«Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱός θυγατρός Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἤ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν» (῾Εβρ. 11, 24-25)
(Μέ τήν πίστη ὁ Μωϋσῆς, ὅταν πιά μεγάλωσε, ἀρνήθηκε νά ὀνομάζεται γιός τῆς κόρης τοῦ Φαραώ. Προτίμησε νά ὑποφέρει μαζί μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ, παρά νά ἀπολαμβάνει τήν πρόσκαιρη ἁμαρτωλή ζωή).
῾Η Κυριακή τῆς ᾽Ορθοδοξίας δέν σχετίζεται οὐσιαστικά μέ τό περιεχόμενο τῆς Σαρακοστῆς. ᾽Αποτελεῖ ἱστορική ἐπέτειο τῆς νίκης τῆς ᾽Εκκλησίας μας ἀπέναντι στήν χριστολογική αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας -ἡ ἄρνηση τῶν εἰκόνων ἀπεδείχθη ὅτι σημαίνει ἄρνηση τῆς πραγματικότητος τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστῷ- καί ἀπέναντι γενικῶς σέ ὅλες τίς αἱρέσεις, κάτι πού διατρανώθηκε τό πρῶτον τό 843 μ.Χ. καί ἔκτοτε πανηγυρικῶς ἐπαναλαμβάνεται τήν πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν. ῎Ετσι στήν οὐσία ἡ Κυριακή τῆς ᾽Ορθοδοξίας διασαλπίζει τήν διαχρονική νίκη τῆς ὀρθῆς πίστεως στόν Θεό, γι᾽ αὐτό καί τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου συνιστᾶ ἀκριβῶς μία ἐποποιΐα τῆς πίστεως αὐτῆς, ἐνσαρκωμένης σ᾽ ἐκείνους πού κατεξοχήν «ἐμαρτυρήθησαν διά τῆς πίστεως», τούς μεγάλους Πατριάρχες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τούς ἁγίους Προφῆτες, μέ πρῶτον ἀπό ὅλους τόν μέγα Μωϋσῆ.
1. Πράγματι, ὁ ἀπόστολος μνημονεύει ἰδιαιτέρως γιά τήν πίστη του στόν Θεό τόν Πατριάρχη Μωϋσῆ -ὡς συνέχεια βεβαίως τοῦ προτύπου τῆς πίστεως στόν Θεό, τοῦ ᾽Αβραάμ- διότι ἡ πίστη πού ἐπέδειξε σ᾽ Αὐτόν εἶχε ἔμπρακτο χαρακτήρα: ἦταν μία προσαρμογή τῆς ζωῆς του σ᾽ αὐτό πού ἤξερε ὅτι ἦταν τό θέλημα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ποτέ ἄλλωστε στήν ῾Αγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, ἡ πίστη στόν Θεό δέν ἔχει θεωρητικό ἤ ἁπλῶς νοησιαρχικό χαρακτήρα, διότι μία τέτοια πίστη συνιστᾶ ἁπλή ἰδεολογία, ἀποτελεῖ δηλαδή ἀνθρώπινο διανοητικό κατασκεύασμα, γι᾽ αὐτό καί ἀπορρίπτεται ὡς κάτι κενό καί νεκρό. «῾Η πίστις γάρ χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστί». ῾Ο ἀπόστολος χαρακτηρίζει πιστό τόν Μωϋσῆ, διότι ὅταν πιά μεγάλωσε ἐγκατέλειψε τήν ζωή πού ζοῦσε καί ἀκολούθησε μία ἄλλη, ἐντελῶς διαφορετική καί ἀνατρεπτική τῆς προηγουμένης. Κι αὐτό γιατί; Γιά νά ἀκολουθήσει, ὅπως εἴπαμε, αὐτό πού ὁ Θεός εἶχε ἀποκαλύψει στόν λαό Του. «Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱός θυγατρός Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ».
