Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου Θεολόγου – Καθηγητού στην Romfea.gr
(Γιατί ευτυχούν ασεβείς και δυστυχούν ευσεβείς;)
Ένας από τους συνηθέστερους διαχρονικούς σκανδαλισμούς των πιστών, αλλά και σύνηθες επιχείρημα των χριστιανομάχων, είναι η διαπίστωση ότι πολλοί ασεβείς άνθρωποι ευτυχούν, ευημερούν, σε αντίθεση με πολλούς δικαίους και ευσεβείς οι οποίοι δυστυχούν.
Μάλιστα ο σκανδαλισμός αυτός θέτει σε δοκιμασία την πίστη πολλών, αν τελικά ο Θεός είναι πράγματι δίκαιος και γιατί ανέχεται αυτή την αδικία.
Πρόκειται για ένα πανάρχαιο πρόβλημα, το οποίο απασχολεί τον άνθρωπο από το απώτερο παρελθόν και ορίζεται ως «θεοδικία».
Είναι φιλοσοφικός και συγχρόνως θεολογικός όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Γερμανό φιλόσοφο Λάιμπνιτς (Gottfried von Leibniz) (1646-1716), για να προσδιορίσει τη φιλοσοφική - θεολογική συζήτηση περί του πώς συμβιβάζεται η ύπαρξη του κακού στο διηνεκές στον κόσμο με την πανσοφία, παναγαθότητα, παντοδυναμία και δικαιοσύνη του Θεού.
Τίθενται από πολλούς τα ερωτήματα: Γιατί οι δίκαιοι δοκιμάζονται και υποφέρουν και οι άδικοι ευημερούν; Γιατί οι δίκαιοι να υποφέρουν; Πως γίνεται, ο Θεός της αγάπης να επιτρέπει τις δοκιμασίες των δικαίων και να ανέχεται την ευτυχία των αδίκων και αμετανόητων αμαρτωλών; Ως που φτάνει η αγάπη του Θεού; Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απάντηση.
Το πρόβλημα της θεοδικίας απαντάται συχνά στην Παλαιά Διαθήκη, όπου οι ιεροί συγγραφείς, προκειμένου να προβάλλουν την απόλυτη αγαθότητα και την δικαιοσύνη του Θεού, προβληματίζονται για την, συχνά «αναίτια» δοκιμασία των ευσεβών και για την ευημερία των ασεβών, των απίστων και αδίκων.
Ο Προφήτης Ιερεμίας ρωτάει με απορία τον Θεό σχετικά με το θέμα της καλοτυχίας των ασεβών, ομολογώντας παράλληλα, χωρίς καμιά αμφιβολία, την δικαιοσύνη Του: «Δίκαιος εἶ, Κύριε, ὅτι ἀπολογήσομαι πρὸς σέ, πλὴν κρίματα λαλήσω πρὸς σέ· τί ὅτι ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται, εὐθήνησαν πάντες οἱ ἀθετοῦντες ἀθετήματα; ἐφύτευσας αὐτοὺς καὶ ἐρριζώθησαν· ἐτεκνοποιήσαντο καὶ ἐποίησαν καρπόν· ἐγγὺς εἶ σὺ τοῦ στόματος αὐτῶν καὶ πόρρω ἀπὸ τῶν νεφρῶν αὐτῶν» (Μετ.: Εσύ είσαι δίκαιος, πώς μπορώ να διαμαρτυρηθώ εναντίον σου; Γιατί οι ασεβείς στη ζωή τους είναι επιτυχημένοι; Γιατί ευτυχούν όλοι εκείνοι που παραβαίνουν συνεχώς τον νόμο σου; Τους φύτεψες κι αυτοί έριξαν βαθιές ρίζες. Γέννησαν παιδιά και απέκτησαν απογόνους.
Είσαι κοντά στο στόμα τους και εκπληρώνεις το αίτημά τους, είσαι όμως μακριά από τις επιθυμίες της καρδιάς τους) (Ιερ.12, 1-2).
