Πέμπτη 14 Απριλίου 2022

Περί επιλογής της μοναστικής ζωής, εμποδίων και πειρασμών, παρά Θεού βοηθείας και καθημερινών θαυμάτων (Οι ιστορίες της μοναχής Σεραφείμης (Τσβετόβα). Μέρος Α

 


Οι αδελφές της Ιεράς Μονής του Καζάν και αγίου Τρύφωνα. Δεύτερη από αριστερά η μοναχή Σεραφείμη.Οι αδελφές της Ιεράς Μονής του Καζάν και αγίου Τρύφωνα. Δεύτερη από αριστερά η μοναχή Σεραφείμη.

Με τη μοναχή Σεραφείμη, τότε 23χρονη δόκιμη Αναστασία, γνωρίστηκα, σε ένα διακόνημα που κάναμε στο γυναικείο ερημητήριο την Ιερά Μονή του Καζάν και αγίου Τρύφωνα πριν από είκοσι χρόνια, το 2002. Μαζί με τη Νάστια ξεχορταριάζαμε τον κήπο της μονής και συζητούσαμε. Η κουβέντα,, ακόμα και η σιωπή μαζί της σου έδινε μεγάλη χαρά. Ήταν ένας αγνός και φωτεινός άνθρωπος. Ακόμα πολύ νέα αλλά και ακούραστη ζηλώτρια που είχε ήδη γευτεί τη γλυκύτητα της προσευχής, η οποία βίωνε, εκ πείρας, αυτό που έλεγε ο προφητάναξ Δαυίδ: «ὡς γλυκέα τ λάρυγγί μου τ λόγιά σου, πρ μέλι τ στόματί μου» (Ψαλμ. 118:103) και το άλλο «γγς Κύριος πσι τος πικαλουμένοις ατόν, πσι τος πικαλουμένοις ατν ν ληθεί» (Ψαλμ. 144:18). Συχνά οι άνθρωποι γνωρίζουν τον Θεό ήδη σε ώριμη ηλικία και μετά από πολλές θλίψεις και δοκιμασίες ή ακόμα και σοβαρές ασθένειες. Η Nάστια δε, που επιδέξια ξεχορτάριαζε τα καρότα δίπλα μου, ανακάλυψε τον Θεό σε σχεδόν, νηπιακή ηλικία δια μέσω των θερμών προσευχών των γιαγιάδων της. Ιδού τα διηγήματά της:

«Την υγειά μας να έχουμε και όλα θα γίνουν!»

Ήρθα στο μοναστήρι το 2001 και εγκαταβιώνω εδώ πάνω από είκοσι χρόνια. Πιστεύω ότι οι συγγενείς μου προσευχόντουσαν για μένα και ιδιαίτερα η γιαγιά Φεοδοσία, στον οικογενειακό μας κύκλο η μπάμπα Φένια.

Γεννήθηκα το 1979, πρόωρα και ήμουν πολύ αδύναμη. Τα δαχτυλάκια μου ήταν σαν μικρές πρόκες. Ο μπαμπάς ρώτησε τη μητέρα του, τη μπάμπα Φένια:

- Θα ζήσει;

Και έλαβε την απάντηση:

- Την υγειά μας να έχουμε και όλα θα γίνουν!

Ως παιδί ζούσα με την μπάμπα Φένια στο ίδιο δωμάτιο το οποίο πλημμύριζε ο Λόγος του Θεού επειδή η γιαγιά διάβαζε το Ευαγγέλιο και το Ψαλτήρι καθημερινά και νήστευε σύμφωνα με το τυπικό της Εκκλησίας.

μοναχή Σεραφείμημοναχή Σεραφείμη

Η γιαγιά μου η Φένια

Η γιαγιά γεννήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, το 1907, στην οικογένεια της Παρασκευής και του Φιόντορ Κοποτίλοφ. Η προγιαγιά και ο προπάππους ζούσαν στη Σιβηρία, σε ένα από τα χωριά της επαρχίας Τομπόλσκ (από το 1918 – επαρχία Τιουμέν). Όλη η οικογένεια Κοποτίλοφ ήταν βαθιά θρησκευόμενοι άνθρωποι. Είχαν μεγάλο νοικοκυριό με ζώα και αγροκτήματα. Δούλευαν σκληρά μετά προσευχής και ο Κύριος τους αντάμειβε με όλα τα απαραίτητα.

