Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019
γιατί αὐτοῦ πού εἶσαι εἶμουνα καὶ ἐδῶ πού εἶμαι θἄρθης.
Ἄνθρωπε στάσου δυό λεπτά καὶ πρόσεξε καὶ μένα,
θά σοῦ μιλήσω συμβουλές, πού εἶναι καλές γιά σένα.
Μέ βλέπεις κόκαλο γυμνό, μά δίχως φαντασία
καὶ λές δέν ἤμουν τίποτα, δέν δίδεις σημασία.
Μά κάποτε στά χρόνια μου εἶχα καὶ ἐγώ το κάλλος,
καὶ βάδιζα περήφανος σάν φουσκωμένος γάλλος.
Κι εἶχα καὶ ἐγώ τὴν δόξα μου, σοφία τοῦ Σωκράτη,
τοῦ Ἡρακλή τὴ δύναμι, φήμη πολύ στά κράτη.
Εἶχα μαλλιά μεταξωτά καὶ μάγουλα σάν μῆλο,
καὶ φρύδια πού δέν βρίσκονταν σάν τῆς ἐλιᾶς τὸ φύλλο.
Εἶχα καρδιά τοῦ λέοντος καὶ μπράτσα σιδερένια,
ἀκούραστα τά πόδια μου καὶ στήθη μαρμαρένια.
Είχα τή γλῶσσα τ’ ἀηδονιοῦ, μάτια μεγάλα μαύρα,
καὶ μερικοί μοῦ λέγανε ὅλα μαζί πού τἆβρα.
Γι’ αὐτό χαιρόμουνα πολύ πώς ἤμουν γῆς ὁ φάρος,
καὶ μὲ τὸ νοῦ λογάριαζα πώς δέν ὑπάρχει χάρος.
Μά πότε δέν κατάλαβα περάσανε τὰ χρόνια,
καὶ φύγανε τὰ νιάτα μου σάν τοῦ Μαρτιού τά χιόνια.
Τὸ γλέντι καὶ ὅλες οἱ χαρές περνούσαν τὸν ἀέρα,
κι ὅλη ἡ ζωή μου φάνηκε σάν νάτανε μιὰ μέρα.
Σάν ἔνοιωσα γεράματα θυμάμαι τά παλιά μου,
μοῦ φάνηκε παράξενο π’ ἀσπρίσαν τὰ μαλλιά μου.
Τὸ φῶς ἀπὸ τὰ μάτια μου μικραίνει, λιγοστεύει,
κι ὁ νοῦς μου πώς ἐγέρασα ἀκόμη δέν πιστεύει.
Τὰ πόδια μου ἀδυνάτησαν, τὰ χέρια δέν κινούνται,
τά δόντια μου χαλάσανε καὶ αὐτά παραπονιούνται.
Κατάλαβα τὸν θάνατο, σὲ λίγο τελειώνω,
καὶ τότε βγάζω μιὰ φωνή μὲ κλάματα καὶ πόνο.
Ποιὸς μάγος φέρνει τὴν ζωή, καὶ ποιὸ γιατρό νὰ πάρω,
καὶ ποιὸς μπορεί καὶ δύναται πού νὰ νικᾶ τὸν χάρο;
Θὰ τοῦ χαρίσω κτήματα καὶ λύρες ὅσες θέλει,
ἀρκεῖ τοῦ χάρου τὸ σπαθί νὰ σπάσει καὶ τὰ βέλη.
Κανείς δέν μ’ ἀποκρίθηκε, κανείς δέν μοῦπε ξέρει,
νὰ μοῦ γλιτώση τὴ ζωή καὶ νειάτα νὰ μοῦ φέρει.
Λοιπόν μιὰ μέρα τ’ Ἀπριλιού χωρίς νὰ περιμένω,
κάποιος κτυπᾶ τὴν πόρτα μου μὲ τρόπο ἀγριεμένο.
Ἦταν ψηλός κατάμαυρος. Φωνάζω. Τὶ νὰ κάνω;
Καὶ μὲ φωνή πού τρόμαζε μοῦ λέει σήκ’ ἀπάνω.
Μοῦ ξέσχισε τὰ σπλάχνα μου, καὶ πῆρε τὴν ψυχή μου,
καὶ ἀμέσως πᾶν τὰ πλούτη μου μαζί μὲ τὴν στολή μου.
Καὶ τώρα τὰ χωράφια μου ποῦ πᾶν καὶ τὰ παλάτια;
Τὰ ρόδινα τὰ μάγουλα, ἡ γλώσσα καὶ τὰ μάτια;
Σκουλίκια φάγαν τὸ κορμί, τὴν ὀμορφιά τὸ σώμα,
ἀφοῦ μὲ λάσπη γίναμε γενήκαν πάλι χῶμα.
Οἱ φίλοι καὶ οἱ συγγενεῖς δέν θέλω νὰ μὲ κλαῖνε,
θέλω κερί, μνημόσυνο, «Συγχώρησε» να λένε.
Ὅπως μὲ βλέπεις ἄνθρωπε καὶ σὺ θὰ καταντήσης,
γιὰ αὐτό στὴν πρόσκαιρη ζωή μὴ λὲς νὰ καζαντήσεις.
Ὅταν γεράσω νὰ μὴν λὲς θὰ κάνω καλοσύνες,
τότε θὰ πάω στὴν ἐκκλησιά, πολλές ελεημοσύνες.
Ὁ χάρος εἶναι λαίμαργος δὲν ἔχει προθεσμία,
δέν ἔχει φίλους γιὰ χαρές, ἐξαίρεση καμία.
Παίρνει τὶς μάνες τῶν παιδιῶν, λεβέντες πού γλεντᾶνε,
ἀπὸ τὴν κούνια τὰ μωρά, κοπέλες πού κεντᾶνε.
Νὰ σκέπτεσαι τὸν θάνατο ἐφτά φορές τὴν ὥρα,
ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι στὴν ζωή μὰ δὲν ὑπάρχουν τώρα.
Σὲ κάθε βήμα πρόσεχε τοὺ Σατανᾶ τὸ βρόχι,
μὴν ἀδικήσεις ὀρφανούς, γυναῖκες χῆρες ὄχι.
Πιστά τοὺς νόμους φύλαγε χωρίς καμμιά προσθήκη,
τὰς ἐντολάς τοῦ Μωϋσῆ τὴν Νέα Διαθήκη.
Νὰ μὴν δουλεύης Κυριακή καὶ ἐορτές Ἁγίων,
νὰ ἔχεις ἀμόλυντη ψυχή καὶ καθαρόν τὸν βίον.
Νὰ μὴν κοιττάξης πονηρά, μὴ βλασφημᾶς τὰ Θεία,
νὰ δίδεις περιφρόνηση στοῦ Σατανὰ τὴν βία.
Τῆς μέρας τὰ ἁμαρτήματα καὶ πρίν ὁ ἥλιος δύσει,
μὲ κάθε τρόπο τοῦ Θεοῦ νὰ τἄχης ὅλα σβήσει.
Ἐλεημοσύνη, προσευχή, ἀγάπη καὶ νηστεία,
αὐτά θὰ σώσουν τὴν ψυχή, μὴ λὲς πῶς εἶναι ἀστεία.
Ἀγάπα τὸν πλησίον σου, κακὸ ποτὲ μὴν κάνεις,
γιατί ἀργά ἤ γρήγορα θὰ σβήσεις θὰ πεθάνεις.
Καὶ τώρα ἀναγνῶστα μου τὶ σκέφτεσαι νὰ κάνεις;
Τὰ λόγια πού σοῦ μίλησα στό νοῦ σου νὰ τὰ βάλεις,
γιατί αὐτοῦ πού εἶσαι εἶμουνα καὶ ἐδῶ πού εἶμαι θἄρθης.
ΑΡΘΡΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΣΤΑΛΗ ΠΡΟΣ ΕΡΕΥΝΑ
Όποιος αρνείται τον Χριστόν, δεν μπορεί να συνεργάζεται πια με τη Χάρη, ακόμα κι’ αν είναι απόστολος, και τούτο προ κάθε συνοδικής καταδίκης.
Απανταχού αδέλφια, υπερασπιστές της ορθής πίστης ημών:
Η Χάρις του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων υμών! Αμήν.
Αδέλφια μου, «ὑποτύπωσιν ἔχε ὑγιαινόντων λόγων ὧν παρ᾿ ἐμοῦ ἤκουσας, ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β Τιμ. 1,13), όντας, ανά πάσα στιγμή, έτοιμοι να αναφωνείτε μαζί με τον Απόστολο: «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω.»(Γαλ. 1,8) και θα λάβετε την μετάβαση μετά της Σάλπιγγος του Αγίου Πνεύματος [τουτέστιν] με τον Απόστολο Παύλο, στην Βασιλεία των Ουρανών.
