Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022

Μέγας Κωνσταντῖνος καί οἱ κατά βουλήν Θεοῦ πόλεμοι

Μέγας Κωνσταντῖνος καί οἱ κατά βουλήν Θεοῦ πόλεμοι

      Ἰωάννης Λίτινας

Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ «περισσότερον ἀπό κάθε ἄλλον ἡμερώτατος, πραότατος καί φιλανθρωπότατος»βασιλέας διεξήγαγε πλείστες πολεμικές ἐπιχειρήσεις κατά τή διάρκεια τῆς βασιλείας του.

Ἰδιαιτέρως, ὅταν ἀνέλαβε τόν πόλεμο κατά τοῦ Μαξεντίου (312), ὅπου καί εἶδε καταμεσήμερο στόν οὐρανό τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, «σταυροῦ τρόπαιον», ἐκ φωτός μετά τῆς ἐπιγραφῆς «τούτῳ νίκα», δηλαδή «μέ τήν δύναμη τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ θά νικήσεις», ἀνέλαβε τήν ὑπεράσπιση τῆς χριστιανικῆς πίστης καί ὁ ἴδιος διήγαγε βίο πνευματικό.

Σταθμός στήν πνευματική του ζωή ὑπῆρξε ἡ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ ἐν ὁράματι, ὅπου τοῦ παρήγγειλε νά κατασκευάσει Σταυρό, τόν ὁποῖο θά χρησιμοποιοῦσε ὡς φυλακτήριον κατά τίς πολεμικές συγκρούσεις. Ὁ Μ.Κωνσταντίνος ὄχι μόνο κατασκεύασε τό ἱερό σύμβολο ἀπό χρυσό καί πολύτιμους λίθους, ἀλλά και πολλούς άλλους (σώζεται σταυρός του στην Ι.Μ. Βατοπαιδίου). Ἐπίσης, ἔβαλε στήν περικεφαλαία του τό μονόγραμμα του Χριστού «ΧΡ» καί ἔδωσε ὁδηγίες γιά τήν κατασκευή σταυροειδοῦς σημαίας - λάβαρου τήν ὁποία ἔφεραν ὑποχρεωτικά ὅλες οἱ στρατιωτικές μονάδες2. 

Σταυρός Μ. Κωνσταντίνου. Βρίσκεται στήν Ι.Μ.Βατοπαιδίου στό Ἱερό βῆμα τοῦ καθολικοῦ

Ἔτσι, ἀποδεχόμενος ὡς προστάτη του τόν Ὕψιστο Θεό καί ἐπικαλούμενος ὡς Σωτῆρα καί βοηθό του τόν Χριστό, ἐβάδιζε ἐπί κεφαλῆς τῶν στρατευμάτων του, προτάσσοντας τήν σωτήρια σημαία καί τόν σταυρό3.

Ἡ πολεμική ἐπιχείρηση ἐναντίον τοῦ Μαξεντίου ἦταν μία ἐπιθετική εἰσβολή στήν Ἰταλία πρός ἀπελευθέρωση τῆς Ρώμης, ἀπό τήν ὑποδούλωσή της στόν τύραννο. Ἡ μάχη ἀπέβη νικηφόρος μέ θαυματουργική ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ4 καί ὁ θεοφιλής βασιλέας εἰσῆλθε μέ θρίαμβο στήν Ρώμη. «Αὐτός δέ ἔχων ἔμφυτον τήν εἰς τόν Θεόν εὐσέβειαν, χωρίς καθόλου νά συγκινῆται ἀπό τάς κραυγάς οὔτε νά ἐπαίρεται ἀπό τούς ἐπαίνους, συναισθανόμενος δέ βαθέως τήν ἐκ Θεοῦ βοήθειαν ἀπέδωσεν ἀμέσως εὐχαριστήριον εὐχήν εἰς τόν αἴτιον τῆς νίκης»5 .

Ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας ἦταν σύγχρονος τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί ἦταν αὐτόπτης καί αὐτήκοος πολλῶν περιστατικῶν τῆς ζωῆς του. Τό ὅραμα τοῦ σταυροῦ καί τόν ἐμφανισθέντα Χριστό ἀποκάλυψε στόν Ευσέβιο ὁ ἴδιος ὁ Κωνσταντῖνος. Μᾶς ἀποκαλύπτει ἀκόμα, ὅτι ὁ ἅγιος αὐτοκράτωρ εἶχε συχνές θεοπτίες καί τό χάρισμα τῆς διοράσεως καί προοράσεως.6

Οἱ νῖκες στά πεδία τῶν μαχῶν ἀπεδίδοντο πάντοτε στήν δύναμη τοῦ Θεοῦ καί ὁ Εὐσέβιος ἐξηγεῖ πως ὁ Θεός σέ ἀνταμοιβή τῆς πρόνοιας του Κωνσταντῖνου γιά τήν Ἐκκλησία  «ύπέτασσεν ὑπό τούς πόδας του ὅλα τά γένη τῶν βαρβάρων».7  Μαρτυρεῖται ἐπίσης ὅτι συνήθιζε πρίν ἀπό κάθε πολεμική σύγκρουση νά προσεύχεται κατά μόνας διότι «ἐπεθύμει νὰ πράττη τὰ πάντα κατὰ τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ».8

Προσευχόμενος οὕτως, άποφεύγοντας κάθε ἄνεση καὶ τρυφηλὴ διαβίωση, άσκῶν τόν ἑαυτὸν του μὲ νηστεία καὶ κάκωση τοῦ σώματος, ἀξιωνόταν θεοφανείας καί δι΄αυτής τήν πληροφορία νά προχωρήσει σέ μάχη. Τότε, λέγει ὁ Ευσέβιος, «αἰφνιδίως ἀνεπήδα καὶ διἐτασσε νὰ κινηθοῦν͵ τὰ στρατεύματα ἀμέσως καὶ νὰ μὴ άργοπορἡσουν, ἀλλὰ νὰ πιάσουν   τὸ ξίφος τὴν ἰδίαν αὐτὴν στιγμήν. Αὐτοὶ δὲ ἐπιτιθέμενοι άμέσως ἐπολέμων μὲ ἀνδρείαν, ὥστε νὰ κερδίσουν τὴν νίκην εἰς ἐλάχιστον χρόνον καὶ νά ὑψώσουν ἐπινίκια τρόπαια κατὰ τῶν ἐχθρῶν»9

Ὡστόσο, οἱ Σύνοδοι τῆς ἐποχῆς του δέν κατεδίκασαν ποτέ κανέναν ἀπό τούς πολέμους πού ἀνέλαβε ὁ ἅγιος. Οὔτε γενικῶς τούς πολέμους. Προφανῶς διότι γνώριζαν ὅτι  «ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου»10 ὑπάρχουν περιπτώσεις ὅπου ὁ Θεός ὄχι μόνο ἐπιτρέπει ἀλλά καί συμπολεμεῖ, ἐπευλογεῖ καί προτρέπει ἕναν πόλεμο (πρβ. Ἱερ.27,14. Ἀριθ.31,7. Ἀριθ.31, Ἐξ.17,11-14, Δευτ.21,10, Δευτ.20,1-4, Ἀριθ.25,6-13, Δ΄Βασ.19,32-35 κ.α.) γία λόγους που Ἐκεῖνος καί οἱ ἅγιοι Του ξέρουν.

      Ἰωάννης Λίτινας

_____________________________________________________________________

1.     Εὐσέβιος Καισαρείας. Εἰς τόν βίον Κωνσταντίνου Βασιλέως. ΕΠΕ 4,237.

2.     ὅ.π. ΕΠΕ 4,217-219

3.     ὅ.π. ΕΠΕ 4,225

4.     ὅ.π. ΕΠΕ 4,225-227

5.     ὅ.π. ΕΠΕ 4,229

6.     ὅ.π. ΕΠΕ 4,239

7.     ὅ.π. ΕΠΕ 4,237

8.     ὅ.π. ΕΠΕ 4,271

9.     ὅ.π. ΕΠΕ 4,271-273

10.  https://www.dogma.gr/ellada/egkyklios-i-synodou-gia-oukrania-katadikazoume-tin-viaii-eisvoli-ton-rosikon-stratevmaton-kai-ton-polemo-stin-oukrania/136565/



ΠΗΓΗ

Περίοδος χαράς!

