Νικολάου Μάννη, Εκπαιδευτικού στην Romfea.gr
Προσφάτως ο γνωστός ομιλητής π. Ανδρέας Κονάνος αποφάσισε να παραιτηθεί από την Ιερωσύνη. Αν και δεν ανήκω στους θαυμαστές του, διότι οι λόγοι του απέχουν, κατά την προσωπική μου άποψη βεβαίως, από το γνήσιο πατερικό πνεύμα, θεωρώ πως για την συγκεκριμένη πράξη του επικρίθηκε πολύ σκληρά, και δυστυχώς από πλήθος ανθρώπων, ενώ δεν έχει μαθευτεί καν ο λόγος για τον οποίο προέβη σε αυτήν.
Ας σκεφθούμε την πιθανότητα ο άνθρωπος αυτός να είχε κωλύματα Ιερωσύνης και να κατανόησε πως αυτά (παρά τις δικαιολογίες των συγχρόνων Επισκόπων και Πνευματικών) δεν επιδέχονται καμίας Οικονομίας, διότι επιφέρουν κόλαση και στον χειροτονηθέντα και στον χειροτονήσαντα, αλλά και μεγάλο κακό στην Εκκλησία.
Τότε για την πράξη του αυτή όχι μόνο δεν είναι θα αξιοκατάκριτος, αλλά, αντιθέτως, άξιος επαίνων.
Και μάλιστα μεγάλων επαίνων, διότι ζούμε σε μια εποχή που λόγω της γενικής αθέτησης των κωλυμάτων Ιερωσύνης βιώνουμε πολλά δεινά, για τα οποία μας έχουν προειδοποιήσει οι Άγιοι.
Με αφορμή όμως αυτόν τον πρόσφατο αυτοαποσχηματισμό του π. Ανδρέα, εξεφράσθη μία θέση από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ, η οποία θεωρώ πως είναι αντίθετη με την ορθόδοξη άποψη, όπως η τελευταία προκύπτει από τον λόγο και την πράξη της Εκκλησίας.
Συγκεκριμένα η θέση του Σεβ. Πειραιώς κ. Σεραφείμ είναι η εξής:
«Ἡ ἄποψις ἑπομένως ὅτι ἡ Ἱερωσύνη εἶναι ἀνεξάλειπτος ἤ ὅτι ἀδρανοποιεῖται εἶναι κακοδοξία, πού προέρχεται ἀπό τόν Ρωμαιοκαθολικισμό καί τήν ὁποίαν εἰσήγαγαν εἰς τήν καθ’ ἡμᾶς Θεολογίαν οἱ ἐν Ἑσπερίᾳ σπουδάσαντες Θεολόγοι καί μαθηταί των.
Ἀπόδειξις τοῦ γεγονότος ὁ ΞΒ΄ Κανών τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος διακελεύει τά ἀκόλουθα «Εἴ τις κληρικός, διὰ φόβον ἀνθρώπινον, Ἰουδαίου ἢ Ἕλληνος ἢ αἱρετικοῦ, ἀρνήσεται, εἰ μὲν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀποβαλλέσθω˙ εἰ δὲ τὸ ὄνομα τοῦ κληρικοῦ, καθαιρείσθω· μετανοήσας δέ, ὡς λαϊκὸς δεχθήτω».
Ὁ κανών αὐτός ἔχει ἐπικυρωθεῖ ὁρισμένως μέ τόν Β Κανόνα τῆς Ἁγίας Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Εἰς τό ἐρώτημα διατί δέν «ἀναχειροτονοῦνται» οἱ ὑποβαλόμενοι εἰς τήν ποινήν τῆς καθαιρέσεως Κληρικοί μετά τήν ἀπονομήν εἰς αὐτούς χάριτος, ἡ ἀπάντησις εἶναι ὅτι τό μυστήριον εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἡ ὁποία ἀποφαίνεται καί κατά ταῦτα δέν ἀπαιτεῖται ἐπανάληψις τῆς μυστηριακῆς πράξεως»[1].
