, ἄν μή καί βεβαιότητα, πρόκειται περί κληρικῶν λαβόντων τήν χειροτονίαν ἐν τῇ μιᾷ ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ καί ἐκ ταύτης ἀποσχισθέντων καί εἰς αἵρεσιν ἐκπεσόντων. Παρόμοιόν τι θά ἠδύνατο νά παρατηρηθῇ καί περί ἐπισκόπων χειροτονηθέντων ὑπό αἱρετικῶν μέν, ἀλλ’ ἐντός τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐνεργούντων, οἷοι οἱ Ἀντιοχείας Μελέτιος, Ἱεροσολύμων Κύριλλος, Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιος, Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, Ἰωάννης Ἱεροσολύμων. Δέν ἐχειροτονήθησαν οὗτοι, ἵνα ὦσιν ἐπίσκοποι τῆς αἱρέσεως, τήν ὁποίαν ἐπρέσβευον οἱ χειροτονήσαντες, οὐδέ φρονοῦντες τά τῆς αἱρέσεως ταύτης, ἀλλ’ ὀρθοδόξως πιστεύοντες τῶν ὀρθοδοξούντων ποιμνίων ἐξ ἀρχῆς ὡς τῆς μιᾶς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐπίσκοποι κατεστάθησαν. Καί τοῦ Πέτρου δέ τοῦ Μογγοῦ (482-490) διά πραξικοπήματος τόν Ἀλεξανδρινόν θρόνον καταλαβόντος αἱ πράξεις καί χειροτονίαι ὡς ἐν τῇ μιᾷ ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ γενόμεναι ἀνεγνωρίσθησαν».
 Ἐπισημαίνεται δέ ὅτι ἡ χρήση τῆς οἰκονομίας δέν δημιουργεῖ καθεστώς μόνιμο, ἀλλά ρυθμίζεται ἀνάλογα ἀπό τήν Ἐκκλησία πού ἐκτιμᾶ τίς διάφορες περιστάσεις. Γράφει:
 «Πάντως, χρῆσις τῆς οἰκονομίας ἐγίνετο πολλάκις, αὕτη ὅμως δέν δημιουργεῖ καθεστώς μόνιμον, ἀλλ’ ἀπόκειται εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἐκτιμῶσαν τάς ἑκάστοτε περιστάσεις καί ρυθμίζουσαν αὐτάς, νά ποιήσηται χρῆσιν τοῦ μέτρου τῆς οἰκονομίας, ὅταν ἐξ αὐτοῦ πρόκειται νά προέλθῃ γενικωτέρα τις ὠφέλεια, νά τηρήσῃ δέ τήν αὐστηράν ἀκρίβειαν, ὅταν δι’ αὐτῆς προλαμβάνεται χαλάρωσις καί ἀδιαφορία δυναμένη νά ἀγάγῃ εἰς καταστροφάς». Ἀναφέρει δέ σχετικά παραδείγματα ἀπό τήν νεώτερη πράξη τῆς Ἐκκλησίας.
 Ἀναφερόμενος σέ ἀπόφαση ἐπιτροπῆς, πού συστήθηκε ἀπό τήν Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως ὑπέρ τοῦ κύρους τῆς χειροτονίας κληρικῶν ἀπό ἐπισκόπους καθηρημένους καί σχισματικούς, γράφει:
 «Δεδομένου δέ ὅτι, ὡς ἤδη εἴπομεν, ἡ χρῆσις τῆς οἰκονομίας δέν εἶναι μέτρον δυνάμενον νά ἐπιβληθῇ κατά νόμον ἤ κανόνα μονίμως ἰσχύοντα, ἀλλ’ ἐξαρτᾶται ἐκ τῶν περιστάσεων, κακῶς ἡ ὑπό τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως συστᾶσα τῷ 1879 ἐπιτροπεία ἀπεφάνθη "ὑπέρ τοῦ κύρους τῆς χειροτονίας κληρικῶν ὑπό ἐπισκόπων καθῃρημένων καί σχισματικῶν χειροτονηθέντων". Μόνον κατ’ οἰκονομίαν θά ἠδύναντο ν’ ἀναγνωρίζωνται αὗται, διότι, ἐάν ἡ οἰκονομία αὕτη ἴσχυεν ὡς κανών, πᾶσα πειθαρχία ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ θά κατελύετο, θά συνεχέοντο δέ ὀλεθρίως τά ὅρια οἰκονομίας καί ἀκριβείας. Τέλος ὅσον ἀφορᾷ εἰς τό κῦρος τῶν Ἀγγλικανικῶν χειροτονιῶν σημειοῦμεν, ὅτι αὗται δέον νά ἐκλαμβάνωνται ὡς μυστήρια ἔξω τῆς Ἐκκλησίας τελεσθέντα».
