Ο Γρηγόριος Ευστρατιάδης (1864-1950) υπήρξε νομικός, εκδότης και βουλευτής.
Επί σειρά ετών υπήρξε εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας ''ΣΚΡΙΠ'' της Αθήνας.
Το ''ΣΚΡΙΠ'' αμέσως μετά την ημερολογιακή καινοτομία του 1924 τάχθηκε
κατά του συνόλου των νεωτερισμών, που εισήγαγαν στο σώμα της Εκκλησίας
ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης.
Φιλοξενούσε
στις σελίδες του το σύνολο σχεδόν των ανακοινώσεων της ''Ελληνικής Εκκλησιαστικής Κοινότητας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών'',
δημοσίευε
-με εμπεριστατωμένα ρεπορτάζ- όλες τις ειδήσεις για τις διώξεις των χιλιάδων αποτειχισμένων ''Παλαιοημερολογιτών''
και παρουσίαζε άρθρα αντινεωτεριστικά και κατά της κίνησης για την ''Ένωση των Εκκλησιών'',
όπως ονομαζόταν τότε η οικουμενική κίνηση.
Το βιβλίο του ''Η Πραγματική Αλήθεια περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου'' δημοσιεύθηκε
υπό την μορφή
συνεχιζόμενων άρθρων τον Μάρτιο του 1928 και αποτέλεσε
μια εμπεριστατωμένη δημοσιογραφική και θεολογική εργασία για το ημερολογιακό σχίσμα.
Το περισσότερο -ίσως- ενδιαφέρον
στο βιβλίο αυτό παρουσιάζει το γεγονός,
ότι επιχειρήθηκε η προσέγγιση των δρώμενων της ημερολογιακής καινοτομίας
και
μέσα από το πληροφοριακό φάσμα της δημοσιογραφίας και εύλογα η επικαιρότητα ζωντανεύει ιδεατά
στα ''πέτρινα'' αυτά χρόνια του Μεσοπολέμου, προσφέροντας στον αναγνώστη διαδραστικά τον επίκαιρο και ζωντανό παλμό των γεγονότων!
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Β' Μέρος
Είδομεν εις το χθες δημοσιευθέν Α' μέρος περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου άρθρου, ότι την πρωτοβουλίαν της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου είχεν ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, όστις και υπέβαλεν εις την συγκληθείσαν, μερίμνη αυτού, Ιεραρχίαν υπόμνημα, υπέρ της μεταβολής ταύτης. Είδομεν δε, ότι ο αντιπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος εις το συνελθόν εν Κωνσταντινουπόλει Συνέδριον, όπερ ωνόμασεν κακώς ''Πανορθόδοξον'' κατ' εντολήν βεβαίως της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, εδήλωσεν εις αυτό, ότι όχι μόνο το εορτολόγιον πρέπει να προσαρμοσθεί προς το νέον πολιτικόν Ημερολόγιον, αλλά και το Πασχάλιον (!).
Και ως λόγον της τοιαύτης αλλαγής και του Πασχαλίου έφερεν τον μετά καταπλήξεως, γενικώς ακουσθέντα, την προσέγγισιν των δύο χριστιανικών κόσμων της Ανατολής και της Δύσεως και την εντύπωσιν, ήτις θα παραχθή εις όλον τον πεπολιτισμένον κόσμον εκ της αβιάστου πρωτοβουλίας της Ανατολικής Εκκλησίας διά την προσέγγισιν τούτων. Κοσμοπολιτικοί λοιπόν λόγοι και όχι θρησκευτικοί, και όχι εκκλησιαστικοί, ήσαν οι ωθήσαντες την Αρχιεπισκοπήν Αθηνών να βιάζηται τόσον διά την μεταβολήν του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου. Εβιάζετο δε και έσπευδε να επιτύχη δια του δήθεν ''Πανορθοδόξου Συνεδρίου'' την μεταβολήν και υπέβαλεν εις αυτό τας ανωτέρας γνώμας, ως γνώμας της Ιεραρχίας της Ελλάδος πότε;
Όταν εγνώριζεν, ότι είχον κηρυχθή εναντίον της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και αι Εκκλησίαι της Ρωσίας, Σερβίας, Αγίου Όρους και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Και επέμενεν η Αρχιεπισκοπή Αθηνών εις την μεταβολήν καθ' ον χρόνον ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων ετηλεγράφει: ''Συνταυτισμός των ορθοδόξων εορτών προς τας της Ρωμαικής Εκκλησίας κρίνεται ασύμφορος διά την Ορθοδοξίαν''. Αλλά μήπως αυτός ο Οικουμενικός Πατριάρχης απεδέχθη εξ' αρχής ανεπιφυλάκτως την μεταρρύθμισιν; Παν άλλο. Είχεν εκδηλώσει πολλούς ενδοιασμούς ειπών τα εξής:
''Η μεταρρύθμισις την οποίαν πρόκειται να κάμωμεν δεν πρέπει να επιφέρη σκανδαλισμόν εις το χριστεπώνυμον πλήρωμα. Λαμβάνομεν σοβαρώς υπ' όψιν, ότι δεν είναι τι αδιάφορον, το πώς θα διατεθώσιν αι μάζαι των Χριστιανών μας απέναντι μεταρρυθμίσεως αποδεχομένης το Γρηγοριανόν σύστημα''. Μεθ' όλας ταύτας τας αντιρρήσεις των λοιπών Πατριαρχείων και ενώ ήτο κατάδηλον, ότι ταύτα δεν ήταν διατεθειμένα να αποδεχθούν την μεταρρύθμισιν και ότι επομένως θα επήρχετο η διαίρεσις της ''Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας'', εν τούτοις η Αρχιεπισκοπή Αθηνών δεν έπαυσεν ενεργούσα προς ταχυτέραν αποδοχήν της μεταρρυθμίσεως, χωρίς κανείς λόγος να βιάζη αυτήν, λόγος σοβαρός, Εκκλησιαστικός, ανυπέρβλητος.
