Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Ο ΚΕΝΟΔΟΞΟΣ....


Ο κενόδοξος δείχνει ότι είναι πιστός, ενώ είναι ειδωλολάτρης. Φαινομενικά μέν σέβεται τον Θεόν, αλλά στην πραγματικότητα επιζητεί να αρέση στους ανθρώπους και όχι στον Θεόν. Κενόδοξος είναι κάθε επιδεικτικός άνθρωπος. Του κενοδόξου η νηστεία είναι χωρίς μισθό και η προσευχή άκαιρη και άστοχη. Διότι και τα δύο τα κάνει για τον ανθρώπινο έπαινο. Ο κενόδοξος ασκητής είναι διπλά αδικημένος, αφού και το σώμα του το τυραννεί, και μισθό δεν παίρνει.

Είδα πενθούντας να τους επαινούν και να εξοργίζωνται γι΄αυτό. Έτσι σαν σοφοί έμποροι σε πανήγυρι αντάλλαξαν το πάθος της κενοδοξίας με το πάθος της οργής.
Επεσήμανα τον δαίμονα της κενοδοξίας να σπείρη λογισμούς σε κάποιον αδελφό, και συγχρόνως να τους φανερώνη αυτούς και σ΄ έναν άλλο. Και έν συνεχεία να κάνη τον δεύτερο να αποκαλύψη στον πρώτο τα μυστικά της καρδιάς του, ώστε αυτός να τον μακαρίζη ως προορατικό. Μερικές φορές ο ανόσιος δαίμων της κενοδοξίας εγγίζει και στα μέλη του σώματος και προξενεί διάφορες κινήσεις και παλμούς.
Η κενοδοξία τους οξύθυμους επί παρουσία ανθρώπων τους μετέβαλε σε πράους.
Είδα έναν δαίμονα πού ελύπησε και εδίωξε τον αδελφό του! Ενώ δηλαδή ένας μοναχός ήταν ωργισμένος, έφθασαν κοσμικοί επισκέπτες, οπότε μετεπωλήθη ο άθλιος από την οργή στην κενοδοξία, δηλαδή εμφανίσθηκε ως πράος στα μάτια των επισκεπτών. Δεν μπορούσε βεβαίως να δουλεύη συγχρόνως και στα δύο πάθη, και στην οργή και στην κενοδοξία.


(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΚ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΙΤΟΥ, ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ)

Η απιστία και τα αίτιά της

 Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 9,17-31)

11 Ἀπριλίου 2021
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Η απιστία και τα αίτία της

Α΄. Τί εἶνε ἀπιστία

«Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Μᾶρκ. 9,19)

π. Aυγ. Kατ. 1mikrἈκούω, ἀγαπητοί μου, τὰ λόγια αὐτὰ καὶ ἀ­νησυχῶ, φοβοῦμαι – σεῖς δὲν ἀνησυχεῖ­τε, δὲν φοβᾶστε; «Γενεὰ ἄπιστος» (Μᾶρκ. 9,19), γενεὰ «διεστραμμένη» (Ματθ. 17,17. Λουκ. 9,41)! Τίνος εἶνε τὰ λό­για αὐτά; Μήπως τοῦ αὐστηροῦ προφήτου Ἠ­λία, ποὺ «ἐ­ζήλωσε τῷ Κυρίῳ παντοκράτορι» (Γ΄ Βασ. 19,10) καὶ ἤλεγξε Ἀ­χαὰβ καὶ Ἰεζάβελ, καὶ ἔ­σφαξε τοὺς ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης; Ὄχι. Εἶνε λό­για τοῦ Κυρίου ἡ­μῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀ­κούσαμε σήμερα Δ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
–«Γενεὰ ἄπιστος», ἀνυπόφορη! Εἶνε δυνα­τὸν νὰ ἐκφράζεται ἔτσι ὁ Κύριος; λένε μερικοί.
Κάνουν ὅμως λάθος. Ὁ Κύρι­ος ναί, εἶνε ὅ­λος ἀ­γάπη· ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ὡς ἀ­ρετὴ εἶνε συνδεδεμένη μὲ τὴν ἄλλη θεμελι­ώ­δη ἀρετή, τὴν δι­και­οσύνη. Ὅπου δὲν ὑπάρχει δικαιοσύνη, ἡ ἀ­­γάπη εἶνε ἀσθενής, ἔκφυλη, δὲν διακρίνει με­τα­­ξὺ φωτὸς καὶ σκότους, ἀληθείας καὶ ψεύδους. Ὁ Κύριος, ἀκριβῶς δι­ότι ἀγαποῦσε τὸ πλάσμα του, καυτηριάζει τὴν πλάνη καὶ τὴν ἁ­­­μαρτία ποὺ τὸ ἀπειλεῖ· ἔρριξε κεραυνοὺς ἐναν­τίον τῆς ὑ­ποκρισίας (βλ. Ματθ. 23,13-33), ἅρπαξε φραγγέλλιο κα­τὰ τῆς ἀσεβείας (βλ. Ἰω. 2,16). Ὅσο ἀγαποῦ­σε τὸ ἀ­γαθό, τόσο μισοῦσε τὸ κακό. Καὶ σήμερα ἐκφράζεται ἐ­ναντί­ον τῆς ἀπιστίας. Ἡ ἀφορμὴ εἶνε γνωστή.

