Σάββατο 10 Απριλίου 2021
Ο ΚΕΝΟΔΟΞΟΣ....
Η απιστία και τα αίτιά της
Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 9,17-31)
11 Ἀπριλίου 2021
Του
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Η απιστία και τα αίτία της
Α΄. Τί εἶνε ἀπιστία
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Μᾶρκ. 9,19)
Ἀκούω, ἀγαπητοί μου, τὰ
λόγια αὐτὰ καὶ ἀνησυχῶ, φοβοῦμαι – σεῖς δὲν ἀνησυχεῖτε, δὲν φοβᾶστε;
«Γενεὰ ἄπιστος» (Μᾶρκ. 9,19), γενεὰ «διεστραμμένη» (Ματθ. 17,17. Λουκ. 9,41)!
Τίνος εἶνε τὰ λόγια αὐτά; Μήπως τοῦ αὐστηροῦ προφήτου Ἠλία, ποὺ «ἐζήλωσε τῷ
Κυρίῳ παντοκράτορι» (Γ΄ Βασ. 19,10) καὶ ἤλεγξε Ἀχαὰβ καὶ Ἰεζάβελ, καὶ ἔσφαξε
τοὺς ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης; Ὄχι. Εἶνε λόγια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως
ἀκούσαμε σήμερα Δ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
–«Γενεὰ ἄπιστος»,
ἀνυπόφορη! Εἶνε δυνατὸν νὰ ἐκφράζεται ἔτσι ὁ Κύριος; λένε
μερικοί.
Κάνουν ὅμως λάθος. Ὁ Κύριος ναί, εἶνε ὅλος
ἀγάπη· ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ὡς ἀρετὴ εἶνε συνδεδεμένη μὲ τὴν ἄλλη θεμελιώδη ἀρετή,
τὴν δικαιοσύνη. Ὅπου δὲν ὑπάρχει δικαιοσύνη, ἡ ἀγάπη εἶνε ἀσθενής, ἔκφυλη,
δὲν διακρίνει μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, ἀληθείας καὶ ψεύδους. Ὁ Κύριος,
ἀκριβῶς διότι ἀγαποῦσε τὸ πλάσμα του, καυτηριάζει τὴν πλάνη καὶ τὴν ἁμαρτία
ποὺ τὸ ἀπειλεῖ· ἔρριξε κεραυνοὺς ἐναντίον τῆς ὑποκρισίας (βλ. Ματθ. 23,13-33),
ἅρπαξε φραγγέλλιο κατὰ τῆς ἀσεβείας (βλ. Ἰω. 2,16). Ὅσο ἀγαποῦσε τὸ ἀγαθό,
τόσο μισοῦσε τὸ κακό. Καὶ σήμερα ἐκφράζεται ἐναντίον τῆς ἀπιστίας. Ἡ ἀφορμὴ
εἶνε γνωστή.
Ὁ Χριστὸς εἶχε ἀνεβῆ στὸ Θαβὼρ καὶ ἐκεῖ
μεταμορφώθηκε, ἔλαμψε «ὡς ὁ ἥλιος» καὶ τὰ ἱμάτιά του «ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς»
(Ματθ. 17,2). Ὅταν ὅμως κατέβηκε, εἶδε κάτι θλιβερό· ἕνα νέο νὰ σπαράζῃ κάτω ἀπ᾽
τὰ νύχια τοῦ διαβόλου, ἕνα πατέρα νὰ τὸν παρακαλῇ μὲ δάκρυα· εἶδε ἀκόμα τοὺς
μαθητάς του σὲ ἀδυναμία καὶ ἀπογοήτευσι· εἶδε καὶ τοὺς γραμματεῖς νὰ
χαιρεκακοῦν κατὰ τῶν μαθητῶν, ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ ἐκριζώσουν τὸ δαιμόνιο τὸ
ὁποῖο εἶχε φωλιάσει στὸ νέο «παιδιόθεν» (Μᾶρκ. 9,21)· εἶδε τέλος καὶ ἕνα λαὸ
γεμᾶτο ἀμφιβολίες καὶ ἐρωτήματα. Τοὺς δίδαξε, τοὺς εὐεργέτησε, ἔκανε μεγάλα
θαύματα μπροστά τους· καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; ἀπ᾽ ὅλους αὐτοὺς πίστεψαν μόνο 12. Ἀλλὰ
καὶ μεταξὺ τῶν 12 ἄρχισε κλονισμός. Λίγο ἀκόμα κι ὁ Ἰούδας θὰ διαπραγματεύεται
τὸν Ἀτίμητον· λίγο ἀκόμα καὶ ὁ Πέτρος θὰ τὸν ἀρνηθῇ μὲ ὅρκο· λίγο ἀκόμα καὶ θὰ
τὸν ἐγκαταλείψουν ὅλοι. Ὅλα αὐτὰ εἶδε, καὶ στὰ χείλη του ἦρθαν τὰ πικρὰ λόγια
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;»
(Μᾶρκ. 9,19). Προσέξατε, ἀδελφοί μου, τί λέει ἐδῶ ὁ Χριστός; Ὅτι τὸ νὰ ζῇ
κανεὶς μέσα σ᾽ ἕνα περιβάλλον ὅπου οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουν ἀλλὰ εἰρωνεύονται,
μυκτηρίζουν, βλασφημοῦν, ἑτοιμάζονται νὰ σταυρώσουν τὸν Κύριο, εἶνε πολὺ
δύσκολο. Ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τὸ νὰ παραμένῃ ὁ Κύριος ἀνάμεσα σὲ μιὰ
τέτοια γενεὰ ἦταν πιὸ βαρὺ κι ἀπὸ τὸ σταυρὸ ποὺ τοῦ φόρτωσαν στὸν
ὦμο.