Και είναι μεν αληθές ότι ο Παπισμός (ή «Ρωμαιοκαθολισμός» αν προτιμάτε) διέστρεψε, και σε αυτόν τον τομέα, την ορθόδοξη διδασκαλία με τον σχολαστικισμό του, η άποψη όμως ότι η Ιερωσύνη είναι ανεξάλειπτη και ότι δεν μπορεί να αφαιρεθεί από τον Κληρικό, παρά μόνο να γίνει επίσχεσή (δηλαδή αδρανοποίησή) της, δεν υποστηρίζεται μόνο από θεολόγους που σπούδασαν στην Δύση[2] (άλλωστε και οι περισσότεροι που τάσσονται κατά του ανεξάλειπτου της Ιερωσύνης, είτε θεολόγοι - όπως ο γνωστός οικουμενιστής Αμίλκας Αλιβιζάτος, ο Τυρολόης Παντελεήμων Ροδόπουλος κ.α. -, είτε (οι κυριότεροι εκφραστές του) νομικοί - όπως ο διάσημος τέκτονας Χρήστος Σγουρίτσας, ο Παναγιώτης Πουλίτσας, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Γεώργιος Ράμμος, ο Σπύρος Τρωιάνος κ.α. -, σπούδασαν επίσης στην Εσπερία!).
Το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης (χωρίς φυσικά τις παπικές παρερμηνείες και τα σχολαστικές λεπτολογίες επ᾿ αυτού) υποστηρίζεται και από παλαιότερους διαπρεπείς Διδασκάλους της Εκκλησίας, όπως (μεταξύ άλλων):
α) τον Δοσίθεο Ιεροσολύμων (+1707): «Ἐντίθησι δὲ τὸ Βάπτισμα καὶ χαρακτῆρα ἀνεξάλειπτον, ὥσπερ καὶ ἡ Ἱερωσύνη… ἀδύνατον τὸν αὐτὸν δὶς ἱερωσύνης τυχεῖν τῆς αὐτῆς»[3],
β) τον Χρύσανθο Ιεροσολύμων (+1731): «αὔτη δὲ (ἡ Ἱερωσύνη) ἐν οἷς ἐγχαράττεται, ἀνεξάλειπτος, καὶ ἀήττητος, ἀσφαλής τε, καὶ ὑπερλάμπουσα διαμένει διαιωνίζουσα»[4],
γ) τον Ευγένιο Βούλγαρη (+1806): «Ἡ γὰρ καθαίρεσις ἔκπτωσίς τις ἐστὶν ἀπὸ τῆς ἱεροτελεστίας, καὶ τοῦτο μόνον διηνεκὴς ἀργία, καὶ τέλος μὴ ἔχουσα, τοσοῦτῳ τῆς ἀργίας αὐτῆς διαφέρουσα, ὅτι ἡ μὲν ἐν χρόνῳ τεταγμένῳ ἐπιβάλλεται, μεθ᾿ ὃν ἀποκατάστασις, ἡ δὲ τῷ βίῳ συμπαρατείνουσα ἐστίν, ἀποκαταστάσεως ἐλπίδα μὴ φέρουσα. Οὐκ ἔστι δὲ καὶ τῆς Ἱερωσύνης αὐτῆς ἄρδην ἐξάλειψις, ἄπαγε, τῆς ἀνεξαλείπτου μενούσης, καὶ τὸν χαρακτῆρα ἀκαθαιρέτου…Ἡ Ἱερωσύνη ἀνεξάλειπτος οὖσα οὐκ ἀναιρεῖται διὰ τῆς καθαιρέσεως. Εἰ γὰρ ἀνῃρεῖτο, οὐδ᾿ ἂν εἶχεν ἐλπίδα ἀποκαταστάσεως, ἣν ἔχειν ἐπ᾿ ἐνίων ἐκ τοῦ δ’ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ κανόνος διδασκόμεθα: Ἐπίσκοπος γάρ, φησίν, ὑπὸ συνόδου καθῃρημένος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ ὑποδιάκονος ὑπὸ τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, εἰ τολμήσειέ τι πρᾶξαι τῆς λειτουργίας, μηκέτι μηδὲ ἀποκαταστάσεως ἐλπίδα ἐχέτῳ»[5],
δ) τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (+1809): «Οἱ δὲ ἱερεὶς ἐκπεσόντες τῆς Ἱερωσύνης, διὰ τοῦτο δὲν χειροτονοῦνται ἐκ δευτέρου, ἐπειδὴ ἐκτυποῦσι τὸν πρῶτον καὶ μέγαν ἰερέα, ὃς εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ ἅγια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος, κατὰ τὸν Παῦλον, καὶ μένει εἰς τὸ διηνεκὲς ἀδιάπτωτον ἔχων τὴν Ἱερωσύνην· τοῦτο κατ᾿ ἐμὴν γνώμην εἶναι τὸ αἴτιον ὁποῦ δὲν μεταχειροτονεῖται ὁ ἱερεύς. Ἀδιάπτωτος γὰρ ὲν τῷ Χριστῷ ἡ Ἱερωσύνη»[6],
ε) τον Σμύρνης Βασίλειο (+1910): «Διὰ τῆς καθαιρέσεως οὐ τὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης αἴρεται ἢ ἀναιρεῖται, ἧς τὸ ποιητικὸν αἴτιόν ἐστι κυρίως αὐτὸ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, ἀλλ᾿ ἡ ἐνέργεια αὐτῆς ἐπίσχεται καὶ κωλύεται»[7].
