Ἑορτάσαμε τοὺς Ἁγίους Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ., οἱ ὁποῖοι κατετρόπωσαν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Ἐπρόκειτο γιὰ πάρα πολὺ ἐπικίνδυνη ἐπιβουλὴ κατὰ τῆς πίστεως στὴν Θεότητα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἔπληττε τὸ Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ βέβαια ἀποστεροῦσε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν δυνατότητα τῆς σωτηρίας.
Ὅλος ὁ πόλεμος τοῦ Σατανᾶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἕνα σκοπό: νὰ χωρίσει τὴν Θεότητα ἀπὸ τὸν Χριστό, νὰ μὴ θεωρεῖται ὁ Χριστὸς Θεάνθρωπος, νὰ ἀποχωρίσει τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἀπὸ τὴν ὕλη, γιὰ νὰ κυριαρχήσει αὐτὸς ὁ μιαρὸς καὶ παγκάκιστος. Ἐπιθυμεῖ μὲ αὐθάδεια καὶ ἀθεοφοβία νὰ πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, δὲν εἶναι Θεάνθρωπος, Σωτῆρας καὶ Λυτρωτής, ἀλλὰ κτίσμα, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ νικήσει τὸ κακό, ἀλλὰ ποὺ νικήθηκε καὶ πέθανε ἄδοξα, χωρὶς Φῶς, Ζωὴ καὶ Ἀνάσταση.
Γιὰ νὰ πετύχει αὐτό, ξεσηκώνει πολέμους φοβεροὺς κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ κατὰ τοῦ ἁγίου Σώματός Του, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Του. Οἱ ἀρχικοὶ πόλεμοι ἦταν οἱ διωγμοὶ κατὰ τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, καὶ ἀργότερα καὶ μέχρι πρόσφατα ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, τοὺς ἀλλοπίστους καὶ τοὺς ἀθεϊστές. Ἦταν πόλεμοι ἐξωτερικοί. Ὅλοι οἱ πολέμιοι πάσχιζαν νὰ θανατώνουν τοὺς Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, καθιστῶντας τους Μάρτυρες, γιὰ νὰ παύσει δῆθεν τὸ Ὄνομα καὶ ἡ Πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλ’ εἰς μάτην ἐκοπίαζαν οἱ ματαιόφρονες Θεομάχοι καὶ Χριστομάχοι, διότι ἡ Πίστη δυνάμωνε καὶ ἐξαπλωνόταν καὶ στὸ τέλος πάντοτε ὑπερίσχυε.
Ὁ πόλεμος τοῦ διαβόλου ἐντάθηκε καὶ ἐξελίχθηκε μέσῳ τῶν αἱρέσεων. Αὐτὲς στοχεύουν νὰ «ἀποκτείνουν» ἄν εἶναι δυνατὸν αὐτὸν τοῦτον τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό! Εἴτε ὡς πρὸς τὴν τέλεια Θεότητά Του, εἴτε ὡς πρὸς τὴν τέλεια Ἀνθρωπότητά Του, εἴτε ὡς πρὸς τὸν τρόπο ἑνώσεως τῶν δύο Φύσεών Του στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, εἴτε ὡς πρὸς τὸν ἐξεικονισμό Του, εἴτε ὡς πρὸς τὴν διδασκαλία καὶ τὸ σωτήριο ἔργο Του, εἴτε ὡς πρὸς τὴν ἁγία Ἐκκλησία Του.
Ὁ Ἰουδαιόφρων Ἄρειος εἶχε ὡς βασικὴ ἰδέα ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ἀλλ’ ὅτι ἀποτελεῖ πρωταρχικὸ δημιούργημα/κτίσμα τοῦ Θεοῦ («ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν»), ὥστε νὰ δημιουργήσει πλέον ὁ Λόγος τὸν κόσμο καὶ νὰ εἶναι ὁ μεσολαβητὴς μεταξὺ Θεοῦ καὶ κόσμου (Βλ. Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1970, σελ. 135).