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος…». Ὅταν ἀκούω κάθε χρόνο τὰ λόγια αὐτὰ
μὲ πιάνει δέος κι ἀνησυχία. Γιατὶ αὐτὰ δὲν ὑπῆρξαν ἔλεγχος μόνο τοῦ Ἰουδαϊκοῦ
λαοῦ· μεταφερόμενα στὴ σημερινὴ ἐποχὴ εἶνε ἔλεγχος καὶ τῆς δικῆς μας γενεᾶς.
Φοβᾶμαι ὅτι ἁρμόζουν καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Δὲν ἐμφανίζουμε κ᾽ ἐμεῖς τὰ συμπτώματα μιᾶς
γενεᾶς ἀπίστου καὶ διεφθαρμένης; Ἐὰν ὁ Κύριος ἐρχόταν πάλι στὴ Γῆ, θὰ ἔκρινε
ὅλους μὲ δικαιοσύνη, ἀλλὰ δύο λαοὺς νομίζω θὰ τοὺς ἔκρινε αὐστηρότερα. Ὁ ἕνας
εἶνε ὁ Ἰουδαϊκός, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ εἶδε καὶ τὴν ἱστορία 20
αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ αὐτὸς ἀρνεῖται νὰ προσκυνήσῃ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Καὶ
ὁ δεύτερος εἶνε ὁ Ἑλληνικὸς λαός, ὁ ὁποῖος δέχτηκε ἐξαιρετικὲς εὐλογίες (στὴ
γλῶσσα του γράφτηκε τὸ Εὐαγγέλιο, στὴ γῆ του περιώδευσαν ἀπόστολοι καὶ τὴν
ἁγίασαν πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅσιοι καὶ μάρτυρες), καὶ ὕστερα ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, ἐνῷ
δὲν θά ᾽πρεπε νὰ ὑπάρχῃ οὔτε ἕνας ἄπιστος, δυστυχῶς «κύκλῳ οἱ ἀσεβεῖς
περιπατοῦσι» (Ψαλμ. 11,9), καὶ ἡ γλῶσσα τους, «ὡσεὶ ξυρὸν ἠκονημένον» (ἔ.ἀ.
51,3), γλῶσσα «ὡσεὶ ὄφεως» (ἔ.ἀ. 139,4), σκορπίζει παντοῦ τὸ δηλητήριο τῆς
ἀπιστίας.
Γι᾽ αὐτὸ σήμερα εἶνε ἀνάγκη νὰ μιλήσουμε ἀκριβῶς
περὶ ἀπιστίας. Νὰ ἐξετάσουμε δηλαδὴ δύο πράγματα· πρῶτον τί εἶνε ἀπιστία, καὶ
δεύτερον ποιά τὰ αἴτια, ποιοί οἱ συντελεσταὶ τῆς ἀπιστίας στὴ σύγχρονη γενεά
μας.