Το λεγόμενον ''Πανορθόδοξον Συνέδριον'' - το οποίον όμως απετελέσθη από 6 μόνον Μητροπολίτας του Πατριαρχικού Θρόνου (εκ των 91 τοιούτων), από έναν λαικόν καθηγητήν των Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Βελιγκραδίου και έναν Ρουμάνον Γερουσιαστήν και εις το οποίον δεν έλαβε μέρος ουδεμία άλλη Ορθόδοξος Εκκλησία πλην της Ελλάδος - μετά μακράς συζητήσεις κατέληξε και αυτό εις την εξής απόφασιν:
''Αναγνωρίσαν, ότι η άρσις της μεταξύ του θρησκευτικού και του πολιτικού ημερολογίου διαφοράς είναι ανάγκη αναπόφευκτος και ότι ουδέν κανονικόν κώλυμα υπάρχει διά την διόρθωσιν του εν χρήσει Εκκλησιαστικού Ημερολογίου κατά τα δεδομένα της Αστρονομικής Επιστήμης, ομοφώνως αποφασίζει την διόρθωσιν του Ιουλιανού Ημερολογίου, ως εξής: Απαλείφονται οι 13 ημέρες του Ιουλιανού Ημερολογίου... Ούτως η 1 Οκτωβρίου 1923 θα λογισθή ως 14 Οκτωβρίου 1923. Αι ακίνηται εορταί θα έχωσι την ημερομηνίαν ην είχον μέχρι σήμερον. Αι κινηταί εορταί θα καθορίζωνται εκ της εορτής του Πάσχα. Κατά τας κανονικάς διατάξεις, αίτινες διατηρούνται άθικτοι, το Πάσχα θα εορτάζεται την Κυριακήν, έπεται τη πρώτη πανσελήνω μετά την Εαρινήν Ισημερίαν''.
Ωρίσθη λοιπόν διά της αποφάσεως ταύτης του άνω Συνεδρίου, ως ημέρα ενάρξεως του νέου ημερολογίου η πρώτη Οκτωβρίου 1923. Και τούτο ίνα εν τω μεταξύ προήρχετο η Μεγάλη Εκκλησία εις συννενοήσεις μετά των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και εφηρμόζετο αυτό συγχρόνως παρ' όλων τούτων, ίνα μη διασπασθή η ενότης της Εκκλησίας. Επομένως η εφαρμογή του νέου ημερολογίου απεφασίσθη και υπό του Συνεδρίου τούτου, υπό τον σιωπηρόν όρον της συναινέσεως και των λοιπών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Διά τούτο και δεν εφηρμόσθη την 1ην Οκτωβρίου 1923, διότι, όταν έφθασεν η ημέρα αύτη δεν είχεν επιτευχθή η συνεννόησις. Η Αρχιεπισκοπή όμως Αθηνών, η επί κεφαλής της Ελληνικής Εκκλησίας δεν απετράπη από την έμμονον απόφασιν να αλλάξη έστω και μόνη αυτή το εκκλησιαστικόν ημερολόγιον. Δεν εκάμθη, ούτε από τους δισταγμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ούτε από τας επιφυλάξεις του ''Πανορθοδόξου Συνεδρίου''. Επέμενε καλά και σώνει ''να προσεγγίση αβιάστως προς την Δυτικήν Εκκλησίαν'' διά να έχη αυτή το ''εύσημον'' της πρωτοβουλίας. Και εξηκολούθει να πιέζη το Οικουμενικόν Πατριαρχείον (μεθ' ου είχεν ως γνωστόν ιδιαίτερον σύνδεσμον) να αποδεχθή την γνώμην της μεταβολής του νέου ημερολογίου έστω και υπό μόνης της Ελλάδος.