Ὁ Χριστὸς εἶχε ἀνεβῆ στὸ Θαβὼρ καὶ ἐκεῖ μεταμορφώθηκε, ἔλαμψε «ὡς ὁ ἥλιος» καὶ τὰ ἱ­μάτιά του «ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς» (Ματθ. 17,2). Ὅταν ὅμως κατέβηκε, εἶδε κάτι θλιβερό· ἕνα νέο νὰ σπαράζῃ κάτω ἀπ᾽ τὰ νύχια τοῦ δι­­αβόλου, ἕνα πατέρα νὰ τὸν παρακαλῇ μὲ δάκρυα· εἶδε ἀκόμα τοὺς μαθητάς του σὲ ἀδυναμία καὶ ἀ­πογοήτευσι· εἶδε καὶ τοὺς γραμματεῖς νὰ χαι­ρεκακοῦν κατὰ τῶν μαθη­τῶν, ποὺ δὲν μπόρε­σαν νὰ ἐκριζώσουν τὸ δαι­μόνιο τὸ ὁποῖο εἶχε φωλιάσει στὸ νέο «παιδιόθεν» (Μᾶρκ. 9,21)· εἶδε τέλος καὶ ἕνα λαὸ γεμᾶτο ἀμ­φιβολίες καὶ ἐρωτήματα. Τοὺς δίδαξε, τοὺς εὐ­­­εργέτησε, ἔκανε με­γάλα θαύματα μπροστά τους· καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; ἀπ᾽ ὅλους αὐτοὺς πίστεψαν μόνο 12. Ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν 12 ἄρχισε κλονισμός. Λίγο ἀκόμα κι ὁ Ἰούδας θὰ διαπραγματεύεται τὸν Ἀτίμητον· λίγο ἀκόμα καὶ ὁ Πέτρος θὰ τὸν ἀρνηθῇ μὲ ὅρκο· λίγο ἀκόμα καὶ θὰ τὸν ἐγ­καταλείψουν ὅλοι. Ὅλα αὐτὰ εἶ­δε, καὶ στὰ χείλη του ἦρ­θαν τὰ πικρὰ λόγια «Ὦ γενεὰ ἄ­­πι­στος, ἕως πότε πρὸς ὑ­μᾶς ἔσομαι; ἕως πό­τε ἀ­νέξομαι ὑμῶν;» (Μᾶρκ. 9,19). Προσέξατε, ἀδελφοί μου, τί λέει ἐδῶ ὁ Χριστός; Ὅτι τὸ νὰ ζῇ καν­εὶς μέσα σ᾽ ἕνα περιβάλλον ὅπου οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουν ἀλλὰ εἰρωνεύονται, μυκτηρίζουν, βλασφημοῦν, ἑτοιμάζονται νὰ σταυρώσουν τὸν Κύριο, εἶνε πολὺ δύσκολο. Ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τὸ νὰ παραμένῃ ὁ Κύριος ἀνάμεσα σὲ μιὰ τέτοια γενεὰ ἦταν πιὸ βαρὺ κι ἀ­πὸ τὸ σταυρὸ ποὺ τοῦ φόρτωσαν στὸν ὦμο.
