Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Aλλάζει το status quo στο Όρος του Ναού – Νετανιάχου: «Θα γίνει προσευχή πριν την έλευση του Μεσσία!»



Φαίνεται πως μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο έντασης και σύγκρουσης με κέντρο την περιοχή της Ιερουσαλήμ με αφορμή την ειλημμένη απόφαση του Ισραηλινού πρωθυπουργού να αλλάξει το status quo στο Όρος του Ναού (και τον αποκαλούμενο Τρίτο ναό) και του Τεμένους Αλ Ακτσά (του Τρίτου ιερότερου μέρους για τους μουσουλμάνους), την ασφάλεια του οποίου έχει αναλάβει ο Τούρκος  πρόεδρος.
Ο Ερντογάν μιλάει συχνά για την Ιερουσαλήμ αναφέροντας την με το αραβικό της προσωνύμιο (Αλ Κοντς), ενώ δηλώνει ότι η πόλη είναι υπό ισραηλινή κατοχή και στηρίζει μέσω της ΜΙΤ τους Παλαιστινίους στην Ανατολική πλευρά της πόλης, θέλοντας να φανεί μελλοντικά ως «Γαζής», δηλαδή νικητής εκ μέρους όλων των μουσουλμάνων του κόσμου.     
Ο Νετανιάχου από την πλευρά του υπόσχεται την υλοποίηση «εβραϊκής προσευχής στο Όρος του Ναού «πριν έρθει ο Μεσσίας», αλλά ο υπουργός ασφαλείας δηλώνει ότι όλα αυτά θα λάβουν χώρα πολύ νωρίτερα σύμφωνα με ισραηλινό ΜΜΕ.
Στο πλαίσιο συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στην Ουκρανία, ο Ze’ev Kam, ένας δημοσιογράφος που εργάζεται για το πρακτορείο ειδήσεων Kan News, ζήτησε από τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Benjamin Netanyahu να «προσεγγίσει τα αρχικά δικαιώματα των Εβραίων στο όρος του Ναού, τον πιο ιερό τόπο τους».
Η απάντηση του Ισραηλινού πρωθυπουργού ήταν σύμφωνα με το «Sheva» η εξής: «Μην ανησυχείτε, θα συμβεί και πριν από την άφιξη του Μεσσία» δίνοντας μια θρησκευτική χροιά στην δήλωση του.
Στην ιστοσελίδα για την υπεράσπιση του Όρους του Ναού Har-Habait, σημειώνεται ότι ο Νετανιάχου είχε ήδη κάνει αυτή την υπόσχεση. Ο Yehuda Etzion, ιδρυτής της οργάνωσης υπεράσπισης του ναού, είχε στείλει επιστολή στον τότε υποψήφιο του κόμματος Likud,  B. Netanyahu, ρωτώντας τον για τις απόψεις του σχετικά με τα εβραϊκά δικαιώματα στην περιοχή.
«Το δικαίωμα του εβραϊκού λαού στο ιερό τόπο του, το Όρος του Ναού, είναι αναμφισβήτητο», έγραψε ο Netanyahu, «πιστεύω ότι πρέπει να διευθετηθεί το δικαίωμα της προσευχής για τους Εβραίους σε αυτό το μέρος, και ακόμη να υπάρξει περισσότερο ελευθερία λατρείας για όλες τις θρησκείες στην Ιερουσαλήμ. Είναι σαφές ότι πρέπει να το κάνουμε αυτό με την κατάλληλη ευαισθησία», είχε γράψει πριν χρόνια ο Νετανιάχου.

Σύμφωνα με τον ισραηλινό νόμο, ο οποίος οριοθετεί την ελευθερία και την ισότητα της θρησκείας στην χώρα, η εβραϊκή προσευχή μπορεί να λαμβάνει χώρα στο όρος του Ναού, αλλά η ισραηλινή αστυνομία, επιφορτισμένη με τη διατήρηση της τάξης, έχει τη δυνατότητα να  επιτρέπει κατά την κρίση της τον τρόπο εφαρμογής αυτού του νόμου.
Ως Υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας του Ισραήλ, ο Gilad Erdan είναι επιφορτισμένος με την επίβλεψη αυτού του καθήκοντος. Υπενθυμίζουμε ότι πριν από δύο εβδομάδες, είχαμε την εβραϊκή εορτή του Tisha B’Av, η οποία συνέπεσε με την μουσουλμανική εορτή του Eid al-Adha.
Οι μουσουλμανικές θρησκευτικές αρχές τότε έκλεισαν όλα τα τζαμιά στην Ιερουσαλήμ, εκτός από το Τέμενος Al Aqsa στο Όρος του Ναού και ζήτησαν από τους Παλαιστινίους να εμποδίσουν τους Εβραίους να επισκεφθούν την περιοχή.
Η ισραηλινή αστυνομία καθυστέρησε την είσοδο στους Εβραίους στον τόπο αυτό, μέχρι να τελειώσουν οι μουσουλμάνοι τις προσευχές τους, αλλά οι Παλαιστίνιοι παρέμειναν στην περιοχή μαζικά έχοντας μέσα τους οργή, έτοιμοι να αντιδράσουν.
Αντί να  απαγορεύσει την είσοδο των Εβραίων, η ισραηλινή αστυνομία επέτρεψε στους Εβραίους να επισκεφτούν το όρος του Ναού. Έτσι, 1.729 Εβραίοι μετέβησαν  στο όρος του Ναού και λόγω της ημέρας προσευχήθηκαν στην μήμη της καταστροφής του Εβραϊκού Ναού, ακριβώς εκεί που κάποτε στέκονταν ο ναός αυτός, προκαλώντας αντίδραση στους Παλαιστίνιους (ο Ναός  καταστράφηκε το 77 μ.χ. από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τίτο).
Στις αποδοκιμασίες των Παλαιστινίων για χρήση  βίας, ο Ερντάν απάντησε υποστηρίζοντας ότι η θρησκευτική ελευθερία είναι απαραίτητη στο Όρος του Ναού.
«Νομίζω ότι υπάρχει μια αδικία στο status quo που υπήρχε από το ’67», ανέφερε ο ίδιος  στον Ραδιοφωνικό σταθμό  Ισραήλ-90. «Όπως αναφέρει η συμφωνία μεταξύ Ιορδανίας και Ισραήλ μετά τον πόλεμο των έξι ημερών, η ισχύ  του status quo της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που διέπει τις ιερές τοποθεσίες στην Ιερουσαλήμ έχει ισχύ, επιτρέποντας την περιορισμένη προσευχή μη μουσουλμάνων (Εβραίων- Χριστιανών) σε μουσουλμανικές τοποθεσίες.
«Πρέπει όμως να εργαστούμε για να το αλλάξουμε αυτό, έτσι ώστε μελλοντικά οι Εβραίοι, με τη βοήθεια του Γιαχβέ, να μπορούν να προσεύχονται στο Όρος του Ναού», δήλωσε ο Ερντάν. «Αυτό πρέπει να επιτευχθεί με διπλωματικές συμφωνίες όμως και όχι με βία», κατέληξε ο ίδιος.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι όταν το Ισραήλ κατέκτησε το Όρος του Ναού το 1967, υπήρχε ένα τζαμί.
Το 2009, 5.658 Εβραίοι ανέβηκαν στον Όρος του Ναού ενώ ο αριθμός τους διπλασιάστηκε  μέχρι το 2015. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, επισκέφτηκαν το χώρο 25.000 Εβραίοι.
«Καταδικάζουμε πλήρως τις παραβιάσεις του Ισραήλ στο ιερό τζαμί Al-Aqsa», γράφει ο υπουργός Εξωτερικών της Ιορδανίας Ayman Safadi στο Twitter.
«Οι παράλογες ενέργειες της κατοχής του μέρους αυτού από τις  [ισραηλινές] αρχές και οι προσπάθειες αλλαγής του status quo στην κατεχόμενη Ιερουσαλήμ,  θα οδηγήσουν μόνο στη διόγκωση της σύγκρουσης, απειλώντας τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Καλούμε τη διεθνή κοινότητα να αναλάβει τις ευθύνες της και να πιέσει το Ισραήλ να σταματήσει τις παραβιάσεις του», τόνισε ο ίδιος.

Νέα πρόκληση Ερντογάν: Ποζάρει μπροστά σε χάρτη με τον οποίο «ζητά» το μισό Αιγαίο


Νέα πρόκληση Ερντογάν: Ποζάρει μπροστά σε χάρτη με τον οποίο «ζητά» το μισό Αιγαίο

«Έχει γίνει αναπόφευκτο για την Τουρκία να αναθεωρήσει τις αμυντικές στρατηγικές και τις τακτικές της»

Προκλητικός εμφανίζεται ο Ερντογάν για μια ακόμη φορά. Ο Τούρκος πρόεδρος τη «γαλάζια πατρίδα» έκτασης 462.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, η οποία περιλαμβάνει το μισό Αιγαίο.
Συγκεκριμένα στις χθεσινές εκδηλώσεις εορτασμού για την τουρκική νίκη στην Μικρασιατική Εκστρατεία ο Ερντογάν στη φωτογραφία που υπογράφει το βιβλίο επισκεπτών στο Πανεπιστήμιο Εθνικής Άμυνας στο φόντο υπάρχει ο χάρτης που ενσωματώνει ύδατα γύρω από τα Δωδεκάνησα, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, το  θαλάσσιο χώρο ανατολικά της Κρήτης και τμήμα των Κυκλάδων.
«Καθώς ο κόσμος αναδιαρθρώνεται σε όλους τους τομείς, έχει γίνει αναπόφευκτο για την Τουρκία να αναθεωρήσει τις αμυντικές στρατηγικές και τις τακτικές της» είπε ο Ερντογάν.
«Παρά το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ πρόσφατα απέτυχε να επιτύχει σε πολλά ζητήματα, ειδικά στην εξασφάλιση της ασφάλειας της Τουρκίας, παραμένει η πιο σημαντική πλατφόρμα αμυντικής συνεργασίας για εμάς και τους συμμάχους μας» πρόσθεσε.
«Αν και μερικά κράτη, με τα οποία έχουμε μια σχέση συμμαχίας, υιοθετούν συμπεριφορές κατά της χώρας μας, που σε καμία περίπτωση δεν συμφωνούν με το νόημα και το πνεύμα αυτής της λέξης [συμμαχίας], εξακολουθούμε να εκτιμούμε την αλληλεγγύη με τους συμμάχους μας. Δεν έχουμε πρόθεση να εγκαταλείψουμε την ένταξη στο ΝΑΤΟ ή τους συμμάχους μας. Αντίθετα, θέλουμε να έχουμε μια ισχυρότερη θέση σε αυτούς τους οργανισμούς» ανέφερε.
Την φωτογραφία έδωσε στη δημοσιότητα η τουρκική προεδρία.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗ: Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ (Ε' ΜΕΡΟΣ)





Ο Γρηγόριος Ευστρατιάδης (1864-1950) υπήρξε νομικός, εκδότης και βουλευτής. 

