Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ - ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΛΛΑΓΩΝ ΠΡΟΣ ΕΝΟΤΗΤΑ (ΚΖ΄ ΜΕΡΟΣ)




Γ’ ΜΕΡΟΣ

VII. ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΞΕΠΕΡΑΣΤΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΟΡΓΑΝΩΘΕΙ Η ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ

Οι Άγιοι, παλαιότεροι και σύγχρονοι, με το παράδειγμα της βιοτής και της πολιτείας τους είναι το Ευαγγέλιο εφαρμοσμένο στην πράξη, εκεί όμως που δεν παρεκκλίνουν από τον κανόνα, ο οποίος είναι ο Ίδιος ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, με την διδασκαλία και με την ζωή Του. Το ότι ο εκάστοτε κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις του δεν σημαίνει ότι έχουμε το δικαίωμα παρουσιάζοντας τις εξαιρέσεις να καταργούμε τελικά τον κανόνα, καθώς και με την εκκλησιαστική “οικονομία” δεν είναι θεμιτό, ούτε και μας δόθηκε η εξουσία να καταργούμε την ακρίβεια των ιερών κανόνων. Όπως επισημάναμε υπάρχουν περιπτώσεις Αγίων που έκαναν σοβαρά σφάλματα. “Στην εποχή των Αγίων Αποστόλων γνωρίζουμε τη διαφωνία των δύο κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου όσον αφορά το θέμα της περιτομής των ειδωλολατρών. Ο Απ. Πέτρος υποστήριζε ότι έπρεπε να περιτέμνονται, ενώ ο Απ. Παύλος υποστήριζε το αντίθετο. Η Αποστ. Σύνοδος έλυσε το πρόβλημα. Αφού υπάρχει το βάπτισμα δεν χρειάζεται η περιτομή. Ο Απ. Πέτρος έκανε λάθος. Μετανόησε και δέχθηκε την αλήθεια. http://www.diakonima.gr

Ο Άγιος Φώτιος, Πατριάρχης Κων/λεως γράφοντας στον Μητροπολίτη Ακυλείας για το θέμα αναφέρει: «Πόσες πραγματικά δύσκολες περιστάσεις εκβίαζαν πολλούς(πατέρες), άλλα να τα πουν πρόχειρα, άλλα να τα πουν προς οικονομία, άλλα πάλι εξαιτίας της απόδρασης των ανυπάκουων, και άλλα στα οποία από άγνοια έκαναν λάθος, όπως γίνεται με τα ανθρώπινα. Γιατί άλλος φιλονικώντας με τους αιρετικούς, άλλος συγκαταβαίνοντας στην ασθένεια των ακροατών, άλλος πράττοντας κάτι άλλο, και ενώ ο καιρός τον καλούσε να παραμελήσει πολύ την ακρίβεια για κάποιο ανώτερο σκοπό, και είπε και έκανε αυτά που σ’ εμάς δεν επιτρέπεται να πούμε ούτε να πράξουμε». (Ε.Π.Ε Εργα Φωτίου Πατριάρχου Κων/λεως τ.13, σ. 259).

Ο Άγιος Φώτιος αποδίδει τα λάθη:
§   Στις δύσκολες περιστάσεις που ανάγκαζαν πολλούς Πατέρες να παραποιήσουν τα πράγματα επειδή και οι ίδιοι δεν μπόρεσαν να τα κατανοήσουν.
§   Στο πνεύμα της οικονομίας. Κατανοώντας την αδυναμία των ανθρώπων να καταλάβουν το πραγματικό νόημα των πραγμάτων, συγκατέβαιναν.
§   Μίλησαν με αυστηρό τρόπο ελέγχοντας τους αιρετικούς που πολεμούσαν την Εκκλησία.
§   Στην άγνοια που είχαν, κάτι φυσικό για τους ανθρώπους.

Και παρακάτω συμβουλεύει: «Αλλ’ όμως αν σε κάτι έδειξαν (οι πατέρες) ολιγωρία ως προς την αλήθεια και παρασύρθηκαν να πουν πράγματα αντίθετα προς το κοινό εκκλησιαστικό δόγμα, σ’ αυτά βέβαια δεν τους ακολουθούμε, από την πατρική όμως τιμή και δόξα αυτών δεν περικόπτουμε τίποτε» (ενθ. ανωτ. σ. 263). Είναι πατερική λοιπόν διδασκαλία ότι οι Άγιοι Πατέρες έκαναν λάθη” http://www.diakonima.gr.

Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας προσπαθώντας να ερμηνεύσει την Π.Δ αναφέρει: «Εάν όμως συμβεί κάπου να κάνουμε λάθος ως προς το πραγματικό νόημά τους, εξαιτίας της λεπτότητας των εννοιών και της μεγάλης ασάφειάς τους, πρέπει να μας συγχωρήσουν αυτοί που θα τα διαβάσουν (ΕΠΕ 4, 13). «Για ποιό λόγο ο Θεός επιτρέπει τέτοιους μεγάλους άνδρες και αγίους του να πλανηθούν και να κάνουν διάφορα λάθη;» ρώτησαν τον άγιο Βαρσανούφιο.
Αυτός απάντησε:
α)«Επειδή δεν ρώτησαν για το συγκεκριμένο αυτό θέμα τον Θεό, ούτε και προσευχήθηκαν όσο θα έπρεπε πριν ζητήσουν την απάντηση, αφού «πας ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει», σύμφωνα με την Αγία Γραφή.
β) Επειδή τα παρέλαβαν από παλαιότερους Γέροντες και Αγίους και δεν κάθισαν να ερευνήσουν, εάν είναι ή όχι αλήθεια, έχοντας εμπιστοσύνη σ’ αυτούς.
γ) Για να δείξει ο Θεός, ότι όλοι οι άνθρωποι ακόμη και οι Άγιοι, είναι πάντοτε πεπερασμένοι και ατελείς και δεν μπορούσαν σε καμμία περίπτωση να καταλάβουν όλα τα βάθη του Θεού. Γι’ αυτό και ο Απ. Παύλος λέγει ότι, «εκ μέρους γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν».
δ) Για να δείξει ο Θεός πάλι, ότι η Πίστη μας είναι ζωντανή, η Εκκλησία μας είναι ζώσα και το Άγιον Πνεύμα, δεν παύει ποτέ να φωτίζει όποιον θέλει («το Πνεύμα το Άγιον όπου θέλει πνει») και όποτε θέλει, για τις αλήθειες της Πίστεώς μας. Έτσι, ό,τι διαφεύγει σε κάποιον ή αφήνει ο ένας Άγιος, να βρίσκει και να συμπληρώνει ο επόμενος· και ό,τι αφήνει ο επόμενος, να το βρίσκει ο μεθεπόμενος, έως της συντελείας του αιώνος. Και με μια λέξη ό,τι λένε οι πρώτοι και δεν είναι ξεκάθαρο ή ορθά διατυπωμένο, έρχονται οι τελευταίοι και το επεξηγούν ή το διορθώνουν, για να δοξάζεται έτσι πάντοτε ο Θεός, μέσα από τους Αγίους Του. Διότι αυτός είναι ο Θεός και των πρώτων και των εσχάτων και εις Αυτόν ανήκει η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». («Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου», σελ. 285 – 288).