 Σέ ὑποσημείωση κάνει διάκριση μεταξύ τῶν πρωτεργατῶν τοῦ σχίσματος καί τῶν ἀπογόνων τους. Γράφει:
 «Ἀναμφιβόλως οἱ πρῶτοι, οἱ ἀποσχισθέντες τῆς Ἐκκλησίας καί καθαιρεθέντες ὑπ’ αὐτῆς, ὡς πρωτουργοί τῆς ἐπαναστάσεως καί μετά τήν καθαίρεσιν αὐτῶν χειροτονήσαντες βαρυτάτην ὑπέχουσιν εὐθύνην, πολλῷ δέ βαρυτέραν ἐκείνων, οἵτινες μετά γενεάς ὅλας [μᾶλλον ὅλης] γεννηθέντες ἐν τῷ σχίσματι εὑρέθησαν καί λειτουργοί ἐν τῇ σχισματικῇ Ἐκκλησίᾳ. Ἄλλως λοιπόν θά κριθῶσιν οἱ πρωτουργοί ἐκεῖνοι, ἐν ὥρᾳ μάλιστα καθ’ ἥν τό σχίσμα διατελεῖ ἐν ἐκρήξει, καί ἄλλως οἱ ἀπόγονοι τούτων, οἵτινες ἐπιστρέφοντες μετά τήν κατασίγασιν τῆς ἡφαιστειώδους ἐκρήξεως, ἀναντιλέκτως δέον ἵνα γένωνται δεκτοί ἐξαντλουμένου παντός μέτρου ἐπιεικίας καί οἰκονομίας». Ἀπό τήν σύντομη αὐτή περίληψη καί παρουσίαση τῆς ἀναλύσεως τοῦ καθηγητοῦ Παναγιώτη Τρεμπέλα φαίνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ταμειοῦχος τῆς θείας Χάριτος, οἱ Κληρικοί εἶναι ἀγωγοί πού μεταφέρουν τήν Χάρη ἀπό τήν δεξαμενή, ἄν δέν συνδέεται μέ τήν δεξαμενή, παραμένουν κενοί, ἄδειοι ἀγωγοί. Ἀκόμη, ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Συνόδων της ἀποφασίζει γιά τήν ἀκρίβεια καί τήν οἰκονομία, πότε γίνονται ἀναχειροτονίες καί πότε ἀναγνωρίζονται οἱ χειροτονίες τῶν Κληρικῶν πού ἦταν στά σχίσματα καί τίς αἱρέσεις, ὕστερα ἀπό ἐξέταση τῶν διαφορετικῶν περιπτώσεων, ὕστερα ἀπό ἐξέταση τοῦ πῶς κάποιος ἔλαβε τό ἱερατικό ἤ ἐπισκοπικό χάρισμα καί πῶς προσέρχεται στήν Μία καί Ἁγία Καθολική Ἐκκλησία, καί ἐξετάζεται ἄν πρόκειται νά προέλθη γενικοτέρα ὠφέλεια.
 Παρατηρεῖ κανείς σέ αὐτήν τήν ἀνάλυση, τήν ἀκρίβεια καί τό φιλάνθρωπο πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τήν συντηρητικότητα καί τήν εὐρύτητα τῆς σκέψεως τοῦ καθηγητοῦ Παναγιώτου Τρεμπέλα.
  1. «Φωτίου τοῦ Πατριάρχου, ἐρωτήματα ...»
 Ἀπό τίς ἀπαντήσεις τοῦ Μεγάλου Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινου­πόλεως σέ δέκα ἐρωτήματα πού τοῦ ἐτέθησαν θά παραθέσω σέ κείμενο καί σέ μετάφραση τήν ἀπόκριση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός στήν τέταρτη ἐρώτηση. Ἡ ἀπάντηση αὐτή εἶναι σημαντική γιά τόν τρόπο πού ἐνεργεῖ ἡ Ἐκκλησία συνοδικῶς στίς χειροτονίες ἀπό σχισματικούς καί αἱρετικούς.
 Κείμενο:
 «Ἐρώτησις Δ΄: Τίνων κατακριθέντων οἱ ὑπ’ αὐτῶν χειροτονηθέντες οὐδέν ἐβλάβησαν;
 Ἀπόκρισις: Παύλου τοῦ ἐκ Σαμοσατέων κατακριθέντος, οὐδείς τῶν ὑπ’ αὐτοῦ καθῄρηται, καίτοι συμπεπραχότων αὐτῷ ἐκεῖνα, δι’ ἅ ἐκεῖνος καθῃρέθη. Τοῦ Νεστορίου καθαιρεθέντος, οὐδείς τῶν ὑπ’ αὐτοῦ χειροτονηθέντων καθῄρηται. Πέτρου τοῦ Μόγγου ἔτι πρεσβυτέρου ὄντος, καί καθαιρεθέντος ὑπό τοῦ ἁγίου Προτερίου, εἶτα εἰς τόν αὐτόν αὐτοῦ θάνατον Τιμοθέῳ τῷ φονεῖ συνδεδραμηκότος, καί μετά ταῦτα τόν θρόνον τῆς Ἀλεξανδρείας μετά θάνατον ἐκείνου ἁρπάσαντος, καί τήν ἐν Καλχηδόνι (Χαλκηδόνι) σύνοδον καθ’ ἑκάστην τῷ ἀναθέματι ὑποβάλλοντος, οἱ ὑπ’ αὐτοῦ χειροτονηθέντες, καίπερ καθῃρη­μένου καί φονέως καί αἱρετικοῦ, αἱρετικοί ὄντες καί αὐτοί ἔτι, μετανοοῦντες ἐδέχθησαν. Καί Φῆλιξ ὁ Ῥώμης γράφων πρός Ζήνωνα τόν βασιλέα, τήν διάταξιν αὐτοῦ, ἥτις Πέτρον μέν τῆς Ἐκκλησίας ἐξέβαλλεν, ἐκείνους δέ μετανοοῦντας ἐδέξατο, θεῖον ἀποκαλεῖ τύπον. Ἐγκαλεῖ δέ αὐτῷ δι’ ὧν ἔγραφε, τίνος χάριν τόν Πέτρον ἐκβαλών τῆς Ἐκκλησίας, αὖθις αὐτόν εἰσήγαγε, καί τόν Ἰωάννην ἐδίωξε. Μελέτιος ὁ Ἀντιοχεύς ὑπό αἱρετικῶν χειροτονηθείς ἀντί Εὐσταθίου Σεβαστείας ἐπισκόπου, κακεῖθεν μετενεχθείς εἰς Βέῥῥοιαν, εἶτα πάλιν ὑπ’ αὐτῶν καταστάς Ἀντιοχείας ἐπίσκοπος, ἐκείνων ὡς αἱρετικῶν δυσφημουμένων, οὗτος παρά τῆς Ἐκκλησίας ἀπεδέχθη. Οἱ ὑπό Σεργίου καί Πύῥῥου χειροτονηθέντες καί Μακαρίου, τούτων ὡς αἱρετικῶν τῆς Ἐκκλησίας ἐκδιωχθέντων μετανοήσαντες προσεδέχθησαν. Καί οἱ ὑπό Μακεδονίου τοῦ πνευματομάχου χειροτονηθέντες ὡσαύτως. Τόν Ἀκάκιον οἱ Ῥωμαῖοι ἔτι μέν περιόντα καθαιρέσει ὑπέβαλλον καί ἀναθέματι∙ μετά τελευτήν δέ, Ἰουστίνου μετά τόν Ἀναστάσιον βασιλεύσαντος, πρεσβευσάμενοι πρός αὐτόν, καί τῶν διπτύχων ἐκβαλόντες, Ἰωάννου τηνικαῦτα τόν θρόνον διέποντος Κωνσταντινουπόλεως, τούς ὑπ’ αὐτοῦ χειροτονηθέντας συλλειτουργούς εἶχον, καί ἐκοινώνουν αὐτοῖς. Οἱ ὑπό Ἀναστασίου καί Νικήτα τῶν αἱρετικῶν χειροτονηθέντες παρά τῆς ἑβδόμης ἐδέχθησαν συνόδου. Καί Μελέτιος δέ μυρίων ἔνοχος γέγονεν, ἐπεπήδησε θρόνοις ἀλλοτρίοις, ἐλύπησε μάρτυρας, ἐπανέστη τῷ οἰκείῳ πατριάρχῃ, καί τόν αὐτοῦ θρόνον ἥρπασε, συναπήχθη Ἀρείῳ∙ ὡς δέ λέγει Σωκράτης, καί εἰς τόν διωγμόν ἐπέθυσε. Καί διά ταῦτα ὑπό τοῦ Πέτρου καθῃρέθη∙ ἀλλ’ ὅμως εἰ καί καθῃρέθη πολλάκις, ὕστερον εἰ καί μή τήν ἱερωσύνην, ἀλλά τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου ἀπείληφεν» (Φωτίου τοῦ Πατριάρχου, Ἐρωτήματα Δέκα σύν ἴσαις Ἀποκρίσεσι, P.G. τόμ. 104, στ. 1224).
