Ἄγνωστος ὁ χρόνος παρουσίας τοῦ ̓Αντιχρίστου. Ο Αντίχριστος θὰ ἔλθῃ
ὀλίγον πρὸ τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου «πρὸ τοῦ Χριστοῦ ὁ
̓Αντίχριστος ἔρχεται»[1].
Μετὰ δὲ τὴν ἔλευσιν τούτου θὰ ἀκολουθήσῃ ἡ δευτέρα τοῦ Χριστοῦ παρουσία, καθ ̓
ἣν θὰ καταργηθῇ ὁ ̓Αντίχριστος ὑπὸ τοῦ Κυρίου, «τῇ ἐπιφανείᾳ τῆς
παρουσίας αὐτοῦ»[2].
«Ὁ γὰρ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐρχόμενος ἀνελεῖ αὐτόν»[3].
Διὰ τοῦτο δὲν πρόκειται νὰ γίνῃ ἡ ἔνδοξος παρουσία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ἐὰν δὲν ἔλθῃ προηγουμένως ἐκεῖνος ὁ ἄνομος, ἐὰν δὲν «ἀποκαλυφθῇ ὁ
ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ὁ ἀντικείμενος καὶ ὑπεραιρόμενος
ἐπὶ πάντα λεγόμενον Θεὸν ἢ σέβασμα»[4].
Ἡ μὲν λοιπὸν κατάλυσις τοῦ ̓Αντιχρίστου συμπίπτει πρὸς τὴν παρουσίαν τοῦ
Κυρίου, ἡ δὲ ἔλευσις αὐτοῦ θὰ γίνῃ ὀλίγον πρὸ ταύτης. Τὰ δὲ λεγόμενα, ὅτι ἡ
ἐμφάνισις τοῦ ̓Αντιχρίστου τοποθετεῖται «λίγο πρὶν τὴν χιλιετία κι ἡ
καταστροφή του θὰ συμπέσῃ μὲ τὴν πτώση τῶν σατανικῶν καθεστώτων», εἶναι
αὐθαίρετα καὶ παντελῶς πεπλανημένα.
̓Αλλ' ὅμως ὁ χρόνος τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου εἶναι ἄγνωστος.
«Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὥρας οὐδεὶς οἶδεν», εἶπεν ὁ Κύριος[5],
εἰ μὴ μόνον ὁ Θεός. Όπως λοιπὸν ὁ χρόνος τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου παρουσίας τοῦ
Κυρίου είναι σεσιγημένον μυστήριον, οὕτω καὶ ὁ καιρὸς τῆς ὀλίγον πρὸ ταύτης
ἐλεύσεως τοῦ ̓Αντιχρίστου δὲν εἶναι γνωστός[6].
Δὲν γνωρίζομεν, λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων πότε θὰ ἔλθῃ ὁ ̓
Αντίχριστος καὶ πότε θὰ συμβοῦν τὰ δεινά, τὰ ὁποῖα θὰ ἀκολουθήσουν τὴν
παρουσίαν του ἐπὶ τῆς γῆς. «Καὶ εἴτε ἐπὶ σοῦ γίνεται»[7],
λέγει ὁ ἅγιος πατήρ, «οὐκ οἴδαμεν, εἴτε μετὰ σὲ γίνεται, οὐκ οἴδαμεν»[8].
Ὄχι δὲ μόνον οἱ ἐπὶ γῆς ἀγνοοῦμεν τὸν ἀκριβῆ χρόνον τῆς ἐμφανίσεως τοῦ ̓
Ανόμου, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄγγελοι[9]
καὶ οἱ Ἅγιοι ἐν τῷ οὐρανῷ, καθ ̓ ὅτι οὔτε εἰς αὐτοὺς εἶναι γνωστὴ ἡ ἡμέρα καὶ
ὥρα τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου, ὡς μανθάνομεν ἐκ τῆς ̓Αποκαλύψεως. Διότι,
ὅταν αἱ ψυχαὶ τῶν πεπελεκισμένων διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦ
Θεοῦ»[10]
«ἔκραξαν φωνῇ μεγάλη λέγοντες· ἕως πότε, ὁ Δεσπότης ὁ ἅγιος καὶ ὁ ἀληθινός, οὐ
κρίνεις καὶ ἐκδικεῖς τὸ αἷμα ἡμῶν ἐκ τῶν κατοικούντων ἐπὶ τῆς γῆς;»[11]
δὲν ἐδόθη ἀπάντησις εἰς τὸ «πότε», ἀλλ ̓ «ἐδόθη αὐτοῖς ἑκάστῳ στολὴ λευκὴ καὶ
ἐρρέθη αὐτοῖς, ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον μικρόν...»[12].