2. ῾Η ἐξέλιξη αὐτή στή ζωή τοῦ μεγάλου ἀνδρός δίνει τό μέτρο τῆς ἀληθινῆς πίστεως -αὐτῆς πού ὁδηγεῖ στήν εὕρεση ὄντως τοῦ Θεοῦ- γιατί ἀποτελεῖ πορεία ἀντίστροφη τῶν κοσμικῶν κριτηρίων πού ἀντιμάχονται τόν Θεό. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι κατά τά κριτήρια τοῦ κόσμου τούτου, τοῦ πεσμένου ὅμως στήν ἁμαρτία καί κυριαρχημένου ἀπό τόν Πονηρό, ἡ πορεία ἑνός ἀνθρώπου γιά νά εἶναι ῾ἐπιτυχής᾽ πρέπει νά ἔχει ῾ἀνοδικό᾽ χαρακτήρα: ἀπό τή φτώχεια στόν πλοῦτο, ἀπό τήν καταφρόνηση στή δόξα, ἀπό τήν ταλαιπωρία στήν καλοπέραση. ᾽Επιτυχημένος δηλαδή κατά τόν κόσμο εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού δουλεύει στόν ἐγωϊσμό του καί στά παρακλάδια τοῦ ἐγωϊσμοῦ: τήν φιλοκτημοσύνη, τήν προβολή καί τό φαίνεσθαι, τίς σαρκικές ἀπολαύσεις. Μέ τόν Μωϋσῆ τά πράγματα ἀνατρέπονται: ἀπό τόν πλοῦτο τοῦ πριγκηπόπουλου πηγαίνει στή φτώχεια τοῦ δούλου, ἀπό τή δόξα τοῦ πρώτου ἐκπίπτει στήν καταφρόνια τοῦ ἔσχατου, ἀπό τήν καλοπέρασή του ἔρχεται στόν κόπο καί τόν πόνο. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὁδός τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἐκεῖ πού ἐπισημαίνει κανείς τά σημάδια τῆς στενότητας καί τῆς θλίψεως. «Τί στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν» ὅπως εἶπε καί ὁ Κύριος. «Καί πλατεῖα ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ἀπώλειαν». ῎Ετσι μέ τόν Μωϋσῆ ἡ πίστη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει τά πραγματικά ὅριά της, πού ὑπερβαίνουν τή λογική τοῦ παρόντος κόσμου: συνιστᾶ ὑπέρ φύσιν κατάσταση καί ἔξοδο κυριολεκτικά ἀπό τόν ῾φυσικό᾽ ἑαυτό. Θεός καί ἀνθρώπινα πάθη δέν συμβιβάζονται. «῞Ος ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται»!
3. ῾Ο ἀπόστολος ἐξηγεῖ τή θεωρούμενη αὐτήν παραδοξότητα: ἡ προτεραιότητα γιά τόν Μωϋσῆ ἦταν ἀκριβῶς ἡ ζωή μαζί μέ τόν Θεό. ᾽Εκεῖνος συνιστοῦσε τόν θησαυρό καί τήν ἀξία τῆς ζωῆς του. Στό δίλημμα πού τοῦ ἐτέθη: χωρίς τόν ἀληθινό Θεό ἀλλά μέ πλούτη καί ἀπολαύσεις ἐπίγειες ἤ μαζί μέ τόν Θεό ἔστω καί μέ κακουχίες καί καταφρόνια, ἡ ἀπάντηση ἦταν: ἄς χάσω ὅλα τά ἐπίγεια γιά νά ἔχω τόν Θεό. Κατά τά λόγια τοῦ ἀποστόλου: «Μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ» (Θεώρησε μεγαλύτερο πλοῦτο ἀπό τούς θησαυρούς τῆς Αἰγύπτου τόν ἐξευτελισμό, σάν ἐκεῖνο πού ὑπέφερε ὁ Χριστός). Γιατί; Διότι εἶχε καρφωμένα τά μάτια του στίς οὐράνιες ἀνταμοιβές. «᾽Απέβλεπε γάρ εἰς τήν μισθαποδοσίαν». Κι εἶναι σάν νά μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος ὅτι ἀφενός ἡ ἀληθινή πίστη στόν Θεό κινεῖται στόν ὁρίζοντα τῆς αἰωνιότητας καί ὄχι στόν ὁρίζοντα τοῦ φθαρτοῦ αὐτοῦ κόσμου («οὐ σκοποῦμεν τά βλεπόμενα ἀλλά τά μή βλεπόμενα. Τά γάρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τά δέ μή βλεπόμενα αἰώνια» ὅπως λέει ἀλλοῦ ὁ ἀπόστολος), ἀφετέρου ἡ πίστη αὐτή μέ τόν θυσιαστικό της χαρακτήρα παραπέμπει στό Πάθος τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δηλαδή ἡ πίστη στήν Παλαιά Διαθήκη κατανοεῖται ὀρθά κάτω ἀπό τήν ὀπτική τῆς Καινῆς: ὑπό τό πρίσμα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου ἀξιολογεῖται ἡ ὅποια ἀξία καί ἁγιότητα τῶν προσώπων τῆς Παλαιᾶς.