 Μετάφραση:
 «Ἐρώτηση Δ΄: Ποιοί χειροτονημένοι ἀπό τούς καταδικασθέντες αἱρετικούς δέν ἔπαθαν καμμία βλάβη;
 Ἀπόκριση: Ἀπό τόν καταδικασμένο Παῦλο τόν Σαμοσατέα κανένας δικός του δέν καθαιρέθηκε, παρόλο πού ἔπραξαν τά ἴδια μέ ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα καί αὐτός καθαιρέθηκε. Ὁ Νεστόριος, ἐνῶ ὁ ἴδιος καθαιρέθηκε, κανένας χειροτονημένος ἀπό αὐτόν δέν καθαιρέθηκε. Ὁ Πέτρος ὁ Μογγός, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη πρεσβύτερος καί καθαιρέθηκε ἀπό τόν ἅγιο Προτέριο, κατόπιν ὁ ἴδιος βοήθησε τόν Τιμόθεο στόν θάνατο τοῦ Προτερίου, καί ὅταν ἐκεῖνος (ὁ Τιμόθεος) μετά τόν θάνατό του ἅρπαξε τόν θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας καί καθημερινά ἀναθεμάτιζε τήν Σύνοδο τῆς Καλχηδόνος (Χαλκηδόνος), ὅσοι χειροτονήθηκαν ἀπό αὐτόν, ἄν καί ὁ ἴδιος ἦταν καθηρημένος, καί φονιάς καί αἱρετικός, ὄντας καί οἱ ἴδιοι αἱρετικοί, μετανόησαν καί ἔγιναν ἀποδεκτοί. Καί ὁ Φήλικας τῆς Ρώμης ἔγραψε καί ἔστειλε στόν Ζήνωνα τόν βασιλέα τήν διάταξή του, ἡ ὁποία τόν μέν Πέτρο ἔβγαλε ἐκτός Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἐκείνους πού μετανόησαν τούς δέχθηκε, τόν ἀποκαλεῖ θεϊκό τύπο. Κατηγορεῖ δέ αὐτόν μέ ὅσα ἔγραφε, γιά ποιό λόγο τόν Πέτρο πού ἦταν ἐκτός Ἐκκλησίας τόν εἰσήγαγε πάλι στήν Ἐκκλησία καί ἐδίωξε τόν Ἰωάννη. Ὁ Μελέτιος ὁ Ἀντιοχεύς χειροτονηθείς ἀπό αἱρετικούς ἀντί τοῦ ἐπισκόπου Σεβαστείας Ευσταθίου, ἀπό ἐκεῖ μεταφέρθηκε στήν Βέρροια, καί μετά πάλι ἀπό τούς ἴδιους ἔγινε ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, ἐνῶ ἐκεῖνοι κατηγορήθηκαν ὡς αἱρετικοί, αὐτός ἔγινε δεκτός ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὅσοι χειροτονήθηκαν ἀπό τόν Σέργιο, τόν Πύρρο καί τόν Μακάριο, ἐνῶ ἐκδιώχθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς αἱρετικοί, μετανόησαν καί ἔγιναν ἀποδεκτοί. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τούς χειροτονηθέντες ἀπό τόν Πνευματομάχο Μακεδόνιο. Οἱ Ρωμαῖοι τόν Ἀκάκιο ἐνῶ ἀκόμα ἦταν σέ καθαίρεση τοῦ ὑπέβαλαν καί ἀνάθεμα. Μετά τόν θάνατό του (Ἀκακίου), καί ὅταν, μετά τόν Ἀναστάσιο, βασίλευε ὁ Ἰουστῖνος, ἔστειλαν πρεσβεία πρός αὐτόν, τόν ἔβγαλαν ἀπό τά δίπτυχα, ὄντος τότε στόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ἰωάννου, εἶχαν συλλειτουργούς καί κοινωνοῦσαν μέ ὅσους ἐκεῖνος εἶχε χειροτονήσει. Ὅσοι χειροτονήθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς Ἀναστάσιο καί Νικήτα ἔγιναν ἀποδεκτοί ἀπό τήν ἑβδόμη Σύνοδο. Καί ὁ Μελέτιος ἦταν ἔνοχος γιά μύρια πράγματα, εἰσπήδησε σέ ξένους θρόνους, λύπησε μάρτυρες, ἐπαναστάτησε στόν οἰκεῖο Πατριάρχη καί τοῦ ἅρπαξε τόν θρόνο, ἀπομακρύνθηκε μαζί μέ τόν Ἄρειο, καί ὅπως λέγει ὁ Σωκράτης καί στόν διωγμό θυσίασε. Καί γι’ αὐτά ὅλα καθαιρέθηκε ἀπό τόν Πέτρο. Ἀλλά ὅμως, ἄν καί καθαιρέθηκε πολλές φορές, ὕστερα, ἄν ὄχι τήν ἱερωσύνη, τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου τό πῆρε.