Αὐτὸς ὁ διωγμὸς ἦταν μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους: ἐκδιωκόταν ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὁ Θεός! Χανόταν ἡ δυνατότητα σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου!
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ συγκληθεῖσα ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Νίκαια τὸ 325 διατύπωσε τὴν ἀρχαία πίστη καὶ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως (τὸ «Πιστεύω»), ἰδίως μὲ τὸν καθοριστικὸ ὅρο «Ὁμοούσιος» ὡς πρὸς τὴν σχέση Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, γιὰ νὰ δηλώσει τὴν ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ Οὐσίας/Φύσεως Αὐτῶν, παρὰ τὴν διαφορὰ τῶν Προσώπων/Ὑποστάσεων, ἡ ὁποία καθόλου δὲν θίγει καὶ παραβλάπτει τὸ ἑνιαῖον τῆς μιᾶς Θεότητος.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπεκάλυψαν «τὸ μυστήριον τῆς Θεολογίας» καὶ τοῦτο «τρανῶς παρέδωκαν τῇ Ἐκκλησίᾳ»: ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀληθινὸς Θεός, ὁμοούσιος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα, καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ Σωτῆρας, Λυτρωτὴς καὶ Κύριος.
Ὁ Ἀρειανισμὸς εἶναι στὴν οὐσία του σατανισμὸς καὶ ὀρθολογισμός. Ἀποτελεῖ ἀπόπειρα νὰ υἱοθετηθοῦν καὶ ἐφαρμοσθοῦν οἱ μέθοδοι καὶ τὰ μέσα τῆς ἀνθρώπινης φιλοσοφίας, προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ Θεογνωσία. Νὰ τεθεῖ δηλαδὴ ὁ ἀτελὴς καὶ ἐφάμαρτος ἀνθρώπινος νοῦς ὡς μέτρο γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ Θεανθρωπίνου ἔργου τοῦ Χριστοῦ, καὶ οἱ νόμοι τῆς λογικῆς νὰ ὑπερισχύσουν τῶν ὑπερλόγων θείων χαρισματικῶν ἀρχῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τὸ βασικὸ λάθος τῶν Ἀρειανῶν, κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, εἶναι ὅτι ἑρμηνεύουν τὴν Ἁγία Γραφὴ «κατὰ τὸν ἴδιον νοῦν» [κατὰ τὴν δική τους ἀντίληψη] (βλ. «Κατὰ Ἀρειανῶν», Ι, 37), γι’ αὐτὸ καὶ ἔπιπταν σὲ αἵρεση· διότι γιὰ νὰ κατανοήσεις τὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του χρειάζεται πίστη ἀληθινὴ καὶ φωτισμὸς τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ὁ διάβολος, ὡς σκοτεινὸς καὶ πλήρως διεστραμμένος, γεννᾶ τὶς αἱρέσεις τῆς ἀπωλείας, γι’ αὐτὸ καὶ ὅσοι τὶς ἐνστερνίζονται γίνονται «ὅμοιοι» καὶ «φίλοι» του. Οἱ Ἀρειανοί, ὅπως καὶ οἱ κάθε εἴδους αἱρετικοί, ἐπιτελοῦν οὐσιαστικὰ ἔργο Ἀντιχρίστου, γι’ αὐτὸ καὶ λογίζονται ὡς «πρόδρομοί» του (βλ. «Κατὰ Ἀρειανῶν», Ι, 1).
Κατὰ τὸν δέκατο τρίτο Ἀπόστολο Μέγα Ἀθανάσιο, οἱ προϋποθέσεις γιὰ νὰ πιστεύεις ὀρθὰ/ὀρθόδοξα, νὰ κατανοεῖς τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ νὰ ἔχεις ἀληθινὴ Θεογνωσία/Χριστογνωσία εἶναι: βίος ἔντιμος, ψυχὴ καθαρή, κατὰ Χριστὸν ἀρετή, ὅπως καὶ καθαρὸς νοῦς καὶ μίμηση τοῦ βίου τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ (βλ. «Περὶ Ἐνανθρωπήσεως», 57). Ἡ δὲ ἄρνηση τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ ἡ ἀσέβεια σχετικὰ μὲ τὴν θεία Οὐσία Του, θεωρεῖται ἀσυγχώρητη βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (βλ. «Πρὸς Σεραπίωνα Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», Ἐπιστολὴ Δ΄, 12).