Ομοίως και ο Ψαλμωδός διερωτάται: «ἐμοῦ δὲ παραμικρὸν ἐσαλεύθησαν οἱ πόδες, παρ᾿ ὀλίγον ἐξεχύθη τὰ διαβήματά μου. ὅτι ἐζήλωσα ἐπὶ τοῖς ἀνόμοις εἰρήνην ἁμαρτωλῶν θεωρῶν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνάνευσις ἐν τῷ θανάτῳ αὐτῶν καὶ στερέωμα ἐν τῇ μάστιγι αὐτῶν· ἐν κόποις ἀνθρώπων οὐκ εἰσὶ καὶ μετὰ ἀνθρώπων οὐ μαστιγωθήσονται. διὰ τοῦτο ἐκράτησεν αὐτοὺς ἡ ὑπερηφανία, περιεβάλοντο ἀδικίαν καὶ ἀσέβειαν ἑαυτῶν. ἐξελεύσεται ὡς ἐκ στέατος ἡ ἀδικία αὐτῶν, διῆλθον εἰς διάθεσιν καρδίας· διενοήθησαν καὶ ἐλάλησαν ἐν πονηρίᾳ, ἀδικίαν εἰς τὸ ὕψος ἐλάλησαν· ἔθεντο εἰς οὐρανὸν τὸ στόμα αὐτῶν, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν διῆλθεν ἐπὶ τῆς γῆς», (Μετ.: Σε μένα σαλεύτηκαν τα πόδια μου, παραλίγο τα βήματα της ζωής μου να φύγουν από το δρόμο τού Κυρίου.
Γιατί καταλήφθηκα από ζήλεια κατά των παρανόμων, επειδή έβλεπα την ευημερία των αμαρτωλών ανθρώπων.
Γιατί έβλεπα ότι δεν υπάρχει μεγάλη αγωνία και πολλή κακοπάθεια κατά το θάνατό τους και ότι δεν κρατάει πολύ η θλίψη που τυχόν τους μαστίζει κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Αυτοί δεν κοπιάζουν, όπως οι άλλοι άνθρωποι, και δεν ταλαιπωρούνται ούτε υποφέρουν όπως οι άλλοι) (Ψαλμ.72, 2-5).
Η περίπτωση του Δικαίου Ιώβ είναι η πιο αντιπροσωπευτική της θεοδικίας. Ο δίκαιος, ευσεβής και άμεμπτος αυτός άνθρωπος υποβλήθηκε σε μια φρικτή δοκιμασία, επειδή το ζήτησε ο Σατανάς και το παραχώρησε ο Θεός, για να δοκιμαστεί η πίστη του (Ιωβ.1,12).
Οδυρόμενος μέσα στην απέραντη θλίψη του και χωρίς να χάσει την πίστη του στο Θεό, εξέφραζε σε Αυτόν την δίκαιη και εύλογη απορία του: «Ει εγώ ήμαρτον, τι δυνήσομαι πράξαι, ο επιστάμενος τον νούν των ανθρώπων; Διατί έθου με κατεντευκτήν σου, ειμί δε επί σοι φορτίον; Καί διατί ουκ εποιήσω της ανομίας μου λήθην και καθαρισμόν της αμαρτίας μου; νυνί δε εις γην απελεύσομαι, ορθρίζων δε ουκέτι ειμί», (Μετ.: Εάν εγώ Κύριε έσφαλα, πες μου τι πρέπει να κάμω, Εσύ που γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων;
Γιατί με τα κτυπήματά σου με κάνεις να δυσφορώ και να παίρνω θέση κατηγόρου εναντίον σου, να γίνομαι σε Σένα καθημερινό φορτίο; Την ανομία μου να συγχωρήσεις δεν μπορείς; Την ανομία μου να σβήσεις; Αφού σε λίγο θα πλαγιάζω μες στο χώμα κι αν με γυρεύεις, δε θα υπάρχω πια» (Ιώβ.7,20-21).