Επί σειρά ετών υπήρξε εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας ''ΣΚΡΙΠ'' της Αθήνας. 

Το ''ΣΚΡΙΠ'' αμέσως μετά την ημερολογιακή καινοτομία του 1924 τάχθηκε 

κατά του συνόλου των νεωτερισμών, που εισήγαγαν στο σώμα της Εκκλησίας 

ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης. 

Φιλοξενούσε 

στις σελίδες του το σύνολο σχεδόν των ανακοινώσεων της ''Ελληνικής Εκκλησιαστικής Κοινότητας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών'', 

δημοσίευε

 -με εμπεριστατωμένα ρεπορτάζ- όλες τις ειδήσεις για τις διώξεις των χιλιάδων αποτειχισμένων ''Παλαιοημερολογιτών'' 

και παρουσίαζε άρθρα αντινεωτεριστικά και κατά της κίνησης για την ''Ένωση των Εκκλησιών'', 

όπως ονομαζόταν τότε η οικουμενική κίνηση. 

Το βιβλίο του ''Η Πραγματική Αλήθεια περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου'' δημοσιεύθηκε 

υπό την μορφή 

συνεχιζόμενων άρθρων τον Μάρτιο του 1928 και αποτέλεσε

 μια εμπεριστατωμένη δημοσιογραφική και θεολογική εργασία για το ημερολογιακό σχίσμα. 

Το περισσότερο -ίσως- ενδιαφέρον 

στο βιβλίο αυτό παρουσιάζει το γεγονός, 

ότι επιχειρήθηκε η προσέγγιση των δρώμενων της ημερολογιακής καινοτομίας 

και

μέσα από το πληροφοριακό φάσμα της δημοσιογραφίας και εύλογα η επικαιρότητα ζωντανεύει ιδεατά 

στα ''πέτρινα'' αυτά χρόνια του Μεσοπολέμου, προσφέροντας στον αναγνώστη διαδραστικά τον επίκαιρο και ζωντανό παλμό των γεγονότων!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος



Ε' Μέρος


Ως ανεπτύχθη εις το χτεσινόν άρθρον, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών βιαζόμενος να επιτύχη την μεταβολήν του εκκλησιαστικού ημερολογίου, δεν έλαβεν υπ' όψει και δεν έθεσεν υπ' όψει της Ιεραρχίας προς συζήτησιν, τα μέχρι της στιγμής εκείνης αποφασισθέντα υπό της Ι. Συνόδου, τα οποία είχε παραδεχθή, ως ορθά΄ ως είδομεν και αυτή η Επανάστασις, αντιγράψασα εις την εισηγητικήν έκθεσιν του Β. Διατάγματος περί μεταβολής του Πολιτικού Ημερολογίου ολόκληρον σχεδόν την απόφασιν της Ιεράς Συνόδου την εκδοθείσαν τη 20 Μαίου 1919, της οποίας το μεγαλύτερον επιχείρημα ήτο, ότι η μεταβολή του Ιουλιανού Ημερολογίου πρέπει να γίνει ΜΕΤΑ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΙΝ ΠΑΣΩΝ των λοιπών ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών. 


Διότι αύτη, ως έγραφεν η εισηγητική έκθεσις του Β. Διατάγματος της 25 Ιανουαρίου 1923, αποτελούσι μίαν και μόνην την Ορθόδοξον εκκλησίαν και συνεπώς, ουδεμία τούτων δύναται να χωρισθή των λοιπών, χωρίς να καταστή σχιματική. Πρέπει να προηγηθεί ενταύθα, ότι η ως άνω απόφασις της Ιεράς Συνόδου της 20 Μαίου ελήφθη κατόπιν γνωμοδοτήσεως ορισθείσης Επιτροπής, αποτελεσθείσης υπό του Σ. Δημητριάδος Γερμανού ως Προέδρου, του Σ. Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Αμβροσίου, του Αρχιμανδρίτου τότε και νυν Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σ. Χρυσοστόμου και των Καθηγητών του Πανεπιστημίου κ. Αιγινίτου και Ζολώτα. 


Εδημοσιεύσαμεν ήδη εν περιλήψει, την αναπτυχθείσαν τότε γνώμην του Καθηγητού κ. Ζολώτα εναντίον της μεταβολής. Παραλείψαμεν όμως να σημειώσωμεν, ότι αναιρών ο αείμνηστος εκείνος καθηγητής τα μη σοβαρά επιχειρήματα των υπερμάχων της μεταβολής έγραφε: ''Ο θέλων να έλθη εις Ημερολογιακήν προς τους ξένους ισορροπίαν, αρκεί να έχη έννοιαν τινα της προσθέσεως και της αφαιρέσεως και το φοβερόν μαρμαλύκειον ραγδαιότατα αποσοβείται και ευτυχώς ουδείς στερείται της περί -τας δύο ταύτας- αριθμητικάς πράξεις, στοιχειώσεως. Και τα δάκτυλα μόνα εξορκούσιν αυτώ. Έθνος και Εκκλησία απειλούμενα έχουσι τα περί τα θρησκευτικά διακρίσεις δι' ων την άμυναν ευχερέστερον έχουσιν εκ λόγων και προνοίας και αμύνης της αυτοσυντηρήσεως αυτών.'' 


Η πρότασις αύτη του Καθηγητού Ζολώτα εγένετο δεκτή μόνον υπό του Σ. Δημητριάδος και αυτού του Ζολώτα. Τα δε λοιπά μέλη την κατεψήφισαν. Εγένετο δε μετά τούτο δεκτή υπό πάντων των μελών (πλην του Ζολώτα) η πρότασις του κ. Αιγινήτου, ήτις ως είπομεν, ήδη είχεν ως εξής: 


''Η Επιτροπή φρονεί, ότι η μεταβολή του Ιουλιανού Ημερολογίου, μη προσκρούουσα εις δογματικούς και κοινωνικούς λόγους, δύναται να γίνει ΜΕΤΑ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΙΝ μετά πασών των λοιπών Ορθοδόξων, Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ιδίως μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εις ο και θα ήτο ανάγκη να ανατεθή πρωτοβουλία πάσης σχετικής ενεργείας, ΥΠΟ ΤΟΝ ΟΡΟΝ ουχί της προσχωρήσεως εις το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, αλλά της συντάξεως νέου Ημερολογίου κ.λπ. Αυτός ούτος λοιπόν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ως Αρχιμανδρίτης τότε και μέλος της άνω επιτροπής απεδέχθη την γνώμην, ότι η μεταβολή δύναται να γίνη μόνον μετά συνεννόησιν μετά πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών΄ γενόμενος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, δια τί μετέβαλε και έσπευδε πιέζων το Οικουμενικόν Πατριαρχείον να δεχθή την μεταβολήν; Το αληθές είναι ότι ετήρησε τον τύπον να αναφερθή εις τας λοιπάς Ορθοδόξους Εκκλησίας. Αλλ΄άπασαι ηρνήθησαν να αποδεχθώσιν την μεταβολήν. Και 


1) Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός εδημοσιεύσαμεν ήδη, ότι διεκήρυξεν, ότι ''Συνταυτισμός των ορθοδόξων εορτών προς τας της Ρωμ. Εκκλησίας, κρίνεται ασύμφορος διά την ορθοδοξίαν''. Όταν δε εν τέλει, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών τω ανακοίνωσεν την απόφασιν ην έχει η Εκκλησία της Ελλάδος,  να αποδεχθή την μεταβολήν, ο γηραιός Πατριάρχης απήντα, ότι ''για λόγους προσκυνηματικούς δεν δύναται να μεταβάλη γνώμην. Δεν θα κάμη εν τούτοις ουδεμίαν διαμαρτυρίαν''. Την δε 6 Μαίου 1924 λαβών την είδησιν περί αποδοχής και του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος απήντησεν, ως εξής: 


''...Η αγιωτάτη μήτηρ των Εκκλησιών αδυνατεί μεν  τω παρώντι και μέχρις άρσεως των κωλυόντων αυτήν αποδεχθήναι, την άνω διόρθωσιν, διά τε την γνωστήν μειονεκτικήν  θέσιν εις ην τίθησιν αυτήν έναντι των Λατίνων εν τοις παναγίοις προσκυνήμασι και τους εκ του προσηλυτισμού κινδύνους''. 


Αναληθώς λοιπόν, ο ''Φιλαλήθης'' εις το δημοσιευθέν εν τω ''Σκριπ'' άρθρω του λέγει, ότι ο Πατριάρχης Δαμιανός εις το γράμμα του επεδοκίμασε την πράξιν της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ουδαμώς την επεδοκίμασε. Και ανεξαρτήτως των ιδιαιτέρων λόγων, ους είχεν η Εκκλησία Ιεροσολύμων να μη δεχθή την αφομοίωσιν του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου προς το Πολιτικόν, η απάντησις αυτού ήτο πάντως αρνητική, ώστε να δεσμεύση την Ελληνικήν Εκκλησίαν να μη εφαρμόση το νέον Εκκλ. Ημερολόγιον, αφού δεν επληρούτο Ο ΟΡΟΣ, της υπό πάντων των Ορθοδόξων Εκκλησιών αποδοχής της καινοτομίας, ο όρος, ον ρητώς έθεσε και η Ιερά Σύνοδος και η Πολιτική Κυβέρνησις. 


