Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ - ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΛΛΑΓΩΝ ΠΡΟΣ ΕΝΟΤΗΤΑ (ΙΔ΄ ΜΕΡΟΣ)



ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΦΙΛΩΤΑ


VIII. Πώς το Ουκρανικό συνδέεται με τον Οικουμενισμό, ποιες οι σχέσεις του με το Κολυμβάρι και ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους απαιτείται η άμεση σύγκληση Πανορθόδοξης Συνόδου


Ορισμένοι εσπευσμένα και άκριτα -θα έλεγα- διατύπωσαν αρνητική κριτική για την υπέρμετρη, όπως θεωρούν, ενασχόληση του αντι-οικουενιστικού μετώπου με το Ουκρανικό σε σχέση με το όντως μείζονος σημασίας πρόβλημα που δημιουργεί η αίρεσις του Οικουμενισμού για το οποίο όμως, σαφώς, δεν υπήρξε και τόσο ζωηρή αντίσταση. Και ενώ, αν δει κανείς έτσι φαινομενικά τα πράγματα στην Εκκλησία θα τους δικαιώσει, ωστόσο με μια βαθύτερη κρίση και μελέτη του θέματος διαπιστώνεται ότι το Ουκρανικό όχι μόνο δεν είναι άσχετο με τον Οικουμενισμό και την Σύνοδο του Κολυμβαρίου αλλά συνδέεται άμεσα και έχει τέτοιες προεκτάσεις στην εδραίωση της παναιρέσεως που αν δεν εκτιμηθεί στα πλαίσια της συνάφειάς του και αν δεν αντιμετωπισθεί συνολικά και άμεσα θα πράξουμε σοβαρό σφάλμα όχι μόνο αποπροσανατολίζοντας την κοινή γνώμη των αγωνιζομένων πιστών αλλά και με συνέπειες να λειτουργήσουμε ως τροχοπέδη στην ανάσχεση της εδραίωσης για την αίρεση του Οικουμενισμού με τραγικό αποτέλεσμα την διεκπεραίωση της ένωσης με τον Παπισμό.
Θεωρούν πολύ επιφανειακά τα πράγματα, όσοι νομίζουν ότι ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ως προκαθήμενος της Νέας Ρώμης θέλει απλώς να υπερισχύσει απέναντι στο Ρωσσικό Πατριαρχείο που έχει τις βλέψεις να γίνει τρίτη Ρώμη. Άραγε πιστεύουν οι ίδιοι όσα ισχυρίζονται; Κρίνουν επιπόλαια τα γεγονότα όταν θεωρούν ότι ο Βαρθολομαίος που είχε αναγνωρίσει άλλοτε στο παρελθόν την καταδίκη των σχισματικών Ουκρανών τώρα ξαφνικά αλλάζει γνώμη συνειδητοποιώντας ότι οι ιεροί κανόνες του παρέχουν το δικαίωμα άρσης ή παραχώρησης αυτοκεφαλίας για τους σχισματικούς για να αντεπεξέλθει στον κίνδυνο εκ των Ρως, καθώς και εκκλήτου σε όλες τις δικαιοδοσίες των άλλων Πατριαρχείων. Τον θεωρούν τόσο αμαθή και αφελή; Επίσης, αν και είναι αληθινή η διάγνωση ότι το Φανάρι κινείται κατ' εξοχήν σε εγκοσμιοκρατική τροχιά ποδηγετούμενη από την εξωτερική πολιτική της Αμερικής και οι εκκλησιαστικές εξελίξεις που έρχονται σε διαχριστιανικό επίπεδο είναι απόρροια γεωπολιτικών εξελίξεων, ωστόσο δεν είναι επαρκής, διότι αυτό είναι αποτέλεσμα εθελούσιας βούλησης των ταγών του Φαναρίου. Γι’ αυτό δεν θα συμφωνήσω με την δήλωση του του Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνα στο Ρωσσικό Κανάλι RT (δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2018) ότι «αυτό το σχέδιο είναι πολιτικό, διότι υποκινήθηκε από τις τωρινές πολιτικές αρχές». Δεν θα μπούμε στην διαδικασία να ρωτήσουμε, αν το αυγό έκανε την κότα ή η κότα το αυγό! Γιατί τότε, σαφώς, θα πρέπει να απαντήσουμε ότι η δυστυχώς η οικουμενιστική κότα έκανε το αυγό του οικομενισμού που εντός ολίγου θα ξεπεταχτεί, αν δεν προσέξουμε, το όρνιο της ένωσης του παπισμού με την Ορθοδοξία, μόνο που σε αυτή την περίπτωση αυτό το μόρφωμα δεν θα αποτελεί πλέον την Ορθοδοξία και θα είναι αργά!
Αν δούμε το θέμα διεξοδικά όλα αυτά τα χρόνια από πατριαρχείας Ιωακείμ του Γ' που ξεκίνησε η προετοιμασία για να φτάσει το εγχείρημα των Οικουμενιστών μέχρι τις αποφάσεις της Κολυμβάριας ψευτοσυνόδου τέθηκαν οι βάσεις με λεχθέντα και πραχθέντα συναντήσεις, κοινές δηλώσεις, συμπροσευχές, λειτουργικές συμπροσευχές, συνδιασκέψεις συμφωνίες και ότι άλλο, σε διαχριστιανικό αλλά και διαθρησκειακό επίπεδο, ώστε να υπάρξει κοινή πορεία προς συναίνεση και με τους παπικούς και τους προτεστάντες και με τους μονοφυσίτες, όχι στην βάση της αποκεκαλυμένης Αληθείας, αλλά εκείνη αλλότριων θεμάτων που αφορούν πανανθρώπινα προβλήματα, των οποίων βέβαια, αν και κανείς δεν αμφισβητεί την σοβαρότητα, ωστόσο δεν ήταν αυτά που έπρεπε να προταθούν για μια επικείμενη ένωση των χριστιανικών αιρετκών ομολογιών, επειδή κυρίως ήταν αποτέλεσμα της αποστασίας του ανθρώπου από την μοναδική Οδό της Θεογνωσίας. Όσον αφορά για το κακό της εθελοθρησκείας και της αίρεσης δηλαδή, δεν έγινε καν προσπάθεια να χτυπηθεί στην ρίζα του με την μετάνοια και την επιστροφή των θρησκειών από τον διαθρησκειακό Οικουμενισμό και των αιρέσεων στον διαχριστιανικό Οικουμενισμό στην Θεογνωσία δια της εξ Αποκαλύψεως Πίστεως και της ερμηνείας της από τους Θεοφώτιστους Πατέρες και τις Άγιες Συνόδους, ούτε από την Ρωσσική Εκκλησία που συμμετείχε στο Π.Σ.Ε και δυστυχώς συνεχίζει τις επαφές της με τον Πάπα. Συνάμα, οι ιστορικές συνθήκες και το πολιτικό πλαίσιο στην μέχρι τώρα ροή της ιστορίας – εννοείται και της εκκλησιαστικής- ευνόησε την ανάπτυξη, εξάπλωση και εδραίωση αιρέσεων του Χριστιανισμού στα κράτη που υιοθέτησαν και την Φραγκοκρατία και το Ισλάμ, δημιουργώντας μορφώματα που δεν ήταν αμιγώς θρησκευτικά αλλά έφεραν και στοιχεία κοσμικών πολιτικο-οικονομικών συστημάτων. Ισχύει, δηλαδή, όντως η γεωπολιτική επίδρασις αλλά αυτή είναι μία συνιστώσα, η οποία δεν αίρει την ευθύνη του εκάστοτε Πατριάρχη και της Συνόδου του Πατριαρχείου για την εκκλησιαστική πολιτική του Φαναρίου, η οποία ως μη ώφειλε εξέπεσε από την Ορθόδοξη εκκλησιολογία του, και όποιου άλλου Πατριαρχείου ή Αρχιεπισκοπής, επειδή πρώτα αποστάτησαν από την φιλοκαλική Παράδοση για την κάθαρση και τον φωτισμό των οποίων είναι άμοιροι οι αρχιερείς, πρωτίστως, του “Οικουμενικού Θρόνου”. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει όσα γράφει ο Πειραιώς Σεραφείμ σε σχετικό άρθρο του; “Τό Οὐκρανικό ζήτημα Ἡ ἀληθής Κανονική θεώρησις. Ἡ Διαπίστωσις. Ἡ Λύσις”, μεταξύ των οποίων εκθέτει και ότι: “οἱ  Εὐρωατλαντισταί ἐπιχειροῦντες νά συμπνίξουν τήν Ρωσσική Ὁμοσπονδία, ἔχουν καταρτίσει σχέδιο ἀποκοπῆς της ἀπό τίς θερμές λεγόμενες θάλασσες, μέ προτεκτοράτα μετά τίς χῶρες τῆς Βαλτικῆς, τίς Μολδαυΐα, Οὐκρανία, Γεωργία καί τό Ἀζερμπαϊτζάν, γεγονός πού «ἀνάγκασε» τήν Ρωσσική Ὁμοσπονδία νά καταλάβει στρατιωτικῶς καί νά «προσαρτίσει» τήν Κριμαία γιά νά ἔχει ἔξοδο διά τῆς Ἀζοφικῆς θαλάσσης, στήν Μεσόγειο καί στά συμφέροντά της στήν Μέση Ἀνατολή. Εἶναι πρόδηλο τό γεγονός ὅτι τό τεράστιο Κράτος τῆς Ρωσσίας, δέν μπορεῖ νά περιοριστεῖ στό λιμάνι τοῦ Ἀρχαγγέλου στόν Ἀρκτικό κύκλο καί τοῦ Βλαδιβοστόκ ἀπέναντι ἀπό τίς Ἰαπωνικές νήσους στόν Εἰρηνικό ὠκεανό. Ἑπομένως στό Οὐκρανικό ζήτημα ἐργαλειοποιήθηκε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τίς κατά καιρούς δηλώσεις κυβερνητικῶν στελεχῶν τῶν ΗΠΑ μέ πρωτιστεύουσα τήν σχετική συγχαρητήρια δήλωσι τοῦ ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν κ. Μάϊκ Πομπέο γιά τήν χορήγησι Αὐτοκεφαλίας στήν λεγομένη «Οὐκρανική Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία» (http://www.skai.gr/news/world/article /394142/apoluti-stirixi-ton-ipa-sto-autokefalo-tis-oukran ikis-ekklisias/), γεγονός πού δέν ἔχει προηγούμενο, γιά μία αὐστηρῶς ἐκκλησιαστική ἐνέργεια νά συγχαίρει ὁ Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν τῶν ΗΠΑ. https://tasthyras.wordpress.com/2019/09/12/τό-οὐκρανικό-ζήτημα-ἡ-ἀληθής-κανονικ/#more-5354 Όμως αυτό δεν τους αμνηστεύει, ούτε και τον ίδιο όταν αυτοαναιρεί τα λεγόμενά του με προηγούμενες συνεντεύξεις. https://romalewfronimati.blogspot.com/2019/09/video.html
Με εκφράζουν, επίσης, όσα επισημαίνει κ. Ἀντώνιος Χαραλάμπης γράφοντας: “Παρακολουθῶ τὸ τελευταῖον ἔτος τὰ περισσότερα δημοσιεύματα Ἱεραρχῶν καὶ θεολόγων διὰ τὸ ζήτημα ποὺ ἀνέκυψεν ὡς μὴ ὤφειλεν εἰς τὴν Οὐκρανίαν. Ὅλα ἠσχολήθησαν ἕως σημείου ἐξαντλήσεως σχεδὸν κάθε πτυχῆς τῆς δογματικῆς, ἐκκλησιολογίας, ἱστορικοκανονικῆς καὶ ἐν γένει τῆς ὅλης θεολογίας ἐπὶ τοῦ ζητήματος. Ἀπουσιάζουν ὅμως ἀπὸ ὅλα δύο βασικὰ στοιχεῖα κομβικὰ διὰ τὸ ὅλον ζήτημα.
Τὸ πρῶτον εἶναι ἡ ἐπικέντρωσις εἰς τὸ μέλλον καὶ
τὸ δεύτερον ἡ ἔλλειψις μιᾶς προφητικῆς φωνῆς”.
Συμμερίζομαι την θλίψιν του καθώς εκφράζει τον βαθύ πόνο του που είναι και πόνος όλων εκείνων που αγωνιούν προσευχόμενοι αντιλαμβανόμενοι τί πραγματικά συμβαίνει στην Εκκλησία: “Μὲ θλίβει τὸ γεγονὸς ὅμως ὅτι οὐδεὶς συγκινεῖται! Ἀπάθεια ἐνώπιον ἑνὸς ἐγκλήματος!”  Και θεωρώ πολύ εύστοχη την παρατατήρησή του την οποία και επιβεβαιώνω: “Ἴσως εὐθύνονται ὅλοι ὅσοι δημοσιεύουν κείμενα, διότι δίδεται ἡ ἐντύπωσις ὅτι τὸ ἔγκλημα εἶναι εἰς βάρος ἑνός… Ἱ. Κανόνος ἢ κατὰ κάποιου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ θέτουν κάποιοι εἰς τὸ ζύγι ἀφ’ ἑνὸς τὸν Κανόνα καὶ ἀφ’ ἑτέρου τὸ Φανάριον καὶ νὰ προτιμοῦν νὰ θυσιάσουν κάποιον «ἄψυχον» Ἱ. Κανόνα παρὰ τὴν ἐπιβίωσιν, ὅπως πονηρῶς προβάλλεται, τῶν ἐνοίκων τοῦ Πατριαρχείου”. Όμως δικαιώνω και το σχόλιο του ιστολογίου “ΑΠΟΤΕΙΧΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ” στο οποίο σημειώνεται “κ. Χαραλάμπη, ἀραδιάζεις ...14 διχασμούς! Ἔθαψες ὅμως κι ἐσὺ τὸν κυριότερο: τὸν Οικουμενιστικό διχασμό!”
 Επίσης συμφωνώ με τον αδελφό Αδαμάντιο Τσακίρογλου σχετικά με τα τρία σημεία που επισημαίνει γράφοντας: “Κανεὶς δὲν ἔχει καταλάβει, ὅμως, ἀπὸ τοὺς τόσους λαλίστατους πάλαι ἀντιοικουμενιστὲς καὶ νῦν ἀντισχισματικοὺς ταγοὺς καὶ ἀκόλουθούς τους, ὅτι τὸ σχίσμα ἦταν σχεδιασμένο ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς οἰκουμενιστὲς γιὰ τρεῖς λόγους:
·         Πρῶτον, γιατί, κατὰ τὸ λαϊκό, πετάει τὴν μπάλλα στὴν ἐξέδρα καὶ ἔτσι οἱ αἱρετικοὶ μποροῦν ἀνενόχλητοι νὰ συνεχίσουν τὴν πορεία τους.
·         Δεύτερον, γιατὶ διχάζει καὶ προκαλεῖ ἀκόμα μεγαλύτερη σύγχυση στὸ ποίμνιο καὶ ἔτσι τὰ αἱρετικὰ μηνύματα ἐπιδροῦν πιὸ εὔκολα.
·         Τρίτον, γιατὶ μέσῳ τῆς πίεσης γιὰ λύση τοῦ σχίσματος θὰ ἀποφασιστοῦν πράγματα ποὺ στὴν πραγματικότητα θὰ διευκολύνουν τὴν αἵρεση.

