Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός

 Όλα όσα αναφέραμε παραπάνω για την «κοινωνία δικαίου», η οποία περιλαμβάνει τους κοινωνικούς θεσμούς που προστατεύουν τα δικαιώματα των πολιτών και περιλαμβάνουν και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα[60], ισχύουν και στην περίπτωση του εμβολιασμού κατά του κορονοϊού.

Λαμβάνοντας υπόψη μας την ταχεία μετάδοση της πανδημίας, θα μπορούσαμε να δεχτούμε ανεπιφύλακτα ότι μια δίκαιη κοινωνία δεν μπορεί να αφήσει απροστάτευτους τους πολίτες της, έστω και αν κατά κάποιο τρόπο τους εξαναγκάσει να κάνουν κάτι – στη συγκεκριμένη περίπτωση το εμβόλιο. Το θέμα όμως έχει και μια άλλη παράμετρο. Σύμφωνα με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ΚΙΔ), η υγεία του ανθρώπου είναι πολύτιμη, ακόμη πιο πολύτιμη όμως θεωρείται η αυτονομία του, το δικαίωμά του, δηλαδή, να αποφασίζει μόνος του για όσα ζητήματα αφορούν στην υγεία του[61]. Κάτι τέτοιο όμως μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κανείς νομοθέτης δεν δικαιούται να επιβάλει στους πολίτες έναν εμβολιασμό παρά τη θέλησή τους. Η μόνη υποχρέωση που έχει η Πολιτεία είναι να ενημερώσει τους πολίτες για την προστασία που προσφέρει ο εμβολιασμός και για τις πιθανές παρενέργειές του.

Ενδεχόμενη ανησυχία ότι όσοι δεν εμβολιαστούν θα γίνουν εστίες μετάδοσης του κορονοϊού, δεν ευσταθεί, γιατί, εφόσον το εμβόλιο, σύμφωνα με τις διακηρύξεις, θα παράσχει ανοσία, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούν όσοι εμβολιαστούν εξαιτίας των επαφών τους με όσους δεν το κάνουν.

Σύμφωνα με όσα γράφει ο Sidgwick στο βιβλίο του «Οι μέθοδοι της ηθικής», ενδέχεται το δίκαιο και οι θεσμοί να εφαρμόζονται σε όλους εξίσου, δεν αποτελεί εγγύηση για την ύπαρξη ουσιαστικής δικαιοσύνης, παρά μόνο τυπικής. Μπορεί, δηλαδή, να προκύψει αδικία. Σύμφωνα με την επισήμανση αυτή, δεν μπορεί μια νομοθεσία να επιβάλει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό και σε όσους τον επιθυμούν και σε όσους τον απορρίπτουν, γιατί τότε θα προκύψει αναμφίβολα αδικία[62]. Οι ηγέτες των χωρών, λοιπόν, δεν πρέπει να επηρεαστούν από ενδεχόμενα οικονομικά συμφέροντα που θα επιδιώξουν την επιβολή του εμβολίου σαν υποχρεωτικό, προκειμένου να πουληθούν όσο το δυνατόν περισσότερες δόσεις από αυτό. Διαφορετικά, σύμφωνα με όσα γράφει ο Rawls για μια δίκαιη κοινωνία[63], θα περιφρονήσουν τα δικαιώματά και τις ελευθερίες αυτών που δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν.

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι μια κοινωνία δικαίου δεν μπορεί να δεχτεί μια πράξη εξαναγκασμού ούτε και για λόγους υγείας.

[60] Α. Τσαούση, (2018), ό.π, σελ. 62-75.
[61] ΚΙΔ, Άρθρο 12, παρ. 1: «Ο ιατρός δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκτέλεση οποιασδήποτε ιατρικής πράξης χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθενή». (Nόμος υπ΄αριθμ. 3418 /ΦΕΚ 287/28-11-2005).
[62] Τ. Sidgwick, (1907). The methods of ethics. London, Machmillan, p. 267.
[63] Rawls, J., (2017). Θεωρία της δικαιοσύνης. Μετάφραση Φίλιππος Βασιλογιάννης κ.α. Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, σελ. 91.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

ΜΑ, ΛΕΩ ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ!