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος…». Ὅταν ἀκούω κάθε χρόνο τὰ λόγια αὐτὰ μὲ πιάνει δέος κι ἀνησυχία. Γιατὶ αὐ­τὰ δὲν ὑπῆρξαν ἔλεγχος μόνο τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ· μεταφερόμενα στὴ σημερι­νὴ ἐποχὴ εἶ­νε ἔλεγχος καὶ τῆς δικῆς μας γενεᾶς. Φοβᾶ­μαι ὅτι ἁρμόζουν καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Δὲν ἐμφανίζου­με κ᾽ ἐμεῖς τὰ συμπτώματα μιᾶς γε­νεᾶς ἀ­πίστου καὶ διεφθαρμένης; Ἐὰν ὁ Κύριος ἐρχό­ταν πάλι στὴ Γῆ, θὰ ἔκρινε ὅλους μὲ δικαιοσύ­νη, ἀλλὰ δύο λαοὺς νομίζω θὰ τοὺς ἔ­κρινε αὐστηρότερα. Ὁ ἕνας εἶνε ὁ Ἰουδαϊκός, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ εἶδε καὶ τὴν ἱστορία 20 αἰώνων τοῦ Χριστιανι­σμοῦ αὐ­τὸς ἀρνεῖται νὰ προσκυνήσῃ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Καὶ ὁ δεύτερος εἶνε ὁ Ἑλληνικὸς λαός, ὁ ὁποῖος δέχτηκε ἐξαιρετικὲς εὐλογίες (στὴ γλῶσσα του γράφτηκε τὸ Εὐαγγέλιο, στὴ γῆ του περιώδευσαν ἀπόστολοι καὶ τὴν ἁγίασαν πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅσιοι καὶ μάρτυρες), καὶ ὕστερα ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, ἐνῷ δὲν θά ᾽πρεπε νὰ ὑπάρχῃ οὔτε ἕνας ἄπιστος, δυστυχῶς «κύ­κλῳ οἱ ἀσεβεῖς περιπατοῦσι» (Ψαλμ. 11,9), καὶ ἡ γλῶσ­σα τους, «ὡσεὶ ξυρὸν ἠκονημένον» (ἔ.ἀ. 51,3), γλῶσ­σα «ὡσ­εὶ ὄφεως» (ἔ.ἀ. 139,4), σκορπίζει παντοῦ τὸ δηλητήριο τῆς ἀπιστίας.
Γι᾽ αὐτὸ σήμερα εἶνε ἀνάγκη νὰ μιλήσουμε ἀ­κριβῶς περὶ ἀπιστίας. Νὰ ἐξετάσουμε δηλα­δὴ δύο πράγματα· πρῶτον τί εἶνε ἀπιστία, καὶ δεύτερον ποιά τὰ αἴτια, ποιοί οἱ συντελεσταὶ τῆς ἀπιστίας στὴ σύγχρονη γενεά μας.

