Γαληνός - Περί αλυπίας ή Περί ασημαντότητας των πραγμάτων

562849-istock-486565418



«Έλαβα την επιστολή σου όπου με παρακάλεσες να σου δείξω ποια άσκηση ή ποιες θεωρίες ή γνώμες (τίς ἄσκησις ἢ λόγοι τίνες ἢ δόγματα) με προετοίμασαν για να μην λυπάμαι ποτέ.»


Γαληνός, Περί αλυπίας ή
(ή περί ασημαντότητας των πραγμάτων)
εισαγωγή (1)


Έτσι ξεκινάει η περίφημη επιστολή του Γαληνού προς έναν φίλο του, που ανακαλύφθηκε τυχαία το 2005 στη Μονή Βλατάδων Θεσσαλονίκης από τον Γάλλο διδακτορικό φοιτητή του Πανεπιστημίου της Σορβόννης Antoine Pietrobelli. Αν και το έργο του Γαληνού έχει επιζήσει σε μεγάλο βαθμό για 18 αιώνες, η επιστολή σε μορφή πραγματείας παρέχει πληροφορίες όχι μόνο για την εποχή του (λοιμός των Αντωνίνων, μεγάλη πυρκαγιά Ρώμης) αλλά και για τη στάση του εμβριθούς ιατρού απέναντι στη λύπη. «Ο πρώτος ανάμεσα στους γιατρούς, και μοναδικός ανάμεσα στους φιλοσόφους» (Primum sane medicorum esse, philosophorum autem solum) σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Μάρκου Αυρήλιου (Praen 14: 660) δεν θα μπορούσε παρά να εντάξει τη φιλοσοφική του σκέψη στη θεωρία του και η ανακάλυψη της επιστολής αποτελεί ένα ξεχωριστό δείγμα αυτής του της στάσης. Για τον λόγο αυτό, συγγράφει μια μακροσκελή επιστολή προκειμένου να αιτιολογήσει την, άξια απορίας όλων, «αλυπία» του.


Ο Γαληνός τα έχασε «όλα». Ο φίλος του απορεί με τη ατάραχη στάση του Γαληνού απέναντι στην καταστροφή που του προξένησε η πυρκαγιά της Ρώμης το 192 μ.Χ. Και, πράγματι, ο φιλόσοφος αφιερώνει αρκετές γραμμές στην περιγραφή των απολεσθέντων ἐν τῇ μεγάλῃ πυρκαϊᾷ. Ο μακρύς κατάλογος (2-37) αριθμεί κατ’ αρχάς τα πιο ασήμαντα, την περιουσία του σε αργύρια και χρυσό και συμβόλαια δανείων για να προχωρήσει σταδιακά στα φάρμακα και εργαλεία (που μπορούν να αντικατασταθούν με «πολύ προσωπικό χρόνο και ενασχόληση») αλλά και ιατρικά συγγράμματα άλλων με τις προσωπικές σημειώσεις του Γαληνού, δικά του βιβλία, μία τεράστια συλλογή αντίδοτων (κανέλλα περισσότερη από όση μπορεί να βρεθεί σε όλη τη Ρώμη) και σπάνια φάρμακα και συνταγές. Για να υποστηρίξει περισσότερο τη θέση του αναφέρει την περίπτωση του Φιλιστίδη, που, έχοντας χάσει και αυτός όλα τα βιβλία του κυκλοφορούσε μαυροφορεμένος μέχρι που πέθανε από τη θλίψη του (7).


Σε ολόκληρη την επιστολή ο Γαληνός δεν παύει να επαναλαμβάνει ότι δεν αισθάνθηκε λύπη (11–12a, 29–30, 37) παρά την απώλεια τόσο πολύτιμων για τον ίδιο πραγμάτων που απαιτούσαν πολύ κόπο και χρόνο, ενώ άλλα είναι όντως αναντικατάστατα, αν και απαραίτητα για την άσκηση της ιατρικής. Αυτά όλα αποτελούν την εισαγωγή του Γαληνού για να αναπτύξει την προσωπική του θεωρία περί αλυπίας (αποφυγής της λύπης) που ακολουθεί στη ζωή του.

Η απάντησή του είναι διττή. Το πρώτο μέρος αφορά την απληστία των ανθρώπων, από την οποία ο ίδιος απέχει. Το δεύτερο, τη μεγαλοψυχία που επιδεικνύει ο ίδιος, ως αποτέλεσμα ανατροφής, μόρφωσης και άσκησης αλλά και εμπειρίας της ζωής (50-51):

«Το ότι έχασα όλα τα φάρμακα, όλα τα βιβλία και ακόμη τις συνταγές αξιόλογων φαρμάκων και επιπλέον τις πραγματείες που είχα ετοιμάσει για έκδοση και πολλές άλλες και το ότι σε όλη τη ζωή έδειξα ικανή φιλοπονία χωρίς να λυπηθώ (μὴ  λυπηθῆναι ) αυτό είναι πρωταρχικό δείγμα γενναιότητας και μεγαλοψυχίας. Εκείνο που με οδήγησε σε αυτή τη μεγαλοψυχία πρώτον το γνωρίζεις εσύ καθώς από την αρχή συναναστράφηκες και μορφώθηκες μαζί μου, δεύτερον είναι η εμπειρία μου από τα γεγονότα στη Ρώμη.»

Ο Γαληνός θα ξεκινήσει από το δεύτερο. Η «εμπειρία του στη Ρώμη» αντιστοιχεί στη διακυβέρνηση του Κόμοδου. Κανείς δεν μπορεί να μένει εφησυχασμένος. Ο σοφός οφείλει να προετοιμάζει τον εαυτό του για τα χειρότερα: εξορία από την πατρίδα του, άδικους θανάτους και άλλα δεινά, δηλαδή «να έχει γνώση των ανθρώπινων καταστάσεων» (53). Το ζοφερό κλίμα της εποχής δεν έχει προηγούμενο (55):

«Νομίζω ότι είσαι και εσύ πεπεισμένος ότι μέσα σε λίγα χρόνια τα κακά που διέπραξε ο Κόμοδος είναι χειρότερα από όλα όσα έχουν καταγραφεί στην Ιστορία σε όλα τα χρόνια, ώστε κάθε μέρα και εγώ βλέποντάς τα, άσκησα τη φαντασία μου για την απώλεια όλων. Έχοντας χάσει το ηθικό μου, προσδοκώ, όπως και άλλοι που δεν έχουν διαπράξει αδίκημα, να με στείλουν σε ένα έρημο νησί. Όταν κάποιος περιμένει να σταλεί σε ένα νησί, ταυτόχρονα με την απώλεια των πάντων, έχει προετοιμάσει τον εαυτό του να το αντέχει, και αν χάσει κάτι, χωρίς να του αφαιρεθούν και τα υπόλοιπα, δεν πρόκειται να λυπηθεί.»


Ο Γαληνός προτρέπει τον φίλο του να φαντάζεται το χειρότερο, προκειμένου να μπορεί να αντεπεξέλθει στις αλλαγές της ζωής. 


%25CE%25A7%25CF%2589%25CF%2581%25CE%25AF%25CF%2582%2B%25CF%2584%25CE%25AF%25CF%2584%25CE%25BB%25CE%25BF


Αυτό δεν είναι εύκολο ούτε μπορούν να το κάνουν όλοι, αλλά μόνο όσοι είναι εκ φύσεως ανδρείοι ή έχουν λάβει την ανάλογη παιδεία. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο πατέρας του. Η ανάμνησή του ηρεμεί τον Γαληνό. Αν και δεν έλαβε φιλοσοφική παιδεία ούτε συναναστράφηκε με φιλοσόφους, δεν υπάρχει άλλος που να τίμησε τη δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη όπως εκείνος. Ο Γαληνός ακολουθεί το παράδειγμά του (65-66):


«Έχοντας ανατραφεί με αυτές τις αρχές θεωρώ τα πάντα είναι ασήμαντα. Πώς θα μπορούσα να θεωρήσω άξια προσοχής τον ελεύθερο χρόνο, τα εργαλεία, τα φάρμακα και τα βιβλία, τη δόξα και τον πλούτο, και αν κάποιος θεωρεί ότι αυτά είναι ασήμαντα γιατί να ανησυχεί για αυτά ή από αυτά; Επόμενο λοιπόν είναι ότι κάποιος που θεωρεί ότι έχει στερηθεί τα μεγαλεία πάντοτε λυπάται και ανησυχεί, ενώ αυτός που πάντοτε περιφρονεί τα ασήμαντα δεν λυπάται ποτέ.»

Η περιφρόνηση των αγαθών διαφέρει από την αταραξία (ἀοχλησίαν). Η ζωή είναι ενέργεια. Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι μεγάλη. Το αγαθό από τη φύση του πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από την απαλλαγή από τον πόνο (62). Ο Επίκουρος αναφέρεται αυτή τη φορά ονομαστικά (68):

«Μερικοί θεωρούν ότι η αταραξία είναι αγαθό, αλλά εγώ γνωρίζω ότι ούτε ο εαυτός μου ούτε άλλος άνθρωπος ούτε ζώο αποβλέπει σ’ αυτό. Γιατί όλα τα βλέπω να επιθυμούν να ενεργούν και στο σώμα και στην ψυχή. Αλλά αυτό το γνωρίζουμε από πολλά γραπτά μας και ειδικά σ’ αυτά που είναι εναντίον του Επίκουρου.»

Ο φιλόσοφος ιατρός δεν ισχυρίζεται ότι στέκεται απαθής απέναντι στα γεγονότα, αλλά τα ιεραρχεί. Τώρα γίνεται κατανοητή η στάση του. Η αιτία της λύπης δεν θα είναι κάτι ασήμαντο.  Περιμένει τα χειρότερα. Όσο αυτά δεν συμβαίνουν, δεν αισθάνεται λύπη. Η λογική μπορεί να ελέγξει το συναίσθημα. Αυτά που έχασε, αναντικατάστατα ή μη, δεν παύουν να είναι πράγματα (71-72):

«Καταφρονώ την απώλεια των πραγμάτων (χρημάτων) […] Αυτό που θα με λυπήσει είναι η καταστροφή της πατρίδας μου, το να τιμωρηθεί ένας φίλος μου από έναν τύραννο και άλλα παρόμοια πράγματα. [..] Και εφόσον δεν μου έχει συμβεί τίποτε από αυτά, γι’ αυτό με βλέπεις να μην λυπάμαι.»

***



ΓΑΛΗΝΟΥ Περὶ Ἀλυπίας.

ΠΕΡΙ ΑΛΥΠΙΑΣ ΓΑΛΗΝΟΥ ΛΟΓΟΣ.



helentroy





[1] ἔλαβόν σου τὴν ἐπιστολὴν ἐν ᾗ παρεκάλεις μοι δηλῶσαί σοι τίς ἄσκησις ἢ λόγοι τίνες ἢ δόγματα ‹τίνα› παρεσκεύασάν με μηδέποτε λυπεῖσθαι. παρὼν μὲν ‹γὰρ› αὐτὸς ἔφης ἑωρακέναι κατά τινα τοῦ πολυχρονίου λοιμοῦ μεγάλην ἐμβολὴν ἀπολέσαντά με τοσούτους οἰκέτας οὓς σχεδὸν εἶχον ἐν τῇ Ῥωμαίων πόλει, ἀκηκοέναι δὲ καὶ πρόσθεν ἤδη μοι γεγονέναι τι τοιοῦτον εἰς χρήματά γε τρίς που καὶ τετράκις ἁδραῖς ζημίαις περιπεσόντα· [2] ἔφης αὐτὸς ἑωρακέναι με μηδὲ ἐπὶ βραχὺ κινηθέντα. τὸ δὲ νῦν ἔναγχός μοι συμβὰν ὑπὲρ ἅπαντα γεγονέναι τὰ πρόσθεν, ἀπο‹λ›λυμένων ἐν τῇ μεγάλῃ πυρκαϊᾷ πάντων ‹τῶν› ἀποκειμένων μοι πραγμάτων ἐν ταῖς κατὰ τὴν ἱερὰν ὁδὸν ἀποθήκαις· [3] ὁπόσα μὲν οὖν καὶ ποῖα καὶ αὐτὸς ἔφης ἐπίστασθαι, πεπύσθαι δέ τινος ‹τῶν› ἀγγε‹λ›λόντων σοι μηδὲν νῦν ἀνιαθῆναί με φαιδρόν τ’ ‹ὄντα› καὶ τὰ συνήθη πράττοντα καθάπερ ἔμπροσθεν.

[4] θαυμάζειν οὐχ ὅτι καὶ ἀργυρίου καὶ χρυσίου καὶ ἀργυρωμάτων καὶ συμβολαίων πο‹λ›λῶν ἀποκειμένων ἃ διεφθάρη κατὰ τὴν πυρκαϊὰν ἀλύπως ὤφθη‹ν› φέρων, ἀλλ’ ὅτι πλῆθος ἄλλο τῶν ὑπ’ ἐμοῦ σε‹σω›ρ‹ευ›μένων αὐτοῦ, φάρμακα δὲ παντοῖα πάμπο‹λ›λα, τὰ μὲν ἁπλᾶ, τὰ δὲ συγκείμενα, καὶ ἄρμενα παντοδαπά, [5] τὰ μὲν εἰς τὰς ἰατρικὰς ἐπιτήδεια χρείας ‹ἃ› μὲν οὖν ἔφην ἀπολέσας ἄλλα κτήσασθαι ἔτι ἐλπίζει‹ν›, τὰ δὲ ὑπ’ ἐμοῦ [χρήματα] προσευρημένα [τῶν ἀρμένων] ὧν τὰ ὑποδείγματα πλάτ‹τ›ων αὐτὸς ἐκ κηροῦ τοῖς χαλκεῦσιν ἐδίδουν, ὡς οὐκ ἔτ’ οἷόν τε σχεῖν ἄνευ χρόνου πο‹λ›λοῦ καὶ ἀσχολίας μεγάλης, [6] ὥσπερ οὐδὲ τὰ βιβλία τά τε ἐπηνωρθωμένα [καὶ] διὰ τῆς ἐμῆς χειρὸς ἀνδρῶν παλαιῶν [τὰ] συγγράμματα τά θ’ ὑπ’ ἐμοῦ συντεθέντα, καὶ μέντοι καὶ τὰς καλουμένας ἀντιδότους ἃς εἰδέναι ‹ἔ›φης καί με παμπό‹λ›λας ἔχοντα, μάλιστα δὲ τὴν θηριακὴν ὀνομαζομένην εἰς ὄγκον ὀγδοήκοντα λιτρῶν κιννάμωμόν τε τοσοῦτον ὅσον οὐδὲ παρὰ πᾶσιν ἅμα τοῖς ταῦτα καπηλεύουσιν ἔστιν εὑρεῖν, ὥσπερ καὶ τἄλλα πάντα σπάνια εἶναι δαψιλῆ παρ’ ἐμοί.