Από όσα αναφέραμε μέχρι τώρα, αποδεικνύεται ότι οι Άγιοι έχουν ελαττώματα, εκφράζουν ελεύθερα την προσωπική τους γνώμη σε διάφορα θέματα, έχουν ατέλειες, κάνουν σφάλματα και δεν είναι αλάνθαστοι ή θεόπνευστοι, όσο και αν έφθασαν σε μεγάλα ύψη αγιότητας. Οι διαφωνίες μεταξύ των αγίων είναι σε θέματα δευτερεύοντα και επουσιώδη, και όχι σε δογματικά ή θέματα πίστεως. Κανείς Άγιος δεν διδάσκει κάποια αίρεση. «Καθένας που παραβαίνει το θέλημα του Θεού και δεν μένει μέσα στη διδασκαλία του Χριστού, δεν έχει τον Θεό μαζί του. Αντίθετα, εκείνος που μένει πιστός στη διδασκαλία του Χριστού, αυτός έχει μέσα του κατοικούντας και τον Πατέρα και τον Υιό» γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (Β΄ Ιωαν, 9) ή όπως λέει ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: «Κανένας Άγιος δεν μπορεί να παραβαίνει το νόμον του Θεού. Αν συμβεί αυτό, δεν μπορεί να ονομάζεται Άγιος» (P.G. 99, 1048). «Η αίρεση αποκόπτει από την Εκκλησία κάθε άνθρωπο» σύμφωνα με τις αποφάσεις της Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου (ενθ. ανωτ.).
Γιατί όμως τα επισημαίνουμε όλα αυτά; Πολύ απλά διότι:
Ø  Δεν είναι σε όλους γνωστά.
Ø  Δεν είναι σε όλους διασαφηνισμένα.
Ø  Συγχέουν τα λάθη για δογματικά με τα λάθη για ηθικά ζητήματα.

Έτσι, δεν είναι το ίδιο να σφάλει κάποιος περί την Πίστη, όπου το θέμα είναι καθαρά δογματικό, με την περίπτωση εκείνη να σφάλει περί του τρόπου και του χρόνου που πρέπει να αντιμετωπίσει την αίρεση, δηλαδή, σε ποιά φάση, πότε και πως πρέπει να αντιμετωπισθεί αυτός που σφάλει περί την Πίστη, το οποίο θέμα, αν και συνδέεται με το δογματικό, ωστόσο επειδή δεν σφάλει ο ίδιος αλλά αυτοί με τους οποίους έχει κοινωνία υπάρχει κάποιο μη δεσμευτικό περιθόριο για τον τρόπο αντίδρασης. Επομένως, το ζήτημα είναι αντιαιρετικό, πολύ σοβαρό μεν αλλά δεν μπορούμε να καταργήσουμε την ελευθερία του άλλου για να του και να τον υποδείξουμε πως πρέπει να αγωνισθεί. Και αυτός πάλι που σφάλει περί την Πίστη χρειάζεται να εξατάσουμε είναι αν καλοπροαίρετος ή κακοπροαίρετος, αν του έχουν γίνει συστάσεις και υποδείξεις, αν διορθώνεται ή όχι, αν πολυκαιρίζει το θέμα ή μόλις ξεκίνησε; Όλα αυτά έχουν σημασία.