Δείτε πως ο εχθρός, αδυνατώντας να βουλιάξει την ομολογιακή Κιβωτό του Κυρίου, δια τας περιβαλλούσας τρικυμίας που μετά μανίας έχει στρέψει κατ’ αυτής, επινόησε μια καινούργια ψυχοκτόνο παγίδα, πειράζοντας τους ναύτες της αυτής Κιβωτού, ώστε να κάνουν σφάλματα πορείας και τοιουτοτρόπως να οδηγήσουν μόνοι τους την Κιβωτό, με όσους έχουν τρέξει να προστατευτούν μέσα σ’ αυτήν, στα βράχια. Ένα μόνο δεν έχει λογαριάσει ο πονηρός, το ότι ο Κύριος δεν κοιμάται όπως άλλοτε, στη πλώρη, αλλά κρατά ο Ίδιος το τιμόνι της Κιβωτού Του με χέρι δυνατό και άμεμπτο, καθιστώντας αδύνατο για οποιονδήποτε, ανεξαρτήτου προελεύσεως, να του αρπάξει το τιμόνι και να καταστρέψει την τόσο αγαπητή Του Κιβωτό.
Φαίνεται ότι κάποιοι δεν έχουν καταλάβει ποιός ο ρόλος τους ως ναύτες στην Κιβωτό του Κυρίου και αψηφώντας τις εντολές του Τιμονιέρη και ενώ «ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι καὶ τούτους ἀποτρέπου» (Β Τιμ. 3,5), «καὶ ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας τὴν ἀκοὴν ἀποστρέψουσιν, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται.» (Β Τιμ. 4,4), και μιλάνε ενάντια στην Αγία Γραφή και ενάντια των Αγίων του Θεού, λέγοντας ότι και ο αιρετικός που δεν έχει καταδικαστεί συνοδικά έχει Χάρη και επομένως Θεία Μυστήρια, που τελεί προς κατάκριμα αυτών που κοινωνούν εν γνώσει από αυτά. Είναι πραγματικά ανήκουστο, αδέλφια μου, για τον Χριστό να έχει μερίδιο με τον Βελίαρ, για την Αλήθεια να έχει μερίδιο με το ψέμμα, για το Φως να έχει μερίδιο με το σκοτάδι. Ναι! Ανήκουστο!
Και επειδή τοιαύτα ο Κύριος τα απορρίπτει, μας έδωσε την φώτιση ώστε να αναδείξουμε, με βάση το Άγιο Ευαγγέλιο και τις διδασκαλίες των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, την πλάνη στην οποία παρασύρθηκαν εκείνοι που υποστηρίζουν την ύπαρξη της Χάριτος στους αιρετικούς, ακόμα κι’ όταν αυτοί δεν είναι [συνοδικά] καταδικασμένοι.
Ο Μέγας Άγιος Αντώνιος, κατανοώντας τον κίνδυνο που εγκυμονούν οι προσωπικές απόψεις, έλεγε: «Ό,τι κι’ αν κάνεις, να έχεις την μαρτυρία των Αγίων Γραφών». Οπότε, όταν όσα υποστηρίζεις τεκμηριώνονται αγιογραφικά, αυτά θα έπρεπε να είναι αναμφισβήτητα, διότι οι Άγιες Γραφές είναι για τον χριστιανό η σωτήρια ζωοδόχος πηγή.
Ιδού, λοιπόν, πως και αυτό το ζήτημα, της αδυναμίας, δηλαδή, του αιρετικού-προδότη του Χριστού, να συνεργάζεται με τη Χάρη, αποκαλύπτεται από τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό στο ίδιο Του το Ευαγγέλιο.
Και έτσι μαθαίνουμε στο κατά Ματθαίον (Ματθ. 10, 1,4), ότι: «Και προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων, ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν. Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα· πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἀλφαίου καὶ Λεββαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος, Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης ὁ καὶ παραδοὺς αὐτόν.»
Όπερ και ο Κύριος, στην τέλεια Του καλοσύνη, χαρίζει και στους μαθητές Του τη Χάρη Του – «…ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν…» -, εξουσίαν που κανείς από τους μη εκλεκτούς δεν κατέχει και ούτε καν οι αυτοί εκλεκτοί δεν κατείχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Γνωρίζουμε - και πάλι από τα λόγια του Ευαγγελίου - ότι οι έχοντες την Χάρη μαθητές κάνανε πολλά θαύματα και εκβάλλανε λεγεώνες δαιμόνων, ακολουθώντας την εντολή του Κυρίου, εν πλήρει επιγνώσει της δύναμης της Χάριτος που τους είχε δοθεί, σύμφωνα και πάλι με την μαρτυρία του ευαγγελιστή (Λουκ. 9, 54):«ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης εἶπον· Κύριε, θέλεις εἴπωμεν πῦρ καταβῆναι ἀπὸ οὐρανοῦ καὶ ἀναλῶσαι αὐτούς, ὡς καὶ Ἠλίας ἐποίησεν;». Από τα λόγια των αποστόλων φαίνεται ξεκάθαρα και κατανοούμε, ότι αυτοί συνειδητοποιούσαν την θεϊκή δύναμη που τους σκέπαζε και γνώριζα,ν πώς να συνεργάζονται μαζί της, όλοι τους ανεξαιρέτως. Εν κατακλείδι, κατανοούσαν, ότι είναι στο χέρι τους ήταν να πράξουν πολλά χάριν αυτής της δύναμης.
Αυτό το γεγονός είναι πολύ σημαντικό για όσα θέλουμε να αποδείξουμε [στη συνέχεια], τουτέστιν, ότι ο αρνητής [του] Χριστού δεν μπορεί να συνεργάζεται με την Χάρη, ακόμα και αν είναι απόστολος, και τούτο προ οποιασδήποτε συνοδικής καταδίκης.
Για να κατανοήσουμε καθόλα αυτό το ζήτημα, είναι αναγκαίο να προβάλουμε ενώπιον των αδελφών που μπαίνουν στον κόπο να αναγνώσουν, και τα λόγια του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, που μιλάνε για τα τεκταίνονται στον Μυστικό Δείπνο, όπου ο Σωτήρας, κατόπιν παράκλησης του πιο αγαπητού Του μαθητή, μας αποκαλύπτει ποιος ήταν αυτός που θα Τον πρόδιδε: «ἀποκρίνεται ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνός ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον ἐπιδώσω. καὶ ἐμβάψας τὸ ψωμίον δίδωσιν Ἰούδᾳ Σίμωνος Ἰσκαριώτῃ. καὶ μετὰ τὸ ψωμίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς.» (Ιω. 13, 26-27).
Με τη πρώτη ματιά, οι δυο ευαγγελικές περικοπές της παραπάνω αναφοράς θα λέγαμε, ότι ίσως να μην έχουν καμμία σχέση η μια με την άλλη ή με ό,τι εμείς έχουμε να αποδείξουμε, δηλαδή ότι ο αιρετικός, προδότης του Χριστού δεν δύναται να συνεργάζεται με την Χάρη, κι’ αυτό από την στιγμή, ακριβώς, της άρνησης του, και όχι - όπως λανθασμένα υποστηρίζουν κάποιοι - μόνο έπειτα από την συνοδική καταδίκη.
Όταν όμως ρίχνουμε μια πιο προσεκτική ματιά, παρατηρούμε στην πρώτη περικοπή, ότι και ο Ιούδας ήταν ανάμεσα στους δώδεκα και κατά συνέπεια και ο ίδιος έλαβε την Χάρη της εξουσίας κατά των ακαθάρτων πνευμάτων, και παρόλα αυτά, στην περικοπή του Αγίου Ιωάννη παρατηρείται [επίσης], ότι ο Ιούδας δεν μπορεί πια να αντισταθεί στον σατανά, έτσι ώστε να μην εισβάλλει μέσα του. Το Ευαγγέλιο λέει, ότι ο σατανάς μπήκε σ’ αυτόν, με άλλα λόγια, ο Ιούδας εκείνη την στιγμή δεν είχε πια την δύναμη, δεν είχε πια την Χάρη, την Χάρη την οποία, από όσα διαβάσαμε, είχε λάβει με την σειρά του, για να έχει εξουσία κατά των δαιμόνων. Ποιό το δίδαγμα; Γιατί ο Ιούδας δεν είχε πλέον την δύναμη; Ξέρετε γιατί, αδέλφια; Διότι όταν Τον πρόδωσε τον Χριστό απώλεσε την Χάρη. Απώλεσε την Χάρη, όταν ξεστόμισε τις λέξεις «τί θέλετέ μοι δοῦναι, καὶ ἐγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν;» (Ματθ. 26,15). Το γεγονός αυτό, της προδοσίας του Κυρίου, άφησε τον Ιούδα χωρίς δύναμη. Η περικοπή της παραπάνω αναφοράς μαρτυρεί ακριβώς, πώς ο Ιούδας, στον Μυστικό Δείπνο είχε [ήδη] απολέσει την δύναμη [της Χάριτος] που είχε κάποτε λάβει.