Παρά ταύτα ο άμεμπτος αυτός άνθρωπος, υπομένει με καρτερία την δοκιμασία του και ευλογεί το Θεό: «Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον» (1,21).
Κι ακόμα: «Εν τούτοις πάσι τοις συμβεβηκόσιν αυτώ ουδέν ήμαρτεν εναντίον του Κυρίου και ουκ έδωκεν αφροσύνην τω Θεώ» (1,22), έμεινε δίκαιος και επικρίνει τους φίλους του και την σύζυγό του, για τη στάση του απέναντί του, θεωρώντας την υβριστική προς τον απόλυτα δίκαιο Θεό.
Απάντηση στο πρόβλημα της θεοδικίας δίνει ο Προφήτης Αββακούμ, με τη φράση του «Ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται» (Ἀβ. 2,4), δηλαδή, αληθινά ζωντανός, έστω και μέσα στη θλίψη, είναι ο δίκαιος.
Αυτός ζει πραγματικά και όχι ο ασεβής και ο άδικος, έστω και μέσα στην πρόσκαιρη ευημερία του. Διότι, όπως είχε πει ο μακαριστός Μητροπολότης Γόρτυνος κυρός Ιερεμίας, «Τό πρόβλημα τῆς θεοδικίας δημιουργήθηκε μέ τήν σύνδεση τῆς ἀρετῆς καί τῆς κακίας πρός τά ὑλικά ἀγαθά. Ἄν εἶσαι ἐνάρετος θά τά ἀπολαύσεις καί ἄν εἶσαι ἁμαρτωλός θά τά στερηθεῖς.
Αὐτό ὅμως, ἀγαπητοί μου, δέν είναι σωστό. Ἀγαπᾶμε τόν Θεό μας ὄχι γιά νά καλοπεράσουμε, ἀλλά γιατί ἡ ἀγάπη Του μᾶς εὐφραίνει τήν ψυχή καί δίνει νόημα στήν ζωή μας … Ἄς μή συνδέουμε, λοιπόν, τήν εὐσέβεια μέ τά ὑλικά ἀγαθά καί τήν ἀσέβεια μέ την δυστυχία, γιατί αὐτός ὁ σύνδεσμος δημιουργεῖ τό πρόβλημα τῆς θεοδικίας … Ὁ εὐσεβής ἄνθρωπος πρέπει νά εἶναι στερεωμένος στήν πίστη του ὅτι ὁ Θεός εἶναι δίκαιος καί δέν πρέπει καθόλου νά κλονίζεται σ᾽ αὐτή τήν πίστη. Καί θά ἀγαπᾶμε τόν Θεό ἔστω καί ἄν γίνουμε πάμπτωχοι ἤ ἀκόμα καί ἄν μᾶς κλείσουν σ᾽ ἕνα μπουντρούμι».
Ο απόστολος Παύλος δίνει απάντηση στο πρόβλημα της θεοδικίας με την προσωπική του δοκιμασία υγείας. Προφανώς, κανένας άλλος δεν κοπίασε για το Χριστό όπως εκείνος και για τούτο θα έπρεπε, σύμφωνα με την εσφαλμένη άποψη όσων αμφισβητούν την θεία δικαιοσύνη, να είναι προικισμένος από το Θεό με άνετη ζωή, ψυχοσωματική ευρωστία, οικονομική άνεση, δόξα, τιμές και αναγνώριση του τιτάνιου έργου του. Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν είχε ο μεγάλος απόστολος.
Η ζωή του ήταν μια διαρκής περιπέτεια, γεμάτη διώξεις, κακουχίες, κόπους, στερήσεις. Έγραψε στους πιστούς της Κορίνθου: «δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν» (Α΄Κορ.4,9-13).