 

Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὸ ποὺ πολλοὶ νομίζουν ἢ αἰσθάνονται, ἡ Σαρακοστὴ τοῦ Πάσχα εἶναι περίοδος χαρᾶς. Εἶναι ὁ καιρὸς ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ ἀποτινάξουμε κάθε τί ἄσχημο καὶ θανατηφόρο ἀπὸ μέσα μας γιὰ νὰ βροῦμε πάλι τὴ δύναμη νὰ ζήσουμε, νὰ βιώσουμε σὲ ὅλο τὸ βάθος του τὸ μυστήριο στὸ ὁποῖο εἴμαστε καλεσμένοι. Ἂν δὲν κατανοήσουμε αὐτὴ τὴν ποιότητα τῆς χαρᾶς στὴ νηστεία, θὰ τὴ μετατρέψουμε σὲ μιὰ καρικατούρα, σὲ μιὰ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ θὰ κάνουμε τὴ ζωὴ μας μίζερη.

Μπορεῖ, πράγματι, αὐτὴ ἡ ἰδέα τῆς χαρᾶς ποὺ πλέκεται μὲ τὴν ἐπίπονη προσπάθεια καὶ τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα νὰ φαίνεται περίεργη, ὅμως ἀγκαλιάζει μὲ καθολικὸ τρόπο τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι κατάκτηση. Δὲν χαρίζεται ἁπλὰ σὲ ἐκείνους ποὺ ἀδιάφορα καὶ τεμπέλικα τὴν περιμένουν νὰ ἔρθει. Γιὰ ὅσους τὴν ἀναμένουν μὲ τέτοιο πνεῦμα, θὰ ἔρθει, ἀλλὰ στὸ μέσον της νύχτας, σὰν τὴν Ἡμέρα τῆς Κρίσης. Σὰν τὸν κλέφτη ποὺ τρυπώνει ὅταν δὲν τὸν περιμένεις, σὰν τὸ Νυμφίο ποὺ φθάνει ἐνῶ οἱ μωρὲς παρθένες κοιμοῦνται. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ τρόπος ποὺ θὰ πρέπει νὰ προσμένουμε τὴν Κρίση καὶ τὴ Βασιλεία.

Χρειάζεται νὰ ἀλλάξουμε τὴ νοοτροπία μας σὲ μιὰ νέα κατανόηση ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ξαναβροῦμε μέσα μας αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο περιέργως ἔχουμε ἀποξενωθεῖ: τὴ χαρὰ τῆς προσμονῆς τῆς Ἡμέρας τοῦ Κυρίου –κι ἂς ξέρουμε ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ Ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἴσως μᾶς ξενίζει τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Ἐκκλησία κηρύττουμε ὡς Εὐαγγέλιο – δηλαδὴ “καλὸ ἄγγελμα” – αὐτὸ τῆς Κρίσεως· κι ὅμως ἀναφωνοῦμε: “Ἔρχου Κύριε, ταχύ”, γιατί ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι φόβος ἀλλὰ ἐλπίδα.

Ὅσο ἀδυνατοῦμε νὰ ἀρθρώσουμε αὐτὰ τὰ λόγια, κάτι σημαντικὸ διαφεύγει ἀπὸ τὴ χριστιανική μας συνείδηση. Παραμένουμε, ὅ,τι κι ἂν προφασιστοῦμε, παγανιστὲς ἐνδεδυμένοι ροῦχα εὖ-ἀγγελιαφόρων. Συνεχίζουμε νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ὁποίων λείπει ὁ Θεός. Ἄνθρωποι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἐρχομὸς Του εἶναι σκοτάδι καὶ φόβος καὶ ἡ κρίση Του δὲν εἶναι λύτρωση ἀλλὰ καταδίκη. Τὸ ἀντάμωμά μας μὲ τὸν Κύριο φαντάζει σὰν ἕνα τρομερὸ γεγονὸς κι ὄχι σὰν αὐτὸ ποὺ λαχταροῦμε καὶ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ζοῦμε. Ἂν δὲν τὸ συνειδητοποιήσουμε, ἡ περίοδος τῆς νηστείας δὲν θὰ γίνει ποτὲ γιὰ μᾶς χαρά, ἀφοῦ εἶναι μιὰ περίοδος ποὺ ἐνσωματώνει ταυτόχρονα κρίση καὶ εὐθύνη: χρειάζεται νὰ προηγηθεῖ αὐτοκριτικὴ γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦμε τὴν Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, τὴν Ἀνάσταση, μὲ ἀνοιχτὴ καρδιὰ καὶ πίστη, σὰν γιορτή.


