Τρίτη 12 Απριλίου 2022
Η ΠΡΩΤΗ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ (8-13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1204) Γ΄ ΜΕΡΟΣ
Οἱ σαρκικὲς ἁμαρτίες καὶ ἡ πλεονεξία ἐπιφέρουν καταστροφικὰ ἀποτελέσματα
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος γράφει μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς προτρεπτικὰ στοὺς Ἐφεσίους, καὶ δι᾽ αὐτῶν στοὺς Χριστιανοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν:
«Πορνεία δὲ καὶ πᾶσα ἀκαθαρσία ἤ πλεονεξία μηδὲ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμῖν, καθὼς πρέπει ἁγίοις, καὶ αἰσχρότης καὶ μωρολογία ἤ εὐτραπελία, τὰ οὐκ ἀνήκοντα, ἀλλὰ μᾶλλον εὐχαριστία. Τοῦτο γάρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἤ ἀκάθαρτος ἤ πλεονέκτης, ὅς ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ. Μηδεὶς ὑμᾶς ἐξαπατάτω κενοῖς λόγοις· διὰ ταῦτα γὰρ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας. Μὴ οὖν γίνεσθε συμμέτοχοι αὐτῶν» (Ἐφ. ε’ 3-7).
Κάθε αἰσχρότητα καὶ αἰσχρολογία ὄχι μόνο δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ἀναφέρεται μεταξὺ τῶν πιστῶν, ποὺ καλοῦνται στὴν ἁγιότητα. Κάθε πόρνος, διεστραμμένος, καὶ πλεονέκτης, δηλαδὴ εἰδωλολάτρης, δὲν θὰ κληρονομήσει Βασιλεία Θεοῦ. Ἀπ᾽ αὐτοὺς εἶναι ποὺ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ· μὴ γίνεσθε λοιπὸν συγκοινωνοὶ τῆς αἰσχρῆς διαγωγῆς τους.
Ἐνῶ προηγουμένως (στ. 2) ἔγινε προτροπὴ στοὺς πιστοὺς νὰ βαδίζουν μὲ ἀγάπη, τώρα ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος τονίζει ὅσα δὲν εἶναι ἀγάπη, δὲν ἔχουν ἀγάπη καὶ δὲν ὁδηγοῦν στὴν ἀγάπη. Ἡ πορνεία, ὅπως καὶ κάθε σαρκικὴ ἐκτροπὴ καὶ διαστροφή, ἀλλὰ καὶ ἡ πλεονεξία, ἡ μανία τοῦ χρήματος καὶ τῆς ἀποκτήσεως μὲ κάθε μέσον καὶ τρόπο ὑλικῶν ἀγαθῶν, εἶναι ἀντίθετα στὴν ἀληθινὴ ἀγάπη. Μάλιστα, παρατηρεῖται τὸ τραγικὸ φαινόμενο, ὅτι γιὰ τὴν ἐπιτέλεση καὶ καλλιέργεια τῶν ὀλεθρίων αὐτῶν παθῶν, γίνεται συνήθως ἐπίκληση τοῦ ὑψηλοῦ καὶ ἱεροῦ ὀνόματος τῆς ἀγάπης! Ὅμως, δὲν πρόκειται γιὰ ἀγάπη, παρὰ γιὰ συγκάλυψη ἐμπαθείας καὶ ἐγωϊσμοῦ.
Ἀπὸ τὸ «ἐπιθυμητικὸ» τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναβλύζει ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ὅταν αὐτὸ χαλάσει καὶ διαστραφεῖ τότε ἐκπηγάζουν ἀπὸ ἐκεῖ ἀκάθαρτα πάθη, τὰ ὁποῖα κυριαρχοῦν καὶ ἀπαιτοῦν ἱκανοποίηση, ἄν δὲν ἀντιμετωπισθοῦν καὶ περιορισθοῦν καταλλήλως. Οἱ ἀνεξέλεγκτες ἐπιθυμίες γιὰ ἀπόλαυση καὶ ἱκανοποίηση σαρκικὴ καὶ ὑλική, γιὰ ὡραῖα καὶ ἄσεμνα σώματα καὶ γιὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου (χρήματα καὶ κτήματα), ὁδηγοῦν σὲ παράχρηση, σὲ κάθε ἀκολασία καὶ αὐθαιρεσία. Καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο ὑποχείριο ἐμπαθείας, ἀκάθαρτο καὶ μολυσμένο, ὥστε νὰ ἀδυνατεῖ νὰ ἔχει θεογνωσία, ἀληθινὴ μετάνοια καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Τόσο δυνατὰ καταλαμβάνουν τὸν ἄνθρωπο οἱ ἀκάθαρτες ἐπιθυμίες, ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά, ὥστε αὐτὲς νὰ διανοεῖται, σὲ αὐτὲς νὰ εἶναι δοσμένη ἡ καρδιά του, αὐτὲς νὰ ποθεῖ, αὐτὲς νὰ φαντάζεται, ὀνειρεύεται καὶ ὑπηρετεῖ, γι᾽ αὐτὲς συνεχῶς νὰ θέλει νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ διηγεῖται, αὐτὲς νὰ ἐπιδιώκει καὶ παρακολουθεῖ, μ᾽ αὐτὲς νὰ ἀσχολεῖται καὶ σ᾽ αὐτὲς νὰ ἀδολεσχεῖ.