Είναι χαρακτηριστική η φράση του «Ο Θεός… απέδειξεν», δηλαδή ότι ο Θεός επέτρεψε να αντιμετωπιστούν, ο ίδιος και οι άλλοι απόστολοι, ως «περικαθάρματα τοῦ κόσμου, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α΄Κορ.4,13). Ο ίδιος ο Παύλος υπέφερε και από ένα σοβαρό σωματικό νόσημα το οποίο τον βασάνιζε φρικτά και για το οποίο παρακάλεσε επανειλημμένα τον Κύριο να τον θεραπεύσει. Αναφέρει ο ίδιος: «ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι» (Β΄Κορ.12,7-10).
Ο φοβερός και επώδυνος «σκόλοψ» του δόθηκε να μην πέσει στο πάθος της υπερηφάνειας και έτσι θα αποτύγχανε το αποστολικό του έργο. Η χάρις του Θεού είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο δώρο από τον οποιοδήποτε σωματικό σκόλοπα. Τελικά ο μεγάλος απόστολος κατανόησε αυτή την παραχώρηση του Θεού, ότι ήταν για το συμφέρον του και ομολόγησε: «η δύναμίς μου εν ασθένεια τελειούται» (Β΄Κορ.12,9), «Χαίρω εν τοις παθήμασί μου» (Κολ.1,24), «εγώ γαρ τα στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματί μου βαστάζω» (Γαλ.6,17) και συμβουλεύει: «χαίρετε εν Κυρίω, πάλιν ερώ, χαίρετε» (Φιλιπ.4,4), να χαιρόμαστε πάντοτε και να δοξολογούμε το Θεό, σε όποια κατάσταση βρισκόμαστε.
Ομοίως και οι Πατέρες της Εκκλησίας ασχολήθηκαν με το πρόβλημα της θεοδικίας, θεωρώντας τις όποιες θλίψεις της ζωής ως παιδαγωγία, ως μέρος του πνευματικού μας αγώνα.
Όπως το χρυσάφι, όταν εξορυχτεί είναι ακάθαρτο, αναμειγμένο με βρωμιές και άλλα ευτελή μέταλλα και για να λάβει την αξία του και τη λάμψη, χρειάζεται να περάσει από σκληρή επεξεργασία, από πυράκτωση και λιώσιμο την κάμινο, έτσι και ο άνθρωπος, για να απαλλαγεί από τη σαθρότητα της αμαρτίας και τα πάθη του απαιτείται επισταμένη και κοπιώδης κάθαρση.
Μέσα από τις θλίψεις ο άνθρωπος κατανοεί την μικρότητά του, την σχετικότητά του, το πεπερασμένο των δυνατοτήτων του, την φθαρτότητα του και το αναπάντεχο και βέβαιο του θανάτου.
Μόνο ο θλιμμένος άνθρωπος μπορεί να αποβάλλει την δαιμονική κατάσταση της υπερηφάνειας και να συλλογιστεί τον ουράνιο προορισμό του, την κλήση του από το Θεό για την κατά χάριν θέωσή του.
Ο Ιερός Χρυσόστομος χαρακτηρίζει τις δοκιμασίες ως «έργο της προνοίας του Θεού», έχοντας υπόψη του τον Ψαλμωδό: «Αγαθόν μοι ότι επείρασάς με, όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου» (Ψαλμ.118,7).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μας συμβουλεύει: «Δεν πρέπει ούτε να απελπιζόμαστε δια τις συμφορές, ούτε να υπερηφανευόμαστε για την αφθονία. Όποιος σκέπτεται πως ο πειρασμός παρουσιάστηκε για κάτι καλό, για τη διαπαιδαγώγησή του, για την μετάνοιά του, για να εμποδίσει μελλοντικά αμαρτήματα, δεν αγανακτεί, αλλά αποβλέπει στον Θεό και τον ευχαριστεί γιατί παρεχώρησε τον πειρασμό. Δέχεται πρόθυμα την παιδαγωγική τιμωρία».
