Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Εγκύκλιος για την 28η Οκτωβρίου



Ἀρ. πρωτ.: 671  

                     Ἐν Ἀχαρναῖς: 3-16/10/2020

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδερφοί,

Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε.

   Χρέος καὶ καθῆκον ἱερὸ ἡ τιμὴ στὰ πρόσωπα ἐκεῖνα ποὺ θυσίασαν ἕως θανάτου τὴ ζωή τους ὑπὲρ τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ  Ἔθνους μας.

   Ἡ θυσία ἑνὸς ἑκάστου τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν ἀναίμακτο μυσταγωγία καὶ τὰ ἱερὰ μνημόσυνα.

   Ἐνθυμούμενοι τὰ  ἱστορικὰ γεγονότα τῆς Κατοχῆς ὑπὸ τῶν σημερινῶν ἑταίρων καὶ τότε διωκτῶν καὶ ἐχθρῶν τῆς φιλτάτης Πατρίδας μας, Γερμανῶν, καὶ ἀναγνωρίζοντας τὸν ἡρωισμό, τὴ θυσιαστικότητα καὶ τὴν ἀπόλυτη αὐταπάρνηση ὅλων ὅσοι ἀδίκως θανατώθηκαν, ἐξορίσθηκαν καὶ φυλακίσθηκαν, μὲ δέος καὶ προσευχὴ ὑποκλινόμεθα καὶ παρακαλοῦμε ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τους.

   Ἐφέτος συμπληρώνονται ἀκριβῶς 80 χρόνια ἀπὸ τὸ ἡρωικὸ ΟΧΙ τῶν Ἑλλήνων ἔναντι τοῦ Ἰταλικοῦ καθεστῶτος, ἕνα ΟΧΙ ποὺ ἐξελίχθηκε σὲ μιὰ ἡρωικὴ Ἑλληνικὴ   Ἀντίσταση κατὰ τοῦ Τρίτου Ράιχ, γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε παγκοσμίως τὴν ἀνθρωπότητα στὴν ἐλευθερία, φαινόμενο ποὺ οἱ ὑγιῶς σκεπτόμενοι ἀναγνωρίζουν.

   Εἶναι γνωστὸ ὅτι δεκαετίες τελεῖται ἀνὰ τὴν Ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, καὶ ὀχὶ μόνο, τὴν 28η Ὀκτωβρίου, στρατιωτικὴ καὶ μαθητικὴ παρελάση.

   Ἐφέτος ἡ Ἐθνικὴ αὐτὴ ἐπέτειος ἐπισκιάζεται ἀπὸ τὴ θανατικὴ πανδημία καὶ ὅπως ἔχει ἀνακοινωθεῖ ἀπὸ τὰ ἁρμόδια Ὑπουργεῖα δὲν θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ καθιερωμένη παρέλαση. 

   Προτρέπω τὸν Ἱερὸ Κλῆρο, τὰ Κατηχητικὰ Σχολεῖα καὶ τὸ Χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Μητροπόλεώς μας, ὅπως τὴν ἡμέρα τῆς Ἐθνικῆς ἐπετείου, μετὰ τὴν καθιερωμένη Θεία Λειτουργία νὰ πραγματοποιηθεῖ Ἐπιμνημόσυνη Δέηση ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τῶν ἡρωικῶς πεσόντων προπατόρων μας, καθὼς καὶ Δοξολογία διὰ τὴ νίκη ποῦ βίωσαν οἱ γενναῖοι Ἕλληνες ἔναντι τῆς θηριωδίας τῶν Ναζιστῶν.

   Εἶναι ἐπιβεβλημένο καθῆκον μας ἡ ἀπόδοση τιμῆς σὲ ὅσους ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴ δική μας ἐλευθερία.

   Στὶς ἱερὲς τελετὲς ἱερόπαιδες νὰ κρατοῦν τὰ λάβαρα καὶ τὶς σημαῖες τοῦ Ναοῦ καὶ τῆς Πατρίδος, τὰ παιδιὰ τῶν Κατηχητικῶν νὰ εἶναι ἐνδεδυμένα μὲ Ἐθνικὲς φορεσιὲς καὶ οἱ Κατηχητὲς νὰ παραδώσουν τὸ ἐθνικὸ μάθημα τῆς ἡμέρας.

   Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τοῦ ἱστορικοῦ ΟΧΙ, μὲ εὐθύνη καὶ ἐπίγνωση νὰ τονίσω:

ΟΧΙ στὴν κατάργηση τῶν Ἐθνικῶν ἐπετείων·

ΟΧΙ στὴν καταπάτηση τῆς θρησκευτικῆς μας ἐλευθερίας·

ΟΧΙ στὴν ἀποκαθήλωση τῶν ἰδεωδῶν καὶ τὴν ἰσοπέδωση τῶν ἀρχῶν τῆς Πίστεώς μας·

ΟΧΙ στὴν ἀλλοίωση τῶν ἠθῶν καὶ τῶν παραδόσεων τῆς Πατρίδας μας·

ΟΧΙ στὴ Φραγκιά.

   Νὰ γνωρίζουμε, δίχως νὰ λησμονοῦμε, ὅτι ἡ Κυρὰ Δέσποινα, ἡ Παναγία μας, ἦταν ὁ Φύλακας τῶν ἀδικουμένων Ἑλλήνων στὸ  Ἔπος τοῦ 1940 μὲ ἀρκετὲς ἐμφανεῖς παρουσίες Της. 

Καὶ σήμερα Αὐτὴν ἔχουμε Φύλακα καὶ Σκέπη.

Εἶναι μαζί μας, εἶναι ἐδῶ, ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ τὴν ἐπικαλούμεθα καρδιακά.