[7] πεπύσθαι δὲ ὡς καὶ Φιλ‹ιστ›ίδης μὲν ὁ γραμματικὸς ἀπολλυμένων αὐτῷ τῶν βιβλίων κατὰ πυρκαϊὰν ἀπὸ δυσθυμίας καὶ λύπης διεφθάρη συντακείς, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι ἐν μέλασιν ἱματίοις προῄεσαν ἄχρι πολλοῦ λεπτοὶ καὶ ὠχροὶ τοῖς πενθοῦσι παραπλήσιοι.

[8] θαρροῦντες γάρ τοι ταῖς κατὰ τὴν ἱερὰν ὁδὸν ἀποθήκαις ὡς δὴ οὐδὲ πεισομέναις ὑπὸ τοῦ πυρός, οἱ ἄνθρωποι τὰ τιμαλφέστατα τῶν κτημάτων ἐν αὐταῖς ἀπετίθεντο· θαρρεῖν δὲ αὐταῖς διὰ τὸ μήτε ξύλον ἔχειν αὐτὰς ὅτι μὴ κατὰ τὰς θυρίδας, μήτε τινὰ γειτνίασιν ἰδιωτικῆς οἰκίας, ἔτι τε τὸ φρουρεῖσθαι στρατιωτικῇ φρουρᾷ διὰ τὸ τεττάρων ἐπιτρόπων Καίσαρος ἀποκεῖσθαι κατὰ τὸ χωρίον ἐκεῖνο γράμματα·

[9] καὶ δι’ αὐτό γε τοῦτο πλέον ἐνοίκιον ἐτελοῦμεν οἱ μεμισθωμένοι τὰ κατὰ τὰς ἀποθήκας ἐκεῖνα οἰκήματα, τά τε σπουδῆς ἄξια κτήματα θαρροῦντες ἐκεῖ[να] κατετιθέμεθα.

[10] συνέβη δέ μοι πρὸς τῷ κοινῷ τούτῳ καὶ ἄλλο τι δυσχερὲς ἴδιον· εἰς Καμπανίαν γὰρ ἐξιών, ἅπαντα τὰ κατὰ τὴν οἰκίαν ἄρμενα καὶ φάρμακα καὶ βιβλία καὶ σκευῶν ἀργυρῶν οὐκ ὀλίγα κατετεθείμην εἰς τὴν ἀποθήκην ὡς ἀσφαλῶς φυλάττοιτο κατὰ τὴν ἀποδημίαν· τοιγαροῦν συνέβη κἀκεῖνα πάντα σὺν τοῖς κειμηλίοις ἐκεῖ σωρευθέντα διαφθαρῆναι. ταῦτ’ οὖν οὕτω γενόμενα καὶ αὐτὰ μὲν ἔφης πεπύσθαι, βούλεσθαι δ’ ‹ἀσ›φαλέστερον ἀκοῦσαι παρ’ ἐμοῦ.

[11] τὸ γὰρ μηδὲ τῶν τοιούτων ἁπάντων ἁπτομένων ἀνιαθῆναί με θαυ‹μα›σι‹ώ›τατον ἐδόκει σοι καὶ [τοῦ] πάνυ μοι τοῦτ’ ἐφαίνου γράψαι ἀληθῶς· ἐν ‹γὰρ› τῇ ‹Κ›αμπανίᾳ πυθόμ‹εν›ος καὶ α‹ὐτὰ› διεφθάρθαι, πάνυ ῥᾳδίως ἤνεγκα τὸ πράγμα, μήτε βραχὺ κινηθείς.

[12a] ‹ὅτε› δ’ εἰς Ῥώμη‹ν› ἐν ἀπορίᾳ πάντων ἦν ὧν ἄνευ οὐδὲ[ν] οἷόν τ’ ἐστὶ ἰατρεῦσαι β‹ραχεῖ› χρόνῳ τ‹ῆς δ...› τοῦ πράγματος ᾐσθόμην ὥσπερ καὶ μέχρι νῦν αἰσθάνομαι καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἄλλοτε ἄλλου βιβλίου καὶ ἀρμένου καὶ φαρμάκου καθιστάμενος ἐν χρείᾳ.

[12b] τὸ γάρ τοι δεινότατον ἐπὶ τῇ τῶν βιβλίων ἀπωλείᾳ λέληθέ σε μηδὲ ἐλπίδα ἔτι τῆς κατασκευῆς ὑπολειπομένην ὡς ἂν τῶν ἐν τῷ Παλατίῳ βιβλιοθηκῶν πασῶν κατακαυθεισῶν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ.

[13] οὔτε οὖν ὅσα σπάνια καὶ ἀλ‹λ›αχόθι μηδαμόθεν κείμενα δυνατόν ἐστιν εὑρεῖν [ἐστιν], οὔτε τῶν ‹ἐν› μέσῳ[ν], διὰ δὲ τὴν τῆς γραφῆς ἀκρίβειαν ἐσπουδασμένων, Καλλίνια καὶ Ἀττικιανὰ καὶ Πεδουκίνια καὶ μὴν Ἀριστάρχεια οἵτινές εἰσιν Ὅμηροι δύο καὶ Πλάτων ὁ Παναιτίου καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα, διασῳζομένων ἐντὸς τῶν γραμμάτων ἐκείνων αὐτῶν ἃ καθ’ ἕκαστον βιβλίον ἢ ἔγραψαν ἢ ἀν‹τ›εγράψαντο οἱ ἄνδρες ὧν ἦν ἐπώνυμα τὰ βιβλία. καὶ γὰρ γραμματικῶν πολλῶν αὐτόγραφα βιβλία τῶν παλαιῶν ἔκειντο καὶ ῥητόρων καὶ ἰατρῶν καὶ φιλοσόφων.

[14] ἐπὶ τούτοις σὺν τοιούτοις καὶ τοσούτοις ἀπώλεσα κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν ὅσα μετὰ τὴν ἐπανόρθωσιν εἰς καθαρὸν ἔδαφος ἐγέγραπτό ‹μοι› βιβλία τῶν ἀσαφῶν ‹μέν›, ἡμαρτημένων δὲ κατὰ τὰς γραφὰς οἷον ἐμοῦ προῃρημένου ἔ‹κ›δοσιν ἐμὴν ποιήσασθαι, τῶν γραφῶν εἰς ἀκρίβειαν ἐκπεπονημένων ὡς μήτε τι περιττεύειν ῥήματα μήτε ἐλλείπει‹ν›, ἀλλὰ μηδὲ παραγραφὴν ἁπλῆν ἢ διπλῆν, ἢ κορωνίδα προσηκό‹ν›τως τιθεμένην ἐν μέσῳ βιβλίων· τί δεῖ λέγειν περὶ στιγμῆς ἢ ὑποστιγμῆς ἃς οἶσθα τοσοῦτον δυναμένας ἐν ἀσαφέσι βιβλίοις ὥστε προσέχοντα τὸν νοῦν αὐταῖς ἐξηγητοῦ μὴ δεῖσθαι;

[15] τοιαῦτα ἦν τὰ Θεοφράστου καὶ Ἀριστοτέλους καὶ Εὐδήμου καὶ Κλύτου καὶ Φαινίου βιβλία καὶ Χρυσίπ‹π›ου τὰ πλεῖστα καὶ τῶν παλαιῶν ἰατρῶν πάντων.

[16] λυπήσει δέ σε καὶ ταῦτα μάλιστα, ὡς τῶν ἐν τοῖς καλουμένοις πίναξι [τῶν] γεγραμμένων βιβλίων ἔξωθεν εὗρόν τινα κατά [τινά] τε τὰς ἐν τῷ Παλατίῳ βιβλιοθήκας καὶ † τὰς ἐναντίω † ἃ φανερῶς ‹οὐκ› ἦν οὗπερ ἐπεγέγραπτο, ‹οὔτε› κατὰ τὴν λέξιν οὔτε κατὰ ‹τὴν› διάνοιαν ὁμοιούμεν‹α› αὐτῷ. καὶ τὰ Θεοφράστου καὶ μάλιστα τὰ κατὰ τὰς ἐπιστημονικὰς πραγματείας - [17] [ἔστιν] ἄλλα τὰ περὶ φυτῶν βιβλία κατὰ δύο πραγματείας ἐκτεταμένας ἡρμηνευμένα πάντες ἔχουσι. ἡ δ’ Ἀριστοτέλ‹ους› † σύναρμος † ἀκριβῶς ἦν εὑρεθεῖσά μοι καὶ μεταγραφεῖσα, ἡ καὶ νῦν ἀπολομένη, κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ Θεοφράστου καὶ ἄλλων τινῶν ἀνδρῶν παλαιῶν μὴ φαινόμενα κατὰ τοὺς πίνακας, τινὰ δὲ ἐν ἐκείνοις γεγραμμένα μέν, μὴ φερόμενα δ’ αὐτά. τούτων οὖν ἐγὼ πολλὰ μὲν ἐν ταῖς κατὰ τὸ Παλάτιον βιβλιοθήκαις εὗρον, τὰ δ’ † ἐναντία † κατεσκεύασα.

[18] διεφθάρη δὲ νῦν τὰ μὲν ἐν τῷ Παλατίῳ κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν τοῖς ἡμετέροις, τῆς πυρκαϊᾶς οὐ μόνον ταῖς κατὰ τὴν ἱερὰν ὁδὸν ἀποθήκαις λυμηναμένης ἀλλὰ καὶ πρῶτον μὲν ταῖς κατὰ τὸ τῆς Εἰρήνης τέμενος, μετὰ ταῦτα δὲ ταῖς κατὰ τὸ Παλάτιόν τε καὶ τὴν Τιβεριανὴν καλουμένην οἰκίαν, ἐν ᾗ καὶ αὐτῇ βιβλιοθήκη τις ἦν πολλῶν μὲν καὶ ἄλλων βιβλίων μεστή, † τὰ δ’ ἐναντίω † διὰ τὴν ἀμέλειαν τῶν ἑκάστοτε πιστευομένων ἐκ διαδοχῆς αὐτὰ [...] καθ’ ὃν χρόνον ἐγὼ ἀνέβην εἰς Ῥώμην πρῶτον ἐγγὺς ἦν τοῦ διεφθάρθαι.

[19] ταῦτ’ ἄρα καὶ κάματον ἡμῖν παρέσχεν οὐ μικρὸν ἐγγραφομένοις αὐτά· νυνὶ δὲ τελέως ἐστὶν ἄχρηστα μηδὲ ἀνελιχθῆναι δυνάμενα διὰ τὸ κεκολλῆσθαι τὰς χάρτας ὑπὸ τῆς σηπεδόνος· ἔστι γὰρ ἑλῶδές τε καὶ κοῖλον τὸ χωρίον ἐς τὰ μάλιστα, καὶ διὰ θέρους πνιγηρόν.

[20] ἴσως δέ ‹σ›ε λυπ‹ήσ›ει καὶ ἡ τῶν Ἀττικῶν ὀνομάτων καὶ ὅσα πολιτικὰ πράγματα ‹καὶ ὀνόματα πραγματεία› διττὴ μὲν οὖσα καθάπερ οἶσθα, μία μὲν ἐκ τὴς παλαιᾶς κωμωδίας, ἑτέρα δὲ ἐκ τῶν ἄνευ μέτρου γραψάντων· ἀλλὰ κατὰ τύχην γε τῆς ἑτέρας εἰς Καμπανίαν ἐκεκόμιστο τἀντίγραφα. καὶ εἴ γε μετὰ δύο μήνας ἐνεπέπρηστο τὰ κατὰ τὴν Ῥώμην, ἔφθανον ‹ἂ›ν οὖν εἰς Καμπανίαν πασῶν τῶν ἡμετέρων πραγματειῶν τὰ ἀντίγραφα.

[21] διπλᾶ γὰρ ἐγέγραπτο πάντα τὰ πρὸς ἔκδοσιν ἤδη, χωρὶς τῶν ἐν τῇ Ῥώμῃ μελλόντων μένειν, ἀξιούντων μὲν καὶ τῶν ἐν τῇ πατρίδι φίλων ἁπάσας αὐτοῖς πεμφθῆναι τὰς ὑπ’ ἐμοῦ γεγονυίας πραγματείας ὅπως ἐν βιβλιοθήκῃ δημοσίᾳ στῶσι, καθάπερ καὶ ἄλλοι[ς] τινὲς ἤδη πολλὰ τῶν ἡμετέρων ἐν ἄλλαις πόλεσιν ἔθηκαν, ἐννοοῦντος δὲ κἀμοῦ πάντων ἔχειν ἀντίγραφα κατὰ τὴν Καμπανίαν.

[22] ἦν οὖν διὰ τοῦτο διπλὰ πάντα τὰ ἡμέτερα χωρὶς τῶν ἐν Ῥώμῃ μελλόντων μένειν ὡς ἔφην.

[23a] ἡ μὲν οὖν πυρκαϊὰ τελευτῶντος ἐξεγένετο τοῦ χειμῶνος, ἐγὼ δὲ ἐνόουν ἐν ἀρχῇ τοῦ θέρους εἰς τὴν Καμπανίαν κομίσαι τά τε αὐτόθι μέλλοντα κεῖσθαι καὶ τὰ πεμφ‹θ›ησόμενα τῶν ἐ[ν]τησίων πνεόντων εἰς Ἀσίαν.