Βλέπουμε δηλαδή διαφορετική αντιμετώπιση της αιρέσεως από τους διαφόρους Αγίους.
§  Κάποιοι ξεχώριζαν την θέση τους ποιμαντικά μόνο, λέγοντας στα πνευματικοπαίδια τους να απέχουν από τέτοιες ενέργειες χωρίς όμως να βγουν μπροστά, διότι ήθελαν την ησυχία τους για να προσευχηθούν, να κάνουν την άσκησή τους, να μην εμποδίσουν τις συνοδείες τους από το έργο του αγιασμού και να μην διακόψουν το πολύ σημαντικό ιεραποστολικό τους έργο, αφού μάλιστα ορισμένοι θεωρούν ότι δεν υπάρχει ακόμη καταδικαστική συνοδική απόφαση για τους σύγχρονους αιρετικούς. Αυτό σαφώς έχει μια ανθρώπινη διάκριση από εμπειρία δεν αποτελεί όμως τον κανόνα! Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας. Υπάρχει όμως, ειδικά τώρα, στην εποχή μας που όλα γίνονται συγκεκαλυμμένα και προχωρούν πονηρά κάτι, που δεν συνέβαινε στο παρελθόν και γι' αυτό τίθεται το θέμα: Ποιό είναι το τέλος της εφαρμογής εκκλησιαστικής οικονομίας σε τέτοιες περιπτώσεις; Είναι μόνο η καταδίκη των αιρετικών; Οι Πατέρες σαφώς μας έχουν αφήσει παρακαταθήκη ότι το όριο άσκησης οικονομίας είναι η εκκλησιαστική επισημοποίηση της αίρεσης συνοδικά, πράγμα το οποίο συνέβη στο Κολυμπάρι!
§  Κάποιοι άλλοι έδειχναν κατανόηση μεν στην συνοδεία τους που δεν μπορούσε η ίδια να τους κατανοήσει και να τους ακολουθήσει αλλά για να μην καταστρατηγήσουν την πληροφορία που ελάμβαναν δια της Χάριτος σχετικά με εκείνο που ήταν θεάρεστο να εφαρμόσουν προτιμούσαν να αφήσουν την συνοδεία τους να ζει όπως εκείνη νόμιζε, αφού δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να ακολουθήσει τον Γέροντα σηκώνοντας το φορτίο της διαφοροποίησης από το εκκλησιαστικό ρεύμα που καθολικά παρανομούσε, και αυτοί απομονώθηκαν για να διάγουν με μία ιδιότυπη αποτείχιση, μόνοι τους, χωρίς να δημιουργούν καταστάσεις κρατώντας όμως καθαρή συνείδηση. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο Όσιος Φιλόθεος Ζερβάκος. Κανείς όμως από τους νεοτεριστές δεν ομιλεί για την αγιότητα του ανδρός!
§  Κάποιοι ενώ αγάπησαν την ησυχία και την μόνωση όταν το απαίτησαν οι καταστάσεις βγήκαν για αγώνες στον κόσμο αφήνοντας την έρημο προσωρινά και έτσι έδωσαν φανερά το στίγμα τους για να μην πλανηθεί το Χριστεπώνυμο πλήρωμα. Μπορούσαν όμως να το κάνουν αυτό! Τέτοιοι ήταν ο Μέγας Αντώνιος αλλά και ο Άγιος Σάββας.
§  Κάποιοι άλλοι αποτειχίζονταν και ξεχώριζαν τελείως την σχέση τους όχι μόνο από τους αιρετικούς αλλά και με όσους κοινωνούσαν με την αίρεση και ένα τέτοιο παράδειγμα άφθορου Αγίου είναι ο Ιωάννης του χοζεβά που έφυγε και από το μοναστήρι του ακόμη.
§  Κάποιοι άλλοι αντιστέκονταν σθεναρά στην αίρεση με το ποιμαντικό και ιεροκηρυκτικό τους έργο έκαναν αποτείχιση, ενημέρωσαν το ποίμνιο, γέννησαν πνευματικά παιδιά με αντιαιρετικό φρόνημα, προνόησαν για να δημιουργηθεί αντι-οικουμενιστικό μέτωπο αλλά σε κάποια φάση σταμάτησαν την αποτείχιση. Τέτοιο παράδειγμα είναι ο Γέροντάς μας π. Αυγουστίνος πρώην Φλωρίνης.
§  Κάποιοι άλλοι αποτειχίστηκαν, ομολόγησαν σθεναρά αλλά ποτέ δεν σταμάτησαν την αποτείχιση. Πέθαναν στην αποτείχιση και εν ζωή δεν δικαιώθηκαν αλλά μετά θάνατον. Τέτοια περίπτωση είναι του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού.
§  Ίσως να υπάρχουν και κάποιες άλλες διαφορετικές περιπτώσεις, στις οποίες φώτιζε και θα φωτίζει ο Θεός του πιστούς δούλους του να ενεργήσουν κατάλληλα. Μήπως, μέσα σε αυτές είναι και το ότι θα πρέπει να χειροτονηθούν ορισμένοι επίσκοποι για να αντικατασταθεί η Ιεραρχία;

Πάντως, αν και αδύνατος για οποιαδήποτε περίπτωση, γι' αυτό και θαυμάζω όλες τις εκδοχές άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, μολονότι, ορισμένες με στεναχωρούν λιγάκι, διότι θα μπορούσε να είχε αντιμετωπισθεί η αίρεσις του Οικουμενισμού πρώιμα, αν η στάσις ορισμένων τουλάχιστον εκκλησιαστικών ταγών και Γερόντων ήταν πιο σθεναρά και συνάμα είχε διάρκεια, όπως αυτή του Αγίου Μαξίμου, θεωρώ τελικά τουλάχιστον στην εποχή μας ότι εκκλησιαστικά δεν κρατούμε την θέση που θέλει ο Θεός. Καλά όλα τα στεφάνια αλλά του Αγίου Μαξίμου ανθρωπίνως το θεωρώ ως το τιμιότερο. Βέβαια, η ζωή όλων μας και των Αγίων, τελικά βρίσκεται στα χέρια του Δίκαιου Κριτή αυτός δίνει τα στεφάνια, αυτός καθορίζει την λαμπρότητά τους και αυτός παιδαγωγεί ή καταδικάζει μία ψυχή. Εμείς ότι και να πούμε δεν έχει αξία, άλλωστε δεν μας εδόθη εξουσία να κρίνουμε τον τελευταίο λόγο τον έχει ο Θεός!



ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ

ΕΝΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ




1. Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, η μεγάλη αυτή γιορτή της Χριστιανοσύνης, κι όχι μόνο της Ορθόδοξης, κι είναι ευκαιρία και πάλι να μιλήσουμε γι’ αυτήν. Κι είναι αυτό με το οποίο θέλω να ξεκινήσουμε: πρέπει να έλθουν τα Χριστούγεννα για να κάνουμε λόγο γι’ αυτά; Η χρονική δηλαδή συνάφεια μας «σπρώχνει» να αναφερθούμε στην εορτή;

Και αυτό βεβαίως. Πάντοτε μία εορτή είναι μία ευκαιρία να κατανοήσουμε το βάθος της, να διεισδύσουμε όσο είναι δυνατόν στη θεολογία της, συνεπώς να προκληθούμε για μια πιο συνειδητή βίωση της πίστης μας. Αλλά για την πίστη και την Εκκλησία μας, τα Χριστούγεννα είναι γεγονός αενάως βιούμενο από τούς Χριστιανούς, με την έννοια ότι η Εκκλησία μάς προκαλεί καθημερινά, πρωί και βράδυ, να τα θυμηθούμε και να τα ζήσουμε, αφού το θεμέλιο της πίστης μας είναι ο ίδιος ο Χριστός, συνεπώς και ο ερχομός Του μέσα στον κόσμο. Το ίδιο το Σύμβολο της Πίστεως, πέρα από τα άλλα, μας τοποθετεί ενώπιον του ερχομού του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο. «Τόν δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν Οὐρανῶν καί σαρκωθέντα…».