Μόνο δύο ημέρες κατάφερε να πάει σχολείο η μικρή Φένια επειδή είχε ξεσπάσει ο φοβερός Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος

Όταν έφτασε ο καιρός να πάει σχολείο η μικρή Φένια ξέσπασε ο φοβερός Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ξεκινούσαν τα δύσκολα χρόνια και το παιδί κατάφερε να καθίσει στο θρανίο μόνο για δύο ημέρες. Μετά έπρεπε να δουλέψει και να βοηθήσει την μητέρα της καθώς ήταν το μεγαλύτερο, από τα τρία, παιδί της οικογένειας. Μετέπειτα έμαθε μόνη της λίγο να διαβάζει και να γράφει.

Ο πατέρας της, Φιόντορ Κοποτίλοφ, σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο, που ακολούθησε, όταν η γιαγιά μου ήταν μόλις 11 ετών. Έτσι η προγιαγιά μου έμεινε χήρα με τέσσερα παιδιά στην αγκαλιά της. Οι δύο γιοι και δύο κόρες μεγάλωσαν εργατικοί και βαθιά θρησκευόμενοι άνθρωποι. Ο βιός τους, χωρίς τον πατέρα, δεν κατέρρευσε αλλά άκμασε ακόμα πιο πολύ μέσα από τους κόπους των παιδιών του.

Στη δεκαετία του 1930 η ευημερία της οικογένειας Κοποτίλοφ έφτασε στο τέλος της. Το καθεστώς, που τους θεωρούσε ως εύπορους αγρότες, κατέσχισαν όλη την περιουσία τους.

Αργότερα, η γιαγιά μου θυμόταν ότι στο χωριό τους υπήρχαν μόνο τρία άτομα που είχαν το πάθος της οινοποσίας ενώ οι υπόλοιποι ζούσαν ενάρετα. Μάλιστα, το μεθύσι τους έφτασε σε πλήρη εξαθλίωση έτσι ώστε οι γυναίκες και τα παιδιά τους στράφηκαν στους συγχωριανούς τους για βοήθεια και ελεημοσύνη. Αλλά όταν, τη δεκαετία του 1930, ξεκίνησε η κολεκτιβοποίηση, ακριβώς αυτά τα τρία άτομα, ήταν που πρωτοστατούσαν στην αποκουλακοποίηση όλου του χωριού.

Η Φένια ήταν νεαρή κοπέλα όταν η οικογένεια της έμεινε χωρίς το πατρικό της σπίτι, χωρίς την αγελάδα, που τους έτρεφε και χωρίς καθόλου υπάρχοντα

Η Φένια ήταν νεαρή κοπέλα όταν η οικογένεια της – η ίδια, η μητέρα της, η αδελφή της Γιούλια και δύο αδέλφια - έμεινε χωρίς το πατρικό της σπίτι, χωρίς την αγελάδα, που τους έτρεφε και χωρίς καθόλου υπάρχοντα. Τότε, η Παρασκευή με τα παιδιά της, μετακόμισε στα Ουράλια και εγκαταστάθηκε σε μία εργατική πόλη Λίσνα της περιοχής Περμ.

Η αδελφή της Γιούλια έπιασε δουλειά σε ένα μεταλλουργικό εργοστάσιο, τα αδέλφια υπηρέτησαν στο στρατό και μετά την θητεία τους αναχώρησαν για το μέτωπο στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο μεγαλύτερος Ιβάν χάθηκε και ο νεότερος Ματβέϊ πέθανε σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Η προγιαγιά Παρασκευή έζησε τη ζωή της με τη μικρότερη κόρη της Γιούλια, η οποία δεν παντρεύτηκε ποτέ. Το σπίτι τους ήταν γεμάτο με εικόνες. Η προγιαγιά έφτασε την ηλικία των 99 ετών. Κεντούσε χωρίς γυαλιά μέχρι τα βαθιά γεράματα και πέθανε το 1979 όταν εγώ ήμουν ενός μηνών.

Η βάπτισή μου

Η μπάμπα Φένια ήταν η γιαγιά μου από την πλευρά του πατέρα μου.

Οι συγγενείς μας από την πλευρά της μαμάς είχαν επίσης εκτοπιστεί από το σοβιετικό καθεστώς. Ο παππούς την μητέρας μου, ο Γιακίμ Τσερεμίσκιν, εξορίστηκε, με την οικογένειά του, από την περιοχή Κίροβ στο βόρειο μέρος της περιοχής Πέρμ. Μόνο μετά τον θάνατό του επετράπη στην οικογένειά του να επιστρέψει στην γενέτειρά τους.

