Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

Φίλης: Κίνδυνοι φονταμενταλισμών από την απόφαση του ΣτΕ

του Νίκου Φίλη
Kαι με τη δεύτερη απόφασή του το ΣτΕ νομολογεί ότι το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να είναι ομολογιακό, να απευθύνεται και κατ` ουσίαν να κατηχεί τους ορθόδοξους μαθητές. Το ανώτατο δικαστήριο, απέρριψε τα νέα προγράμματα των θρησκευτικών γιατί κατά τη γνώμη του αντιβαίνουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Στην προηγούμενη μάλιστα απόφασή του είχε προχωρήσει σε αναλυτική θεολογική και παιδαγωγική απόρριψη των προγραμμάτων. Να θυμίσουμε ότι με τα νέα προγράμματα των θρησκευτικών είχε συμφωνήσει η Ιεραρχία τον Ιούνιο του 2017, ενώ η κατάρτισή τους ήταν αποτέλεσμα εργασίας θεολόγων και παιδαγωγών υπό την ευθύνη τού κατά νόμο υπεύθυνου οργάνου, του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Το ανώτατο δικαστήριο δηλαδή, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό του ρόλο Οικουμενικής Συνόδου, μοιάζει να εγκαλεί και την ίδια την Εκκλησία ως προς την προσήλωσή της στην Ορθοδοξία! Και την ίδια ώρα καταργεί και το ΙΕΠ!
Η απόφαση του ΣτΕ μας πηγαίνει στη σκοτεινή δεκαετία του `50. Γι` αυτό ερμηνεύει την επιταγή του ισχύοντος Συντάγματος του 1975 ότι σκοπός της εκπαίδευσης, μεταξύ άλλων, είναι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, πισωγυρίζοντας στο Σύνταγμα του 1952, σύμφωνα με το οποίο η θρησκευτική εκπαίδευση βασίζεται στις «αρχές του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Όπως διδάσκουν οι μεγάλοι Έλληνες συνταγματολόγοι, με πρώτο τον Αριστόβουλο Μάνεση, η θρησκευτική συνείδηση αναφέρεται στο ενδιάθετο φρόνημα για το θείο και δεν περιορίζεται στο ένα ή άλλο δόγμα. Άλλωστε, στο ίδιο άρθρο 16 παρ.2 του ισχύοντος Συντάγματος αναφέρεται ότι τελικώς σκοπός της εκπαίδευσης «είναι η διάπλαση ελεύθερων πολιτών». Είναι σημάδι των καιρών ότι το ΣτΕ αντί να προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα, ανάμεσα στα οποία είναι και η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, αντί να υπερασπίζεται το Σύνταγμα, εκδίδει αποφάσεις που το παραβιάζουν.
Τα νέα προγράμματα θρησκευτικών ανταποκρίνονται στη νέα κοινωνική πραγματικότητα, στην πολυπολιτισμική- πολυθρησκευτική σύνθεση πολλών σχολείων, αλλά και στις αναζητήσεις και την πολύμορφη αντίληψη των πολιτών, ακόμη και γι` αυτήν την έννοια της Ορθοδοξίας. Η απόφαση γυρνάει την πλάτη στην κοινωνία και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για εκ νέου παλινδρόμηση σε μορφές ορθοδοξισμού – ζηλωτισμού σε συνάρτηση με την αναβίωση των εθνικισμών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Με την απόφαση δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα στην εκπαίδευση, προκαλούνται προβλήματα συνείδησης και από τα πράγματα θα οδηγηθούμε στη μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών σε προαιρετικό. Σε αυτή μάλιστα την περίπτωση εκπρόσωποι και άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων θα ζητήσουν να έχουν με δική τους ευθύνη μάθημα ομολογιακό για τα δικά τους παιδιά που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία. Έτσι π.χ. οι χιλιάδες Μουσουλμάνοι που ζουν στην Αττική θα διεκδικήσουν την κορανική διδασκαλία για τα παιδιά τους. Προφανώς η κάθε θρησκευτική κοινότητα θα αξιώσει να διορίζει αυτή τους θεολόγους ή τους ιεροδιδάσκαλους και έτσι θα βρεθούμε μπροστά στο ενδεχόμενο επικίνδυνων κατακερματισμών μέσα στο μαθητικό πληθυσμό με την υπόθαλψη θρησκευτικών φονταμενταλισμών και τελικά στην αλλοίωση του σκοπού του δημόσιου σχολείου.
Η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών με ανοικτό και διαθρησκειακό τρόπο, με έμφαση βεβαίως στην πολιτιστική ορθοδοξία, είναι προϋπόθεση για ένα σύγχρονο και δημοκρατικό σχολείο, προκειμένου οι μαθητές να αντιλαμβάνονται τις επιδράσεις των θρησκειών στο σύγχρονο κόσμο και να προσεγγίζουν το ανεκτικό μήνυμά τους, χωρίς να παγιδεύονται από θρησκόληπτες και πολεμοκάπηλες παραφθορές.
Προσυπογράφω τον πρόσφατο σχολιασμό της απόφασης του ΣτΕ από τον μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμο ότι «τα σχολεία δεν χρειάζονται ούτε κατηχητές, ούτε απολογητές». Και συνεχίζει: «Χρειάζονται εμπνευσμένους καθηγητές, επιστήμονες θεολόγους που θα διδάσκουν ένα μάθημα γνώσης, ένα μάθημα πολιτισμού σύμφωνα με τα επιστημονικά και παιδαγωγικά πρότυπα, ένα μάθημα ως μια άσκηση αγάπης με τα μάτια στραμμένα στον κόσμο, όχι στον εαυτό μας». Προσυπογράφω, επίσης, την αποστροφή του προς την υπουργό Παιδείας την οποία καλεί να πάρει αποφάσεις για το μάθημα των θρησκευτικών, «αναλογιζόμενη όχι τις επόμενες εκλογές αλλά την επόμενη γενιά»
Ο Νίκος Φίλης τομεάρχης Παιδείας και βουλευτής Α΄ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗ: Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ (ΙΔ' ΜΕΡΟΣ)