Το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης, υποστηρίζεται επίσης και από την πράξη της Εκκλησίας, η οποία πάντοτε θεωρούσε ισχυρά τα τελούμενα υπό καθηρημένων (εννοείται καθηρημένων Ορθοδόξων, και όχι καθηρημένων, και τεθέντων διά του μεγάλου αναθέματος εκτός Εκκλησίας, αιρετικών) κληρικών Μυστήρια, και μάλιστα όχι μόνο όταν οι καθαιρέσεις ήταν άδικες[8], αλλά ακόμη και όταν ήταν δίκαιες.
Ο ΚΗ΄ Αποστολικός Κανόνας («Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, καθαιρεθείς δικαίως, ἐπὶ ἐγκλήμασι φανεροῖς, τολμήσειεν ἅψασθαι τῆς ποτὲ ἐγχειρισθείσης αὐτῷ λειτουργίας, οὗτος παντάπασιν ἐκκοπτέσθω τῆς ἐκκλησίας»), ενώ απειλεί τον καθηρημένο που θα τολμήσει να τελέσει Μυστήριο με παντελή αποκοπή από την Εκκλησία (μέγα ανάθεμα), δεν αναφέρει ότι το υπ’ αυτού τελεσθέν Μυστήριο είναι ανύπαρκτο, δηλαδή ως υπό λαϊκού γενόμενο.
Ο Ευγένιος Βούλγαρης γράφει για το θέμα πως αν ο καθηρημένος «ἱερουργήσειεν, αὐτὸς μὲν βαρύτερον ἑαυτῷ κρίμα ἀπεργάζεται, τὰ δέ τοι προσφερόμενα δῶρα τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ τελεταρχικοῦ Πνεύματος ἀγιάζεται»[9].
Αυτό επιβεβαιώνεται και από Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 1143 επί Πατριάρχου Μιχαήλ του Κουρκούα, η οποία κατέκρινε τον Επίσκοπο Βαλβίσσης Λεόντιο «διατὶ ἐβάπτισε δεύτερον τὸν ὑπὸ ἱερέως καθῃρημένου ἐπὶ φανεροῖς ἐγκλήμασι βαπτισθέντα, μὲ τὸ νὰ ἐνόμισε πῶς δὲν εἶναι τέλειον τὸ ὑπὸ καθῃρημένου γεγονὸς βάπτισμα»[10].
Η δε επίκληση του ΞΒ΄ Κανόνος των Αγίων Αποστόλων ή, ορθότερα, η κατά γράμμα (και αποκομμένη από τους άλλους σχετικούς Κανόνες) στείρα ερμηνεία του, οδηγεί σε εσφαλμένα νομικίστικα συμπεράσματα. Η ορθή ερμηνεία του δεν είναι πως οι καθηρημένοι Κληρικοί χάνουν την Ιερωσύνη και ξαναγίνονται, ως διά μαγείας, Λαϊκοί, αλλά πως για τιμωρία «ρίπτωνται εἰς τὸν τόπον τῶν Λαϊκῶν»[11].
