Στὴν ἐποχή μας παρατηρεῖται μία τιτάνια προσπάθεια, ἐκ μέρους τῶν δυνάμεων ποὺ κατέχουν τὴν παγκόσμια οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ ἐξουσία, νὰ ὁδηγηθεῖ ἡ ἀνθρωπότητα σὲ ἕνα Παγκόσμιο Κράτος. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς προσπάθειας ἐντάσσεται τόσο ἡ ὑποστήριξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (ὁ ὁποῖος οὐσιαστικὰ εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως στὸ θρησκευτικὸ πεδίο), ὅσο καὶ ἡ καταπολέμηση τοῦ Ἐθνικισμοῦ, δηλαδὴ τῆς λατρείας τοῦ Ἔθνους[1].
Οἱ Γνἠσιοι Ὀρθόδοξοι ὡς γνωστὸν εἶμαστε πολέμιοι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καθὼς καὶ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐνεργεῖται καὶ ἐπειδὴ οἱ σκοποί της τυγχάνουν πονηροί. Κάποιοι ὅμως φερόμενοι ὡς «Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι», οἰκτρῶς παραπλανηθέντες, θεωροῦν ὅτι ἐφόσον ἀφενὸς μὲν ἡ Παγκοσμιοποίηση ὑπερασπίζει τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ πολεμεῖ τὸν Ἐθνικισμό, ἀφετέρου δὲ ἐμεῖς ἀντιτασσόμεθα στὴν Παγκοσμιοποίηση καὶ στὸν Οἰκουμενισμό, ἆρα θὰ πρέπει νὰ εἶμαστε ὑπέρμαχοι τοῦ Ἐθνικισμοῦ, τὸν ὁποίο μάλιστα, γιὰ νὰ γίνει πιὸ εὔπεπτος, πασπαλίζουν μὲ μία ἄχνη Ὀρθοδοξίας, ἀποκαλώντας τον «Ἑλληνορθοδοξία»!
Φυσικὰ οὔτε στὴν Ἁγία Γραφή, οὔτε στὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων θὰ συναντήσει κανεὶς τὸν ὅρο «Ἑλληνορθοδοξία» (ὅπως βεβαίως δὲν θα συναντήσει οὔτε «Ἑβραιορθοδοξία», οὔτε «Σερβορθοδοξία», οὔτε «Κινεζορθοδοξία»!), παρὰ μόνο Ὀρθοδοξία ἢ Ὀρθόδοξη Πίστη. Καὶ σὲ αυτὴν τὴν Πίστη, τὴν ἀληθινὴ Πίστη, ἡ Λατρεία ἀνήκει ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὸν Τριαδικὸ Θεό, οὔτε κἄν στὴν Ὑπεραγία καὶ Ὑπερευλογημένη Θεοτόκο Μαρία.
Πόσο βλάσφημο λοιπὸν εἶναι νὰ μοιράζεται τὴν λατρεία ἡ Ἁγία Τριὰς ὁ Θεός, μὲ τὸ Ἐθνος τῶν Ἑλλήνων (ἤ κάθε ἄλλο Ἔθνος) ἤ, μέσα ἀπὸ τὴν διαστρέβλωση συνθημάτων, ὅπως του περίφημου «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν Πίστη τὴν Ἁγία καὶ τῆς Πατρίδος τὴν Ἐλευθερία», νὰ ἐξισώνεται ὁ Θεάνθρωπος Σωτήρας Χριστὸς μὲ τὸν Κολοκοτρώνη ἤ κάποιον ἄλλο, ἤρωα μὲν, πλὴν ἄνθρωπο θνητό...
Ἐπιπροσθέτως ὁ Ἐθνικισμὸς ἀντιβαίνει στὴν οὐσία τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ μήνυμα τοῦ ὁποίου εἶναι ὑπερεθνικὸ καὶ παγκόσμιο (μιᾶς τέτοιας Παγκοσμιοποιήσεως εἴμαστε ὑπέρμαχοι), ἑφόσον ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος οὐσιαστικὰ κατήργησε τὰ Ἔθνη, ποὺ δημιούργησε μὲ τὴν Βαβέλ, καλῶντας πλέον ὅλους σὲ Ἑνότητα, ὅπως ψάλλουμε σὲ κάθε ἑορτασμὸ τῆς Πεντηκοστῆς: «Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε, καὶ συμφώνως δοξάζομεν τὸ πανάγιον Πνεῦμα».