Ὁ Ἀρειανισμὸς δὲν ἔχει ταφεῖ, ἀλλὰ διαδόθηκε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἱστορίας, ἰδίως μάλιστα στοὺς τελευταίους αἰῶνες, πάρα πολύ! Δὲν πρόκειται μόνον γιὰ τὴν ἀναβίωση καὶ ἀνανέωσή του μέσῳ τοῦ ἀντιχρίστου Χιλιασμοῦ, ὁ ὁποῖος συνεχίζει νὰ διασπείρεται καὶ στὴν πατρίδα μας καὶ σὲ ὅλο τὸν κόσμο μὲ ζῆλο σατανικό.
Ὁ Νεο-αρειανισμὸς πλέον ἔχει ἐγκαθιδρυθεῖ στὸν θεωρούμενο πολιτισμένο κόσμο μὲ τὰ δῆθεν ἐκπληκτικὰ ἐπιτεύγματα καὶ τὶς προόδους του. Ὁ ἄνθρωπος κυριαρχεῖ ἀλαζονικὰ καὶ ἐξυψώνει τὸν ἑαυτό του, ἀπωθῶντας τὸν Θεάνθρωπο, τὸν Ὁποῖον ἐκδιώκει, ἀντιστρατευόμενος τὴν Παρουσία Του, τὸ Εὐαγγέλιό Του, τὴν ἁγία Ἐκκλησία Του, τὴν Ἀλήθεια καὶ Σωτηρία Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ κύρια τάση σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση: μὲ τὴν φιλοσοφία, τὴν ἐπιστήμη, τὸν πολιτισμὸ (τὴν κουλτούρα), τὴν πολιτική, ἀκόμη καὶ τὴν θρησκεία. Παντοῦ ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς καταβιβάζεται σὲ ἁπλὸ ἄνθρωπο, ποὺ δὲν χρειάζεται καὶ δὲν ἔχει θέση στὴν κοινωνία καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἤ τὸ πολύ, κατ’ ἄκραν οἰκονομίαν, νὰ Τοῦ παραχωρεῖται ἡ ἔσχατη θέση.
Ἀκόμη καὶ οἱ σύχρονες αἱρέσεις κινοῦνται σὲ αὐτὴ τὴν προοπτική. Τόσο ὁ ὀρθολογιστικὸς Προτεσταντισμός, ὁ ὁποῖος οὐσιαστικὰ ἐκ-σαρκώνει τὸν Σαρκωθέντα Θεὸ Λόγο, ὅσο καὶ ὁ Παπισμὸς μὲ τὴν ὅλη διαδρομὴ καὶ πορεία του. Διότι τὸ σύνθημα τῶν χωρὶς Θεὸ διανοουμένων ὅτι «μέτρο πάντων εἶναι ὁ ἄνθρωπος» καὶ ὄχι ὁ Θεάνθρωπος, ἔφθασε στὸ ἀποκορύφωμά του μὲ τὴν Α΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ (1870), ὅταν διατυπώθηκε καὶ διακηρύχθηκε ἐπίσημα τὸ δόγμα τοῦ «Ἀλαθήτου τοῦ Πάπα», καὶ δι’ αὐτοῦ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ ἀνθρώπου γενικῶς! Αὐτὸ εἶναι τὸ κεντρικὸ δόγμα τοῦ Παπισμοῦ, ἡ οὐσία τῆς διαστροφῆς του, τὸ ὁποῖο καὶ ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος (1962-1965) ἐπιβεβαίωσε ὡς ἀπαραβίαστο καὶ ἀναλλοίωτο!