 

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

+ ὁ Ἀττικῆς & Βοιωτίας Χρυσόστομος

Κρατῶν πένθους πάσῃ ἰσχύϊ κράτει

 


AΠΟΔΟΣΙΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Ὅταν κατακτήσης τὸ πένθος, κράτα το μὲ ὅλη τὴ δύναμί σου. Διότι προτοῦ ἀποκτηθῆ μόνιμα καὶ ὁριστικά, χάνεται εὔκολα ἀπὸ τοὺς θορύβους καὶ τὶς μέριμνες τοῦ σώματος καὶ τὴν καλοπέρασι, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν πολυλογία καὶ τὴν ἀστειολογία, καὶ διαλύεται ὅπως τὸ κερὶ ἀπὸ τὴν φωτιά.

Ἀνώτερη ἀπὸ τὸ βάπτισμα ἀποδεικνύεται ἡ μετὰ τὸ βάπτισμα πηγὴ τῶν δακρύων (τῆς   μετανοίας), ἂν καὶ εἶναι κάπως τολμηρὸ αὐτὸ ποὺ λέγω. Διότι ἐκεῖνο μᾶς  καθαρίζει ἀπὸ τὰ προηγούμενά μας κακά, ἐνῷ τοῦτο, τὸ βάπτισμα τῶν δακρύων, ἀπὸ   τὰ μετέπειτα. Καὶ τὸ πρῶτο, ἐφ᾿ ὅσον τὸ ἐλάβαμε ὅλοι στὴν νηπιακὴ ἡλικία, τὸ ἐμολύναμε. Ἐνῷ μὲ τὸ δεύτερο καθαρίζομε πάλι καὶ τὸ πρῶτο. Καὶ ἐὰν ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ δὲν τὸ εἶχε χαρίσει αὐτὸ στοὺς ἀνθρώπους, οἱ σῳζόμενοι θὰ ἦταν πράγματι σπάνιοι καὶ δυσεύρετοι.


(Ιωάννου της Κλίμακος, PG. 88. 804)

ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ - Ο ΔΟΥΛΕΥΤΑΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΤΕΜΠΕΛΗΣ

ΑΙΣΩΠΟΣ


Κάποτε στα παλιά τα χρόνια ζούσανε στην Αίγυπτο δυο άνθρωποι, που τα σπίτια τους και τα χωράφια τους ήταν δίπλα-δίπλα. Ο ένας όμως ήταν δουλευταράς και ο άλλος τεμπέλης.
Από το πρωί ως το βράδυ, ο Δουλευταράς όργωνε τα χωράφια του, έσπερνε. Σκάλιζε, πότιζε, θέριζε ανάλογα με την εποχή που ήτανε, κι όταν τελείωνε τη δουλειά του στα χωράφια γυρνούσε στο σπίτι του και κάτι έβρισκε κι εκεί να κάνει… Πότε διόρθωνε το αλέτρι του, πότε κάρφωνε κανένα παράθυρο που είχε σπάσει, πότε περιποιότανε τα ζώα του, πότε σκάλιζε τα λαχανικά του… Όλο δούλευε κι όλο πρόκοβε και σιγά –σιγά έγινε ο πιο πλούσιος του τόπου.
Ο γείτονάς του όμως ο τεμπέλης έβρισκε πάντοτε αφορμές και προφάσεις για να μην δουλέψει. Το πρωί δεν ξυπνούσε χαράματα, όπως ο δουλευταράς, αλλά κοιμόταν και χουζούρευε στο κρεβάτι του, ώσπου ο ήλιος ανέβαινε ψηλά στον ουρανό, γιατί έλεγε πως όσο περισσότερο κοιμότανε, τόσο πιο ξεκούραστος θα ήτανε και τόσο πιο καλά θα δούλευε στο χωράφι του.
Αλλά όταν έφτανε στο χωράφι, κόντευε πια μεσημέρι κι έτσι ως το απόγευμα δεν προλάβαινε να κάνει και πολλά πράγματα. Και το χωράφι του δεν ήτανε πολύ καλό ούτε έδινε πολύ καρπό.
Ζήλευε λοιπόν το γείτονά του τον Δουλευταρά κι έλεγε πως εκείνος ήτανε μάγος κι έκανε μάγια στα δικά του τα χωράφια να δίνουν πολύ καρπό και στο δικό του να μην δίνει καθόλου.
Μια μέρα οι δυο γείτονες συζητούσαν για τις σοδειές τους, κι επειδή ο Δουλευταράς είπε πως μόνο με την δουλειά προκόβει κανείς , ο τεμπέλης θύμωσε και σηκώνοντας το τσεκούρι του τον χτύπησε στο κεφάλι και τον σκότωσε.
Οι συγγενείς του Δουλευταρά όταν τον είδαν έτρεξαν να τον σηκώσουν και μόλις κατάλαβαν ότι ήταν πεθαμένος άρχισαν να κυνηγάνε τον τεμπέλη ο οποίος όμως είχε προλάβει να απομακρυνθεί και έτρεχε προς το Νείλο. Γυρίζοντας το κεφάλι του είδε ότι η συγγενείς του δουλευταρά τον κυνηγούσαν αλλά ήταν ακόμη μακριά κι εκεί που γύρισε μπροστά του είδε έναν λύκο.
Φοβήθηκε πως ο λύκος θα τον φάει γιατί δεν είχε κανένα όπλο να τον χτυπήσει. Καθώς κοιτούσε γύρω κι έψαχνε τρόπο να ξεφύγει πρόσεξε μια ψηλή χουρμαδιά, που βρισκότανε στην όχθη του Νείλου και που τα μεγάλα, πλατύφυλλα κλαδιά της έγερναν προς τον ποταμό.-Σώθηκα! Μουρμούρισε τότε ο τεμπέλης, έτσι θα γλιτώσω και από τον λύκο και από αυτούς που με κυνηγάνε!
Έτρεξε προς τη χουρμαδιά σκαρφάλωσε στα κλαδιά της και κρύφτηκε μέσα στα πυκνά φυλλώματα. Ο λύκος βλέποντας ότι του ξέφυγε ο άνθρωπος, έτρεξε κι αυτός να φύγει να πάει αλλού να βρει τροφή. Ξαφνικά ο φονιάς άκουσε κάτι να σέρνεται δίπλα του και γυρίζοντας το κεφάλι του είδε ένα τεράστιο φίδι να σέρνεται στα κλαδιά κοντά του.
Κοίταξε κάτω τρομαγμένος, ο λύκος είχε φύγει αλλά οι συγγενείς του σκοτωμένου πλησίαζαν τρέχοντας κι ασφαλώς θα τον έβλεπαν , όταν θα κατέβαινε από το δέντρο και θα τον έπιαναν. Κι ήξερε πως αν έπεφτε στα χέρια του δε θα γλίτωνε…Να μείνει στο δέντρο δεν μπορούσε, γιατί το φίδι τον πλησίαζε όλο και περισσότερο, και τότε σκέφτηκε το ποτάμι.
-Θα πηδήσω στο νερό, μουρμούρισε και θα βγω κολυμπώντας στην απέναντι όχθη.
Και πήδησε αμέσως στο νερό. Αλλά ο ποταμός ήτανε γεμάτος κροκόδειλους κι ένας από αυτούς μόλις είδε τον άνθρωπο να πέφτει όρμησε πάνω του άνοιξε το τεράστιο στόμα του και τον έκανε μια χαψιά! Κι έτσι παρόλο που νόμιζε ότι θα γλιτώσει ο φονιάς βρήκε την τιμωρία του.




(ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ)










Πρέπει να κάνουμε στους γέροντες εξαγόρευση εκείνων μονάχα των λογισμών που μας πολεμούν ή μένουν μέσα μας πολύν καιρό

 

«Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ιωάννη τον προφήτη:
– Για όλους τους λογισμούς, που ξεφυτρώνουν στην καρδιά μου, πρέπει να ρωτάω τους γέροντες;
– Δεν είναι ανάγκη, απάντησε ο γέροντας, να ρωτάει κανείς για όλους τους λογισμούς που περνούν από την καρδιά, γιατί φεύγουν και χάνονται. Να ρωτάει μόνο γι᾿ αυτούς τους λογισμούς που επιμένουν και πολεμούν.
Συμβαίνει, θα λέγαμε, με τους λογισμούς ό,τι και με έναν άνθρωπο, που βρίζεται από πολλούς, αλλ᾿ αγνοεί και προσπερνάει τις ύβρεις.
Τότε δεν κάνει καμιά ενέργεια. Αν όμως κάποιος (από τους υβριστές του) στραφεί εναντίον του και τον πολεμήσει, τότε τον καταγγέλλει στις αρχές. Έρχεται δηλαδή στον άρχοντα και υποβάλλει μήνυση εναντίον εκείνου που τον πολέμησε.
Έτσι γίνεται και με τους λογισμούς:
Πρέπει να κάνουμε στους γέροντες εξαγόρευση εκείνων μονάχα των λογισμών που μας πολεμούν ή μένουν μέσα μας πολύν καιρό».

(Μικρός Ευεργετινός)

Οἱ συνέπειες τοῦ ὀρθολογισμοῦ στή ζωή μας

 

Οἱ συνέπειες τοῦ ὀρθολογισμοῦ στή ζωή μας

Ἀθανάσιος Ἀναστασίου (Ἀρχιμανδρίτης, Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου)

Ὁ ὀρθολογισμός θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ ὑπερβολική ἐμπιστοσύνη στή λογική μας, ἡ ἀναγωγή της σέ ὑπέρτατη αὐθεντία καί ἀπόλυτη ἀξία. Εἶναι ἁμαρτητική νοοτροπία καί βιοθεωρία, καί ὄχι κάποια ἁπλή ἁμαρτία. Εἶναι κατ’ οὐσίαν ἀπιστία.

Ὁ ὀρθολογισμός εἶναι ἡ πιό χαρακτηριστική καί ὕπουλη ἐκδήλωση τῆς ὑπερηφάνειας, ἡ ὁποία ὑποκρύπτεται κάτω ἀπό ὅλες τίς ἁμαρτίες μας, ὑφέρπει σέ κάθε μας πράξη καί δηλητηριάζει ὅλα τά καλά ἔργα μας. Αὐτή ὁδηγεῖ στήν αὐτοδικαίωση καί τελικά στήν ἀμετανοησία, κλείνοντας ἔτσι τή θύρα τοῦ θείου ἐλέους. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος ὅλων τῶν κακῶν. Κατά τόν μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ ἡ ὑπερηφάνεια «ἀποτελεῖ τήν μόνιμη ἀπειλή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς», «βρίσκεται στήν ρίζα ὅλων τῶν τραγωδιῶν τοῦ ἀνθρώπινου γένους» καί ἀποτελεῖ «τήν οὐσία τοῦ ἅδη». Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος, λαϊκός, κληρικός ἤ μοναχός, γίνεται ἄτομο καί προσφέρει τόν πνευματικό θάνατο καί τόν ἅδη, τήν κόλαση, ὄχι μόνο στόν ἑαυτό του, ἀλλά καί στήν οἰκογένειά του, στό κοινόβιό του καί σέ ὅλο τό περιβάλλον του.