Ὅμως, εἶναι πασιφανὲς ὅτι αὐτὴ ἡ νοσηρὴ κατάσταση δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μὲ τὴν ἁγιοσύνη ποὺ Αὐτὸ μεταδίδει. Ἡ ἡδυπάθεια καὶ φιληδονία βλάπτουν καὶ πληγώνουν πολὺ σοβαρὰ τὴν ψυχή, ἀποστεροῦν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὴν παρρησία ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ κόβουν τὴν προσευχὴ καὶ τὴν διάθεση γιὰ πνευματικὸ ἀγῶνα.
Τὰ μεγάλα πάθη ἀρχίζουν πάντοτε μὲ μικρά, ἀλλὰ καὶ διατηροῦνται καὶ μεταδίδονται μὲ τρόπους ποὺ φαίνονται ἀνάξιοι λόγου καὶ προσοχῆς: μὲ κατάλληλα λόγια (διότι ἀπὸ τὰ λόγια πηγαίνουμε στὰ πράγματα κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο), μὲ κατάλληλες (ἤ μᾶλλον… ἀκατάλληλες) εἰκόνες, καὶ γενικὰ μὲ κατάλληλο ὑλικό, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ προσάναμμα γιὰ τὸ πῦρ τῶν ἁμαρτωλῶν ἐκτροπῶν καὶ πτώσεων. Ἡ φλόγα τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς σαρκὸς ἀνάβει μὲ κατάλληλες «σόκιν» διηγήσεις καὶ ἀστεῖα, ποὺ περιέχουν αἰσχρότητα καὶ ἀνοησία, βωμολοχία καὶ δῆθεν εὐφυολογία.
Αὐτὰ ὅλα τὰ τόσο κοινὰ καὶ διαδεδομένα, ποὺ ἐμφανίζονται μὲ τὸ κάλυμμα τοῦ «ἀστείου» καὶ τοῦ «ψυχαγωγικοῦ», καθόλου δὲν ἁρμόζουν καὶ δὲν πρέπει νὰ ἔχουν καμμία σχέση μὲ Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι βαδίζουν τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας καὶ ποθοῦν τὴν ἁγιότητα. Σὲ αὐτοὺς ἁρμόζει ἡ εὐχαριστία στὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἀπεριόριστες καὶ ἀνέκφραστες δωρεές Του.
Τί ὅμως νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ἐποχή μας, ποὺ τὰ ὑπεκαύματα τῶν σαρκικῶν παθῶν καὶ τῆς πλεονεξίας προβάλλονται μὲ κάθε τρόπο καὶ μέσον; Στὰ χρόνια μας κυριαρχοῦν οἱ εἰκόνες, οἱ ὀθόνες, οἱ ἤχοι, τὰ χρώματα, τὰ σχήματα, ὅπου ὅλα ἤ σχεδὸν ὅλα -καὶ μάλιστα ἀκόμη καὶ στὸν χριστιανικὸ κόσμο καὶ χῶρο ἀπὸ ἀνθρώπινης πλευρᾶς, συντείνουν καὶ παραπέμπουν ὄχι στὴν εὐχαριστία καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὴν ἔξαψη τῶν παθῶν τῆς σαρκὸς καὶ τῆς πλεονεξίας.