* * *
Τί εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἀπιστία; Εἶνε
ἀσθένεια, νόσος τοῦ πνεύματος, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ. Καὶ ὅπως μιὰ ἀσθένεια
ἀρχίζει ἀπὸ ἕνα μικρόβιο, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιφέρῃ θάνατο, ἔτσι ὑπάρχει καὶ ἕνα
«μικρόβιο» ποὺ ἀπειλεῖ τὴν πίστι. Ἂν μποροῦμε νὰ ἐκτιμήσουμε τί ἀγαθὸ εἶνε ἡ
πίστις, τότε θὰ φοβηθοῦμε πολὺ τὸ «μικρόβιο» αὐτό. Ξέρετε μὲ τί ἀρχίζει ἡ
ἀσθένεια τῆς ἀπιστίας; Μὲ ἕνα λογισμό, ὁ ὁποῖος ἔρχεται καὶ σείει τὴν πίστι
καὶ μπορεῖ νὰ τὴ γκρεμίσῃ. Λένε, ὅτι στὴν Αἴγυπτο ὑπάρχουν κάτι μεγάλα
μυρμήγκια μέσα στὴ γῆ ποὺ σκάβουν τὸ ἔδαφος, κλονίζουν τὰ θεμέλια σπιτιῶν καὶ τὰ
κάνουν νὰ καταρρέουν· κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ μέσα στὴν ψυχὴ οἱ κακοὶ λογισμοί,
σὰν τερμῖτες, κάνουν ἔργο καταχθόνιο.
Ἡ ἀπιστία ἀρχίζει –
ἀπὸ ποῦ; Τὸ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, ἀπὸ ἕνα «ἐάν…»· «Εἴ τι δύνασαι», λέει,
«βοήθησον ἡμῖν» (Μᾶρκ. 9,22). «Ἐὰν μπορῇς…»· δὲν πίστευε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ
στὸ Χριστό, εἶχε μέσα του ἀμφιβολία. Καὶ σήμερα κάποιοι σκέπτονται· Ἆραγε αὐτὰ
ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ κηρύττουν οἱ ἱεροκήρυκες, αὐτὰ τὰ θαύματα ποὺ
γράφουν τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, εἶνε ἆραγε ἀληθινά;…
Δὲν
πρέπει νὰ εἰσχωρῇ μέσα σου ἀμφιβολία. Ἡ πίστι νά ᾽νε ἀκλόνητη· ἢ πιστεύεις ἢ
δὲν πιστεύεις. Ὄχι 95%, οὔτε καὶ 99%, ἀλλὰ 100%, τολμῶ νὰ πῶ 101% νὰ πιστεύῃς σ᾽
αὐτὰ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. «Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος» (Α΄ Τιμ.
1,15 κ.ἀ.). Ἂν ἀρχίσῃ μέσα σου νὰ ὑποβόσκῃ ἡ ἀμφιβολία, αὐτὴ εἶνε τὸ μικρόβιο
ποὺ σιγὰ – σιγὰ κυριαρχεῖ καὶ μπορεῖ νὰ ἐπιφέρῃ τὸ θάνατο τῆς
ψυχῆς.
Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου, χρειάζεται προσοχὴ στὸ
ζήτημα αὐτό. Ὁ σατανᾶς δὲν παύει νὰ βομβαρδίζῃ συνεχῶς τὴν ἀνθρώπινη σκέψι μὲ
λογισμούς. Πολλοὶ λογισμοὶ ποὺ μᾶς ἔρχονται δὲν εἶνε δικοί μας – λάθος· εἶνε
ξένοι. Ἀπ᾽ αὐτοὺς οἱ πιὸ φοβεροί, ποὺ ὁδηγοῦν σήμερα πολλὲς ψυχὲς στὸν ᾅδη, εἶνε
δύο. Εἶνε πρῶτα ὁ λογισμὸς τῆς σαρκός, τοῦ σέξ, τῆς πορνείας καὶ τῆς μοιχείας,
ποὺ σὰν σφήγκα κεντᾷ τὴ νεότητα καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Κι ἀκόμη χειρότερος
εἶνε ὁ λογισμὸς τῆς ἀπιστίας, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴν ἀμφιβολία, τὴν ὁποία ὁ σατανᾶς
χύνει μέσα στὶς καρδιές.
Εἶπα, ὅτι ἡ πίστι μας πρέπει νά ᾽νε
ἀδίστακτη, βεβαία. Πόσο βεβαία; Νὰ φέρω ἕνα παράδειγμα. Ὅσο εἶνε βέβαιο, ὅτι
αὔριο τὸ πρωί, στὴν ὡρισμένη ὥρα ποὺ γνωρίζουν οἱ ἀστρονόμοι καὶ τὸ γράφουν
οἱ ἡμεροδεῖκτες – τὰ ἡμερολόγια, θὰ δῆτε νὰ βγαίνῃ ὁ ἥλιος, τόσο βέβαιοι νὰ
εἶστε γιὰ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ γράφει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἢ μᾶλλον –δὲν εἶπα τίποτα–,
ἀκόμη πιὸ βέβαιοι πρέπει νὰ εἶστε. Γιατί; Μὴ φανῇ παράδοξο· θὰ ἔρθῃ ἡ ὥρα,
ποὺ ἡ βεβαιότητα τῶν φυσικῶν φαινομένων θὰ κλονιστῇ.