+ μητρ. Αντώνιος Βloom


Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ

 

ΠΕΜΠΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Μετανοίας ὁ καιρός, καί ζωῆς αἰωνίου πρόξενος ἡμῖν ὁ τῆς Νηστείας ἀγών, ἐάν ἐκτείνωμεν χεῖρας εἰς εὐποιῒαν∙ οὐδέν γάρ οὕτω σώζει ψυχήν, ὡς ἡ μετάδοσις τῶν ἐπιδεομένων∙ ἡ ἐλεημοσύνη συγκεκραμένη τῇ νηστείᾳ, ἐκ θανάτου ῥύεται τόν ἄνθρωπον. Αὐτήν ἀσπασώμεθα, ἧς οὐδέν ἴσον∙ ἱκανή γάρ ὐπάρχει σῶσαι τάς ψυχάς ἡμῶν» (Απόστιχα αίνων).

(Η Σαρακοστή ως αγώνας για τη νηστεία είναι πράγματι καιρός μετάνοιας και μας προξενεί την αιώνια ζωή, αν απλώσουμε τα χέρια μας για να ευεργετούμε τους συνανθρώπους μας. Διότι τίποτε δέν σώζει την ψυχή όπως το να προσφέρουμε στους αναγκεμένους. Η ελεημοσύνη συνδεδεμένη με τη νηστεία σώζει απ’ τον θάνατο τον άνθρωπο. Αυτήν την ελεημοσύνη ας αποδεχτούμε, της οποίας δεν υπάρχει ίσο. Διότι είναι ικανή να σώσει τις ψυχές μας).

Ο υμνογράφος επανέρχεται στο γνωστό και αγαπημένο θέμα της Σαρακοστής, τη νηστεία, τονίζοντας για μία ακόμη φορά την  προϋπόθεση της ορθής ασκήσεώς της: να είναι συνδεδεμένη με την τήρηση των εντολών του Χριστού, κυρίως μάλιστα της αγάπης, αποδεικτικό της οποίας είναι η ελεημοσύνη. Διότι πράγματι, τι φανερώνει με μεγαλύτερη καθαρότητα την ύπαρξη της αγάπης στην καρδιά του ανθρώπου από την ελεημοσύνη; Κι είναι ακριβώς αυτό που σημειώνουμε: η ελεημοσύνη να εκπορεύεται από καρδιά αγαπώσα κι όχι από καρδιά που η ίδια έχει ανάγκη να φανεί στους άλλους για να εισπράξει ως τάχα καλή το «μπράβο» τους ή και να δεχτεί με κενόδοξο πνεύμα την ευγνωμοσύνη του ευεργετουμένου. Κι ασφαλώς όχι από καρδιά που η «ελεημοσύνη» συνιστά ένα ξερό τυπικό θρησκευτικό καθήκον, για να καλύψει τις ενοχές μίας ταραγμένης ίσως συνειδήσεως. Σε όλες τις περιπτώσεις που ελλείπει η αληθινή αγάπη η ελεημοσύνη δεν γίνεται αποδεκτή από τον Θεό και συνεπώς δεν οδηγεί στη σωτηρία του ανθρώπου∙ γιατί στο βάθος εκφράζει τον εγωισμό και το αμετανόητα αμαρτωλό φρόνημά του που και την πιο ενάρετη πράξη τη διαστρέφει και την καθιστά εργαλείο για αύξηση των αμαρτιών!

Αλλά αυτό είναι εκείνο που διαφοροποιεί τον γνήσιο χριστιανό από τον κοσμικό άνθρωπο: ο ένας, ο κοσμικός, επειδή η αναφορά του είναι ο εαυτός του και τα πάθη του, ακόμα και την αρετή όπως είπαμε, την «εργαλειοποιεί» για το φούσκωμα του εγώ του∙ ο χριστιανός όμως την όποια αρετή, κατεξοχήν δε το πλήρωμα όλων των αρετών, την αγάπη και την ελεημοσύνη που τη φανερώνει, την εργάζεται ως οφειλή προς τον συνάνθρωπο που είναι ο μυστικός εαυτός του και ο εν ετέρα μορφή Χριστός. «Μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους», σε κανέναν δεν οφείλετε τίποτε, παρά μόνο να τον αγαπάτε, σημειώνει ο απόστολος Παύλος, στοιχώντας βεβαίως στον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου που επιτάσσει την ανιδιοτελή και θυσιαστική αγάπη προς τον συνάνθρωπο ως αληθινή θυσία προν τον Θεό αλλά και τον ίδιο τον εαυτό.