2) Ο Πατριάρχης Αντιοχείας έγραφε: ''Οι πολιτικοί παράγοντες παρέστησαν -προόδου σύμπτωμα- την αλλαγήν του Ημερολογίου, αν και σύμπασα η Ανατολική Εκκλησία έχεται του Ιουλιανού Ημερολογίου, παρά την βίαν, ην μετέρχεται το Κράτος προς αποδοχήν του Γρηγοριανού. Η ροπή εις τας μεταβολάς των κανόνων εικονίζει προ των οφθαλμών ημών κίνδυνον μέγαν''. 


3) Ο Πατριάρχης των Σέρβων Δημήτριος είπε: ''...Υπεδείξαμεν την ανάγκην, όπως αναβληθή επί του παρόντος η συγκληθείσα Σύνοδος, διά να συνέλθη μία προσύνοδος, η οποία να προπαρασκευάση και να καταρτίση την ημερησίαν διάταξιν της Οικουμενικής Συνόδου. Ζητήματα εκκλησιαστικά υπάρχουν προς λύσιν αρκετά, αλλά πρέπει να γίνη επιλογή μεταξύ αυτών, διά να προτιμηθούν τα ουσιωδέστερα και ζωτικώτερα. Τοιούτον είναι το ζήτημα του Ημερολογίου, το οποίον πρέπει να απασχολήση πρωτίστως την Σύνοδον, ίνα καθιερωθή Ε ν ι α ί ο ν  Η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο ν  όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών''. 


Όταν δε υπό του βιαζομένου Αρχιεπισκόπου Αθηνών ανεκοινούτο εις αυτόν η απόφασις της Ελληνικής Εκκλησίας, ούτος απήντα τηλεγραφικά, ότι δεν προσχωρεί και εύρε μόνον, ως δικαιολογίαν της αρνήσεώς του να είπη, ότι ''επειδή μικρόν διάστημα υπήρξεν από της κοινοποιήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δεν εγένετο δυνατόν να εισαχθή το νέον Ημερολόγιον, αλλ' είναι πιθανόν, ότι θα εισαχθή μετά την σύγκλησιν της ''Συνελεύσεως των Αρχιερέων''. Δεν εισήχθη όμως, ούτε τότε (Μάρτιος 1924), ούτε και μέχρι σήμεον. Αλλά δριμυτέρα και καυστικωτέρα είναι η απάντησις του πολλού και μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου τότε Αλεξανδρείας. 


Ο ''Φιλαλήθης'' γράφων εις το ''Σκριπ'' απέκρυψε την αλήθειαν, ως προς την απάντησιν του Φωτίου και ανέφερεν εντελώς ανακριβώς, ότι ο Φώτιος επέτρεψε την εισαγωγήν του νέου ημερολογίου εις εκτός της Αιγύπτου κοινότητας. Έτι δε ανακριβέστερον προσθέτει σκοπίμως ο ''Φιλαλήθης'' ιδικήν του μόνον κρίσιν, ότι ''αναμφιβόλως, αν έζη ο Φώτιος θα προέβαινεν εις την εφαρμογήν του νέου Ημερολογίου και εν Αιγύπτω, ων απεφασίσθη ήδη από τον ανατροπέα των πάντων Μεταξάκην. 


Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και ο διερμηνεύσας τας αντιλήψεις του ''Φιλαλήθης'' δεν ετόλμησαν να αναφέρουν, τι απήντησεν ο Φώτιος. Διότι και μόνου αυτού η απάντησις, αναιρούντος και την σημασίαν της συγκαταθέσεως δήθεν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήτο αρκετή, ώστε να συγκρατήση την αντορθόδοξον, παράλογον και αδικαιολόγητον σπουδήν του αχαλινώτου εις τας Εκκλ. καινοτομίας Αρχιεπ. Αθηνών και ανακόψη την προς την διάσπασιν της ενότητος των Ορθοδόξων Εκκλησιών, βίαν αυτού την δικαιολογηθείσαν μόνον εκ του πόθου να φανή, ότι ούτος ''αβιάστω ελευθερία'' εισηγήθη και επραγματοποίησε την προσέγγισιν της Ανατολιλής Εκκλησίας προς την Δυτικήν. Την απάντησιν του Φωτίου θέλομεν δημοσιεύσει εις το επόμενον άρθρον.


Συνεχίζεται



Εκ του βιβλίου του Γρηγορίου Ευστρατιάδη 
''Η Πραγματική Αλήθεια περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου'',
που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα των Αθηνών ''ΣΚΡΙΠ'', 
την Πέμπτη 8 Μαρτίου 1928,
έτος 32ον, αρ. φύλλου 8.982, σελ. 1η.
Μεταφορά στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Διατηρήθηκε η Γραμματική τάξη της εποχής με την επέμβαση μόνο σε κάποια αναγκαία σημεία στίξης.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ




H OMIΛΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΕΙΣ ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ: «Ἡ θεολογική παρακαταθήκη τοῦ πρωθιερέως Γεωργίου Φλωρόφσκυ»

Οικουμενικόν Πατριαρχείον
Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ κ. Βαρθολομαίου κατά τήν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν τοῦ Συνεδρίου «Ἡ θεολογική παρακαταθήκη τοῦ πρωθιερέως Γεωργίου Φλωρόφσκυ» (Πόλις, 1η Σεπτεμβρίου 2019)

Προσφιλέστατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί Ἱεράρχαι,
Ἱερώτατε ἅγιε Περγάμου, Ἐπίτιμε Πρόεδρε τοῦ Συνεδρίου,
Ἐντιμολογιώτατε Διευθυντά τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν,
Ἐλλογιμώτατοι Κοσμήτορες καί ἐκπρόσωποι τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν,
Ἐλλογιμώτατοι καθηγηταί καί εἰσηγηταί,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες ὀφφικιάλιοι,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Σᾶς ὑποδεχόμεθα ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει καί σᾶς καλωσορίζομεν ἐγκαρδίως εἰς τήν Πόλιν τοῦ Κωνσταντίνου καί εἰς τό ἱστορικόν Κέντρον τῆς Ὀρθοδοξίας, διά νά τιμήσωμεν ὁμοθυμαδόν τήν συμπλήρωσιν τεσσαρακονταετίας ἀπό τῆς ἐκδημίας τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, μιᾶς ἐμβληματικῆς φυσιογνωμίας τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Θεολογίας, σπουδαίου μελετητοῦ τῶν Πατέρων, καθηγητοῦ καί συγγραφέως, ὀνομαστοῦ θεολόγου καί, κατά τόν μαθητήν αὐτοῦ ἅγιον Περγάμου, «οἰκουμενικοῦ διδασκάλου», πάμπολλα καί πολυτιμότατα προσενεγκόντος εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, εἰς τήν καλήν μαρτυρίαν αὐτῆς εἰς τήν ἐποχήν μας, ἀλλά καί εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν καί τήν εὐδόκιμον παρουσίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς αὐτήν. Τό «Λεξικόν τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως» τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ἀποκαλεῖ τόν Φλωρόφσκυ «παγκοσμίως ἀνεγνωρισμένον ὀρθόδοξον ἐκπρόσωπον εἰς τήν Οἰκουμενικήν κίνησιν».
Συνδιοργανωτής τοῦ Συνεδρίου εἶναι τό Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, τήν πεντηκονταετίαν λειτουργίας τοῦ ὁποίου ἑωρτάσαμεν πρό διετίας ἐν Θεσσαλονίκῃ.
Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία πάντοτε ἐθεώρει τήν καλλιέργειαν «τοῦ καλλικάρπου δένδρου τῆς πατερικῆς σοφίας» ἔργον λυσιτελέστατον, καθ᾿ ὅτι εἰς τάς πατερικάς συγγραφάς «τά τῆς πίστεως ἡμῶν δόγματα καί ἠθικά διδάγματα τήν ἀρίστην καί τελείαν αὐτῶν εὖρον ἑρμηνείαν καί ἔκφρασιν», προέβη τό ἔτος 1965, εἰς τήν ἵδρυσιν τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν, μέ ἕδραν τήν Ἱεράν Πατριαρχικήν καί Σταυροπηγιακήν Μονήν τῶν Βλατάδων ἐν τῇ Ἀκροπόλει τῆς Θεσσαλονίκης, μέ σκοπόν τήν μελέτην καί ἔρευναν τῶν ἔργων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πατερικῆς θεολογίας. Εἶναι βέβαιον ὅτι καί τό ἔργον τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ συνετέλεσεν εἰς τήν λῆψιν τῆς ἀποφάσεως ἐκείνης ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου.
Ἡ ἀξιόλογος ἐκδοτική προσφορά, εἰς τήν ὁποίαν ἀνήκουν τό περιοδικόν «Κληρονομία» καί ἡ σειρά «Ἀνάλεκτα Βλατάδων», ἡ ἐπανέκδοσις τῆς «Ἐκκλησιαστικῆς Ἀληθείας», τά πολύτιμα ἀρχεῖα μικροταινιῶν καί φωτογραφιῶν χειρογράφων, πού διασώζουν σπουδαίους καί σπανίους θησαυρούς τῆς πατερικῆς σοφίας, ἡ πλουσιωτάτη βιβλιοθήκη, ἡ πληθύς τῶν ὀργανωθέντων συνεδρίων, ἡμερίδων καί διαλέξεων, τά ἐρευνητικά προγράμματα καί ἄλλαι δραστηριότητες, συγκροτοῦν καί χαρακτηρίζουν τήν ταυτότητα τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν, τό ὁποῖον δικαίως ἀποτελεῖ καύχημα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου.
Ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Διευθυντοῦ τοῦ Ἱδρύματος Ἐντιμολογιωτάτου Καθηγητοῦ κ. Συμεών Πασχαλίδου, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται ἀνάμεσά μας ὡς μέλος τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Συνεδρίου καί ὡς ὁμιλητής, τιμῶμεν τούς Διευθυντάς καί πάντας τούς συντελεστάς τῆς καλῆς λειτουργίας καί δαψιλοῦς καρποφορίας του, τούς τε ζῶντας καί τούς μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένους.
Τό ἔργον τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ εἶναι καί θά παραμείνῃ καί διά τάς ἐπερχομένας γενεάς πηγή ἐμπνεύσεως καί προσανατολισμοῦ τῆς θεολογικῆς ἐργασίας. Κεντρικός ἄξων τῆς σκέψεως καί τῆς μαρτυρίας τοῦ Φλωρόφσκυ ἦτο ἡ «δημιουργική ἐπιστροφή εἰς τούς Πατέρας», διά τήν ὀρθήν κατανόησιν καί τήν ἐφαρμογήν τῆς ὁποίας ἠνάλωσε τήν ὑπερπεντηκονταετῆ ἐνασχόλησίν του μέ τήν θεολογίαν.
Οἱ Πατέρες εἶναι «μάρτυρες τῆς ὀρθῆς πίστεως» εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας. Διά τόν λόγον αὐτόν ἡ ἐπίκλησις τῶν Πατέρων δέν εἶναι μία ἀναφορά εἰς τό παρελθόν. «’Τό πνεῦμα τῶν Πατέρων’ εἶναι ἕνας οὐσιαστικός ὅρος ἀναφορᾶς στήν ὀρθόδοξη Θεολογία, ὄχι μικρότερης σημασίας ἀπό τόν λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καί στήν πραγματικότητα δέν χωρίζεται ποτέ ἀπ᾿ αὐτόν». Ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων ἀποτελεῖ «μία μόνιμη λογική κατηγορία τῆς Χριστιανικῆς πίστεως». Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, «’τό ἕπεσθαι τοῖς Πατρᾶσι’ δέν σημαίνει ἁπλῶς νά παραθέτῃς τίς προτάσεις τους. Σημαίνει νά ἀποκτήσῃς τό πνεῦμα τους, τό φρόνημά τους».
Αὐθεντική Πατερική θεολογία εἶναι λόγος περί τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐν τῇ θεανθρωπίνῃ κοινωνίᾳ τῆς ἑνώσεως τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπον καί τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεόν. «Μέ τήν ἴδια της τήν ὕπαρξη ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ διαρκής μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐγγύηση καί ἡ ἀποκάλυψη τῆς νίκης καί τῆς δόξας του. Θά μπορούσαμε μάλιστα νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωση ὅλου τοῦ ἔργου του. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἡ Ἐκκλησία». Νά θεολογῶμεν «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατρᾶσι» σημαίνει «νά ἐπιστρέψουμε κατά δημιουργικό τρόπο στήν ‘ἀρχαία’ ἐμπειρία, νά τήν ξαναζήσουμε στά βάθη τοῦ εἶναι μας καί νά ἐνσωματώσουμε τή σκέψη μας στή συνεχῆ δομή τῆς ἐκκλησιαστικῆς πληρότητας». Ἀξιοσημείωτος εἶναι ἐν τῷ πλαισίῳ τούτῳ ἡ ἄποψις τοῦ τότε καθηγητοῦ Joseph Ratzinger καί μετέπειτα Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ’, διατυπωθεῖσα εἰς ἄρθρον του εἰς τό Α’ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «Κληρονομία» τό ἔτος 1969, ὅτι «ἡ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ποτέ δέν προσεπάθησε νά εἶναι κάτι διαφορετικόν ἀπό Πατερική Θεολογία».
Γεγονός καθοριστικῆς σημασίας διά τήν ἱστορίαν καί τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θεολογίας εἶναι κατά τόν Φλωρόφσκυ ἡ σύζευξις Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, οἱ κύριοι συντελεσταί τῆς ὁποίας ἀνήκουν εἰς τήν χορείαν τῶν μεγάλων Ἑλλήνων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι, ὅπως γράφει, ἐπέτυχαν νά ἐκφράσουν ἀριστοτεχικῶς καί χωρίς μινιμαλιστικάς ἐναρμονίσεις, μέ τήν γλῶσσαν καί τήν ὁρολογίαν τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, «μία ἐξ ὁλοκλήρου καινούργια ἐμπειρία».
Ἡ «ἀπολογία ὑπέρ τοῦ Ἑλληνισμοῦ» ὡς «αἰώνιας κατηγορίας τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως», ἀναφέρεται εἰς «τόν Ἑλληνισμό τοῦ δόγματος, τῆς λειτουργίας, τῆς εἰκόνος». Ὁ Ἑλληνισμός «εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό ἕνας προσωρινός σταθμός στήν Ἐκκλησία». Ὁ Φλωρόφσκυ ὑπευνθυμίζει μέ ἔμφαση: «Τό ‘Εὐαγγέλιο’ καί ἡ χριστιανική θεολογία, ἅπαξ διά παντός, διατυπώθηκαν ἐξ ἀρχῆς μέ ἑλληνικές κατηγορίες. Πατερικότητα καί καθολικότητα, ἱστορικότητα καί Ἑλληνισμός εἶναι διαφορετικές ἀπόψεις ἑνός μοναδικοῦ καί ἀδιαίρετου δεδομένου». Ἐν τῇ συναφείᾳ ταύτῃ πρέπει νά κατανοῆται καί ἡ περίφημη φρᾶσις τοῦ Φλωρόφσκυ εἰς τό Α’ Θεολογικόν Συνέδριον τῶν Ἀθηνῶν τοῦ 1936: «Ἄς γίνουμε περισσότερο Ἕλληνες, διά νά εἴμεθα ἀληθινά καθολικοί, ἀληθινά Ὀρθόδοξοι».
Εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει «μία ἀπόλυτος πνευματική καί ὀντολογική ταυτότης», διασώζεται «ἡ αὐτή πίστις, τό αὐτό πνεῦμα, τό αὐτό ἦθος». Τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, τρέφει καί ζωογονεῖ καί καθοδηγεῖ τήν Ἐκκλησίαν διηνεκῶς, καθ᾿ ὅλην τήν πορείαν της «μέ τήν αὐτήν ἀποτελεσματικότητα ὅσον καί κατά τήν ἀρχαιότητα». Συνεπής πρός τήν τοποθέτησιν ταύτην εἶναι ὁ προσδιορισμός τῆς θέσεως τῆς Βυζαντινῆς θεολογίας εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν Φλωρόφσκυ. «Βυζαντινή θεολογία ἦταν πολύ περισσότερον ἀπό ἁπλή ‘ἐπανάληψη’ τῆς πατερικῆς θεολογίας, οὔτε ὅσα ἦταν νέα σέ αὐτήν ὑπολείπονται ποιοτικά σέ σύγκριση μέ τήν ‘χριστιανική ἀρχαιότητα’. Πράγματι, ἡ βυζαντινή θεολογία ἦταν μία ὀργανική συνέχεια τῆς πατερικῆς περιόδου».
Ἡ πιστότης τοῦ Φλωρόφσκυ εἰς τήν «παράδοσιν τῆς ἀληθείας» ὡς διαρκοῦς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὄχι μόνον δέν τόν ἐμπόδισε νά ἀσχοληθῇ μέ τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν, ἀλλά ἐνέπνευσε καί ἐτροφοδότησε τό ἐνδιαφέρον καί τήν προσφοράν του εἰς αὐτήν. Συμμετεῖχεν εἰς τόν διαχριστιανικόν διάλογον, εἶχε σημαντικόν ρόλον εἰς τήν ἵδρυσιν καί τήν ἀνάπτυξιν τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἐμελέτα τά ἔργα τῶν δυτικῶν θεολόγων, συνεζήτει μέ αὐτούς, παρέπεμπε χωρίς δισταγμόν εἰς τά κείμενά των καί ἀνεδείκνυε τήν ἀξίαν τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας διά τήν ἀνακάλυψιν καί συνειδητοποίησιν τῆς κοινῆς κληρονομίας τῶν Χριστιανῶν.
Κατά τόν Φλωρόφσκυ, ὅλοι οἱ Χριστιανοί «κατά κάποιο τρόπο ἀνήκουν στόν ἴδιο πνευματικόν χῶρο». Δέν πρόκεται περί «παραλλήλων παραδόσεων», ἀλλά περί μιᾶς παραδόσεως, ἡ ὁποία ἠλλοτριώθη καί διεσπάσθη. Ὑπάρχει μία «ἀρχική συγγένεια στό κοινό παρελθόν», τήν ὁποίαν ὀφείλομεν νά ἐνθυμώμεθα πάντοτε. Παρά τάς ἰδιομορφίας των, «Ἀνατολή καί Δύση ἀνήκουν ὀργανικά μαζί στήν ἑνότητα τῆς Χριστιανοσύνης». Δέν εἶναι δυνατόν νά νοηθοῦν καθ᾿ ἑαυτάς, δέν ἀποτελοῦν «ἀνεξαρτήτους μονάδας», δέν εἶναι αὐτάρκεις καί αὐτοερμηνευόμεναι. «Στή διαδρομή τῆς ἱστορίας τους ἔχουν περισσότερα σημεῖα ἐπαφῆς, παρά συγκρούσεις ἤ διαμάχες. Κάποιος θά μποροῦσε νά τίς ἀποκαλέσῃ πολιτισμικά ἀδελφές. Καί τολμῶ νά πῶ ὅτι αὐτές οἱ ἀδελφές ἦταν σιαμαῖες».
Ἀνατολή καί Δύσις εἶναι μέρη τοῦ ἑνός χριστιανικοῦ κόσμου, πού, κατά τό σχέδιον τοῦ Θεοῦ, «δέν ἔπρεπε νά εἶχε διασπασθῆ». «Ἡ τραγωδία τῆς διαιρέσεως εἶναι τό μεγαλύτερο καί κρισιμώτερο πρόβλημα τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας». Ἄν αὐτό κατανοηθῇ, τότε ὑπάρχουν βάσιμοι ἐλπίδες διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Εἰς τό θέμα τοῦτο καί τήν ἐπιτυχίαν αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει ἰδιαιτέραν ἁρμοδιότητα καί ἀποστολήν: «Εἶναι μία ζωντανή παρουσία μιᾶς ἀδιάσπαστης παραδόσεως στή θεολογική σκέψη καί στή λατρεία. Ἀντιπροσωπεύει ὄχι μιά ὁρισμένη «ἰδιαίτερη» παράδοση, ἀλλά τήν παράδοση τῶν αἰώνων, τήν παράδοση τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας». Ὅταν ὁ Φλωρόφσκυ διακηρύσσῃ ὅτι «ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν … σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία», ἐννοεῖ τήν ἐπιστροφήν εἰς ἐκείνην τήν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία ἐνσαρκώνει τήν ἀκλόνητον πιστότητα εἰς τήν κοινήν παράδοσιν τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας.
Αὐτήν τήν αὐτοσυνειδησίαν τῆς Ὀρθοδοξίας προέβαλε καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης. «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὗσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ αὐτῆς πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου ... Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη ‘ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως’, ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετά τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν, ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, μετέσχε τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς καί συνετέλεσεν εἰς τήν διαμόρφωσιν καί περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς».
Τοῦτο ὑπῆρξε τό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καθ᾿ ὅλην τήν μακράν συμμετοχήν του εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν, ὄχι ὡς ἁπλοῦς ἑταῖρος, ἀλλά ὡς εἷς ἐκ τῶν θεμελιωτῶν της. Χωρίς θεολογικούς μινιμαλισμούς, προσεγγίζομεν τήν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν ἐν τῇ ἱστορικῇ ἀναφορικότητι αὐτῆς πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, ἐν κοινῇ πεποιθήσει μετά τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ὅτι «ὅλες οἱ δυνατότητες τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης μποροῦν νά φανερωθοῦν καί νά πραγματωθοῦν μόνο στό πλαίσιο μιᾶς σταθερῆς ἐπαφῆς μέ σύνολο τό χριστιανικό κόσμο». Πιστεύομεν ὅτι οἱ ἐπίσημοι διαχριστιανικοί θεολογικοί διάλογοι ἐνισχύονται διά τῆς συμβολῆς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καί τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ λόγου, διά τοῦ «διαλόγου τῆς ζωῆς» εἰς τόν καθημερινόν βίον τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί διά τῆς ἐπικοινωνίας καί τῶν συναντήσεων τῶν ἀρχηγῶν τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν Ὁμολογιῶν. Γενικώτερον, θεωροῦμεν ὅτι ἡ Οἰκουμενική Κίνησις ἀπελευθέρωσε ἀξιολόγους δημιουργικάς δυνάμεις ἐν τῷ χριστιανικῷ κόσμῳ.