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής έγραψε: «Ο φρόνιμος, αναλογιζόμενος την ιατρεία που επιφέρουν οι αποφάσεις του Θεού, υπομένει ευχαρίστως τις συμφορές, που εξ αιτίας εκείνων του συμβαίνουν, και τίποτε άλλο δεν θεωρεί αίτιο, παρά μόνο τις αμαρτίες του. Ο ανόητος όμως, επειδή αδυνατεί να καταλάβει την σοφότατη πρόνοια του Θεού, όταν αμαρτάνει και τιμωρείται, θεωρεί υπευθύνους για τις συμφορές του ή τον Θεό ή τους ανθρώπους. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να αποφύγει την μέλλουσα κρίσι αυτός που αμάρτησε, χωρίς να υποβληθεί εδώ: είτε σε εκούσιους κόπους είτε σε ακούσιες συμφορές».
Αλλού ο ιερός πατήρ τονίζει: «Ο ανόητος άνθρωπος δεν αποδέχεται τα φάρμακα του Θεού και ζητάει από το Θεό να επέμβει στη ζωή του, όπως ο ίδιος θέλει και όχι όπως κρίνει ο μεγάλος ιατρός της ψυχής του ανθρώπου ότι συμφέρει. Γι’ αυτό δείχνει αδιαφορία και κυριεύεται από ανησυχία και άλλοτε πολεμά με πείσμα τους ανθρώπους, άλλοτε δε βλασφημεί προς τον Θεό και με τον τρόπο λοιπόν αυτό και την αγνωμοσύνη του δείχνει, και παρηγοριά δεν βρίσκει».
Αλλά ας δούμε που οφείλεται η ευημερία και ευτυχία των ασεβών. Αναμφίβολα όχι ως κάποια επιβράβευση, δίνοντάς τους ο Θεός πλουσιοπάροχα γήινα αγαθά, αλλά στον τρόπο που οι ίδιοι τα αποκτούν και τα σπαταλούν, για να ικανοποιήσουν την ηδονοθηρία τους και την ματαιοδοξία τους.
Ο Σατανάς, ο «άρχων του κόσμου τούτου» (Ιωάν.16,11), έχει δυστυχώς τη δύναμη, αντλώντας την από την ανθρώπινη ενδοτικότητα, να δωροδοκεί τα θύματά του με κάποια αγαθά, τα οποία είναι προϊόντα αμαρτίας.
Ο άνθρωπος μακριά από το Θεό δεν έχει αναστολές και ηθικούς φραγμούς για να πράξει κάθε άνομη πράξη, προκειμένου να ικανοποιήσει το εγώ του, να πλουτίσει. Να φέρουμε για παράδειγμα τον κλέφτη έμπορο, ο οποίος κερδίζει από τις κλοπές και αποκτά την οικονομική άνεση να ζει πολυτελώς.
Τον άρπαγα, που δεν διστάζει να αρπάξει, χωρίς την παραμικρή αίσθηση συμπόνιας, την περιουσία κάποιου ευρισκόμενου σε ανάγκη.
Τον άμετρα φιλόδοξο, ο οποίος πατεί επί πτωμάτων για να ικανοποιήσει τα φιλόδοξα σχέδιά του, μη έχοντας αναστολές για την άδικη ανέλιξη του. Κάπως έτσι εξηγείται η όποια ευημερία των ασεβών.
Επ’ αυτού ο απόστολος Παύλος βεβαιώνει: «κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ ἔργα αὐτοῦ, τοῖς μὲν καθ᾿ ὑπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσι ζωὴν αἰώνιον» (Ρωμ.2,5-7).
Είναι ανάγκη να κάνουμε μια απαραίτητη διευκρίνιση, όσον αφορά την εσφαλμένη εξήγηση της θεοδικίας, από πολλούς πιστούς και μάλιστα θεολόγους.