[23b] ἐνήδρευσεν οὖν ἡμᾶς ἡ τύχη πολλὰ μὲν καὶ ἄλλα τῶν ἡμετέρων ἀφελομένη βιβλίων, οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ τὴν τῶν ὀνομάτων πραγματείαν ἣν ἐξέλεξα[το] τῆς παλαιᾶς κωμῳδίας ὅλης, [24a] ἧς [δ’] ὡς οἶσθα καὶ τὰ πολιτικὰ ἔφθανεν Δίδυμος τά τε γλωττηματικὰ πάντα ἐξηγήσασθαι διὰ πεντήκοντα βιβλίων, ὧν καὶ αὐτῶν ἐπιτομὴν ἐπεποιήμην ἐν ἑξακισχιλίοις στίχοις.

[24b] ἐδόκει μὲν οὖν ἡ τοιαύτη κατασκευὴ ῥήτορσί τε καὶ γραμματικοῖς εἶναι χρήσιμος ἢ οἵτινες ὅλως ἀττικίζειν βούλοιντο ‹ἤ› τινα [25] καὶ τῶν εἰς τὰ πράγματα [χρήσιμα] διαφερόντων, ὁποῖόν ἐστι καὶ τὸ παρατεθὲν ἔναγχος, εἰπόντος ‹τινὸς› ἐν Ῥώμῃ τῶν εὐδοκιμούντων ἰατρῶν οὔπω τὴν χρῆσιν εἶναι τοῦ χόνδρου κατ‹ὰ τ›οὺς Ἱπποκράτους χρόνους, διὰ τοῦτο πτισάνην αὐτὸν προκρίνειν πάντων τῶν σιτηρῶν ἐδεσμάτων ἐν τῇ διαίτῃ τῶν ὀξέων νοσημάτων, ὡς εἴ γε χόνδρος ἐγινώσκετο τοῖς Ἕλλησιν, οὐκ ἂν αὐτὸν ἕτερόν τι προελέσθαι τοῦδε.

[26] μάλιστα μὲν οὖν καὶ κατὰ τὸ περὶ διαίτης ὑγιεινὸν ὅ τινες μέν φασι αὐτοῦ εἶναι, ἔνιοι δὲ Φιλιστίωνος, ἕτεροι δὲ Ἀρίστωνος ἀνδρῶν παλαιοτάτων, εὑρίσκεται γεγραμμένος ὁ χόνδρος, ἀλλὰ καὶ παρὰ τοῖς παλαιοῖς κωμικοῖς.

[27] ἀβυδοκόμαν ἢ ἀβυρτάκην καὶ ἀλλ’ ὅσα μὴ σαφῆ τοῖς ἀκούουσιν ἦν ὥριστο κατὰ τὴν ἡμετέραν πραγματείαν - ἂ Δίδυμος ἔφθασεν ἐξηγήσασθαι καλῶς - οὑτωσί· ὄλυραι καὶ λάθυροι καὶ ὄροβοι καὶ χόνδρος τά τε ἄλλα Δημήτρια σπέρματα καὶ λάχανα καὶ ὀπῶραι καὶ θάμναι καὶ δευτερίαι καὶ θάμνοι καὶ καρποὶ καὶ βοτάναι καὶ ζῴα καὶ ἄρμενα καὶ σκεύη καὶ ὄργανα καὶ τἄλλα πολιτικὰ πράγματα καὶ ὀνόματα πάντα.

[28] τὰ μὲν οὖν [λοιπὰ] ἐκ τῆς παλαιὰς κωμῳδίας ἐξειλεγμένα τῶν τοιούτων ὀνομάτων οὐκ ἔφθασαν εἰς Καμπανίαν μετενεχθῆναι, τὰ δὲ ‹ἐκ τῶν› ἄνευ μέτρου γραψάντων ἤδη μετενήνεκτο κατὰ τὴν τύχην, ἐν βιβλίοις ὄντα τεσσαράκοντα ὀκτὼ μεγάλοις ὧν ἔνια διελεῖν ἴσως δεήσει δίχα πλειόνων ἢ τετρακισχιλίων ἐπῶν ἑξάριθμον ἐχόντων.

[29] τούτων οὖν οὐδὲν ἠνίασέ με καίτοι πολλῶν τε καὶ χρησίμων καὶ δυσπορίστων ὄντων, ὡς οὐδὲ ἡ τῶν ἡμ‹ετέρ›ων ὑπομνημάτων ἀπώλεια, διττῶν κατ’ εἶδος ὄντων· ἔνια μὲν γὰρ οὕτως ἐγεγόνει σύμμετρα ὡς καὶ τοῖς ἄλλοις εἶναι χρήσιμα, τινὰ δὲ ἐμοὶ μόνῳ καίτοι τὴν αὐτὴν ἔχοντα παρασκευὴν εἰς ἀνάμνησιν, [30] ἔπειτα αἱ κεφαλαιώδεις πλεῖσται συνόψεις πολλῶν πάνυ βιβλίων ἰατρικῶν τε καὶ φιλοσοφ‹ικ›ῶν ἀλλ’ οὐδὲ ταῦτα ἐλύπησαν.

[31] τί ποτε οὖν, φήσεις, ἔτι μεῖζον ἁπάντων τῶν εἰρημένων ἐστὶν δ’ λυπεῖν ‹ἂν› δύναιτο; καὶ δή σοι φράσω τοῦτο· γραφὰς φαρμάκων θαυμασιωτέρας ἐπεπείσμην ἔχειν οἵας οὐδεὶς ἄλλος ἐν ἁπάσῃ τῇ πρὸς Ῥωμαίους οἰκουμένῃ, τὸ μέν τι καὶ τύχης εἰς τοῦτο συ‹λ›λαμβανούσης, τὸ δέ τι κἀμοῦ συμπρο‹σ›τιθέντος.

[32] διττὴ δὲ τύχη προὐξένησέ μοι ἕκαστα κατὰ τὴν ὁδόν, ὧν ἡ μὲν προτέρα τοιάδε τίς ἐστιν· ἀνήρ τις πλούσιος τῶν παρ’ ἡμῖν ἐσπούδασεν εὑρεῖν τὴν τῶν ἀξιολόγων φαρμάκων γνῶσιν ὡς ἑκατὸν χρυσῶν ἐνίας γραφὰς ὠνεῖσθαι πλέον, ὃ‹ς› καὶ τοιοῦτον ἔργον ἐπετηδεύσατο ‹οἷον› μὴ μόνον ὅσα κατὰ τὴν Ἀσίαν ἦν εὐδοκιμοῦντα παρ’ ἑκάστῳ τῶν ‹νῦν› ἰατρῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν παλαιῶν ἐξωνήσασθαι.

[33] τούτων τῶν φαρμάκων πάντων αἱ γραφαὶ κατὰ δύο διφθέρας π‹τ›υκτὰς ἐφυλάττοντο μετὰ πάσης ἀσφαλείας ἅστινας τῶν κληρονομησάντων τις αὐτὸς φίλτατος ὢν ἐμοὶ μηδὲ αἰτηθεὶς αὐτομάτως ἔδωκεν.

[34] αὕτη μὲν ἡ προτέρα τύχη τῆς τῶν φαρμάκων εὐπορίας· τήνδε δὲ ‹τὴν› δευτέραν ἐφ‹εξ›ῆς ἄκουσον· ὡς ἐγενόμην ἐν Ῥώμη τὸ πρῶτον, ἔτος ἄγων τρίτον πρὸς τοῖς τριάκοντα, πολίτην τε καὶ συμφοιτητὴν ἐμὸν ὀνόματι Τεύθραντα διατρίβοντα κατὰ τὴν πόλιν εὗρον ὃς διεδέδεκτο τὰς Εὐμενοῦς τοῦ ἰατροῦ διφθέρας, ὄντος μὲν καὶ αὐτοῦ Περγαμηνοῦ φιλοφαρμάκου δὲ [καὶ πολυφαρμάκου] πάντων τῶν ἰατρῶν μάλιστα.

[35] καὶ αὗται δὲ αἱ διφθέραι ἐν ἑνὶ σχεδὸν ἐξ ὅλης τῆς οἰκουμένης ἦσαν συνηθροισμέναι διὰ τὰς ἐπιγενομένας ἀποδημίας αὐτῷ μεθ’ ἃς ἐν Ῥώμῃ διετέλεσεν ἄχρι θανάτου. ταύτας οὖν τὰς διφθέρας ὁ Τεύθρας ἀποθανὼν ἐν τῇ πρώτῃ τοῦ λοιμοῦ καταβολῇ κατέλιπέ μοι μετ’ ὀλίγον χρόνον τῆς ἧς εἶπον ἀνόδου τὸ πρῶτον εἰς Ῥώμην μοι γεγονέναι.

[36] ἐκ τούτων οὖν τῶν παρασκευῶν εἴ τίς τι τῶν θαυμασίων εἶχε φαρμάκων ἐλάμβανον οὐ χαλεπῶς ἀντιδιδοὺς δύο καὶ τρία τῶν ὁμοίων.

[37] οὐ μόνον οὖν ἀπώλοντο κατὰ τὴν πυρκαϊὰν αἱ διφθέραι πᾶσαι-καὶ γὰρ καὶ τοῦτο ἔτι μικρὸν ἐνόμιζον-, ἀλλὰ πραγματεία μοι γεγονυῖα μετὰ πολλῆς ἀκριβείας ἡ περὶ συνθέσεως φαρμάκων ἐν ᾗ πῶς αὐτὸς ἄν τις συνθείη [φαρμάκων] ἐμήνυον τὰ δοκιμώτατα· καὶ μόναι φαρμάκων σῴζονται ὀλίγων γραφαὶ φθάνουσαι διδόσθαι τοῖς ἑταίροις.

[38] ἴσως ἂν οὖν φήσεις ἐπιτάττεσθαί σου τὴν ἐπιθυμίαν καὶ βούλεσθαι μᾶλλον γνῶναι πῶς ἀπολέσας τοσαύτην ποικιλίαν κτημάτων ὧν ἕκαστον αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ μόνον λυπηρότατον ἂν ἐγένετο τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις, οὐκ ἠνιάθην ὡς ἕτεροί τινες, ἀλλὰ πάνυ ‹ῥαδίως› ἤνεγκα τὸ συμβάν.

[39] ἐγὼ δέ σοι διττὴν ἀπόκρισιν πρὸς τοῦτο ποιήσομαι, τὴν μὲν ἑτέραν ὑπὲρ ἧς ἀναμνησθῆναί σε χρὴ πολλάκις ἀκηκοότα διερχομένου ‹ἐμοῦ› τοιούτους λόγους ὧν καὶ νῦν ἄρξομαι τῆς ἀναμνήσεως· φιλότιμος Ἀρίστιππος, οὐκ ἀρκούμενος διαίτῃ εὐτελεῖ ἀλλὰ καὶ πολυτελείαις ὄψων [ἂν] ἑκάστης ἡμέρας διδοὺς ἀργύριον ἑκάστοτε δαψιλὲς ταῖς θερμοτέραις τῶν κατ’ αὐτὸν ἑταιρῶν-ὅμως καὶ ἔτι πολλῶν δεόμενος ὁ ἀνὴρ ἐκεῖνος -, [40] ἀνιών ποτε ἐκ Πειραιῶς - εἰώθει ἀεὶ βαδίζειν οὐ μόνον τὰς οὕτω βραχείας ὁδούς, ἀλλὰ καὶ τὰς μακράς -, ἐπειδὴ ἐθεάσατο τὸν οἰκέτην μὴ δυνάμενον ἕπεσθαι τῷ φορτίῳ - φασκώλιον δὲ ἦν τοῦτο χρυσίων μεστόν -, ἐκέλευσεν ἀποχέαι τοσοῦτον ὡς τὸ λοιπὸν εὔφορον αὐτῷ γενέσθαι.

[41] κατὰ τὴν αὐτὴν οὖν γνώμην ἔπραξε καὶ τάδε· τέσσαρας ἔχων ἀγροὺς ἐπὶ τῆς πατρίδος ἕνα τινὰ περίστασιν τῶν πραγμάτων ἐξ αὐτῶν ἀπήλασεν ὡς λοιπὸν ἔχειν τρεῖς.

[42] ἀπαντήσας οὖν τις τῶν πολιτῶν ἕτοιμος ἦν ἐπὶ τῇ ζημίᾳ συλλυπεῖσθαι· γελάσας οὖν ὁ Ἀρίστιππος ἔφη· “τί μᾶλλον ἐμοὶ ‹σὺ› συλλυπήσῃ τρεῖς ἀγροὺς ἔχοντι τοιούτους οἷον ‹ἕνα› μόνον αὐτὸς ἔχεις ἢ ἐγώ σοι συλλυπήσομαι;” πάνυ καλῶς ἐνδεικνύμενος ὃ πολλάκις ἤκουσας παρ’ ἐμοῦ λεγόμενον ὡς οὐ χρὴ πρός τι τῶν ἀπολλυμένων ἐμβλέπειν καὶ λογίζεσθαι πῶς οἱ τρεῖς ἀγροὺς δεξάμενοι τοῦ πατρὸς οὐκ ἀνέξονται βλέπειν ἑτέρους ἔχοντας τριάκοντα·

[43] καὶ γὰρ ἐὰν τριάκοντα ἔχωσιν, ἑτέρους ὄψονται πεντήκοντα ἔχοντας· ἐὰν ‹κατὰ› ταὐτὰ πάλιν αὐτοὶ κτήσωνται τοσούτους, ἔχοντας ὄψονταί τινας ἄλλους ἑβδομήκοντα, κἂν ἐκείνους ἔχωσιν, ἄλλους θεάσονται πλείους τῶν ἑκατὸν ἔχοντας, ὥστε κατὰ βραχὺ προϊόντες ἁπάντων ἐπιθυμήσουσιν, καὶ κατὰ τοῦτο ἀεὶ πένητες ἔσονται, μὴ πληρουμένης αὐτῶν τῆς ἐπιθυμίας.

[44] ἐὰν δέ τις μὴ πόσους ἀγροὺς ἄλλος ἔχει διὰ τέλους σκοπῇ, ἀλλ’ ἤ‹δη› τοὺς ἰδίοις ἀναλώμασιν ἐξαρκοῦντας αὐτῷ, τὴν τῶν περιττωμάτων ἀπώλειαν ἀκηδῶς οἴσει.