Μολονότι όλα τα παραπάνω είναι σωστά, όμως υπάρχει κάτι πολύ βαθύτερο. Ποια είναι η πραγματικότητα που δεν επισημαίνεται; Ο λόγος για τον οποίο στήθηκε το Ουκρανικό και πως όχι μόνο προωθεί τον Οικουμενισμό αλλά του δίνει το μοντέλο με το οποίο τελικά θα εδραιωθεί! Το πρόβλημα, επομένως, στο αντι-Οικουμενιστικό μέτωπο είναι ότι δεν βλέπουμε τα πράγματα συνολικά, στην συνάφειά τους και σε βάθος για να ερμηνεύσουμε σωστά τα γεγονότα και να γίνει αποτίμηση μετ' ακριβείας, ώστε να υπάρχει η ιδέα που θα σφυρηλατεί ένα ισχυρό αίσθημα για αγώνα. Ποιος, λοιπόν, είναι αυτός ο βαθύτερος λόγος που συνδέει το Ουκρανικό με τον Οικουμενισμό; Πολύ απλά, το Ουκρανικό είναι ο δίαυλος για να επιτευχθεί η ένωση. Πώς; Βγάζοντας από την μέση το Πατριαρχείο της Ρωσσίας. Η Ρωσσική Εκκλησία, αν και συμμετέχει στο Παγκόσμιο συμβούλιο Εκκλησιών (Π.Σ.Ε) και συνάμα έχει διπλωματικές σχέσεις και με το Βατικανό, τις οποίες δεν αμνηστεύουμε, ωστόσο, επειδή έχει στο σώμα της -μεγάλης σε αριθμό- Ιεραρχείας της και αγίους επισκόπους, καθώς, και έναν λαό που δεν υπάρχει περίπτωση να υποκύψει με το να αποδεχθεί ενότητα με τους παπικούς, όπως έγινε στο παρελθόν και με την λειτουργική μεταρρύθμιση, και δεδομένου ότι γνωρίζει το Φανάρι πως μόνο διπλωματική είναι στα ανοίγματά της η Ρωσσική Εκκλησία και ότι τελικά δεν θέλει να αναγνωρίσει παπικό πρωτείο, καθώς, και ότι θα τους δημιουργήσει πρόβλημα στην ένωση των Ορθοδόξων με τους παπικούς, άλλωστε έδωσε δείγματα με την απουσία της από το Κολυμβάρι, θέλησαν να την πετάξουν έξω από την συνεννόησή τους με τον Πάπα γιατί θα τους χαλούσε τα σχέδια. Έπρεπε όμως να βρουν ένα πρόσχημα, μία αφορμή. Η Ουκρανία ήταν η καλύτερη περίπτωση στο σχέδιό τους, δεδομένου, ότι και η Αμερική θα ήθελε να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το αντίπαλο δέος. Έτσι εξυπηρετήθηκαν θρησκευτικοί και συνάμα γεωπολιτικοί στόχοι που αμφότεροι προωθούνται από την Νέα τάξη.