Οι γονείς μου πήγαν σε ένα σοβιετικό σχολείο, μεγάλωναν ως άθεοι και καθώς μεγάλωσαν δεν πήγαιναν στην εκκλησία. Δεν ήθελαν να με βαπτίσουν αλλά είχα και την μπάμπα Φένια. Όταν έγινα τεσσάρων ετών η γιαγιά ζήτησε από τα παιδιά της να της φέρουν όλα τα εγγόνια της που ήταν αβάπτιστα. Μαζευτήκαμε λοιπόν τα αδέλφια και τα ξαδέλφια μου και εγώ μαζί τους.

Η γιαγιά κάλεσε έναν παπά, ο οποίος μας βάπτισε όλους στο σπίτι. Το όνομά του Αλέξανδρος Περεντέρνιν. Ήταν ντυμένος με ένα κίτρινο, λαμπερό φελώνιο και, όπως θυμάμαι έλαμπε ολόκληρος.

Μετά την βάπτιση, σχεδόν κάθε Κυριακή, η γιαγιά πήγαινε εμένα και τον αδελφό μου στην εκκλησία για να κοινωνήσουμε. Αν και δεν ήταν θρήσκοι οι γονείς μου, εν τούτης, δεν εμπόδισαν ποτέ στην γιαγιά να μας πηγαίνει στην εκκλησία.

Μοναχή Σεραφείμη (Τσβετόβα)Μοναχή Σεραφείμη (Τσβετόβα)

Πώς έκανα γονυκλισίες τα Χριστούγεννα

Περίπου ένα χρόνο αργότερα, όταν ήμουν πέντε χρονών, μου συνέβη το εξής περιστατικό. Έφτασαν τα Χριστούγεννα και η γιαγιά μας έφερε στο ναό. Φορούσα λευκό φόρεμα. Εμάς τα παιδιά μας έβαλαν μπροστά, πριν τον σολέα. Και κατά την διάρκεια όλης της ακολουθίας εγώ έβαζα μετάνοιες. Η θεία μου είπε:

- Μην κάνεις τόσο συχνά μετάνοιες, Νάστια.

Αλλά αυτή η παρατήρηση δεν με σταμάτησε καθόλου. Εγώ συνέχισα, με ζήλο, να κάνω τις μετάνοιες.

Την ώρα ευλογίας κατά την απόλυση ο ιερέας με επαίνεσε:

- Μπράβο! Προσευχήθηκες καλά!

Έβαλε το πετραχήλι του πάνω μου και διάβασε μια ευχή.

Ο παιδικός μου πειρασμός

Πιστή έγινα χάρη στην γιαγιά μου και στις συμβουλές της. Ποτέ δεν είχα μέσα μου την αμφιβολία για την ύπαρξη του Θεού.

Αλήθεια είναι ότι μία φορά μου συνέβη ένας πειρασμός. Κάπου στην τρίτη δημοτικού, μία συμμαθήτριά μου με κατέκρινε λόγω της πίστης μου στον Θεό και είπε ότι Αυτός δεν υπάρχει.

Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι προσευχόμουν ξανά και τότε κατάλαβα πως, απλά, δεν μπορούσα να μην πιστεύω στον Θεό.

Τα λόγια της ενήργησαν πάνω μου σαν δηλητήριο, σύρθηκαν στην παιδική μου ψυχή, κρύφτηκαν εκεί και αποφάσισα ότι, από εκείνη την μέρα, δεν θα προσεύχομαι πια. Και πράγματι το πρωί δεν προσευχήθηκα κατά το συνήθη τρόπο. Αλλά όταν το βράδυ έχασα κάτι, το οποίο μου ήταν πολύ απαραίτητο, αμέσως γονάτισα και άρχισα να ζητώ, ένθερμα, από τον Κύριο να με βοηθήσει να βρω το χαμένο αντικείμενο. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι προσευχόμουν ξανά και τότε κατάλαβα πως, απλά, δεν μπορούσα να μην πιστεύω στον Θεό.

Συνεχίζεται...

Αγιοκατάταξη Γέροντος Ευμενίου Σαριδάκη

eumenios saridakis

Του Αιμίλιου Πολυγένη


Στην αγιοκατάταξη του Γέροντος Ευμενίου Σαριδάκη, προχώρησε σύμφωνα με πληροφορίες της Romfea.gr, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Ο Γέροντας Ευμένιος συμπεριλήφθηκε στο αγιολόγιο της Ορθόδοξου Εκκλησίας, κατόπιν εισήγησης της Κανονικής Επιτροπής.