Οπότε για τον άνθρωπο αυτόν, τον άγιο, η ελεημοσύνη ως αγάπη αποτελεί κίνηση όχι ενός πλουσίου προς έναν φτωχό, όχι δηλαδή αφ’ υψηλού προσφορά στον άλλον, αλλά στάση εν ταπεινώσει μπροστά στην εικόνα του Θεού, τον πτωχό αδελφό του Κυρίου, που ενεργοποιεί στο ανώτερο δυνατό τη ζωντανή σχέση με τον Δημιουργό – ευεργετώντας τον συνάνθρωπό του με αγάπη ο πιστός πλουτίζει τον εαυτό του και ανέρχεται στά κράσπεδα της Θεότητας. Ποιος είναι ο αληθινά ελεημένος από την άποψη αυτή είναι περιττό να πούμε: ελεείς και βρίσκεσαι εσύ τελικώς να ελεείσαι! «Η ελεημοσύνη είναι η βασίλισσα των αρετών και έχει τη δύναμη να σε βάλει μέσα στον Παράδεισο» (ιερός Χρυσόστομος). Αρκεί βεβαίως να συμπληρώσουμε ότι μιλώντας για την ελεημοσύνη της ποιότητας αυτής δεν την εξαντλούμε μόνο στην υλική της διάσταση, την απολύτως απαραίτητη και αυτή όταν μπορεί ο άνθρωπος, αλλά και στην πνευματική μορφή της: με την όλη καλόκαρδη συμπεριφορά μας προς τον συνάνθρωπο, με τη χαρούμενη διάθεση εξυπηρετήσεώς του, με την προσευχή μας υπέρ αυτού, με την αναπλήρωση ακόμη του ελλείμματος των προσευχών του με τις δικές μας «επιπλέον» ευχές. Ας μη ξεχνάμε ότι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης αξιώθηκε μίας μεγάλης εμφάνισης του Κυρίου στον ίδιο, όταν «ελεούσε» τους αδελφούς του στο άγιον Όρος με την υπηρεσία του στην τράπεζα της Μονής του. Το σκεπτικό του ήταν ακριβώς αυτό της ελεήμονος καρδίας: «υπηρετώ τους αδελφούς του Χριστού» - μία διακονία που του λογιζόταν ως μεγίστη προσευχή.


ΠΗΓΗ

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

 



(Μέρος 1ο)

ΑΓΙΟΥ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ (+1985)

Το βιβλίο αυτό[1] του μεγάλου Ομολογητού Αγίου των εσχάτων χρόνων, Φιλαρέτου Βοσνεσένσκι, Μητροπολίτου Νέας Υόρκης της Εκκλησίας της Ρωσικής Διασποράς, βασίζεται  σε διαλέξεις για την ηθική θεολογία, τις οποίες συνέταξε ο Άγιος ως Ηγούμενος το 1936, μετά την αποφοίτησή του από τα Ποιμαντικά Μαθήματα του Αγίου Βλαδιμήρου στο Χαρμπίν το 1931. Ο Άγιος σημειώνει ότι για τη συγγραφή του χρησιμοποιήθηκε ως βάση το βιβλίο του πατέρα του, Πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου (μετέπειτα Μεγαλόσχημου Αρχιεπισκόπου Δημητρίου) με τίτλο «Χριστιανική Ζωή» (Χαρμπίν, 1925).

Μέρος 1ο. Ηθικός νόμος

Οι πράξεις είναι ηθικές και ανήθικες. Συνείδηση· οι τρεις λειτουργίες της.

Προϋποθέσεις ηθικού καταλογισμού. Το έμφυτο του ηθικού νόμου.