Βία ακατάσχετος, παράδοξος, αδικαιολόγητος κινούσα την έκπληξιν. Κι την 5ην Ιανουαρίου 1924 δι' εγγράφου της προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, η Εκκλησία της Ελλάδος (δηλαδή η Αρχιεπισκοπή Αθηνών παρισταμένη ως αντιπρόσωπος της Συνόδου και της Ιεραρχίας) διηπόρει διά την βραδύτητα της εφαρμογής της αποφάσεως του ''Πανορθοδόξου Συνεδρίου'' και παρίστα το ''επείγον του πράγματος διά την Ελλάδα''. Διατί επείγον: άδηλον. Διότι ο αναφρόμενος εις το άρθρον του ''φιλαλήθους'' λόγος της επελθούσης δήθεν συγχύσεως εκ της Εθνικής Εορτής, ήτις δεν συνέπιπτε προς την ημέραν του Ευαγγελισμού και εκ της εορτής της 1ης του έτους προ των Χριστουγέννων, κ.λπ. είναι ασήμαντος, παιδαριώδης, προσχηματικός, ανάξιος μεγάλης προσοχής.
Εις το έγγραφον αυτό της 5 Ιανουαρίου 1924 απήντησεν το Οικουμενικόν Πατριαρχείον την 20 Ιανουαρίου 1924, διά των εξής:
''Η ορισθείσα έναρξις της εφαρμογής του Νέου Ημερολογίου κατά την 1ην Οκτωβρίου παρελθόντος έτους απεδείχθη εκ των πραγμάτων ανεπίτευκτος, διά την μη υπό πάντων αποδοχήν των αποφάσεων του ''Πανορθοδόξου Συνεδρίου''. Επειδή, όμως, ως και εν τη επιστολή της Υμετέρας Μακαριότητος σημειούται, η επί μακρόν εισέτι παράτασις της νυν ανωμαλίας πολλήν αναμφιβόλως και την Θρησκευτικήν και Εκκλησιαστικήν ζημίαν συνεπάγεται και απειλεί, η Μετριότης Ημών μετά της καθ΄ημάς αγίας και Ιεράς Συνόδου έγνωμεν αποδέξασθαι την υπό της αδελφής Εκκλησίας της Ελλάδος ΕΙΣΗΓΟΥΜΕΝΗΝ ΓΝΩΜΗΝ περί αποδοχής το γε νυν έχον της εφαρμογής του Νέου Ημερολογίου δι΄άπασας τας ακινήτους εορτάς του Ορθοδόξου Εορτολογίου και προτείνομεν προς αποδοχήν, ως ημέρας κοινής υπό πασών των αδελφών Εκκλησιών εφαρμογής του νέου Ημερολογίου, την δεκάτην του μηνός Μαρτίου του αρξαμένου 1924 έτους, εισηγουμένης, όπως αύτη εν πάσαις ταις αδελφαίς ορθοδόξοις Εκκλησίαις λογισθή και εορτασθή ως 23 Μαρτίου του ημετέρου εορτολογίου''.
Έχομεν εκ του ανωτέρω την αψευδεστέραν πιστοποίησιν, ότι ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου είναι η Ελληνική Εκκλησία, διότι εισηγητής εις την Ιεραρχίαν αυτής και φανατικός και υπέρμαχος της μεταβολής κήρυξ ήτο ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Θα εξετάσωμεν εις επόμενον άρθρον, ποιαι ακόμη σοβαραί αντιρρήσεις προεβάλλοντο από μέρος των λοιπών Εκκλησιών και πως αύται περιεφρονήθησαν υπό της Αρχιεπισκοπής Αθηνών διά να εισέλθωμεν εις την εξέτασιν των αποτελεσμάτων, άτινα είχε και θα έχη η γενομένη μεταρρύθμισις και εις ποιους προσκρούει κανόνας, ποιους δε σοβαρωτάτους διά την Εκκλησίαν απειλεί κινδύνους.
Συνεχίζεται
Εκ του βιβλίου του Γρηγορίου Ευστρατιάδη
''Η Πραγματική Αλήθεια περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου'',
που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα των Αθηνών ''ΣΚΡΙΠ'',
την Δευτέρα 5 Μαρτίου 1928,
έτος 32ον, αρ. φύλλου 8.979, σελ. 1η.
Μεταφορά στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Διατηρήθηκε η Γραμματική τάξη της εποχής με την επέμβαση μόνο σε κάποια αναγκαία σημεία στίξης.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