Έπειτα απ’ όλα αυτά τα γεγονότα, έπειτα από την Ανάληψη του Κυρίου, συνέρχεται εκείνη η σύναξη των Αποστόλων όπου με την παρότρυνση του Πέτρου, οι απόστολοι έβαλαν κλήρο, προκειμένου να επιλέξουν έναν άνδρα στη θέση του Ιούδα.
Αυτή η αποστολική σύναξη θεωρείται, από όλους τους Αγίους Πατέρες, όπως αναφέρει το Πηδάλιον στην εισαγωγή, στους Κανόνες των Αγίων Αποστόλων, ως Πρώτη Αποστολική Σύνοδος που συγκαλέστηκε το 33-34 μ.Χ.
Τα λόγια του Αγίου Αποστόλου Πέτρου υπογραμμίζουν μια φορά ακόμα, ότι όποιος προδίδει τον Χριστό εκπίπτει της Χάριτος Του από την στιγμή της προδοσίας: «καὶ προσευξάμενοι εἶπον· σὺ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξον, ὃν ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δύο ἕνα, λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης καὶ ἀποστολῆς, ἐξ ἧς παρέβη Ἰούδας πορευθῆναι εἰς τὸν τόπον τὸν ἴδιον. (Πραξ. 1, 24-25)
Είναι ηλίου φαεινότερο, αγαπητά αδέλφια, πως ο Πέτρος, ο επικεφαλής των αποστόλων, μιλάει ξεκάθαρα, ότι ο Ιούδας εξέπεσε της διακονίας, δηλαδή μόνος του προκάλεσε την ιδίαν πτώση, δια της άρνησης του. Δεν τον έβγαλε / (καθαίρεσε) κάποιος, δεν τον έβγαλε / (καθαίρεσε) ούτε καν η σύναξη των αποστόλων. Εξάλλου ο λόγος για την κλήρωση είναι ακριβώς για να αποδομηθεί η ερμηνεία που θα μπορούσε να υποστηρίζει, ότι οι απόστολοι επέλεξαν κάποιον άλλον, επειδή ο Ιούδας ήταν νεκρός, γι’ αυτό αναφέρεται καθαρά «ἐξ ἧς παρέβη Ἰούδας», δεν αποπέμφθηκε, δεν εδιώχθη, αλλά παρέβη, παρέβη, διότι αρνήθηκε τον Χριστό Κύριο.
Ο Κύριος όλα τα έδειξε στα Ευαγγέλια του […] Και για να είναι ακόμα πιο ξεκάθαρα τα όσα αφορούν τον καταδικασμένο και μη-καταδικασμένο αιρετικό, ο Απόστολος Παύλος μας λέει: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος.» (Τιτ. 3, 10-11).
Οι Άγιοι Πατέρες, άξιοι συνεχιστές των Αγίων Αποστόλων, για να μην αφήνουν περιθώρια για άλλες ερμηνείες, αποφάσισαν στις Οικουμενικές Συνόδους, ότι ο αιρετικός δεν μπορεί πια να συνεργαστεί με τη Χάρη, όντας εκτός Εκκλησίας.[…] θα πρέπει να κάνουμε μια αποσαφήνιση μεγίστης σημασίας, επειδή πολλά λέγονται από αυτούς που υποστηρίζουν την ύπαρξη της Χάριτος στους οικουμενιστές, ως μη καταδικασμένους αιρετικούς: γιατί ο Οικουμενισμός ονομάζεται παναίρεση ή η αίρεση όλων των αιρέσεων.
Το μοιραίο λάθος που κάνουν κάποιοι από μας όσον αφορά τον Οικουμενισμό, είναι, ότι τον θεωρούν ξεχωριστή αίρεση, όπως ήταν ο αρειανισμός, ο νεστοριανισμός, ο μονοθελητισμός, φιλιόκβε, κ.α. και περιμένουν μια σύνοδο, προκειμένου να καταδικάσει την παναίρεση. Δεν είναι, όμως, έτσι αγαπητά αδέλφια, διότι εμείς ονομάζουμε τον Οικουμενισμό παναίρεση, επειδή ενσωματώνει ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ και όλες τις αιρέσεις που προαναφέραμε – αρειανισμό, νεστοριανισμό, φιλιόκβε και όλες τις άλλες που ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΕΙ ΣΥΝΟΔΙΚΑ. Κατά συνέπεια εμείς δεν αποτειχιστήκαμε από μια νεοφανείσα, μη καταδικασμένη αίρεση, αποτειχιστήκαμε από το ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ που ο Οικουμενισμός προβάλλει ως αληθινά δόγματα. […] δεν στηρίζεται, λοιπόν, στην αλήθεια η δήλωση, ότι ο Οικουμενισμός δεν είναι ακόμα συνοδικά καταδικασμένος, όχι, αδέλφια, Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΣΥΝΟΔΟΥΣ.
Έχοντας, λοιπόν, καταλάβει όσα έχουν ειπωθεί παραπάνω, θα δείξουμε στη συνέχεια, τί μας λένε οι Άγιοι Πατέρες στους Αγίους Κανόνες για το θέμα μας και να βάλουμε καλά, μια για πάντα στο μυαλό μας, ότι οι Άγιοι μας παροτρύνουν να αποτειχιστούμε από τους αιρετικούς προ Συνόδου, ακριβώς επειδή αυτοί, όντας δίχως Χάρη σκορπάνε το δηλητήριο της αίρεσης σε όλη την Εκκλησία, και η απομάκρυνση από αυτούς δεν αποτελεί σχίσμα, αλλά υπεράσπιση της Εκκλησίας ενάντια στην αίρεση.
Βλέπε: 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως – «… Οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι.»
Αυτός είναι ο κανόνας που επικαλούνται όσοι αποτειχίστηκαν από την αίρεση, αυτός είναι ο κανόνας που προστατεύει τους ιερείς και τους πιστούς - που επιθυμούν να παραμείνουν ορθόδοξοι μέχρι την τελευταία τους πνοή, προς σωτηρία της ψυχής τους - από την πτώση των επισκόπων, και νομιμοποιούν των χωρισμό από αυτούς, όταν [αυτοί] πέφτουν σε αίρεση. Ο Κανόνας μας εξηγεί πολύ καθαρά και το ζήτημα της Χάριτος, όταν μας λέει ότι, αποτειχιζόμεθα από ψευδοεπίσκοπους και ψευδοδιδάσκαλους.
Τι σημαίνει αυτό αγαπητά αδέλφια; […] Πώς και δεν είναι πια πραγματικοί επίσκοποι; Διότι δεν έχουν, πλέον, την Χάρη. Από πότε δεν έχουν, πλέον, την Χάρη; «ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΕΩΣ», δηλαδή, όταν εκπέσανε του διακονήματος όπως [και] ο Ιούδας εξέπεσε του διακονήματος του αποστόλου, όταν ενώθηκε με την αίρεση.
Ο ίδιος ο Κανόνας που τεκμηριώνει την αποτείχιση όσων την αποτόλμησαν, αποδεικνύει – για όσους έχουν μάτια να βλέπουν - ότι ο αιρετικός και προ καταδίκης [ακόμα] είναι άνευ Χάριτος. Βέβαια, μεταξύ των αποτειχισμένων υπάρχουν κάποιοι που εναντιώνονται στο Ευαγγέλιο και στους Αγίους, επιδιώκοντας οπωσδήποτε να ενταχθούν σ’ εκείνη την κατηγορία [ανθρώπων] για την οποία ο Σωτήρας μας έλεγε: «…ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν (Λουκ. 8,10), «…Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ… ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἀντιπίπτετε,…» (Πράξεις, 7, 51), που δεν κατανοούν, ότι αν τα πράγματα είναι έτσι όπως αυτοί υποστηρίζουν, και οι αιρετικοί Οικουμενιστές από τους οποίους αποτειχίστηκαν/αμε έχουν ακόμα Χάρη, αυτό σημαίνει, ότι εφόσον την έχουν μπορούν και να την δώσουν, κι’ εφόσον μπορούν να την δώσουν, μπορούν και να τη πάρουν, τουτέστιν όλοι εμείς είμεθα καθηρημένοι από τους υβριστές του Θεού, από τους αιρετικούς ψεύτες... Με άλλα λόγια: το ψεύδος νίκησε την Αλήθεια, ο Βελίαρ νίκησε τον Χριστό και το σκότος νίκησε το Φως. Αυτό σημαίνουν, κατά βάθος, τα λεγόμενα όσων υποστηρίζουν, ότι οι μη καταδικασμένοι αιρετικοί έχουν Χάρη. Εννοείται, ότι αυτή είναι αποκλειστικά δική τους γνώμη, ενώ εμείς ακολουθούμε τους Αγίους και λέμε, ότι όλα όσα προέρχονται από τους αιρετικούς είναι σιχαμερά και τα αρνούμεθα.