 Ἡ ἀπάντηση τοῦ Μεγάλου Φωτίου εἶναι σημαντική γιά τόν τρόπο πού ἐνεργεῖ ἡ Ἐκκλησία συνοδικῶς στίς χειροτονίες πού ἔγιναν ἀπό σχισμαστικούς καί αἰρετικούς. Κάνει διάκριση μεταξύ τῶν πρωτεργατῶν τῶν σχισμάτων-αἱρέσεων καί τῶν χειροτονηθέντων ἀπό αὐτούς.
 Ὅλες οἱ περιπτώσεις πού ἀναφέρει ὁ Μέγας Φώτιος εἶναι σημαντικές, ἰδιαιτέρως, ὅμως, νά προσεχθῆ ἡ περίπτωση τοῦ Πέτρου Μογγοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν αἱρετικός, ἀρνητής καί πολέμιος τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, χειροτονήθηκε ἀπό καθηρημένους καί ἦταν φονιᾶς. Ὅμως, οἱ χειροτονίες πού ἔκανε ἔγιναν ἀποδεκτές ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅταν μετανόησαν οἱ χειροτονηθέντες.
 Γιά τόν βίο τοῦ Πέτρου τοῦ Μογγοῦ ἔγραψε σχετικά ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός:
 «Πέτρος, ὁ Γ´ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ἐπικαλούμενος Μογγός (477/82-490). Μονοφυσίτης, χειροτονηθείς διάκονος ὑπό τοῦ Διοσκόρου. Μετέσχε τῶν κατά τοῦ πατριάρχου Φλαβιανοῦ ἐκδηλώσεων κατά τήν Ληστρικήν σύνοδον. Ταχθείς ὑπέρ Τιμοθέου τοῦ Αἰλούρου, μονοφυσίτου πατριάρχου, κατά τοῦ ὀρθοδόξου πατριάρχου Προτερίου, ἐξωρίσθη (454). Μετά τόν θάνατον τοῦ αὐτοκράτορος Μαρκιανοῦ (457) κατέλαβε τόν θρόνον ἀντικανονικῶς Τιμόθεος ὁ Αἴλουρος, ὁ δέ Πέτρος ἐγένετο ἀρχιδιάκονός του. Τό 460 ἐξωρίσθησαν ἀμφότεροι. Ὁ ὀρθόδοξος πατριάρχης Τιμόθεος Σαλοφακίολος ἔμεινε ἐπί τοῦ θρόνου, μέχρι τοῦ 476, ὅτε τῇ ὑποστηρίξει τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλίσκου ἐπανῆλθε Τιμόθεος ὁ Αἴλουρος, ὅστις ἀπέθανε τό ἑπόμενον ἔτος (31.7.477).
 Ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ Σαλοφακιόλου οἱ μονοφυσῖται ἐξέλεξαν τόν Πέτρον διάδοχόν του, χειροτονηθέντα, ὡς λέγεται, ὑπό ἑνός μόνον ἐπισκόπου, τοῦ Θεοδώρου Ἀντινόης. Ὁ Σαλοφακίολος μετά πολλάς ἐνεργείας ἐπέτυχε νά ἐξορισθῇ ὁ Πέτρος εἰς Εὐχάϊτα. Κατά πληροφορίας μονοφυσιτῶν ἱστορικῶν ὁ πρεσβύτερος καί οἰκονόμος τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου Προδρόμου ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Ἰωάννης Ταλάϊας ἤ Ταβεννησιώτης παρά τήν ἀπαγόρευσιν τοῦ αὐτοκράτορος Ζήνωνος ἐπέτυχε νά καταλάβῃ τόν ἐπισκοπικόν θρόνον. Ὁ Ζήνων ὅμως ηὐνόει τόν Μογγόν ὡς πολέμιον τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Κατ’ αὐτῆς ἐστρέφετο καί τό «Ἑνωτικόν»τοῦ Ζήνωνος (482), τό ὁποῖον ὁ Πέτρος, ζητήσας νά ἐπανέλθῃ εἰς Ἀλεξάνδρειαν, ἠναγκάσθη νά ὑπογράψῃ καί διά τήν γένεσιν τοῦ ὁποίου συνειργάσθη μετά τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Ἀκακίου. Ὁ Ταλάϊας ἐξεδιώχθη, ὁ δέ Πέτρος συνεκάλεσε σύνοδον (482) κατά τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς (Mansi VII, 1024, 1177. Εὐαγρίου, Ἐκκλη. Ἱστ., 3, 15, Νικηφ. Καλλίστου, Ἐκκλ. Ἱστ. 16, 13, Θεοφάνους, Χρονογραφία, σ. 130).
 Ὁ Μονοφυσιτισμός ἐπικρατεῖ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, τό δέ «Ἑνωτικόν» δυσηρέστησεν ἐξ ἴσου τούς ὀρθοδόξους καί πολλούς μονοφυσίτας, οἵτινες ἀποσπασθέντες τοῦ Πέτρου ὠνομάσθησαν «Ἀκέφαλοι», ὡς μή ἔχοντες πλέον ἐπίσκοπον. Τῇ προτάσει τῶν ὀρθοδόξων Αἰγύπτου καί Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ρώμης Φῆλιξ Γ' διά δύο συνόδων (484 καί 485) καθήρεσε καί ἀφώρισε τούς Ἀκάκιον, Πέτρον Μογγόν καί Πέτρον Γναφέα Ἀντιοχείας ὡς μονοφυσίτας (Ἀκακιανόν Σχίσμα, 484-519). Ἡ πολιτική τοῦ Πέτρου ὑπῆρξε διπρόσωπος, διό καί προὐκάλεσε πλείστας ἀνωμαλίας εἰς τήν Ἐκκλησίαν Ἀλεξανδρείας. Ἐν μέσῳ τῆς ἐκρύθμου αὐτῆς καταστάσεως ἀπεβίωσε τήν 29.10.490. Μετά τῶν Διοσκόρου, Τιμοθέου Αἰλούρου, Πέτρου Γναφέως καί Ἀκακίου, ἀνεθεματίσθη διά τῆς formula Hormisdae (519)» (Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμ. 10, σελ. 366-367).