Σήμερα ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς προβολῆς, ἡ ὁποία θέλει νὰ ἀποσπάσει τὴν προσοχὴ τῶν πολλῶν, νὰ δείξει μὲ κάθε κόστος τὴν εἰκόνα τοῦ σαρκικοῦ κάλλους, τοῦ προκλητικοῦ, τοῦ ἐμπαθοῦς, τοῦ ἡμίγυμνου ἤ γυμνοῦ, γιὰ νὰ ἀποσπάσει τὸν θαυμασμό, τὸν ἔπαινο, τὴν ἐπιθυμία, ἤ ἀκόμη καὶ τὴν ζήλεια καὶ τὸν φθόνο τῶν λοιπῶν. Καὶ αὐτό, γιὰ νὰ κερδίσει καὶ νὰ καταλάβει μία ἀξιόλογη θέση στὸ βάθρο τῶν κοσμικῶν ἀξιῶν, ἐφ᾽ ὅσον ὅλοι καὶ κυρίως ὅλες συναγωνίζονται στὴν ἀτέρμονη προσπάθεια «καθιερώσεως» καὶ εἰ δυνατὸν «ἐπικρατήσεως». Καὶ τοῦτο, μὲ τὴν δικαιολογία νὰ μὴν μείνουμε πίσω, νὰ μὴν χάσουμε τὰ κεκτημένα, νὰ μὴν παραγκωνισθοῦμε καὶ ξεπέσουμε, νὰ μὴν κατηγορηθοῦμε, νὰ μὴν ἀποκλεισθοῦμε, νὰ μὴν ἀπορριφθοῦμε κ.ο.κ.
Διότι, αὐτὲς πλέον εἶναι οἱ συνθῆκες τοῦ κόσμου, αὐτοὶ οἱ ἄτεγκτοι νόμοι ἐπιβλήθηκαν καὶ διαμορφώθηκαν, αὐτὲς οἱ «ἀξίες» ἐπικράτησαν…
Περιττὸν νὰ θυμίσουμε, ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν συνιστοῦν μία πραγματικὴ ἐξέλιξη προόδου, ἀληθινοῦ πολιτισμοῦ καὶ πνευματικῆς ἀνόδου καὶ ὁλοκληρώσεως· ἀλλὰ ἕναν «θρίαμβο» κυριαρχίας τῶν παθῶν, μία ἐπιστροφὴ στὴν σύγχυση τῆς Βαβέλ, μία ἐπικράτηση τοῦ πονηροῦ κοσμοκράτορος, ὁ ὁποῖος ἀπομακρύνει ὅλο καὶ περισσότερο τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς τους. Κατορθώνει καὶ τοὺς ἐγκλωβίζει ὅλο καὶ περισσότερο στὸν στενὸ καὶ ἀσφυκτικὸ ὁρίζοντα τοῦ ἐνθάδε, ἀποστραγγίζοντας τὴν ψυχή τους ἀπὸ κάθε ζωτικότητα καὶ συγγένεια μὲ τὸ θεῖο, καὶ ὁδηγώντας τους στὸν ἐξανδραποδισμὸ καὶ τὴν ἀπώλεια.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δὲν παύει νὰ θυμίζει τὴν βασικὴ θεία ἀρχή, σὲ ὅσους μποροῦν νὰ καταλάβουν καὶ νὰ ἐννοήσουν:
«Τοῦτο γάρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἤ ἀκάθαρτος ἤ πλεονέκτης, ὅς ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ».
Ἐφ᾽ ὅσον αὐτὰ τὰ μοιραῖα πάθη τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ χρήματος ἀποτελοῦν εἰδωλολατρία καὶ χωρίζουν ἀπὸ τὸν ζῶντα Θεὸ καὶ τὴν Βασιλεία Του, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν σωτηρία, ἀπορρίπτονται ἐντελῶς καὶ πλήρως. Σημειωτέον ὅτι, ἐδῶ ἡ ἀναφορὰ σὲ «ἀκαθαρσία» ἔχει περιεκτικὴ ἔννοια καὶ συμπεριλαμβάνει κάθε εἴδους ἀκολασία, καὶ μάλιστα τὴν παρὰ φύσιν, ἡ ὁποία ἐπίσης στὶς πονηρὲς ἡμέρες μας βρίσκεται σὲ ὁλοένα καὶ μεγαλύτερη ἔξαρση, προβολὴ καὶ διάδοση. Ἀκόμη, θυμίζουμε καὶ τὸ αὐτονόητο ὅτι στὴν σαρκικὴ ἀκαθαρσία ὑπάγεται καὶ τὸ σοβαρὸ ἁμάρτημα τῆς αὐτο-ικανοποιήσεως, τὸ ὁποῖο ἔχει πολὺ μεγάλη ἀπήχηση μεταξὺ νέων καὶ μεγαλυτέρων κυρίως ἐκ τῶν ἀρρένων. Ὅμως, ὅταν αἰχμαλωτίσει τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο γίνεται τόσο ἐπιτακτικὸ καὶ ἀπαιτητικό, ὥστε ἡ ἀποτίναξη τῶν δεσμῶν του νὰ θεωρεῖται ὡς μεγάλο θαῦμα Θεοῦ!