Για να τεκμηριώσουμε για ακόμα μια φορά, όσα έχουμε δηλώσει, φέρνουμε ενώπιον των αδελφών που αρέσκονται να διαβάζουν, τον Κανόνα του Αγίου Κυπριανού της Καρθαγένης, που διατυπώθηκε το έτος 258 μ.Χ., πριν από τις Οικουμενικές Συνόδους, και που αναγνωρίστηκε από τρεις Οικουμενικές Συνόδους: τον Α΄ Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, τον Α΄ Κανόνα της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου και τον Β΄ Κανόνα της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Εφόσον, λοιπόν, αυτός ο Κανόνας αναγνωρίστηκε οικουμενικά εν συνόδω, είναι πλέον οικουμενικός Κανόνας από την στιγμή της αναγνωρίσεως του, σύμφωνα με το Πηδάλιον, στην εισαγωγή περί Κανόνων, σελ. 24, στην έκδοση του 2007, από τις Εκδόσεις Credinţa Strămoşeaşcă (Ρουμανία).
«Ἐν κοινοβουλίῳ ὄντες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀνέγνωμεν γράμματα ἀφ’ ὑμῶν σταλέντα περὶ τῶν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς δοκούντων βεβαπτίσθαι, ἐρχομένων πρὸς τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἥτις ἐστὶν μία, ἐν ᾗ βαπτιζόμεθα καὶ ἀναγεννώμεθα. Περὶ ὧν καὶ πεποίθαμεν, καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς ἐκεῖνα πράττοντας, τὴν στερρότητα τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας κανόνος κρατεῖν. Ὅμως ἐπεὶ συγκοινωνοὶ ἡμῶν ἐστε καὶ ζητῆσαι περὶ τούτου διὰ τὴν κοινὴν ἀγάπην ἠθελήσατε, οὐ πρόσφατον γνώμην, οὐδὲ νῦν ἡδρασμένην προσφέρομεν, ἀλλὰ τὴν πάλαι ὑπὸ τῶν προγενεστέρων ἡμῶν μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ ἐπιμελείας δεδοκιμασμένην, καὶ ὑφ’ ἡμῶν παρατηρηθεῖσαν, κοινούμεθα ὑμῖν καὶ συζεύγνυμεν, τοῦτο καὶ νῦν χειροτονοῦντες, ὅπερ διὰ παντὸς ἰσχυρῶς καὶ ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος. Γέγραπται γάρ· Ἐμὲ ἐγκατέλιπον, πηγὴν ὕδατος ζῶντος, καὶ ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, τοὺς μὴ δυναμένους ὕδωρ συσχεῖν. Καὶ πάλιν, ἡ ἁγία Γραφὴ προμηνύουσα λέγει· Ἀπὸ ὕδατος ἀλλοτρίου ἀπέχεσθε καὶ ἀπὸ πηγῆς ἀλλοτρίας μὴ πίητε. Δεῖ δὲ καθαρίζεσθαι καὶ ἁγιάζεσθαι τὸ ὕδωρ πρῶτον ὑπὸ τοῦ ἱερέως, ἵνα δυνηθῇ τῷ ἰδίῳ βαπτίσματι τὰς ἁμαρτίας τοῦ βαπτιζομένου ἀνθρώπου ἀποσμῆξαι. Διά τε Ἰεζεκιήλ τοῦ προφήτου λέγει Κύριος· Καί ῥαντίσω ὑμᾶς καθαρῷ ὕδατι καὶ καθαριῶ ὑμᾶς, καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινὴν, καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ὑμῖν. Πῶς δὲ δύναται καθαρίσαι καὶ ἁγιάσαι ὕδωρ ὁ ἀκάθαρτος ὢν αὐτὸς, καὶ παρ’ ᾧ Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔστι, λέγοντος τοῦ Κυρίου ἐν τοῖς Ἀριθμοῖς· Καὶ πάντων ὧν ἅψεται ὁ ἀκάθαρτος, ἀκάθαρτα ἔσται; Πῶς βαπτίζων δύναται ἄλλῳ δοῦναι ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ὁ μὴ δυνηθεὶς τὰ ἴδια ἁμαρτήματα ἔξω τῆς ἐκκλησίας ἀποθέσθαι; Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἐρώτησις, ἡ ἐν τῷ βαπτίσματι γενομένη, μάρτυς ἐστὶ τῆς ἀληθείας· λέγοντες γὰρ τῷ ἐξεταζομένῳ· Πιστεύεις αἰώνιον ζωὴν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαμβάνειν; οὐκ ἄλλο τι λέγομεν, εἰ μὴ ὅ,τι ἐν τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ δοθῆναι δύναται. Παρὰ δὲ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν. Καὶ διὰ τοῦτο οἱ τῶν αἱρετικῶν συνήγοροι ἢ τὴν ἐπερώτησιν ἐναλλάξαι ὀφείλουσιν ἢ τὴν ἀλήθειαν ἐκδικῆσαι, εἰμή τι αὐτοῖς καὶ τὴν ἐκκλησίαν προσνέμουσιν, οὓς βάπτισμα ἔχειν διαβεβαιοῦνται. Ἀνάγκη δέ ἐστι καὶ χρίεσθαι τὸν βεβαπτισμένον, ἵνα, λαβὼν χρῖσμα, μέτοχος γένηται Χριστοῦ· ἁγιάσαι δὲ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε ἐκκλησίαν· ὅθεν οὐ δύναται χρίσμα τὸ παράπαν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι. Πρόδηλον γάρ ἐστιν ἡμῖν, μηδαμῶς δύνασθαι παρ’ ἐκείνοις ἁγιάζεσθαι ἔλαιον εἰς εὐχαριστίαν. Εἰδέναι γὰρ καὶ μὴ ἀγνοεῖν ὀφείλομεν, ὅτι γέγραπται· Ἔλαιον ἁμαρτωλοῦ μὴ λιπανάτω τὴν κεφαλήν μου· ὃ δὴ καὶ πάλαι ἐμήνυσε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν ψαλμοῖς. Μήπως, ἐξιχνιασθείς τις καὶ ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ πλανηθείς, παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, τοῖς τοῦ Χριστοῦ ἀντιπάλοις, χρισθῇ. Πῶς δὲ εὔξεται ὑπὲρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχὶ ἱερεύς, ἀλλ’ ἱερόσυλος καὶ ἁμαρτωλός, λεγούσης τῆς Γραφῆς, ὅτι Ὁ Θεὸς ἁμαρτωλῶν οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει; Διὰ τῆς ἁγίας ἐκκλησίας νοοῦμεν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· τίς δὲ δύναται δοῦναι, ὅπερ αὐτὸς οὐκ ἔχει; ἢ πῶς δύναται πνευματικὰ ἐργάζεσθαι ὁ ἀποβαλὼν Πνεῦμα ἅγιον; Διὰ τοῦτο καὶ ἀνανεοῦσθαι ὀφείλει ὁ πρὸς τὴν ἐκκλησίαν ἐρχόμενος, ἵνα ἔσω διὰ τῶν ἁγίων ἁγιασθῇ, γέγραπται γὰρ ὅτι· Ἅγιοι ἔσεσθε, καθὼς ἐγὼ ἅγιός εἰμι, λέγει Κύριος· ἵνα καὶ ὁ πλάνῃ βουκοληθεὶς ἐν τῷ ἀληθεῖ καὶ ἐκκλησιαστικῷ βαπτίσματι καὶ αὐτὸς τοῦτο ἀποδύσηται, ὅστις πρὸς Θεὸν ἐρχόμενος ἄνθρωπος καὶ ἱερέα ἐπιζητῶν, ἐν πλάνῃ εὑρεθείς, ἱεροσύλῳ προσέπεσε. Δοκιμάζειν γάρ ἐστι τὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν βάπτισμα, τὸ συνευδοκεῖν τοῖς ὑπ’ ἐκείνων βεβαπτισμένοις. Οὐ γὰρ δύναται ἐν μέρει ὑπερισχύειν· εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυε καὶ ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι· εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι, ἔξω ὤν, Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τὸν ἐρχόμενον βαπτίσαι, ἑνὸς ὄντος τοῦ βαπτίσματος καὶ ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ μιᾶς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης· καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὑπ’ αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καὶ κενὰ ὑπάρχοντα, πάντα ἐστὶν ἀδόκιμα. Οὐ γὰρ δύναταί τι δεκτὸν καὶ αἱρετὸν εἶναι παρὰ τῷ Θεῷ τῶν ὑπ’ ἐκείνων γινομένων, οὓς ὁ Κύριος πολεμίους καὶ ἀντιπάλους αὐτοῦ λέγει ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις· Ὁ μὴ ὢν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει. Καὶ ὁ μακάριος Ἀπόστολος Ἰωάννης, ἐντολὰς Κυρίου τηρῶν, ἐν τῇ ἐπιστολῆ προέγραψεν· Ἠκούσατε, ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν δὲ ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν, ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν. Ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ’ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν. Ὅθεν καὶ ἡμεῖς συνιέναι ὀφείλομεν καὶ νοεῖν, ὡς οἱ ἐχθροὶ Κυρίου καὶ οἱ ἀντίχριστοι ὠνομασμένοι, δυνατοὶ οὐκ εἶεν χάριν δοῦναι τῷ Κυρίῳ. Καὶ διὰ τοῦτο ἡμεῖς οἱ σὺν Κυρίῳ ὄντες καὶ ἑνότητα Κυρίου κρατοῦντες καὶ κατὰ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ χορηγούμενοι, τὴν ἱερατείαν αὐτοῦ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ λειτουργοῦντες, ὅσα οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, τουτέστι πολέμιοι καὶ ἀντίχριστοι, ποιοῦσιν ἀποδοκιμάσαι καὶ ἀποποιῆσαι καὶ ἀπορρίψαι καὶ ὡς βέβηλα ἔχειν ὀφείλομεν. Καὶ τοῖς ἀπὸ πλάνης καὶ στρεβλότητος ἐρχομένοις, ἐπὶ γνώσει τῆς ἀληθινῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς πίστεως, δοῦναι καθόλου θείας δυνάμεως μυστήριον, ἑνότητός τε, καὶ πίστεως, καὶ ἀληθείας».(Αντιγραφή του Κανόνος από το Ιερό Πηδάλιο στην ελληνική έκδοση).