Και αν το έγκλημα του Κληρικού για το οποίο καθαιρέθηκε είναι η άρνηση του Χριστού ή της Ιερωσύνης του (ΞΒ΄ Αποστολικός) τότε ακόμη και αν μετανοήσει, παραμένει ισοβίως «ὡσὰν λαϊκός, ἢτοι ἂς συμπροσεύχεται μὲ τοὺς πιστούς»[12]· αν όμως το έγκλημά του είναι κανονικό (π.χ. πορνεία, μοιχεία κλπ.), τότε αν μετανοήσει παρέχεται σε αυτόν το δικαίωμα να έχει ξανά το σχήμα του Κληρικού, κατά τον ΚΑ΄ Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου («Οἱ ἐπ’ ἐγκλήμασι κανονικοῖς ὑπεύθυνοι γινόμενοι, καὶ διὰ τοῦτο παντελεῖ τε καὶ διηνεκεῖ καθαιρέσει ὑποβαλλόμενοι, καὶ ἐν τῷ τῶν λαϊκῶν ἀπωθούμενοι τόπῳ· εἰ μὲν ἑκουσίως πρὸς ἐπιστροφὴν ὁρῶντες ἀθετοῦσι τὴν ἁμαρτίαν, δι’ ἣν τῆς χάριτος ἐκπεπτώκασι, καὶ ταύτης τέλεον ἀλλοτρίους ἑαυτοὺς καθιστῶσι, τῷ τοῦ κλήρου κειρέσθωσαν σχήματι· εἰ δὲ μὴ τοῦτο αὐθαιρέτως αἱρήσονται, καθάπερ οἱ λαϊκοί, τὴν κόμην ἐπιτρεφέτωσαν, ὡς τὴν ἐν κόσμῳ ἀναστροφὴν τῆς οὐρανίου ζωῆς προτιμήσαντες»), όχι όμως και την άδεια να ιεροπρατεί (κατά τον προαναφερθέντα ΚΗ΄ Αποστολικό).
Συνοψίζοντας, και αναφερόμενος συγκεκριμένα στον π. Ανδρέα, αυτή την στιγμή έχει ακόμη (λόγω του ότι δεν έχει καθαιρεθεί) ενεργή την Ιερωσύνη[13], έστω και αν δεν την ασκεί (σε περίπτωση κωλυμάτων, όπως είπαμε, πολύ καλά κάνει για να μη κολασθεί).
Μετά την καθαίρεσή του όμως δεν θα επιτρέπεται, επί ποινή αφορισμού, να την ενεργήσει, παρά το γεγονός ότι θα φέρει ανεξάλειπτη την Ιερωσύνη και ως Ιερεύς θα κριθεί ενώπιον του Θεού.
Κλείνω με ένα φοβερό περιστατικό, το οποίο αποδεικνύει το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης, και αν χρειαστεί θα επανέλθω στο θέμα με πολλά ακόμη στοιχεία τα οποία παρέλειψα χάριν συντομίας.
Κατά το 1660 (περίοδος της Τουρκοκρατίας) Επίσκοπος της Οφιούντας του Πόντου ήταν ο Αλέξανδρος Ποτουράς «ὅστις μένεα πνέων κατὰ τοῦ Μητροπολίτου Τραπεζοῦντος, πρὸς ἐκδίκησιν, συνέστησε καὶ έξώθησε τοὺς παρευρεθέντας νὰ ἀλλαξοπιστήσουν, δώσας πρῶτος τὸ παράδειγμα… Μετὰ τὴν ἐξόμωσίν του ὠνομάσθη Ἰσκεντέρ Πασᾶς…
Οὗτος γενόμενος μουφτῆς (ἱεροδικαστὴς) τῶν Τούρκων ἐν Τραπεζοῦντι, μετά τινα ἔτη μεταμεληθεὶς συνεπείᾳ τοῦ κάτωθι γεγονότος, ἐπανῆλθεν εἰς τὴν χριστιανικὴν θρησκείαν.
Ἤτοι, ἐπειδὴ ἐκ τῶν ἀπομεινάντων ἐν τῇ χριστιανικῇ θρησκείᾳ συγγενῶν του, εὑρέθη ἄλυτον τὸ σῶμα ἑνὸς πρὸ πολλοῦ θανόντος, τοῦτο οἱ συγγενεῖς του τοποθετήσαντες καλῶς ἐντὸς θήκης (κάσας) μετεκόμισαν κρυφίως νύκτα τινα εἰς Τραπεζοῦντα εἰς τὴν οἰκίαν του καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν ἵνα δεηθῇ καὶ διαβάσῃ κατὰ τὴν χριστιανικὴν θρησκείαν καὶ οὕτω εὑρεθῇ τρόπος διαλύσεως τοῦ ἀφωρισμένου ἀλύτου σώματος.