Τοῦτο ὅμως ἀποτελεῖ ἀναγέννηση τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τοῦ παγανισμοῦ καὶ καταλήγει στὸν διπλὸ θάνατο, τὸν πνευματικὸ καὶ φυσικό. Ἀποτελεῖ αἵρεση αἱρέσεων, δηλαδὴ παναίρεση. Φρικτὴ ἐξορία τοῦ Κυρίου, προδοσία καὶ Σταύρωσή Του! (βλ. Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, σελ. 150, 159).
Ὁ «Βικάριος» (τοποτηρητὴς) τοῦ Χριστοῦ, ὁ Πάπας, κατέχει πλέον τὴν θέση τοῦ Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖον «ἐξόρισε» στὸν Οὐρανὸ ὡς ἰδιόμορφος παντοκράτορας! Αὐτὴ ἡ διαβολικῆς ἐμπνεύσεως καὶ ἀρειανικῆς φύσεως πτώση τοῦ Πάπα ἔγκειται στὴν ἐπιθυμία του νὰ ἀντικαταστήσει τὸν Θεάνθρωπο μὲ τὸν ἄνθρωπο, δηλώνοντας τὴν χρεωκοπία καὶ τὸν μηδενισμό του (βλ. Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, σελ. 157-158).
Οἱ δὲ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὲς ὄχι μόνον δὲν καταγγέλλουν δυναμικῶς καὶ δὲν ἀπαρνοῦνται ἀποφασιστικῶς τὴν συμπόρευση μὲ αὐτὲς τὶς ἐκτρωματικὲς καταστάσεις, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐπενδύουν μάλιστα μὲ ψευδο-αναγνωρίσεις, πρωτοστατοῦντος τοῦ Νεοπαπιστικῆς νοοτροπίας Φαναρίου καὶ συνδραμούσης τῆς ἡγεμονιστικῆς Μόσχας, ὥστε νὰ καθίστανται οἰκτροὶ συνένοχοι στὴν ἀποστατικὴ αὐτὴ ἔκπτωση.
Ἐν τούτοις, μόνο στὸν Θεάνθρωπο καὶ μέσῳ τοῦ Θεανθρώπου μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος νὰ γίνει ἀληθινός, τέλειος καὶ πλήρης Ἄνθρωπος. Μόνον στὴν ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Του, «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» (Ἐφ. γ΄ 18), δύναται νὰ φθάσει «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ΄ 13). Στὸν Θεάνθρωπο «κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς» (Κολ. β΄ 9-10), ὥστε νὰ μπορεῖ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῆς Πίστεως καὶ τῆς Ἀγάπης καὶ γενικῶς διὰ τῶν ἁγίων Ἀρετῶν καὶ τῶν θείων Μυστηρίων, νὰ γεμίσει μὲ τὸ πλήρωμα αὐτὸ τῆς Θεότητος.
Στὴν ἁγία Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κάθε πιστὸ μέλος δύναται νὰ καταστεῖ «σύσσωμο» τοῦ Θεανθρώπου (Ἐφ. γ΄ 6), καὶ μάλιστα εἰδικῶς καὶ κυρίως μὲ τὸ ὑπερφυὲς Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Κοινωνῶντας τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, κοινωνοῦμε ὁλόκληρο τὸν Χριστό, σῶμα, αἷμα, ψυχὴ καὶ Θεότητα (ἄκτιστες ἐνέργειες), κοινωνοῦμε ὁλόκληρο τὸν Θεάνθρωπο. Πρόκειται γιὰ τὸ Μυστήριο τῆς ὑπερτάτης Ἀγάπης καὶ τοῦ Ἐλέους τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, ὥστε γενόμενος ἄνθρωπος νὰ θυσιασθεῖ στὸν Σταυρό, γιὰ νὰ μᾶς προσφέρεται ἔπειτα ὡς τροφὴ καὶ τρυφή, νὰ ἑνώνεται μαζί μας κι ἐμεῖς μαζί Του, καὶ νὰ μᾶς μεταδίδει ζωὴ αἰώνια.