ΕΡΜΗΝΕΊΑ [Ζωναρά, Βαλσαμώνος] (σ.μ.-ιδίας μετάφραση)
«Πολλές αποδείξεις φέρνει αυτός ο κανόνας στο ότι το βάπτισμα των σχισματικών δεν είναι αποδεκτό. Και οφείλουν αυτοί να ξαναβαπτιστούν όταν επιστρέφουν στην ορθόδοξη, καθολική Εκκλησία. 1. Ενώ οι αιρετικοί και οι σχισματικοί βρίσκομενοι εκτός της καθολικής Εκκλησίας, ούτε Βάπτισμα έχουν κατ’ επέκταση. 2. Το ύδωρ του Βαπτίσματος οφείλει πρώτα να καθαριστεί και να αγιαστεί μέσω των προσευχών του ιερέα και με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, έπειτα να καθαρίσει και να αγιάσει αυτόν που βαπτίζεται μέσα σ' αυτό, όμως οι αιρετικοί και οι σχισματικοί δεν είναι ιερείς. Είναι ξεθαρρεμένοι ιεροκάπηλοι, όχι καθαροί αλλά ακάθαρτοι, όχι άγιοι αλλά σαν όσους δεν έχουν Θεία Χάρη. Δηλαδή, ούτε βάπτισμα έχουν. 3. Διότι με το Βάπτισμα μέσα στην Καθολική Εκκλησία, δίδεται άφεση των αμαρτιών, ενώ με το Βάπτισμα των αιρετικών και των σχισματικών, όντας αυτοί εκτός της Καθολικής Εκκλησίας, πῶς θα μπορούσε να δοθεί άφεση των αμαρτιών; 4. Μέτα από το βάπτισμα, ο βαπτιζόμενος πρέπει να μυρωθεί με το Άγιο και Μεγάλο Μύρο, που είχε αγιαστεί με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Ενώ ο αιρετικός μη έχοντας Άγιο Πνεύμα, όντας χωρισμένος από Αυτό, [και] από την καθολική Εκκλησία, για την αίρεση και για το σχίσμα (την αποστασία) του, πως μπορεί να αγιάζει τοιούτο το Μύρο; 5. Ο ιερέας πρέπει να προσευχηθεί στον Θεό για την σωτηρία του βαπτιζομένου, ενώ ο αιρετικός και ο σχισματικός, όντας ιεροκάπηλος και αμαρτωλός (όχι τόσο για τα πραχθέντα, όσο για την αίρεσή και το σχίσμα του, που είναι το μεγαλύτερο αμάρτημα απ’ όλα), πως θα μπορούσε να έχει παρρησία ενώπιον του Θεού, όταν το Ευαγγέλιο λέει: Διότι τους αμαρτωλούς ο Θεός δεν τους ακούει. 6. Διότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό από τον Θεό το βάπτισμα των αιρετικών και των σχισματικών, επειδή εκείνοι είναι εχθροί του Θεού, που ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ονομάζει αντίχριστους. Για όλα αυτά και πολλά άλλα, ο παρών κανόνας προστάζει εν ακριβεία να βαπτίζοναι όλοι οι αιρετικοί και σχισματικοί. Επιπλέον δε, επισημαίνουμε ότι αυτός ο λογισμός σε σχέση με το απαράδεκτο του βαπτίσματος από αιρετικούς και σχισματικούς, δεν είναι καινούργιος, δηλαδή των Πατέρων τούτης της Συνόδου, αλλά παλιός, που είχε μελετηθεί από τους προγενέστερους (τουτέστιν από τον καιρό του Αγριπίνου, επισκόπου Καρταγένης, όπως και αναφέρεται στα προλεγόμενα αυτής της Συνόδου, που είχε προλάβει ακόμα και τους διαδόχους των ίδιων των Αποστόλων)`. Αυτός ο λογισμός σε λεπτομέρεια και εν ακριβεία είναι απόλυτα ενωμένος με τους αποστολικούς κανόνες 46, 47, 68. Και δεν είναι ότι ο κανόνας αυτός αποστρέφεται το βάπτισμα των αιρετικών και σχισματικών μόνο συλλογικά, αλλά και ξεχωριστά ο κάθε ένας από τους 84 Πατέρες αυτής της συνόδου, με ξεχωριστή εργασία (…ό υπόμνημα), δηλαδή με 84 αποφάσεις το αποστρέφονται [το βάπτισμα των αιρετικών και σχισματικών].»
Ιδού, αγαπητά αδέλφια, τι λένε οι άγιοι και όχι εμείς οι αμαρτωλοί, αλλά οι άγιοι. […] ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΟΝΤΑΣ ΕΚΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΊΑΣ ΚΑΙ ΟΛΑ [ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ] ΕΙΝΑΙ ΜΗ ΑΠΟΔΕΚΤΑ ΚΑΙ ΜΑΓΑΡΙΣΜΕΝΑ Εκτός αυτών, αγαπητά αδέλφια, μέτρησα κάποιους 1237 Άγιους Πατέρες από τρεις Οικουμενικές Συνόδους […] που ομόφωνα λένε: «ΜΑΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ – ΕΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ - ΟΤΙ ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΟΝΤΑΣ ΕΚΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΚΑΙ ΟΣΑ ΑΥΤΟΙ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ ΕΙΝΑΙ ΜΗ ΑΠΟΔΕΚΤΑ ΚΑΙ ΜΑΓΑΡΙΣΜΕΝΑ.
Είναι λυπηρό όταν δεις ότι υπάρχουν ακόμα ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί που δίνοντας αυτή τη μάχη για την υπεράσπιση της ορθής πίστης αποκλίνουν από τη γραμμή των αγίων και εφεύρουν τα δικά τους παραμύθια […]
Μέσα στην αθλιότητα μου αναρωτιέμαι πόσοι από εμάς θα είχαμε σηκωθεί αν δεν θα υπήρχε αυτός ο 15ος κανόνας; Πόσοι από εμάς θα είχαν καταλάβει ότι στην ουσία οι οικουμενιστές είναι ένοχοι, πρωτίστως, επειδή κηρύττουν άλλο ευαγγέλιο και ότι, στην ουσία, πίπτουν κάτω από το ανάθεμα που έδωσε ο Άγιος Απόστολος Παύλος και δεν θα χρειαζόταν ούτε ένας Κανόνας και καμμία Σύνοδος, για να αποκοπείς από αυτούς, αρκούντως του γεγονότος, ότι κηρύττουν άλλο ευαγγέλιο. Πῶς το κάνουν αυτό; Με το που συμφώνησαν στην Κρήτη, ότι μπορούν να τελεστούν μικτοί γάμοι και ότι όσοι είναι εκτός Εκκλησίας είναι, επίσης, εκκλησία.