 

«Εκείνος που στις συζητήσεις επιθυμεί να επιβάλλει τη γνώμη του, η οποία μπορεί να είναι και ορθή, ας γνωρίζει ότι νοσεί από τη νόσο του διαβόλου, (δηλαδή από την υπερηφάνεια)» (Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. δ΄, 41).

Πολύ συχνά είμαστε εντελώς βέβαιοι για τις απόψεις μας, γιατί τις στηρίζουμε στον ορθό λόγο και στην κοινή αίσθηση του δικαίου, ακόμη και στις παραδόσεις του τόπου μας. Κι ακόμη είμαστε απολύτως βέβαιοι -  βάζουμε και το χέρι μας στη... φωτιά! – για την πίστη μας την ορθόδοξη, γιατί πιστεύουμε στον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό και στην αγία Του Εκκλησία. Οπότε, στις περιπτώσεις αυτές δεν κινούμαστε διπλωματικά:  τις απόψεις και την πίστη μας δεν τις διαπραγματευόμαστε. Μάλιστα, όταν μετέχουμε σε συζητήσεις όπου υπάρχουν συνάνθρωποί μας που διαφοροποιούνται από εμάς και ως προς τις απόψεις μας και ως προς την πίστη μας, φαίνεται να δυσανασχετούμε. Μπορεί και να νευριάζουμε και να απορούμε πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι τόσο τυφλοί που δεν βλέπουν τα αυτονόητα. Θεωρούμε λοιπόν αρκούντως δικαιολογημένη την τάση μας ακόμη και να επιβάλουμε (!) τις απόψεις μας και την πίστη μας. Διότι πρέπει και οι άλλοι να... καταλάβουν. Πρέπει να πεισθούν. Πρέπει επιτέλους να σωθούν!

Απαιτείται προσοχή! Ο αρχικός λόγος του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος λειτουργεί καθοδηγητικά. Η παραπάνω νοοτροπία και στάση δείχνει ότι έχουμε μπει σε επικίνδυνα μονοπάτια ψυχοπαθολογίας. Διότι ξεκάθαρα λειτουργεί μέσα μας το φίλαρχο στοιχείο, η τάση για κυριαρχία επί των άλλων, δηλαδή ένας βαθύς εγωισμός και μία κρυμμένη(;) υπερηφάνεια. Που σημαίνει: πάσχουμε από τη νόσο του διαβόλου, αυτήν που έριξε από τους ουρανούς τον πρώτο αρχάγγελο και τον έκανε ακριβώς άρχοντα του σκότους. Κι είναι πολύ ύπουλη αυτή η νόσος, γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση παρουσιάζεται με τον μανδύα του δικαίου και της υπεράσπισης της πατροπαράδοτης πίστης – δεν καταλαβαίνουμε ότι διαιωνίζουμε έτσι τους κατακριμένους και από εμάς σταυροφόρους του Μεσαίωνα, όπως δεν καταλαβαίνουμε την προτροπή του αποστόλου Παύλου ότι «τον αιρετικό άνθρωπο μετά μία και δευτέρα νουθεσία τον αφήνουμε ήσυχο. Γιατί έχει επιλέξει ο ίδιος την αυτοκαταδίκη του».