Σε επίπεδο Εκκλησιών το Φανάρι έκρινε υπερφίαλα ότι χρειαζόταν να υπερισχύσει απέναντι στο Πατριαρχείο της Ρωσσίας υποβαθμίζοντάς το. Έπρεπε, λοιπόν να βρει τον τρόπο. Αφορμή υπήρξε η μη συμμετοχή του Ρωσσικού Πατριαρχείου στην Σύνοδο του 2016 στο Κολυμβάρι. Ενώ μέχρι τότε αναγνώριζε τις ποινές εις βάρος των σχισματικών Εκκλησιαστικών ομάδων της Ουκρανίας εκ μέρους της Ρωσσικής Συνόδου έπειτα από το Κολυμβάρι με την ανάκληση της Πράξεως του Πατριάρχου Διονυσίου του Δ', του 1686, το Φανάρι αίρει πλέον την παραχώρηση της Ουκρανίας στην Ρωσσική Εκκλησία και αυτομάτως θεωρεί ότι το έδαφος της Ουκρανίας είναι κανονική Δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου και τους αρχιερείς της αυτόνομης Ουκρανικής Εκκλησίας υπό τον μητροπολίτη Ονούφριο ως ανήκοντες πλέον στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς, και τους σχισματικούς αρχιερείς που απεκατέστησε το Φανάρι. Μετά το γεγονός αυτό στέλνει πρόσκληση σε όλους τους Αρχιερείς δια επιστολής και τους καλεί να συμμετέχουν στην ενωτική Σύνοδο που έγινε υπό την προεδρία του μητροπολίτη Γαλλίας Εμμανουήλ, όπου παρέστησαν μόνο δύο κανονικοί αρχιερείς της κανονικής Εκκλησίας από τον μητροπολίτη Ονούφριο και, βέβαια, όλοι οι άλλοι οι σχισματικοί αρχιερείς που απεκατέστησε εκ των υστέρων αντικανονικώς και παρανόμως. Αυτό όμως είχε σκοπιμότητα όχι μόνο να μειώσει το Πατριαρχείο της Ρωσσίας αλλά και να εισαγάγει στην Ορθόδοξη Εκκλησία μια μοναρχιακή Εκκλησιολογία, όχι ως πρώτου μεταξύ ίσων, αλλά πρώτου άνευ ίσων που θα έδινε ως μη όφειλε το δικαίωνα ανάκλησης και παραχωρήσεως αυτοκεφαλίας, καθώς, και του εκκλήτου, κάτι που ποτέ στην Παράδοσή της δε είχε. Διότι σχολιάζοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο Πηδάλιο τον Θ΄ Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου σελ. 192-193 «Πηδάλιον» εκδ. Β. Ρηγόπολου, Θεσσαλ. 1998 γράφει: «Ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τάς διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόν ἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ δῆλόν ἐστι ά. διατί ἐν τῇ δ΄. πράξει τῆς ἐν Χαλκηδόνι ταύτης Συνόδου ὁ Κων/νουπόλεως Ἀνατόλιος ἐνεργήσας ὑπερόρια, καί λαβών τήν Τύρον ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν της Φώτιον, καί δούς αὐτήν εἰς τόν Βηρυτοῦ Εὐσέβιον, καί καθελών καί ἀφορίσας τόν Φώτιον, ἐμέμφθη καί ἀπό τούς ἄρχοντας, καί ἀπό ὅλην τήν Σύνοδον διά τοῦτο. Καί ἀγκαλά ἐπροφασίσθη πολλά, μέ ὅλον τοῦτο ὅσα ἐκεῖ ἐνήργησεν, ἀκυρώθησαν ὑπό τῆς Συνόδου, καί ὁ Φώτιος ἐδικαιώθη, καί τάς ἐπισκοπάς τῆς Τύρου ἔλαβε. Διό καί ὁ Ἐφέσου Ἰσαάκ ἔλεγεν εἰς Μιχαήλ τόν πρῶτον τῶν Παλαιολόγων, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἐκτείνει τήν ἐξουσίαν αὐτοῦ ἐπί τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (κατά τόν Παχυμέρην βιβλ. στ’. κεφ. ά)· β’. ὅτι οἱ πολιτικοί καί βασιλικοί νόμοι δέν προσδιορίζουσιν ὅτι ἡ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως μόνον κρίσις καί ἀπόφασις δέν δέχεται ἔκκλητον, ἀλλ΄ ἀορίστως ἑκάστου Πατριάρχου καί τῶν Πατριαρχῶν πληθυντικῶς. Λέγει γάρ Ἰουστινιανός Νεαρά ρκγ΄, ὁ Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως ἐκεῖνα ὁριζέτω, ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς Κανόσι καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου. Καί ὁ σοφός Λέων ἐν τῷ ά. τίτλ. τῆς νομικῆς αὐτοῦ ἐπιτομῆς, λέγει, τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ἀπό ἄλλον, ὡς ἀρχή ὅν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐξ αὐτοῦ γάρ πάντα τά κριτήρια, καί εἰς αὐτό ἀναλύει. Καί ὁ Ἰουστινιανός πάλιν βιβλ. γ. κεφ. β. τῆς συναγωγῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὁ ἁρμόδιος Πατριάρχης ἐξετάσει τήν ψῆφον, μή δεδιώς ἔκκλητον, καί βιβλ. ά. τιτλ. δ΄ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαταγῆς, οὐκ ἐκκαλοῦνται αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι, καί πάλιν βιβλ. ά. τίτλ. δ’. κεφ. κθ΄ κατά τῶν ἀποφάσεων δέ τῶν Πατριαρχῶν, ἐνομοθετήθη ἀπό τούς πρό ἡμῶν Βασιλεῖς νά μή γίνεται ἔκκλητος. Λοιπόν ἀνίσως κατά τούς Βασιλεῖς τούτους, οἵτινες συμφωνοῦσι μέ τούς ἱερούς Κανόνας, αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν πάντων δέν δέχονται ἔκκλητον, ἤτοι δέν ἀναβιβάζονται εἰς ἄλλου Πατριάρχου κριτήριον, πῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως δύναται ταύτας νά ἀνακρίνη; καί ἄν ὁ παρών Κανών τῆς δ΄ ἀλλά καί ιζ΄ αὐτῆς, σκοπόν εἶχε νά ἔχῃ ὁ Κωνσταντινουπόλεως τήν ἔκκλητον τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν, πῶς οἱ Βασιλεῖς ἤθελαν θεσπίσουν ἐκ διαμέτρου ὅλον τό ἐναντίον, εἰς καιρόν ὅπου αὐτοί ἐγίνωσκον ὅτι οἱ μή συμφωνοῦντες τοῖς Κανόσι πολιτικοί νόμοι μένουσιν ἄκυροι; γ΄. ὅτι, ἄν δώσωμεν κατά τούς ἀνωτέρω Παπιστάς ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως κρίνει τούς Πατριάρχας, καί ἀνακρίνει τάς κρίσεις αὐτῶν, ἐπειδή ὁ Κανών δέν κάμνει ἐξαίρεσιν τίνος καί τίνος Πατριάρχου, ἄρα κρίνει ὁ αὐτός καί ἀνακρινεῖ καί τόν Ρώμης, καί οὕτως ἔσται ὁ Κωνσταντινουπόλεως καί πρῶτος καί ἔσχατος καί κοινός κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν καί αὐτοῦ τοῦ Πάπα».