Ἐμεῖς
τὰ ἀχάριστα ὄντα μὲ τὸν ἥλιο συνεχῶς εὐεργετούμεθα ἀπὸ τὸν Κύριο. Οἱ ἐπίγειες
ἑταιρεῖες παραγωγῆς ῥεύματος, μὲ τοὺς μετρητὰς – ῥολόγια ποὺ ἔχουν
ἐγκαταστήσει, στέλνουν κάθε μῆνα στοὺς καταναλωτὰς λογαριασμὸ καὶ ζητοῦν
λεφτά. Τί εἶνε ὅμως οἱ ἑταιρεῖες αὐτὲς μπροστὰ στὴν τεράστια πηγὴ ἐνεργείας
ποὺ ἔχει ἐγκαταστήσει ἐκεῖ στὰ οὐράνια ὁ Θεός; μιὰ τεράστια Δ.Ε.Η. εἶνε ὁ
ἥλιος, ποὺ στέλνει δισεκατομμύρια κιλοβὰτ παντοῦ στὸν κόσμο. Ποιός πληρώνει γι᾽
αὐτὴ τὴ δωρεά; Ἄχ, ἀχάριστε ἄνθρωπε! ἐσύ, ποὺ γιὰ λίγο ῥεῦμα πληρώνεις ἀκριβὰ
τὴ Δ.Ε.Η., πῶς πληρώνεις τὸν Κύριό σου, ἐκεῖνον ποὺ «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει
ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους»; (Ματθ. 5,45).
Τὸν πληρώνεις μὲ …βλαστημίες!
Εἶπα λοιπὸν ὅτι, ὅσο εἶσαι
βέβαιος πὼς αὔριο τὸ πρωὶ θ᾽ ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, τόσο κι ἀκόμη περισσότερο νὰ
εἶσαι βέβαιος γιὰ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου. Γιατί; Μὴν παραξενευτῆτε· ἔρχεται ὥρα
ποὺ καὶ ἡ φυσικὴ τάξις θὰ διαταραχθῇ. Ὅπως ἐσὺ τώρα μ᾽ ἕνα διακόπτη σβήνεις τὰ
φῶτα, ἔτσι θὰ περιμένῃς τὸν ἥλιο νὰ βγῇ κι ὁ ἥλιος δὲν θὰ βγαίνῃ. Θὰ πέσουν
μπρούμυτα οἱ ἄνθρωποι καὶ θὰ λένε· Ἥλιε ἀνάτειλε, βγὲς ἥλιε!… Οἱ ἐπιστήμονες
λένε, ὅτι στὸν ἥλιο γίνονται συνεχῶς ἐκρήξεις. Κάποτε λοιπὸν θὰ γίνῃ καὶ μιὰ
τελευταία ἔκρηξι ποὺ θά ᾽νε τρομακτική. Κατὰ τὴν προφητεία θὰ γίνουν «σημεῖα ἐν
ἡλίῳ καὶ σελήνῃ καὶ ἄστροις» (Λουκ. 21,25). «Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς
ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Μᾶρκ. 9,19).
Ἡ
ἀπιστία, ἀδελφοί μου, εἶνε συμφορά. Ἂς ἔχουμε πίστι καὶ βεβαιότητα στὰ λόγια τοῦ
Θεοῦ περισσότερο ἀπὸ τὴ βεβαιότητα τῶν φυσικῶν φαινομένων. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος καὶ
ὁ λόγος του εἶνε ἀληθινός· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ
μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35. Λουκ. 21,33. Μᾶρκ. 13,31. πρβλ. Ἀπ.
20,11).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης μεγάλης ἑσπερινῆς ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδοῦ Ζωοδόχου Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 20-3-1966. Καταγραφή, διαίρεσις καὶ σύντμησις 9-3-2021.
ΠΗΓΗ
ΣΑΒΒΑΤΟΝ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
«Τοῖς πάθεσι δουλώσας τῆς ψυχῆς μου τό ἀξίωμα, κτηνώδης ἐγενόμην, καί οὐκ ἰσχύω ἀτενίσαι πρός σέ Ὕψιστε∙ ἀλλά κάτω νενευκώς Χριστέ ὡς ὁ Τελώνης δέομαι κραυγάζων σοι∙ ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι καί σῶσόν με» (Στιχ. εσπ. Παρασκευής Δ΄ Νηστειών).