Ἐκτὸς τοῦ Θεανθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας/μετοχῆς μαζί Του, δὲν ὑπάρχει κατ’ οὐσίαν ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὑπάνθρωπος, ἡμιάνθρωπος, ἀπάνθρωπος, ἀγριάνθρωπος, μὴ ἄνθρωπος, δοῦλος καὶ αἰχμάλωτος τοῦ θανάτου, τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου, καὶ ἄρα διαβολοειδὴς ἄνθρωπος.
Ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὑψηλοφροσύνη χώρισε τὸν Σατανᾶ ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε νὰ τὸν καταστήσει τελείως ξένο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐχθρὸ ἀδυσώπητο. Ἔκτοτε, ὅσοι κάνουν τὸ ἴδιο στὴν αὐταπάτη τῆς ἁμαρτίας, δὲν ἐπιθυμοῦν τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἐγκλωβισμὸ στὸν ἑαυτό τους. Τὸ νὰ μὴν θέλει κανεὶς τὸν Θεὸ μέσα του, νὰ εἶναι τελείως κλειστὸς ἔναντί Του καὶ σὲ ὅ,τι εἶναι τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ἄκρατο ἐγωϊσμὸ καὶ φιλαυτία, ποὺ συνιστᾶ τὴν κόλαση, καὶ ἐδῶ καὶ στὴν αἰωνιότητα (βλ. Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, σελ. 152-153).
Διέξοδος καὶ φάρμακο εἶναι ἡ Μετάνοια: ἡ θεραπεία ἀπὸ κάθε διαβολική, ἀλαζονική, αἱρετικὴ ἁμαρτία. Ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος ἐνώπιον τοῦ Γλυκυτάτου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ προσευχητικὴ ἔκφραση τούτου μὲ τὴν βαθειὰ ταπεινοφροσύνη. Ἡ ἀνάθεση τῆς ἐλπίδος μας καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης μας στὸν θεανθρώπινο νοῦ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν «νοῦν Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. β΄ 16).
Στὶς ἡμέρες μας ὁ Νεο-αρειανισμὸς ἔκανε πάρα πολὺ αἰσθητὴ τὴν παρουσία του μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ. Ἐξ αἰτίας τούτου καὶ μὲ τὸ σκεπτικὸ τῆς διαφυλάξεως τῆς ὑγείας τῶν ἀνθρώπων, ἐλήφθησαν πρωτοφανῆ μέτρα ἀπὸ τὴν Πολιτεία καὶ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ἐπίκληση τοῦ «δικαίου τῆς ἀνάγκης», γιὰ ἀναστολὴ τῆς λειτουργίας της καὶ τὴν δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου προφανῆ καταπάτηση θεμελιωδῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καὶ θρησκευτικῶν ἐλευθεριῶν τῶν πολιτῶν. Ἡ κατάσταση αὐτὴ δημιούργησε δικαίως τὴν αἴσθηση ἐμμέσου ἤ καὶ ἀμέσου διωγμοῦ κατὰ τοῦ πνευματικοῦ Ἰατρείου τῆς ἀνθρωπότητος, τῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀντιμετωπίσθηκε ὄχι ὡς Σῶμα τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, ἀλλ’ ὡς ἕνας ἀνθρώπινος ὀργανισμὸς ἀπογυμνωμένος ἀπὸ τὴν θεία Παρουσία.
Τὸ πιὸ φοβερὸ ἦταν, ὅτι τοῦτο ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ γιὰ μία ἄνευ προηγουμένου ἐπίθεση σὲ αὐτὸ τοῦτο τὸ Μυστήριο τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ΕΙΝΑΙ καὶ τὴν ταυτότητά της, τὴν Θεία Κοινωνία, ὅπως καὶ στὸν τρόπο μεταδόσεώς της, ἀπὸ ὅλους ὅσοι ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὶς Νεο-αρειανικὲς τάσεις χωρισμοῦ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Θεότητά Του. Τὸ περιεχόμενο τοῦ ἁγίου Ποτηρίου, τὰ φρικτὰ καὶ τίμια Δῶρα, θεωρήθηκαν βλάσφημα ὡς «ἑστία καὶ πηγὴ κινδύνου, μολύνσεως καὶ θανάτου», καὶ ὑποστηρίχθηκε ἀσεβέστατα καὶ προκλητικότατα ὅτι αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν ἀποκλειστικότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρὸς τὴν μετάδοσή τους, ἀλλὰ ἀποτελοῦν «ἀποκλειστικὰ κοινωνικὴ εὐθύνη γιὰ τὴν μὴ ἐξάπλωση τοῦ ἰοῦ καὶ τὴν προστασία τῶν πολιτῶν»! Ἤ ὅτι δὲν εἶναι «θρησκευτικὰ θέματα, ἀλλὰ καθαρὰ ἐπιστημονικά»! Ὅτι δῆθεν κινδυνεύουμε ἀπὸ «θρησκευτικὲς ἰδεοληψίες»! Γι’ αὐτὸ καὶ ἔγιναν προτάσεις ἀπὸ παντελῶς ἀσχέτους ἀνθρώπους μὲ τὴν Ἐκκλησία ἤ γιὰ μὴ μετάδοση καὶ ἀπαγόρευση τῶν τιμίων Δώρων, ἤ γιὰ «τροποποίηση τοῦ τελετουργικοῦ». Ἤδη δὲ οἱ ἐπίσημες Οἰκουμενιστικὲς δικαιοδοσίες κινητοποιοῦνται γιὰ νὰ ἐξετάσουν τί νὰ πράξουν, ἐνῶ κάποιοι ἰδίως σὲ χῶρες τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἐφαρμόζουν μεθόδους πλήρως ἀπαράδεκτες, ἀντιπαραδοσιακές, ἐπικίνδυνες ἕως καὶ βλάσφημες.
Περιττόν νὰ θυμίσουμε ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία δίδεται μόνον στὰ ζωντανὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα πιστεύουν βαθύτατα καὶ προετοιμάζονται μὲ βαθιὰ ἐπίγνωση, προσερχόμενα στὴν Πηγὴ τῆς Ζωῆς μὲ πίστη καὶ πόθο, γιὰ νὰ λάβουν «ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον». Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι καὶ νὰ προσήρχοντο, θὰ «ἐκαίοντο». Ἄς μὴ στενοχωροῦνται λοιπὸν οἱ «νεκροὶ» γιὰ τοὺς ζωντανοὺς ἐν Θεῶ, καὶ ἄς φροντίσουν νὰ θάπτουν ἁπλῶς τοὺς νεκρούς τους (βλ. Ματθ. η΄ 22, Λουκ. θ΄ 60), ἀφοῦ οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι ἐκτὸς Ζωῆς. Μὲ αὐτὰ ποὺ γράφουμε δὲν ἀρνούμαστε τὴν ἰατρική, τοὺς κινδύνους, τὶς ἐπαινετὲς προσπάθειες προλήψεως ἀσθενειῶν καὶ θεραπείας τῶν ἀσθενῶν, ἀλλὰ ψέγουμε τὸ φαινόμενο ὁρισμοῦ καὶ διακανονισμοῦ τῶν θεμάτων Πίστεως καὶ Λατρείας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ παραβιάζουν τὰ διακριτὰ ὅρια, ὅποιοι καὶ ἄν εἶναι αὐτοί, ὅποιους τίτλους ἤ θέσεις καὶ ἄν κατέχουν.