Ὁ ὀρθολογιστής ὑποβάλλει τήν ἁγνή καί πηγαία πίστη σέ λογικές διαδικασίες, ζητώντας ἐπιχειρήματα καί ἀποδείξεις. Πιστεύει μόνο σέ ὅ,τι μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καί νά γίνει ἀποδεκτό μέ τό μυαλό. Γι’ αὐτό καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα, ἀλλά καί πολλοί χριστιανοί μας, ἀμφιβάλλουν ἤ καί δέν πιστεύουν στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, στήν ὕπαρξη τῆς ἄλλης ζωῆς, στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στόν παράδεισο καί τήν κόλαση. Ἀρνοῦνται ἀκόμη τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου, τοῦ προαιώνιου αὐτοῦ ἐχθροῦ μας. Ἀγνοοῦν ὅτι ὁ διάβολος εἶναι πρόσωπο μέ νοῦ καί μέ θέληση, καί ὅτι αὐτός ἀποτελεῖ τήν αἰτία καί τήν πηγή τοῦ κακοῦ, δεχόμενοι γενικά καί ἀόριστα τήν ὕπαρξη μόνο «δυνάμεων τοῦ κακοῦ».

Ἀμφισβητοῦν τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, τῆς Θείας Κοινωνίας, τοῦ Γάμου, ὁ ὁποῖος τείνει νά ἀντικατασταθεῖ ἀπό μία ἁπλή συμβίωση, μία ἐλεύθερη σχέση, ἐκτός γάμου. Ἀρνοῦνται ἤ δέχονται ἐπιλεκτικά τά δόγματα τῆς πίστεώς μας, τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου, τή λατρεία, τήν εὐσέβεια καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπειδή δέν μποροῦν νά τά συλλάβουν μέ τήν λογική καί τό μυαλό τους.

Νά διευκρινίσουμε σέ αὐτό τό σημεῖο ὅτι ἡ ἀναφορά μας στό ἀρνητικό φαινόμενο τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί στίς ἀνάλογες συνέπειές του στήν πνευματική ζωή τοῦ καθενός σέ καμία περίπτωση δέν ἔχει τήν ἔννοια τῆς ὑποτιμήσεως ἤ τῆς παραγνωρίσεως τῆς λογικῆς, αὐτῆς τῆς ὕψιστης δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία τόν διαφοροποιεῖ ἀπό τά ἄλογα ζῶα καί τά ὑπόλοιπα κτίσματα.

Ὁ ὀρθολογιστής ἀντικαθιστᾶ τήν ἀναφορά καί τήν ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, πού εἶναι ἡ πίστη, μέ τή σκέψη καί τή διάνοια. Ἔτσι ὅμως καταργεῖται οὐσιαστικά ἡ πίστη, ἀφοῦ ὁ Θεός δέν μᾶς ἀποδεικνύεται, ἀλλά μᾶς φανερώνεται. Μᾶς ἀποκαλύπτεται μυστικά. Βιώνεται καρδιακά καί πηγαία, ἁπλά, ταπεινά καί ἀθόρυβα. Γι’ αὐτό καί ὁ ὀρθολογισμός συνιστᾶ οὐσιαστικά ἀπιστία• μία ἄλλη μορφή ἀθεΐας, χειρότερη ἴσως ἀπό τήν ἀπόλυτη καί καθαρή ἀθεΐα, ἀφοῦ μᾶς ἐφησυχάζει καί μᾶς παραπλανᾶ πώς δῆθεν πιστεύουμε.

Αὐτός ἀκριβῶς εἶναι καί ὁ λόγος πού καθιστᾶ τόν ὀρθολογισμό, τήν ὀρθολογιστική θεώρηση τῆς πίστεως, ἕνα ἀπό τά σοβαρότερα ἐμπόδια, καί τά δυσεπίλυτα προβλήματα πού ἀπειλοῦν καί ἀλλοιώνουν τήν πνευματική πορεία τῶν σύγχρονων πιστῶν καί ἐπιβουλεύονται τή σωτηρία τους.

Θά λέγαμε ὅτι ὁ ὀρθολογισμός δέν εἶναι ἁπλά καί μόνο μία συγκεκριμένη ἁμαρτία, δέν εἶναι μία πτώση, ἕνα λάθος, πού εἶναι ἀνθρώπινο καί φυσιολογικό νά συμβαίνει σέ κάθε πιστό, πού ἀγωνίζεται γιά τή σωτηρία του, ἀφοῦ κανείς δέν εἶναι ἀναμάρτητος ἤ ἀλάνθαστος. Γι’ αὐτό καί ὅλες οἱ πτώσεις καί ὅλα τά ἁμαρτήματά μας συγχωροῦνται, ὅταν μέ εἰλικρινῆ μετάνοια καί συντριβή τά ἐναποθέσουμε στό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ μας, μέ τό Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
Ὁ ὀρθολογισμός λοιπόν ξεπερνᾶ τά στενά ὅρια τῆς ἁμαρτίας καί λειτουργεῖ ἀλλοιωτικά καί διαφορετικά, ὑποσκάπτοντας τά ἴδια τά θεμέλια καί οὐσιώδη τῆς πίστεως. Καταργεῖ τή σχέση, τήν ἐμπιστοσύνη, τήν ἐλπίδα, γιατί στηρίζεται μόνον στά δικά μας λογικά συμπεράσματα, στίς ἀτομικές μας ἀντιλήψεις καί στήν ἀτομική μας νοοτροπία καί βιοθεωρία.

Νοῦς καί λόγος

Γιά νά κατανοήσουμε καλύτερα τήν διαφορά ἀνάμεσα στήν «καλή» καί «κακή» χρήση τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς (πού εἶναι ὁ ὀρθολογισμός), θά ἦταν χρήσιμο νά ἀναπτύξουμε ἐν συντομίᾳ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν φύση καί τήν λειτουργία της.

Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί τήν ὀρθόδοξη πατερική παράδοση, ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο γνωστικά κέντρα. Δηλαδή δύο ὁδούς, δύο τρόπους μέσα ἀπό τούς ὁποίους μπορεῖ νά γνωρίσει τά πράγματα, τήν κτιστή φυσική δημιουργία καί τόν ἴδιο τόν Θεό.

Τά δύο αὐτά κέντρα εἶναι ὁ νοῦς (πού οἱ πατέρες τόν ταυτίζουν μέ τήν καρδιά) καί ὁ λόγος (δηλαδή ἡ λογική, ἡ διάνοια, τό μυαλό). Ὁ νοῦς ἔχει τήν ἕδρα του στήν καρδιά καί ὁ λόγος (ἡ λογική) στόν ἐγκέφαλο. Ὁ νοῦς εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχῆς, γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες τόν ὀνομάζουν «τό ἡγεμονικόν τῆς ψυχῆς». Μέ τό νοῦ, πού εἶναι ἡ θεωρητική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς (γι’ αὐτό καί ἀναφέρεται καί ὡς «ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς»), ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τή γνώση καί τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, γίνεται μέτοχος τῆς θείας Ἀποκαλύψεως.

Ὁ λόγος (ἤ λογική) εἶναι ἡ πρακτική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Μέ τό λόγο (τή λογική) ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τή φύση καί τήν κτιστή δημιουργία. Ἡ γνώση τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ βοηθάει, βεβαίως, τόν ἄνθρωπο νά φθάσει καί στήν γνώση τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ὅμως ἀποκτᾶ μέ τό νοῦ. Μέ τή λογική, δηλαδή, δέν μποροῦμε νά γνωρίσουμε τό Θεό. Ἡ λογική μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀνάγκη τῆς πίστεως στό Θεό. Ἡ ἀληθινή, ὅμως, γνώση τοῦ Θεοῦ γίνεται μέ τό νοῦ, μέ τήν καρδιά δηλαδή.
Τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο, πού δέν ἐπιτρέπει στό σύγχρονο ἄνθρωπο νά φθάσει στή γνώση τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: ὅτι προσπαθεῖ νά Τόν γνωρίσει μέ λάθος τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Ἀντικαθιστᾶ δηλαδή τό νοῦ (τήν καρδιά) μέ τό λόγο (τή λογική) καί καταλήγει ἔτσι στόν ὀρθολογισμό καί στήν ἀδυναμία νά γνωρίσει ἀληθινά τό Θεό.

Ἀπό τά ἀνωτέρω γίνεται φανερό πώς παραιτοῦμαι ἀπό τή λογική μου δέν σημαίνει ὅτι γίνομαι παράλογος. Ἡ πίστη δέν εἶναι παράλογη, ἀλλά ὑπέρλογη. Δέν κατανοεῖται, ἀλλά βιώνεται. Πίστη δέν σημαίνει κατανόηση, ἀλλά ἐμπιστοσύνη. Δέν ἀντιβαίνει στόν ὀρθό λόγο, ἀλλά τόν ὑπερβαίνει, τόν ξεπερνᾶ. Τό ὑπέρλογο μέσα στήν Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ἡ κατάργηση τῆς λογικῆς, ἀλλά ἡ μετακένωση καί ἀνύψωσή της στήν ἀποδοχή τῶν ἐμπειριῶν τῆς θείας Ἀποκαλύψεως. Τό ὑπέρλογο εἶναι ἡ ἀπόλυτη διάθεση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ αὐτοεγκατάλειψή μας στό θέλημα καί στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τό λογικό εἶναι τό «στένεμα» τοῦ Θεοῦ καί ἡ σμίκρυνσή του στίς προσωπικές μας ἀνάγκες καί ἀπαιτήσεις, στό ἐγωιστικό θέλημά μας. Τό ὑπέρλογο εἶναι νά ἀφήνω στό Θεό ἀνοιχτό τό δρόμο τῆς καρδιᾶς μου γιά νά ‘ρθεῖ καί νά ἐνεργήσει μέσα μου μέ τό δικό Του τρόπο, πού δέν εἶναι οὔτε λογικός, οὔτε ἄλογος, οὔτε παράλογος, ἀλλά εἶναι ὑπέρλογος. Εἶναι ἡ αἰώνια Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ πηγή καί ἡ ὁδός τῆς σωτηρίας μας. Τό ὑπέρλογο εἶναι ἡ ὑπαγωγή τῆς λογικῆς μας στή Λογική του Θεοῦ. Εἶναι ἡ προσπάθεια πού κάνουμε γιά νά δεχθοῦμε τή Λογική τοῦ Θεοῦ, ὅταν αὐτή δέν συμφωνεῖ μέ τή δική μας.

Σκοπός τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ὁ Οὐρανός. Πατρίδα του εἶναι ὁ Οὐρανός. Ὁ χριστιανός εἶναι οὐρανοπολίτης καί στόχος κεντρικός τῆς ζωῆς του εἶναι νά γνωρίσει τό Θεό καί νά ἑνωθεῖ μαζί Του, νά φθάσει δηλαδή στή θέωση. Τό ἀπόλυτο ζητούμενο τῆς πνευματικῆς μας πορείας παραμένει πάντοτε ἡ θέωση, πού ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσα ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τό φωτισμό τοῦ νοῦ. Ὁ φωτισμός λοιπόν τοῦ νοῦ ὀφείλει νά εἶναι ἡ κύρια ἐπιδίωξή μας, καί ὄχι ἡ καλλιέργεια τῆς λογικῆς. Ὁ φωτισμένος νοῦς εἶναι αὐτός πού ὁδηγεῖ στό Θεό καί ὄχι ἡ ἀνεπτυγμένη λογική. Ὁ φωτισμένος νοῦς εἶναι ἡ ἀνταμοιβή τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἐκχώρηση τῆς λογικῆς μας σ’ Αὐτόν. Γι’ αὐτό καί ἡ προσπάθειά μας θά πρέπει νά εἶναι ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ καί ὄχι ἡ ἐξάσκηση τῆς λογικῆς μας.

Ἡ πνευματική γνώση

Ὁ στόχος ὅμως αὐτός ἐπιτυγχάνεται κυρίως μέ τήν «πνευματική γνώση». Πνευματική γνώση εἶναι πίστη, εἶναι ἐμπειρία, εἶναι θεῖος φωτισμός, εἶναι Θεία χάρις καί Θεογνωσία.

Ἡ πνευματική αὐτή γνώση δέν εἶναι ἀπόρροια τῆς λογικῆς τοῦ μυαλοῦ μας. Δέν κατέχεται μόνον ἀπό τούς εὐφυεῖς, ἀπό τούς μορφωμένους, ἀπό τούς ἐπιστήμονες. Δέν ἀπαιτεῖ σύνθετη σκέψη, πολύπλοκες ἀναλύσεις καί συλλογισμούς. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πού προσφέρεται σέ ὅλους, μορφωμένους καί ἀγράμματους, γνωστικούς καί ἀδαεῖς, ἔξυπνους καί ἁπλοϊκούς, σέ ὅλους ὅσοι ἔχουν ἁπλή, ταπεινή καί καθαρή καρδιά. Ἡ πίστη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στούς ἁπλούς καί ταπεινούς ἀνθρώπους, καί ὄχι ἀποτέλεσμα λογικῆς ἐπεξεργασίας.

Ἡ πνευματική γνώση δέν σπουδάζεται στά πανεπιστήμια καί τά σπουδαστήρια τοῦ κόσμου, δέν ἀναγνωρίζεται μέ διπλώματα καί μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδῶν, δέν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἐπιστημονικῶν ἐρευνῶν. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς, εἶναι φωτισμένος νοῦς, εἶναι μετοχή στήν ἀγάπη, τή χάρη καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τῆς Ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας καί στόν κόσμο ὁλόκληρο. Ἐργαστήριο τῆς πνευματικῆς γνώσεως εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα. Ἡ ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί ἡ αὐτοεγκατάλειψή μας στήν ἄπειρη ἀγάπη καί πρόνοιά Του. Εἶναι ἡ καθημερινή ἄσκηση καί τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἐξάσκηση τῆς ἀγάπης διά τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἐλεημοσύνης ἐνεργούμενης. Εἶναι ἡ φιλαδελφία, ἡ καλοσύνη καί ἡ ἱλαρότητα.

Ὁ ὀρθολογισμός, περνώντας ἀπό ὅλες τίς πτώσεις τῆς ὑπερηφάνειας, μᾶς ὁδηγεῖ τελικά στήν αὐτοδικαίωση• γιατί μᾶς πείθει ὅτι ἔχουμε δίκιο. Καί ἐφ’ ὅσον οἱ σκέψεις μας, τά λόγιά μας καί οἱ πράξεις μας εἶναι λογικές, ἄρα εἶναι ὀρθές καί δίκαιες. Ἔχουμε λοιπόν δίκιο, ἄρα καί δικαίωμα νά τό ἐπιβάλλουμε ὡς γνώμη, ὡς ἐπιθυμία καί ὡς συμπεριφορά. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό ξεκινᾶ μία ἀτελεύτητη πορεία πρός τήν μηδέποτε ἐπιτυγχανομένη – γιατί εἶναι καί ἀκόρεστη – αὐτοδικαίωσή μας, πού μᾶς παρασύρει σέ μία ἁλυσίδα διαρκῶς μεγαλύτερων καί βαρύτερων ἁμαρτημάτων.

Ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς (Λουκ.18,9-14) εἶναι ὁ ἀντιπροσωπευτικότερος τύπος τοῦ αὐτοδικαιούμενου ἀνθρώπου. Καυχᾶται γιά τίς ἀρετές του, θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δίκαιο καί συγχρόνως ἐξουθενώνει τόν τελώνη, βλέποντας τόν ἁμαρτωλό, κατώτερό του. Ὁ αὐτοδικαιούμενος γίνεται ὁ ἴδιος κριτής τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ ἀπονέμει τόν τίτλο τοῦ δικαίου, πιστεύοντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὑποχρεωμένος νά τόν ἀνταμείψει.

Ὁ αὐτοδικαιούμενος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού πάσχει ἀπό ψυχολογικά προβλήματα, ἐπειδή ἀπωθεῖ τήν ἐνοχή του. Γίνεται ἔτσι νευρικός, διαταραγμένος ἀνικανοποίητος, ἀπαιτητικός, ἀνυπόμονος, ἀνυπάκουος, αὐθάδης, ἐριστικός. Ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Ἑωσφόρου, δέν θέλει νά ζητήσει συγχώρηση καί νά ὁμολογήσει τίς ἁμαρτίες του. Ἐπαναλαμβάνει ὡς ἐπωδό τά λόγια του μηδενιστῆ Ἀλμπέρτ Καμύ: «Εἶχα δίκιο, ἔχω ὁπωσδήποτε δίκιο, θά ἔχω πάντα δίκιο», καί ὀρθώνει μόνος του ἀνυπέρβλητο φράγμα στήν ἄβυσσο τοῦ Θείου ἐλέους.

Ὁ ὀρθολογισμός εἶναι συμπυκνωμένη ὑπερηφάνεια, ἀλαζονεία, αὐτοδικαίωση, αὐτάρκεια καί αὐτονομία. Γι’ αὐτό καί ἀλλοτριώνει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀπομονώνει καί τόν ἀπομακρύνει ἀπό τό Θεό καί ἀπό τούς συνανθρώπούς του. Ὁ ὀρθολογιστής καθίσταται ἔτσι στοιχεῖο διαλυτικό τῆς φιλίας, τοῦ γάμου, τῆς οἰκογένειας, τοῦ κοινοβίου καί τῆς κοινωνίας.

Τελικά ὁ ὀρθολογιστής, παρά τή λαμπρότητα τῶν ἐπιτευγμάτων του, καταλήγει νά εἶναι ὁ κουρασμένος, ὁ κενός, ὁ ἀνικανοποίητος, ὁ ἀπογοητευμένος σύγχρονος ἄνθρωπος. Αὐτός πού βιώνει καθημερινά τό δράμα τῆς ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας του, τῆς ἀνασφάλειάς του καί τοῦ ἀδιεξόδου, στό ὁποῖο τόν παγιδεύει ἡ λογική του καί ἡ αὐτοπεποίθησή του στίς ὁποῖες τόσο στηρίχτηκε.

Θά πρέπει λοιπόν νά βγοῦμε ἀπό τά ὅρια τῆς πεπερασμένης ἀνθρώπινης λογικῆς καί νά μποῦμε στήν ἀπεραντοσύνη, στόν πλοῦτο καί τήν εὐλογία τῆς λογικῆς του Θεοῦ.


agiazoni.gr

Φανατισμός και ανεκτικότητα


Το πρώτο γνώρισμα του φανατικού είναι η μισαλλοδοξία του. Χωρίς να ενδιαφερθεί καν να μάθει τι ακριβώς υποστηρίζουν οι αντίπαλοί του, απορρίπτει ευθύς εξ αρχής κάθε θέση τους ως εσφαλμένη και στη συνέχεια ψάχνει να βρει τα επιχειρήματα για την απόρριψη. Άλλωστε βλέπει πάντα τα πράγματα άσπρα – μαύρα, χωρίς καμιά ενδιάμεση απόχρωση. Όλες οι δικές του απόψεις είναι σωστές, ενώ όλες οι διαφορετικές απόψεις είναι εσφαλμένες. Αυτή η στάση του φανατικού προέρχεται από την πεποίθησή του ότι οι δικές του απόψεις και πράξεις είναι απόλυτα σωστές και ορθές. Καμιά αμφιβολία δεν γεννιέται ποτέ μέσα του για ό,τι λέγει και πράττει. Πάντα έχει δίκιο και ενεργεί σωστά. Όχι μόνον οι γενικές αλήθειες, αλλά και κάθε λεπτομέρειά τους είναι αναμφισβήτητα ορθή. Σ’ όλα πορεύεται όπως πρέπει.Με τέτοιες προϋποθέσεις δεν είναι δυνατόν να ανοίξει διάλογο ο φανατικός. Όταν μιλεί, το κάνει μόνο για να διαφωτίσει τους άλλους και να τους φέρει στο σωστό δρόμο. Όταν μιλούν οι άλλοι, συνήθως κλείνει τ’ αυτιά του και συνεχίζει μετά το δικό του, το ίδιο πάντα τροπάριο, χωρίς καμιά παραλλαγή. Ουσιαστικά δεν ενδιαφέρεται για απόψεις που απορρίπτει ευθύς εξ αρχής με μόνη τη δικαιολογία ότι δεν συμφωνούν με τις δικές του!

Ο φανατικός ακόμη δεν διακρίνει ανάμεσα σε ιδέες και πρόσωπα. Όποιος διαφωνεί μαζί του στη θεωρία, είναι καταδικασμένος και στη ζωή του. Αρκεί να διαφωνήσει σ’ ένα σημείο, για να βγει το συμπέρασμα ότι διαφωνεί σ’ όλα θεωρητικά και πρακτικά, θεωρεί επί παραδείγματι κάποιον για αιρετικό με βάση τις δικές του απόψεις; Πολύ σύντομα θα γενικεύσει την κρίση του για κάθε σημείο της πίστεως του άλλου, αλλά και για κάθε σημείο της ζωής του. Η γενίκευση και η αδιαφορία για τις λεπτομέρειες είναι βασικό γνώρισμα του φανατικού. Προέρχεται κι αυτό από την τάση του να μην διακρίνει τις αποχρώσεις. Όποιος διαφωνεί μαζί του θεωρητικά, δεν μπορεί κατά την πίστη του να πορεύεται σωστά στην πράξη. Έτσι συχνά οι επιθέσεις του αναφέρονται όχι στο συζητούμενο θέμα, αλλά στο πρόσωπο και τη ζωή του αντιπάλου του,
Και μια και δεν μπορεί ν’ ανοίξει διάλογο, αρχίζει την πολεμική. Πολεμική εναντίον ιδεών και προσώπων αδιακρίτως.

Φυσικά δεν την ονομάζει πολεμική αυτή τη διαγωγή του. Συνήθως την αποκαλεί έλεγχο, κριτική ή κάπως έτσι. Ουσιαστικά όμως πρόκειται για πόλεμο χωρίς έλεος στο όνομα της αλήθειας. Για καλόπιστη κριτική σε θέματα ουσίας ούτε λόγος να γίνει. Επίσης δεν μπορεί να γίνει λόγος για μέτρο στη χρήση όρων και λέξεων. Όλα βρίσκονται στο μέτρο της υπερβολής, ανακατεμένα προσωπικά και πραγματικά, αληθινά και φανταστικά, υποκειμενικά και αντικειμενικά, χωρίς καμιά διάκριση. Όπως στον πόλεμο, έτσι και στην πολεμική του φανατικού σκοπός είναι η εξόντωση του αντιπάλου με κάθε τρόπο και κάθε μέσο. Δεν είναι σπάνιο να χρησιμοποιηθεί η συκοφαντία, τα υπονοούμενα που συμπληρώνονται με καλά οργανωμένη εκστρατεία ψιθύρων, η απομόνωση ενεργειών ή λόγων ώστε να βγει το ποθούμενο συμπέρασμα και άλλα παρόμοια.

Ο Χριστός δεν ήταν φανατικός. Αυτό το γνωρίζομε από όλη τη ζωή του, από τη στάση του απέναντι στους αμαρτωλούς, από την αγάπη του για κάθε άνθρωπο. Η περίφημη σκηνή με το μαστίγιο στον ναό έχει τελείως διαφορετικό νόημα: δείχνει ότι αρχίζει μια νέα εποχή που απαιτεί μια ηθική και λειτουργική καθαρότητα ουσιαστική και όχι τυπική. Όσο για τα «ουαί» κατά των φαρισαίων είναι κι αυτά ενδεικτικά: μια μόνο φορά κατακρίνει ανθρώπους ο Χριστός, κι αυτοί είναι οι φανατικοί θρησκευόμενοι της εποχής του!

Η ίδια έλλειψη φανατισμού διακρίνει και τους Πατέρες της Εκκλησίας.Η εμμονή τους σε θέματα πίστεως δεν σχετίζεται με τον φανατισμό, αλλά με τον ένθεο ζήλο τους και την πιστότητά τους στην ορθή πίστη της Εκκλησίας του Χριστού. Άλλο ζήλος όμως και ακράδαντη και σταθερή πίστη και άλλο φανατισμός. Ο ζήλος δεν στρέφεται εναντίον προσώπων ή ιδεών, αλλά βασικά σχετίζεται με την ιεραποστολή και τον συνεχή διάλογο με τους συνανθρώπους με τελικό στόχο τον ευαγγελισμό του κόσμου και τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο ζήλος δεν φθάνει ποτέ συνειδητά στην υπερβολή του φανατισμού, γιατί ο ζηλωτής αφήνει τον εαυτό του στην καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος. Ακόμη έχει ο ζηλωτής ζέση και όρεξη για τη διάδοση της πίστεως, που τον κάνει όχι μόνο να ακούει τους άλλους, αλλά και να διαλέγεται μαζί τους. Ο ζήλος άλλωστε όπως ξέρομε από τους Πατέρες ποτέ δεν εκτοπίζει άπα τη ζωή και τη δράση του πιστού την αγάπη του Χριστού.

Η ιστορία της Εκκλησίας δεν είναι ιστορία φανατισμού, αλλά μια πορεία αγάπης για τον κόσμο. Κι η αγάπη έχει ως ένα γνώρισμα και την ανεκτικότητα απέναντι στους άλλους, σ’ όσους δεν συμφωνούν μαζί μας. Όταν ο ίδιος ο Θεός μας ανέχεται όλους, είναι φυσικό να ανεχόμαστε και μείς όσους δεν συμφωνούν μαζί μας. Έτσι δίδαξαν και έτσι έζησαν στον κόσμο οι άγιοι, αυτοί που στερέωσαν την Εκκλησία.

Ανεκτικότητα δεν σημαίνει βέβαια άρση της διαφωνίας ούτε συμφωνία με ιδέες που είναι αντίθετες με την πίστη μας. Σε θέματα πίστεως δεν θα υποχωρήσει ποτέ ο χριστιανός, θα μάθει όμως να σέβεται τον άλλον, προσπαθώντας, όταν το μπορεί, με τον ειλικρινή και έντιμο διάλογο να δείξει που βρίσκεται το λάθος του άλλου. Η σταθερότητα στην πίστη συνδέεται με την ιεραποστολή. Αυτή όμως βασίζεται σ’ ένα καλόπιστο διάλογο με τον συνάνθρωπο. Παράδειγμα ο απόστολος Παύλος, που δεν άρχισε τον λόγο του στην Αθήνα με αφορισμούς κατά των ειδωλολατρών, αλλά με έξαρση των θετικών σημείων που βρήκε. Αρκεί να έχομε αγάπη και πραγματικό ένθεο ζήλο για να τα δούμε, με μάτι καθαρό από κάθε φανατισμό.

Η ανεκτικότητα είναι η χριστιανική στάση απέναντι σ’ όσους έχουν διαφορετικές απόψεις. Κι αυτό σημαίνει ανεκτικότητα για τις ιδέες τους. Σημαίνει ακόμη μελέτη των ιδεών που διαφωνούμε, με σκοπό να βρούμε ό,τι καλό και σωστό περιέχουν, ώστε να οδηγηθούμε σ’ ένα διάλογο με στόχο την αλήθεια. Σημαίνει ακόμη σταθερότητα στην πίστη μας, ώστε να βλέπομε καθαρά με το μάτι της αγάπης που μας δίνει το άγιο Πνεύμα. Σημαίνει αγάπη για τον συνάνθρωπο, ανεξάρτητα από τις όσες και οποίες διαφωνίες μας. Σημαίνει τέλος ζήλο για τον ευαγγελισμό των συνανθρώπων, όχι για να θεριέψει με την τυχόν επιτυχία ο εγωισμός μας, αλλά με στόχο την επικράτηση του Ευαγγελίου και τη θεμελίωση των ανθρωπίνων σχέσεων πάνω στην αγάπη του Χριστού.


Β. Π. Στογιάννος, «Η Εκκλησία στην ιστορία και στο παρόν», φκδ. Π. Πουρναρά –Θεσ/νίκη, σ. 117-121.


ΠΗΓΗ



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