Λίγα λόγια για τον Γέροντα:

Ο π. Ευμένιος γεννήθηκε το 1931 στην Εθιά Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου Κρήτης και ήταν το όγδοο παιδί μιας φτωχής & πιστής οικογένειας.

Έγινε μοναχός σε ηλικία 17 χρονών, αγωνίστηκε για την καλλιέργεια της ψυχής του με αγάπη και προσευχή και δοκιμάστηκε σκληρά και από την ασθένεια της λέπρας, αλλά και αργότερα, ενώ ήταν ήδη ιερέας, από δαιμονική επιρροή, με την οποία βασανίστηκε ψυχοσωματικά και ελευθερώθηκε μετά από πολλές προσευχές, αγρυπνίες και εξορκισμούς σε μοναστήρια της Κρήτης, όπως στις μονές Κουδουμά και Παναγίας Καλυβιανής.

Η λέπρα τον έφερε στο Νοσοκομείο Λοιμωδών στην Αγία Βαρβάρα Αθηνών. Εκεί θεραπεύτηκε αλλά, βλέποντας τον ανθρώπινο πόνο, αποφάσισε να παραμείνει στο Νοσοκομείο ως ιερέας, για να βοηθήσει όσο μπορούσε την ανακούφιση των συνανθρώπων του!

Ο Γέροντας Πορφύριος έλεγε για τον Γέροντα Ευμένιο: «Να πηγαίνετε να παίρνετε την ευχή του Γέροντα Ευμένιου, γιατί είναι ο κρυμμένος Άγιος των ημερών μας. Σαν τον Γέροντα Ευμένιο βρίσκει κανείς κάθε διακόσια χρόνια».

Στο Νοσοκομείο Λοιμωδών ευτύχησε να γνωρίσει το λεπρό άγιο μοναχό Νικηφόρο, που, αν και τυφλός από την ασθένειά του, έγινε μεγάλος πνευματικός πατέρας των χριστιανών και δάσκαλος του Γέροντα Ευμένιου.

Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» και την 23η Μαίου 1999 παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο και τάφηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στον τόπο που γεννήθηκε (στην Εθιά).


ΠΗΓΗ: https://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/49430-apokleistiko-agiokatataksi-gerontos-evmeniou-saridaki?fbclid=IwAR0DxoKFwl1V_vsuGfod0kmcZJd3fYf-Ew9zwnoqZKbr63ISlnx1Nw-2OdA

ΒΑΡΙΑ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΣΑΝ ΠΕΤΡΑ

 

ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑϊΩΝ

«Λίθον τόν βαρύν ἐκ τῆς ἐμῆς καρδίας διᾶραι πρεσβεύσατε τόν Πανοικτίρμονα, λίθοι φανέντες τοῦ ἀκρογωνιαίου λίθου, θεηγόροι Ἀπόστολοι Κυρίου» (ωδή η΄ Τριωδίου).

(Θεηγόροι Απόστολοι, επειδή φανήκατε λιθάρια του ακρογωνιαίου λίθου, του Ιησού Χριστού, πρεσβεύσατε στον Πανοικτίρμονα Κύριο να σηκώσει απ’ την καρδιά μου τον βαρύ λίθο που την πλακώνει).  

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ εκκινεί από την πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται πνευματικά: η καρδιά του είναι βαριά σαν να την έχει πλακώσει μία πέτρα! Προφανώς διότι έχει επίγνωση των αμαρτιών του, οι οποίες ως βέλη δηλητηριώδη έχουν καταπληγώσει την ύπαρξή του. Αυτή δεν είναι η αίσθηση κάθε χριστιανού που έχει ανοικτά τα πνευματικά του μάτια για να βλέπει την τραγικότητα της αμαρτίας στην ύπαρξή του; Δεν μπορεί δηλαδή κανείς να αμαρτάνει και να νιώθει καλά. Και χριστιανός να μην είναι, η αμαρτία, κάθε κακό που επιτελεί δηλαδή ο άνθρωπος λόγω, έργω ή διανοία, τον οδηγούν σε κατάσταση κενότητας, θλίψεως, άγχους, στενοχώριας, ψυχικού πνιγμού! Απλώς ο χριστιανός έχει τη δυνατότητα να «διαβάζει» και να εξηγεί τη δύσκολη αυτή κατάσταση. Πολύ περισσότερο όμως να μπορεί να την υπερβαίνει διά της μόνης σωστικής οδού, της μετανοίας.