Ὅλες οἱ ἀπαράδεκτες δηλώσεις ἤ καὶ ἐνέργειες σχετικὰ μὲ τὰ θέματα αὐτὰ τὸ τελευταῖο διάστημα, ἀποκαλύπτουν μία ἰδιότυπη, ἀλλ’ ὅμως ἀπροκάλυπτη ἀρειανικὴ στάση. Ἀπὸ πειρασμικῆς ἐμπνεύσεως ἀπιστία καὶ ἀθεΐα χωρίζεται ἡ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητά Του, τὸ δὲ ἅγιο Σῶμα Του, ἡ Ἐκκλησία, ἐξομοιώνεται μὲ κάθε ἄλλον ἀνθρώπινο ὀργανισμό, ἀκόμη καὶ θρησκευτικῆς μορφῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ποικίλης φύσεως καὶ προελεύσεως Νεο-αρειανιστὲς τρέμουν καὶ μόνον στὴν ἰδέα αὐτῶν ποὺ ἀληθινὰ πιστεύουν καὶ ἀσκοῦν τὴν πίστη τους ἐνσυνείδητα μὲ τὴν αὐτονόητη συμμετοχή τους στὰ ἅγια Μυστήρια. Καὶ δόξα τῷ Θεῷ ποὺ εἴχαμε ἀπρόσμενες δημόσιες Ὁμολογίες Πίστεως ἀπὸ ἀνθρώπους ἀκόμη καὶ τοῦ «κοσμικοῦ χώρου», ποὺ δὲν τὸ περιμέναμε, μαζὶ μὲ ἐκεῖνες ἀπὸ εἰδήμονες τῆς ἰατρικῆς καὶ ἄλλων ἐπιστημονικῶν κλάδων. Ὅλοι αὐτοὶ ἀποτέλεσαν τὸ ἀνάχωμα στὴν διαβολικὴ ἀρειανικὴ ἔκπτωση ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι βάλθηκαν νὰ ξεθεμελιώσουν κάθε ἱερὸ καὶ ὅσιο καὶ νὰ ἐνσπείρουν μὲ τὴν ἀσχετοσύνη τους κάθε εἴδους θανατηφόρους ἰοὺς στὸν λαὸ ἀπιστίας, ἀγνωστικισμοῦ, ἀνελευθερίας καὶ ἀπελπισίας.
Ὅμως, ἄς μάθουν οἱ πάντες ὅτι ἀκόμη καὶ σὲ καιρὸ πανδημίας, δὲν εἶναι δυνατὸ καὶ ἀποδεκτὸ νὰ μὴν ἰσχύει ἡ ἐλεύθερη μετάβαση καὶ πρόσβαση στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν τήρηση ἔστω κάποιων ἀπαραιτήτων μέτρων ὑγιεινῆς γιὰ τὴν ἀποφυγὴ μάλιστα συνωστισμοῦ, πρὸς συμμετοχὴν στὴν θεία Λατρεία καὶ μάλιστα στὴν Θεία Λειτουργία καὶ λήψη τοῦ μεγίστου Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας μὲ τὸν καθιερωμένο παραδοσιακὸ τρόπο. Αὐτὸς ὁ βεβαιωμένος καὶ πιστοποιημένος ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ τὴν βοῶσα πραγματικότητα γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ ἀποτελεσματικότητά του τρόπος, φανερώνει καὶ αἰσθητοποιεῖ τὴν ἀληθινὴ κοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὅπως καὶ πιστῶν μεταξύ τους καὶ μὲ τὴν κτίση ὁλόκληρη. Στὴν θεία αὐτὴ λειτουργικὴ πανδαισία ἑνώνονται καὶ ἀναμειγνύονται οὐράνια καὶ ἐπίγεια· στὴν πασχάλια αὐτὴ εὐφροσύνη χορεύει ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανός, τὰ πάντα περιλούονται καὶ καταυγάζονται ἀπὸ τὸ Φῶς τῆς θείας Χάριτος τὸ τερπνὸν καὶ ἱλαρόν, οἱ ψυχὲς γεύονται τὰ ἐπουράνια, οἱ κεκοιμημένοι χαίρονται τὴν ἐν Πνεύματι κοινωνία, οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ Ἄγγελοι συμπανηγυρίζουν καὶ τὰ σύμπαντα προγεύονται τὴν ἐν Χριστῶ ἐλευθερία τῆς καινῆς κτίσεως.