Πρέπει νὰ τονίσουμε καὶ κάτι σημαντικό. Στὴν ἐποχή μας ἰδίως, ἀκόμη καὶ οἱ Χριστιανοὶ νέοι καὶ νέες σὲ πολὺ μεγάλο ποσοστό, προκειμένου νὰ συνάψουν σχέση μὲ σκοπὸ τὸν γάμο, ἔχουν τόσο πολὺ ἐπηρεασθεῖ ἀπὸ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα καὶ φρόνημα, ὥστε νὰ προχωροῦν σὲ σύναψη «πλήρων» σχέσεων, σὰν κανονικὰ ἀνδρόγυνα, ἀκόμη καὶ συγκατοικήσεως χωρὶς σχεδὸν καμμία ἀναστολή, διότι θεωροῦν ὅτι ἀφοῦ ὑπάρχει ἀληθινὴ «ἀγάπη» ποὺ ἀποβλέπει στὸν γάμο, εἶναι ἀνάγκη προηγουμένως νὰ δοκιμάσουν ὅλα ὅσα περιλαμβάνει ὁ γάμος, γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν ὅτι μποροῦν νὰ προχωρήσουν! Μάλιστα, προκύπτουν κάποτε καὶ ἐγκυμοσύνες, παρὰ τὰ μέτρα «προφυλάξεως» ποὺ ἐπιμελῶς λαμβάνουν, καὶ τότε ἤ προβαίνουν στὸ φοβερὸ ἁμάρτημα τῆς ἐκτρώσεως, ἤ κρατοῦν τὸ παιδὶ ἤ τὰ παιδιὰ μὲ σκοπὸ νὰ τελέσουν μαζὶ Μυστήρια Γάμου καὶ Βαπτίσεως ἤ Βαπτίσεων, γιὰ νὰ μὴν κάνουν ξεχωριστὲς ἑτοιμασίες καὶ ἔξοδα!…
Καὶ ναὶ μέν, γιὰ ἀνθρώπους ἀσχέτους μὲ τὰ τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὰ τὰ ἀνεπίτρεπτα ἔχουν κάποια δικαιολογία, ἀφοῦ ὅλα τὰ βλέπουν μὲ καθαρὰ κοσμικὸ σκεπτικό. Ὅταν ὅμως πρόκειται γιὰ νέους καὶ νέες ποὺ μεγάλωσαν στὴν Ἐκκλησία καὶ ὑποτίθεται ὅτι γνωρίζουν τὸ ἦθος καὶ τὴν διδασκαλία καὶ πρακτική της, τότε τί δικαιολογία μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ; Πόσο ἔχουν ξεφύγει τὰ πράγματα, ὥστε οἱ πραγματικοὶ Πνευματικοὶ πατέρες νὰ ἀναγκάζονται νὰ προβοῦν σὲ στοιχειώδη κατήχηση πραγμάτων καὶ ἀληθειῶν, τὰ ὁποῖα πρὶν ἀπὸ λίγα μόλις χρόνια θεωροῦντο ἀπολύτως αὐτονόητα; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξηγηθεῖ αὐτὴ ἡ ἀναποφασιστικότητα καὶ νωθρότητα ὡς πρὸς τὴν κατανόηση καὶ κυρίως ἐφαρμογὴ ἀπὸ μέρους τῶν περισσοτέρων; Εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀλλάξει ἤ νὰ παραβλέψει τὴν διδασκαλία της, ἐπειδὴ ἡ πλειονότητα ἀκόμη καὶ τοῦ θεωρουμένου ὡς Ποιμνίου της ἀδυνατεῖ πλέον νὰ δεχθεῖ καὶ νὰ ἐφαρμόσει βασικὰ στοιχεῖα τῆς Χριστιανικῆς ταυτότητος καὶ ἠθικῆς; Ἄν ὅμως συμβεῖ κάτι τέτοιο, τότε θὰ πρόκειται γιὰ κήρυξη μιᾶς ψυχολέθρου «ἠθικῆς αἱρέσεως»!