Ο Γρηγόριος Ευστρατιάδης (1864-1950) υπήρξε νομικός, εκδότης και βουλευτής. 

Επί σειρά ετών υπήρξε εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας ''ΣΚΡΙΠ'' της Αθήνας. 

Το ''ΣΚΡΙΠ'' αμέσως μετά την ημερολογιακή καινοτομία του 1924 τάχθηκε 

κατά του συνόλου των νεωτερισμών, που εισήγαγαν στο σώμα της Εκκλησίας 

ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης. 

Φιλοξενούσε 

στις σελίδες του το σύνολο σχεδόν των ανακοινώσεων της ''Ελληνικής Εκκλησιαστικής Κοινότητας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών'', 

δημοσίευε

 -με εμπεριστατωμένα ρεπορτάζ- όλες τις ειδήσεις για τις διώξεις των χιλιάδων αποτειχισμένων ''Παλαιοημερολογιτών'' 

και παρουσίαζε άρθρα αντινεωτεριστικά και κατά της κίνησης για την ''Ένωση των Εκκλησιών'', 

όπως ονομαζόταν τότε η οικουμενική κίνηση. 

Το βιβλίο του ''Η Πραγματική Αλήθεια περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου'' δημοσιεύθηκε 

υπό την μορφή 

συνεχιζόμενων άρθρων τον Μάρτιο του 1928 και αποτέλεσε

 μια εμπεριστατωμένη δημοσιογραφική και θεολογική εργασία για το ημερολογιακό σχίσμα. 

Το περισσότερο -ίσως- ενδιαφέρον 

στο βιβλίο αυτό παρουσιάζει το γεγονός, 

ότι επιχειρήθηκε η προσέγγιση των δρώμενων της ημερολογιακής καινοτομίας 

και

μέσα από το πληροφοριακό φάσμα της δημοσιογραφίας και εύλογα η επικαιρότητα ζωντανεύει ιδεατά 

στα ''πέτρινα'' αυτά χρόνια του Μεσοπολέμου, προσφέροντας στον αναγνώστη διαδραστικά τον επίκαιρο και ζωντανό παλμό των γεγονότων!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος




ΙΔ' Μέρος


Εις το χθεσινόν άρθρον υποπέσαμεν εις μίαν σύγχυσιν ημερομηνιών εκ πλάνης και έχομεν την υποχρέωσιν να την διευκρινήσωμεν, πριν συνεχίσωμεν το σημερινόν άρθρον. Πρόκειται περί της ημερομηνίας, ην φέρει το δημοσιευθέν χθες υπ' αριθ. 70 έγγραφον του Μ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην. Το έγγραφον φέρει ημερομηνίαν 21/3 Ιανουαρίου 1924. Εξ επιστολής όμως ενός ''ορθοδόξου'', παρακολουθούντος την σειράν των άρθρων μας και εφιστώντος την προσοχήν ημών επί της ημερομηνίας ταύτης, αποσταλείσης δε ημίν χθες, δύναται να εξαχθή, ότι η ανωτέρω ημερομηνία 21/3 Ιανουαρίου είναι ενδεχομένως κατά το νέον ημερολόγιον (πολιτικόν). 


Ήτοι εγράφη την 3 Ιανουαρίου 1924 (ήτις συνέπιπτε με την 21 Δ/βρίου 1923). Επομένως, αφού η απόφασις της Ιεραρχίας της Ελλάδος περί της προσαρμογής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου προς το Πολιτικόν (νέον) εγένετο την 27 Δ/βρίου 1923 κατά το νέον ημερολόγιον, το έγγραφον του Αρχιεπισκόπου Αθηνών προς τον Οικουμ. Πατριάρχην θα εστάλη πράγματι μετά την λήψιν αποφάσεως υπό της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας και διά τούτο, ομιλεί περί ειλημμένης ήδη αποφάσεως αυτής. 


Πάντως η σύγχυσις προέρχεται εκ του ότι, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών δεν εδημοσίευσεν -άγνωστον διατι- εις το Εκκλησιαστικόν περιοδικόν ''Εκκλησία'' το έγγραφόν του τούτον, ούτε αλλού, ούτε το παρουσίασεν στην Ιεραρχίαν, ενώ εις το περιοδικόν ''Εκκλησία'' εδημοσίευσε τα άλλα ανταλαγένεια έγγραφα, και δη την απάντησιν του Οικουμενικού Πατριάρχου εις το ανωτέρω έγγραφον του Αρχιεπισκόπου Αθηνών. 


Εδημοσίευσεν απλώς ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και διά της εγκυκλίου του και δι' άλλων εντύπων, ότι έγραψε προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και προς πάσας τας Αυτοκεφάλους Εκκλησίας, προτείνων συγκρότησιν νέας διασκέψεως. Ενώ, ως φαίνεται εκ του ανωτέρω εγγράφου, η πρότασις περί διασκέψεως είναι δευτερεύουσα. Το έγγραφον δε εστάλη κυρίως και πρωτίστως, ίνα δηλώση, ότι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Ελλάδος έλαβεν ήδη την απόφασιν να προσαρμόση το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον προς το Πολιτικόν και συγχόνως να προτείνη, ως μέσην λύσιν, αυτήν ην και απεδέχθη η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, δηλαδή να εφαρμοσθή μεν το Εκκλησιαστικόν, να μείνει δε μόνον το Πάσχα και αι εξ' αυτού κινηταί εορταί κατά το Παλαιόν Ημερολόγιον. 


Πάντως είναι ανεπίδεκτον αμφιβολίας και αμφισβητήσεως, ότι ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δεν διεβίβασεν πιστώς την απόφασιν της Ιεραρχίας της Ελλάδος (ήτις εξήρτησε την αφομοίωσιν του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου προς το Πολιτικόν, εκ της συνεννοήσεως και της αποδοχής όλων των Εκκλησιών) και την απόφασιν αυτήν της Ιεραρχίας δεν ετήρησεν, αλλ' εν ονόματι αυτής, εφήρμοσε μονομερώς, μόνον μετά του Οικουμ. Πατριαρχείου, άνευ της συγκαταθέσεως των λοιπών Εκκλησιών το νέον Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον, υπερβάς ούτω τα όρια της εντολής του. Εις τω ανωτέρω υπ' αριθ. 70 έγγραφον του Αρχιεπισκόπου Αθηνών προς το Οικουμ. Πατριαρχείον, τούτο απήντησε διά του υπ. αριθ. 221 εγγράφου, φέροντος ημερομηνίαν 28 Ιανουαρίου 1924, όπερ έχει ως εξής: 



Αριθ. Πρωτ. 221. 