[45] ἐὰν μὲν γάρ τις ἕνα μόνον ἔχων ἀγρὸν ἀπολέσῃ τοῦτον, ἄπορο‹ς› ἔσται παντάπασιν, ὥστε εἰκότως ἀνιαθήσεται, ἕνα δὲ ἀπολέσας ‹τις› ἐκ τῶν τεσσάρων, ἐν ἴσῳ καταστήσεται τοῖς τρεῖς ἔχουσιν ἐξ ἀρχῆς, ὥστε τούτῳ μὲν μέγα οὐδὲν μὴ λυπεῖσθαι ‹τῷ› τρεῖς ἀγροὺς ὑπολοίπους ἔχοντι, μέγα δὲ τὸ τὸν μηδὲ ἕνα κεκτημένον ἀγρὸν ἀλύπως φέρειν πενίαν ὡς ὁ Κράτης ἔφερε, καὶ διὰ τοῦτο μάλλον εἴ ‹τις› μηδὲ οἰκίαν ἔχει[ν] καθάπερ ὁ Διογένης.

[46] οὐκοῦν ἐμοὶ τί πρᾶγμα μέγα μηδ’ ὅλως ἀνιαθέντι διὰ χρημάτων ἀπώλειαν; ἦν γὰρ ἀεὶ τὰ λειπόμενα πολὺ πλέω τῶν ἱκανῶν.

[47] ἀλλὰ μᾶλλον ἄξιόν ἐστιν ἐλεήσαι τὸν ἀναλίσκοντα μὲν ‹ἐν› ἐνιαυτῷ μυρίας δραχμὰς ἐκ προσόδων μυριάδων δέκα, λυπούμενον δὲ ἐπὶ τρισμυρίων ἀπωλείᾳ· κατὰ φύσιν γὰρ ἦν μηδὲ εἰ τὰς ἀπολοίπους ἐννέα μυριάδας ἀπόλλυσιν ἑκάστοτε, μηδὲ οὕτως ἀνιᾶσθαι, τῶν γε μυρίων ἱκανῶς αὐτὸν τρεφουσῶν.

[48] ἀλλὰ καὶ ἡ τῶν τοιούτων ἀνθρώπων ἀπληστία θαυμάζεσθαι πεποίηκεν ἡμᾶς τοὺς μηδὲν θαυμαστὸν ἐργαζομένους· ἐκείνους δ’ εἴπερ ἄρα θαυμάζεσθαι προσήκει ὅσοι πάντα ἀπολέσαντες οὐδ’ ὅλως ἀνιῶνται, καθάπερ ὁ Κιτιεὺς Ζήνων, ὥς φ‹ασιν›, ἀπαγγελθείσης αὐτῷ ναυαγίας ἐν ᾗ πάντα ἀπώλεσεν· "εὖ γε ποιεῖς," εἶπεν, "ὦ τύχη, συνελαύ‹νου›σα ἡμᾶς εἰς τὸν τρίβωνα καὶ τὴν στοάν".

[49] ὥστε οὐδ’ ἐμοὶ μέγα τι πέπρακται καταφρονήσαντι παντοδαπῆς ἀπωλείας κτημάτων, ὥσπερ τὴς ἐν αὐλῇ μοναρχικῇ διατριβῆς ἣν οὐ μόνον οὐκ ἐπεθύμησα τότ’ ἔχειν, ἀλλὰ καὶ τῆς τύχης βιαίως εἰς αὐτὴν ἑλκούσης ἀντέσχον οὐχ ἅπαξ οὐδὲ δὶς ἀλλὰ καὶ πολλάκις· [50a] οὐδὲ γὰρ οὐδὲ τοῦτο μέγα μὴ μανῆναι τὴν μανίαν πολλῶν τῶν ἐν αὐλῇ βασιλικῇ κατ‹ολι›γορήσαντα, [50b] ἀλλὰ τὸ πάντα μὲν ἀπολέσαντα ‹τὰ› φάρμακα, πάντα δὲ ‹τὰ› βιβλία, καὶ προσέτι τὰς γραφὰς τῶν ἀξιολόγων φαρμάκων, ἔτι τε τὰς περὶ αὐτῶν ἐκδόσεις γεγονυίας ἅμα πραγματείαις πολλαῖς ἄλλαις καὶ ὧν ἑκάστη μόνη γεγονυῖα τὴν καθ’ ὅλον τὸν βίον ἱκανὴν φιλοπονίαν ἐδείκνυτο μὴ λυπηθῆναι γενναῖον ἤδη τοῦτο καὶ μεγαλοψυχίας ἐχόμενον ἐπίδειγμα πρῶτον.

[51] εἰς δὲ τὴν τοιαύτην μεγαλοψυχίαν ἤγαγέ με πρῶτον μὲν καὶ ἃ σὺ γινώσκεις αὐτός, ὡς ἂν ἐξ ἀρχῆς συναναστραφεὶς καὶ συμπαιδευθεὶς ἡμῖν [ἔφης], δεύτερον ‹δὲ› τὰ προσγινόμενα κατὰ τὴν Ῥώμην ἐξ ἐμπειρίας πραγμάτων.

[52] εὖ γὰρ ἴσθι, παιδεύει καὶ θέα πραγμάτων πολιτικῶν ἀναμιμνῄσκουσα τῶν τῆς τύχης ἔργων· ὃ γὰρ ἐποίησεν Εὐριπίδης λέγοντά πως τὸν Θησέα, παντὸς μᾶλλον ἀληθές ἐστιν· ἀκούσας δὲ τῶν ἐπῶν εἴσει·

   ἐγὼ δὲ παρὰ σοφοῦ τινος μαθὼν

   εἰς φροντίδ’ ἀεὶ συμφορὰς ἐβαλλόμην,

   φυγάς τ’ ἐμαυτῷ προστιθεὶς πάτρας ἐμῆς

   θανάτους τ’ ἀώρους καὶ κακῶν ἄλλας ὁδούς,

   ἵν’, εἴ τι πάσχοιμ’ ὧν ἐδόξαζόν ποτε,

   μή μοι νεῶρες προσπεσὸν ψυχὴν δάκῃ.

[53] ὁ μὲν οὖν σοφὸς ἀνὴρ ἑαυτὸν ἀναμιμνήσκει διὰ παντὸς ὧν ἐνδέχεται παθεῖν, ὁ δὲ μὴ σοφὸς μέν, οὖ μὴν ὥσπερ βόσκημα ζῶν, ἐκ τῶν ὁσημέραι γινομένων ἐπεγείρεταί πως καὶ αὐτὸς εἰς τὴν τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων γνῶσιν.

[54] πέπεισαι δ’ οἶμαι καὶ αὐτὸς παρ’ ὅλον τὸν χρόνον, ὡς τὰς ἱστορίας ἔγραψαν οἱ τοῦτ’ ἔργο‹ν› ἔχοντες, ἥττω γεγονέναι κακὰ τοῖς ἀνθρώποις ὧν νῦν ἔπραξεν Κόμοδος ὀλίγοις ἔτεσιν, ὥστε καθ’ ἑκάστην ἡμέραν κἀγὼ θεώμενος ἕκαστον αὐτῶν ἐγύμνασά μου τὰς φαντασίας πρὸς ἀπώλειαν πάντων ὧν ἔχω, [55] μετὰ τοῦ καὶ αὐτὸς ἐπικλασθῆναι προσδοκήσας, ὥσπερ ἄλλοι μηδὲ ἀδικήσαντες, εἰς νῆσον πεμφθῆναι ἔρημον· ὅπου δ’ εἰς νῆσον τοιαύτην τις πεμφθῆναι προσδοκήσας ἅμ‹α› τῇ πάντων ἀπωλείᾳ τῶν ‹κτημάτων› ὧν εἶχε παρεσκεύασεν ἑαυτὸν ἀνασχέσθαι, ἦ [5] που κατά τι ἀπολέσας ‹γοῦν μη›δενὸς τῶν ἄλλων κτημάτων ἀφαιρεθείς, ‹οὐκ ἂν› ἔμελλε λυπηθήσεσθαι.

[56] ἐγὼ τοίνυν πεπειραμένος τῶν ἄλλων ἀληθέστατον εἶναι τὸν Εὐριπίδου λόγον, ἀσκεῖν παρακελεύομαι τὰς φαντασίας σου τῆς ψυχῆς μόνον οὐ καθ’ ἑκάστην καιροῦ ῥοπήν.

[57] τοῦτο δ’ οὐ δύναται προσγενέσθαι τοῖς μὴ πεφυκόσιν εὖ πρὸς ἀνδρείαν, μήτ’ ἀρίστη παιδεία χρησαμένοις, ἣν ἐμοὶ προὐξένησε τύχη τις ἀγαθή.

[58] ὥς που καὶ σὺ παιδευθεὶς σὺν ἡμῖν, οἶσθα ὁποῖον ἦν μοι πατὴρ οἵου ἐγὼ καὶ ἀναμιμνησκόμενος ‹ἑκάστο›τε βελτίων ἐμ‹αυτοῦ› τὴν ψυχὴν αἰσθάνομαι γινόμενος. οὐ γὰρ ἄλλος ἀνθρώπων τις ‹οὕτως› ἀκριβῶς ὡς καὶ οὗτος ἐτίμησε δικαιοσύνην τε καὶ σωφροσύνην καὶ δι’ αὐτὰς κἀκείνας ἔσχε φύσει τοῦτο χωρὶς τῶν ἐκ φιλοσοφίας λόγων.

[59] οὐ γὰρ ὡμίλησε φιλοσόφοις ἐν νεότητι, παρὰ τῷ πατρὶ μὲν ἑαυτοῦ, πάππῳ δὲ ἐμῷ, τὸ μὲν κατὰ τὴν ἀρετήν, τὸ δὲ κατὰ τὴν ἀρχιτεκτονίαν ἐκ παιδὸς ἀσκηθεὶς ἐν οἷς καὶ αὐτὸ ἐκείνῳ ἦν πρῶτον· ἔλεγε δὲ αὐτὸν ὁ πατὴρ τοιοῦτον βεβιωκέναι βίον ὅποιον καὶ αὐτός· ἀλλὰ καὶ τὸν ἐκείνου πατέρα καὶ τὸν πάππον ὁμοίως ἔφη ‹βε›βιωκέναι, τὸν μὲν ἀρχιτέκτονα, τὸν δὲ γεωμέτρην γενόμενον.

[60] νόμιζε δὴ οὖν κἀμὲ καὶ φύσει μὲν ὅμοιον τοῖς προγόνοις ὄντα γενέσθαι τοιοῦτον καὶ μέντοι καὶ παιδευθέντα τὴν αὐτὴν αὐτοῖς παιδείαν ὁμοίαν ἐκείνοις σχεῖν διάθεσιν τῆς ψυχῆς.

[61] οἶδα δέ μου τὸν πατέρα καταφρονοῦντα τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων ὡς μικρῶν, ὅπερ κἀμοὶ μάλιστα νῦν γέγονεν ἐν γήρᾳ.

[62] καὶ μὴν καὶ τοὺς ἥδιστα βεβιωκότας οὐδὲν ἔσχε πλείω τῶν οἰωνῶν τούτων οὓς κατὰ ‹τὴν› τῶν Ῥωμαίων πόλιν ὁρῶμεν ὑπὸ τῶν δεσποτῶν περιαγομένους ἕνεκα τοῦ τὰς θηλείας ὀχεύειν ἐπὶ μισθῷ· τοὺς δὲ τῶν τοιούτων ἡδονῶν καταφρονοῦντας, ἀρκουμένους δὲ τῷ μήτε ἀλγεῖν μήτε λυπεῖσθαι τὴν ψυχήν, οὐδέποτε ἐπῄνεσεν ἀπομαντευόμενος μεῖζόν τι καὶ κρεῖττον ‹ὃν› τὸ ἀγαθὸν ἰδίαν ἔχειν φύσιν, οὐκ ἐν μόνῳ τῷ μήτε ἀλγεῖν μήτε λυπεῖσθαι περιγραφόμενον.

[63] ἀλλ’ ἐὰν καὶ τούτων τις ἀποχωρήσας ἐπισ‹τ›ήμην θείων καὶ ἀνθρωπίνων πραγμάτων ἡγήσηται τὸ ἀγαθὸν ὑπάρχειν, ἐλαχίστου μορίου τούτου ὁρῶ τοὺς ἀνθρώπους μετέχοντας· εἰ δὲ τοῦτο ἐλάχιστον, δῆλον ὅτι καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων ἀκριβῆ γνῶσιν οὐκ ἔχομεν·

[64] ὁ γὰρ ἐν τῷ καθόλου μὴ γινώσκων ὅποια τά τε θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα πράγματά εἰσιν, οὐδ’ ἐν τῷ κατὰ μέρος, οὐδ’ ἐπιστημονικῶς τι ἑλέσθαι καὶ φυγεῖν δύναται. καὶ διὰ τοῦτο καὶ τὸ πολιτεύεσθαι καὶ προνοεῖν ἀνθρώπων ὑπέλαβον χαλεπὸν ἅμα τῷ μηδ’ ὠφελουμένους τι τοὺς πολλοὺς ὁρᾶν ὑπὸ τῆς τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν ἀνδρῶν σπουδῆς.

[65] ἐν τούτῳ τρεφόμενος ἀεὶ τῷ λογισμῷ μικρὰ πάντα εἶναι νομίζω. καὶ σχολὴν καὶ ἄρμενα καὶ φάρμακα καὶ βιβλία καὶ δόξαν καὶ πλοῦτον ‹πῶς ἂν› ἄξια σπουδῆς ὑπολάβοιμι; τῷ δ’ ἡγουμένῳ μικρὰ πάντα εἶναι, τί ἂν ἐπὶ τούτοις ἀπό τε αὐτῶν εἴη φροντίς; [66] ἀκόλουθον γάρ ἐστι τῷ μὲν ὑπολαβόντι μεγαλεῖα ἐστερῆσθαι, λυπεῖσθαί τε καὶ φροντίζειν ἀεί, τῷ δὲ σμικρῶν ἀεὶ διὰ τέλους καταφρονοῦντι, ‹μηδέποτε λυπεῖσθαι›.