Καὶ τὶ νὰ ποῦμε γιὰ νὰ Χριστιανικὰ ζευγάρια, τὰ ὁποῖα μετὰ τὴν ἀπόκτηση ἑνὸς ἤ δύο παιδιῶν (σπάνια τριῶν), λαμβάνουν ὅλα τὰ «ἀπαραίτητα μέτρα ἀσφαλείας» μὴ τυχὸν καὶ προκύψει κάποια «ἀνεπιθύμητη» ἐγκυμοσύνη, παρὰ τὶς εὔλογες ἀντιρρήσεις τους ὡς πρὸς τὶς ἀντικειμενικὲς δυσκολίες τῆς πολυτεκνίας; Αὐτὸ ἄν μήτι ἄλλο ἀποτελεῖ ὁρισμὸ σοβαρῆς ἀντιφάσεως: Εἶναι δυνατὸν τὸ μεγαλύτερο Δῶρο τοῦ Ζωοδότου καὶ Δωρεοδότου Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἡ ἴδια ἡ Ζωὴ ἑνὸς νέου ἀνθρώπου, νὰ θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς δέκτες καὶ συνεργοὺς γονεῖς ὡς κάτι τὸ «ἀνεπιθύμητο»;!… Μποροῦμε ὡς Χριστιανοὶ νὰ ἀναρωτιόμαστε κατὰ πόσον θὰ εἶναι δυνατὴ ἡ ἐξοικονόμηση τῶν ἀπαραιτήτων γιὰ τὴν ἀνάπτυξη καὶ ἀνατροφὴ ἑνὸς νέου παιδιοῦ; Ὑπάρχει περίπτωση ὁ Κύριος νὰ τὸ «λησμονήσει» καὶ νὰ τὸ ἐγκαταλείψει, αὐτὸ καὶ τοὺς ἀγωνιστὲς γονεῖς του; Ὁ καρπὸς τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης φέρνει ἀγάπη, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ ὀλιγοπιστία καὶ ἡ κάθε μορφῆς ἰδιοτέλεια φέρνουν ἀμφιβολία, δισταγμό, φόβο καὶ ὑποχώρηση…
Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ, ἐκφράζουμε τὸν θαυμασμό μας γιὰ τοὺς ἥρωες πολυτέκνους καὶ ἐπίσης τὴν ἐν Χριστῷ χαρά μας, διότι μεταξὺ τοῦ θεοφιλοῦς Ποιμνίου μας συγκαταλέγονται πολλὲς οἰκογένειες πολυτέκνων καὶ ὑπερπολυτέκνων, γιὰ τὶς ὁποῖες εὐχόμαστε ἐγκάρδια τὴν πλούσια θεία εὐλογία καὶ ἐνίσχυση!
Ἐν τῷ μεταξύ, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Ἁγιοφραφικὸ κείμενό μας, ἄς μὴν σᾶς ἀπατᾶ κανεὶς μὲ μάταιους καὶ ψεύτικους λόγους, μᾶς θυμίσει ἀποφασιστικὰ ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, διότι γιὰ ὅλα τὰ προαναφερθέντα πάθη τὰ ὁποῖα στεροῦν τὴν θεία κληρονομία, ἔρχεται ἡ «ὀργὴ τοῦ Θεοῦ» σὲ ὅσους ἐξακολουθητικὰ ἁμαρτάνουν μὲ ἀμετανοησία. Καὶ ἀκόμη μᾶς προτρέπει, μὴν γίνεσθε συμμέτοχοι μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο αὐτῶν ποὺ περιπίπτουν σ᾽ αὐτά, διότι θὰ σᾶς ἀναμένει ἡ ἴδια «ὀργὴ» ποὺ θὰ ἐπιπέσει σ᾽ ἐκείνους. Διότι, σεῖς οἱ Χριστιανοὶ εἶσθε πλέον «φῶς ἐν Κυρίῳ» (στ. 7) καὶ ὀφείλετε νὰ βαδίζετε «ὡς τέκνα φωτὸς» (στ. 8), μὲ ἀρετή, ὡς καλὸ παράδειγμα γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ ὡς ἔλεγχος γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς.
Ἡ ἐπαπειλούμενη «ὀργὴ Θεοῦ», ὅλα ὅσα καταστροφικὰ συνεπιφέρει ἡ ἀμετανόητη ἁμαρτία, καὶ μάλιστα αὐτὴ ποὺ διαπράττεται δημόσια καὶ ἀναίσχυντα, γιὰ νὰ καθιερωθεῖ καὶ ἐπικρατήσει καὶ ἐπιβραβευθεῖ, δὲν ἀφορᾶ μόνον στὴν Κρίση καὶ στὸν μέλλοντα αἰῶνα, ἀλλὰ καὶ στὸν παρόντα ἀκόμη αἰῶνα.