Ἐκλεκτή ὁμήγυρις,

Ὁ λόγος τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι πολύ ἀληθινός, διά νά μείνῃ εἰς τό περιθώριον τῆς συζητήσεως περί τῶν μεγάλων συγχρόνων ἐρωτημάτων καί προβλημάτων. Ἄν καί καμμία περίοδος εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος δέν ὑπῆρξεν «εἰδυλλιακή», καί παρά τό γεγονός ὅτι δέν συνηθίζομεν νά κρίνωμεν τόν σύγχρονον πολιτισμόν ἐπί τῇ βάσει «ἁμαρτωλογικῶν κριτηρίων», ἐπιθυμοῦμεν νά ὑπενθυμίσωμεν ὅτι τά μεγάλα προβλήματα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἀπόρροια τῶν λεγομένων «νεωτερικῶν ἁμαρτημάτων», πυρήν τῶν ὁποίων εἶναι ἡ αὐτοσωτηρική αὐτόνομος ἐλευθερία, τό «περίκλειστο ἄτομο» καί ὁ δικαιωματισμός του, ὡς καί ἡ θεώρησις τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης ὡς «ἤθους τῶν ἀδυνάτων». Εἰς αὐτόν, ὅμως, τόν κόσμον ζῇ καί κινεῖται καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ηὐλογήθη ὑπό τοῦ ἀγαθοδότου Θεοῦ νά εἶναι κληρονόμος καί φύλαξ τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, τήν ὁποίαν συγκροτοῦν οἱ Ἅγιοι καί οἱ Μάρτυρες τῆς πίστεως, ἡ λειτουργική ζωή, ἡ ἀδιάσπαστος ἑνότης τῆς πίστεως πρός τόν Θεόν καί τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον, ὁ ἔνθεος ζῆλος τοῦ ἱεροῦ κλήρου, οἱ ἀσκητικοί ἀγῶνες τῶν μοναχῶν καί τῶν μοναζουσῶν, ὁ σταυροαναστάσιμος βίος τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ χριστοτερπής διακονία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, ἡ ἐλπίς ζωῆς αἰωνίου.
Ἡ πρότασις ζωῆς τῆς Ὀρθοδοξίας μέσα εἰς τόν «μή – πολιτισμόν» τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ, ὅπως τόν ἀποκαλεῖ ὁ καθηγητής Χρῆστος Γιανναρᾶς, καί ἀπέναντι εἰς τήν θρησκειοποίησιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος, εἶναι ὁ «πολιτισμός τοῦ προσώπου», ἡ ἐκκλησιοτραφής «κοινή ἐλευθερία», «ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε» (Γαλ. ε’, 1). Ὁ Χριστός εἶναι ἐλευθερωτής καί ἡ Ἐκκλησία Του εἶναι «κίνημα βιωμένης ἐλευθερίας». Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ στροφή πρός τό ἐγώ θεωρεῖται ἀπώλεια τῆς ἐλευθερίας, συρρίκνωσις τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ἡ ὑψίστη ἐλευθερία τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι τό «τέλος τοῦ δικαιώματος», τό ὁποῖον ταυτίζεται μέ τόν ἑαυτοκεντρισμόν καί τό «ζητεῖν τά ἑαυτοῦ». Ἡ ἐν Χριστῷ καί κατά Χριστόν ἐλευθερία δέν εἶναι μόνον θυσία τοῦ ἔχειν, ἀλλά «προπαντός τοῦ εἶναι» μας. Ὁ Χριστός ἀπορρίπτει, ἐκτός ἀπό τό «θησαυρίζειν ἑαυτῷ» (Λουκ. 12, 21) τοῦ ἄφρονος πλουσίου, καί τήν αὐτοδικαιωτικήν κενοδοξίαν τοῦ Φαρισαίου (Λουκ. 18, 9 – 14).
Αὐτό τό ἦθος τῆς ἐλευθερίας καί αἱ ἀξίαι τάς ὁποίας ἐνσαρκώνει, εἶναι ἀνάχωμα κατά τῆς συγχρόνου καταναλωτικῆς, οἰκονομοκεντρικῆς καί τεχνοκρατικῆς κουλτούρας. Ὁ ὀρθόδοξος τρόπος τοῦ βίου εἶναι μαρτυρία πολιτισμοῦ τῆς ἀλληλεγγύης, κοινοτικοῦ πνεύματος, ἀναστασίμου ἤθους καί ἀκλονήτου πίστεως εἰς τήν ἐσχατολογικήν «κοινήν ἀνάστασιν».
Ἡ ζωτική αὐτή μαρτυρία τῆς ἤδη συντελεσθείσης ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως τῆς προσδοκίας τῆς πληρώσεως τῆς Θείας Οἰκονομίας δέν εἶναι δυνατόν νά δοθῇ ἀπό μίαν «κλειστήν» καί σκυθρωπήν Ὀρθοδοξίαν. Ὁ λύχνος, ὁ τοποθετημένος «ὑπό τόν μόδιον» (Ματθ. ε’, 15), δέν φωτίζει. Ποτέ εἰς τήν ἱστορικήν της πορείαν, ἡ ἐσωστρέφεια δέν ἐξέφραζεν οὐσιαστικῶς τήν Ἐκκλησίαν καί δέν τήν ὠφέλησεν, ἀφοῦ ἡ κλειστότης δέν εἶναι ἡ ὀρθή κατανόησις τοῦ «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου» χαρακτῆρος της. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό «θαῦμα τοῦ Καινοῦ» ἐν τῷ κόσμῳ, δέν εἶναι «ἀντίπαλος» τῆς ἱστορίας, ἀλλά ὁ «ἐλευθερωτής» της.
Ἔκφρασις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία θεολογία μέ ὑπαρξιακόν βάθος καί μήνυμα, μία θεολογία, ἡ ὁποία ἀντλεῖ τάς ἀρχάς της ἀπό τήν ἀκένωτον πηγήν τῆς παραδόσεως καί τήν προσωπικήν μετοχήν εἰς τό ἐκκλησιαστικόν γεγονός. Κατά τόν Φλωρόφσκυ, κριτήριον γνησιότητος τῆς θεολογίας δέν εἶναι οὔτε ἡ ὑποκειμενική μας θεώρησις, οὔτε ὁ ἑκάστοτε πολιτισμός, ἀλλά ὁ Χριστός καί ἡ πιστότης εἰς Αὐτόν. «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν προσαρμόζεται οὔτε διαμορφώνεται διά τῶν παροδικῶν ἠθῶν καί ἀπόψεων μιᾶς ὁποιασδήποτε ἐποχῆς, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς δικῆς μας. Δυστυχῶς ὑπάρχει συχνά ἡ τάση νά μετροῦμε τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ μέ τό δικό μας ἀνάστημα, ἀντί νά ἐλέγχουμε τό φρόνημά μας μέ τό ἀνάστημα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά καί τό ’μοντέρνο φρόνημα’ ἐπίσης ὑπόκειται στήν κρίση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ». Ὀρθῶς, ὁ «οἰκουμενικός διδάσκαλός» μας τονίζει ὅτι εἶναι «αὐταπάτη» νά πιστεύωμεν «ὅτι οἱ χριστολογικές διενέξεις τοῦ παρελθόντος εἶναι ἄσχετες πρός τή σύγχρονη κατάσταση. Στήν πραγματικότητα, συνεχίζονται καί ἐπαναλαμβάνονται στίς διενέξεις τῆς ἐποχῆς μας».
Ὁ θεράπων τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστήμης εἶναι παραδοσιακός καί πρωτοπόρος, ἤ ἀκριβέστερον: ἐπειδή εἶναι παραδοσιακός εἶναι καί πρωτοπόρος, καί ἐπειδή πρωτοπορεῖ, ἀντλεῖ οὐσιαστικά στοιχεῖα ἀπό τήν παράδοσιν. Ὁ γνησίως παραδοσιακός δέν εἶναι συντηρητικός. Ἐκτιμᾷ τό παλαιόν ὄχι ἐπειδή εἶναι παλαιόν, ἀλλά ἐπειδή εὗρεν ἐντός τοῦ παλαιοῦ χρονικῶς, τό ἀληθές ἀξιολογικῶς. Ἔχει ἐπίγνωσιν τοῦ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά ἀνταποκριθῇ εἰς τήν ἀποστολήν του, ὅταν δέν αἰσθάνεται τόν παλμόν τῶν συγχρόνων του, ὅταν ἀγνοῇ τήν ἐποχήν του, μέσα εἰς τήν ὁποίαν καί διά τήν ὁποίαν ὀφείλει νά ἑρμηνεύσῃ τό Εὐαγγέλιον καί νά διατυπώσῃ τήν θεολογικήν ἀλήθειαν. Ὁ γνήσιος θεολόγος γνωρίζει ἐπίσης ὅτι τό «φονταμενταλιστικό παραλήρημα», εἶναι, εἰς τήν χριστιανικήν ἔκφρασίν του, ἡ μονοφυσιτίζουσα ἄρνησις τῆς οἰκουμενικότητος καί φωτεινότητος τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας.