[67] ὅτι δὲ ἕκαστον ὧν εἶπον σμικρῶν εἶναι οὐχ ἁπλῶς ἀπεφηνάμην ἀλλὰ μετὰ πολλῆς ‹ἀκριβείας› εἴσει τὰ γεγραμμένα μοι περὶ τούτων ἑκάστου διελθὼν ἃ εὑρήσει‹ς· ἀλλὰ› μὰ τοὺς θεοὺς οὐδὲ αὐτὰ μετὰ σπουδῆς, οὐδὲ ὡς μέγα τι πράττων, ἀλλ’ ἐν παιδιᾶς μο‹ίρᾳ› συνέθηκα.

[68] τὴν γὰρ ἀοχλ‹ησ›ίαν τινὲς ἀγαθὸν νομίζουσιν εἶναι δ’ οὔτε ἐμαυτὸν οὔτε ἄλλον ἄνθρωπον οὔτε ζῳόν τι φέρον οἶδα· πάντα γὰρ ἐνεργεῖν ὁρῶ βουλόμενα καὶ κατὰ σῶμα καὶ κατὰ ψυχήν· ἀλλὰ τοῦτ’ αὐτὸ διὰ πολλῶν ὑπομνήσεων ἐπεστησάμην ἐν ἄλλοις τέ τισι κἀν τῷ κατ’ Ἐπίκουρον.

[69] τελείως μὲν οὖν ‹οἶμαι› ἀποκρίνασθαί σοι πρὸς τὴν ἐρώτησιν ἣν ἐποιήσω περὶ τῆς ἀλυπ[ησ]ίας, ἀτὰρ οὖν ἡγοῦμαι διορισμόν τινα προσθεῖναι.

[70] τάχα γὰρ οἴει με, καθάπερ ἔνιοι τῶν φιλοσόφων ὑπέσχοντο μηδ‹έποτε› μηδὲ νῦν λυπηθήσεσθαι τῶν [φιλο]σόφων, οὕτως καὶ αὐτὸν ἀποφαίνεσθαι καὶ μάλιστα, ἐπειδὴ φὴς ἑωρακέναι με μηδέποτε λυπούμενον.

[71] ἐγὼ δὲ εἰ μέν τίς ἐστιν τοιοῦτος σοφὸς ὡς ἀπαθὴς εἶναι τὸ πᾶν, οὐκ ἔχω λέγειν, τοῦ δ’ αὐτὸς εἶναι τοιοῦτος ἀκριβὴ γνῶσιν ἔχω· χρημάτων μὲν γὰρ ἀπωλείας καταφ‹ρ›ονῶ μέχρι τοῦ μὴ πάντων ἀποστερηθεὶς εἰς νῆσον ἐρήμην πεμφθῆναι, πόνου δὲ σωματικοῦ μέχρι τοῦ μὴ καταφρονεῖν ἐπάγ[γελ]εσθαι τῷ Φαλάριδος ταύρῳ.

[72a] λυπήσει δέ με καὶ πατρὶς ἀνάστατος γενομένη καὶ φίλος ὑπὸ τυράννου κολαζόμενος ὅσα τ’ ἄλλα τοιαῦτα.

[72b] καὶ θεοῖς εὔχομαι μηδέν μοι τούτων συμβῆναί ποτε· καὶ διότι μέχρι τοῦ δεῦρό μοι μηδὲν τοιοῦτον συνέβη, διὰ τοῦτο ἄλυπόν με τεθέασαι.

[73] θαυμάζω δὲ Μουσόνιον ἑκάστοτε λέγειν εἰθισμένον, ὥς φασι, ὦ Ζεῦ, πέμπε περίστασιν. ἐγὼ δὲ τουναντίον εὔχομαι διὰ παντός, ὦ Ζεῦ, μηδεμίαν μοι πέμψῃς περίστασιν ἀνιᾶσαί με δυναμένην.

[74] οὕτω δὲ καὶ περὶ τῆς τοῦ σώματος ὑγείας εὔχομαι διὰ παντὸς ὑγιαίνειν αὐτὸ βουλόμενος ‹ἀλλ’› οὐ καταγείσης τῆς κεφαλῆς ἐπιδείξασθαι καρτερίαν· ἀσκεῖν ‹δ’› ἀξιώσας τὰς φαντασίας εἰς ἅπαν δεινόν, ὡς μετρίως ἐνεγκεῖν αὐτό, περιπεσεῖν [δὲ] οὐκ ἂν εὐξαίμην οὐδενὶ τῶν λυπῆσαί με δυναμένων.

[75] αἰσθάνομαι γὰρ ἀκριβῶς ἐγὼ παρακολουθῶν τῇ ποιότητι τῆς ἐμῆς ἕξεως ἣν ἔχω κατὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν· οὔκουν οὔτε τι τῶν ἔξωθεν αἰτίων τηλικοῦτόν τι γενέσθαι βουλοίμην ‹ἂν› ὡς διαφθεῖραί μου τὴν ὑγείαν, οὔτε περίστασιν ἰσχυροτέραν τῆς κατὰ τὴν ἐμὴν ψυχὴν ἕξεως.

[76] οὐ μὴν ἀμελῶ γε τῆς εὐεξίας αὐτῶν, ἀλλὰ διὰ παντὸς ὅση δύναμις ἐμοὶ ᾖ, ῥώμην ἀμφοτέροις ἐντεθῆναι πειρῶμαι τοσαύτην ὡς ἀντέχειν δύνασθαι τοῖς λυποῦσιν αὐτά. καὶ γὰρ εἰ μήτε τὸ σῶμα τὴν Ἡρακλέους ῥώμην ἕξειν ἐλπίζω μήτε τὴν ψυχὴν ἣν ἔνιοί φασι ὑπάρχειν τοῖς σοφοῖς, βέλτιον εἶναι νομίζω μηδεμίαν ἄσκησιν ἑκόντα παραλιπεῖν.

[77] ἐπαινῶ γὰρ πάνυ τὸ Θησέως ὅ‹σ›περ ὑπὲρ Εὐριπίδου κατὰ τάδε τὰ ἔπη φησίν·

   ἐγὼ δὲ παρά τινος σοφοῦ μαθὼν

   εἰς φροντίδ’ ἀεὶ συμφορὰς ἐβαλλόμην,

   φυγάς τ’ ἐμαυτῷ προστιθεὶς πάτρας ἐμῆς

   θανάτους τ’ ἀώρους καὶ κακῶν ἄλλας ὁδούς,

   ἵν’, εἴ τι πάσχοιμ’ ὧν ἐδόξαζόν ποτε,

   μάτην ‹νεῶρες› προσπεσὸν ψυχὴν δάκῃ.

[78a] καὶ μόνην γε ταύτην εὑρίσκω πρὸς τὰς ἀνιαρὰς περιστάσεις.

[78b] οὐ μὴν ὑπεράνω πασῶν εἰμι καὶ διὰ τοῦτο τοῖς συνήθεσιν ἑκάστοτε λέγειν πειρώμενος, ὡς οὐδὲν οὐδέποτε ἐπαγγειλάμενος ἱκανὸς εἶναι ποιεῖν ὃ καὶ μὴ διὰ τῶν ἔργων ἐπεδειξάμην, ὅτι χρημάτων μὲν ἀπώλειας ἁπάσης καταφρονῶ μέχρις ἂν ὑπολείπηται τοσαύτη κτῆσις αὐτῶν ὡς μήτε πεινῆν μήτε ῥιγοῦν ‹μήτε διψᾶν› [τὸ γὰρ διψῆν ὑπάρχει καὶ αὐτὸ τούτοις ἕπεσθαι], ἀλγημάτων δὲ μέχρις ἂν ἐπιτρέπηταί μοι καὶ [τοῦ]τὸ δύνασθαι διαλεχθῆναι φίλῳ καί τινος ἀναγινώσκοντός μοι βιβλίον ἕπεσθαι τοῖς λεγομένοις [79a] - ὁ γὰρ ἰσχυροὶ πόνοι τούτων ἡμᾶς στερίσκουσι -· ἀγαπᾶν δὲ ‹δεῖ› ἐν αὐτοῖς εἴ τις καρτερίαν ἐπιδείξασθαι ἐδυνήθη.

[79b] τὰ δ’ ἄλλα γεγραφὼς εἰς ἀλυπ[ησ]ίαν συνεβούλευσα περιττά σοι λέγειν ὃν ἐξ ἀρχῆς οἶδα καὶ φύσει καὶ παιδείᾳ τοῖς εὐτελέσιν ἐδέσμασι καὶ ἱματίοις ἀεὶ χρώμενον, ἀφροδισίων τε ἐγκρατέστατον οἷς οἱ δουλεύοντες ἀναγκάζονται δεῖσθαι χρημάτων πλειόνων, [80] εἴτε δὲ μὴ πλουτοῦσι, πρῶτον οἰμώζουσι καὶ στένουσι μεθ’ ἡμέραν καὶ νύκτα, εἴτ’ ἐξ ὧν ‹οὐκ› ἀπορήσουσιν ὡς ἐμπιπλάναι τὰς ἐπιθυμίας σκοπούμενοι, δι’ ὅλων τῶν νυκτῶν ἀγρυπνεῖν ἀναγκάζονται, καὶ μὴ τυχόντες μὲν αὐτῶν ὠρύονται, τυχόντες δὲ οὐκ ἐμπίπλανται, τοῦτο δὲ τῷ μοχθηροτέρῳ βίῳ περιπίπτουσι ταῖς ἀπλήστοις ἐπιθυμίαις.

[81] προσγίνονται τίνες οὖν οὐχ ὡς οἱ πολλοὶ λυποῦνται; οἳ μετρίως ἅπτονται τιμῆς καὶ πλούτου καὶ δόξης καὶ δυνάμεως πολιτικῆς, ὧν [γὰρ] ἂν τούτων εὑρεθῇ τις ἀμέτρως, κακοδαιμονέστατα βιοῦν ἀναγκάζεται, ψυχῆς μὲν ἀρετὴν μηδὲ τὴν ἀρχὴν ὅλως τίς ἐστιν ἐπιστάμενος, αὐξήσας δὲ τὰς ἐν αὐτῇ κακίας ἅμα τῷ λυπεῖσθαι διὰ παντὸς ὡς ἂν οὗ προὔθετο τυχεῖν οὐ δυνάμενος·

[82] αἱ γάρ τοι μέγισται τῶν ἐπιθυμιῶν ἀπλήρωτον ἔχουσι τὸν σκοπόν, ὥστε οὐδεὶς ‹ἂν› πιστεύσειε κατὰ φύσιν διακείμενος ὥσπερ οὐδὲ τῷ ποτε πιστεύοντι.

[83] ἀλλ’ ἡ πεῖρα καὶ τῶν ἀπροσδοκήτων διδάσκαλος γίνεται· καί τινος ἐτόλμησα πυθέσθαι τὰς μυριάδας μὲν ἔχοντος, ἑπτακισχιλίους ἢ πλείονας, οὔτε δὲ κοινωνοῦν‹τος› ὧν εἶχεν ἑτέροις, οὔτ’ ἀπολαβόντος· ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· καθάπερ τὰ τοῦ σώματος μόρια διαφυλάττομεν, οὔτω χρῆναι καὶ τὰ χρήματα διαφυλάττειν ἑκάστῳ.

[84] ὀργισθεὶς ἐπὶ τῷ λόγῳ τοῦ ἀνδρός, ὑπηγόρευσα χωρισθεὶς ὥσπερ εἴωθα βιβλίον περὶ τῶν φιλοχρημάτων πλουσίων ὃ καὶ αὐτὸ σοὶ πέπομφα.

τέλος Γαληνοῦ περὶ ἀλυπ[ησ]ίας.





Έλσα Νικολαΐδου

Δρ Φιλοσοφίας ΑΠΘ

Καθηγήτρια Φιλοσοφίας

 στο ιδιωτικό αγγλικό σχολείο


ΠΗΓΗ




Πιτσιλλίδης για Μητροπολίτη Μόρφου: Βλασφημία να φορτώνεις τον ιό στη Θεοτόκο

 Πιτσιλλίδης: Πυρ και μανία με τα όσα ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος ανέφερε στη διάρκεια κηρύγματος του για τη νόσηση του με κορωνοϊό, εμφανίστηκε ο Θεολόγος Ανδρέας Πιτσιλλίδης, χαρακτηρίζοντας αθεολόγιτες, αντιεκκλησιαστικές και απαράδεκτες τις απόψεις του.

Το να φορτώνεις τις υποκειμενικές σου απόψεις στη Θεοτόκο και τον Θεό, δεν είναι αμαρτία, αλλά βλασφημία, ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Ο θεός στέλνει ασθένειες στους ανθρώπους; Ποιος είναι ο μητροπολίτης Μόρφου και τον ακούει η Παναγία ότι του ζητήσει; Αφού τον ακούει η Παναγία σε ότι του ζητήσει γιατί δεν ζητά περισσότερο νου περισσότερη σωφροσύνη ή καλύτερα να επιστρέψει στην κατεχόμενη έδρα του να δούμε και εμείς ελευθερία και της ζητά κορωνοϊό; Αν ζητήσει της Παναγίας κορωνοϊό, η Παναγία θα του στέλνει ασθένειες; Αφού είναι κατασκευασμένη ο ίδιος είπε ασθένεια, είναι και η Παναγία μέρος αυτού του παγκόσμιου κόλπου συνωμοσίας; Αδιανόητο να λέει στον κόσμο να μην εμβολιάζεται και να λέει είναι θέμα ταπείνωσης να ζητούμε από το θεό ασθένειες; Είναι απαράδεκτο να συνδέουμε τον θεό με ασθένειες και δεν το λέω εγώ αλλά το ευαγγέλιο», είπε χαρακτηριστικά, αναφέροντας πως εκεί που υπάρχει Χριστός, υπάρχει μόνο φως και ζωή.

Διερωτώμενος κατά πόσο ο ίδιος ο Μητροπολίτης πιστεύει αυτά που λέει, ανέφερε πως στο παρελθόν δεν ήταν πάντα έτσι και πως ήταν πιο μετρημένος.