Το ζητούμενο στη ζωή μας πάντοτε, αν θέλουμε να λεγόμαστε και να είμαστε χριστιανοί, είναι η αγάπη η οποία στηρίζεται στην ταπείνωση -  ό,τι αποτελεί το ήθος του σαρκωμένου Θεού μας. Ο ίδιος ο Θεός μάς καλεί στην ορθή πίστη, αλλά μας αφήνει ελεύθερους εμείς να αποφασίσουμε. «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει!» Δεν είναι παράλογο να ξεπερνάμε τον ίδιο τον Θεό μας, στο όνομα τάχα Εκείνου; Κάθε προσβολή ή καταπίεση του άλλου εκ μέρους μας, έστω και διαφωνούντος και αρνητή, αποτελεί ευθεία προσβολή του Κυρίου. Διότι καταργούμε το μεγαλύτερο δώρο Του στον άνθρωπο, την ελευθερία.

Κι ένα στοιχείο που επιτείνει την παραπάνω αλήθεια είναι αφενός το γεγονός ότι οι όποιες απόψεις σε θέματα της ζωής αυτής, (δεν μιλάμε για τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες του Κυρίου: την αγία Τριάδα και τη θεανθρωπότητά Του), όσο ορθές κι αν είναι, έχουν το στοιχείο της σχετικότητας - τίποτε ανθρώπινο, πλην της αγάπης στον συνάνθρωπο, δεν είναι απόλυτο. Αφετέρου η ίδια η αποκαλυμμένη πίστη μας επιβάλλεται λόγω της αλήθειας που εκφράζει σε κάθε καλοπροαίρετη καρδιά. Η ίδια η αλήθεια εμπερικλείει και τη δύναμη αποδεικτικότητάς της. Η αλήθεια του Θεού ασφαλώς δεν έχει ανάγκη από... δικηγόρους!


ΠΗΓΗ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

 

«Ἐψηλάφησε τήν πλευράν τοῦ Δεσπότου ἀπιστήσας ὁ Θωμᾶς καί ψηλαφήσας διπλῆν οὐσίαν ἐκήρυξε» (απόστ. αίνων όρθρου).

(Αφού απίστησε ο Θωμάς για την Ανάσταση του Κυρίου, ψηλάφησε την πλευρά Του. Κι αφού Την ψηλάφησε κήρυξε τη διπλή ουσία του Κυρίου, ότι είναι Θεός και άνθρωπος).

Η υμνογραφία της Εκκλησίας μας επιμένει πάλιν και πολλάκις να τονίζει την κατ’ οικονομία Θεού απουσία του Θωμά από τον κύκλο των Αποστόλων την πρώτη ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, όταν ο Κύριος εμφανίστηκε σ’ αυτούς χορηγώντας τους την ειρήνη Του και το Πνεύμα Του το Άγιον – κάτι που θα ενεργοποιείτο κατά τρόπο δραστικό από την ημέρα της Πεντηκοστής και μετέπειτα. Κι αυτό γιατί η απουσία του Θωμά θα απεκάλυπτε περίτρανα την αγάπη του Θεού απέναντι και σ’ εκείνον, αλλά και σε κάθε εγκλωβισμένο στις αισθήσεις του άνθρωπο της κάθε εποχής μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος: τη συγκατάβασή Του ώστε να ερευνηθεί και να ψηλαφηθεί «χειρί» του αμφισβητούντος αποστόλου, οπότε και να «πιστωθεῖ» έτι πλέον η Ανάστασή Του. «Χαίρει ἐρευνώμενος» ο Κύριος (ωδή δ΄) τονίζει ο άγιος υμνογράφος, για να διευκρινίσει πιο έντονα παρακάτω (ωδή ε΄): «Ἀπιστίαν πίστεως γεννήτριαν ἡμῖν τήν τοῦ Θωμᾶ ἀνέδειξας∙ σύ γάρ πάντα τῇ σοφίᾳ σου προνοεῖς συμφερόντως, Χριστέ ὡς φιλάνθρωπος» ( Ανέδειξες την απιστία του Θωμά γεννήτρια πίστεως για χάρη μας. Διότι Συ Χριστέ ως φιλάνθρωπος που είσαι, προνοείς με τη σοφία Σου τα πάντα κατά το συμφέρον μας).