Αυτά τα φαινομενικά ασήμαντα πράγματα, είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Εκκλησία και για την ορθή πίστη, διότι πίσω τους φέρουν [όλο] το δηλητήριο. Συγκεκριμένα, το ότι στην Κρήτη αποφασίστηκε, πως ο ορθόδοξος μπορεί να στεφανωθεί με τον παπικό αιρετικό φερ’ ειπείν, δεν αφορά μόνο το μυστήριο του γάμου […], σημαίνει, ότι αναγνωρίζεται το βάπτισμα του αιρετικού και κατ’ επέκταση αναγνωρίζεται η ιερωσύνη αυτών που τέλεσαν το ψευδοβάπτισμα. Αναγνωρίζεις, με άλλα λόγια, μυστήρια στους μεγαλύτερους αιρετικούς όλων των εποχών και το ακόμα σοβαρότερο, τους αναγνωρίζεις ως Εκκλησία, γεγονός που σε ταυτίζει με την αίρεσή τους, το filioque.
Τι σημαίνει η αίρεση του filioque; Σημαίνει ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, όπως λανθασμένα και αντι-Ευαγγελικά υποστηρίζουν οι Παπικοί. Εμείς γνωρίζουμε από το Ευαγγέλιο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και όχι και εκ του Υιού: «ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος, ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ·» (Ιωάννη, 15, 26).
Το να συμφωνείς, ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, σε κάνει κήρυκα ενός άλλου ευαγγελίου και σε τοποθετεί κάτω από το ανάθεμα του Αγίου Απόστολου Παύλου: «Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω.» (Γαλ. 1,8).
Οι συνέπειες, όσων περιγράψαμε παραπάνω, για τους Οικουμενιστές, αυτών δηλαδή που θεωρούν εκκλησία και τους αιρετικούς της Δύσεως, είναι ότι προσχωρήσαντες στην αίρεση τους, εκπίπτουν της Χάριτος και δεν μπορούν να αγιάζουν πια τίποτε, δεν μπορούν να αγιάζουν πρωτίστως, επειδή είναι αναθεματισμένοι από τον Απόστολο Παύλο, δευτερευόντως δε, επειδή έγιναν συμμέτοχοι μιας καταδικασμένης, από τας Συνόδους των Αγίων, Μεγάλου Φωτίου και Γρηγορίου Παλαμά, αίρεσης, και τρίτον, επειδή προσκυνούν ξένον θεό.
Θα σταθούμε λίγο στο γεγονός, ότι προσκυνάνε κάλπικο θεό σαν μαρτυρία για την απώλεια της Χάριτος, ώστε να καταλάβουμε καλύτερα, τί συμβαίνει όταν ενώνεσαι με την αίρεση. Στην παραπάνω αναφερθείσα ευαγγελική περικοπή βλέπουμε ξεκάθαρα πως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αποκαλεί το Άγιο Πνεύμα ως Πνεύμα Αληθείας και μπορούμε κάλλιστα να καταλάβουμε, ότι ποτέ ο έχων ψευδές δόγμα δεν θα μπορεί επ’ ουδενί να ενωθεί με αυτό το Πνεύμα της Αληθείας, επειδή απλούστατα ο αιρετικός δεν βρίσκεται στην Αλήθεια.
Όταν ένας Οικουμενιστής ψευδό-ιερέας ή ψευδό-επίσκοπος που θέλει δε θέλει είναι ενωμένος με την αίρεση του filioque, εφόσον αποδέχεται τα μυστήρια των παπικών, κάθεται μπροστά στην Αγία Τράπεζα και σηκώνει τα χέρια ζητώντας το Άγιο Πνεύμα, [στην ουσία] ζητάει με την λανθασμένη πίστη του εκείνο το πνεύμα που πορεύεται και εκ του Υιού, το οποίο δεν είναι το Άγιο Πνεύμα, αλλά ένα ξένο και σιχαμερό πνεύμα που το Ευαγγέλιο μας δεν το ευαγγελίζεται. Εκείνο το ξένο πνεύμα ουδέποτε θα μπορέσει να λειτουργεί κάτι το ιερό διότι το ίδιο δεν είναι ιερό αλλά μαγαρισμένο, δεν είναι θεός αλλά δαίμονας κατά τον Άγιο προφήτη Δαβίδ: «… Πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια» (Ψαλμ. 95, 5)` ουδέποτε αυτό το ξένο πνεύμα θα μπορέσει να μετουσιώσει το ψωμί σε Σώμα και το κρασί σε Αίμα, γιατί αυτό είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, του Πνεύματος της Αληθείας.
Είναι εύκολα κατανόητο, αδέλφια μου, ότι η Εκκλησία είναι πλήρης Χάριτος, όμως η Εκκλησία είναι μόνο εκεί που υπάρχει [η] Αλήθεια. «…ἥτις ἐστὶν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας. (Α'Τιμ. 3,15), τουτέστιν ο καταδικασμένος/μη καταδικασμένος αιρετικός, μόνος εκβαλλόμενος από την Εκκλησία δια της αίρεσής του, δεν δύναται πλέον να συνεργαστεί με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που βρίσκεται μόνο στην Εκκλησία.
Με πικρία παρατήρησα, ότι μέσω διαδικτύου προβάλλονται φρονήματα αντίθετα των Αγίων, μαρτυρίες σύγχρονων Αγίων που ερμηνεύονται λάθος, τάχα πως υποστηρίζουν την ύπαρξη Χάριτος στους μη καταδικασμένους Οικουμενιστές αιρετικούς. Έχουμε αποδείξει, βάσει των Γραφών και των Κανόνων, ότι τα πράγματα είναι αλλιώς και ο αιρετικός χάνει την επαφή με τη Χάρη από τη στιγμή της πτώσεώς του. Αν θέλετε, αδέλφια, είναι και λογικό, σκεφτείτε τον κλέφτη και αναρωτηθείτε: από πότε είναι κλέφτης από τη στιγμή που διαπράττει την κλεψιά ή από τη στιγμή που τον καταδικάζει ένα δικαστήριο; Εννοείται, ότι από τη στιγμή που έκλεψε. Και αναρωτηθείτε και το άλλο: τι θα συμβεί μ’ αυτόν τον κλέφτη, εάν αμέσως μετά τη πράξη του έρχεται ο Κύριος να κρίνει τον κόσμο, πως θα τον δεχτεί ο Κύριος; Ως κλέφτη ή ως δίκαιο, αφού δεν θα είχε προλάβει να τον καταδικάσει κάποιο δικαστήριο; Είναι ξεκάθαρο, αδέλφια, ότι αυτός θα κριθεί ως κλέφτης διότι ο Κύριος όλα τα βλέπει και εκείνος αθέτησε την εντολή. Το ίδιο και με τον αιρετικό.
[…]
Αυτό που διαφεύγει των αδελφών που βρίσκουν μυστήρια στους αιρετικούς Οικουμενιστές είναι, ότι οι Άγιοι ουδέποτε είχαν διαφωνήσει με τους προγενέστερους Άγιους, και όσο κι’ αν ψάξουν να βρουν Άγιο αντίθετο με συνοδικές αποφάσεις και Κανόνες, δεν θα το καταφέρουν. Αυτό είναι το Πατερικό πνεύμα. Εάν θα είχε κατανοηθεί καλά αυτό το πράγμα, οι μαρτυρίες των σύγχρονων Αγίων δεν θα είχαν χρησιμοποιηθεί με λάθος τρόπο, και ούτε εκείνη η υποσημείωση που είχε προσθέσει ο Άγιος Νικόδημος στον τρίτο Αποστολικό κανόνα, που λέει:
«Πρέπει να ηξεύρωμεν, ότι τα επιτίμια οπού διορίζουν οι Κανόνες, ήγουν το, καθαιρείσθω, το, αφοριζέσθω, και το ανάθεμα έστω. Αυτά, κατά την γραμματικήν τέχνην, είναι γ'· προσώπου προστακτικτού, μη παρόντος. Εις το οποίον δια να μεταδοθή η προσταγή αύτη, εξ ανάγκης χρειάζεται να ήναι β'.πρόσωπον παρόν. Το εξηγώ καλλιώτερα. Οι Κανόνες προστάζουσι την σύνοδον των ζώντων Επισκόπων, να καθαίρουν τους ιερείς, ή να αφορίζουν, ή να αναθεματίζουν τους λαϊκούς, οπού παραβαίνουν τους κανόνας. Όμως αν η σύνοδος δεν ενεργήση εμπράκτως την καθαίρεσιν των ιερέων, ή τον αφορισμόν, ή αναθεματισμόν των λαϊκών, οι ιερείς αυτοί και οι λαϊκοί ούτε καθηρημένοι είναι ενεργεία, ούτε αφορισμένοι ή αναθεματισμένοι. Υπόδικοι όμως, εδώ μεν εις την καθαίρεσιν και αφορισμόν ή αναθεματισμόν, εκεί δε εις την θείαν δίκην. Καθώς και όταν ένας Βασιλεύς προστάξη τον δούλον του νά δείρει έναν άλλον, οπού του έσφαλεν, εάν ο προσταχθείς δούλος δεν ενεργήση του Βασιλέως την προσταγήν, άδαρτος έμεινεν εκείνος οπού έσφαλεν εις τον Βασιλέα, υπόδικος όμως εις τον δαρμόν. Όθεν σφάλλουσι μεγάλως εκείνοι οι ανόητοι όπου λέγουσιν, ότι εις τους παρόντας καιρούς όλοι οι παρά κανόνας χειροτονηθέντες ιερωμένοι, είναι ενεργεία καθηρημένοι. Ιεροκατήγορος γλώσσα είναι εκείνη οπού ανοήτως τα τοιαύτα λόγια φλυαρεί, μη νοούσα, ότι, η προσταγή των Κανόνων, χωρίς την έμπρακτον ενέργειαν του β΄ προσώπου, ήτοι της συνόδου, είναι ατέλεστος, αμέσως και προ κρίσεως μη ενεργούσα καθ΄ εαυτήν. Αυτοί οι ίδιοι Θείοι Απόστολοι φανερά εξηγούσι τον εαυτόν τους με τον μς'· Κανόνα τους, επειδή δεν λέγουσι, πως ήδη ευθύς ενεργεία ευρίσκεται καθηρημένος, όποιος Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος δεχθή το των αιρετικών βάπτισμα, αλλά καθαιρείσθαι προστάζομεν, ήγουν να παρασταθή εις κρίσιν, και αν αποδειχθή πως τούτο έκαμε, τότε ας γυμνωθή με την εδικήν σας απόφασιν από την ιερωσύνην, τούτο προστάσσομεν.» (σελ.5) »
Αυτή είναι η υποσημείωση του Αγίου Νικοδήμου όπου βλέπουμε καθαρά, ότι ο Άγιος δεν αναφέρεται επ’ ουδενί στους φανερά αιρετικούς, αλλά μιλάει για την παραβίαση κανόνων που δύναται να πράττουν οι επίσκοποι και οι ιερείς. Η τοποθέτηση: «…sta de faţă la judecată, şi de se va dovedi că a făcut acesta…» (…να έλθουν ενώπιο δικαστηρίου και εφόσον αποδειχθεί, ότι διέπραξε τούτο… – σ.μ.)