Οὗτος ἂν καὶ μουφτῆς, ἀφοῦ ἐξεδύθη τὰ ἰσλαμικὰ καὶ ἐνεδύθη τὰ ἐπισκοπικὰ ἄμφιά του καὶ γονυκλινὴς ἀναγινώσκων ἐδέετο ἐπικαλούμενος τὴν θείαν ἄφεσιν ἐπὶ τοῦ σώματος τοῦ νεκροῦ παρουσίᾳ τῶν προσενεγκόντων τοῦτο συγγενῶν, λέγεται καὶ τὸ τονίζει ἡ παράδοσις μετὰ πεποιθήσεως, ὅτι θείᾳ ἀντιλήψει ἐγένετο τὸ θαῦμα ὥστε νὰ λυώσῃ παραχρῆμα τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ καὶ νὰ μείνουν μόνον τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ.
Τότε ὁ Ἀλέξανδρος μετανοήσας διὰ τὴν ἀλλαξοπιστίαν του εἶπε: «Θρησκεία εἶναι αὐτὴ καὶ μόνη, ἡ τοῦ Χριστοῦ.
Ἐνομίσαμεν χρυσόν, ἐκεῖνο ποὺ εἶναι χαλκός». Καὶ οὕτω ὅταν μετέβη εἰς τὸ τζαμὶ ὡς συνήθως νὰ κάμῃ τὴν προσεχυήν του, ὡμολόγησεν ἀπὸ τοῦ ἀμβωνος τὴν ἐπιστροφήν του εἰς τὸν Χριστόν, ὁπότε συνέλαβον τοῦτον οἱ Τοῦρκοι καὶ ἀφοῦ τὸν ἐβασάνισαν ποικιλοτρόπως, τελευταίως τὸν ἐσκότωσαν τὸ δὲ σῶμα του ἄφησαν ἄταφον.
Τὸ περισυνέλεξαν δὲ οἱ χριστιανοὶ καὶ ἐνεταφίασαν τοῦτο εἴς τινα ἐκκλησίαν ἐν Τραπεζοῦντι»[14].
[1] Ι.Μ. Πειραιώς: Περί του Αρχιμ. Ανδρέα Κονάνου ( https://www.romfea.gr/ieres-mitropoleis/39280-im-peiraios-peri-tou-arxim-andrea-konanou )
[2] Δεν γνωρίζω αν ο Σεβ. κ. Σεραφείμ υπονοεί τους κορυφαίους θεολόγους και υπερασπιστές της ανεξάλειπτης Ιερωσύνης Παναγιώτη Τρεμπέλα και Χρήστο Ανδρούτσο, τους οποίους αρκετοί νεοθεόλογοι (κυρίως «ρωμανιδικοί») απορρίπτουν με ανεπίτρεπτη περιφρόνηση ως επηρεασμένους από την Δύση.
[3] Ιωάννου Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολική Μνημεία, Αυστρία, 1968, σ. 760.
[4] Συνταγμάτιον, Τιργκόβιστε, 1715, σ. κβ΄.
[5] Κριτικαί Επιστάσεις, Βιέννη, 1806, σ. 277-278, 280.
[6] Πηδάλιον, Υποσημείωση στον ΞΗ΄ Αποστολικό Κανόνα.
[7] Πραγματεία περί του κύρους της χειροτονίας κληρικών υπό επισκόπου καθηρημένου και σχισματικού χειροτονηθέντων, Σμύρνη, 1887, σ. 18.
[8] Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της «καθαιρέσεως» του Ιερού Χρυσοστόμου από την εν Δρυ Σύνοδο, την οποία πολύ ορθά αγνόησε ο Άγιος και συνέχισε να ιεροπρατεί.
[9] Κριτικαί Επιστάσεις, ό.π., σ. 278.
[10] Αγίου Νικοδήμου, Πηδάλιον, Υποσημείωση 2η στον ΚΗ΄ Αποστολικό Κανόνα.
[11] Αυτόθι, Υποσημείωση στον ΚΑ΄ της Πενθέκτης.
[12] Αυτόθι, Ερμηνεία στον ΞΒ΄ Αποστολικό Κανόνα.
[13] «Μὴ γὰρ ἐνεργείᾳ καθῃρημένοι, οἱ καθαιρέσεως ἔνοχοι, ἐνεργοῦσαν ἔχουσιν, ἴσα τοῖς ἀθώοις τὴν τῆς Ἱερωσύνης δύναμιν», κατά τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο (Επιτομή, Λειψία, 1806, σ. 378)
[14] Στ. Κοκκινίδη, Ο εξωμότης επίσκοπος (Ποντιακή Εστία, τεύχος Θ΄, Σεπτέμβριος 1950, σ. 514-515).