2. Προκαλούμαστε, όπως είπατε, κάθε φορά που έρχεται η εορτή, προκαλούμαστε ακόμη περισσότερο καθημερινά, για τη βίωσή της και το βάθεμα της πίστης μας. Γιατί δεν το βλέπουμε τελικά στη ζωή των χριστιανών; Διότι αυτό που επισημαίνουμε είναι κυρίως μία κυριαρχία του εμπορικού στοιχείου της εορτής ή το πολύ μία συναισθηματική προσέγγισή της – να θυμηθούμε τα παλαιά καλά παιδικά χρόνια μας – για να μην πούμε ότι για ορισμένους, λίγους ή πολλούς, (μιλάμε για «χριστιανούς»), η εορτή προσπερνάται αδιάφορα, ίσως από κάποιους και εχθρικά. Μήπως τελικά διαρκώς επιβεβαιώνουμε ότι το κεντρικό πρόβλημα των θεωρουμένων πιστών της Εκκλησίας είναι η εκκοσμίκευση, δηλαδή ο συσχηματισμός τους με τον αδιάφορο και άπιστο κόσμο, αντί του ορθού: της προσαρμογής του κόσμου στα της Εκκλησίας;

Πράγματι· φαίνεται ότι η εκκοσμίκευση όπως λέμε είναι το κεντρικό πρόβλημα. Οι χριστιανοί δηλαδή ζούμε όπως όλοι οι άλλοι, αδιάφορα, έχοντας στο περιθώριο την πίστη και όχι στο κέντρο της ζωής μας, γεγονός που εξηγεί και τη μιζέρια των πολλών αυτών χριστιανών, την αδυναμία δηλαδή να ζήσουν τη χαρά που προσφέρει ο Χριστός στη ζωή του ανθρώπου. Και θα λέγαμε ότι αυτό συνιστά διαχρονικό πρόβλημα: παρουσιάζεται ήδη από την αρχή της ιστορικής εμφάνισης του χριστιανισμού, (βλ. απ. Παύλο: «μή συσχηματίζεσθαι τῷ αιῶνι τούτῳ»), υπάρχει σήμερα και θα υπάρχει, νομίζω, όσο υπάρχει κόσμος μέχρι τη συντέλεια των αιώνων. Δεν είναι τυχαίο που ο Χριστός μιλούσε πάντοτε για το «μικρόν ποίμνιον», δεν είναι τυχαίο που ο ερχομός Του στον κόσμο έγινε «αντιληπτός» από συγκεκριμένους τύπους ανθρώπων, τους απλούς βοσκούς και τους αναζητητές της αλήθειας «μάγους»-αστρονόμους της μακρινής Περσίας. Με άλλα λόγια δεν τρέφουμε αυταπάτες για μία ριζική ή συνταρακτική αλλαγή του κόσμου που μπορεί να θεωρηθεί με έναν εξωτερικό τρόπο. Οι αλλαγές υπάρχουν και είναι συνταρακτικές, αλλά γίνονται στην καρδιά του ανθρώπου, εκεί που κερδίζεται η μάχη στην πάλη με τον Θεό.

3. Κρατάμε τους τύπους ανθρώπων για αργότερα. Να επανέλθουμε στην ίδια την εορτή, η οποία χαρακτηρίζεται ως «Μητρόπολις τῶν ἑορτῶν» από τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο. Να εξηγήσουμε λίγο τον όρο, γιατί φανερώνει ότι η Γέννηση του Χριστού αποτελεί το κέντρο όλων των εορτών, κάτι που μάς φέρνει σε «αντίθεση» με την επικρατούσα άποψη ότι η Ανάσταση είναι η μεγαλύτερη όλων.

Η Ανάσταση είναι η μεγαλύτερη όλων, αφού ο Χριστός ήλθε «ἵνα ζωήν ἔχωμεν οἱ ἄνθρωποι καί περισσόν ἔχωμεν», αλλά για να έλθει η Ανάσταση προηγήθηκε η Γέννηση. Είναι Μητρόπολη τα Χριστούγεννα, γιατί όλα ξεκίνησαν από εκεί. Αλλά κι από την άλλη, αν δεν υπήρχε η Σταύρωση και η Ανάσταση δεν θα είχε νόημα και η Γέννηση του Χριστού. Όλα βέβαια είναι ενοποιημένα στον Χριστό, τίποτε δεν θεωρείται αποσπασματικό, γι’ αυτό τελικώς το ένα παραπέμπει στο άλλο. Για παράδειγμα: μιλάμε για τη Γέννηση· κι έρχεται ήδη η εικόνα της Γεννήσεως να μας μιλήσει και για το πάθος του Χριστού: στην ορθόδοξη εικόνα η φάτνη είναι μία λάρνακα. Γιατί; Για να μας πει η Εκκλησία μας ότι ο Χριστός γεννάται με την προοπτική του Πάθους Του και βεβαίως και της Ανάστασής Του. Είναι αυτό που ήδη είχαν αναγγείλει οι προφήτες, οι οποίοι, σαν τον Ησαΐα, μιλούσαν για τον δούλο του Θεού τον Μεσσία, που «ἔδει παθεῖν», προκειμένου να σωθεί ο άνθρωπος.

4. Να σωθεί ο άνθρωπος. Τι σημαίνει σωτηρία; Γιατί λέμε πως ο Χριστός ήλθε για να μας σώσει. Ο λόγος των αγγέλων ήδη στους έκπληκτους ποιμένες της Βηθλεέμ αυτό διαμηνύει: «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ».