  1. Ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στόν 68ο Ἀποστολικό Κανόνα
 Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης εἶναι μέγας διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας στούς τελευταίους αἰῶνες καί κανονολόγος, διότι στό Πηδάλιο κατόρθωσε νά ἑρμηνεύση σωστά τούς Κανόνες τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί νά περιλάβη τήν ὅλη ἐκκλησιαστική παράδοση. Νά σημειωθῆ ὅτι τό Πηδάλιο πού καταρτίσθηκε ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημο ἐξεδόθη μέ ἔγκριση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
 Στήν συνέχεια θά παραθέσω τόν 68ο ἀποστολικό Κανόνα, ὁ ὁποῖος κάνει λόγο γιά τήν μή ἀναχειροτονία τῶν Κληρικῶν, καθώς ἐπίσης καί τήν «ἑρμηνεία», ἀλλά καί τήν «συμφωνία» τοῦ Κανόνος αὐτοῦ μέ ἄλλους ἱερούς Κανόνες, τήν ὁποία «συμφωνία» κάνει ὁ ἅγιος Νικόδημος.
 Ἀποστολικός Κανών ΞΗ´
 «Εἴ τις Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος, δευτέραν χειροτονίαν δέξηται παρά τινος, καθαιρείσθω καὶ αὐτός καὶ ὁ χειροτονήσας, εἰ μή γε ἄρα συσταίη, ὅτι παρὰ Αἱρετικῶν ἔχει τὴν χειροτονίαν. Τοὺς γὰρ παρὰ τῶν τοιούτων βαπτισθέντας, ἢ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνατόν».
  Ἑρμηνεία
 «Τό νά χειροτονηθῇ τινάς δύω φοραῖς, διαφόρως ἠμπορεῖ νά νοηθῆ. Ἤ διατί ὁ χειροτονηθείς κατεφρόνησε τόν πρότερον αὐτόν χειροτονήσαντα, ἤ διατί νομίζει ὅτι θέλει λάβῃ περισσοτέραν χάριν ἀπό τόν δεύτερον αὐτόν χειροτονήσαντα, ὡς πίστιν ἔχων πρός ἐκεῖνον περισσοτέραν, ἤ διά ἄλλην κᾀμμίαν τοιαύτην αἰτίαν. Ὅθεν ὁ παρών Κανών διορίζει, ὅτι ὅποιος Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, ἤθελε δεχθῇ δευτέραν χειροτονίαν ἀπό τινα, ἄς καθαίρεται καί αὐτός, καί ἐκεῖνος ὁποῦ τόν ἐχειροτόνησεν, ἔξω μόνον ἄν ἀποδειχθῇ, ὅτι ἔχει τήν χειροτονίαν ἀπό Αἱρετικούς. Διότι οἱ παρά τῶν Αἱρετικῶν βαπτισθέντες, ἤ χειροτονηθέντες, οὔτε ὅλως Χριστιανοί δύνανται νά ᾖναι μέ τό αἱρετικόν αὐτό βάπτισμα, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν μόλυσμα, οὔτε Ἱερεῖς καί Κληρικοί, μέ τήν αἱρετικήν ταύτην χειροτονίαν. Διά τοῦτο ἀκινδύνως οἱ τοιοῦτοι καί βαπτίζονται παρά τῶν ὀρθοδόξων Ἱερέων, καί χειροτονοῦνται παρά τῶν ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων. Ὅθεν ἀκολούθως καί ὁ μέγας Βασίλειος γράφων πρός Νικοπολίτας, λέγει∙ Ἐγώ δέν θέλω συναριθμήσει ποτέ μέ τούς ἀληθεῖς ἱερεῖς τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνον ὁποῦ ἐχειροτονήθη καί ἔλαβε προστασίαν λαοῦ ἀπό τάς βεβήλους χεῖρας τῶν αἱρετικῶν πρός ἀνατροπήν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως».