Ἀνεξάντλητος πηγή θεολογικῆς ἐμπνεύσεως εἶναι τά ὑπέροχα κείμενα τῶν Πατέρων. Ὁ Φλωρόφσκυ ἐξῇρε συχνάκις τόν ὑπαρξιακόν χαρακτῆρα τῆς Πατερικῆς θεολογίας καί τήν συναρπαστικήν ἐπικαιρότητά της. «Συχνά διακατέχομαι», γράφει, «ἀπό ἕνα παράξενο συναίσθημα. Ὅταν μελετῶ τούς ἀρχαίους κλασικούς τῆς χριστιανικῆς θεολογίας, τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τούς βρίσκω περισσότερο σχετικούς μέ τά προβλήματα καί τίς ταλαιπωρίες τοῦ καιροῦ μου ἀπό ὅτι τήν παραγωγή τῶν νέων θεολόγων. Οἱ Πατέρες πάλευαν μέ ὑπαρξιακά προβλήματα, μέ τίς ἀποκαλύψεις τῶν αἰώνιων θεμάτων πού καταγράφηκαν στήν Ἁγία Γραφή. Θά διακινδύνευα νά διατυπώσω τή γνώμη ὅτι ὁ Ἅγ. Ἀθανάσιος καί ὁ Ἅγ. Αὐγουστῖνος εἶναι πολύ περισσότερο ἐνημερωμένοι ἀπό ὅτι πολλοί ἀπό τούς συγχρόνους μας θεολόγους. Ὁ λόγος εἶναι πολύ ἁπλός: ἀσχολοῦνταν μέ πράγματα καί ὄχι μέ χάρτες, ἐνδιαφέρονταν ὄχι τόσο πολύ μέ τό τί μπορεῖ νά πιστέψει ὁ ἄνθρωπος, ὅσο μέ τό τί ἔχει πράξει ὁ Θεός γιά τόν ἄνθρωπο». Εἰς τά κείμενα τῶν Πατέρων δέν ὑπάρχουν βεβαίως ἕτοιμοι συνταγαί καί ἀπαντήσεις. Ἀπαιτεῖται μελέτη, ἐπισταμένη θεολογική ἐργασία, «γρήγορος νοῦς» καί «καθαρά καρδία» διά νά μᾶς ἀποκαλυφθῇ ὁ πλοῦτος τῆς Πατερικῆς σοφίας, διά νά εὕρωμεν τάς ἀπαντήσεις εἰς πολλάς παρανοήσεις τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας, αἱ ὁποῖαι κυκλοφοροῦν σήμερον ἐντός καί ἐκτός τοῦ χώρου τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἰδιαίτερον ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τό γεγονός ὅτι αἱ αὐταί θέσεις, αἱ ὁποῖαι ἐμφανίζουν τήν Ὀρθοδοξίαν ὡς κλειστήν, ἐθνοκεντρικήν, ἄνευ πραγματικοῦ ἐνδιαφέροντος διά τόν διάλογον μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον καί διά τήν συνάντησιν μέ τόν σύγχρονον πολιτισμόν, διατυποῦνται ὑπό μέν τῶν ἐκτός μέ κριτικήν καί ἐπικριτικήν διάθεσιν, ὑπό δέ τῶν ἐντός ὡς ἔπαινος, ὡς χαρακτηριστόν τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου φρονήματος καί τῆς πιστότητος εἰς τήν παράδοσιν τῶν Πατέρων.
Ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν τῶν προκλήσεων, κατανοοῦμεν ἅπαντες τήν σημασίαν τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς κοινῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς καί θεολογικῆς μαρτυρίας. Ζῶμεν ἐντόνως τάς διαφωνίας μεταξύ Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τό θέμα τῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν σύγχρονον κόσμον. Ἐβιώσαμε, πόσον εὔθραστος εἶναι ἡ πανορθόδοξος ἑνότης καί εἰς τήν περίπτωσιν τῆς συγκλήσεως καί πραγματοποιήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Κρήτης, καθώς καί εἰς τό ζήτημα τοῦ Οὐκρανικοῦ αὐτοκεφάλου.
Δυστυχῶς, ἡ εὐχαριστιακή καί ἡ ἐσχατολογική ταυτότης τῆς Ἐκκλησίας ἀπειλοῦνται σήμερον ὄχι μόνον ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἐκκοσμικεύσεως, ἀλλά καί ἀπό τάσεις ἀγόνου πνευματικότητος καί εὐσεβείας ἐντός τοῦ σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθώς καί ἀπό τάς ἐντάσεις εἰς τάς διορθοδόξους σχέσεις.
Καλούμεθα νά ὑπηρετήσωμεν τήν ἀλήθειαν τῆς εὐχαριστιακῆς πραγματώσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τήν Θείαν Εὐχαριστίαν τρέφεται ὁλόκληρος ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πνευματικότης καί ἡ ποιμαντική διακονία της. Τά πάντα εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἡ δομή, ἡ θεία λατρεία, ἡ διακονία, εἶναι φανέρωσις τῆς εὐχαριστιακῆς ταυτότητος αὐτῆς. Μόνον ἐάν ἡ Ἐκκλησία λειτουργῇ ὡς «εὐχαριστιακή κοινότης», ἀναδεικνύεται εἰς μεταμορφωτικήν δύναμιν καί εἰς τήν κοινωνίαν, ἐνδυναμοῦται ἡ μαρτυρία αὐτῆς ἐν τῷ κόσμῳ. Ὡς εὐχαριστιακή κοινότης τοποθετεῖ ἡ Ἐκκλησία τήν ἐλευθερίαν ἀπέναντι εἰς τόν νομικισμόν, τόν κοινοτισμόν καί τήν σχέσιν ἀπέναντι εἰς τόν ἀτομοκεντρισμόν, τήν μοναδικότητα καί ἀπόλυτον ἀξίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἀπέναντι εἰς τήν μαζοποίησιν καί τήν μετατροπήν τοῦ ἀνθρώπου εἰς μετρήσιμον μέγεθος καί ἀντικαταστατόν ἀντικείμενον.
Ἡ ἐργαλειοποίησις τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί ἡ μετατροπή της εἰς μέσον ἀσκήσεως ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς καί πιέσεων ἀποκαλύπτει ἀλλοτρίωσιν καί ἀπομάκρυνσιν ἀπό τάς βασικάς ἀρχάς τῆς Εὐχαριστιακῆς Ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία, ὁμοῦ μέ τήν «Ἐπιστροφήν εἰς τούς Πατέρας» καί τήν συνδεομένην μέ αὐτήν ἀνάπτυξιν τῆς θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ προσώπου, ἀποτελεῖ τήν καθοριστικήν σύγχρονον συμβολήν τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τήν χριστιανικήν θεολογίαν καί εἰς τόν πνευματικόν πολιτισμόν. Ὁ καθηγητής Χρῆστος Γιανναρᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ εἰς τό ἔργον του «Δρόμοι τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας», περιγράφει τήν πορείαν τῆς Ρωσσικῆς Χριστιανοσύνης μετά τήν Ἄλωσιν ὡς «ἀποξένωσιν ἀπό τήν πατερική ἑλληνικότητα», ὡς βαθμιαίαν ἀπώθησιν κάθε «καταλοίπου ἑλληνικότητος» εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν ἐμπειρίαν, γεγονός τό ὁποῖον ἰσοδυναμεῖ μέ ἀπομάκρυσιν ἀπό τήν «λογικήν τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας» καί μέ σύνδεσιν τῆς χορηγηθείσης εἰς τήν Ρωσσικήν Ἐκκλησίαν Πατριαρχικῆς ἀξίας μέ «ἐθνοφυλετικάς φιλοδοξίας ἐξουσιαστικῆς αὐτονομίας». Τήν ἑλληνικήν, «πνευματική καθολικότητα», βλέπει ὁ κύριος Γιανναρᾶς ἐνσαρκωμένην καί ἐκπεφρασμένην εἰς τόν ὑπερεθνικόν θεσμόν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ ὁποῖος «ἀντιπροσωπεύει μία δυνατότητα ζωῆς πάντοτε ἐπίκαιρη».
Τήν ἐκκλησιολογικήν λειτουργικότητα τοῦ ὑπερεθνικοῦ χαρακτῆρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐξαίρει καί ὁ ἅγιος Περγάμου, λέγων: «Ἡ φύση τῆς διακονίας του καί ὁ προορισμός του εἶναι νά διακονεῖ ὅλους τούς ὀρθόδοξους, ἀνεξαρτήτως ἐθνικότητας, φυλῆς καί γλώσσας, καί γι᾿ αὐτό δέν πρέπει νά συνδεθεῖ μέ χώρους καί περιβάλλοντα στενά ἐθνικά. Ἡ θεία Πρόνοια τό ἔταξε ἐκεῖ πού εἶναι, γιά νά μήν μπορεῖ κανείς νά διαβάλει καί νά ἀμφισβητεῖ τόν ὑπερεθνικό του χαρακτήρα, βάσει τοῦ ὁποίου καί καλεῖται νά διαδραματίσει ἀποφασιστικόν ρόλο στίς ἡμέρες μας». Ἡ λύσις τῶν τρεχόντων προβλημάτων τῆς Ὀρθοδοξίας δύναται νά ἐπιτευχθῇ μόνον μέ ἀπόλυτον πιστότητα εἰς τήν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐφαρμογήν τῶν θεολογικῶν, κανονικῶν καί ἐκκλησιολογικῶν κριτηρίων. Ἐάν Ἀνατολή καί Δύσις δέν εἶναι δυνατόν, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Φλωρόφσκυ, νά ὑπάρξουν ὡς ἀνεξάρτητοι μονάδες, εἶναι ἀδιανόητον, αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι νά λειτουργήσουν ὡς αὐτάρκεις ὀντότητες, χωρίς νά ἀλλοιωθῇ ὁ πυρήν τῆς Ἐκκλησιολογίας καί ἡ ζωτική ἀρχή τῆς συνοδικότητος.
Περαίνοντες τόν λόγον, εὐχαριστοῦμεν πάντας ὑμᾶς, τούς προσφιλεστάτους ἀδελφούς Ἱεράρχας, τούς ἐκπροσώπους τῶν πνευματικῶν καθιδρυμάτων, τούς ἐγκρίτους καθηγητάς καί εἰσηγητάς καί πάντας τούς συμμετέχοντας εἰς τό συνέδριον τοῦτο, εὐχόμενοι σοφάς εἰσηγήσεις, ζωηράς συζητήσεις, ἐποικοδομητικά συμπεράσματα καί κατά πάντα ἐπιτυχῆ διεξαγωγήν αὐτοῦ. Τήν εὐαρέσκειαν τῆς ἡμῶν Μετριότητος ἐκφράζομεν πρός τόν Ἐπίτιμον Πρόεδρον τοῦ Συνεδρίου, Ἱερώτατον Μητροπολίτην Περγάμου κύριον Ἰωάννην, πρός τά μέλη τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς καί τῆς Ἐκτελεστικῆς Γραμματείας, καί πρός πάντας τούς συμβαλόντας εἰς τήν προετοιμασίαν αὐτοῦ, καταστέφοντες δέ ὑμᾶς διά τῆς Πατριαρχικῆς ἡμῶν εὐλογίας, ἐπικαλούμεθα ἐπί πάντας τήν σοφόδωρον χάριν καί τόν φωτισμόν τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας.