(Αφού υποδούλωσα το αξίωμα της ψυχής μου στα πάθη, έγινα σαν τα κτήνη και δεν έχω τη δύναμη να ατενίσω προς Εσένα, Ύψιστε. Γι’ αυτό και κάτω στη γη κλίνοντας το κεφάλι, Χριστέ, όπως ο Τελώνης προσεύχομαι με δυνατή φωνή: Θεέ μου, συγχώρεσέ με και σώσε με).
Το ήθος του Τελώνη ως πρότυπο για τον κάθε πιστό, με πρώτον τον εαυτό του, προβάλλει και πάλι ο άγιος υμνογράφος: το ήθος τελικώς της αγιότητας, αφού αυτό δικαιώθηκε από τον Θεό κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου. Ποια τα χαρακτηριστικά του ήθους αυτού που επισημαίνει ο ποιητής; Η προσέλευση στον Κύριο τον Θεό με συναίσθηση της αμαρτωλότητας και με πίστη για τη σώζουσα αγάπη και το έλεός Του. Πρόκειται για το ισχυρό φως που ρίχνει ο ευαγγελικός και στη συνέχεια ο πατερικός και υμνολογικός λόγος που φωτίζει τη διπλή πραγματικότητα: ο Θεός είναι πλήρης αγάπης και ελέους∙ ο άνθρωπος λόγω της πτώσεως στην αμαρτία είναι πλήρης αδυναμιών και πονηριών. Η σύζευξη των δύο αυτών ενεργειών: της κίνησης προς τον άνθρωπο του ελέους του Θεού και της ανταπόκρισης του αμαρτωλού ανθρώπου ως αποδοχής αυτού του ελέους συνιστά το γεγονός της σωτηρίας και της δικαίωσης του ανθρώπου – ο άνθρωπος επανέρχεται στο πρώτο αξίωμα, να είναι παιδί του Πατέρα Θεού, «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Εκείνου. «Ὅσοι ἔλαβον Αὐτόν (τόν Χριστόν) ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (άγ. Ιωάννης Ευαγγελιστής).
Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας προσδιορίζεται από τον άγιο υμνογράφο κατά την εικόνα και πάλι της Γραφής: ο απομακρυσμένος από τον Θεό άνθρωπος χάνει την ανθρωπινότητά του και αυτό που συνιστά τη θεοειδή ταυτότητά του. Γίνεται κτηνώδης, με την έννοια ότι καθορίζεται στη ζωή του από τα ένστικτά του και όχι από τον ηγεμονικό νου του. Κι είναι ευνόητο: ο νους χάνοντας τον φωτισμό του Θεού λόγω του εγκλωβισμού στην αμαρτία σκοτεινιάζει και αλλοιώνεται, οπότε ο άνθρωπος άγεται και φέρεται πια από τις εμπάθειες του εγωισμού του – ο άνθρωπος είναι έτοιμος να κατασπαράξει τον συνάνθρωπό του όταν νιώθει ότι δεν ικανοποιείται το συμφέρον του. «Homo homini lupus», ο άνθρωπος γίνεται λύκος για τον συνάνθρωπό του, κατά το λατινικό λόγιο.
Η εν μετανοία αίσθηση της αμαρτωλότητας, συμπληρώνει ο ποιητής, εκφράζεται και με τη στάση του σώματος. Ο μετανοών έχει σκυμμένο λόγω ντροπής το κεφάλι – δεν τολμά να κοιτάξει προς τα άνω, προς τον Ουρανό: το βλέπουμε στη στάση του μετανοημένου Τελώνη. Είναι το βίωμα που το έχει βιώσει κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, όταν κατανοεί ένα σφάλμα του και ζητάει να το διορθώσει. Κι είναι σημαντική η υπενθύμιση του υμνογράφου: η μετάνοια έχει ψυχοσωματικό χαρακτήρα, γιατί ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώμα. Ολόκληρος αμαρτάνει και ολόκληρος μετανοεί. Συνεπώς και το σώμα μετέχει στο γεγονός της μετανοίας, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας με σοφό τρόπο έχει καθορίσει σειρά σωματικών ενεργειών αποδεικτικών της διάθεσης του ανθρώπου για σχέση με τον Θεό: μετάνοιες μικρές και μεγάλες, χαμαικοιτίες, ορθοστασίες, αγρυπνίες, νηστείες. Έτσι το «Κύριε ἐλέησόν με», «Κύριε σῶσόν με», το φωνάζει και η ψυχή και το σώμα μας – ο άνθρωπος που μετανοεί βρίσκεται σε μία μεγάλη ένταση που ενεργοποιεί και την κάθε ίνα του σώματός του.