 Συμφωνία
 «Εἰ δέ καί ἡ α΄. (Οἰκουμενική Σύνοδος) ἐν τῷ η´. (Κανόνι) ἐδέχθη τάς χειροτονίας τῶν Ναυατιανῶν, καί ἡ ἐν Καθαργένῃ ἐν τῷ οζ´. τάς τῶν Δονατιστῶν, ἀλλά οἱ μέν Ναυατιανοί δέν ἦσαν αἱρετικοί, ἀλλά σχισματικοί, κατά τόν α´. Βασιλείου, αἱ δέ τῶν Δονατιστῶν χειροτονίαι ἐδέχθησαν ἀπό τήν ἐν Καρθαγένῃ, διά τήν μεγάλην ἀνάγκην καί ἔνδειαν ὁποῦ εἶχεν ἡ Ἀφρική ἀπό κληρικούς, κατά τόν ξς´. αὐτῆς Κανόνα∙ ταὐτόν εἰπεῖν ἐδέχθησαν οἰκονομικῶς καί ἐξ ἀνάγκης. Δι’ ὅ καί ἡ ἐν Ἰταλίᾳ σύνοδος ταύτας οὐκ ἐδέχθη, ὡς μή τοιαύτην ἀνάγκην ἔχουσαν, κατά τόν οζ´ τῆς αὐτῆς. Ἀλλά καί ἡ αὐτή ἐν Καρθαγένη σύνοδος ἐν τῷ ρα´. Κανόνι θέλει νά ζημιοῦνται δέκα λίτρας χρυσίου, ὅσοι χειροτονήσουν αἱρετικούς, ἤ χειροτονηθοῦν ἀπό αὐτούς, ἤ δεχθοῦν αὐτούς νά λειτουργοῦν. Καί ἡ Οἰκουμενική δέ ζ´. σύνοδος, εἰ καί ἐδέχθη τάς χειροτονίας τῶν αἱρετικῶν Εἰκονομάχων (οὐχί ὅμως τῶν πρωτάρχων τῆς αἱρέσεως, καί τῶν ἐμπαθῶς ἐγκειμένων καί μή γνησίως καί ἀληθῶς μετανοούντων, ὡς εἶπεν ὁ θεῖος Ταράσιος∙ ἀλλά τῶν ἀκολουθησάντων τοῖς πρωτάρχαις, καί ἀληθῶς καί γνησίως μετανοούντων. Περί οὗ ὅρα τήν ἑρμηνείαν τήν πρός Ῥουφινιανόν ἐπιστολῆς τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου) καί τούς παρ’ αὐτῶν χειροτονηθέντας, πάλιν δέν ἀνεχειροτόνησεν ὀρθοδοξήσαντας καθώς φαίνεται ἐν τῇ α´. πράξει αὐτῆς, ἀλλά τοῦτο οἰκονομικῶς ἐποίησε διά τό πολύ πλῆθος ὁποῦ τότε ἐπεπόλαζε τῶν εἰκονομάχων. Καθώς καί ἡ Οἰκουμενική β´. τινῶν αἱρετικῶν δι’ οἰκονομίαν ἐδέχθη τό βάπτισμα, ὡς προείπομεν. Ὅθεν ὡς μή ὅρον τήν τοιαύτην καιρικήν καί περιστατικήν οἰκονομίαν ποιησαμένη, οὐκ ἐναντιοῦται εἰς τόν παρόντα Ἀποστολικόν Κανόνα. Καί γάρ καί ὁ Πατριάρχης Ἀνατόλιος ὑπό τοῦ αἱρετικοῦ Διοσκόρου καί τῆς περί αὐτόν αἱρετικῆς συνόδου ἐχειροτονήθη, καί ὁ ἅγιος Μελέτιος ὁ Ἀντιοχείας ὑπό Ἀρειανῶν, κατά τόν Σωζόμενον βιβλ. δ’. κεφ. κη΄. καί ἄλλοι πολλοί ὑπό αἱρετικῶν ἐχειροτονήθησαν, καί μετά ταῦτα, ὑπό τῶν ὀρθοδόξων ἐδέχθησαν. Ἀλλά σπάνια τά τοιαῦτα καί κατά περίστασιν, κανονικῆς ἀκριβείας λειπόμενα, οὐ νόμος δέ Ἐκκλησίας τό κατά περίστασιν γινόμενον καί τό σπάνιον, κατά τε τόν ιζ´. τῆς α´. καί β´. καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον, καί τήν β´. πρᾶξιν τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ Σοφίᾳ συνόδου, καί τό νομικόν ἐκεῖνο τό λέγον∙ Τό, παρά κανόνας, οὐχ ἕλκεται πρός ὑπόδειγμα. Τάς δευτέρας χειροτονήσεις τῶν ὀρθοδόξων ἐμποδίζει καί ὁ νζ´. Καρθαγένης. Ἀνάγνωθι καί τάς ἑρμηνείας καί ὑποσημειώσεις τοῦ μς´. καί μζ´. Κανόνος τῶν Ἀποστόλων» (Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθήνα 1970, σελ. 89-91).
 Εἶναι σαφέστατη τόσο ἡ παραδοσιακότητα ὅσο καί ἡ εὐρύτητα τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
  1. Συμπέρασμα
 Τά τρία κείμενα, τά ὁποῖα παρέθεσα προηγουμένως (καθηγητοῦ Παναγιώτου Τρεμπέλα, Μεγάλου Φωτίου καί ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου) προσδιορίζουν τήν προοπτική στήν ὁποία κινοῦνται οἱ Ἐπίσκοποι στίς Συνόδους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τήν εὐθύνη νά ἐπιλύουν σοβαρά θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά ζητήματα.
 Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ΣΤ´ Κανόνας τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου χαρακτηρίζει τούς ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους ὡς «οἰκονομοῦντας τάς ἐκκλησίας». Ἡ φράση «οἰκονομοῦντας τάς ἐκκλησίας» εἶναι σημαντική, διότι μᾶς παραπέμπει στό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἰοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ πού εἶναι μυστήριο θείας οἰκονομίας, δηλαδή δείχνει πῶς οἰκονόμησε ὁ Θεός μέ τήν ἄπειρη ἀγάπη Του καί φιλανθρωπία Του τίς ἐπιπτώσεις τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας.
 Ἡ βάση τοῦ θέματος εἶναι ὅτι κατ’ ἀκρίβεια δέν ὑπάρχουν Μυστήρια ἔξω ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχεται τούς προσερχομένους σέ αὐτήν σχισματικούς ἤ αἱρετικούς, ἄλλοτε μέ ἀκρίβεια καί ἄλλοτε μέ οἰκονομία, ἀνάλογα μέ κάθε περίπτωση, μέ σαφεῖς ὅρους καί προϋποθέσεις. Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Ἐφέσου Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης στό θέμα αὐτό ἔκανε τήν διάκριση μεταξύ ἀκρίβειας καί οἰκονομίας (Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου, Μητροπολίτου Ἐφέσου, Καθηγητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας, Ἡ ἀναγνώριση τῶν Μυστηρίων τῶν Ἑτεροδόξων στίς διαχρονικές σχέσεις Ὀρθοδοξίας καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἐκδ. Ἐπέκταση 1995). 
 Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι εἰσαγγελία γιά νά ἐκδίδη καταδικαστικές ἤ ἀθωωτικές ἀποφάσεις, ἀλλά πνευματικό νοσοκομεῖο πού θεραπεύει.