Καὶ ὁ Κύριος, ὄχι μόνο μὲ τὴν διδασκαλία του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν θυσία τῆς ζωῆς Του ἀπέδειξε ὅτι ἦταν ἐνάντια στὸν Ἐθνικισμό καὶ στὰ ἐθνικιστικὰ ὄνειρα τῶν, ἀπὸ τὴν Μητέρα Του, συμπατριωτῶν Του γιὰ τὴν ἀνατροπὴ τοῦ ῥωμαϊκοῦ ζυγοῦ. Τὸ σχετικὸ εὐαγγελικὸ ἀπόσπασμα εἶναι συγκλονιστικὰ ἀποκαλυπτικό (πόσοι ὅμως ἀπὸ τοῦς «Ἑλληνορθόδοξους» Ἐθνικιστὲς μελετοῦν τὸ Εὐαγγέλιο;): «Συνήγαγον οὖν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι συνέδριον καὶ ἔλεγον· τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ; Ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ Ρωμαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος. Εἷς δέ τις ἐξ αὐτῶν Καϊάφας, ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς οὐκ οἴδατε οὐδέν, οὐδὲ διαλογίζεσθε ὅτι συμφέρει ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ μὴ ὅλον τὸ ἔθνος ἀπόληται. Τοῦτο δὲ ἀφ' ἑαυτοῦ οὐκ εἶπεν, ἀλλὰ ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου προεφήτευσεν ὅτι ἔμελλεν ὁ Ἰησοῦς ἀποθνήσκειν ὑπὲρ τοῦ ἔθνους, καὶ οὐχ ὑπὲρ τοῦ ἔθνους μόνον, ἀλλ' ἵνα καὶ τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ τὰ διεσκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν»[2].
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Μέγας Κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, μὲ τὴν διακήρυξη «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»[3] ὑπενθυμίζει τὴν κατάργηση καὶ τῶν ἐθνικῶν, σὺν τοῖς ἄλλοις, διαφορῶν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ἀρχίζει ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή.
Γιὰ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (ὁ ἐπονομασθεὶς «Χρυσόστομος τῆς Σερβίας») διδάσκει πως «ὅταν τὸ ἔθνος μας βρίσκεται σὲ ἔχθρα μὲ τοὺς γειτονικοὺς λαούς, ἐμείς σὰν ἄνθρωποι νὰ μὴ τολμοῦμε νὰ ἐπεκτείνουμε τὴν ἔχθρα σὲ κάθε ἄνθρωπο τοῦ ἔθνους αὐτοῦ, ἀλλὰ εἶναι καθῆκον μας νὰ βοηθοῦμε κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ἀνάγκη, χωρὶς νὰ προσέχουμε ἂν ἀνήκει στὸ δικό μας ἔθνος ἢ ὄχι»[4].
Ὑπενθυμίζεται δὲ πὼς στὴν «Ὁμολογία Πίστεως Γνησίου Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»[5] τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων τῆς Ἑλλάδος διακηρύσσεται: «Ἐπὶ πλέον, ἀποδέχομαι καὶ ἀναγνωρίζω ὡς Οἰκουμενικὰ καὶ Καθολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως … καὶ τὸ Συνοδικὸν Σιγγίλιον τοῦ 1872 ἐπὶ καταδίκῃ τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ». Τὸ ἐν λόγῳ Συνοδικὸ Κείμενο εἶναι ξεκάθαρο: «Ἀποκηρρύτομεν κατακρίνοντες καί καταδικάζοντες τόν φυλετισμόν, τουτέστι τάς φυλετικάς διακρίσεις καί τάς ἐθνικάς ἔρεις καί ζήλους καί διχοστασίας ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ἀντικείμενον τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῖς ἱεροῖς κανόσι τῶν μακαρίων πατέρων ἡμῶν»[6].