Κι η εξήγηση αυτή περί του βάρους της αμαρτίας δεν είναι ασφαλώς δική μας. Ο ίδιος πάλι άγιος υμνογράφος την επισημαίνει σε άλλα σημεία των ύμνων του, ιδίως αυτήν την εβδομάδα που διερχόμαστε ενόψει της αναστάσεως του Λαζάρου από τον Κύριο. Για παράδειγμα: «Θανατώθηκα –λέει- από τα πολλά μου πλημμελήματα κι είμαι κλεισμένος στον τάφο της αμέλειας, έχοντας πάνω μου τον λίθο της απόγνωσης. Τον λίθο αυτόν πάρε τον από πάνω μου, Χριστέ, λόγω του ελέους Σου, κι ανάστησέ με, όπως έκανες πριν με τον Λάζαρο» (Δευτέρα, ωδή θ΄). Κι ακόμη: «Τον βαρύτατο λίθο της φοβερής ραθυμίας μου αποκύλισέ τον, Χριστέ, από την ταπεινή μου ψυχή, κι ανάστησέ με από τον τάφο της αναισθησίας, για να μπορώ να σε δοξολογώ, Λόγε του Θεού» (Τετάρτη ωδή η΄).

Στον παραπάνω ύμνο της ημέρας ο άγιος Ιωσήφ πηγαίνει ένα βήμα πέρα τη φωτισμένη σκέψη του: Ο βαρύς λίθος της καρδιάς λόγω της αμαρτίας και της απόγνωσης μπορεί να αρθεί μόνον από τον Κύριο, καθώς όμως βοηθούν σ’ αυτό με τις πρεσβείες τους και οι άγιοι απόστολοι. Ο υμνογράφος δηλαδή ενώ τονίζει τη μοναδικότητα του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου – είναι ο μόνος και απόλυτος Σωτήρας των ανθρώπων που επί του Σταυρού ήρε την αμαρτία σύμπαντος του κόσμου – υπενθυμίζει και την εκκλησιαστικότητα της σωτηρίας: σωζόμαστε μέσα στο Σώμα του Χριστού, «συν πάσι τοις αγίοις». Και πρώτοι από τους αγίους, μετά βεβαίως την Υπεραγία Θεοτόκο, είναι οι άγιοι μαθητές του Κυρίου, οι Απόστολοι και μαθητές Του. Όπως Εκείνος είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της Εκκλησίας, δηλαδή πάνω σ’ Αυτόν κτίσθηκε και υφίσταται η Εκκλησία, άλλοι θεμέλιοι λίθοι είναι οι Απόστολοι.

Κι είναι σημαντική η παρατήρηση ότι ο άγιος Ιωσήφ επιλέγει τον όρο «λίθος», για να αποδώσει και τη εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση της αμαρτίας, αλλά και τη θεραπεία που την υπερνικά. Λίθος η αμαρτία; Λίθος και η θεραπεία! - από τον Χριστό και τους αποστόλους εν Εκκλησία. Μας υπενθυμίζει ο σοφός υμνογράφος μας την παιδαγωγική αρχή που ισχύει πάντοτε, κατεξοχήν δε στην πνευματική ζωή: «ήλον ήλω εκκρούειν» ή αλλιώς «πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται». Το καρφί το κτυπάς με καρφί, τον πάσσαλο επίσης με πάσσαλο. Οπότε, το γνωρίζουμε και διαρκώς το μαθαίνουμε: στο όποιο πρόβλημά μας η λύση βρίσκεται στο αντιστρόφως αντίστοιχο που μας δίνει η πίστη μας. Λιθάρι, για να μείνουμε στο παράδειγμα του ύμνου, η καρδιά μας από τις αμαρτίες μας; Με το λιθάρι Χριστό και το λιθάρι της Εκκλησίας το ξεπερνάμε: ρίχνουμε τις αμαρτίες μας σ’ Εκείνον που τις έσβησε και τις σβήνει αδιάκοπα. Ταλαιπωρούμαστε από πονηρούς λογισμούς; Θεραπευόμαστε από τους ένθεους λογισμούς που καλλιεργεί ο νους μας. Νιώθουμε τη θλίψη να μας καταβάλλει; Την εναποθέτουμε σ’ Εκείνον που είναι η χαρά του κόσμου. Η βλασφημία έρχεται στα χείλη μας ως ξεχείλισμα της οργής μας; Η δοξολογία του Κυρίου με την ορμή της αγάπης μας προς τον συνάνθρωπό μας την καταπραΰνει και τη σβήνει.