Μακαριώτατε, 


Ληφθείσα μετά της προσηκούσης  ανεγνώσθη προσοχής, η από 3 λήγοντος μηνός επιστολή της Υμετέρας Μακαριότητος, εν η ανακοινοί την υπό της Ιεράς  Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ληφθείσαν απόφασιν και διατυπωθείσαν πρότασιν και παράκλησιν περί του ημερολογίου. Η Αδελφή Εκκλησία της Ελλάδος γιγνώσκει ήδη, εξ' όσων εν καιρώ απεστάλησαν αυτή κατά την ανακοίνωσιν των αποφάσεων του Πανορθοδόξου Συνεδρίου, οπόσον η καθ' ημάς Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία εμερίμνησεν ευθύς εξ' αρχής περί της οιον τε, ταχείας διευθετήσεως του ζητήματος του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου χάριν του γενικού συμφέροντος των Ορθοδόξων Εκκλησιών και Λαών΄


μετά την υπό πάντων σχεδόν των Ορθοδόξων Κρατών παραδοχήν εν ταις πολιτικαίς και κοινωνικαίς σχέσεσι, του εν χρήσει παρά τους λοιπούς πεπολιτισμένους Λαούς νέου Ημερολογίου και, πως διά την επείγουσαν ανάγκην συνήργησε μεν εν τω Πανορθοδόξω Συνεδρίου, υπέρ της εφαρμογής και του εορτολογίου προς το αποδεκτόν γενόμενον νέον ημερολόγιον, απεδέξατο δε και επικύρωσεν όσον γε αφεώρα, εις αυτήν διά τακτικής συνοδικής αποφάσεως, την γνώμην και πρότασιν του Συνεδρίου, ενήργησε δε εγκαίρως και ό,τι ην ανατεθειμένον αυτή προς ταχείαν υπό πασών των αδελφών εκκλησιών γνώσιν των αποφάσεων του Πανορθοδόξου Συνεδρίου και δήλωσιν της επισήμου γνώμης και αυτών διά της εν συμφωνία από κοινού και σύγχρονον εφαρμογήν του νέου ημερολογίου. 


Δυστηχώς, η ορισθείσα έναρξις της εφαρμογής του νέου ημερολογίου κατά την 1ην Οκτωβρίου παρελθόντος έτους απεδείχθη εκ των πραγμάτων ανεπίτευκτος, διά την μη αποπεράτωσιν κατά το μεταξύ διάστημα εν πάσαις ταις αδελφαίς Εκκλησίαις της σχετικής προς το ζήτημα διασκέψεως και αποφάσεως, η και διά την μη υπό πάντων αποδοχήν  των αποφάσεων του Πανορθοδόξου Συνεδρίου. Επειδή όμως, ως και εν τη επιστολή της Υμετέρας Μακαριότητας σημειούται, τυγχάνει δε άλλως τε και ευνόητον΄ 


η επί μακρόν εισέτι παράτασις της νυν ανωμαλίας, της χρήσεως δηλονούν δύο ταυτοχρόνως ημερολογίων παρά τοις ορθοδόξοις Λαοίς, εκτός των εν κοινωνικαίς σχέσεσιν αυξανομένων οσημέραι δυσχερειών, πολλήν αναμφιβόλων και την θρησκευτικήν και την εκκλησιαστικήν ζημίαν συνεπάγεται και απειλεί, η Μετριότης ημών μετά της περί ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου, σπουδαίως και αύθις επί του ημερολογιακού ζητήματος διασκεψάμενοι και εις το δυνατόν εν τη παρούση των πραγμάτων καταστάσει αφορώντες, πρώτον μεν έγνωμεν αποδέξασθαι την υπό της αδελφής Εκκλησίας της Ελλάδος εισηγουμένην γνώμην, περί αποδοχής το γε νυν της αναφερομένης μέσης λύσεως, 