Ἰδοὺ διατὶ ὑπολογισμοί, γενόμενοι παλαιότερον περὶ τοῦ χρόνου τοῦ
Αντιχρίστου, ἠστόχησαν. Ὡς π.χ. τὰ λεγόμενα παρὰ τοῦ Ἱππολύτου, βάσει τῶν
προφητειῶν τοῦ Δανιήλ, ὅτι ὁ ̓Αντίχριστος ἐπρόκειτο νὰ φανῇ περὶ τὸ μέσον
τῆς πρώτης μ.Χ. χιλιετηρίδος, μετὰ τὴν κοσμοκρατορίαν τῶν Ρωμαίων[13].
Ἡ μὲν πρόρρησις περὶ τέλους τῆς ρωμαϊκῆς ἐξουσίας ἐπηλήθευσεν, ἀλλὰ τὰ λεγόμενα
περὶ καιροῦ τοῦ ̓Ανόμου ἠστόχησαν, «ὡς ἀπόφασις ἀνθρωπίνης ἀγνοίας, ἀλλ ̓
οὐκ ἐπινοίας τῆς ἄνωθεν»[14].
Οὕτως ἀδήλων ὄντων τῶν πραγμάτων, δέον ὅπως μὴ πολυπραγμονῶμεν περὶ τοῦ χρόνου
τῆς παρουσίας τοῦ ̓Αντιχρίστου, ἀλλὰ νὰ προασφαλίζωμεν ἑαυτούς[15].
[1] .Χρυσοστόμου, PG. 49, 413. 141. Β' Θεσ. δ' 8.
[2] Β' Θεσ. 6' 8
[3] Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 35,
[4] Β' Θεσ. 6' 3-4.
[5] Ματθ. κδ'
36. «Διὰ τὴν ἡμέραν
δὲ ἐκείνην καὶ τὴν ὥραν κανεὶς δὲν γνωρίζει τίποτε, οὔτε οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν,
παρά μόνον ὁ Πατήρ μου». Μὲ τὴν δήλωσιν «οὔτε οἱ ἄγγελοι» τοὺς ἀπεστόμωσεν, ὥστε
νὰ μὴ ζητήσουν να μάθουν ὅ,τι δὲν γνωρίζουν ἐκεῖνοι, λέγων δὲ «οὔτε ὁ Υἱὸς» τοὺς
ἐμποδίζει ὄχι μόνον νὰ μάθουν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐρευνοῦν. Οτι δὲ δι' αὐτὸ τὸ εἶπε,
βλέπε πῶς τοὺς ἀπεστόμωσε καλύτερα μετὰ τὴν ἀνάστασιν, ὅταν τοὺς εἶδε νὰ
γίνωνται περισσότερον περίεργοι. Διότι τώρα μὲν τοὺς ἀνέφερε πολλὰ καὶ διάφορα
τεκμήρια, τότε δὲ τοὺς εἶπεν ἁπλῶς· «δὲν εἶναι ἰδική σας ὑπόθεσις νὰ γνωρίζετε
τοὺς χρόνους ἢ τοὺς καιρούς». Ἔπειτα, διὰ νὰ μὴ εἴπουν ὅτι παρεμελήθημεν,
περιεφρονήθημεν, οὔτε αὐτοῦ δὲν εἴμεθα ἄξιοι, λέγει· «τοὺς ὁποίους ὥρισεν ὁ
Πατήρ κατὰ τὴν ἰδικήν του ἐξουσίαν». Διότι ἐφρόντιζε πάρα πολὺ νὰ τοὺς τιμᾷ καὶ
νὰ μὴ τοὺς ἀποκρύπτῃ τίποτε. Διὰ τοῦτο αὐτὸ τὸ ἀφήνει εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ
Πατρός, ἀφ' ἑνὸς διὰ νὰ κάμῃ τὸ πρᾶγμα φοβερόν, καὶ ἀφ ̓ ἑτέρου νὰ ἀποκλείσῃ ἐκείνους
νὰ πληροφορηθοῦν αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη» (Ι. Χρυσοστόμου, ΕΠΕ. 12, 45-47).
«Ἀλλά δή καί συμφερόντως ἀπέκρυψεν ὁ Θεός τὴν συντέλειαν τοῦ βίου, εἴτε τὴν καθολικὴν εἴτε τὴν ἑνὸς ἑκάστου, ἵνα ὡς ἀδήλου ὄντος τοῦ τέλους, ἀεὶ ἀγωνιζώμεθα, προσδοκῶντες αὐτὸ καὶ φοβούμενοι μὴ ἀνετοίμοις ἐπιστῇ». (Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, P.G. 123, 641 C).
[6] Μ. Φωτίου, PG. 103, 673.
[7] Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, ΒΕΠΕΣ, 39, 190.
[8] Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, ΒΕΠΕΣ, 39, 190.
[9] Ματθ. κδ' 36.
[10] Αποκ. κ' 4.
[11] Αποκ. στ΄ 10.
[12] Αποκ. στ' 11.
[13] Ιππολύτου, ΒΕΠΕΣ, 6, 88-89
[14] Μ. Φωτίου, PG. 103, 673.
[15] Κυρίλλου Ιεροσολύμων, ΒΕΠΕΣ, 39, 190.