ΠΗΓΗ

ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ

 

ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑϊΩΝ

«Θεωρίαν καί πρᾶξιν, ὥσπερ συζεύξαντες, πρός Χριστόν ἱκεσίαν, ἐκπέμψαι σπεύσωμεν· τόν τεθαμμένον ἡμῶν νοῦν, ὡς ἄλλον Λάζαρον νεκρόν, ὅπως ζωώσῃ τῇ αὐτοῦ ἐπιστασίᾳ τῇ φρικτῇ, βαΐα δικαιοσύνης αὐτῷ προσφέρειν καί κράζειν· Εὐλογημένος εἶ ὁ ἐρχόμενος» (κάθισμα ὄρθρου, ἦχος πλ.α΄).

(Ἔχοντας ἑνώσει, κατά κάποιον τρόπο, θεωρία καί πράξη, ἄς σπεύσουμε νά ἱκετέψουμε τόν Χριστό, νά δώσει ζωή μέ τή φοβερή παρουσία Του στόν θαμμένο μας νοῦ, σάν νά εἶναι ἕνας ἄλλος Λάζαρος νεκρός, ὥστε (ἀπό δῶ καί πέρα) νά Τοῦ προσφέρουμε τά βάγια τῆς δικαιοσύνης μας (μέ τή σύμφωνη πρός τό θέλημά Του ζωή μας) καί νά Τοῦ φωνάζουμε δυνατά, Εὐλογημένος εἶσαι Σύ πού ἔρχεσαι - στ’ ὄνομα τοῦ Κυρίου).

Δέν ξέρουμε κατά πόσο χρησιμοποιεῖ τούς ὅρους θεωρία καί πράξη ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μέ τήν πνευματική τους ἔννοια, δηλαδή τήν πράξη ὡς τήν πρακτική ἐξάσκηση τῶν ἀρετῶν καί τή θεωρία ὡς τόν φωτισμό πού δίνει ὁ Θεός ἀπό τήν ἐξάσκηση αὐτή, ἀφοῦ «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασίς ἐστιν», η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία, (πιθανόν αὐτό νά ἔχει ὑπόψη του, δεδομένου ὅτι ὁ νοῦς μπορεῖ νά βρίσκεται σέ κατάσταση ὑπνώττουσα, τήν ὥρα πού ὁ πιστός σέ πρώτη φάση ἀσκεῖ τίς ἀρετές πρός κάθαρσή του ἀπό τίς ἡδονές), ἤ ἄν παίρνει ὡς βάση τό γεγονός τῆς ἀνάστασης τοῦ νεκροῦ Λαζάρου ἀπό τόν Κύριο στή Βηθανία (θεωρία), προκειμένου νά τό δεῖ σέ σχέση μέ τή ζωή τή δική μας (πράξη). Εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς ὅμως τί μᾶς λέει; Νά ἱκετέψουμε τόν Κύριο, ὅπως τότε πού ἦλθε κι ἀνέστησε τόν Λάζαρο, ἔτσι νά κάνει καί σέ μᾶς, γιατί καί ὁ δικός μας νοῦς, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς μας ὕπαρξης, κεῖται θαμμένος καί νεκρός σάν ἄλλος Λάζαρος, λόγω βεβαίως τῆς ἄγνοιας καί τῶν ἁμαρτιῶν μας. Προϋποτίθεται στή σκέψη τοῦ ὑμνογράφου μας ὅτι ἡ ἁμαρτία νεκρώνει δυστυχῶς τό πνευματικό μας ὄμμα, τόν νοῦ μας, καί ἡ ἐκ νέου ζώωσή του, ἡ ἀνάστασή του, δέν μπορεῖ νά συμβεῖ παρά μόνον μέ τήν παντοδύναμη ἐνέργεια τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος μόνον ἔχει τή δύναμη νά διοχετεύσει ζωή στήν ἄβυσσο τοῦ Ἅδη μας καί νά μᾶς δώσει μετάνοια, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τήν ἀνάσταση τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Ποιό θά εἶναι τό σημεῖο ὅτι ὄντως ἀνέστη ὁ νοῦς μας; Ἀφενός ἡ σύμφωνη μέ τό ἅγιο θέλημά Του ζωή μας μέ τούς κραδασμούς τῶν βαΐων τῆς χαρᾶς μας, ἀφετέρου ἡ δοξολογική κραυγή μας γιά τή συγκατάβασή Του νά ἔλθει καί νά ἔρχεται πάντοτε μέσα στά ὅρια καί τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς.



ΠΗΓΗ