«Δεν ήταν έτσι πάντοτε ώσπου πάει γίνεται ανεξέλεγκτος και δεν έμεινε πράγμα που δεν μας το έχει πει. Ειλικρινά στη θέση του θα προσευχόμουν να του φέρει ο θεός αν όχι περισσότερη σωφροσύνη και σύνεση τουλάχιστον να μιλά λιγότερο», πρόσθεσε, λέγοντας ότι στον άμβωνα εξηγούμε το ευαγγέλιο και δεν αυτοσχεδιάζουμε και λέμε ότι θέλουμε.

«Μπορούμε να λέμε τις απόψεις μας, αλλά το να τις φορτώνουμε στην Παναγία αυτό είναι βλασφημία. Να τις λέει τις απόψεις του αλλά όχι να τις φορτώνουμε στη Θεοτόκο και τον Θεό. Αυτό δεν είναι αμαρτία, είναι βλασφημία», είπε.

Παράλληλα έθεσε θέμα Ιεράς Συνόδου, η οποία είπε θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της και να βρει χρόνο να ασχοληθεί με το θέμα εφόσον ένας συνοδικός της, λέει αυτά τα πράγματα που λέει.

«Η εκκλησία πρέπει να ενώνει όχι να διχάζει Είναι πλέον συλλογικό θέμα της εκκλησίας να βρει τον χρόνο να ασχοληθεί ,με ένα από τα μέλη της. Να μας πει αν συμφωνεί μαζί του τότε είναι μέλος της συνόδου. Αλλιώς ετυμολογικά η λέξη συνοδός θα πει ότι συνοδεύουν πηγαίνουν μαζί στον ίδιο δρόμο. Ή συνοδεύουν όλοι με τον Μόρφου ή ο Μόρφου δεν είναι μέλος τους», είπε.

alphanews.live

ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ: ΠΟΙΚΙΛΟΜΟΡΦΕΣ ΠΑΝΔΗΜΙΕΣ

 


Ιερά Μητρόπολις Ναύπακτου και Αγίου Βλασίου

Τό νά ἀσχολεῖται κανείς μέ ἔντονα ποιμαντικά καί κοι­νωνικά ζητήματα εἶναι, κατά κάποιο τρόπο, ριψοκίνδυνο. Εἶναι προτιμότερο νά μήν ἀγγίζη κανείς τέτοια ζητήματα καί νά ἀσχο­λεῖται ἁπλῶς μέ ἀδιάφορα θέματα, ἀλλά, τελικά, καί αὐτό εἶναι ἀτελέσφορο.

Ὡς ὑπεύθυνος ἐκκλησιαστικός ποιμένας χρειάζεται νά λαμ­βάνω ἀποφάσεις καί νά διατυπώνω τίς σκέψεις μου, γιά διά­φορα κρίσιμα ζητήματα γιά νά ἐνη­μερώνω τούς Χριστιανούς. Ἄν εἶναι κανείς ἀσκητής στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἴσως δέν χρειαζόταν νά κάνη παρεμβάσεις, ἀλλά νά λέη τόν λόγο σέ αὐτούς πού τόν ἐρωτοῦν, κατά τό «εἶπε Γέρων». Ὅμως, ἡ ποιμαντική διακονία ἔχει ὑποχρεώσεις καί καθήκοντα ἔναντι τῶν Χρι­στιανῶν πού ποιμαίνονται.

Ἔτσι, πρίν λίγο καιρό ἔγραψα μιά Ἐγκύκλιο γιά τούς Κληρικούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μου, γιά νά μή ὑπάρξουν σοβαρά κρούσματα μεταξύ τῶν Ἱερέων, καί νά μή ἐπεκταθῆ τό «κακό» αὐτό στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Χριστιανοί νά ἀποδώσουν τήν διάδοση τῆς νόσου στούς Κληρικούς. Ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τό κοινωνικό καί ἐκκλησιαστικό ἔργο πρέπει νά λαμβάνουν τά μέτρα τους. Θά ἦταν παράλογο οἱ Ἰατροί στά Νοσοκομεῖα νά κάνουν ἐγχειρήσεις ἤ ἄλλες θεραπεῖες καί νά μή λαμβάνουν τά ἀπαραίτητα προφυλα­κτι­κά μέτρα.

Ὅμως, κάθε λόγος ἔχει καί τόν ἀντίλογο, κατά τό λόγιο «λόγῳ παλαίει πᾶς λόγος», ἀφοῦ οἱ ἄν­θρω­ποι ἔχουν διάφορες ἀπόψεις τίς ὁποῖες ἐπενδύουν μέ θεο­λογικά ἤ παραθεολογικά, ἐπιστημονικά ἤ παραεπι­στη­μονικά ἐπιχειρήματα. Ἔτσι, ἐγράφη­σαν διάφορα κείμενα, ἄλλα μέ σεβα­σμό καί ἄλλα μέ ἀπρεπῆ ὑβριστικό τρόπο καί λόγο, γιά νά φανερωθῆ καί ἡ ὕπαρξη τοῦ παρανοϊοῦ, μαζί μέ τόν κορωνοϊό.

Δέν θέλησα νά ἀπαντήσω σέ καθένα ἀπό αὐτά ξεχωριστά, ἄν καί δέν ἦταν δυσχερές, γιατί σέ μιά τέτοια περίπτωση δέν θά ἔκανα κανένα ἄλλο ἔργο, ἀλλά καί γιατί, τό κυριότερο, στά θέματα καί στά ἐρωτήματα πού θέτουν, οἱ ἀπαν­τήσεις βρί­σκονται μέσα στό ἴδιο τό κείμενο πού κρίνουν καί δέν θέ­λησαν νά δοῦν! Εἶναι καί αὐτό ἕνα πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας, πού κάποιοι ἐρωτοῦν γιά θέματα πού ἔχουν ἤδη ἀπαντηθῆ στό κείμενο πού ὑποτίθεται ὅτι ἔχουν διαβάσει καί κρίνουν!! Πρόκειται περί πνευματικῆς ἀσθένειας καί αὐτό συνιστᾶ τήν ὕπαρξη ποικιλόμορφων πανδημιῶν, ἀκόμη καί μέσα στόν ἱερό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει μέ τό κείμενό μου αὐτό δίνω κάποιες ἐπε­ξη­γήσεις πού ἀφοροῦν τήν Ἐγκύκλιο γιά τόν τρόπο ἀντιμε­τωπίσεως τοῦ κορωνοϊοῦ καί τῆς ἀσθένειας πού προκαλεῖται ἀπό αὐτήν, ἡ ὁποία δέν εἶναι «μιά ἁπλῆ γριππούλα»!

1. Ὡς Μητροπολίτης τῆς Ἐκκλησίας στηρίζομαι στίς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιατί δέν μπορῶ νά ἀποστασιοποιηθῶ ἀπό αὐτήν, γιατί διαφορε­τικά θά ἤμουν παραβάτης τῶν ὑποσχέ­σεων πού ἔδωσα.

Ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι πρίν τήν χειροτονία μας εἰς Ἐπίσκοπον δώσαμε ὑπόσχεση ὅτι θά ὑπακούουμε στήν Ἐκκλησία: «Πείσομαι δέ ἐσαεί καί προθύμως ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς καί τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ ὡς ἀνωτάτῃ ἐκκλησιαστικῇ ἀρχῇ». Καί πρίν ἀναλάβουμε τήν διοίκηση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως δώσαμε τήν διαβεβαίωση ὅτι θά φυλάττουμε τούς νόμους τοῦ Κράτους.

Ἐννοεῖται ὅτι ἄν θεωρήσουμε ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος ὑπερβαίνει τήν ἁρμο­διότητά της σέ μιά ἀπόφασή της ἔχουμε τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση νά ἀπευθυνθοῦμε στήν Ἱερά Σύνοδο καί νά δια­τυπώσουμε τήν ἄποψή μας μέ θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά ἐπιχειρήματα, ἐκκλησιαστικό ἦθος καί φρόνημα καί νά ἀναμένουμε τήν ἀπάντησή της.

Συνιστᾶ ἄηθες ἦθος καί σοβαρή ἀπρέπεια κυρίως γιά ἐμᾶς τούς Κληρικούς νά σχολιάζουμε καί νά ἐπικρίνουμε δημοσίως τίς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, γιατί ἐκτός τῶν ἄλλων, γινόμαστε αἴτιοι ἐκκλησιαστικοῦ σχίσματος.

Τό ἐπιχείρημα τοῦ διχασμοῦ, ὅτι, δηλαδή, ἡ Ἱερά Σύνοδος μέ τίς ἀποφάσεις τίς ὁποῖες λαμβάνει διχάζει τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἐπιπόλαιο. Μέ αὐτό θεωρεῖται ὅτι ὅσοι ἐπικαλοῦν­ται τίς ἀποφάσεις τῶν Συνοδικῶν Ὀργάνων, καί τῶν Παγκόσμιων Ὀργανισμῶν Ὑγείας, καί ἄλλων Παγκόσμιων Κέν­τρων διχάζουν τόν λαό, ἐνῶ ὅσοι ἀντιδροῦν σέ τέτοιες ἀποφάσεις ἀγωνίζονται γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς κοινωνίας!!

Θά ἀναφερθῶ σέ αὐτό πιό κάτω, ἀλλά διχάζουν τόν λαό ὅσοι δέν δέχονται στήν πράξη τόν ἱερό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας ἐν ὀνόματι τοῦ ὑποτιθέμενου χαρίσματός τους. Μάλιστα ὅσοι ἐνεργοῦν μέ τήν μορφή τῶν «καπετανάτων» μέσα στήν Ἐκκλησία πρέπει νά μή ξεχνοῦν ὅτι ἀργά ἤ γρήγορα λειτουργεῖ ὁ ἀδήριτος «πνευματικός νόμος».

Νά θυμηθῶ τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου: «Ἔγραψα τῇ ἐκκλησίᾳ· ἀλλ᾿ ὁ φιλοπρωτεύων αὐτῶν Διοτρεφὴς οὐκ ἐπιδέχεται ἡμᾶς» (Γ΄ Ἰω. 9). Πολλοί φιλοπρωτεύοντες καί ἀλαζόνες ἔχουν ἀναπτυχθῆ στήν Ἐκκλησία. Δυστυχῶς!

2. Τί νά πῶ γιά τά ἐπιχειρήματα μερικῶν ὅτι καί οἱ Σύνοδοι κάνουν λάθη, καί ἀναφέρονται σέ «Ληστρικές» Συνόδους;

Βεβαίως, ὑπάρχουν Σύνοδοι πού κάνουν λάθη, καί αὐτό ὀφείλεται στά μέλη πού τίς συγκροτοῦν. Ἡ Σύνοδος εἶναι ἕνας χαρισματικός θεσμός, ὅπως φαίνεται στήν πρώτη Ἀποστολική Σύνοδο στά Ἱεροσόλυμα τό 48 μ.Χ., πού ἀποτελεῖτο ἀπό θεου­μένους-χαρισματούχους Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι μετέ­χουν τῆς Πεν­­τηκοστῆς. Ὅταν ὑπάρχουν Σύνοδοι στίς ὁποῖες δέν συμμε­τέχουν χαρισματοῦχοι, ἤ τά μέλη τους δέν ἀκολουθοῦν τούς θεουμένους, μπορεῖ νά κάνουν λάθη.

Τό θέμα, ὅμως, εἶναι τό ποιός κρίνει ἄν μιά Σύνοδος ὑπέ­πεσε σέ λάθη. Μπορεῖ ὁ καθένας, ὁ ἄγευστος τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ὁποῖος μάλιστα σκέπτεται πολιτικά ἀντί γιά θεολογικά, νά ἀποφαίνεται ὡς Πάπας ὅτι ἡ Σύνοδος ἔκανε λάθος καί νά τήν κηρύττη αἱρετική;

Αὐτό γίνεται συνοδικά, ὅπως τό βλέπουμε σέ ὅλη τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία. Ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (325) μέχρι τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (381) πέρασαν 56 χρόνια μέ ἀγῶνες, συνεκλήθησαν περίπου 30 Σύνοδοι πού κατήρτισαν διάφορα «Σύμβολα» καί τελικά ἡ Β΄ Οἰκουμε­νική Σύνοδος καθόρισε τήν τελική μορφή τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως». Ἔπρεπε στήν συνέχεια νά ἔλθη ἡ Γ΄ Οἰκουμενική (431) γιά νά ἐπιβάλη τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Α΄ καί Β΄.

Ἐπειδή συνήθως γίνεται λόγος γιά «Ληστρικές» Συνόδους, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι τήν 1η Αὐγούστου 449 συνῆλθε στήν Ἔφεσο Σύνοδος γιά νά ἀναιρέση τήν ἀπόφαση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τό 431 μέ τό νά ἀθωώση τόν Εὐτυχῆ καί νά καταδικάση τόν Πατριάρχη Φλαβιανό. Αὐτή ἡ Σύνοδος ἔγινε μέσα σέ μιά ἀτμόσφαιρα βίας καί τρομοκρατίας καί γι' αὐτό ὀνομάσθηκε «Ληστρική».

Ὅμως, ὑπῆρξε κατακραυγή ἐναντίον τῆς Συνόδου αὐτῆς καί διατυπώθηκε γενικά αἴτημα νά ἀκυρωθοῦν οἱ ἀποφάσεις της ἀπό ἄλλη Σύνοδο. Ἔτσι, συνῆλθε Σύνοδος στήν Ρώμη ἀπό τόν Ρώμης Λέοντα τό 449 πού κατεδίκασε τήν «Ληστρική» Σύνοδο καί στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀνατόλιο τό 450 πού κατεδίκασε τόν Εὐτυχῆ καί τούς ὁμόφρονές του. Τελικά συνῆλθε ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τό 451 στήν Χαλκηδόνα πού ἀπεκατέστησε τά πράγματα καί δογμάτισε ἀπλανῶς.

Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἐσφαλμένες Συνοδικές ἀποφάσεις ἀναιροῦνται ἀπό ἄλλες Συνόδους. Φυσικά ὑπάρχουν ἀντιδράσεις σέ ἐσφαλμένες ἀποφάσεις, ἀλλά οἱ ἀποφάσεις λαμβάνονται συνοδικῶς.