ήτοι της εφαρμογής του νέου, διά πάσας τας ακινήτους εορτάς του ορθοδόξου εορτολογίου, πλην του Πάσχα και των μετ΄αυτού συνεδεμένων κινητών εορτών, μέχρι της οριστικής από κοινής γνώμης και αποφάσεως διευθετήσεως και του ζητήματος του Πασχαλίου, είτα δε και εις την ταχίστην εκτέλεσιν διά την επείγουσαν ήδη πολλαχού ανάγκην, συντελούντες προήχθημεν ορίσας και προτείνομεν προς αποδοχήν, ως ημέραν κοινής υπό πασών των αδελφών Εκκλησιών εφαρμογής του νέου Ημερολογίου την δεκάτην του μηνός Μαρτίου, του αρξαμένου 1924 έτους εισηγούμενοι, 


όπως αύτη εν πάσαις ταις αδελφαίς Ορθοδόξοις Εκκλησίαις λογισθή και ονομασθή και εωρτασθή, ως 23 Μαρτίου του ημετέρου Εορτολογίου, των μεταξύ της 10ης και 23 ακινήτων εορτών, διά το παρόν έτος εορταζομένων κατά τα εν ταις αποφάσεσι του Πανορθοδόξου Συνεδρίου υποδεικνυόμενα. 


Προκειμένου δε περί του Αγίου Πάσχα και των μετ΄αυτού συνδεδεμένων κινητών εορτών, αύται μέχρι της οριστικής και του σημείου τούτου διαρρυθμίσεως ενεκρίναμεν και ημείς, ίνα φυλάττωσι το γε νυν την κατά τα άχρι τούδε Πασχάλιον θέσιν αυτών εν τω εορτολογίω, απλώς αυξανομένων κατά 13 των ημερομηνιών κατά το παλαιόν ημερολόγιον, των υπολελογισμένων ημερών του εορτασμού αυτών και σημειουμένων τοιουτοτρόπως και των κινητών εορτών κατά το νέον ημερολόγιον, προς προφυλακτικήν από της συγχύσεως. 


Ταύτα ουν τα ούτω υφ' ημών συνοδικώς, εξ' αφορμής της προτάσεως και παρακλήσεως της Ιεράς Συνόδου της Ελλάδος εγκριθέντα και αποφασισθέντα, γνωρίζοντες εις απάντησιν διά της παρούσης αδελφικής ημών επιστολής και πληροφορούντες, ότι ταυτοχρόνως, ότι σχετικήν ανακοίνωσιν ποιούμεθα και προς πάσας εν γένει τας αδελφάς Εκκλησίας, παρακαλούμεν την Υμ. Μακαριότητα, όπως το γ' επ' Αυτή, ως οίον τε τάχιστα διά τηλεγραφήματος αυτής γνωρίση ημίν, την γνώμην και την τελειωτικήν συναίνεσιν της αδελφής εκκλησίας της Ελλάδος προς έναρξιν της εφαρμογής από της 10ης του προσεχούς Μαρτίου, 


ου μη ο αλλά και είπου νομίζη πρόσφορον ενεργήση, ίνα και υπό άλλων αδελφών εκκλησιών, όμοια εξενεχθή απόφασις και ταχέως φθάση προς ημάς Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΔΗΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΑΙΣΕΩΣ ΑΥΤΩΝ. Επί τούτοις και αύθις εν Κυρίω κατασπαζόμενοι αυτήν διατελούμεν μετ' αγάπης αδελφικής. 


1924 Ιανουαρίου 28 



της Υμετέρας Σεβάσμιας Μακαριώτητος 


αγαπητός εν Χριστώ αδελφός και όλως πρόθυμος 



+ Ο Κωνσταντινουπόλεως ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ 


Ποία τα συμπεράσματα εκ της απαντήσεως ταύτης του Οικουμενικού Πατριάρχου και, τι ενήργησε μετ' αυτήν ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, θα ίδωμεν εις το επόμενον άρθρον.



Συνεχίζεται 




Εκ του βιβλίου του Γρηγορίου Ευστρατιάδη 
''Η Πραγματική Αλήθεια περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου'',
που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα των Αθηνών ''ΣΚΡΙΠ'', 
την Κυριακή 18 Μαρτίου 1928, 
έτος 32ον, αρ. φύλλου 8.932, σελ. 1η. 
Μεταφορά στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Διατηρήθηκε η Γραμματική τάξη της εποχής με την επέμβαση μόνο σε κάποια αναγκαία σημεία στίξης.