Σε ολόκληρο τον κόσμο, από όλα τα πλάσματα που τον κατοικούν, μόνο ο άνθρωπος έχει την έννοια της ηθικής. Όλοι γνωρίζουν ότι οι ανθρώπινες πράξεις είναι είτε καλές είτε κακές, είτε ευγενικές είτε μοχθηρές, ηθικά θετικές ή ηθικά αρνητικές (ανήθικες). Και με αυτές τις έννοιες της ηθικής, ο άνθρωπος διαφέρει αμέτρητα από όλα τα ζώα. Τα ζώα ενεργούν όπως είναι φυσικό να ενεργούν ή όπως συνηθίζουν, για παράδειγμα, με την εκπαίδευση. Αλλά δεν έχουν καμία έννοια ηθικής ή ανηθικότητας, και ως εκ τούτου οι ενέργειές τους δεν μπορούν να εξεταστούν από την άποψη της έννοιας της ηθικής.

            Πώς μπορεί κανείς να διακρίνει το ηθικά καλό από το ηθικά κακό; Αυτή η διάκριση γίνεται σύμφωνα με έναν ειδικό ηθικό νόμο που δόθηκε σε εμάς, τους ανθρώπους, από τον Θεό. Και αυτός ο ηθικός νόμος, τούτη η φωνή του Θεού στην ανθρώπινη ψυχή, την οποία αισθανόμαστε μέσα μας, ονομάζεται συνείδηση. Αυτή η συνείδηση είναι η βάση της καθολικής ηθικής. Ένα πρόσωπο που δεν άκουσε ποτέ τη συνείδησή του και την αποκοίμισε, πνίγοντας τη φωνή της με τα ψέματα και το σκοτάδι της επίμονης αμαρτίας, συχνά αποκαλείται ασυνείδητος. Ο Λόγος του Θεού αποκαλεί τέτοιους επίμονους αμαρτωλούς ως ανθρώπους με καυτηριασμένη την συνείδησή τους (Α’ Τιμ. δ΄ 2 ). Η ψυχική τους κατάσταση είναι εξαιρετικά επικίνδυνη και μπορεί να είναι καταστροφική για την ψυχή.

            Όταν κάποιος ακούει τη φωνή της συνείδησής του, βλέπει ότι αυτή η συνείδηση μιλά μέσα του, πρώτα απ’ όλα, ως κριτής, αυστηρός και αδέκαστος, αξιολογώντας όλες τις πράξεις και τις εμπειρίες ενός ανθρώπου. Και συμβαίνει συχνά μια οποιαδήποτε δεδομένη πράξη ενός ανθρώπου, η οποία είναι ευεργετική για ένα άτομο ή έχει προκαλέσει την έγκριση άλλων ανθρώπων, να αποδοκιμάζεται στα βάθη της ψυχής αυτού του ανθρώπου από τη συνείδησή του, της οποίας η φωνή του λέει: «αυτό δεν είναι καλό, αυτό είναι αμαρτία…».

Σε στενή σχέση με αυτό, η συνείδηση στην ανθρώπινη ψυχή λειτουργεί ως νομοθέτης. Όλες εκείνες οι ηθικές απαιτήσεις που στέκονται μπροστά στην ψυχή ενός ανθρώπου με όλες τις συνειδητές του πράξεις (παραδείγματος χάριν: να πράττεις το καλό, να είσαι ειλικρινής, να μη κλέβεις κ.λπ.) είναι ακριβώς οι κανόνες, οι απαιτήσεις και οι νόμοι αυτής της συνείδησης. Και η φωνή της μάς διδάσκει τί να κάνουμε και πώς να μην ενεργούμε. Τέλος, η συνείδηση εξακολουθεί να ενεργεί σε έναν άνθρωπο ως πάροχος ανταμοιβής. Αυτό συμβαίνει όταν, έχοντας ενεργήσει καλά, βιώνουμε γαλήνη και ηρεμία στην ψυχή και αντίστροφα, αφού διαπράξουμε μια αμαρτία, βιώνουμε μομφή και έλεγχο της συνείδησης. Αυτές οι μομφές της συνείδησης μερικές φορές μετατρέπονται σε τρομερή ψυχική οδύνη και αγωνία και είναι δυνατόν να φέρουν ένα πρόσωπο σε απόγνωση ή σε απώλεια της ψυχικής του γαλήνης, εάν δεν αποκαταστήσει την ειρήνη και την ηρεμία στη συνείδησή του, μέσω βαθιάς και ειλικρινούς μετάνοιας… (βλ. τον μονόλογο του άθλιου ιππότη στο «Μπόρις Γκοντούνοφ» του Πούσκιν, καθώς και το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι[2]).