Ὅσοι εἶναι θεούμενοι γνωρίζουν καί τόν τρόπο γιά νά διορ­θώνουν μιά ἐσφαλμένη Συνοδική ἀπόφαση, καί μάλιστα σέ δογματικά θέματα. Αὐτό μᾶς τό ἔδειξε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος γιά νά ἀνατρέψη ἐσφαλμένες ἀποφάσεις σέ κρίσιμα θεολογικά θέματα χρησιμο­ποίησε τήν ἴδια τήν δομή τῆς Ἐκκλησίας.

Μέ τήν σύμπραξη τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Σωφρο­νίου συγκροτήθηκε Σύνοδος πού κατεδίκασε τόν Μονοθελητισμό, καί στήν συνέ­χεια μέ τήν συνδρομή καί σύμπραξη τοῦ Πάπα Ρώμης Μαρτίνου καταδικά­σθηκε συνοδικά ὁ Μονοθελητισμός στό Λατερανό, ὅπως τό ἴδιο ἔγινε καί στήν Βόρεια Ἀφρική. Στήν συνέχεια ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, πού βασίσθηκε στήν θεολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καί τοῦ Πατριάρ­χου Ἱεροσολύμων Σωφρονίου δογμάτισε θεοπνεύστως γιά τίς δύο θελήσεις στόν Χριστό καί κατεδίκασε τόν Μονοθε­λητισμό.

Ἀκόμη, πρέπει νά ξέρουμε ὅτι τίς ἀποφάσεις στήν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας τό 1438/39 τίς ἔκρινε ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ὁ λαός, ἀλλά ἔπρεπε νά καταδικασθοῦν καί συνοδικά, κάτι πού ἔγινε ἀπό τήν Σύνοδο τό 1484. Δέν μπορεῖ, δηλαδή, ὁ καθένας νά συμπε­ριφέρεται αὐταρχικά, αὐτόνομα, ἀντιεκκλησιαστικά, κατά τρόπο παπικό, οὔτε νά ἐπι­κα­λεῖται τήν ἀτομική του συνείδηση, παραθεωρώντας τήν ἐκκλη­σιαστική συνείδηση, ὅπως διατυπώνε­ται συνοδικά.

3. Στήν Ἐγκύκλιό μου χρησιμοποίησα λόγους τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου γιά τούς Χριστιανούς ἐκείνους, πολλῷ δέ μᾶλλον τούς Κληρικούς, οἱ ὁποῖοι σέ καιρό πανδημίας δέν λαμβάνουν τά ἀπαραίτητα μέτρα προφύλαξης τοῦ ἑαυτοῦ τους καί τῶν ἄλλων. Ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Νικοδήμου εἶναι σαφέστατος. Φυσικά αὐτό ἰσχύει καί γιά ἄλλα ἁμαρτήματα στά ὁποῖα ὁ Πνευματικός θά ἐπιβάλη διάφορα μέτρα γιά τήν θεραπεία τῶν πνευματικά νοσούντων μελῶν.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο στήν Παλαιά Διαθήκη προβλέπονται διατάξεις, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες ὅσοι ἦταν ἀσθενεῖς ἀπό τήν λέπρα ἔπρεπε νά ἀπομακρύνονται ὄχι μόνον ἀπό τήν λατρευτική ζωή στήν κοινή λατρεία, ἀλλά καί ἀπό τήν ἴδια τήν κοινωνία καί νά ζοῦν σέ ἐρημικές τοποθεσίες. Ὁ Χριστός θεράπευσε μερικούς λεπρούς, ἀλλά δέν ἀπήλλαξε τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τήν λέπρα, πράγμα πού τό ἔκανε διά μέσου τῶν ἐπιστημόνων τῆς ἐποχῆς μας. Ποιός μπορεῖ νά ἀρνηθῆ αὐτήν τήν πραγμα­τι­κό­τητα;

Καί, βέβαια, οἱ λεπροί ἀπομακρύνονταν καί ἀπό τήν λα­τρεία τῶν Ἰουδαίων, ἀργότερα καί ἀπό τούς Ἱερούς Ναούς, κατά τήν περιγραφή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, γιατί μποροῦσαν νά κολλήσουν τούς ἄλλους ἐκκλησιαζομένους. Ἄν ὁ ἄνθρωπος, καί μάλιστα οἱ ἅγιοι, πού εἶναι Ναός τοῦ ζῶντος Θεοῦ καί εἶναι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, μολύνεται ἀπό ἀπό τόν κάθε ἰό, δέν θά μολυνθοῦν οἱ τοῖχοι, οἱ πέτρες καί τά δάπεδα τῶν Ἱερῶν Ναῶν; Ἀκριβῶς γι’ αὐτό καθαρίζουμε τούς Ἱερούς Ναούς.

Κάποιος φίλος μοῦ ὑπέδειξε μιά ἐντολή τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη πού ἀφορᾶ τήν προστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν μόλυνση τῆς ἀσθένειας τῆς λέπρας. Πρόκειται γιά τό δέκατο τρίτο κε­φάλαιο τοῦ Λευϊτι­κοῦ, στό ὁποῖο καταγράφεται ὁ τρόπος πού θά γίνεται ἡ διάγνωση τῆς λέπρας καί γιά τά μέτρα πού πρέπει νά λαμ­βάνονται ἀπό τήν κοινότητα γιά τήν προφύλαξη ἀπό τήν λέ­πρα, ὥστε νά μή μολυνθοῦν καί ἄλλοι, καί αὐτό ἦταν ἐντολή τοῦ Θεοῦ στόν Μωϋσῆ.

Στό κεφάλαιο αὐτό, λοιπόν, τοῦ Λευιτικοῦ γίνεται λόγος γιά διά­γνωση πού θά γίνεται ἀπό τούς Ἱερεῖς γιά τήν ἀπομόνωση τῶν λεπρῶν πού θά γίνεται γιά ἑπτά ἡμέρες καί ἄν χρειασθῆ γιά ἄλλες ἑπτά ἡμέρες (καραντίνα) καί πολλά ἄλλα. Μάλιστα, ὁ Ἴδιος ὁ Θεός καθορίζει τό νά προφυλάσσεται τό στόμα τοῦ λεπροῦ (κάτι σάν μάσκα), νά ὀνομάζεται ἀκάθαρτος ὁ λεπρός καί ὅσο χρόνο διαρκεῖ ἡ λέπρα πρέπει νά ζῆ μόνος του καί ἡ διατριβή του νά εἶναι ἔξω ἀπό τό στρατόπεδο.

Γράφεται: «Καί ὁ λεπρός ἐν ᾧ ἐστιν ἡ ἁφή (ἔχει λέπρα), τά ἱμάτια αὐτοῦ ἔστω παραλελυμένα καί ἡ κεφαλή αὐτοῦ ἀκά­λυπτος, καί περί τό στόμα αὐτοῦ περιβαλέσθω, (νά εἶναι σκεπασμένο), καί ἀκάθαρτος κε­κλήσεται· πάσας τάς ἡμέρας, ὅσας ἐάν ᾖ ἐπ᾿ αὐτόν ἡ ἁφή (ὅσο διαρκῆ ἡ λέπρα του), ἀκάθαρτος ὤν ἀκάθαρτος ἔσται, κεχωρι­σμένος καθήσεται, ἔξω τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ ἔσται ἡ διατρι­βή» (Λευιτ. 13, 45-46).

Προφανῶς, δέν ἐπετρέπετο λεπρός νά παρευρίσκεται καί πλησίον τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου στήν ὁποία κατέβαινε ἡ δόξα Κυρίου, δηλαδή ὁ Κύριος τῆς δόξης, ὁ Ἄσαρκος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ! Καί, βέβαια, δέν ὑπῆρχαν τότε οἱ καινοφανεῖς καί κενοφανεῖς ἰδέες περί «θεοειδοῦς προσώπου».

4. Ὅσοι εἶναι ἐναντίον τῶν προφυλακτικῶν μέτρων γιά τήν ἀσθένεια πού προκαλεῖ ὁ κορωνοϊός καί ἐναντίον τοῦ ἐμβολίου ἐπικαλοῦνται διάφορες ἀπόψεις συγχρόνων θεου­μένων μοναχῶν, κυρίως τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ὁ ὁποῖος δῆθεν εἶπε κάτι προφορικῶς ἤ ἀνευρίσκεται λόγος του στά ἤδη κυκλοφο­ροῦντα βιβλία, πού διαβάζονται μέ ἐπιλεκτικό τρόπο, ἐναντίον τῶν ἐμβολίων.

Κατ’ ἀρχήν ἐκφράζω τήν ἔντονη δυσφορία μου, γιατί μέ τέτοια σαθρά ἐπιχειρήματα φέρουν τούς ἁγίους σέ ἀντιπαράθεση μέ τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτό γιατί οἱ ἅγιοι ὅσο ζοῦσαν σέβονταν τόν Συνοδικό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καί ὅταν ἔπρεπε νά ἀσκήσουν κάποια θεραπευτική κριτική, ἐκοιμήθηκαν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, καί ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία πού ἀποφασίζει συνοδικά τούς ἐνέταξε στό ἁγιολόγιό της.

Οἱ ἅγιοι ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία καί ὄχι σέ ἐπιμέρους «ὁμάδες» καί «ὁμαδοῦλες», ἀλλά δοξάζονται στήν Ἐκκλησία καί ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὁπότε εἶναι παράδοξο νά θέτη κανείς τόν ἅγιο Παΐσιο σέ ἀντιθετική θέση μέ τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἕνας χαρι­σματικός θεσμός.

Ἔπειτα, ἐπικαλοῦνται μερικοί τούς λόγους τοῦ ἁγίου Παϊ­σίου, τόν ὁποῖον δέν γνώρισαν προσωπικά ἤ τόν εἶδαν δυό-τρεῖς φορές στήν ζωή τους. Καί διερωτῶμαι: Πῶς μέ τίς ἐλάχιστες φορές πού τόν εἶδαν, κατάλαβαν τά πάντα, δηλαδή προφητεῖες, ἀντιθέσεις στήν ἐπιστήμη, στήν Ἐκκλησία κλπ., ἐνῶ ἄλλοι πού τόν γνώρισαν γιά πολλά χρόνια καί ἔχουν καλύτερη γνώση τῶν ὅσων ἔλεγε καί ἔπρατ­τε ὁ ἅγιος Παΐσιος δέν κατάλαβαν ἤ δέν ἄκουσαν τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά;

Ἀναφέρομαι στόν Ἱερομόναχο π. Παΐσιο, τόν πνευματικό Πατέρα τῆς Ἀδελφότητος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἱλαρίωνος στούς Προμάχους Ἀλμωπίας, πού ἦταν ἀπό τά πιό στενά πνευμα­τικά του παιδιά καί ὅμως ἔκανε τό ἐμβόλιο μαζί μέ τίς ἀδελφές τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Ὅπως, ἐπίσης, ἀναφέρομαι στίς μοναχές τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στήν Σουρωτή, οἱ ὁποῖες τόν εἶχαν γιά χρόνια Γέροντα καί στό Ἡσυ­χαστήριο αὐτό παραμένει ὁ τάφος του, καί οἱ ὁποῖες ἐμβολιά­στηκαν, προφανῶς γιατί γνώριζαν καλύτερα τήν σκέψη τοῦ ἁγίου Παϊσίου. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν π. Χριστόδουλο πού γνώρισε τόν ἅγιο Παΐσιο καί εἶναι ὁ πρῶτος βιογράφος του.

Θά μποροῦσα νά προσθέσω καί τήν δική μου μαρτυρία. Γνώριζα τόν ἅγιο Παΐσιο ἀπό τό ἔτος 1974 μέχρι τήν κοίμησή του, καί ἀπό τό ἔτος ἐκεῖνο πήγαινα στήν καλύβη του πολλές φορές τόν χρόνο γιά νά τόν συμβου­λεύομαι σέ θέματα προσω­πικά καί ἐκκλησιαστικά, καί κάθε φορά ἤμουν μαζί του πολλές ὧρες. Ποτέ δέν μοῦ εἶπε διάφορες προφητεῖες καί μάλιστα ἀναφερόμενες σέ γεωπολιτικά θέματα, ἀντίθετα μάλιστα μοῦ ἔλεγε ὅτι τό μεγα­λύτερο προφητικό χάρισμα εἶναι τό νά καταλάβη κανένας ποιός εἶναι ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας του. Ποτέ δέν μοῦ εἶπε ἐπικριτικό λόγο ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἀποφάσεών της, ἀντίθετα, μάλι­στα, μοῦ συνιστοῦσε νά ἀγαπῶ τήν Ἐκκλησία καί νά μή ἀπομα­κρύνομαι ἀπό αὐτήν.

Καί φυσικά ποτέ δέν τόν ἐρώτησα γιά γεωπολιτικά, στρατηγι­κά καί ἐπιστημονικά θέματα, γιατί μέ ἐνδιέφερε νά ἀκούω τήν γνώμη του καί τήν συμβουλή του γιά τό τί πρέπει νά κάνω γιά νά ζῶ ὡς Χριστιανός καί Κληρικός, ὅπως θέλει ἡ Ἐκ­κλη­σία.

Γι’ αὐτό διερωτῶμαι γιά τό πῶς μερικοί μέ δυό-τρεῖς ἐπισκέψεις τους στόν ἅγιο Παΐσιο διδάχθηκαν ἀπό αὐτόν τόσες προφητεῖες καί ἄκουσαν τόσες ἀπόψεις γιά τήν Ἐκκλησία, τήν Ἐπιστήμη κλπ.;

5. Τά μέτρα τά ὁποῖα λαμβάνονται γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς πανδημίας εἶναι πρωτίστως θέμα ἰατρικό καί στήν συνέχεια πολιτικό. Οἱ Παγκόσμιοι Ὀργανισμοί λαμβάνουν τίς ἀποφάσεις τους καί οἱ κατά τόπους ὑγιειονομικές Ἐπιτροπές εἰσηγοῦνται τά δέοντα στήν Πολιτεία.