Ἐννοεῖται πὼς ἀποκηρρύσσοντας τὴν αἵρεση τοῦ Ἐθνικισμοῦ δὲν καταδικάζεται ὁ πατριωτισμός, δηλαδὴ τὸ ὑγιὲς καὶ ἔμφυτο συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἀγάπης πρὸς τὴν πατρίδα του καὶ ἡ ὑπεράσπιση τῆς πατρίδος ἀπὸ ἐπιβουλὴ ἀλλοφύλων (ἀλλὰ καὶ ὁμοφύλων!). Καταδικάζεται μόνο ἡ ἐξύψωση τοῦ Ἔθνους σὲ ἀντικείμενο Πίστης και Λατρείας.
Κλείνοντας, ἂς ἀκούσουμε τὴν διδαχὴ ἑνὸς μεγάλου Πατριώτη Ἁγίου, τοῦ Ἰσαποστόλου Κοσμᾶ τοῦ Αίτωλοῦ, ὁ ὁποῖος τόσα προσέφερε στὴν πολύπαθη Πατρίδα μας, καὶ ἀναλογιζόμενοι οἱ «Ἑλληνορθόδοξοι» Ἐθνικιστές πόσο πολὺ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ φρονήματά του, ὰς ἀποκηρρύξουν ἐπιτέλους τὴν ἀπάτη καὶ ἂς ἐπανέλθουν στὴν ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία, μακριὰ ἀπὸ τὰ ἄκρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ Ἐθνικισμοῦ: «Ἡ πατρίδα μου ἡ ψεύτικη, ἡ γήϊνος καὶ ματαία, εἶνε ἀπὸ τοῦ ἁγίου Ἄρτης καὶ ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν Ἀπόκουρο… Ἡμεῖς, χριστιανοί μου, δὲν ἔχομεν ἐδῶ πατρίδα. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔκαμε μὲ τὸ κεφάλι ὀρθούς, καὶ μᾶς ἔβαλε τὸν νοῦν εἰς τὸ ἐπάνω μέρος, διὰ νὰ στοχαζώμεθα πάντοτε τὴν οὐράνιον βασιλείαν, τὴν ἀληθινὴν πατρίδα μας. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς διδάσκω καὶ συμβουλεύω, πλὴν τολμῶ πάλιν καὶ παρακαλῶ τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάριν Του καὶ τὴν εὐλογίαν Του εἰς αὐτὴν τὴν χῶραν, καὶ ὅλους τοὺς χριστιανούς, ἄνδρας καὶ γυναίκας, νέους καὶ γέροντας, καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας. Καὶ πρῶτον, ἀδελφοί μου, ἄμποτε νὰ σᾶς εὐσπλαγχνισθῇ καὶ νὰ συγχωρήσῃ τὰς ἁμαρτίας σας καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ διέλθετε καὶ ἐδῶ καλὴν καὶ εἰρηνικὴν αὐτὴν τὴν ματαίαν ζωήν, καὶ μετὰ θάνατον εἰς τὸν παράδεισον, εἰς τὴν πατρίδα μας τὴν ἀληθινήν, νὰ χαιρώμεθα πάντοτε, νὰ δοξάζωμεν καὶ προσκυνῶμεν τὴν Ἁγίαν Τριάδα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»[7].
[1] Γράφει ἕνας ἀπὸ τοὺς θεωρητικοὺς τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐθνικισμοῦ, ὁ Δημήτριος Βεζανῆς: «Εθνικισμός είναι το σύμβολο μιας πίστεως, μιας ολοκληρωμένης κοσμοθεωρίας. Και οι εθνικιστές είναι οι πιστοί της θρησκείας αυτής» ( https://el.metapedia.org/
[2] Ἰω. ια΄ 47-52.
[3] Γαλ. γ΄ 28.
[4] Ὁμιλία στὴν Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος.
[6] Πρακτικὰ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, Κωνσταντινούπολις, 1872, σ. 91.