Είναι το κρισιμότερο ερώτημα. Να μας σώσει ο Χριστός βεβαίως από τον θάνατο, (το τίμημα της αμαρτίας), βεβαίως από την ίδια την αμαρτία που σαν κεντρί έφερε τον θάνατο, βεβαίως από τον διάβολο, αλλά με έναν τρόπο όχι αρνητικό, αλλά πρωτίστως θετικό. Ο Χριστός δηλαδή μας σώζει από όλα αυτά τα αρνητικά, γιατί μας ενσωματώνει στον εαυτό Του, μας κάνει ένα με Εκείνον, μας δίνει τη δυνατότητα να σχετιστούμε και πάλι με τον Θεό, να δούμε κυριολεκτικά «Θεού πρόσωπο». Κι όχι παραπέμποντας τους ανθρώπους σε κάτι πέρα από Αυτόν, αλλά φέρνοντάς τους μέσα σ’ Αυτόν για να βρουν τον Θεό Πατέρα. Θυμόμαστε την απάντηση του ίδιου του Κυρίου στον απόστολο Φίλιππο, ο οποίος του είπε με παράπονο: Κύριε, μας μιλάς συνεχώς για τον Πατέρα Θεό. Δείξε μας Τον Θεό και μας αρκεί. Κι ο Κύριος επίσης θα λέγαμε με παράπονο του απάντησε: Τόσο χρόνο είμαι μαζί σας, Φίλιππε, και δεν με γνώρισες; «Ὁ ἑωρακώς εμέ ἑώρακε τον Πατέρα». Με άλλα λόγια δεν υπάρχει άλλος τρόπος θέας του Θεού πέρα από τον Κύριο. Αυτός είναι η θύρα, η οποία βγάζει στη Βασιλεία του Θεού.

5. Οπότε έτσι αποκαλύπτεται και ποιος είναι τελικώς ο Χριστός. Όχι ένας δάσκαλος ή ένας σπουδαίος σοφός, έστω ένας ιδιαίτερα χαρισματούχος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Θεός που έγινε άνθρωπος.

Ακριβώς· ο Χριστός είναι, όπως φανερώνεται, ο «Εμμανουήλ», «ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν». Τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος χωρίς αμαρτία. Και πρέπει να τονίζουμε το τελευταίο, το «χωρίς ἁμαρτίας», διότι η αμαρτία δεν ανήκει στη φυσιολογία του ανθρώπου – δεν δημιουργήθηκε για να αμαρτάνει ο άνθρωπος. Η αμαρτία ήλθε ως αποτέλεσμα της κακής χρήσης ελευθερίας του ανθρώπου. Κι αυτή έφερε όλα τα αρνητικά επακόλουθα, τη φθορά και τον θάνατο, μια ζωή κόλασης θα λέγαμε στη ζωή του ανθρώπου. Ο Θεός λοιπόν έρχεται στον κόσμο και γίνεται αληθινός άνθρωπος, προκειμένου τον άνθρωπο να τον πάρει από την κατάσταση, όπως είπαμε, του σκότους και της αμαρτίας και να τον κάνει κι αυτόν Θεό. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας επιμένουν πολύ σ’ αυτήν την αλήθεια, γιατί αποτελεί το κρισιμότερο στοιχείο από τον ερχομό του Θεού. Λέει για παράδειγμα ο μέγας Αθανάσιος: «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Κι η ορθόδοξη υμνογραφία μας στοιχώντας ακριβώς πάνω σ’ αυτό θα το πει με έναν εμμελή τρόπο: «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεόν τόν ἄνθρωπον ἀπεργάσηται».

6. Αυτό παραπέμπει στον τρόπο δημιουργίας του ανθρώπου. Διαβάζουμε από την Π. Διαθήκη ήδη ότι ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο «κατ’εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ». Του δημιουργεί τις βάσεις και του θέτει ως προοπτική την ομοίωσή του με Εκείνον, αυτό που οι Πατέρες μας το ονομάζουν θέωση.

Πράγματι· πρόκειται για τη σημαντικότερη, νομίζουμε, ανθρωπολογική αλήθεια που έχει εκφραστεί ποτέ. Παλεύουν αιώνες οι άνθρωποι, μέσα από τη θρησκεία, μέσα από τη φιλοσοφία, μέσα από τη θεοσοφία, να δουν ποιος είναι τελικά ο άνθρωπος. Γιατί ανάλογα με το τι είναι διαμορφώνεται και ο αντίστοιχος τρόπος ζωής του μέσα στον κόσμο. Λοιπόν ο λόγος του Θεού απαρχής τονίζει ό,τι υψηλότερο έχει ακουστεί για τον άνθρωπο: ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ». Κι εξηγούν οι άγιοί μας ότι μιλώντας για την εικόνα αναφερόμαστε στην προίκα που ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο, όλα εκείνα τα χαρίσματα δηλαδή, που καλλιεργώντας τα θα έφτανε εν υπακοή προς Εκείνον στον σκοπό του που είναι το «καθ’ ὁμοίωσιν». Ο Μ. Βασίλειος αυτήν τη σύνδεση μεταξύ εικόνας και ομοίωσης μάς τη δίνει με το παράδειγμα του καρπού πού φύεται και γίνεται δένδρο. Ο άνθρωπος δηλαδή δημιουργείται από τον Θεό με μια δυναμική τεράστια, που τον κάνει να φτάσει να γίνει κι αυτός, όπως είπαμε, ένας δεύτερος Θεός στον κόσμο. Θεός βεβαίως κατά χάριν όπως λέμε κι όχι βεβαίως κατ’ ουσίαν.
Αλλά θα είναι καλό να κάνουμε την εξής παρατήρηση επίσης στο «κατ’ εἰκόνα». Ο άνθρωπος δηλώνεται πως δεν είναι εικόνα του Θεού, αλλά δημιουργημένος κατ’εικόνα. Δεν είναι χωρίς σημασία τούτο. Γιατί η εικόνα η αληθινή του Θεού, ως Θεός ομοούσιος Αυτώ, είναι ο ίδιος ο Χριστός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. «Αὐτός ἐστιν ἡ εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου», θά σημειώσει ο απ. Παύλος. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος σύμφωνα με την εικόνα του Χριστού, συνεπώς είναι χριστοειδής με προοπτική να γίνει κι αυτός Χριστός. Το καθ’ ομοίωσιν λοιπόν γίνεται έτσι πιο συγκεκριμένο: όχι γενικά και αόριστα να γίνει Θεός, αλλά να γίνει Χριστός. Έτσι καταλαβαίνουμε και αυτό που λέει και πάλι για παράδειγμα ο απ. Παύλος όταν σημειώνει ότι προοπτική μας είναι το «μορφωθῆναι Χριστόν ἐν ἡμῖν» ή όταν λέει πως πρέπει να φτάσουμε να γίνει ολοκληρωμένοι σαν τον Χριστό, γιατί Αυτός είναι ο άρτιος άνθρωπος. «Μέχρις οὗ καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».