4. Δέν μᾶς θυμίζει ἡ προβληματική τῆς πίστεως τοῦ Πατριάρχη Μωϋσῆ τήν προβληματική καί ὅλων τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας μας, σάν τοῦ ἁγίου Παύλου καί πάλι πού θά πεῖ: «ἡγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω»; Καί πόσο πράγματι μοιάζουν οἱ ζωές τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων ἀνδρῶν, τοῦ Μωϋσῆ καί τοῦ Παύλου! Δέν ἦταν μόνο ὁ Μωϋσῆς τό πριγκιπόπουλο πού ἔγινε δοῦλος γιά χάρη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Πολύ περισσότερο ἦταν ὁ Παῦλος, Σαούλ ἤ Σαῦλος πρό τῆς μεταστροφῆς του στήν χριστιανική πίστη, ὁ ὁποῖος καί αὐτός ἀπό πριγκιπόπουλο τοῦ ᾽Ιουδαϊσμοῦ ἐπέλεξε κατόπιν τῆς κλήσεώς Του ἀπό τόν Κύριο νά ὑφίσταται τόν ὀνειδισμό ᾽Εκείνου. Γιά νά τονισθεῖ μέ τόν πιό ἀπόλυτο τρόπο ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια αὐτή: ὅτι ἄν δέν χάσει κανείς ὅ,τι θεωρεῖ ζωή στόν κόσμο τοῦτο – τά ἐπίγεια ἀγαθά καί τίς ἀνέσεις του, ὅπως εἴπαμε – δέν πρόκειται ποτέ νά εὕρει τήν ἀληθινή ζωή πού δίνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. «῾Ο εὑρών τήν ψυχήν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καί ὁ ἀπολέσας τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν» (ὁ Κύριος).
5. ῾Η πίστη τοῦ Μωϋσῆ, ἡ ἔμπρακτη, ἡ θυσιαστική καί ῾παράλογη᾽ γιά τά κριτήρια τοῦ κόσμου τούτου, ἡ πρό Χριστοῦ χριστιανική, μᾶς ἐπισημαίνει καί μία ἄλλη τέλος διάσταση: τήν ἐκκλησιαστικότητά της. ῾Ο Μωϋσῆς, λέει ὁ ἀπόστολος, ἄφησε τήν ψεύτικη πίστη πού εἶχε γιά νά ἀποκτήσει τήν ἀληθινή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Θέλησε «νά ὑποφέρει μαζί μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ» προκειμένου νά εἶναι πιστός στόν Θεό. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι καμμία πίστη δέν στέκει ὡς πίστη Θεοῦ εἴτε ἀτομοκεντρικά εἴτε ἐκτός αὐτοῦ πού εἶναι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ. Καί λαός Θεοῦ ὑπάρχει ἐκεῖ πού ὑπάρχει κλήση ἀπό τόν Θεό καί ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου: στήν πρώτη φάση τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τούς δικαίους ἀνθρώπους πού ἀνταποκρίθηκαν στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, Πατριάρχες καί προφῆτες˙ στή δεύτερη καί τελεία φάση της στήν Καινή Διαθήκη μέ τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καί τήν ᾽Εκκλησία πού ἵδρυσε καί ἔκτοτε καθοδηγεῖ καί ζωοποιεῖ διά τοῦ Πνεύματός Του. Γι᾽ αὐτό καί ἐκτός ᾽Εκκλησίας πιά δέν μπορεῖ κανείς νά θεωρηθεῖ ἀληθινά πιστός, παρά μόνον ὅταν ἐνταχθεῖ στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν ᾽Εκκλησία, διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, κρατώντας καί αὐξάνοντας τήν πίστη διά τῶν λοιπῶν μυστηρίων καί τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
῾Η Κυριακή τῆς ᾽Ορθοδοξίας ὡς νίκη τῆς ὀρθῆς πίστεως ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ὄχι γιά νά θυμηθοῦμε ἁπλῶς τά ἱστορικά γεγονότα πού τήν καθιέρωσαν (ἱστορισμός), ὄχι γιά νά ὁδηγηθοῦμε σέ μία καύχηση ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ καλοί πού κρατᾶμε τήν ἀλήθεια (φαρισαϊσμός), ἀλλά γιά νά κινητοποιηθοῦμε στήν ἔμπρακτη βίωση τῆς πίστεως, πού σημαίνει ἀλλαγή τῆς ζωῆς μας καί φανέρωση τοῦ Χριστοῦ καί μέσα ἀπό ἐμᾶς στόν κόσμο. ᾽Αλλά αὐτό προϋποθέτει γενναιότητα καί ἀνδρεία ψυχῆς μαζί μέ τήν ταπείνωση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ καί ὀρθή ἐκκλησιαστική ζωή. Γιατί τό μέτρο τῆς πίστεως αὐτῆς μᾶς τό δίνουν ὄχι οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά οἱ ἅγιοί μας, σάν τόν παμμέγιστο Μωϋσῆ γιά παράδειγμα, σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, σάν ὅλους τούς παλαιοτέρους καί νεωτέρους ἁγίους μας. Τελικῶς τό νά εἶναι κανείς ὀρθόδοξος δέν φαίνεται νά εἶναι καί πολύ εὔκολο!