Την πρωτοβουλία της ψηλάφησης βεβαίως είχε ο ίδιος ο Κύριος, όταν είδε το καλοπροαίρετο του μαθητή Του – έφυγε από την απομόνωσή του και ήλθε έστω και με λογισμούς στη σύναξη των μαθητών. «Ἇψαι Θωμᾶ τῆς πλευρᾶς τῇ χειρί, λέγει Χριστός, καί τούς τύπους τῶν ἥλων δεῦρο ψηλάφησον, πίστει ἐρεύνησον, καί γίνου μοι πιστός καί μή γίνου ἄπιστος» (δοξαστικό αίνων) (Ακούμπησε, Θωμᾶ, με το χέρι σου την πλευρά Μου, λέγει ο Χριστός, κι εμπρός ψηλάφησε τα σημάδια των καρφιών, ερεύνησέ τα με πίστη και γίνε μου πιστός και μη γίνεσαι άπιστος). Κι ήταν η συγκατάβαση και η οικονομία του Κυρίου τέτοια, ώστε έκτοτε ο Θωμάς να τίθεται στο ίδιο επίπεδο θεολογίας με τον απόστολο Ιωάννη: ο Ιωάννης έμαθε τη θεολογία από το στήθος του Κυρίου, όταν έγειρε πάνω Του στον Μυστικό Δείπνο∙ ο Θωμάς κατενόησε την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, όταν έθεσε ακριβώς το χέρι του στις πληγές του Κυρίου (βλ. στιχ. εσπ. εορτής). Κι αυτήν την οικονομία του Θεού έκανε περιεχόμενο του κηρύγματός του ο Θωμάς, αλλά και όλοι οι απόστολοι και βεβαίως η αγία Εκκλησία του Κυρίου: ότι ο Κύριος έχει «διπλῆν τήν οὐσίαν», είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος – «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».  

Κι αξίζει να σημειώσουμε ότι η υμνογραφία της Εκκλησίας μας δεν άφησε ασχολίαστη και τη γλώσσα ακόμη του αποστόλου Θωμά. Όχι μόνο επικεντρώνει στο χέρι που τόλμησε να ψαύσει το «φλόγεον ὀστοῦν» (οίκος συναξαρίου) του Κυρίου, αλλά προβάλλει και την παμμακάριστη γλώσσα του – ό,τι έχει κάνει και στο δάκτυλο και στο χέρι του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού όταν βάπτιζε και υπεδείκνυε τον Κύριο ως τον αμνό του Θεού!  Γιατί ακριβώς ο Θωμάς κήρυξε τον Ιησού ως Θεό και Κύριο. Με τα ίδια τα λόγια του αγίου υμνογράφου (ωδή δ΄ εορτής): «Σοῦ ἡ παμμακάριστος ὑμνεῖται γλῶσσα ὦ Δίδυμε∙ πρώτη γάρ εὐσεβῶς κηρύττει τόν ζωοδότην Ἰησοῦν, Θεόν τε καί Κύριον, ἐκ τῆς ἁφῆς πλησθεῖσα τῆς χάριτος» (Η παμμακάριστη γλώσσα σου, Θωμά, είναι αντικείμενο ύμνου. Διότι πρώτη με πίστη μεγάλη κηρύττει τον ζωοδότη Ιησού ως Θεό και Κύριο, επειδή γέμισε λόγω της ψηλάφησης από τη χάρη Του). Στον Θωμά για ακόμη μία φορά  επιβεβαιώνουμε ότι η θεολογία μας έχει χαρακτήρα εμπειρικό. Δεν έχουν σημασία οι διανοητικοί στοχασμοί περί του Θεού  - ό,τι η ανθρώπινη φαντασία, έστω και θεολογική, «παράγει» περί Θεού – αλλά αυτό που αποτελεί έκφραση της ζωντανής παρουσίας του Θεού στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου εννοείται που ζει εν Εκκλησία και σφραγίζεται από την αλήθεια της αποστολικής παραδόσεως.


ΠΗΓΗ