Στην περίπτωση την δική μας, όμως, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, διότι η «γυμνή τη κεφαλή» αίρεση, πολύ περισσότερο εν συνόδω, δεν χρειάζεται επιπλέον αποδείξεις, εφόσον έχει κηρυχτεί δημόσια και ακούστηκε από όλον τον κόσμο. Αυτός είναι ο ένας λόγος που δεν λαμβάνουμε ως θεμελιώδη αυτή την υποσημείωση.
Ένας άλλος λόγος που δεν δεχόμαστε μια υποσημείωση ως θεμελιώδη, είναι επειδή εκπροσωπεί την άποψη ενός μόνο αγίου, και η άποψη ενός μόνο αγίου δεν δύναται να αντιτεθεί στις απόψεις πολλών Αγίων που έχουν αποφασίσει Συνοδικά, Οικουμενικά, όπως μαρτυρεί και ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, λέγοντας: «...οι κανόνες δεν εκτίθενται από ένα επίσκοπον, αλλ΄υπό της κοινότητος, και συνόδου των επισκόπων...το καθ΄ ημάς εις εξουσίαν κανόνων ουκ αξιόπιστον».
Πάντως, το πλέον ακατάλληλο επιχείρημα για την ύπαρξη της Χάριτος στους αιρετικούς Οικουμενιστές είναι εκεί που γίνεται αναφορά στον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, που εξηγεί στον Μοτοβίλωφ για τα δώρα του Αγίου Πνεύματος, τα οποία τα λαμβάνει ο άνθρωπος με το Μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος: «… αυτή η χάρις του Βαπτίσματος είναι τόσο μεγάλη και αναγκαία, τόσο ζωοποιός για τον άνθρωπο, ώστε ακόμα και τον αιρετικό άνθρωπο δεν τον εγκαταλείπει μέχρι το θάνατό αυτού…» (σ.μ. – ιδία μετάφραση)
Λέγω, ότι αυτό το επιχείρημα είναι το πλέον ακατάλληλο διότι συγχέει απερίφραστα τα πράγματα, σε σημείο που ντρέπομαι ακόμα και που [κάποιοι] το μεταχειρίστηκαν.
Αγαπητά αδέλφια, σε αυτό το παράδειγμα ο Άγιος μιλάει για την χάρη και το φως που εισέρχεται σε κάθε βαπτισμένο άνθρωπο, για τον οποίο λόγο,το Μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος ονομάζεται και Μυστήριο της Φωτίσεως, ενώ ο προσφάτως βαπτισμένος ονομάζεται νεόφυτος ή νεοφώτιστος. Αυτό το φως του Βαπτίσματος δεν σβήνει ποτέ, δύναται μόνο να καλυφθεί από τα αμαρτήματα και τις αιρέσεις στις οποίες πίπτει ο άνθρωπος στην διάρκεια της ζωής του. Για τούτο τον λόγο, όταν ένας βαπτισμένος άνθρωπος πέφτει σε κάποια αίρεση, αλλά επανέρχεται στην ζωή και επιστρέφει στην μάνα Εκκλησία, δεν αναβαπτίζεται, διότι έχει το φως του βαπτίσματος μέσα του πού θέλει μόνο να αναδειχθεί ξανά στην επιφάνεια. Αυτό επιτυγχάνεται με την ορθόδοξη ομολογία και μύρωμα με το Μεγάλο Άγιον Μύρο, ώστε ο παροδικά αιρετικός [μετανοημένος, πλέον – σ.μ.], να λάβει και πάλι το Σφράγισμα της Δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, που είχε φύγει απ’ αυτόν όταν εξέπεσε της Αληθείας.
Όμως, αγαπητά αδέλφια, όταν εμείς λέμε ότι ο αιρετικός δεν έχει Χάρη και Μυστήρια, αναφερόμαστε στο γεγονός, ότι μέσω της αλλοτριωμένης χειροτονίας του, ψευδή δηλαδή, δεν μπορεί να ενωθεί με τη Χάρη, αφού η χειροτονία του δεν είναι πια ενεργή, το λέμε αυτό σε ομοφωνία με όλους τους Αγίους. Δεν λέμε, ότι δεν έχουν το φως εκ του βαπτίσματος, λέμε, όμως, ότι το έχουν σκεπάσει με την αίρεση και ότι το ίδιο το φως αυτό θα τους καταδικάσει εν τέλει, εφόσον δεν επιστρέφουν. Να μη συγχέουμε τα πράγματα, τα Μυστήρια δεν αγιάζονται με το φως που λάβαμε στο βάπτισμα, αλλά με την Χάρη της Ιερωσύνης, γι’ αυτό και χειροτονείται ένας βαπτισμένος άνθρωπος, άξιος να φέρει τη Χάρη της Ιερωσύνης.