Βέβαια, ὁ λόγος περὶ «ὀργῆς Θεοῦ» εἶναι ἀνθρωποπαθής. Ὁ Θεός, ὡς ἀμετάβλητος καὶ ἀπαθής, δὲν ἀλλάζει τὴν ἀγαπητικὴ στάση καὶ διάθεσή Του, ἀλλὰ στὴν δικαιοσύνη Του ἐπιτρέπει καὶ παραχωρεῖ τὴν αὐτο-τιμωρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ μάλιστα μὲ τὰ προαναφερθέντα πάθη καὶ ἁμαρτήματα, τόσο οἱ συνέπειες τῆς ἀποστασίας του αὐτῆς τὸν τιμωροῦν καὶ βασανίζουν, διότι ἔτσι ἐπέλεξε. Οἱ ἔννοιες «ὀργὴ» καὶ «θυμὸς» Θεοῦ ἔχουν κυρίως παιδαγωγικὴ σημασία. Ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ τὴν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ θέλει νὰ ἐπέλθει ἡ διόρθωση τῶν ἁμαρτωλῶν μέσῳ τῆς μετανοίας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐπιτρέπει τὰ δεινά, γιὰ νὰ καθαρίσει τὴν ἁμαρτία. Ὁ «θυμὸς» λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, παρομοιάζεται μὲ τὴν διάγνωση τοῦ ἰατροῦ, καὶ ἡ «ὀργὴ» μὲ τὴν χειρουργικὴ ἐπέμβαση, γιὰ τὴν ἴαση τοῦ ἀσθενοῦς, ὄχι γιὰ τὴν τιμωρία του. Ἀλλὰ ἡ μὴ διάθεση γιὰ ἴαση, φαίνεται σὰν «τιμωρία» τοῦ ἀμετανόητου ἁμαρτωλοῦ.
Εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο, ὅτι ὅσο πλησιάζουν οἱ ἔσχατες ἡμέρες τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόσο καὶ ἡ ἠθικὴ ἐξαχρείωση τῶν ἀνθρώπων θὰ αὐξάνει καὶ θὰ ἐντείνεται, ὅπως τὶς ἡμέρες τοῦ Νῶε καὶ τοῦ Λώτ, ποὺ ἡ ὀργιάζουσα ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων ἐξαλείφθηκε στὴν πρώτη περίπτωση μὲ κατακλυσμὸ ὕδατος καὶ στὴν δεύτερη περίπτωση μὲ βροχὴ πυρὸς (βλ. Λουκ. ιζ’ 26-30).
Καὶ μάλιστα, ὅσο πλησιάζουν οἱ ἡμέρες ἐκεῖνες, τόσο καὶ ἡ γενικὴ ἀκαταστασία τοῦ κόσμου, μέσῳ καταστρεπτικῶν πολέμων καὶ φυσικῶν κακῶν (πεῖνες, ἐπιδημίες/πανδημίες, σεισμοὶ κλπ.) θὰ αὐξάνουν ἐπίσης ἁλματωδῶς (βλ. Ματθ. κδ’ 6-8, 24, 29).
Ἀπομένει νὰ φανοῦμε πιστοὶ καὶ σταθεροὶ στὶς δοκιμασίες καὶ τοὺς ἰσχυροὺς πειρασμοὺς ποὺ διερχόμαστε, μὲ φρόνημα μαρτυρικὸ καὶ γενναῖο, μὲ προσοχή, ἐγρήγορση καὶ σωφροσύνη, μὲ μετάνοια ἐν εὐχαριστίᾳ, γιὰ νὰ μὴν περιπίπτουμε στὴν ἀνομία καὶ ἀποστασία τοῦ χωρὶς Θεὸ κόσμου, ἀλλ᾽ οὔτε καὶ νὰ συμμετέχουμε σὲ αὐτήν· ὥστε, νὰ μὴν στερηθοῦμε τοῦ Δείπνου τῆς Βασιλείας στὴν γῆ καὶ στὸν οὐρανό: «Μακάριοι οἱ εἰς τὸ δεῖπνον τοῦ γάμου τοῦ Ἀρνίου κεκλημένοι» (Ἀποκαλ. ιθ’ 9).
Ἡ προτροπὴ τοῦ Νυμφίου τῶν ψυχῶν μας εἶναι σαφής:
«Ἰδοὺ ἔρχομαι ὡς κλέπτης· μακάριος ὁ γρηγορῶν καὶ τηρῶν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, ἵνα μὴ γυμνὸς περιπατῇ καὶ βλέπωσι τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ» (Ἀποκαλ. ιστ’ 15)!…
+Ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος ΚΛΗΜΗΣ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Πρωθιερεύς Πρόδρομος Κανουμπέτσι, 1950 - 2022
Ὁ μακαριστὸς π. Πρόδρομος γεννήθηκε τὸ 1950 στὸ Ντιμπελένγκε στὸν τότε Βελγικὸ Κογκό, καί, κατόπιν τῆς φοιτήσεως στὸ σχολεῖο, μετέβη στὴν ἐπαρχιακὴ πρωτεύουσα, Λουλουαμπούργκ (νὺν Κανάγκα) γιὰ ἐργασία. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν πρῶτο Ὀρθόδοξο ἱεραπόστολο τοῦ Κογκό, π. Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο, ὁ ὁποῖος μόνο ἕξι μῆνες ἐπέζησε ἐκεῖ, ἀλλὰ πρόλαβε νὰ βαπτίσῃ 30 ἄτομα, μεταξύ τους τὸν Πρόδρομο.