____

[1] Βλ. Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου, «π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὁ οἰκουμενικός διδάσκαλος», ἐν: π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ. Μιά ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, (μετάφρ. Ἰ. Κ. Παπαδόπουλος), ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σ. 129 – 159.
[2] «Florovsky, Georges Vasilievich», Dictionary of the Ecumenical Movement, WCC Publications, Geneva 2002, σ. 477.
[3] Πατριαρχικός καί Συνοδικός Τόμος, 16 Ἀπριλίου 1965, ἀριθμ. Πρωτ. 220.
[4] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, (μετάφρ. Π. Κ. Πάλλη), ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 24.
[5] Ὅ. π., σ. 18.
[6] Ὅ. π..
[7] Ὅ. π., σ. 17.
[8]  Ὅ. π., σ. 19 – 20.
[9] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, σ. 20.
[10] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, σ. 229 – 230.
[11] Joseph Ratzinger «Die Bedeuhung der Väter für die gegenwärtige Theologie», Κληρονομία, τόμος 1, τεῦχος Α’, Θεσσαλονίκη 1969. σ. 15 – 38, ἐδῶ σ. 22.
[12] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Δημιουργία καί ἀπολύτρωση, (μετάφρ. Π. Κ. Πάλλη), ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 37.
[13] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, σ. 230.
[14] Ὅ. π., σ. 226.
[15] Ὅ. π., σ. 227.
[16] Ὅ. π..
[17] Ὅ. π., σ. 227 – 228.
[18] George Florovsky, «Patristics and Modern Theology», ἐν: Procès-Verbaux du Premier Congrès de Théology Orthodoxe à Athènes (29 Nov. – 6 Déc. 1936), (ἐπιμ. Hamilcar S. Alivisatos), Athènes 1939, σ. 242.
[19] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, σ. 15.
[20] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοση, (μετάφρ. Παναγιώτα Μικροπανδρεμένου), ἐκδ. Ἀθανασίου Ἀλτιντζῆ, Θεσσαλονίκη 2018, σ. 47.
[21] Ὅ. π., σ. 194.
[22] Ὅ. π., σ. 32.
[23] Ὅ. π., σ. 33.
[24] Ὅ. π..
[25] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Ἡ κληρονομιά καί ὁ σκοπός τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας», Θεολογία, τόμος 81, τεῦχος 4, Ὀκτώβριος – Δεκέμβριος 2010, σ. 21- 29, ἐδῶ σ. 22.
[26] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοση, σ. 33 – 34.
[27] Ὅ. π., σ. 34.
[28] Ὅ. π..
[29] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, σ. 219.
[30] «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», παρ. 1 καί 4.
[31] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Ἡ κληρονομιά καί ὁ σκοπός τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας», σ. 29.
[32] Βλ. Χρήστου Γιανναρᾶ, «Εἰς ἄτοπον οἰκολογία καί Χριστούγεννα», ἐφημ. Ἡ Καθημερινή, 23-12-2007.
[33] π. Μιχαήλ Καρδαμάκη, Ἡ ἀλήθεια γιά τήν ἐλευθερία. Ἀπό τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωποθεοῦ στήν ἐλευθερία τοῦ Θεανθρώπου, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1985, σ. 16.
[34] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοση, σ. 37 – 38.
[35] Ὅ. π., σ. 44.
[36] Ὅ. π., σ. 47.
[37] Χρῆστος Γιανναρᾶς – Norman Russell σέ διάλογο, Ἡ μεταφυσική ὡς πρόκληση ἐπικαιρική, ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 2018, σ. 187.
[38] Ὅ. π., σ. 186.
[39] Ὅ. π., σ. 184 – 185.
[40] Χρήστου Γιανναρᾶ, Τό προνόμιο τῆς ἀπελπισίας, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1973, σ. 107.
[41] Ὅ. π., σ. 109.
[42] Μητροπολίτου Γέροντος Περγάμου Ἰωάννου, Κόσμου Λύτρον. Τά Ἀγαθονίκεια ἤτοι κείμενα θεολογικά περί τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καί τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Εὐργέτις, Μέγαρα 2014, σ. 279. 



OI ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΕΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ ‘Putin and the Patriarchs’ ΤΩΝ FINANCIAL TIMES


Του Παναγιώτη Νούνη

Έπεσε στην αντίληψη μας για το Ουκρανικό «Κακοκέφαλον» το επόμενο ενδιαφέρον κατά τα άλλα αγγλικό κείμενο ‘Putin and the Patriarchs’, του Max Seddon, των FINANCIAL TIMES. Μπορείτε να το δείτε απο εδώ: https://www.ft.com/content/a41ed014-c38b-11e9-a8e9-296ca66511c9

Χωρίς ιδιαίτερους πλατιασμούς, ευσύνοπτους προλόγους και φλύαρες κουβέντες είτε περίπλοκες κινήσεις θα μπώ μια φορά κατ΄ευθείαν στο ψητό για όσους ενδιαφέρονται σοβαρά για το εν λόγω ζήτημα, το λεγόμενο και Ουκρανικό Ζήτημα, ώστε να το μελετήσουν οι αναγνώστες μας σύντομα και διεξοδικά.

Πρόκειται να καταγράψω μερικά κριτικά ερωτήματα αλλά και δεκατέσσερα μόνον σύντομα αντιρρητικά σημεία-παραγράφους, ως ανασκευή του εν λόγω άρθρου, ανασκευή σε εκκλησιολογικά-κανονικά και ιστορικά στοιχεία, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι εξάντλησα ικανοποιητικά τα μελανά και μη ακριβή δημοσιογραφικά στοιχεία που εντοπίσθησαν υπό του γράφοντος στο ίδιο κείμενο.


ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΚΡΙΣΕΩΣ: Υπάρχουν άραγε εκκλησιολογικές και ιστορικές ανακρίβειες πού χρήζουν διασαφηνισμό και ανασκευή στο αγγλικό άρθρο ‘Putin and the Patriarchs’, ναι ή όχι; Και αν όντως ναί,  υπάρχουν εκκλησιο-λογικές και ιστορικές ανακρίβειες, τότε ποιές είναι αυτές και πώς ανασκευάζονται; Άραγε, είναι εύλογες οι εκκλησιολογικές ανακρίβειες στο εν λόγω άρθρο; Ή μήπως υποκρύπτουν μια δόση αλογίας εξ αιτίας της γεωπολιτικής και εκκλησιαστικής σκοπιμότητας;