7. Οι σκέψεις αυτές θυμίζουν μια «περίεργη» θεολογία ορισμένων Πατέρων, ότι δηλαδή ο Θεός θα ερχόταν στον κόσμο ανεξάρτητα από την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία. Να μας πείτε λίγα επ’ αυτού;

Όντως, υπάρχουν ουκ ολίγοι Πατέρες που αρέσκονται ακριβώς σ’ αυτή τη θεολογία, η οποία δεν είναι άσχετη προς τη θεολογία της ίδιας της Αγίας Γραφής. Λένε δηλαδή, σαν τον άγιο Μάξιμο τον ομολογητή για παράδειγμα, ότι ήδη η δημιουργία του ανθρώπου κατ’ εικόνα Θεού δηλώνει τον ερχομό Του απαρχής, αφού ο Χριστός είναι η εικόνα κι εμείς δημιουργηθήκαμε σύμφωνα με Εκείνου την εικόνα. Ο Θεός δηλαδή δημιουργεί τον άνθρωπο με βάση το πρωτότυπο, τον σαρκωμένο Υιό Του, επομένως υπάρχει μια εκ των προτέρων απόφαση του ερχομού Του στον κόσμο. Ο άγιος Μάξιμος μάλιστα γίνεται πιο σαφής: μιλάει για δύο φάσεις στο σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο· την πρώτη της δημιουργίας, η οποία κατ’ αυτόν τελειώνει με τον ερχομό του Χριστού, της ενανθρώπησης του Θεού ως ανθρώπου· και η δεύτερη, η οποία ξεκινά με την άνοδο της ανθρωπότητας εν Χριστώ πια για την ένταξή της στη Βασιλεία του Θεού.
Κι αυτό θα πει περαιτέρω ότι τελικώς ο σκοπός της ενανθρώπησης αυτής του Θεού καταλήγει στην κοινωνία από τον πιστό άνθρωπο του σώματος και του αίματος του Χριστού στην Εκκλησία, γιατί εκεί στη Θεία Λειτουργία με την προσφορά του σώματος και του αίματος του Χριστού συνεχίζεται η ενσάρκωση του Θεού, με αποτέλεσμα βεβαίως να κατανοεί κανείς ότι χωρίς ετοιμασία για τη Θεία Κοινωνία, ο άνθρωπος δεν γιορτάζει Χριστούγεννα κι ούτε βεβαίως κατανοεί τίποτε από τη Μητρόπολη αυτή των εορτών.

8. Όμως να πούμε ότι η Εκκλησία μας τελικώς πορεύεται με βάση τα γεγονότα. Η θεολογία της είναι θεολογία γεγονότων και όχι στοχαστικών παρατηρήσεων. Γι’ αυτό και στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι ο Χριστός «κατήλθε δι’ ημάς τούς ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν».

Ναι, πράγματι, είναι αλήθεια αυτό, αλλά το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Η Εκκλησία μάς προσγειώνει σ’ αυτό που συνέβη: την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία, αλλά από την άλλη έρχεται και μας φωτίζει σε κάτι γενικότερο και καθολικότερο, βασισμένη όμως και πάλι στα δεδομένα της Γραφής. Δεν υπάρχει περίπτωση να πούνε κάτι οι Πατέρες μας εκτός της Αγίας Γραφής. Κι αν κάποτε ειπώθηκε κάτι από αυτούς εκτός Γραφής, ήταν γιατί η Εκκλησία δεν είχε καθορίσει ακόμη την πίστη της συγκεκριμένα μέσα από τις Συνόδους, οπότε διατύπωσαν κάτι που ενδεχομένως θεωρείται θεολογούμενο ή και εσφαλμένο. Γιατί θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τους αγίους Πατέρες τους έχουμε τόσο ψηλά στη συνείδησή μας, αλλά πιστεύουμε ότι εκεί εκφράστηκε από αυτούς η αλήθεια, όταν συμφωνούν όλοι σε κάτι, αυτό που ονομάζουμε «consensusPatrum», συμφωνία Πατέρων.
Είπαμε όμως ότι η συγκεκριμένη θεολογία περί του ερχομού του Θεού ως ανθρώπου ανεξάρτητα και από την πτώση του δεν αναιρεί τα γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας, απλώς τα θέτει σε έναν ευρύτερο προβληματισμό. Γιατί, για να ξανατονίσουμε, ο Θεός ενανθρωπίζεται για να πάρει τον άνθρωπο, να τον εντάξει μέσα Του, να τον θεραπεύσει, να του δώσει και πάλι τη δυνατότητα να ξαναβρεί τον δρόμο του – τη ζωή μέσα στη Βασιλεία του Θεού – να ζήσει ως ένας Θεός στον κόσμο τούτο. Αυτό δεν είναι οι άγιοί μας; Κατά χάρη Θεοί, άνθρωποι δηλαδή που πήραν στα σοβαρά την πίστη τους, την ενεργοποίησαν στη ζωή τους κι άφησαν τον Χριστό να φανερωθεί μέσα από την καθαρή καρδιά τους – στο πρόσωπό του «διαβάζουμε» την παρουσία του Χριστού.

