«Παρά τό φρέαρ Χριστός τήν Σαμαρεῖτιν, εὑρών ἐξῃτήσατο ὕδωρ πιεῖν ἐξ αὐτῆς, διψῶν τήν ταύτης διόρθωσιν καί σωτηρίαν, ὅ καί ἐγνώσθη ἔργοις πληρούμενον...» (στιχ. εσπ. ημέρας).
(Αφού βρήκε ο Χριστός την Σαμαρείτιδα δίπλα στο φρέαρ του Ιακώβ, ζήτησε να πιει νερό από αυτήν, επειδή διψούσε τη διόρθωση και τη σωτηρία της, κάτι που φάνηκε να εκπληρώνεται στην πράξη).
Η Εκκλησία μας διά της υμνολογίας της μάς προσφέρει όλον τον πλούτο των ενεργειών του Κυρίου σε κάθε γεγονός της επίγειας ζωής Του, όπως εν προκειμένω στην κλήση σωτηρίας της Σαμαρείτιδος γυναίκας. Ο Κύριος βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο του απολυτρωτικού Του έργου στη Σαμάρεια, μία περιοχή που κάποιο καιρό πριν Τον είχε απορρίψει και μάλιστα με πολύ έντονο προσβλητικό τρόπο: φύγε από την περιοχή μας∙ δεν Σε θέλουμε∙ είσαι ανεπιθύμητος! Κι ενώ η αντίδραση των Σαμαρειτών τότε προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση των μαθητών Του, τόσο που ευχήθηκαν να πέσει φωτιά να τους κάψει!, ο Κύριος απλώς τους παρέκαμψε, σεβόμενος εν αγάπη την επιθυμία τους και ελέγχοντας τους μαθητές Του για την άγνοια της σημασίας να είναι μαθητές Του – «οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε». Ο Κύριος όμως ως παντογνώστης ήξερε τι θα επακολουθήσει: την πρώτη φορά δεν είχε έλθει η «ώρα» των Σαμαρειτών – η επίσκεψή Του σ’ αυτούς είχε περισσότερο παιδαγωγικό χαρακτήρα για χάρη των μαθητών Του. Τώρα όμως, τη δεύτερη φορά, έρχεται, γιατί η καρδιά τους ήταν έτοιμη. Και φάνηκε τούτο από την «εκπρόσωπό» τους, τη Σαμαρείτιδα γυναίκα, που εξωτερικά φαινόταν άσωτη και αμαρτωλή, μέσα της όμως αποδεικνυόταν «σώφρων», γιατί διψούσε για την αλήθεια. Κι η δίψα της αυτή επιβραβεύτηκε: την «δίψασε» ο ίδιος ο Λυτρωτής του κόσμου.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα της αναζήτησης του ανθρώπου να βρει την αλήθεια: βρίσκει την πηγή της Αλήθειας να έρχεται προς συνάντησή του και να τον κάνει πηγή κι αυτόν, δεύτερη πηγή που αφενός ξεδιψά τα τρίσβαθα της δικής του ύπαρξής και αφετέρου ξεδιψά και κάθε άλλον άνθρωπο που βρίσκεται στη δική του πια πορεία. Η Σαμαρείτιδα αποτελεί ένα από τα κλασικότερα παραδείγματα: η ίδια ήπιε και ξεδίψασε κι έγινε στη συνέχεια ισαπόστολος και μεγαλομάρτυς, βοηθώντας πλήθος συνανθρώπων της να βρει τον δρόμο που συναντά κανείς τον Δημιουργό του.
Να με διψάει ο Θεός μου, να θέλει δηλαδή τη διόρθωση και τη σωτηρία μου αλλά με τρόπο που δείχνει τον πόθο Του και το βάθος της αγάπης Του για μένα, είναι εκείνο που κατανύσσει την ψυχή του κάθε ανθρώπου, όσο σκληρόκαρδος κι αν παρουσιάζεται στη ζωή του. Αλλά αυτό είναι το πρόβλημα των περισσοτέρων μας: εγκλωβισμένοι στον εγωισμό μας, αδυνατούμε να φανταστούμε το «αδιανόητο», ότι έχουμε ένα Θεό, τον αληθινό Τριαδικό Θεό, που όχι απλώς υπάρχει – τι να το κάνει κανείς αυτό; - αλλά κινείται διαρκώς με μία κένωση του εαυτού Του για να μας προσλάβει μέσα Του και να μας κάνει μετόχους της δικής Του ζωής και μακαριότητας. Γιατί; Διότι ο Ίδιος είναι αγάπη κι εμείς, πολλαπλασίως σε σχέση με τα άλλα αγαπημένα κι αυτά δημιουργήματά Του, είμαστε δικές Του εικόνες, στο πρόσωπο των οποίων θέλησε να «επαναλάβει» τον εαυτό Του.
Μας διψάει λοιπόν και μας καλεί και μας παρακαλεί να Τον διψάσουμε κι εμείς. Με σκοπό να γίνουμε ένα μαζί Του, βρίσκοντας τον «τόπο» της καταπαύσεώς μας. Πλασμένοι για τον Θεό, μόνον στον Θεό αναπαυόμαστε. Και τι δείχνει η πορεία Του; Πάνω στον Σταυρό, πριν το «τετέλεσται», την κραυγή «διψῶ» φωνάζει. Διψά τη σωτηρία των αγαπημένων Του πεθαίνοντας γι’ αυτούς – το αίμα Του έκτοτε θα αποτελεί την πηγή που θα ξεπλένει τη συνείδησή μας και μαζί με το σώμα Του θα τρέφει την ταλαιπωρημένη ύπαρξή μας. Αλλά και θα δείχνει ότι και οι πιστοί Του σ’ όλες τις εποχές διψώντας Τον θα διψούν εν αγάπη και τους συνανθρώπους τους, ανεβασμένοι πάνω σε σταυρό πάντοτε γι’ αυτούς. Ο Κύριος μάς το έδειξε με απόλυτα σαφή τρόπο: διψάς τον άλλον, τον αγαπάς δηλαδή αληθινά, όταν είσαι σε ετοιμότητα θυσίας για χάρη του.