Ιδού τι ζητάει ο επίσκοπος από τον Θεό όταν χειροτονεί κάποιον ιερέα:
«Η Θεία Χάρις, ἡ πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα, προχειρίζεται (τὸν δεῖνα) τὸν εὐλαβέστατον Διάκονον εἰς Πρεσβύτερον, εὐξώμεθα οὖν ὑπέρ αὐτοῦ, ἵνα ἔλθῃ ἐπ᾽ αὐτον ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος.» Αυτή είναι η πρώτη προσευχή που γίνεται δια τον μέλλοντα ιερέα, και βλέπουμε ξεκάθαρα, ότι ο επίσκοπος ζητάει να κατέβει επ’ αυτόν η Χάρις, που αν ο υποψήφιος ιερέας θα την είχε ήδη, εκ του βαπτίσματος, η εν λόγω έκκληση θα ήταν περιττή. Τα πράγματα δεν σταματάνε εδώ, για να ολοκληρωθεί η χειροτονία, ο επίσκοπος κάνει επί του υποψηφίου και άλλες δυο προσευχές που έχουν ως κεντρικό σκοπό την λήψη της Χάριτος από τον υποψήφιο: «Ὁ Θεὸς ὁ ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος, ὁ πάσης κτίσεως πρεσβύτατος ὑπάρχων, ὁ τῇ προσηγορίᾳ τοῦ πρεσβυτέρου τιμήσας τοὺς ἐν τῷ βαθμῷ τούτῳ ἀξιωθέντας ἱερουργεῖν τὸν λόγον τὴς ἀληθείας. Αὐτός, Δέσποτα τῶν ἁπάντων, καὶ τοῦτον, ὅν εὐδόκησον ὑποδέξασθαι τὴν μεγάλην ταύτην χάριν τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, καὶ τέλειον ἀνάδειξον δοῦλόν σου, ἐν πᾶσιν εὐαρεστοῦντά σοι, καὶ ἀξίως πολιτευόμενον τῆς δωρηθείσης αὐτῷ, ὑπὸ τῆς σῆς προγνωστικῆς δυνάμεως, μεγάλης ταύτης ἱερατικῆς τιμῆς. «Ὅτι σὸν τὸ κράτος, καὶ σοῦ ἐστιν ἡ Βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»
Και η τελευταία προσευχή: «Ὁ Θεός, ὁ μέγας ἐν δυνάμει, καὶ ἀνεξιχνίαστος ἐν συνέσει, ὁ θαυμαστὸς ἐν βουλαῖς, ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· Αὐτός, Κύριε, καὶ τοῦτον, ὅν εὐδόκησας τὸν τοῦ Πρεσβυτέρου ὑπεισελθεῖν βαθμόν, πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς· ἵνα γένηται ἄξιος παρεστάναι ἀμέμπτως τῷ Θυσιαστηρίῷ σου, κηρύσσειν τὸ Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας σου, ἱερουργεῖν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας σου, προσεφέρειν σοι δῶρα καὶ θυσίας πνευματικάς, ἀνακαινίζειν τὸν Λαόν σου δία τῆς τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας· ὅπως καὶ αὐτός, ὑπαντήσας ἐν τῇ Δευτέρᾳ ἐπιδημία τοῦ μεγάλου Θεοῦ, καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, δέξηται τὸν μισθὸν τῆς ἀγαθῆς οἰκονομίας τοῦ οἰκείου Τάγματος, ἐν τῶ πλήθει τῆς ἀγαθότητός σου. Ὅτι ηὐλόγηται καὶ δεδόξασται τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομά σου, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Όπως έχουμε προαναφέρει, είναι πολύ ξεκάθαρο, ότι η Χάρη της Ιερωσύνης είναι κάτι διαφορικό από το φως που λαμβάνει ο άνθρωπος στο βάπτισμα. Περισσότερη συζήτηση γι’ αυτό το θέμα είναι περιττή. […]
Κάπως σχετικό με τα παραπάνω είναι και η πολύ λανθασμένη γνώμη για την αθώα γριούλα που βρίσκεται σε άγνοια. Με αυτή την γνώμη υποστηρίζεται, ότι ο Θεός τάχα, στέλνει την Χάρη, για να αγιάζει τα Τίμια Δώρα για την πίστη αυτής της γριούλας, που δεν ξέρει τίποτα, και η καημένη δεν φταίει για ό,τι έχουν κάνει ο επίσκοπος ή ο ιερέας της. Κατ’ επέκταση, εφόσον δεν γνωρίζει, δεν είναι ένοχη για συνέργεια σε αίρεση και επιπλέον κοινωνάει με τα Άγια Μυστήρια, ανεξαρτήτως ποιος τα λειτουργεί.
Αγαπητά εν Χριστώ αδέλφια, εφόσον η ορθή πίστη εκείνης της γριούλας φέρνει την Χάρη, ώστε να αγιάζονται τα Τίμια Δώρα, ρωτάμε εμείς, οι ανάξιοι: ποιος ο ρόλος μας μπροστά στην Αγία Τράπεζα, πια; Διότι εάν είναι έτσι, η μυστηριακή ιερωσύνη δεν έχει νόημα, φθάνει οι πιστοί να βάλουν πάνω στην Αγία Τράπεζα ψωμί και κρασί, και ευθύς ο Θεός στέλνει την Χάρη, και έτοιμη η Θεία Λειτουργία. Δεν είναι, όμως, έτσι, αγαπητά αδέλφια, ο Θεός ευλόγησε να επιλεγούν κάποιοι από εμάς για να τελούν αυτό το μεγάλο Μυστήριο, όπως είδατε να λέγεται στις προσευχές από την ακολουθία της χειροτονίας, ενώ αυτός που θέλει να εργάζεται με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, πρώτα-πρώτα πρέπει να προσκυνάει τον Αληθινό Θεό, απ’ όπου, σύμφωνα με το αληθινό Ευαγγέλιο, εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα, με άλλα λόγια, ο λειτουργός είναι αυτός που πρέπει να έχει ορθή πίστη. Έπειτα, το πώς προσεγγίζουν οι άλλοι – με καθαρή καρδιά ή με πονηριά - θα αποτελέσει το κριτήριο για το αν μεταλάβουν προς σωτηρίαν ή προς κατάκριμα.
Με αυτά έληξε και άλλη νέο-προβαλλόμενη τρέλλα που λέει, ότι ο αιρετικός αγιάζει τάχα τα Τίμια Δώρα προς κατάκριμα του και προς κατάκριμα εκείνου που κοινωνεί εν γνώσει, ενώ για τον ανίδεο, η κοινωνία αυτή είναι τάχα προς σωτηρία.
Δεν δύναται να λειτουργείς την Αλήθεια, παρά μόνον εάν είσαι στην Αλήθεια, δεν δύναται, όντας αιρετικός που βλασφημεί το Άγιο Πνεύμα, να μπορείς να αγιάζεις οτιδήποτε.
Αυτό το μαρτυράει και ο Κύριος στο δικό Του Ευαγγέλιο: «… οὐδὲ δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν. (Ματθ. 7,18)
Όπως προανέφερα, ο Κύριος φρόντισε να αποκαλύψει τα πάντα, μόνο που πρέπει να αγαπάς τον Κύριο, για να μπορείς να ακούσεις την φωνή Του. Και να που με τη απέραντη καλοσύνη Του, ο Κύριος έχει περιγράψει στο Ευαγγέλιο, τι συμβαίνει με όσους Του εναντιώνονται ή Τον απαρνηθούν, εκούσια ή ακούσια, εν γνώσει ή εν αγνοία και λέει ο Κύριος: «Οὐαὶ τῷ κόσμῳ ἀπὸ τῶν σκανδάλων· ἀνάγκη γάρ ἐστιν ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα· πλὴν οὐαὶ τῶν ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ τὸ σκάνδαλον ἔρχεται.» (Ματθ. 18,7) – αυτά αφορούν τους αιρεσιάρχες, τους ιδρυτές των αιρέσεων: τον Άρειο, τον Νεστόριο, και στην περίπτωση της παν-αίρεσης του Οικουμενισμού, όλους τους εκφραστές της, διότι εδώ ένοχος δεν είναι μόνο ο Βαρθολομαίος, αλλά όλοι οι επίσκοποι που σκορπάνε το δηλητήριο. Εκτός από τους αιρεσιάρχες έχουμε και όλους τους άλλους που κοινωνούν με την αίρεση και είναι αιρετικοί, που είτε κοινωνούν εν γνώσει (ιερείς και λαϊκοί), είτε εν αγνοία (η γριούλα). Και γι’ αυτούς έχει μιλήσει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο Του, λέγοντας: ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς· ὁ δὲ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ ἄξια πληγῶν, δαρήσεται ὀλίγας. παντὶ δὲ ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρ᾿ αὐτοῦ, καὶ ᾧ παρέθεντο πολύ, περισσότερον αἰτήσουσιν αὐτόν. (Λουκ.12, 47-48 ).
Τέλος, υπενθυμίζουμε τα λόγια του Αγίου Μάξιμου του Ομολογητοῦ: «Εάν ο Χριστός δεν ομολογείται σωστά, τότε η κοινωνία μαζί Του και όσων Τον ομολογούν ορθόδοξα είναι αδύνατη, διότι αυτός που δεν Τον ομολογεί σωστά, δηλαδή σύμφωνα με την Παράδοση, τίθεται εκτός Χριστού.» Και λέει πάλι ο Άγιος: «Εκεί που δεν υπάρχει η Αλήθεια και η κληρονομιά, (παρακαταθήκη), της Ομολογίας της Πίστεως, δεν υπάρχει καμμία καθολική Εκκλησία και κατ’ επέκταση, ούτε Ιερωσύνη, ούτε Βάπτισμα, ούτε Μυστήρια.» (ιδίας μετάφραση – σ.μ.)
Τα λόγια αυτά γράφτηκαν προς Δόξαν Θεού και προς σωτηρία όλων όσων αναζητούν την Αλήθεια, όπως αυτή μαρτυρείται στο Ιερό Ευαγγέλιο, στους Ιερούς Κανόνες και από τους Αγίους Πατέρες, ότι οι αιρετικοί [δηλαδή] – καταδικασμένοι ή μη καταδικασμένοι –, όντας εκτός της [Μίας] Καθολικής Εκκλησίας, με τη Χάρη δεν μπορούν πια να συνεργάζονται. (ιδίας υπογράμμιση – σ.μ.)
Του Θεού η αιώνια δόξα και η δύναμη. Αμήν.
Ιοάν, ιερέας ελέου Θεού
μετάφραση κειμένου:
Συλβάνα Δεπούντη