Και αυτό συνήθως που δεν επισημαίνεται επαρκώς από τους διαφόρους αρθρογράφους -με σημαντική εξαίρεση τον Μητροπολίτη Πειραιώς- είναι αν έχει δικαίωμα ο Κωνσταντινουπόλεως να έχει το “ἔκκλητον”, ἤτοι αν έχει το δικαίωμα του κριτηρίου σε δικαιοδοσία άλλου Πατριάρχου. Έγραψε γι' αυτό σχετικά: Τό κρίσιμο ἑπομένως θέμα πού τίθεται ἀπό κανονικῆς ἐπόψεως στό συγκεκριμένο ζήτημα εἶναι ἐάν οἱ ἀποφάσεις τελείας Συνόδου προεδρευομένης ὑπό Πατριάρχου ὡς εἶναι ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶναι ἀνέκκλητες ἤ δύνανται νά ἐκκληθοῦν ἐνώπιον ἄλλης Πατριαρχικῆς Συνόδου. Τό θέμα αὐτό ἀπησχόλησε τήν Οἰκουμενική Ἐκκλησία μετά τήν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς καί τούς κανόνες Αὐτῆς Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ στήν ὁποία μετεῖχαν οἱ Δυτικοί Ἐπίσκοποι καί προήδρευσε ὁ Ὅσιος Κορδούης, συγκροτηθείσης ἐν ταὐτῷ καί Συνόδου τῶν Ἀνατολικῶν Ἐπισκόπων στήν σημερινή Φιλιππούπολη. Πρῶτος ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος ἐπικαλούμενος τούς κανόνες τῆς Σαρδικῆς, ὡς κανόνες δῆθεν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, διεξεδίκησε δικαιώματα ὑπάτου δικαστοῦ ἐπί τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Β. Ἀφρικῆς καί ἀξίωσε τήν ἀποκατάστασι τοῦ καθαιρεθέντος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Sicca Οὐρβανό, πρεσβυτέρου Ἀπιαρίου. Οἱ ἀφρικανοί Ἐπίσκοποι ἀπέκρουσαν διαρρήδην τό ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου καί τοῦ διαδόχου του Βονιφατίου Κελεστίνου Α΄ ἀξιούμενο δικαίωμα ὑπάτου δικαστοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν τους τό 424. Προηγουμένως ἡ ἐν Καρθαγένῃ τοπική σύνοδος μέ τόν ΛΣΤ (31) κανόνα της (κατ’ ἀρίθμησιν «Πηδαλίου»), ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνεται ἀπαράλακτος καί μέ τόν ΡΛΔ (129) κανόνα τῆς ἰδίας Συνόδου νομοθέτησε: «Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι καὶ οἱ λοιποὶ κατώτεροι κληρικοί, ἐν αἷς ἔχουσιν αἰτίαις, ἐὰν τὰ δικαστήρια μέμφωνται τῶν ἰδίων ἐπισκόπων, οἱ γείτονες ἐπίσκοποι ἀκροάσωνται αὐτῶν καί, μετὰ συναινέσεως τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, τὰ μεταξὺ αὐτῶν διαθῶσιν οἱ προσκαλούμενοι παρ’ αὐτῶν ἐπίσκοποι. Διό, εἰ καὶ περὶ αὐτῶν ἔκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μὴ ἐκκαλέσωνται εἰς τὰ πέραν τῆς θαλάσσης δικαστήρια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς πρωτεύοντας τῶν ἰδίων ἐπαρχιῶν, ὡς καὶ περὶ τῶν ἐπισκόπων πολλάκις ὥρισται. Οἱ δὲ πρὸς περαματικὰ δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ οὐδενὸς ἐν τῇ Ἀφρικῇ δεχθῶσιν κοινωνίαν» καί τό ἀπολύτως σημαντικόν εἶναι ὅτι οἱ κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἐπεκυρώθησαν ὁρισμένως καί ὀνομαστικῶς ἀπό τόν Β΄ κανόνα τῆς Ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἁπλῶς δέ ἀπό τόν Α΄ τῆς Δ΄ καί τόν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἑπομένως ἡ Ἀδιαίρετος Ἐκκλησία ἐδέχθη ὅτι τά ὑπό τοῦ Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ κανόνων τῆς Σαρδικῆς, ὁριζόμενα ἀφοροῦσαν εἰδικό προνόμοιο πού ἀπενεμήθη στόν τότε Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, διά τούς ὑπ’ αὐτόν ὑποκειμένους Ἐπισκόπους καί μόνον καί ὄχι ἀνάθεσις ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας σέ αὐτόν. Σχετικά ὁ Ζωναρᾶς λέγει: «Οὔτε οὖν τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου ἐστίν ὁ κανών, οὔτε πάσας τάς ἐκκλήτους ἀνατίθησι αὐτῷ ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ» (Σ.Γ.241), ὁ δέ Βαλσαμών ἀναφέρει: «εἰδικόν γάρ ἐστί τοῦτο εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς ὑποθέσεις τοῦ Πάπα καί κρατεῖν ὀφείλει ἔνθα ἐξεφωνήθη» (Σ.Γ.239). Συνεπῶς ἡ ἀπαίτησις τοῦ τότε Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης γιά προνόμιο ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας ἀπερρίφθη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἔγινε δεκτή ἡ κανονική διάταξι τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης διά τῆς Ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι θά ἀφορίζονται οἱ κληρικοί ἑτέρου ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος πού θά ἐκκαλοῦν ἐνώπιον τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης τάς ὑποθέσεις των. Στήν Ὀρθόδοξο Καθολική Ἐκκλησία ἐπί τῇ βάσει τῶν Ἱ. Κανόνων Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού διακελεύουν: «Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος ἤ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ’ αὐτῷ δικαζέσθω», σέ προσβολή δι’ ἐκκλήτου δέν ὑπόκειται, δηλ. τυγχάνει ἀνέκκλητος ἐκδοθεῖσα καταδικαστική ἀπόφασις ὑπό τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου, συνελθούσης κατ’ ὀρθήν ἐφαρμογή τοῦ ΚΗ΄ἀποστολικοῦ Κανόνος καί τοῦ Δ΄ κανόνος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ὅπως εἶναι ἡ ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἐξάρχου τῆς Διοικήσεως τελοῦσα Γενική Σύνοδος τῶν Μητροπολιτῶν ἤ ἡ ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Πατριάρχου τελοῦσα Σύνοδος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Τόσον ὁ Θ΄ ὅσο καί ὁ ΙΖ΄ Ἱ. Κανόνες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέτουν διαζευκτικό Ἤ στήν ἴδια κανονική πρόβλεψι γιά τόν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καί παρέχουν δυνατότητα ἰσοτίμου προσφυγῆς καί ἑπομένως δέν ἀνιδρύουν οἱ κανόνες γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ὑπερτάτη δικαστική ἁρμοδιότητα καί ἕτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Ἔξαρχος δέ τῆς Διοικήσεως σήμερον εἶναι ὁ Πρόεδρος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Ὁ Βαλσαμών ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκεινται, Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη «ὁ μακαριώτατος πατριάρχης ἐκείνης τῆς διοικήσεως μεταξύ αὐτῶν ἀκροάσθω, κακεῖνα ὁριζέτω ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς κανόσι, καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου», στήν δέ «Ἐπαναγωγή» ΙΑ΄,6(J.G.R. τ Β΄, 260) «Τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ὑφ’ ἑτέρου, ὡς ἀρχή καί αὐτῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων», ὁ δέ Ἱερός καί Μέγας Φώτιος στά «Νομοκανονικά» του Θ, α΄ (Σ.Α. 169) γράφει: «οὔτε γάρ ἐκκαλοῦντο αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι». Κατά ταῦτα ἡ δικαστική κρίσις οἱασδήποτε Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου πού ἀποτελεῖ κατά τό κανονικό μας δίκαιο τελεία Σύνοδο καί ἐκφέρεται μετά ἀπό ἐκδίκασι κανονικῆς ὑποθέσεως τυγχάνει ἀνέκκλητος δυναμένη μόνον νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Π. Παναγιωτάκου «Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Τό ποινικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας» σελ. 836 ἑπ., ΑΘΗΝΑΙ 1962).
  I.        Από την μια, λοιπόν, αφορμή αποπομπής της Ρωσσικής Εκκλησίας υπήρξε η Σύνοδος του Κολυμβαρίου, όπου “κρίθηκε η πιστότητα” των Ρως για την από κοινού κίνηση του Φαναρίου και του Βατικανού με τελικό στόχο το κοινό ποτήριο.  Αυτός είναι ο πρώτος πυλώνας που αφορά το Ουκρανικό θέμα και έχει σχέση με την εξέλιξη του Οικουμενισμού στην Ορθόδοξη Εκκλησία και είναι συνέχεια της Συνόδου Του Κολυμβαρίου κατά την οποία επέβαλε το Οικουμενικό πατριαρχείο τον δεσμευτικό χαρακτήρα για τις αποφάσεις της Συνόδου για όλους τους ορθοδόξους, ακόμη, και για όσους δεν συμμετείχαν.
II.        Ο δεύτερος Πυλώνας που έχει σχέση με το Ουκρανικό θέμα είναι ανύψωση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, εν τοις πράγμασι, σε θεσμό υπερέχοντα εν τη Ορθοδοξία με την δικαιολογία των ιστορικών προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου που εκδηλώθηκε με την ανάκληση παραχώρησης της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας επί της Ουκρανίας από την Ρωσσική Εκκλησία. Επίσης, με την αποδοχή του εκκλήτου για του σχισματικούς αρχιερείς της Ουκρανίας που ήταν καταδικασμένοι αμετάκλητα από το Πατριαρχείο Ρωσσίας τους οποίους δικαίωσε και αποκατέστησε αναρμοδίως όπως αποδείχθηκε χωρίς καμία μετάνοια εκ μέρους τους. Αυτή η προώθηση της υπεροχής του Οικουμενικού Πατριάρχου έναντι των άλλων Πατριαρχών και προκαθημένων στοχεύει στην δημιουργία εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας ενός κέντρου τελικών αποφάσεων που θα διευκολύνει μελλοντικά τις Οικουμενιστικές ενώσεις με τους παπικούς και άλλες ετερόδοξες ομολογίες. Άλλωστε, ο Βαρθολομαίος είναι ταγμένος να φέρει σε πέρας την ένωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον Παπισμό. Γνωρίζοντας όμως από την ιστορία τις προθέσεις των διαφόρων Παπών και τον τρόπο τους στις συνόδους που συνεκάλεσαν αντιλαμβανόμαστε την πρόθεση για υποταγή της Ορθοδοξίας στο Θηρίο που περιγράφει η Αποκάλυψις μαζί με τον Ψευδοπροφήτη που θα συμμαχήσουν. Διαπιστώνεται, μάλιστα, να βιάζεται ο Πατριάρχης, διότι θεωρείται ο πιο ικανός για το εγχείρημα. Γνωρίζουμε όμως πολύ καλά από τα “λεχθέντα και πραχθέντα” του αιρετικού Πατριάρχη ότι όλος ο αγώνας του αποσκοπεί σ' αυτή την περιβόητη ένωση, από την οποία ο Θεός να μας φυλάξει. Ας μην λησμονούμε ότι είναι και σχέδιο των σκοτεινών δυνάμεων και ότι συμμετείχε ο ίδιος στην αποστολή με τον Αθηναγόρα στο Βατικανό.
III.        Ο τρίτος πυλώνας σε σχέση με το Ουκρανικό είναι η εκφρασμένη δημόσια πρόθεση της νέας Ουκρανικής, σχισματικής στην πραγματικότητα, Εκκλησίας που θέλει να αναγνωρίσει η Εκκλησία της Ελλάδος, να έρθει σχεδόν άμεσα χρονικά σε τοπικό διάλογο επί ίσοις όροις με τους Ουνίτες, με την Ουνιτική “Εκκλησία” της Ουκρανίας, ως ήδη διαφαίνεται με σκοπό την μελλοντική ένωση με τους παπικούς. Το γεγονός αυτό, αν συμβεί, θα σημαίνει όχι απλά την αποδοχή ύπαρξης της Ουνίας αλλά την ανάβαθμισή της σε ισότιμη ουσιαστικά “Εκκλησία” και στην πραγματικότητα στο στήσιμο ενός νέου μοντέλου ένωσης των Ορθοδόξων με τους παπικούς. Η αλήθεια αυτή διαπιστώνεται από το ότι “στις 15 Ιουλίου του 2018, ο Πέτρο Ποροσένκο συμμετείχε σε «προσκύνημα» με τους Ουνίτες στην Ζαρβανίτσα και έκανε μπροστά τους τις κάτωθι αποκαλυπτικές δηλώσεις: ενθάρρυνε τους Ουνίτες «να αγωνιστούν και να προσευχηθούν να χορηγηθεί αυτοκεφαλία στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία» και ότι «η αυτοκεφαλία δεν αφορά μόνο τους Ορθοδόξους». Είπε επίσης ότι «η αυτοκεφαλία είναι ένας από τους πυλώνες του Ουκρανικού κράτους, του Ουκρανικού έθνους, της Ουκρανικής εθνικής ασφάλειας και τελικά ολοκλήρου της παγκόσμιας γεωπολιτικής» [ΕΔΩ] και [ΕΔΩ]. Άλλη μία απίστευτη δήλωση είχε κάνει ο Ποροσένκο στις 30 Απριλίου του 2019, όταν είχε επισκεφθεί το ‘Ουκρανικό Καθολικό Πανεπιστήμιο (UCU)’, εκεί όπου σπουδάζουν οι Ουνίτες. Σε έναν από τους ελληνόρυθμους Ουνιτικούς ναούς, ο οποίος βρίσκεται στον χώρο του πανεπιστημίου, ο Ποροσένκο τόνισε ότι «σε αυτήν την εκκλησία κυριαρχεί σίγουρα το Ουκρανικό πνεύμα, η Χριστιανική πίστη του Ουκρανικού έθνους σίγουρα επικρατεί». [ΕΔΩ] Έτσι εξηγείται γιατί έφτιαξαν την OCU με τις δύο σχισματικές ομάδες, αγνοώντας παντελώς την κανονική Εκκλησία στην Ουκρανία· ήθελαν να δημιουργήσουν πρώτα την βάση η οποία θα προσανατολίζεται στην Δύση και στους Ουνίτες. https://tasthyras.wordpress.com/2019/09/30/