Στὴν Κανάγκα, άφοσιωμένος πλέον στὴν Ὀρθοδοξία, περίμενε τὴν ἄφιξιν νέου ἱερέως. Χάρηκε μὲ τὴν ἔλευσιν τοῦ π. Χαρίτωνος Πνευματικάκη, στὸν ὁποῖο ἀνέλαβε να διδάξῃ τὴν Γαλλικὴ γλῶσσα, ἐνῶ ὁ π. Χαρίτων τοὺ ἔμαθε τὴν Ἑλληνική. Στὴν Κανάγκα νυμφεύθηκε, καὶ ἀπέκτησε πολυμελῆ οἰκογένεια. Μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς Ἱεραποστολικῆς κοινότητος τῶν Γ.Ο.Χ. στὴν Κανάγκα, το 1994, ἦταν ἀπὸ τοὺς πρῶτους πιστούς τῆς έκεῖ ἐνορίας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, καὶ οὕτως τὸ 1996, κατὰ τὴν πρῶτην του ἐπίσκεψιν στήν Κανάγκα, ο Ἐπίσκοπος Μεθώνης τὸν χειροτόνησε διάκονο καὶ ἱερέα. Ἐπὶ ἐτῶν, μὲ πολὺ αὐταπάρνηση , ἐξυπηρετοῦσε τοὺς πιστοὺς τῆς περιοχῆς Ντιμπελέγκε, μέχρι πού, τὸ 2006, διορίσθηκε πλέον Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος γιὰ τὸ κεντρικὸ Κασαί, θέση μὲ ευθύνη γιὰ 25 - 30 κληρικούς. Τότε μετώκησε οἰκογενειακῶς στὴν Κανάγκα, καὶ ἔκτοτε ἀνέλαβε νὰ ἐπισκέπτεται τὶς ἐνορίες τῆς περιοχῆς, διανύοντας πολλάκις ἑκατοντάδες χιλιόμετρα μὲ τὰ πόδια.
Ἢταν ἄνθρωπος πρόσχαρος, πράος, ἀγαπητὸς σὲ ὅλους, μὲ ὑπομονὴ σὲ σημεῖο ποὺ, γιὰ μᾶς τοὺς Εὐρωπαίους, εἶναι σχεδὸν ἀπίστευτη. Ἑτοιμαζόταν γιὰ ἐπίσκεψη στὴν Ἑλλάδα, πρᾶγμα ποὺ ὀνειρευόταν ἀπὸ ἔτη, ἀλλὰ ἄλλο ἦταν τὸ θἐλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν κάλεσε κοντά Του τὴν παραμονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, κατόπιν ἀσθενείας μικρᾶς διαρκείας. Ἡ κηδεῖα ἔγινε στὸν καθεδρικό ναό Ἁγίων Ἀποστόλων Κανάγκας ἐνήμερα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, μέ τὴν συμμεχοχὴ τοῦ τοπικοῦ κλήρου καὶ πολλοῦ λαοῦ. Αἰωνία ἡ μνήμη αυτοῦ, καὶ θεία παρηγορία εὶς τὴν καλήν του πρεσβυτέραν καὶ τὰ τἐκνα!
ΕΙΜΑΙ ΑΡΡΩΣΤΟΣ ΚΑΙ ΛΙΩΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ...
ΤΡΙΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
«Ἁμαρτιῶν τῇ νόσῳ κατατηκόμενος, τῆς ἀπογνώσεως κλίνῃ κατάκειμαι· διό με, Ἰατρέ τῶν ἀσθενούντων, ἐπίσκεψαι σῇ φιλανθρωπίᾳ, καί μή παραχωρήσῃς, ἐναφυπνῶσαι δεινῶς, εἰς θάνατον πανοικτίρμον, ἵνα βοῶ σοι θερμῶς· ὁ τοῦ ἐλέους χορηγός, Κύριε, δόξα Σοι» (κάθισμα ὄρθρου, ἦχος πλ. β΄).
(Λιώνοντας ἀπό τή νόσο τῶν ἁμαρτιῶν, βρίσκομαι ριγμένος στήν κλίνη τῆς ἀπόγνωσης. Γι’ αὐτό, ἰατρέ τῶν ἀσθενούντων, ἐπισκέψου με, λόγω τῆς φιλανθρωπίας Σου, καί μήν ἐπιτρέψεις νά ξυπνήσω μέ φοβερό τρόπο τήν ὥρα τοῦ θανάτου, πανοικτίρμον, προκειμένου νά σοῦ φωνάζω μέ θέρμη πνευματική: Κύριε, Σύ πού εἶσαι ὁ χορηγός τοῦ ἐλέους, δόξα Σοι).