9. Πολλά σημεία μένουν αδιευκρίνιστα. Για παράδειγμα: Ο Θεός έγινε άνθρωπος. Τι άνθρωπος; Γιατί υπήρξαν φωνές ήδη από την αρχή του χριστιανισμού ότι φάνηκε ως άνθρωπος, σαν μία οπτασία δηλαδή ανθρώπου, και δεν έγινε πραγματικός και αληθινός άνθρωπος. Ή ότι ήλθε στον κόσμο σαν μία παρένθεση στη ζωή Του.

Πρόκειται για τον λεγόμενο δοκητισμό: άνθρωποι με φιλοσοφικές και θεοσοφικές απόψεις ανατολικών θρησκειών, οι οποίοι αρνούνταν την πραγματικότητα της σάρκωσης, γιατί θεωρούσαν ότι η ύλη, συνεπώς και το σώμα, είναι κάτι κακό, πώς λοιπόν ο Θεός είναι δυνατόν να πάρει κάτι κακό; Εδώ η Εκκλησία μας αγωνίστηκε «ἕως θανάτου ὑπέρ τῆς ἀληθείας», για να κρατήσει καθαρή και ανόθευτη την εικόνα του Χριστού ως του Θεού που σαρκώθηκε και έγινε πραγματικός και αληθινός άνθρωπος, ακολουθώντας όλες τις φάσεις της ανθρώπινης ζωής, απλώς μόνον «χωρίς ἁμαρτίας», όπως αναφέραμε και παραπάνω· κι ακόμη: ότι την ανθρωπότητά Του την κράτησε για πάντα – η ανάληψή Του έγινε με την ανθρώπινη φύση Του. Κι ήταν τόσο απόλυτη η Εκκλησία – γιατί μία παρεκτροπή κι αλλοίωση από την αλήθεια θα σήμαινε ότι διακυβεύεται η σωτηρία του ανθρώπου – ώστε την πραγματικότητα της σάρκωσης τη θεώρησε ως το μοναδικό θα λέγαμε κριτήριο για το αν κάποιος είναι χριστιανός ή όχι. Απλώς μόνο να θυμηθούμε τα λόγια του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Α΄ Καθολική επιστολή του: «Πᾶς μή ὁμολογῶν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ οὔκ ἐστιν. Καί πᾶς ὁ ὁμολογῶν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν». Στα της πίστεως δεν μπορεί να παίζει κανείς – ή δέχεσαι τον Χριστό, όπως φανερώθηκε, ή τον αρνείσαι, που θα πει ότι γίνεσαι αντίπαλός Του. «Ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι».
Ο Χριστός λοιπόν έγινε πραγματικός και αληθινός άνθρωπος, ως ένας από εμάς, αλλά με την παρατήρηση ότι δεν έπαψε ποτέ να είναι και Θεός. Είναι ο «Ἐμμανουήλ», ο Θεός μαζί μας. Θεός και άνθρωπος. Κι όχι σαν ένα είδος κένταυρου, μισός άνθρωπος μισός άλογο, αλλά ενωμένη η ανθρώπινη φύση Του καθ’ υπόσταση όπως λέμε με τη θεϊκή Του φύση. Τι θα πει αυτό; Ο Υιός και Λόγος του Θεού σαρκώνεται και προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση, σώμα και ψυχή, εντάσσοντάς την μέσα στη θεϊκή Του προσωπικότητα, ενωμένη επομένως η ανθρώπινη φύση Του «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως, ἀδιαιρέτως» με τη θεϊκή Του φύση. Με άλλα λόγια, ο Χριστός ενώ έχει δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, δεν έχει δύο προσωπικότητες. Η προσωπικότητά Του είναι μία κι αυτή είναι η θεϊκή. Κι εμείς οι πιστοί, που Τον πιστεύουμε και Τον ζούμε μέσα στην Εκκλησία, γιατί βαπτιστήκαμε στο άγιο όνομά Του κι ενταχτήκαμε μέσα στην ανθρώπινη φύση Του, Τον λατρεύουμε και Τον έχουμε Θεό μας, χωρίς να γινόμαστε ανθρωπολάτρες, δηλαδή ειδωλολάτρες.
Πρέπει να πούμε ότι αυτά που λέμε, κι άλλα βεβαίως, μας τα λέει η Εκκλησία μας μέσα από την υμνολογία της. Δεν πρόκειται για κείμενα δυσπρόσιτα ή αντικείμενα μελέτης κάποιων θεολόγων που ξεσκονίζουν τις βιβλιοθήκες. Τα ψάλλει η Εκκλησία, τα τραγουδάει δηλαδή, ώστε και ο πιο απλός άνθρωπος να γίνει μέτοχος των φοβερών αυτών αληθειών που σχετίζονται με το νόημα της ζωής του και την αιώνια προοπτική του. Για παράδειγμα ακούμε, όχι μόνο τα Χριστούγεννα, αλλά πάντοτε όλο τον χρόνο στις ακολουθίες της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός είναι «διπλοῦς τήν φύσιν, ἀλλ’ οὐ τήν ὑπόστασιν». Είναι αυτό που λέμε: είναι διπλός στη φύση Του, Θεός και άνθρωπος, όχι όμως με διπλή προσωπικότητα. Μία η προσωπικότητα του Χριστού, η του Θεού Λόγου. Προσπάθησε ένας αιρεσιάρχης, ο Νεστόριος, να πει ότι ο Χριστός ήταν μεμονωμένα και άνθρωπος με δική του προσωπικότητα, αλλά αλλοίωσε την πίστη. Είπε δηλαδή ότι ο Χριστός γεννήθηκε από την Παναγία ως άνθρωπος, (γι’ αυτό και Χριστοτόκο και ανθρωποτόκο την ονόμαζε), και έπειτα ήλθε ο Θεός Λόγος στον άνθρωπο Χριστό. Και η Εκκλησία είδε αμέσως τον κίνδυνο: αν ο Θεός Λόγος ήλθε στον άνθρωπο Χριστό, τότε αν σώθηκε κάποιος, αυτός είναι μόνον ο άνθρωπος Χριστός και όχι η ανθρώπινη φύση γενικά. Το κριτήριο δηλαδή πάντοτε της Εκκλησίας, που λειτουργούσε και λειτουργεί αενάως μέσα από τις Οικουμενικές Συνόδους, είναι σωτηριολογικό: αυτό που λέμε τι σημασία έχει για τον άνθρωπο; Σώζεται ο άνθρωπος ή όχι; Δηλαδή βλέπει Θεού πρόσωπο ή το χάνει μέσα στις νεφέλες των ανθρώπινων λογισμών;