Ὅσοι δὲν ζοῦν, δὲν νιώθουν καὶ δὲν κατανοοῦν αὐτὸν τὸν πνευματικὸ κραδασμὸ τῶν πιστῶν ψυχῶν, ὅσοι δὲν ὑποπτεύονται αὐτὴ τὴν οὐρανοποίηση τοῦ πνεύματος καὶ αὐτὸ τὸ οὐρανο-γήϊνο πλήρωμα ζωῆς ἀκαταλύτου, ἀλλὰ διέπονται ἀπὸ Νεο-αρειανικὴ νοοτροπία, ἀπὸ στεγνὸ καὶ ἄψυχο οὐμανισμό, πιθανὸν νὰ θεωροῦν ὅλα τὰ ἀνωτέρω «μεταφυσικὸ παραλήρημα»· γι’ αὐτὸ καὶ δίνουν τὴν ἄμεση ἔμφαση καὶ προτεραιότητα, ἀκόμη καὶ σὲ καιρὸ πανδημίας, στὴν λειτουργία τῶν ὑπεραγορῶν (super market), τῶν τραπεζῶν, τῶν κομμωτηρίων, τῆς διακινήσεως καὶ διανομῆς ἑτοίμων τροφίμων καὶ προϊόντων κ.λπ.. Σὲ αὐτὰ δὲν βλέπουν οὔτε αἰσθάνονται κίνδυνο, διότι ἐκεῖ κατὰ τὴν γνώμη τους περιορίζεται βασικῶς ἡ ζωή, ἀφοῦ ἔτσι διασφαλίζεται βιολογικὰ/φυσικὰ ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἡ ὁποία μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ παρατείνει κάπως τὴν φασματική της ψευδο-ύπαρξη. Στὸν δὲ Ναὸ τοῦ ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπου ἡ Χάρις καινουργεῖ καὶ ἱερουργεῖ τὸ ἐκπληκτικὸ Μυστήριο τῆς ὄντως Ζωῆς, τῆς αἰωνίου καὶ ἀθανάτου, βλέπουν κίνδυνο γιὰ τὴν δημόσια ὑγεία, φανερώνοντας τὴν πνευματική τους ἔνδεια καὶ τύφλωση καὶ τὴν θλιβερὴ ὑποδούλωσή τους στὰ δεσμὰ τοῦ τυράννου διαβόλου.
Οἱ πραγματικοὶ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ ὁμολογοῦμε αὐτὸ ποὺ πάντοτε ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας βίωνε, αὐτὸ ποὺ οἱ Ἅγιοι Πατέρες πιστοποιοῦσαν, αὐτὸ ποὺ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες σφράγιζαν μὲ τὸ αἷμα τους: τὴν Θεότητα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας Του, τὴν ἀναγκαιότητα τῆς κοινῆς λατρείας στὸν ἅγιο Οἶκο Του, τὴν σωστικότητα τῶν θείων Μυστηρίων Του καὶ μάλιστα τῆς εὐχαριστιακῆς μετοχῆς στὴν θεία Ζωή.
Καὶ θὰ ἐξακολουθήσουμε ἕως τέλους, χάριτι Θεοῦ, νὰ ἐπιτελοῦμε καὶ ἀσκοῦμε τὴν πίστη μας μὲ κάθε κόστος καὶ κάθε θυσία· εἴτε ἀνοικτὰ καὶ φανερά, εἴτε κρυπτὰ σὲ περίπτωση ποὺ μᾶς ἐμποδίζουν· εἴτε στὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, στοὺς Ναούς μας, εἴτε ὑπὸ τὴν γῆν, στὶς Κατακόμβες· εἴτε ἀναγνωρίζουν τὴν ἐλευθερία καὶ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματά μας, εἴτε ὄχι. Ὁ θνησιγενὴς Νεο-αρειανισμὸς κάθε μορφῆς ἀπορρίπτεται καὶ καταδικάζεται, ὡς καταδικασμένος, ἡ δὲ Ὀρθοδοξία μας διακηρύσσεται, ζεῖ καὶ νικᾶ, διότι ἀποτελεῖ τὸ Σῶμα Αὐτοῦ ποὺ «ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκαλ. στ΄ 2)!…
+Ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος ΚΛΗΜΗΣ