Αυτή είναι η σχέση που έχει το Ουκρανικό αυτοκέφαλο με τον Οικουμενισμό και την Σύνοδο του Κολυμβαρίου. Το Ουκρανικό είναι ο δίαυλος για να επιτευχθεί η ένωση αλλά και το μοντέλο της ένωσης του Παπισμού με την Ορθοδοξία. Οι δύο θρησκευτικοί ηγέτες στα πλαίσια της Πανθρησκείας χρειάζονταν την αρωγή της “Νέας Τάξης”, η οποία θέλει τον αποχαρακτηρισμό της Ορθοδοξίας για να προωθήσει έναν θρησκευτικό ηγέτη που θα είναι φορέας του πνεύματος της, στην πραγματικότητα του αντιχρίστου και συνάμα επειδή έχει στα χέρια της το Χρήμα αλλά και τις πολιτικές ηγεσίες τις οποίες μπορεί να ανεβοκατεβάζει αλλά και να προωθεί με τον μαμμωνά είχε την δυνατότητα να βοηθήσει τους δύο θρησκευτικούς ηγέτες. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν με ευσεβοφανή τρόπο όπως περιγράφει ό όσιος Ανατόλιος της Όπτινα χωρίς να το αντιληφθούν τα αφελή πρόβατα. Οι μητροπολίτες και οι ιερείς ομιλούν για κανονικότητα καταστρατηγώντας τους ιερούς κανόνες και προβάλλοντας το ανόητο επιχείρημα ότι: “Ξέρετε δεν γίνεται να αντιταχθούμε σε θεσμικά πρόσωπα και να τα βάλουμε με την πνευματική μας εξουσία, όταν μάλιστα εξαρτόμαστε από αυτούς. Άλλωστε, ένα τέτοιο εγχείρημα έχει και κόστος και οι περισσότεροι έχουμε και οικογένειες”. Και έτσι ο πιστός λαός αγνοεί δεν έχει ιδέα για όσα έχουν γίνει, διότι δεν ενημερώνεται από τον κλήρο στις ενορίες και τις μητροπόλεις. Συνάμα έχοντας το χριστεπώνυμο πλήρωμα την αναφορά στις ενορίες για τα μυστήρια, τις ιεροπραξίες, τις αγιαστικές πράξεις σε ένα πλέγμα σχέσεων κοινωνικοποίησης με επιδράσεις αλλά και εξαρτήσεις δεν είναι εύκολο να αντισταθεί, γι' αυτό και τελικά ο αγώνας έχει μεγάλα ομολογιακά στεφάνια για όσους με το κόστος της ορθής αποτείχισης ,εξ απόψεως Παραδόσεως, αγωνίζονται αληθινά.





ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ

Αγιορειτική τοποθέτηση-εισήγηση σχετικά με την σοβούσα Ουκρανική εκκλησιαστική Κρίση

Γέρων Παΐσιος Καρεώτης και
Μοναχός Επιφάνιος Καψαλιώτης
Το Πανεπιστήμιο του Αγίου Τύχωνος της Μόσχας, εκπαιδευτικό ίδρυμα του Πατριαρχείου Μόσχας (ΠΜ), διοργάνωσε Διορθόδοξο Συνέδριο στις 25-26 Φεβρουαρίου 2019, με θέμα την Ουκρανική εκκλησιαστική κρίση και τις επιπτώσεις της στον Ορθόδοξο Κόσμο. Οι διοργανωτές του συνεδρίου ζήτησαν την δική μας παρουσία, ως αγιορειτών μοναχών, (εν αντιθέσει προς την πάγια τακτική του Πατριαρχείου Κωσταντινουπόλεως (ΠΚ), το οποίο στα πρωτεύουσας σημασίας γεγονότα αγνοεί επιδεικτικά το Άγιον Όρος και δεν ενδιαφέρεται για την γνώμη του, παρά μόνον όταν το συμφέρει), προκειμένου να αναπτύξουμε τις απόψεις και αντιλήψεις μας επί του καυτού εκκλησιαστικού προβλήματος που ανέκυψε. Η αδυναμία, ένεκα πρακτικών και μόνον λόγων, να παραβρεθούμε προσωπικά, δεν εμπόδισε την ανάγνωση της εισηγήσεώς μας (σε ρωσική μετάφραση), η οποία μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του συνεδρίου έτυχε περαιτέρω κυκλοφορίας στις μεγαλύτερες εκκλησιαστικές ρωσικές ιστοσελίδες, αφήνοντας καλές εντυπώσεις. Θα παραθέσουμε το κείμενο της εισηγήσεώς μας, ενώ θα ακολουθήσει και επόμενη συνέχεια με κάποιες τελικές σκέψεις-επισημάνσεις ως προς τα ζητήματα που εγείρονται από την Ουκρανική Κρίση, αναπτύσσοντας κάποια από τα σημεία της εισηγήσεως.

Το κείμενο της εισηγήσεως

Εισαγωγή

Αγαπητοί σύνεδροι τού παρόντος θεολογικού συνεδρίου, από το Άγιον Όρος της πλειάδος των οσίων ασκητών, κάθε εθνικότητας και γλώσσας, σας απευθύνουμε εγκάρδιο χαιρετισμό και ευχές για την επιτυχή διεξαγωγή του.
Θα παρουσιάσουμε, όσο μπορούμε πιο συνοπτικά τον προβληματισμό και τις θέσεις μας ως προς το ουκρανικό εκκλησιαστικό πρόβλημα. Σίγουρα οι λοιποί εισηγητές θα ασχοληθούν με τις διάφορες πλευρές του, ιστορικά, κανονικά κλπ, η δική μας συνεισφορά είναι, θέλουμε να πιστεύουμε, στην εξέταση του προβλήματος ως προς τις βαθύτερες πτυχές του, όχι τόσο ιστορικά όσο θεολογικά. Το ζήτημα από ιστορικής απόψεως, στο μέτρο που έχουμε καταφέρει να παρακολουθήσουμε την σχετική αρθρογραφία, έχει καλυφθεί σχεδόν εξαντλητικά, και από τις δυο πλευρές. Εκάστη παρουσιάζει τα επιχειρήματά της, κάτι που μας οδηγεί γρήγορα-γρήγορα στην πρώτη παρατήρηση: την εκούσια ή και ακούσια αυτονόμηση του προβλήματος στα όρια της εξέτασης από πλευράς Κανονικού Δικαίου, δίχως δηλαδή την αναφορά στις λανθάνουσες θεολογικές προϋποθέσεις που λειτουργούν δίκην θεμελίων, επί του οικοδομήματος των Ιερών Κανόνων, αλλά και των σύγχρονων ερμηνευτικών αντιλήψεων αυτών ακριβώς των θεμελίων. Παρουσιάζονται δηλαδή μπροστά μας δυο προβλήματα.
Αναφορικά ως προς το πρώτο, αρκεί να τονισθεί ότι οι Ιεροί Κανόνες, έχοντας προκύψει ως συμπληρωματικό έργο των Οικουμενικών Συνόδων -που δεν πρέπει να διαφεύγει ότι αποτελούσαν την οργανωμένη προσπάθεια της Εκκλησίας προς υπερνίκησιν των αιρέσεων και των σχισμάτων που αυτές έφερναν- βασίζονται στην πατερική αντίληψη περί του χαρακτήρα της ιερωσύνης, επί της οποίας στηρίζονται επισκοπές, πατριαρχεία και δικαιοδοσίες.
Το δεύτερο πρόβλημα αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, την ανάποδη όψη του πρώτου: η σύγχρονη θεώρηση περί ιερωσύνης, και ότι συνδέεται μ΄ αυτήν, προκύπτει από έρευνα που δεν συνδέεται με την πάγια θεολογική μεθοδολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά υιοθετεί μία ριζικά άλλη οπτική, η οποία λειτουργεί στα πλαίσια της Οικουμενικής καλούμενης Θεολογίας. Είναι γνωστό ότι οι νέοι θεολόγοι, στις χώρες της Δύσης τουλάχιστον, προτρέπονται ν΄ ασχοληθούν με το πολυποίκιλον της Οικουμενικής Θεολογίας, αν θέλουν εξασφαλισμένη καριέρα…
Η ιστορική εξέταση του ουκρανικού ζητήματος, παραβλέπει τα ανωτέρω λεχθέντα κάνοντας αποκλειστικά λόγο για την διαμάχη δύο πρωτείων: Κωνσταντινούπολης και Μόσχας. Δεν είναι η ουσία του ζητήματος αυτή, και όσοι αναλύουν το πρόβλημα κατ΄ αυτόν τον τρόπο, αυτό που επιθυμούν είναι η αποσιώπηση των αληθινών αιτίων και η μετάθεση του προβλήματός σε ανύπαρκτη, ή έστω δευτερεύουσα, βάση.
Η δική μας προσέγγιση επομένως θα επιχειρήσει να φανερώσει αυτό που αποσιωπάται: τα θεολογικά θεμέλια της σημερινής εκκλησιαστικής κακοδαιμονίας, που εξελίχθηκε στα γνωστά γεγονότα της Ουκρανίας.

Νέα Θεολογία και Εκκλησιαστική Κρίση

Η παρούσα φάση της κρίσης ουσιαστικά εκκίνησε με την σύνοδο του Κολυμπαρίου, την άρνηση συμμετοχής 4 εκκλησιών, ανάμεσα στις οποίες ήταν το ΠΜ. Η συγκεκριμένη σύνοδος απετέλεσε την κορύφωση μιας μακράς πορείας, σχεδόν 60 ετών, υπό την σταθερή καθοδήγηση του ΠΚ. Η βασική θεολογική γραμμή των διορθόδοξων συζητήσεων, όπως προκύπτει από τα πρακτικά των προσυνοδικών διασκέψεων, παρέμενε σταθερά στο πλαίσιο που είχε χαραχθεί από τους θεολόγους του ΠΚ, και εδώ εννοούμε τόσο τις συζητήσεις επί θεμάτων ενδορθόδοξου ενδιαφέροντος, όσο και στην συνολική παρουσία της Ορθοδοξίας στον καλούμενο διαχριστιανικό διάλογο και την Οικουμενική Κίνηση, στην οποία ελάμβαναν (και εξακολουθούν να λαμβάνουν) χώρα, οι σχετικές διεργασίες.
Ήδη από το 1959-1960 η εκκλησιαστική πολιτική του ΠΜ, αλλάζοντας θεμελιωδώς κατεύθυνση αποφασίζει την σύνδεση, άνευ όρων, με την Οικουμενική Κίνηση και την κατ΄ εξοχήν θεσμική έκφραση της το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (ΠΣΕ). Η νέα αυτή εξέλιξη μοιραία συνέδεσε το ΠΜ με την ήδη διαμορφωμένη οικουμενική θεολογία του ΠΣΕ, καθώς και την σχετική θεολογική παρουσία του ΠΚ εντός αυτού. Σημαντική παράμετρος μάλιστα στην θεολογική μαρτυρία του ΠΚ, έως και τα τέλη της δεκαετίας του ’60 αποτέλεσαν οι εν Αμερική Ρώσοι διαμένοντες ακαδημαϊκοί, όπως ο Γεώργιος Φλωρόφσκυ (θυμίζουμε: ιδρυτικό μέλος του ΠΣΕ το 1948), και οι μαθητές του, Σμέμαν και Μέγεντορφ, οι οποίοι εξάλλου συνεργάστηκαν, στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου με την αμερικανική πολιτική προπαγάνδα, π.χ. δίνοντας ομιλίες στο πολύ γνωστό «αμαρτωλό» Radio Free Europe (αμερικανικό προπαγανδιστικό ραδιόφωνο, με απ΄ ευθείας χρηματοδότηση απο την CIA).
Με αυτά θέλουμε να τονίσουμε την εξ αρχής προβληματική σχέση ΠΜ και Οικουμενικής Κίνησης, η οποία ως γνωστόν αποτέλεσε και εξακολουθεί ν΄ αποτελεί, αγγλοσαξονική προσπάθεια επιβολής της εκκοσμικευμένης φιλελεύθερης εκδοχής του προτεσταντισμού, όπως διαμορφώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα σε Αγγλία και Αμερική.
Τα πλαίσια σκέψης του Φλωρόφσκυ, χρίζουν ιδιαιτέρας μνείας, καθότι ήταν ο εισηγητής της περίφημης «νεοπατερικής σύνθεσης», σε απόλυτη στοίχιση με την αντίστοιχη παπική εκδοχή της, της Resourcement. Αυτή αποτέλεσε το ευρύτερο θεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύχθηκε η καλούμενη ευχαριστιακή εκκλησιολογία (με παράλληλη σημαντική συνεισφορά ενός άλλου Ρώσου εμιγκρέ, του Nikolay Nikolayevich Afanasyev), που τελικά κυριάρχησε στην ελληνική ακαδημαϊκή θεολογία (τόσο του ΠΚ όσο και της Εκκλησίας της Ελλάδος), και πλέον αποτελεί την καθολικά αναγνωριζόμενη, σε πανορθόδοξο επίπεδο, «ορθόδοξη» εκκλησιολογία. Επί παραδείγματι στον σχεδόν ολοκληρωμένο θεολογικό διάλογο Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής «Εκκλησίας», έχει γίνει αποδεκτό από όλες τις τοπικές ορθόδοξες Εκκλησίες που μετέχουν του διάλογου, η συμφωνημένη “κοινή” πίστη που εδράζεται στην ευχαριστιακή εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία.
Είναι πολύ γνωστό ότι η μετέπειτα συνεισφορά του νυν μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα, μαθητή του Γ. Φλωρόφσκυ, στο πεδίο της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας, ήταν αυτή που την συνέδεσε με το θέμα του επισκοπικού πρωτείου, ως απαραίτητου δομικού στοιχείου αυτής. Θεωρείται μάλιστα ως η κατ΄ εξοχήν θεολογική προσφορά του, η οποία αποτέλεσε και την ορθόδοξη θέση στον διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς που ήδη αναφέραμε. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ο προηγούμενος πάπας Βενέδικτος XVI τον αποκάλεσε ως τον μεγαλύτερο εν ζωή χριστιανό (όχι απλώς ορθόδοξο), θεολόγο. Επί της ουσίας, για τον Ζηζιούλα ο επίσκοπος αυτονομείται από το λοιπό εκκλησιαστικό σώμα, κατέχοντας το αποκλειστικό προνόμιο της μαρτυρίας της πίστεως και της ενότητας της εκκλησίας, όντας αυτός ο μοναδικός σύνδεσμος με τις υπόλοιπες τοπικές εκκλησίες.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η ευχαριστιακή εκκλησιολογία και η συνδεδεμένη μ΄ αυτήν θεολογία του Πρωτείου εδράζεται σε μια νέα οντολογία επί της οποίας θεμελιώνεται και η μεταπατερική σύνθεση (η οποία λειτουργεί ως η νέα θεολογική μεθοδολογία). Αυτή η νέα οντολογία έχει εδρασθεί στην νεώτερη γερμανική φαινομενολογική φιλοσοφία, ιδιαιτέρως στην εκδοχή του Martin Heidegger καθώς και των μαθητών του, οπότε και παράγεται μια εξαμβλωματική νέα Τριαδολογία με έμφαση στο Πρωτείο του Πατρός έναντι των δυο άλλων θεαρχικών Προσώπων, η οποία θεμελιώνει την νέα σχεσιακή (relational) θεολογία του Προσώπου. Εκφεύγει του παρόντος η κριτική θεώρηση επί της -κατ’ ουσίαν- νεοαρειανικής αυτής τριαδολογίας, απλά ν΄ αναφέρουμε ότι η μεταφορά του Πρωτείου του Πατρός από την Τριαδολογία στην εκκλησιολογία, σημαίνει ότι στα πλαίσια της ευχαριστιακής κοινότητας τον ρόλο του Πατρός κατέχει ο επίσκοπος. Σύμφωνα μ΄ αυτήν την θεώρηση προβάλλεται η Εκκλησία ως εικόνα της Αγίας Τριάδος, κάτι παντελώς αμάρτυρο στην πατερική παράδοση, το οποίο όμως παραδόξως συνιστά πλέον ορθόδοξο δόγμα (και ως τέτοιο αναπαράγεται συνεχώς απο θεολόγους και επισκόπους), εφ΄ όσον επικυρώθηκε συνοδικά στην Κρήτη (2016) από τις εκεί συμμετέχουσες εκκλησίες.
Η νέα αυτή θεολογία του πρωτείου και η συναφής μ΄ αυτήν ευχαριστιακή εκκλησιολογία, αποτελεί δυστυχώς την κυρίαρχη θεολογική γραμμή στις θεολογικές σχολές της Ελλάδας, καθώς και σ’ όλες τις θεολογικές σχολές των ορθοδόξων χωρών που έχουν ενταχθεί πολιτικά στη Δύση, δηλαδή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Επίσης, αναφορικά προς το ουκρανικό πρόβλημα, δεν είναι τυχαίο ότι οι θεολόγοι καθηγητές που υποστηρίζουν τον Ζηζιούλα, όλοι ανεξαιρέτως έχουν πάρει το μέρος του Φαναρίου και αναγνωρίζουν την νέα ψευδοεκκλησία της Ουκρανίας, θεμελιώνοντας μάλιστα τα επιχειρήματά τους στο καθολικό πρωτείο της Κωνσταντινούπολης.
Μετά την απαράδεκτη θεολογικά -δήθεν- πανορθοδόξη σύνοδο του Κολυμπαρίου της Κρήτης το 2016, το ΠΚ δια των πλέον επισήμων εκπροσώπων του ανέβασε τους τόνους της συζητήσεως, αναφορικά με το παγκόσμιο έκκλητο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο εδράζεται επί της αναγνώρισης ενός τύπου παγκοσμίου πρωτείου της Κωνσταντινούπολης. Η νέα θεολογία του πρωτείου βρίσκει πλέον την τελική της κατάληξη: τα τοπικά πρωτεία των επισκόπων οδηγούν στην αναγνώριση του καθολικού πρωτείου ενός παγκοσμίου Πρώτου, του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης.
Τελικώς, ένεκα αυτού του πρωτείου οφείλεται:
  1. Η υποταγή όλης της ορθοδόξου διασποράς στην Κωνσταντινούπολη,
  2. Η επέκτασή του επί του εδάφους άλλων αυτοκεφάλων εκκλησιών.
Συνεχείς είναι οι δηλώσεις τού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και πολλών άλλων ιεραρχών τού ΠΚ:
ότι “Η Ορθοδοξία αδυνατεί να υπάρχει άνευ της εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, διότι τότε θα είναι οι τοπικές εκκλησίες ως πρόβατα χωρίς ποιμένα”, ότι: “Η εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ως μήτηρ (sic) δίδει την κανονικότητα των τοπικών εκκλησιών”, ότι: “Η εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως είναι το ορατό σημείο ενότητος της εκκλησίας, γι ̓αυτό και έχει το πανορθόδοξον έκκλητον”.
Φυσικά ο κατάλογος των δηλώσεων περί του ειδικού πρωτείου που κέκτηται το ΠΚ είναι εξαιρετικά μακρύς, αλλά και πολύ γνωστός. Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι η θεολογική σημασία που αποδίδεται στο πρωτείο, δηλαδή δεν είναι μόνον ιστορική, με την ιδιαίτερη ερμηνεία που δίνουν οι θεολόγοι του ΠΚ στους ιερούς Κανόνες. Το ουκρανικό ζήτημα άλλωστε, έδωσε την αφορμή στο ΠΚ να τονίσει ακόμη περισσότερο την φύση του καθολικού πρωτείου που το ίδιο θεωρεί ότι έχει, καθώς και το απορρέον δικαίωμά του να το εφαρμόζει μέσω του εκκλήτου.
Ως αγιορείτες μοναχοί αυτό που θέλουμε είναι η ειρήνευση της Ορθοδοξίας, τώρα μάλιστα που οι προκλήσεις που αυτή αντιμετωπίζει είναι πολλές και μεγάλες. Η συμμετοχή στην Οικουμενική Κίνηση έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι λύση, καθώς άλλωστε κανείς από τους ετεροδόξους συμμετέχοντες στο ΠΣΕ δεν ενδιαφέρεται για επιστροφή σε μια πατερική Ορθοδοξία, αλλά για μία μετανεωτερική ανεκτικότητα πίστεων και παραδόσεων, όπου κανείς δεν αποτελεί την Μια Αγία Αποστολική Εκκλησία, αλλά η κοινωνία εν ετερότητι (ενότης εν ποικιλία), όλων. Η θεολογία του Προσώπου, η αντιασκητική ευχαριστιακή εκκλησιολογία, που θεωρεί την πνευματική άσκηση και την τήρηση των ευαγγελικών εντολών ως «ευσεβισμό» (pietism), αναπτύχθηκαν στα πλαίσια του Οικουμενισμού συνιστώντας την -δήθεν- ορθόδοξη θεολογική μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ τελικά διέβρωσαν τη θεολογία όλων των ορθοδόξων χωρών, παράγοντας στρατιές δυτικόφιλων οικουμενιστών και μια πρωτοφανή σε διάσταση απόκλιση από την πατερική παράδοση και την τάξη που αυτή είχε δώσει στην Εκκλησία. Κωνσταντινούπολη και Ρώμη έχουν ήδη συμφωνήσει σε μια δικαιοδοσιακή συνδιαχείριση, που θα καταστεί εμφανής μετά την ενωτική Οικουμενική Σύνοδο για την οποίαν έχουν μιλήσει και ο νυν Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Βαρθολομαίος όσο και ο πάπας Φραγκίσκος, την οποίαν, οι ίδιοι επιθυμούν να πραγματοποιηθεί το 2025, σε αναφορά προς την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο του 325. Παραδόξως οι πλέον υψηλοί αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης τοποθετούν στην ίδια ημερομηνία την γένεση της Κράτους της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας, των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.

Η Μεγάλη (Πανορθόδοξος) Σύνοδος του 1948

Η Ορθόδοξη Εκκλησία του 20ου αιώνα, στις οικουμενιστικές προκλήσεις έχει απαντήσει με μια μεγάλη εκκλησιαστική σύνοδο, η οποία φέρει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που δύνανται να την ονομάσουν Οικουμενική, κυρίως ως προς την θεολογική σημασία της και την ομοφωνία όλων όσων συμμετείχαν σ΄ αυτήν. Αναφερόμαστε βεβαίως στις αποφάσεις της Συνόδου του Ιουλίου τού 1948 στην Μόσχα, επ΄ ευκαιρία των εορτασμών των 500 ετών του αυτοκεφάλου του ΠΜ. Η Σύνοδος ασχολήθηκε με τα ζητήματα: Βατικανό και Ορθόδοξος ΕκκλησίαΑγγλικανική ΙεραρχίαΟικουμενική Κίνησις και Ορθόδοξος Εκκλησία και Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον. Οι αποφάσεις της Συνόδου, όπως τονίζει και ο έγκριτος καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης στο γνωστό του στους θεολόγους έργο, Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, έγιναν « ἐπί τῇ βάσει κανόνων Οἰκουμενικών Συνόδων καί μεταγενεστέρων ἐγκυκλίων τῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν ». Σύνολη η ιεραρχία του ΠΜ καθώς και οι συμμετέχοντες αντιπρόσωποι όλων των ορθοδόξων εκκλησιών, πλην Κωνσταντινούπολης, Ελλάδος και Κύπρου, συμφώνησαν στην καταδίκη του Παπισμού, του Οικουμενισμού, και αρνήθηκαν την αναγνώριση του κύρους της αγγλικανικής ιερωσύνης, σ΄ αντίθεση με την προηγούμενη αναγνώριση αυτής υπό πολλών ορθοδόξων εκκλησιών υπό την επήρεια του πνεύματος του Οικουμενισμού. Το πλήγμα κατά του Οικουμενισμού ήταν τεράστιο, εφ΄ όσον οι τρεις εκκλησίες που δεν συμφώνησαν ήταν και οι μόνες που συμμετείχαν στην ιδρυτική πράξη του (αγγλοαμερικανικού) ΠΣΕ τον Αύγουστο του 1948, τον επόμενο δηλαδή μήνα. Η Σύνοδος εξέφραζε πλήρως το νόημα και την πνευματική υποθήκη του Ομολογητού Πατριάρχου Μόσχας Αγίου Τύχωνος, όπως αυτή εκφράσθηκε με την Διαθήκη του της 7ης Απριλίου τού 1925. Η παρατήρηση που έχουμε να κάνουμε είναι ότι η όποια κριτική έχει ασκηθεί κατά της Συνόδου αποδεικνύεται ως λανθασμένη εφ΄ όσον σ΄ αυτήν δεν υπάρχει δογματικό λάθος (εν αντιθέσει με την «σύνοδο» της Κρήτης), και βασίζεται στις αποφάσεις των προηγουμένων Οικουμενικών και πανορθοδόξων Συνόδων. Μόνον αυτοί που δεν συμφωνούν δογματικά μαζί της καταφεύγουν στον -δήθεν- πολιτικό χαρακτήρα της, κάτι που δεν ισχύει μιας και οι αποφάσεις της υπεγράφησαν ελεύθερα και υπό των αντιπροσώπων των άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών. Η σημασία της συγκεκριμένης Συνόδου, το τονίζουμε εμφατικά, είναι τεράστια και περιμένει την ιστορική δικαίωσή της.
Η μεταγενέστερη αθέτηση και από πλευράς ΠΜ των αποφάσεων του 1948, ήταν μια –εκ των πραγμάτων– τεραστίων διαστάσεων νίκη της Κωνσταντινούπολης και αυτών που συνδεόντουσαν μ΄ αυτήν πολιτικά. Η δε «χρησιμότητα» του ΠΣΕ αποδείχθηκε για άλλη μία φορά από την απουσία του στο υπάρχων εκκλησιαστικό πρόβλημα της Ουκρανίας. Ήρθε πλέον η ώρα για μια συνολική επανατοποθέτηση, όχι μόνον της Ρωσικής Εκκλησίας αλλά και κάθε άλλης, απέναντι στο ΠΣΕ και το ρόλο που αυτό παίζει.
Ευχαριστούμε,
Γέρων Παΐσιος Καρεώτης,
Μοναχός Επιφάνιος Καψαλιώτης


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