Ποιά ἡ διαπίστωση τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου, ὁ ὁποῖος καταγράφει τήν κατάσταση τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἐν ἐπιγνώσει χριστιανῶν; Ὅτι ὄχι ἁπλῶς κάνει ἁμαρτίες ὡς ἁμαρτωλός, ἀλλά λιώνει ἀπό αὐτές, γιατί ἔχει τήν ἐπίγνωση ὅτι πρόκειται γιά ἀρρώστια. Αὐτή εἶναι ἡ τραγικότητα τοῦ πιστοῦ: κατανοεῖ ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ὅ,τι χειρότερο μπορεῖ νά συμβεῖ στή ζωή του, ἡ ἴδια ἡ ἀρρώστια καί τό τραῦμα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του, ἀλλά παρ’ ὅλα αὐτά συνεχίζει νά ἁμαρτάνει λόγω ἀδυναμίας. Θυμίζει τήν κραυγή τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή (κεφ. 7), ὁ ὁποῖος «ἀκτινογραφεῖ» τήν ψυχική του κατάσταση ὁμολογώντας τήν «ταλαιπωρία» του καί τό πόσο δυστυχισμένος εἶναι! «Τί δυστυχισμένος, ἀληθινά πού εἶμαι! Ποιός μπορεῖ νά μέ λυτρώσει ἀπό τήν ὕπαρξη αὐτή, πού ἔχει ὑποταχτεῖ στόν θάνατο;» Κι αὐτό γιατί «θέλω νά κάνω τό καλό, δέν βρίσκω ὅμως τή δύναμη νά τό μετατρέψω σέ πράξη… Ἐσωτερικά συμφωνῶ καί χαίρομαι μέ ὅσα λέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, διαπιστώνω ὅμως πως ἡ πράξη μου ἀκολουθεῖ ἕναν ἄλλον νόμο… τόν νόμο τῆς ἁμαρτίας». Γι’ αὐτό καί ὁ ὑμνογράφος φτάνει στό σημεῖο, τό ὄντως τρομακτικό, νά λέει: «βρίσκομαι ριγμένος στό κρεβάτι τῆς ἀπόγνωσης!» Τῆς ἀπόγνωσης ὅμως ὡς πρός τόν ἑαυτό του καί τίς δικές του δυνάμεις. Ἀλλά εἶναι πιστός καί ἔχει ἐμπιστοσύνη στή δύναμη τοῦ Κυρίου καί στό ἄπειρο ἔλεός Του. Σ’ Ἐκεῖνον στρέφεται μέ πίστη, καταθέτοντας τήν ἀδυναμία καί τήν ἀσθένειά του. Καί Τόν παρακαλεῖ νά Τόν ἐπισκεφτεῖ καί νά τοῦ δώσει τή χάρη Του, ὅσο βρίσκεται στή ζωή αὐτή, γιατί ξέρει ὅτι ἡ μετάνοια πού εἶναι τό φάρμακο γιά κάθε ἁμαρτία, ὅσο μεγάλη καί ποικίλη κι ἄν εἶναι, εἶναι γιά ὅσο ζοῦμε στόν κόσμο τοῦτο. «Ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἔστιν μετάνοια». Λοιπόν, «μήν ἐπιτρέψεις, Κύριε», λέει, «νά εἶμαι κοιμισμένος καί ράθυμος ὅσο διαρκεῖ ἡ ζωή αὐτή, καί ξυπνήσω ὅταν πιά ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, γιατί τότε θά εἶναι πολύ ἀργά». Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου θά ἔχει δύο χαρακτηριστικά, κατά τόν ποιητή: πρῶτον, θά φανερώνει τήν ἀγάπη Ἐκείνου μέσα στή δική του ἁμαρτωλή καρδιά· δεύτερον, θά τόν ὁδηγεῖ σέ δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του. Τό ὅλο σκεπτικό τοῦ τροπαρίου τό βλέπουμε σέ ὅλους τούς βίους τῶν ἁγίων μας, τό βλέπουμε καί ὡς πρακτική καί στούς μεγάλους ἁγίους Γέροντες τῆς ἐποχῆς μας. Σάν ἐκείνη μέ τόν ἅγιο Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, ὁ ὁποῖος στήν περίπτωση ἑνός πολύπαθου καί ἀπελπισμένου ἀνθρώπου, τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι, τόν ὁδήγησε μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ εἶπε μέ μεγάλη πίστη καί ἀγάπη: «Λοιπόν, γιά τή συγκεκριμένη κατάστασή σας, τό μόνο πού μποροῦμε νά κάνουμε εἶναι νά τήν ἐναποθέσουμε ἐδῶ».