10. Πρέπει σιγά σιγά να τελειώνουμε. Καταλαβαίνουμε ότι η θεολογία της Εκκλησίας για τα Χριστούγεννα είναι τεράστια, δεν μπορούμε να πούμε τα πάντα εδώ – ελπίζουμε να φωτίζουμε και όχι να συσκοτίζουμε τη θεολογία αυτή – γι’ αυτό να μας σχολιάσετε δύο πράγματα που αναφέρθηκαν στη συζήτησή μας: Πρώτον· για τη θεία Κοινωνία ως ενεργοποίηση της ενανθρώπησης του Θεού μας. Δεύτερον· για τους τύπους ανθρώπους που τελικά δέχονται το υπερφυές αυτό μυστήριο της πίστεως, αφού μιλήσατε για τους ποιμένες και τους μάγους της Ανατολής.

Η Θεία Κοινωνία είπαμε ως προσφορά του σώματος και του αίματος του Χριστού, κατά πώς Εκείνος ο Χριστός μας το καθόρισε, όντως αποτελεί την κατεξοχήν ενεργοποίηση της σάρκωσης του Θεού στη δική μας ζωή. Αυτό που είναι ο Χριστός θέλησε να το διαιωνίσει μέσα στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία, κι είπε μάλιστα τον φοβερό λόγο ότι αν κανείς δεν φάει το σώμα Του και δεν πιει το αίμα Του, ζωή μέσα του δεν έχει. Χριστιανός σημαίνει άνθρωπος που πιστεύει στον Χριστό ως Θεό και άνθρωπο, που είναι βαπτισμένος και μέλος συνεπώς Χριστού, κλαδί στο δέντρο Εκείνου, που κρατιέται, τρέφεται και αυξάνει με τη συμμετοχή του σώματος και του αίματός Του. Χριστιανός δηλαδή που γιορτάζει Χριστούγεννα χωρίς Χριστό καταλαβαίνουμε ότι δεν υφίσταται, είναι παραλογισμός. Αλλά η συμμετοχή μας αυτή δεν είναι απροϋπόθετη. Απαιτείται για να λειτουργήσει σωστά η παρεχόμενη από τον Χριστό χάρη των μυστηρίων Του ο άνθρωπος να είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο. Και το έτοιμος δεν σημαίνει ασφαλώς αναμαρτησία, που ανθρωπίνως δεν υφίσταται, αλλά έτοιμος πάντοτε για μετάνοια. Και μετάνοια σημαίνει να αναγνωρίζω τις αμαρτίες μου, να μετανοώ γι’ αυτές, να τις εξομολογούμαι, να προσπαθώ να μην τις ξανακάνω, στρεφόμενος πάντοτε προς τον Χριστό και το άγιο θέλημά Του. Γιατί πρέπει να πούμε ότι η υπέρβαση των αμαρτιών μας γίνεται καλύτερα με τον τρόπο που υπεδείκνυε στα νεώτερα χρόνια ο άγιος Πορφύριος: όχι με τον σκληρό και αιματηρό τρόπο της πάλης κατά του κακού, αλλά με τον απαλό και αναίμακτο και εύκολο, της στροφής σε κάθε πρόβλημα προς τον Χριστό – ό,τι συνιστούσε ο απόστολος Παύλος: «νίκα ἐν τῶ ἀγαθῶ τό κακόν».
Κι από την άλλη στο δεύτερο ερώτημα: μία τέτοια πίστη και αποδοχή του Χριστού είναι η πίστη που βλέπουμε στους τύπους ανθρώπων που βρέθηκαν κοντά όταν γεννήθηκε ο Χριστός: στους απλούς βοσκούς της Βηθλεέμ και στους αναζητητές μάγους-αστρονόμους της εποχής εκείνης της μακρινής Περσίας. Στα πρόσωπα αυτών πράγματι ψαύουμε το ποιοι άνθρωποι γεύονται το μυστήριο της Γέννησης του Χριστού: οι άνθρωποι με την ανοικτή και απονήρευτη καρδιά· οι άνθρωποι οι οποίοι αναζητούν την αλήθεια. Διαφορετική προσέγγιση μάλλον εκβάλλει σε λάθος αποτέλεσμα. Μας το λέει και τόσο όμορφο και πάλι η υμνολογία της Εκκλησίας: «Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν· πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν». Αν δηλαδή η λογική μας πάει μπροστά και τίθεται ως κριτήριο του μυστηρίου, δυστυχώς δεν πρόκειται να νιώσουμε τίποτε – τα Χριστούγεννα θα λειτουργούν ως κάτι, στην καλύτερη περίπτωση, ενοχλητικό. Αν όμως τα προσεγγίσουμε με μια παιδική απλότητα ή με την εναγώνια κραυγή αναζήτησης της αλήθειας, τότε θα αρχίσουν να μας αποκαλύπτονται. Μακάρι να ανήκουμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις και αυτό να αποτελεί την προσευχή μας. 



ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑ: Η Λερναία Ύδρα της Νέας Τάξης


Ομιλία του συγγραφέα Ηλία Καλλιώρα, στα γραφεία του Στύλου Ορθοδοξίας,
με αφορμή το υπό έκδοση ομότιτλο βιβλίο του.