1.      Αν η ενέργεια του Οικουμενικού πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, για το Ουκρανικό Ζήτημα (ή αν θέλετε τον με δικής μας επινόηση όρο για το «Ουκρανικό Κακοκέφαλον») δεν είναι μιά κανονική εκκλησιαστική ενέργεια «διαχωρισμού» μεταξύ της Εκκλησίας της Ρωσίας από την Εκκλησία της Ουκρανίας, όπως αφήνει να νοηθεί στο δημοσίευμα, τότε θα είναι μία παράνομη, ΔΙΑΙΡΕΤΙΚΗ, πραξικοπηματική, ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ και ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗ εισπήδηση στην κανονική Εκκλησία της Ουκρανίας και σε κανονικό εκκλησιαστικό έδαφος της Εκκλησίας της Ρωσίας. Συνεπώς αν ισχύει πράγματι η αντικανονικότητα, προφανώς για τέτοιου είδους «διαχωρισμό» μιλούμε, μιλάμε καθαρά για κανονικό Σχίσμα σε εκκλησιαστική γλώσσα.
2.      Αντικανονικά παραπτώματα οδηγούν σε πλανεμένη, κακόγνωμη και κακόδοξη Εκκλησιολογία.
3.      Μία δεύτερη ουσιωδέστερη εκκλησιολογική ανακρίβεια είναι ο άστοχος ισχυρισμός, (τόσα ξέρουν  και τόσα λένε, ή τόσα πληρώνονται και τόσα «ανακριβή» γράφουν) ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης, είναι: η ανωτάτη αρχή και εξουσία όλων των κατά τόπους ορθοδόξων Εκκλησιών. Δεν είναι καθόλου νέο φρούτο των σκοτεινών και μασσωνικών δυνάμεων αυτό. Πρόκειται για την «νεοΕκκλησιολογική Φρουτοπία» των οικουμενιστών Φαναριωτών. Δηλαδή, το εν λόγω άρθρο αναπαράγει μια ψευδή είδηση, ένα «φέικ νιούς», μια νεοΦαναριώτικη κυρίως προπαγάνδα που εξυπηρετεί καθαρά τα συμφέροντα τόσον των Βρετανών όσο και των Αμερικανών, πολλώ δε μάλλον εξυπηρετεί μαζί και τον Ελληνικό Εθνοφυλετισμό μας, ότι ο έλλην Οικουμενικός πατριάρχης είναι Primus SINE paribus Πρώτος ΑΝΕΥ ίσων») όπως ακριβώς είναι ο ένοικος της «Αιωνίας» και παλαιάς Ρώμης ο πάπας της «Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας».
4.      Ο πάπας του Βατικανού για την Θρησκευτικο-πολιτική του Οργάνωση είτε αν θέλετε για την «Χριστιανική» του Ομολογία, είναι, ο πρώτος άνευ ίσων. Ο Δαλάι Λάμα στην Θρησκεία του Λαμαϊκού Βουδισμού, είναι, ο πρώτος άνευ ίσων. κ.ο.κ.
5.      Ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή των κατά τόπους ορθοδόξων Εκκλησιών, είναι μία Πανορθόδοξη ή μία Οικουμενική Σύνοδος που περιλαμβάνει φωτισμένους και θεοφόρους Πατέρες. Δεν υφίσταται ποσώς στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία ως ανωτάτη αρχή, η αρχή του ενός ανδρός. Δεν υφίσταται το ιεροκρατικό παπιστικό σύστημα α λά Βατικανού όπως μας το παρουσιάζει η εν λόγω αγγλική αρθρογραφία.
6.      Κεφαλή της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, δεν είναι ο εκάστοτε Οικουμενικός Πατριάρχης, αλλά είναι ο Κύριος και Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός Βασιλεύς της δόξης.
7.      Το Βατικανό είναι μια καρικατούρα και αλλοίωση του Χριστιανισμού, δεν είναι Εκκλησία. Η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία ΜΟΝΟΝ διαφυλάττει ανόθευτη την ιερά Παράδοση και το ιερό Ευαγγέλιο και άρα εκτός αυτής της Εκκλησίας, δεν υπάρχουν άλλες «Ετερόδοξες Εκκλησίες». Και αυτή η περιχάραξης των ορίων της Μίας και Αγίας καθολικής Εκκλησίας, διαφυλάχθηκε, μέσω των αποφάσεων της ανωτάτης εκκλησιαστικής αρχής των Αγίων Οικουμενικών  και Τοπικών Συνόδων.
8.      Αν ο οικουμενικός Πατριάρχης,  έδωσε ιεροκανονικά Τόμο Αυτοκεφαλίας στην κανονική Εκκλησία της Ουκρανίας που διατηρεί εκκλησιαστική κοινωνία με την Εκκλησία της Ρωσίας,  τότε και μόνον τότε ίσως  να έπραξε καλώς και κανονικώς. Δώστε έμφαση παρακαλώ στην λέξη «ίσως». Διότι αν ίσως δεν έπραξε καλώς και κανονικώς τότε έπραξε κακώς, κάκιστα, σατανικώς και αντικανονικώς.
9.      Αλλά τί ακριβώς έπραξε ο Οικουμενικός Πατριάρχης μας; Έδωσε φαίνεται αντικανονικά και παράνομα την Αυτοκεφαλία στους Σχι-σμα-τι-κούς (;!) και αυτοχειροτονήτους «Κληρικούς» της Ουκρανίας, απαξιώνοντας και υποσκελίζοντας έτσι την κα-νο-νι-κή Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας που διατηρεί εκκλησιαστική κοινωνία με την Εκκλησία της Ρωσίας και με τις κατά τόπους ορθόδοξες Εκκλησίες.
10.  Αυτή η παράνομη, κακόγνωμη, αντικανονική, διαιρετική και κακόβουλη εκκλησιαστική ενέργεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου μας ονομάζεται σύμφωνα με το Κανονικό Δίκαιον ως αντικανονική ΕΙ-ΣΠΗ-ΔΗ-ΣΗ!...
11.  Άραγε, είναι δουλειά του Οικουμενικού Πατριάρχη να χαρίζει Αυτοκεφαλίες σε Σχισματικούς (και να κοινωνεί με σχισματικο-αιρετικούς, αυτοχειροτόνητους και καθαιρεμένους ακοινωνήτους ψευδοκληρικούς;) και δή σε επαρχία ξένης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας; Είναι η Ουκρανία και το Κίεβο εκκλησιαστική επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου, ή είναι εκκλησιαστική επαρχία της Εκκλησίας της Ουκρανίας και της Εκκλησίας της Ρωσίας;
12.  Από πότε συνέβη τέτοιο «θαυμαστό» ιστορικό (;!) (ενδο)εκκλησιαστικό γεγονός: η πατριαρχική υπαγωγή της Εκκλησίας της Ουκρανίας, στο οικουμενικό μας πατριαρχείο, και δεν το αντιληφθήκαμεν καθόλου; Τόσους αιώνες εκκλησιαστικής Ιστορίας και ιεράς Παράδοσης τί ανεγνώριζαν και τί εγνώριζαν οι κατά τόπους ορθόδοξες Εκκλησίες για το εν λόγω ζήτημα; Ποιά είναι η ιστορικο-εκκλησιαστική αλήθεια του πράγματος;
13.  Ωστόσο, πρόκειται για ιστορική και εκκλησιολογική ανακρίβεια, επίσης, ότι το 1054 δημιουργήθηκε το μεγάλο Σχίσμα μεταξύ των Καθολικών και Ορθοδόξων Εκκλησιών. Η ιστορική αλήθεια είναι ότι οι Φραγκολατίνοι κατέλαβαν δια της αιμοσταγούς βίας το ορθόδοξο Πατριαρχείο της Ρώμης και το φράγκεψαν. Η εκκλησιολογική αλήθεια είναι ότι οι Φραγκολατίνοι σφετερίστηκαν τον όρο «Καθολικοί» από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, άρα οι καθολικοί είναι οι αμιγώς Ορθόδοξοι Χριστιανοί, και όχι οι «Ρωμαιοκαθολικοί» του Βατικανού. Με κατά λογική συνέπεια, να μη υφίσταται πραγματικά «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία» αλλά μιά παγκόσμια πολιτικο-Θρησκευτκή Οργάνωση και Θρησκεία του Παπισμού που σφετερίστηκε τους όρους από την Οικουμενική τότε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και το Οικουμενικό Πατριαρχέιον του Γένους των Ρωμηών.
14.   Από πότε το Οικουμενικό Πατριαρχείο λαμβάνει γεωπολιτικές αποφάσεις; Υποτείθεται, καθόσον ισχυρίζονται οι Φαναριώτες, ότι δεν αναμειγνύονται με τα πολιτικά πράγματα. Γιατί να παρθεί μια τέτοια γεωπολιτική απόφαση από τον οικουμενικό Πατριάρχη; Είναι η αρμοδιότητά του τα γεω-πολιτικά; Προφανώς και δεν είναι η αρμοδιότητά του. Αν είναι όμως οι νέες του αρμοδιότητες, να το πληροφορηθούμε τουλάχιστον με κανένα επίσημο φιρμάνι, και μάλιστα να ενημερωθούμε χαρτί και καλαμάρι ποιος τον όρισε ή έχρισε γεωπολιτικό θρησκευτικό άρχοντα. Στον πρότυπο ρόλο του πάπα του Βατικανού.


Αυτά προς το παρόν, είναι μερικά ελάχιστα κομβικά και κρίσημα σημεία τα οποία θίγονται στο εν λόγω αγγλικό άρθρο και όφειλα να τα ανασκευάσω για τους φιλότιμους αναγνώστες μας που αγνοούν την αγγλική γλώσσα, αλλά και να υποψιάσω πάνω-κάτω τι ακριβώς γράφει στα ιδιαίτερα σημεία ο αρθρογράφος του. Γράφονται επίσης αρκετές σύγχρονες και παλαιές ιστορικές και δημοσιογραφικές λεπτομέρειες.

Να σημειωθεί εν κατακλείδι, ότι το ίδιο αγγλικό άρθρο, συσχετίζει και αναφέρεται καθόλου τυχαία για τον σκοτεινό και ύπουλο ρόλο των Νεοβατοπαιδινών στο εν λόγω πυρίκαυστο Ζήτημα της Ουκρανικής «Κακοκεφαλίας». Βέβαια παρουσιάζει τον γ. Εφραίμ ως μια αθώα περιστερά και εγκαταλελειμένο από τους ολιγάρχες Ρώσσους φίλους του, αφού ανεγνώρισε επίσημα πλέον την «Νέα Εκκλησία» της Ουκρανίας των Σχισματικών.

Για τον σκοτεινό ρόλο των Γκουρούδων του Βαλτοπεδίου, δεν θα ασχοληθούμε προς το παρόν ξανά, διότι γράψαμε και ανερτήσαμε σε προηγούμενο άρθρο μας, δημοσιευμένο στο Ιστολόγιον «ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ» (1/9/2019), με τίτλον ‘ΠΟΙΟΣ Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΩΝ ΣΤΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ;’ με σημαντικές δημοσιογραφικές και άλλες πληροφοριακές λεπτομέρειες.

Το παράξενο με το εν λόγω πρόσφατο αγγλικό κείμενο, στον συσχετισμό του με τους Βατοπεδινούς, είναι ότι δεν αναφέρονται ΚΑ-ΘΟ-ΛΟΥ οι επίσημες συναντήσεις και ενέργειες του Εφραίμ με αμερικανούς αξιωματούχους είτε εν Ελλάδι είτε εν Αμερική για το Ουκρανικό Ζήτημα. Γιατί άραγε τόση κραυγαλέα σιωπή;

Γιατί αποκρύπτονται μεθοδευμένα τα εν λόγω στοιχεία; Να υποθέσουμε ότι τα αγνοεί ο εν λόγω δημοσιογράφος ή μήπως τα αποσιωπά σκόπιμα ώστε να μη στιγματισθεί αρνητικά ο Εφραίμ;


Του Παναγιώτη Νούνη

Θρησκευτικός και Θεο-Λογικός Στοχαστής

Διαχειριστής του Ιστολογίου «ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ»