Είχε τελειώσει o μῆνας Δεκέμβριος καὶ τὸ Σωτήριο ἔτος Ι956.
Στὸν περίβολο μιας Μονῆς, στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἐμπρὸς στην Βυζαντινὴ 'Ἐκκλησία, ποῦ φέρνει τόσες ψυχικὲς ἀνατάσεις καὶ μεγάλη μυστικοπάθεια, ἐκάθητο ἔνας ἀσπρομάλλης Μοναχὸς ποῦ κατήγετο ἄπo τον αλησμόνητο 'Ἑλληνικὸ ἄλλοτε Πόντο.
Ἐϊχε τελειώσει ὁ 'Ἐσπερινὸς καὶ τὸ 'Ἀποδειπνο. Τὰ βαθειά νοήματα, ἰδίως τῶν Ἀποστίχων ποῦ ἀναφέρονται εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον, τοῦ εἶχον καμεὶ μεγάλην ἐντύπωσιν. Τὸ «πάντων των αγίων ἀπεμάξω τὰς ἀρετάς, πατὴρ ἠμῶν Βασίλειε, Μωϋσέως τὸν πρᾶον, Ἡλίου τὸν ζῆλον, Πέτρου τὴν ὁμολογίαν, 'Ἰωάννου τὴν θεολογίαν...» καὶ τὸ «οὐκ ἐπῃσχύνθη ὁ πανάγαθος Θεός...» τὸν εἶχον κατασυγκινήσει. «Πόσες ἀρετὲς εἶχεν ὁ Μέγας Βασίλειος,» εἰπέ! «Τὶ ταπεινωσις ῆτο αὕτη τοῦ Θεοῦ νὰ ὑποστῇ τῆς σαρκὸς τὴν περιτομήν,» ἐσκέφθη ! «Ἔχω ἑγὼ τόσες ἄρετες καὶ τόσην ταπείνωσιν;» ἐψιθύρισε.
Μετὰ ὁ νοῦς τοῦ ἐπῆγε εἰς τὰ παιδικὰ τοῦ χρόνια, εἰς την πατρίδα τοῦ. 'Ἐθυμήθη τὰς εὐνοϊκὰς περιστάσεις ποῦ τοῦ ἔφερεν ὀ Θεὸς νὰ γνωρίσει τὸ ἅγιον θέλημά Του, νὰ γλυτώσει ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ νὰ παρῇ τὸν δρόμον διὰ τὸν ἅγιον αὐτὸν τόπον. Ἐθυμηθη κατοπιν τὴν ἁγίαν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν εἰσήρχετο εἰς τὸν Μοναχικὸν βίον, τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν καὶ διὰ τὴν εἴσοδον τοῦ ἐψαλλετο εις τὴν 'Ἐκκλησίαν τὸ «'Ἀγκάλας πατρικάς...».
"Ἐρριξεν ὅμως μιᾷ ματίᾳ εἰς τό τι προσέφερεν εἰς τὸν Θεόν ἔναντι τῶν μεγάλων αὐτοῦ τούτων δωρεῶν καί τι νὰ ἴδῃ! Ἐλάχιστα ὴ σχεδὸν τιποτα! 'Ἀπὸ μικρὸς δὲν ἧτο πολὺ προσεκτικὸς εἰς την ζωὴν τοῦ. Πολλὲς φορὲς εἶχε λυπήσει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ('Ἔφ. δ'. 30). Ἧτο πεισματάρης καὶ ἐγωϊστής. 'Ἡ ταπείνωσις ἧτο πολὺ μακρια απ' αὐτόν. Ἐϊς τὴν Ἁγίαν Μονὴν ὅταν ᾖλθε ἔφερε μαζὶ τοῦ καὶ τον εγωϊσμόν. 'Ἐνόμιζε ὅτι μόνον αὐτὸς ἔχει τὴν ὀρθὴν γνώμην. Ἐλυπεῖτο, ὅταν ἄλλοι τοῦ ἔλεγόν τι ἀντιθετο. Τὸ διακόνημά του δὲν το εξετέλει ὡς ὑπηρεσίαν εἰς τὸν Θεόν, ὡς ἔργον ἀγάπης, μετὰ προθυμίας. ἀλλὰ μετὰ ἀθυμίας ὡς ἀγγαρείαν. Βραδὺς ἧτο καὶ εἰς τὰς ἱεράς 'Ἀκολουθίας.
Καὶ τώρα πλέον εἰς τὰς δυσμὰς τὸν βίου τοῦ εὑρισκόμενος ἠτο τόσον ἐλλιπὴς ἠθικώς. Ὃ θάνατος τοῦ ἔδειξεν ὅτι γρήγορα θὰ τον επισκεφθή, διότι τὰ πόδια τοῦ δὲν ἐβαστούσαν πλέον -δὶ' αὐτὸ ἐκάθητο- τὰ ματία ἔβλεπον θαμπά. τὰ αὐτιὰ δὲν ἤκουον καλά. "Ἐτσι που εἶμαι, εἶπε, πῶς θὰ παρουσιασθῶ εἰς τὸν Θεόν; 'Ἀλλοίμονον. Ὅπως, φαίνεται, δὲν θὰ ἴδω τὸ τέλος τοῦ Ι957 καὶ δὲν θὰ ἀκουσω τον ὡραῖον αὐτὸν 'Ἐσπερινόν. Ἄχ, εἶπε, νὰ ἤμουν πάλιν νέος; Νὰ ἄρχιζα τώρα τὴν πνευματικήν μου ζωήν! Θὰ ἐφρόντιζα νὰ εἶμαι συνεπῇς εἰς τὰς ὑποχρεώσεις μου, πρῶτος εἰς τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Θα ενέκρωνα τὸν ἐγωϊσμόν.
Μὰ εἶναι ἀδύνατον εἰς τὸν παντοδύναμον Θεόν, νὰ μὲ καμῂ πάλιν νέον; Ἂς τὸν παρακαλέσω. Ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ με δάκρυα καὶ φωνὴν ἱκετευτικὴν καὶ ζωηρὰν εἶπε: «Κύριε, Σὲ παρακαλῶ. δός μου πάλιν τὰ νεανικά μου χρόνια». Καὶ ὁ Κύριος τοῦ τα εδωκε. Εὑρέθη εἰς τὸ κρεββάτι τοῦ. Τὶ εἶχε συμβῄ; Ὅλα αὐτὰ ἠσαν όνειρο. Ὃ μοναχὸς μᾶς δὲν ἧτο γέρων, ἀλλὰ νέος μὲ μοναχικὴν ζωήν. Τὸ μόνον ποῦ ἧτο πραγματικότης ἦσαν αἰ ηθικαϊ τοῦ ἐλλείψεις, ἐγωϊσμοι, ἰσχυρογνωμοσύνη, βραδὺς εἰς τὸ καθῆκον καὶ τὴν 'Ἐκκλησίαν. Ἔλλειψις ἀγάπης. Τὸ διακόνημα ἐθεώρει βαρος καὶ ἀγγαρείαν. καὶ οὐχὶ καθῆκον, οὐχὶ πρακτικὴν ἐκδηλωσιν της ἀγάπης.
Συνεκινήθη πολύ. Δοξασοι ὁ Θεός, εἰπέ. Αὐτο εἶναι μήνυμα του Θεοῦ διὰ τὸ νέον ἔτος ἐσκέφθη. Ἐπῆρε μιᾷ ἀπόφασι. Θὰ γίνω νέος άνθρωπος στὸ Ι957. Σὲ λίγο σήμανε τὸ χειροσήμαντρον. Σηκώθηκε καὶ ἔπεσε στὴν προσευχή. Μετὰ τὴν τελευταίαν στάσιν ἔτρεξε πρώτος εις τὴν 'Ἐκκλησίαν. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς Μονῆς ἠπόρησαν, διότι τὸν εἰδον πρῶτον, ἐνῶ ἄλλοτε ἤρχετο τελευταῖος.
Μετὰ τὸ πέρας τῆς 'Ἀκολουθίας ἐπῆγε εἰς τὸ Κελλὶ τοῦ. Ἐπήρε στα χέρια τοῦ τὴν Καινὴν Διαθήκην μετὰ συντόμου ἑρμηνείας, που ῆτο δῶρον τοῦ Γέροντός του. Ἀνοιξε τυχαίως καὶ τὰ ματία τοῦ ἔπεσαν ἐϊς τὴν πρὸς Ῥωμαίους ΙΒ' 10. «Τῇ φιλαδελφία εἰς ἀλλήλους φιλόστοργοι, τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι, τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλευοντες». 'Ἐδιάβασε καὶ την ερμηνειαν». Διὰ τῆς φιλαδελφίας νὰ γινεσθε φιλόστοργοι μεταξὺ σᾶς. Νὰ προλαμβάνῃ ὁ καθενὰς τοὺς ἄλλους εἰς τὸ νὰ τοὺς ἀποδίδη τιμήν. Ἐϊς τὴν προθυμίαν καὶ τὸν ζῆλον ποῦ ἀπαιτεῖται διὰ κάθε ἐργον θεάρεστον νὰ μὴ εἶσθε δυσκίνητοι καὶ ὀκνηροί. Αἳ ἐσωτερικαὶ σας πνευματικαῖ δυνάμεις νὰ εἶναι γεμάται ἀπὸ θερμὴν ἀφοσιωσιν και πάντοτε ζεσταὶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴν φλόγα τοῦ Πνεύματος. Δὶ' ὀλων δε τούτων νὰ ὑπηρετῆτε ὡς ἀφωσιωμενοι δουλοὶ τὸν Κύριον». Δεύτερον μήνυμα αὐτο, εἰπέ. Ἔλαβεν ὡς σύνθημα πνευματικὸν δὶ' ὁλον το ἔτος τὸ «τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυριω δουλευοντες» καὶ ἀκολουθεῖ τὴν ὁδὸν τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ ἀγάπης, ἢ ὁποία θὰ ὁδηγήση αὐτὸν εἰς τοὺς Οὐρανούς.
Πόσοι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἴμεθα σὰν τὸν ἀγαπητὸν μας Μοναχόν, ποῦ εἶδε τὸ πρωτοχρονιάτικο ὄνειρο, ἐλλιπεῖς εἰς τὰ ἐργα τὴς ἀγάπης, βραδεῖς εἰς τὰ καλὰ ἔργα, τῇ σπουδῇ ὀκνηροί; Ἀς βάλωμεν καὶ ἡμεῖς κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο ὡς σύνθημα μᾶς «τῇ σπουδή μη ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες». Τότε το Νέον Σωτήριον ἔτος θὰ μᾶς φέρῃ ἐγγύτερον πρὸς τὸν Κύριον καὶ θά μας δωρίση τὴν Σωτηρίαν! 'Ἀμήν.
ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ''ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΙΤΗΣ''
ΜΑΡΤΙΟΣ 1957