 Ἑπομένως, ἡ ἀκρίβεια καί ἠ οἰκονομία εἶναι τά «δύω εἴδη κυβερνήσεως καί διορθώσεως», οἱ ὁποῖες «φυλλάττονται εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν», κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου σέ ἑρμηνεία ἄλλου ἀποστολικοῦ Κανόνος (Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 53-54, σημ.). Καί πρέπει νά τονισθῆ ὅτι, τόσο γιά τήν ἀκρίβεια ὅσο καί γιά τήν οἰκονομία ἤ συγκατάβαση στήν ἐπίλυση διαφόρων προβλημάτων, προϋποτίθεται ἡ συνοδική διαγνώμη θεουμένων Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἐνεργοῦν καί ἀποφασίζουν μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ὅταν μιά Σύνοδος κάνη κάποιο λάθος, τότε αὐτό διορθώνεται ἀπό ἄλλη ὀρθόδοξη Σύνοδο. Γενικά ἡ Ἐκκλησία ὅταν προκύπτουν τέτοια ζητήματα ὅπως στήν Οὐκρανία στίς ἡμέρες μας, πρέπει νά τά ἀντιμετωπίζει μέσα ἀπό τήν ἀκρίβεια καί τήν οἰκονομία, κατά περίπτωση. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση τά ὅσα εἶπε ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης σέ μοναχό πού τόν ρώτησε γιά κάποιο θέμα, κατά τήν αὐθεντική μαρτυρία ἑνός ἀπό τούς πιό στενούς ὑποτακτικούς του, δηλαδή τοῦ Ἱερομονάχου Παϊσίου. Γράφει ὁ Ἱερομόναχος π. Παΐσιος:
 «Γνωστός μου μοναχός ἐρώτησε τόν Γέροντα γιά τό θέμα τῶν μεταμοσχεύσεων καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε ὅτι γιά τό θέμα αὐτό θά μιλήση ἡ Ἐκκλησία. Ἀκόμη καί γιά σοβαρότερα θέματα, πού ὁ Γέροντας εἶχε ἐκφράσει γνώμη, ἔλεγε ὅτι, ἄν ἡ Ἐκκλησία πάρη διαφορετική θέση, θά πρέπη νά ἀκολουθήσουμε τήν Ἐκκλησία. Μόνο γιά μή σοβαρά θέματα, πού δέν ἔχει πάρει θέση ἡ Ἐκκλησία, μπορεῖ νά ἐκφράζεται κάποιος» (Ἱερομονάχου Παϊσίου, Μύρον ἐκκενωθέν, ἑλκυόμενοι ἀπό τό ἄρωμα τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἐκδ. Ἱ.Μ. Ἁγίου Ἱλαρίωνος, Πρόμαχοι Ἀριδαίας, Α' ἔκδοση 2019, σελ. 41-42). 
 Αὐτό εἶναι γνήσιο ἐκκλησιαστικό φρόνημα.
Στό ἑπόμενο ἄρθρο μου θά τολμήσω νά ὑποβάλω μιά πρόταση γιά τήν ἐνδεχόμενη λύση τοῦ σοβαροῦ ζητήματος πού ἀνέκυψε στήν Οὐκρανία, ὥστε νά μή μονιμοποιηθῆ αὐτή ἡ κατάσταση καί ἐξελιχθῆ σέ σοβαρό σχίσμα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Νομίζω σήμερα, πέρα ἀπό τίς ἱστορικές, κανονικές καί θεολογικές ἀναλύσεις, πρέπει νά κατατεθοῦν σοβαρές προτάσεις γιά τήν ἐπίλυση τοῦ θέματος, οἱ ὁποῖες θά τύχουν περαιτέρω ἐπεξεργασίας ἀπό τούς ὑπευθύνους ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες.–


«Λόγος γιά τό ψέμα». Ἀββᾶ Δωροθέου (Ἀσκητικά)




Θέλω νά σᾶς θυμίσω, ἀδελφοί μου, λίγα γιά τό ψέμα. Γιατί δέν βλέπω νά πολυφροντίζετε νά κρατᾶτε τή γλώσσα σας καί γι᾿ αὐτό εὔκολα παρασυρόμαστε σέ λάθη. Βλέπετε, ἀδελφοί μου, ὅτι γιά κάθε πράγμα, ὅπως πάντα σᾶς λέω, παίζει ρόλο ἡ συνήθεια καί στό καλό καί στό κακό. Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή καί ἄγρυπνη φροντίδα, γιά νά μήν μᾶς ξεγελάει τό ψέμα. Γιατί κανένας ἀπ᾿ αὐτούς πού λένε ψέματα δέν ἑνώθηκε μέ τό Θεό. Τό ψέμα δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τό Θεό. Γιατί εἶναι γραμμένο: «Τό ψέμα πηγάζει ἀπό τόν πονηρό». Καί σ᾿ ἄλλο σημεῖο ἔχει γραφτεῖ ὅτι: «Ὁ διάβολος εἶναι ψεύτης καί πατέρας τοῦ ψεύδους» (Ἰωάν. Η΄: 44). βλέπετε λέει τό διάβολο πατέρα τοῦ ψεύδους. Ἡ δέ ἀλήθεια εἶναι ὁ Θεός. Γιατί Αὐτός λέει: «Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰωάν. Δ΄: 16). καταλαβαίνετε λοιπόν ἀπό Ποιόν χωριζόμαστε καί μέ ποιόν δενόμαστε μέ τό ψέμα. Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι δενόμαστε μέ τό διάβολο.

Ἄν πραγματικά θέλουμε νά σωθοῦμε, ἔχουμε ὑποχρέωση μέ ὅλη τή δύναμη καί μέ κάθε φροντίδα ν᾿ ἀγαπᾶμε τήν ἀλήθεια καί νά φυλαγόμαστε ἀπό κάθε εἴδους ψέμα, γιά νά μήν μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀλήθεια καί τή ζωή.