* * *

Τί εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἀπιστία; Εἶνε ἀσθένεια, νόσος τοῦ πνεύματος, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ. Καὶ ὅπως μιὰ ἀσθένεια ἀρχίζει ἀπὸ ἕνα μικρόβιο, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιφέρῃ θάνατο, ἔτσι ὑπάρχει καὶ ἕνα «μικρόβιο» ποὺ ἀπειλεῖ τὴν πίστι. Ἂν μποροῦμε νὰ ἐκτιμή­σουμε τί ἀ­γαθὸ εἶ­νε ἡ πίστις, τότε θὰ φοβηθοῦμε πολὺ τὸ «μι­κρόβιο» αὐτό. Ξέρετε μὲ τί ἀρχίζει ἡ ἀ­σθένεια τῆς ἀπιστίας; Μὲ ἕνα λογισμό, ὁ ὁποῖ­ος ἔρχεται καὶ σείει τὴν πίστι καὶ μπορεῖ νὰ τὴ γκρεμί­σῃ. Λένε, ὅτι στὴν Αἴγυπτο ὑπάρχουν κά­­τι μεγάλα μυρμήγκια μέσα στὴ γῆ ποὺ σκάβουν τὸ ἔδαφος, κλονίζουν τὰ θεμέλια σπιτιῶν καὶ τὰ κάνουν νὰ καταρρέουν· κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ μέσα στὴν ψυχὴ οἱ κακοὶ λογισμοί, σὰν τερμῖ­τες, κάνουν ἔργο καταχθόνιο.
Ἡ ἀπιστία ἀρχίζει – ἀπὸ ποῦ; Τὸ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, ἀπὸ ἕνα «ἐάν…»· «Εἴ τι δύνα­σαι», λέει, «βοήθησον ἡμῖν» (Μᾶρκ. 9,22). «Ἐὰν μπο­ρῇς…»· δὲν πίστευε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ στὸ Χριστό, εἶ­χε μέσα του ἀμφιβολία. Καὶ σήμε­ρα κάποιοι σκέπτονται· Ἆραγε αὐτὰ ποὺ λέ­ει τὸ Εὐ­αγγέλιο καὶ κηρύττουν οἱ ἱεροκήρυκες, αὐτὰ τὰ θαύματα ποὺ γράφουν τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, εἶνε ἆραγε ἀληθινά;…
Δὲν πρέπει νὰ εἰσ­χωρῇ μέσα σου ἀμφιβολία. Ἡ πίστι νά ᾽νε ἀκλόνητη· ἢ πιστεύεις ἢ δὲν πιστεύεις. Ὄχι 95%, οὔτε καὶ 99%, ἀλλὰ 100%, τολμῶ νὰ πῶ 101% νὰ πιστεύῃς σ᾽ αὐτὰ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. «Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος» (Α΄ Τιμ. 1,15 κ.ἀ.). Ἂν ἀρχίσῃ μέσα σου νὰ ὑποβόσκῃ ἡ ἀμφιβολία, αὐτὴ εἶ­νε τὸ μικρόβιο ποὺ σιγὰ – σιγὰ κυριαρχεῖ καὶ μπορεῖ νὰ ἐπιφέρῃ τὸ θάνατο τῆς ψυχῆς.
Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου, χρειάζεται προσο­χὴ στὸ ζήτημα αὐτό. Ὁ σατανᾶς δὲν παύει νὰ βομβαρδίζῃ συνεχῶς τὴν ἀνθρώπινη σκέψι μὲ λογισμούς. Πολλοὶ λογισμοὶ ποὺ μᾶς ἔρχον­ται δὲν εἶνε δικοί μας – λάθος· εἶνε ξένοι. Ἀπ᾽ αὐτοὺς οἱ πιὸ φοβεροί, ποὺ ὁδηγοῦν σήμερα πολλὲς ψυχὲς στὸν ᾅδη, εἶνε δύο. Εἶνε πρῶ­τα ὁ λογισμὸς τῆς σαρκός, τοῦ σέξ, τῆς πορνείας καὶ τῆς μοιχείας, ποὺ σὰν σφήγκα κεν­τᾷ τὴ νεότητα καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Κι ἀκόμη χειρότερος εἶνε ὁ λογισμὸς τῆς ἀπιστί­ας, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴν ἀμφιβολία, τὴν ὁποία ὁ σατανᾶς χύνει μέσα στὶς καρδιές.