            Είναι αυτονόητο ότι ένα πρόσωπο φέρει ηθική ευθύνη μόνο για εκείνες τις ενέργειες που εκτελεί, πρώτον, σε συνειδητή κατάσταση και, δεύτερον, ενεργώντας ελεύθερα κατά την διάπραξη αυτών των πράξεων. Μόνο τότε εφαρμόζεται ηθικός καταλογισμός σε αυτές τις πράξεις και μόνο τότε, όπως λέγεται, καταλογίζεται σε ένα πρόσωπο ενοχή, έπαινος ή καταδίκη. Αντίθετα, τα πρόσωπα που δεν έχουν επίγνωση της φύσης των πράξεών τους (όπως τα νήπια που στερούνται λογικής κ.λπ.) ή όσοι εξαναγκάζονται να τις διαπράξουν παρά τη θέλησή τους, θεωρούνται ακαταλόγιστοι, και δεν ευθύνονται για τις ενέργειες αυτές. Στην εποχή των διωγμών του Χριστιανισμού, οι ειδωλολάτρες βασανιστές έβαζαν θυμίαμα στο χέρι των Μαρτύρων και το κρατούσαν πάνω από τη φωτιά του φλεγόμενου βωμού τους. Οι βασανιστές υπολόγιζαν ότι ο Μάρτυρας δεν θα άντεχε στη φωτιά, θα κουνούσε τα δάχτυλά του (ή θα τραβούσε το χέρι του) και το λιβάνι θα έπεφτε στη φωτιά. Είναι αλήθεια ότι συνήθως οι Ομολογητές της Πίστης ήταν τόσο σταθεροί στο πνεύμα που προτιμούσαν να κάψουν τα δάχτυλά τους, παρά να ρίξουν το θυμίαμα. Αλλά και να το έριχναν, ποιος θα μπορούσε να πει ότι θυσίασαν σε ένα είδωλο;

Είναι αυτονόητο ότι οι μεθυσμένοι δεν μπορούν να θεωρηθούν τρελοί, γιατί άρχισαν να πίνουν σε φυσιολογική και νηφάλια κατάσταση, γνωρίζοντας πολύ καλά τις συνέπειες της μέθης. Επομένως, σε ορισμένες πολιτείες της Βόρειας Ευρώπης, ένα άτομο για τη διάπραξη ενός εγκλήματος σε κατάσταση μέθης τιμωρείται διπλά: πρώτον, για τη μέθη και, δεύτερον, για το ίδιο το έγκλημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ηθικός νόμος πρέπει να αναγνωρίζεται ως έμφυτος στους ανθρώπους, δηλαδή ενσωματωμένος στην ίδια τη φύση του ανθρώπου. Αυτό αποδεικνύεται από την αναμφισβήτητη καθολικότητα των εννοιών της ηθικής στην ανθρωπότητα. Φυσικά, μόνο η ίδια η ηθική ανάγκη, ένα είδος ηθικού ενστίκτου, μπορεί να αναγνωριστεί ως έμφυτη, αλλά όχι γενικές και σαφείς ηθικές έννοιες και ιδέες. Τέτοιες σαφείς ηθικές έννοιες και ιδέες αναπτύσσονται σε έναν άνθρωπο εν μέρει μέσω της ανατροφής και της επιρροής των προηγούμενων γενεών, αλλά κυρίως με βάση το θρησκευτικό συναίσθημα. Ως εκ τούτου, οι αγενείς ειδωλολάτρες έχουν κατώτερα, σκληρότερα και χειρότερα ηθικά πρότυπα από εμάς τους Χριστιανούς, που γνωρίζουμε και πιστεύουμε στον Αληθινό Θεό, Αυτόν που φύτευσε τον ηθικό νόμο στην ανθρώπινη ψυχή και μέσω αυτού του νόμου διέπει όλη την ζωή και την δραστηριότητα του ανθρώπου.

(συνεχίζεται)


[1] Πρωτότυπος τίτλος: «Конспект по нравственному богословию».
[2] Ο Αλεξάντερ Πούσκιν (1799-1937) και ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (1821-1881) θεωρούνται κορυφαίοι εκπρόσωποι της ρωσικής, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. 



ΠΗΓΗ