Ἡ Ἱερά Σύνοδος γιά ἰατρικά θέματα πρέπει νά σέβεται τίς ἀποφάσεις τῶν εἰδικῶν καί νά θεολογῆ γιά θέματα τῆς ἁρμοδιότητός της. Ποτέ μέχρι τώρα δέν ἐρωτήθηκε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τούς Χριστιανούς, οὔτε ἀπεφάσισε γιά τά ἐμβόλια πού παίρ­νουμε γιά διάφορες ἀσθένειες ἀπό τήν μικρή μας ἡλικία, οὔτε ἐπίσης καί γιά τά φάρμακα πού λαμβάνουμε σέ καθημερινή βάση.

Φυσικά, οἱ Ἐπιστήμονες Ἰατροί μποροῦν νά ἀσκοῦν κριτική μέ ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα γιά διάφορες τεχνικές καί αὐτό πρέπει νά γίνεται στά ἐπιστημονικά τους ὄργανα, μποροῦν νά βοηθοῦν στήν ἐπίλυση διαφόρων θεμάτων, νά ἐκφέρουν τίς ἐπι­στη­μονικές τους ἀπόψεις, ὥστε νά προχωρῆ ἡ ἰατρική ἐπιστήμη. Ἄλλωστε, ἡ ἰατρική ἐπιστήμη δέν εἶναι Θρη­σκεία μέ ἀλάθητα δόγματα, γι’ αὐτό προχωρεῖ μέ πειράματα, ἀνα­θεωρεῖ τίς ἀπόψεις της, ἀποσύρει κατά καιρούς φάρμακα ὡς καρκινογόνα κλπ. Αὐτό, ὅμως, δέν σημαίνει ὅτι θά ἀρνῆται κανείς κάθε ἀνακάλυψη τῆς ἐπιστήμης γιά τό καλό τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ προηγουμένως ὑπέστη τήν βάσανο τῆς ἔρευνας. Φυ­σικά καί ἡ ἐπι­στήμη ἔχει τά ὅριά της.

Παλαιότερα ὑπῆρχαν πολλοί κίνδυνοι στήν καθιέρωση τοῦ αὐτοκινή­του, τοῦ ἀεροπλάνου, τῆς ἠλεκτρικῆς ἐνέργειας, τῶν σιδηροδρό­μων, τῶν διαφόρων μηχανῶν καί τελικά μέ τήν κριτική καί τήν προσπάθεια, ὅλα βελτιώθηκαν καί ὅλα τά χρησιμοποιοῦμε σήμερα.

Ἐμεῖς ὡς Κληρικοί καί Χριστιανοί εὐχαριστοῦμε καί εὐγνωμονοῦμε τούς ἐπιστήμονες πού ἔκαναν εὐκολότερο τόν τρόπο διαβιώσεώς μας καί αὔξησαν τό προσδόκιμο ὅριο ζωῆς, ὥστε νά βελτιωνόμαστε πνευματικά καθημερινά, νά βοηθοῦμε τούς ἄλλους, νά ἐξυπηρετοῦμε τούς ἀν­θρώπους καί νά προε­τοιμαζόμαστε γιά τήν ἐπάνοδό μας στήν οὐράνια Πατρίδα.

Δέν μπορῶ, ὅμως, νά καταλάβω τήν δαιμονοποίηση τῆς ἐπι­­στήμης καί τῶν ἐπιτευγμάτων της ἀπό ἀνθρώπους πού τήν ἀγνοοῦν καί δέν ἀσχολοῦνται μέ τόν πραγματικό τους σκοπό, πού εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση. Δέν μπορῶ ἀκόμη νά καταλάβω τόν δαιμονιώδη τρόπο ἀντιδράσεως μερικῶν Χρι­στια­νῶν, πού συνδέουν τά πάντα μέ τόν Ἀντίχριστο, ἐνῶ οἱ ἴδιοι κάνουν παράχρηση τοῦ διαδικτύου, πού κατά ἄλλους ἤ τούς ἰδίους θεω­ρεῖται ὡς ἡ συνισταμένη τῆς «νέας ἐποχῆς». Μέ προ­βλη­ματίζει ἔν­το­να τό πρόβλημα τοῦ «κολλήματος», τό νά κολλᾶ κανείς σέ διάφορες ἀπόψεις, πού στήν ψυχιατρική γλῶσσα λέ­γεται «ἔμμο­νες ἰδέες» ἤ «ἔμμονες πεποιθήσεις». Ἔτσι, δυστυχῶς, μαζί μέ τά κωλύματα τῶν Κληρικῶν, ἔχουμε καί τά «κολλήματα» τῶν Κληρι­κῶν, μοναχῶν καί Χριστιανῶν.

6. Τό βασικό ἔργο τῶν Κληρικῶν εἶναι ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως καί ἡ ποιμαντική διακονία τῶν ἀνθρώπων καί ὑπάρχει σχέση μεταξύ τους, γιατί ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως, ἡ θεολογία, εἶναι τό ἀληθινό κριτήριο τῆς ποιμαντικῆς. Ἔτσι, θεολογία χωρίς ποιμαντική εἶναι στοχασμός καί ποιμαντική χωρίς θεολογία εἶναι ἐκκοσμικευμένη διακονία.

Παρατηρῶ ὅτι συνεχῶς στήν ποιμαντική μας διακονία ὑφίσταται μιά ἐκκοσμίκευση. Πολλοί Κληρικοί ἀσχολοῦνται μέ ἀλλότρια τῆς ἀποστολῆς τους ἔργα. Ὁ βασικός σκοπός τῆς ποιμαντικῆς διακονίας εἶναι νά ὁδηγήσουν τούς ἀνθρώπους στόν Χριστό, διά τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ἐνεργοποιηθῆ ἡ νοερά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς τους καί νά ἀναζωπυρωθῆ ἡ Χάρη τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος πού ὑπάρχει στό βάθος τῆς καρδιᾶς τῶν Χριστιανῶν, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικῆς.

Οἱ Ἀπόστολοι κήρυτταν «Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον.» (Α΄ Κορ. β΄, 2) καί ὁμιλοῦσαν γιά μετάνοια πού εἶναι προϋπόθεση μεθέξεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἔκαναν λόγο γιά τόν «ἔσω ἄνθρωπον» (Ρωμ. ζ΄ 22, Β΄ Κορ. δ΄16, Ἐφ. γ΄ 16). Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος γράφει: «ὧν ἔστω οὐχ ὁ ἔξωθεν ἐμπλοκῆς τριχῶν καὶ περιθέσεως χρυσίων ἢ ἐνδύσεως ἱματίων κόσμος, ἀλλ᾿ ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος ἐν τῷ ἀφθάρτῳ τοῦ πραέος καὶ ἡσυχίου πνεύματος, ὅ ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολυτελές» (Α΄ Πετρ. γ΄, 3-4).

Δυστυχῶς, πολλοί σημερινοί Κληρικοί ἀφήσαμε αὐτό τό ἔργο πού εἶναι «ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολυτελές», αὐτόν «τόν κρυπτόν ἐν τῇ καρδίᾳ ἄνθρωπον» καί ἀσχολούμαστε μέ ὅλα τά ἄλλα ἔργα πού εἶναι ἐξωτερικά, λεπτομερειακά καί δέν ἀντέχουν στήν αἰωνιότητα.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, συγκρίνοντας τήν σωματική θεραπεία πού ἐξασκοῦν οἱ ἰατροί, μέ τήν ποιμαντική θεραπεία, γράφει ὅτι ἡ πρώτη (σωματική θεραπεία) ἀσχολεῖται μέ αὐτά πού φαίνονται στό σῶμα, ἐνῶ ἡ δεύτερη (πνευματική θεραπεία) ἀσχολεῖται μέ αὐτά πού εἶναι στό βάθος τῆς καρδιᾶς. Γράφει: «ἡμῖν δέ περί τόν κρυπτόν τῆς καρδίας ἄνθρωπον ἡ πᾶσα θεραπεία τε καί σπουδή, καί πρός τόν ἔνδοθεν ἡμῖν ἀντιπολεμοῦντα καί ἀντιπαλαίοντα ἡ μάχη, ὅς ἡμῖν αὐτοῖς ὅπλοις καθ' ἡμῶν χρώμενος, τό δεινότατον, τῷ τῆς ἁμαρτίας θανάτῳ δίδωσιν».

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό προοίμιο τοῦ βιβλίου «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν» ἀναφέρεται στό ποιό εἶναι τό ἔργο τῶν Κληρικῶν, ἀλλά καί τῶν Χριστιανῶν.

Στήν ἀρχή γράφει ὅτι ὁ Θεός «μέ τό βάπτισμα ἐγκατέσπειρε μέσα στίς καρδιές μας σάν θεϊκό σπόρο τήν τέλεια χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματός Του καί μᾶς ἔδωσε, κατά τό θεῖο εὐαγγελιστή, ἐξουσία, ὥστε καί τίς ζωοποιούς Του ἐντολές σύμφωνα μέ τίς ἀλλαγές τῆς πνευματικῆς μας ἡλικίας νά ἐφαρμόζομε καί μέ τήν ἐκτέλεσή τους νά διατηρήσομε ἄσβηστη μέσα μας τή χάρη» (Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, ἐκδ. Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, 1984, μετάφραση Ἀντ. Γ. Γαλίτης).

Στήν συνέχεια γράφει: «Ἀλοίμονο! Εἶναι χρήσιμο ἐδῶ νά στενάξομε πικρά, κατά τό θεῖο Χρυσόστομο. Τόση χάρη ἀπολαύσαμε καί τόση εὐγένεια ἀξιωθήκαμε, ὥστε ἡ ψυχή μας καθαρμένη ἀπό τό Πνεῦμα κατά τό Βάπτισμα νά λάμπει περισσότερο ἀπό τόν Ἥλιο, κι ἀφοῦ οἱ ἀνόητοι δεχτήκαμε αὐτή τή θεϊκότατη λαμπρότητα, τόσο ἀπό τήν ἄγνοια καί, περισσότερο, σκοτισμένοι ἀπό τή ζάλη τῶν βιοτικῶν φροντίδων, παραχώσαμε σέ τέτοιο βαθμό τή χάρη κάτω ἀπό τά πάθη, ὥστε κινδυνεύει νά σβήσει τελείως μέσα μας τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ».

Γι' αὐτό μέ τήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή «ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά λίγο-λίγο καθαίρονται κι ἑνώνονται μεταξύ τους· κι ὅταν καθαρθοῦν κι ἑνωθοῦν τό ἕνα μέ τό ἄλλο, ἀπό τότε κατορθώνονται εὐκολότερα οἱ σωστικές ἐντολές, ἀπό τότε ξαναανατέλλουν στήν ψυχή οἱ καρποί τοῦ Πνεύματος καί ἐπιδαψιλεύεται στόν ἄνθρωπο ὅλο τό πλῆθος τῶν ἀγαθῶν. Καί γιά νά πῶ μέ συντομία, ἀπό ἐδῶ εἶναι δυνατό νά ἐπανέλθομε στήν τέλεια χάρη τοῦ Πνεύματος πού μᾶς δωρήθηκε ἀπό τήν ἀρχή κατά τό Βάπτισμα, καί πού ὑπάρχει βέβαια μέσα μας, ἀλλά τά πάθη τήν ἔχουν καταχώσει, ὅπως ἡ στάχτη τή σπίθα· θά ξαναλάμψει σκορπώντας τίς λάμψεις της ὥς πέρα, θά τήν θεαστοῦμε, θά φωτιστοῦμε στό νοῦ καί στή συνέχεια θά τελειοποιηθοῦμε καί θά θεωθοῦμε μέ κατάλληλο τρόπο».

Ἀναλύει δέ ἀκολούθως ὅτι αὐτό θά τό βρῆ ὁ ἄνθρωπος στά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας πού περιλαμβάνονται στό βιβλίο «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν».

Δυστυχῶς, στίς ἡμέρες μας, ἀκόμη καί πνευματικοί πατέρες πού ἔχουν κάποια πνευματική ἐμπειρία, ἐξασκοῦν μιά ἐκκοσμικευμένη ποιμαντική, δηλαδή ἄφησαν αὐτό πού εἶναι «ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολυτελές» καί ἀναφέρεται «στόν ἔσω ἐν τῇ καρδίᾳ ἄνθρωπον» καί ἀσχολοῦνται μέ ἀλλότρια ἔργα, πράγμα πού εἶναι μιά καταστροφική ἐκκλησιαστική πανδημία, ἀφοῦ ἀφήνουν νά ἐργάζεται μέσα στό βάθος τῆς καρδίας ἕνας θανατηφόρος ἰός μέ αἰώνιες συνέπειες.

*

Ζοῦμε σέ δύσκολη ἐποχή στήν ὁποία παρά τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης, πολλοί ἄνθρωποι διακατέχονται ἀπό νοοτροπία τῆς ἀστρο­μαν­τίας, ἀστρολογίας, παραψυχολογίας καί παραθεολογίας. Γι’ αὐτό, ὅπως συνιστοῦσε ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ καθηγητής τῆς ἐρήμου, «εὐχῶν χρεία».

Πρέπει νά εὐχόμαστε νά ἔχουμε «γρήγορον νοῦν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν», γιά νά μή πέσουμε σέ σχίσματα καί αἱρέσεις, πού συνιστοῦν τίς ποικιλόμορφες κοινωνικές καί ἐκκλησιαστικές πανδημίες. Χρειαζόμαστε νηφαλιότητα, διάκριση, ψυχική καί διανοητική ἰσορροπία, γιατί, κατά τόν ἀββά Ποιμένα «τά ὑπέρμετρα πάντα τῶν δαιμόνων εἰσίν».

Πρό παντός δέν πρέπει νά διασποῦμε τήν ἑνότητα μεταξύ τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν χαρισμάτων, ἀλλά αὐτό εἶναι ἕνα θέμα μέ τό ὁποῖο θά ἀσχοληθῶ μέ προσεχές κείμενό μου, γιατί τό θεωρῶ ἄκρως σοβαρό καί ἐπίκαιρο.



ΠΗΓΗ