Εἶπα, ὅτι ἡ πίστι μας πρέπει νά ᾽νε ἀδίστακτη, βεβαία. Πόσο βεβαία; Νὰ φέρω ἕνα παρά­δειγμα. Ὅσο εἶνε βέβαιο, ὅτι αὔριο τὸ πρωί, στὴν ὡρισμένη ὥρα ποὺ γνωρίζουν οἱ ἀ­­στρονό­­μοι καὶ τὸ γράφουν οἱ ἡμεροδεῖκτες – τὰ ἡ­μερολόγια, θὰ δῆτε νὰ βγαίνῃ ὁ ἥλιος, τόσο βέ­βαιοι νὰ εἶστε γιὰ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ γρά­φει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἢ μᾶλλον –δὲν εἶπα τίποτα–, ἀ­κό­μη πιὸ βέβαιοι πρέπει νὰ εἶστε. Γιατί; Μὴ φα­νῇ παράδοξο· θὰ ἔρθῃ ἡ ὥρα, ποὺ ἡ βε­βαιότητα τῶν φυσικῶν φαινομένων θὰ κλονιστῇ.
Ἐμεῖς τὰ ἀχάριστα ὄντα μὲ τὸν ἥλιο συνε­χῶς εὐεργετούμεθα ἀπὸ τὸν Κύριο. Οἱ ἐπίγει­ες ἑταιρεῖες παραγωγῆς ῥεύματος, μὲ τοὺς μετρη­τὰς – ῥολόγια ποὺ ἔχουν ἐγ­καταστήσει, στέλνουν κάθε μῆνα στοὺς καταναλω­τὰς λογαριασμὸ καὶ ζητοῦν λεφτά. Τί εἶνε ὅμως οἱ ἑ­ταιρεῖες αὐτὲς μπρο­στὰ στὴν τεράστια πηγὴ ἐνεργείας ποὺ ἔχει ἐγκαταστήσει ἐκεῖ στὰ οὐ­­ράνια ὁ Θεός; μιὰ τεράστια Δ.Ε.Η. εἶνε ὁ ἥ­λιος, ποὺ στέλνει δισεκατομμύρια κιλοβὰτ παντοῦ στὸν κόσμο. Ποιός πληρώνει γι᾽ αὐτὴ τὴ δωρεά; Ἄχ, ἀχά­ριστε ἄνθρωπε! ἐσύ, ποὺ γιὰ λίγο ῥεῦμα πληρώνεις ἀκριβὰ τὴ Δ.Ε.Η., πῶς πληρώνεις τὸν Κύριό σου, ἐκεῖνον ποὺ «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀ­γαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους»; (Ματθ. 5,45). Τὸν πληρώνεις μὲ …βλαστημίες!
Εἶπα λοιπὸν ὅτι, ὅσο εἶσαι βέβαιος πὼς αὔ­ριο τὸ πρωὶ θ᾽ ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, τόσο κι ἀκόμη περισσότερο νὰ εἶσαι βέβαιος γιὰ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου. Γιατί; Μὴν παραξενευτῆτε· ἔρχεται ὥρα ποὺ καὶ ἡ φυσικὴ τάξις θὰ διατα­ραχθῇ. Ὅπως ἐσὺ τώρα μ᾽ ἕνα διακόπτη σβήνεις τὰ φῶτα, ἔτσι θὰ περιμένῃς τὸν ἥλιο νὰ βγῇ κι ὁ ἥλιος δὲν θὰ βγαίνῃ. Θὰ πέσουν μπρού­μυτα οἱ ἄνθρωποι καὶ θὰ λένε· Ἥλιε ἀνάτειλε, βγὲς ἥλιε!… Οἱ ἐπιστήμονες λένε, ὅτι στὸν ἥλιο γίνονται συνεχῶς ἐκ­ρήξεις. Κάποτε λοι­πὸν θὰ γίνῃ καὶ μιὰ τελευταία ἔκρηξι ποὺ θά ᾽νε τρομακτική. Κατὰ τὴν προφητεία θὰ γίνουν «σημεῖα ἐν ἡλίῳ καὶ σελήνῃ καὶ ἄ­στροις» (Λουκ. 21,25). «Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑ­μᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Μᾶρκ. 9,19).
Ἡ ἀπιστία, ἀδελφοί μου, εἶνε συμφορά. Ἂς ἔχουμε πίστι καὶ βεβαιότητα στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ περισσότερο ἀπὸ τὴ βεβαιότητα τῶν φυσικῶν φαινομένων. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος καὶ ὁ λόγος του εἶνε ἀληθινός· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35. Λουκ. 21,33. Μᾶρκ. 13,31. πρβλ. Ἀπ. 20,11).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης μεγάλης ἑσπερινῆς ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδοῦ Ζωοδόχου Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 20-3-1966. Καταγραφή, διαίρεσις καὶ σύντμησις 9-3-2021.