Επηρεασμένοι από την αιρετική δυτική (παπική και προτεσταντική) «θεολογία», περί της «ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης», ανάγουν σε σωτηριολογική υπόθεση την ευτυχία των ασεβών και την δυστυχία των ευσεβών. Σύμφωνα με την άκρως βλάσφημη αυτή «θεολογία», ο άτεγκτος, ανελεήμων, σαδιστής και αιμοδιψής Θεός ζητά την ικανοποίηση της προσβεβλημένης δικαιοσύνης του, λόγω της αμαρτίας του ανθρώπου και για τούτο, για να καταλαγιάσει ο θυμός του, απαιτεί τιμωρίες εξιλέωσης από αυτόν, είτε εν ζωή, είτε μετά θάνατον (στο καθαρτήριο).
Όσο πιο τρομερό και επώδυνο είναι το μαρτύριο της τιμωρίας, τόσο ευκολότερα «ικανοποιείται η θεία δικαιοσύνη» και ο αμαρτωλός λαμβάνει την άφεση! Έτσι λοιπόν, οι θλίψεις ορισμένων ανθρώπων εκλαμβάνονται ως «μέσον εξιλέωσης των αμαρτιών τους»!
Αν «πληρώσουν» σε ετούτη τη ζωή το «χρέος» των αμαρτιών τους, δεν θα τιμωρηθούν μετά θάνατον! Κάποιοι, μάλιστα, επιδιώκουν να δοκιμαστούν εν ζωή, να μην κολαστούν στην άλλη ζωή!
Με αυτή τη «λογική», κάποιοι αμετανόητοι ασεβείς, χρονίως ταλαιπωρούμενοι από επώδυνες ασθένειες, «εξιλεώνονται» για τις αμαρτίες τους και εισέρχονται στον παράδεισο! Δεν πρόκειται βεβαίως για ορθόδοξη διδασκαλία, αλλά για αιρετική και άκρως παραπλανητική, μάλλον ολέθρια, αφού επαναπαύεται ο δοκιμαζόμενος στην «πληρωμή» των αμαρτιών του, δια της δοκιμασίας και αμελεί για την μετάνοιά του.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία, η διαδικασία της σωτηρίας δεν έχει το χαρακτήρα της δοσοληψίας ανθρώπου και Θεού, αλλά είναι δωρεά δική Του. Το «χρέος» των αμαρτιών μας το έσβησε το πανάγιο Αίμα του Σωτήρα μας Χριστού στον Γολγοθά, καθότι, «τὸ αἷμα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄Ιωάν.1,7).
Ο απόστολος Παύλος είναι σαφής: «έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. Πολλώ ουν δκαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού… ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού» (Ρωμ.5,8-10).
Αυτός «παρεδόθη δια τα παραπτώματα ημών και ηγέρθη δια την δικαίωσιν ημών» (Ρωμ.4,25). Η σωτηρία μας δεν πρόκειται να προέλθει «εξ έργων των εν δικαιοσύνη, ά εποιήσαμεν ημείς, αλλά κατά το αυτού έλεος έσωσεν ημάς δια λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινώσεως Πνεύματος Αγίου», (Τιτ.3,5).
Και κατά τον απόστολο Πέτρο: Ο Χριστός «άπαξ περί αμαρτιών απέθανεν, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσάγη τω Θεώ» (Α΄Πετρ.3:18), γενόμενος ο ίδιος «αντίλυτρον υπέρ πάντων» (Α΄Τιμ.2,6).
Ως εκ τούτου κανένα δικό μας «κατόρθωμα» και καμιά κακοπάθεια, δεν μπορεί να «πληρώσει» το «χρέος» των αμαρτιών μας, παρά μόνο η πίστη μας στο Χριστό, η οποία οδηγεί στην αιώνια ζωή, «Αμήν αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν.6,47), μαζί με την συγκατάθεσή μας να ανήκουμε οργανικά ενωμένοι, δια των Ιερών Μυστηρίων, με Αυτόν και ο συνεχής αγώνας μας για αποκοπή παθών και απόκτηση αρετών.