Ὕπάρχουν δέ τρεῖς διαφορετικοί τρόποι γιά νά πεῖ κανείς ψέματα. Ὅ ἕνας εἶναι τό νά πεῖ κανείς ψέματα μέ τό νοῦ του, ὁ ἄλλος τό νά πεῖ ψέματα μέ λόγια καί ὁ τρίτος τό νά πεῖ ψέματα μέ ὁλοκληρη τή ζωή του. Ἐκεῖνος πού μέ τό νοῦ του λέει: «Γιά μένα λένε». Καί ἄν σταματήσουν νά μιλᾶνε, πάλι ὑποψιάζεται ὅτι σταμάτησαν γι᾿ αὐτόν. Ἄν τοῦ πεῖ κανείς μιά κουβέντα, ὑποψιάζεται ὅτι τήν εἶπε ἐπίτηδες γιά νά τόν στενοχωρήσει. Καί μ᾿ ἕνα λόγο, σέ κάθε πράγμα ἔτσι ὑποψιάζεται τόν ἀδελφό του, λέγοντας:
«Γιά μένα τό ᾿ κανε αὐτό, γιά μένα τό ᾿ πε ἐκεῖνο. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ἔκανε τοῦτο τό πράγμα».

Αὐτός εἶναι πού μέ τό νοῦ του λέει ψέματα. Γιατί δέν λέει τίποτα ἀληθινό, ἀλλά ὅλα εἶναι βασισμένα στίς ὑποψίες. Ἀπ᾿ αὐτό τό λόγο λοιπόν γενιοῦνται περιέργειες, καταλαλιές, κρυφακούσματα, διαμάχες, κατακρίσεις. Τυχαίνει καμιά φορά νά ὑποψιαστεῖ κάποιος κάτι καί τά πράγματα ν᾿ ἀποδείξουν ὅτι ἦταν ἀληθινό. Καί γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς ἰσχυρίζεται ὅτι, ἐπειδή θέλει νά διορθώσει τόν ἑαυτόν του, πάντοτε κινεῖται μέ καχυποψία καί περιέργεια, κάνοντας τήν ἀκόλουθη σκέψη:
«Ἄν μιλάει κανείς ἐναντίον μου κι ἐγώ τόν ἀκούσω, θά καταλάβω ποιό εἶναι τό σφάλμα πού μέ κατηγορεῖ καί θά διορθωθῶ».

Πρῶτα – πρῶτα λοιπόν, αὐτή ἡ προκατάληψη πού δέχεται στήν ψυχή του εἶναι ἔργο τοῦ πονηροῦ. Γιατί ἄρχισε μέ τό ψέμα, δηλαδή, χωρίς νά ξέρει ὑποψιάστηκε αὐτό πού δέν ἤξερε. Πῶς μπορεῖ λοιπόν κακό δέντρο νά κάνει καλούς καρπούς; Ἄν ὅμως θέλει νά διορθωθεῖ ἐντελῶς, ὅταν τοῦ πεῖ ὁ ἀδελφός: «Μήν τό κάνεις αὐτό» ἤ «γιατί τό ἔκανες ἐκεῖνο;» νά μήν ταραχθεῖ, ἀλλά νά βάλει μετάνοια καί νά τόν εὐχαριστήσει καί τότε θά διορθωθεῖ. Καί ἄν δεῖ ὁ Θεός ὅτι εἶναι τέτοια ἡ πρόθεσή του, δέν θά τόν ἀφήσει ποτέ νά πλανηθεῖ, ἀλλά ὁπωσδήποτε θά τοῦ στείλει τόν κατάλληλο ἄνθρωπο γιά νά τόν διορθώσει. Τό νά πεῖ ὅμως ὅτι:
Ἐπειδή θέλω νά διωρθωθῶ, πιστεύω στίς ὑποψίες μου καί κατά συνέπεια, συνηθίζω νά κρυφακούω καί νά περιεργάζομαι», αὐτό εἶναι μιά σκέψη πού τοῦ τή βάζει καί τή δημιουργεῖ ὁ διάβολος, θέλοντας νά τόν καταστρέψει.
Ὅταν κάποτε βρισκόμουνα στό κοινόβιο, εἶχα τόν πειρασμό νά προσπαθῶ νά συμπεράνω τήν ἐσωτερική κατάσταση κάποιου ἀπό τίς κινήσεις του. Μοῦ συνέβη λοιπόν ἕνα σχετικό γεγονός. Μιά φορά, καθώς στεκόμουν, προσπερνάει μιά γυναίκα πού βάσταζε ἕνα σταμνί νερό, καί δέν κατάλαβα πῶς παρασύρθηκα καί πρόσεχα τά μάτια της. Ἀμέσως τότε μοῦ γεννήθηκε ὁ λογισμός ὅτι ἦταν πόρνη.

Μόλις λοιπόν μοῦ εἶπε αὐτό ὁ λογισμός, πολύ στενοχωρήθηκα καί τό ἀνέφερα στό Γέροντα, τόν Ἀββά Ἰωάννη, μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο:
«Γέροντα, ἄν χωρίς νά θέλω δῶ μιά κίνηση κάποιου καί συμπεράνω μέ τό λογισμό τήν κατάσταση πού βρίσκεται, τί πρέπει νά κάνω;»
Καί μοῦ ἀπάντησε ὁ Γέροντας κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο:
«Τί λοιπόν, δέν συμβαίνει πολλές φορές νά ἔχει κανείς κάποιο φυσικό ἐλάττωμα καί μέ πολύ ἀγώνα νά τό ξεπεράσει; Δέν μπορεῖς ἀπ᾿ αὐτό νά καταλάβεις τήν κατάστασή του. Ποτέ λοιπόν νά μήν πιστεύεις στίς ὑποψίες σου, γιατί στραβός ὁδηγός καί τά ἴσια τά κάνει στραβά. Οἱ ὑποψίες εἶναι ψεύτικες καί βλάπτουν».
Ἀπό τότε καί ἄν ἀκόμα μοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός γιά τόν ἥλιο ὅτι εἶναι ἥλιος, ἤ γιά τό σκοτάδι ὅτι εἶναι σκοτάδι, δέν τό πίστευα. Ἐπειδή δέν ὑπάρχει τίποτα βαρύτερο ἀπό τίς ὑποψίες. Εἶναι τόσο πολύ βλαβερές, γιατί μένουν πολύ καιρό μέσα μας καί ἀρχίζουν νά μᾶς πείθουν νά νομίζουμε ὅτι βλέπουμε καθαρά, πράγματα πού οὔτε ὑπάρχουν οὔτε ἔχουν γίνει.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ Θ΄.
Ἀββᾶ Δωροθέου (Ἀσκητικά)