ΠΗΓΗ

ΣΑΒΒΑΤΟΝ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 


«Τοῖς πάθεσι δουλώσας τῆς ψυχῆς μου τό ἀξίωμα, κτηνώδης ἐγενόμην, καί οὐκ ἰσχύω ἀτενίσαι πρός σέ Ὕψιστε∙ ἀλλά κάτω νενευκώς Χριστέ ὡς ὁ Τελώνης δέομαι κραυγάζων σοι∙ ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι καί σῶσόν με» (Στιχ. εσπ. Παρασκευής Δ΄ Νηστειών).

(Αφού υποδούλωσα το αξίωμα της ψυχής μου στα πάθη, έγινα σαν τα κτήνη και δεν έχω τη δύναμη να ατενίσω προς Εσένα, Ύψιστε. Γι’ αυτό και κάτω στη γη κλίνοντας το κεφάλι, Χριστέ, όπως ο Τελώνης προσεύχομαι με δυνατή φωνή: Θεέ μου, συγχώρεσέ με και σώσε με).

Το ήθος του Τελώνη ως πρότυπο για τον κάθε πιστό, με πρώτον τον εαυτό του, προβάλλει και πάλι ο άγιος υμνογράφος: το ήθος τελικώς της αγιότητας, αφού αυτό  δικαιώθηκε από τον Θεό κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου. Ποια τα χαρακτηριστικά του ήθους αυτού που επισημαίνει ο ποιητής; Η προσέλευση στον Κύριο τον Θεό με συναίσθηση της αμαρτωλότητας και με πίστη για τη σώζουσα αγάπη και το έλεός Του. Πρόκειται για το ισχυρό φως που ρίχνει ο ευαγγελικός και στη συνέχεια ο πατερικός και υμνολογικός λόγος που φωτίζει τη διπλή πραγματικότητα: ο Θεός είναι πλήρης αγάπης και ελέους∙ ο άνθρωπος λόγω της πτώσεως στην αμαρτία είναι πλήρης αδυναμιών και πονηριών. Η σύζευξη των δύο αυτών ενεργειών: της κίνησης προς τον άνθρωπο του ελέους του Θεού και της ανταπόκρισης του αμαρτωλού ανθρώπου ως αποδοχής αυτού του ελέους συνιστά το γεγονός της σωτηρίας και της δικαίωσης του ανθρώπου – ο άνθρωπος επανέρχεται στο πρώτο αξίωμα, να είναι παιδί του Πατέρα Θεού, «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Εκείνου. «Ὅσοι ἔλαβον Αὐτόν (τόν Χριστόν) ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (άγ. Ιωάννης Ευαγγελιστής).

Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας προσδιορίζεται από τον άγιο υμνογράφο κατά την εικόνα και πάλι της Γραφής: ο απομακρυσμένος από τον Θεό άνθρωπος χάνει την ανθρωπινότητά του και αυτό που συνιστά τη θεοειδή ταυτότητά του. Γίνεται κτηνώδης, με την έννοια ότι καθορίζεται στη ζωή του από τα ένστικτά του και όχι από τον ηγεμονικό νου του. Κι είναι ευνόητο: ο νους χάνοντας τον φωτισμό του Θεού λόγω του εγκλωβισμού στην αμαρτία σκοτεινιάζει και αλλοιώνεται, οπότε ο άνθρωπος άγεται και φέρεται πια από τις εμπάθειες του εγωισμού του – ο άνθρωπος είναι έτοιμος να κατασπαράξει τον συνάνθρωπό του όταν νιώθει ότι δεν ικανοποιείται το συμφέρον του. «Homo homini lupus», ο άνθρωπος γίνεται λύκος για τον συνάνθρωπό του, κατά το λατινικό λόγιο.

Η εν μετανοία αίσθηση της αμαρτωλότητας, συμπληρώνει ο ποιητής, εκφράζεται και με τη στάση του σώματος. Ο μετανοών έχει σκυμμένο λόγω ντροπής το κεφάλι – δεν τολμά να κοιτάξει προς τα άνω, προς τον Ουρανό: το βλέπουμε στη στάση του μετανοημένου Τελώνη.  Είναι το βίωμα που το έχει βιώσει κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, όταν κατανοεί ένα σφάλμα του και ζητάει να το διορθώσει. Κι είναι σημαντική η υπενθύμιση του υμνογράφου: η μετάνοια έχει ψυχοσωματικό χαρακτήρα, γιατί ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώμα. Ολόκληρος αμαρτάνει και ολόκληρος μετανοεί. Συνεπώς και το σώμα μετέχει στο γεγονός της μετανοίας, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας με σοφό τρόπο έχει καθορίσει σειρά σωματικών ενεργειών αποδεικτικών της διάθεσης του ανθρώπου για σχέση με τον Θεό: μετάνοιες μικρές και μεγάλες, χαμαικοιτίες, ορθοστασίες, αγρυπνίες, νηστείες. Έτσι το «Κύριε ἐλέησόν με», «Κύριε σῶσόν με», το φωνάζει και η ψυχή και το σώμα μας – ο άνθρωπος που μετανοεί βρίσκεται σε μία μεγάλη ένταση που ενεργοποιεί και την κάθε ίνα του σώματός του.


ΠΗΓΗ