Ο παράδεισος ή η κόλαση δεν είναι καταστάσεις επιβράβευσης ή τιμωρίας, αλλά επιλογές.
Όταν έλεγε ο άγιος Παΐσιος ότι «ο καρκίνος βάζει πλήθος ανθρώπων στον παράδεισο», εννοούσε ότι, η δοκιμασία φέρνει «εις εαυτόν» πολλούς ασθενείς, τους οδηγεί στη μετάνοια και όχι αυτή καθ’ εαυτή η νόσος.
Η όποια «ευτυχία» ή κακοπάθεια είναι συμβεβηκότα της γήινης ζωής μας, όψεις του προαιώνιου κοινωνικού προβλήματος, ως αποτέλεσμα της αμαρτίας.
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μας διαβεβαίωσε πως «εν τω κόσμω τούτω θλίψιν έξετε» (Ιωάν.16,33). Πουθενά δεν μας είπε ότι η γήινη ζωή μας θα είναι άνετη, ευτυχισμένη, ευημερούσα, γεμάτη ηδονές, δόξες και τιμές.
Άλλωστε η επίγεια ζωή μας δεν είναι ούτε μόνιμη, ούτε παραδεισένια, αλλά μια επίπονη πορεία, προς την τελείωση και ο δρόμος τραχύς, ανηφορικός, κοπιαστικός, γεμάτος κινδύνους, παγίδες, θλίψεις, στεναχώριες και προβλήματα.
Όμως, πρέπει να έχουμε θάρρος και πίστη σε Εκείνον ο Οποίος νίκησε τον κόσμο, «θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμο» (Ιωάν.16,33), δηλαδή την αμαρτία, τη φθορά και το θάνατο.
Μας μίλησε για στενή οδό, που οδηγεί στην αιώνια ζωή και για την φαρδιά οδό, η οποία οδηγεί στην αιώνια καταδίκη της κολάσεως «Εισέλθετε διά της στενής πύλης. ότι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν, και πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι δι’ αυτής. ότι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ.7,13).
Η αρετή απαιτεί θυσίες, σε αντίθεση με την αμαρτία και την ασωτία, η οποία δεν απαιτεί καμιά θυσία, αλλά, αντίθετα, απελευθερώνει τα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου, οδηγώντας τον σε οδυνηρά αποτελέσματα και εν τέλει στην καταστροφή.
Για τούτο δεν πρέπει να σκανδαλιζόμαστε επειδή δεν κατορθώσαμε αποκτήσαμε πλούτη, ευδαιμονία, τέλεια υγεία και άλλα αγαθά, όπως τα αποκαλεί ο κόσμος.
Να μας αρκεί η χάρις του Θεού και η ελπίδα των ουρανίων και αιωνίων αγαθών «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄Κορ.2,9).
Να συνειδητοποιήσουμε ότι «οὐδεὶς ἡμῶν ἑαυτῷ ζῆ καὶ οὐδεὶς ἑαυτῷ ἀποθνήσκει· ἐάν τε γὰρ ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνήσκομεν. ἐάν τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ.14,7-9).
Και τέλος να μη θεωρούμε ως ευτυχία την όποια πρόσκαιρη ευημερία των ασεβών και αμετανόητων ανθρώπων, διότι κανείς δε γνωρίζει το τέλος κανενός και το σπουδαιότερο, την έκβαση της μετά θάνατον ζωής.
Να μη μας διαφεύγει η διδακτική παραβολή του Κυρίου για τον πλούσιο και τον φτωχό Λάζαρο (Λουκ.16,19-31).
Ο μεν πρώτος απόλαυσε τους καρπούς της αμαρτίας στην πρόσκαιρη γήινη ζωή, αμετανόητος, ανελέητος και σκληρός, ο δε δεύτερος, παραμένοντας ταπεινός, δια των επίγειων δοκιμασιών, απόλαυσε τα άφθαρτα και αιώνια αγαθά της ουράνιας βασιλείας του Θεού.