«Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. [καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι».
«Στην Αντιόχεια, πρωτεύουσα τότε της Ανατολής, στα πρώτα χριστιανικά χρόνια ζούσαν δυο φίλοι: ο πρεσβύτερος Σαπρίκιος και ο απλός λαϊκός Νικηφόρος. Πολύ καιρό διάρκεσε η στενή φιλία τους. Όμως ο σπορέας του κακού, ο διάβολος, έσπειρε κάποια στιγμή στις ψυχές τους κάποια εχθρότητα, που μεγαλώνοντας εξελίχθηκε σε σκληρό και αδιάλλακτο μίσος.
Όπως διαβάζουμε στους βίους των αγίων, κάποια στιγμή ο Νικηφόρος ήλθε σε αίσθηση. Συνήλθε. Κατάλαβε, τί τους συνέβαινε. Κατάλαβε, ότι το μίσος ήταν σπορά και βλάστημα του διαβόλου. Και ζήτησε να συμφιλιωθεί με τον Σαπρίκιο.
Μα ο Σαπρίκιος απέρριπτε με πείσμα την πρόταση, όσο και αν του επαναλαμβανόταν.
Ενώ λοιπόν οι σχέσεις τους είχαν φθάσει σε τέτοιο σημείο, ξέσπασε στην Αντιόχεια διωγμός, επί βασιλείας των αυτοκρατόρων Ουαλεριανού και Γαλλιηνού.
Ο Σαπρίκιος σαν χριστιανός και ιερέας συνελήφθηκε και στάθηκε ενώπιον του ηγεμόνος. Τον πίεσαν να δεχτεί να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Σαπρίκιος ομολόγησε το Χριστό. Και υποβλήθηκε σε φοβερά βασανιστήρια, που ξεπερνούν την αντοχή του ανθρώπου. Όταν τα τόσα βασανιστήρια στάθηκαν αδύναμα να κλονίσουν την εδραία πίστη και ομολογία του Σαπρικίου ότι ο Χριστός είναι ο Θεός, ο ηγεμόνας διέταξε να τον αποκεφαλίσουν.
Ο Νικηφόρος το έμαθε. Και θέλοντας να λάβει συγχώρηση και ευλογία από τον άγιο μάρτυρα, που φαινόταν ότι είχε πια τελειώσει το δρόμο του, είχε ολοκληρώσει το αγώνισμά του, και πήγαινε να λάβει διά χειρών του δημίου τον ουράνιο στέφανο, έτρεξε κοντά του. Έπεσε στα πόδια του. Και του είπε:
-Μάρτυρα του Χριστού, συγχώρησέ με, έσφαλα ενώπιον σου!
Μα ο Σαπρίκιος δεν του έδωκε απάντηση. Γιατί η καρδιά του είχε γεμίσει με κακία εναντίον του!
Όσο κι αν τον παρακάλεσε ο Νικηφόρος, ο Σαπρίκιος τυφλωμένος και σκληρυμένος του απαντούσε με την γεμάτη μίσος και αποστροφή σιωπή του! Γύριζε τα μάτια του αλλού!
Έφθασαν στον τόπο της εκτέλεσης. Ο Νικηφόρος παρακάλεσε τον Σαπρίκιο για μία ακόμη φορά να τον συγχωρήσει.
-Σε ικετεύω, Μάρτυρα του Χριστού, συγχώρησε με, αν σε κάτι έσφαλα ενώπιον σου! Η Γραφή λέγει: Αιτείτε και δοθήσεται υμίν. Να, εγώ σε παρακαλώ. Δος μου συγχώρηση!
Μα ο Σαπρίκιος δεν κάμφθηκε ούτε τη φοβερή εκείνη στιγμή. Μα τότε η χάρη του Θεού, που μέχρι τότε τον ενδυνάμωνε στο μαρτυρικό αγώνα, τον εγκατέλειψε. Και έτσι, όταν οι βασανιστές πήγαν να του κόψουν το κεφάλι, αυτός από μόνος του, τους ρώτησε:
-Γιατί θέλετε να με σκοτώσετε; Του απάντησαν.
-Επειδή δεν δέχθηκες να προσφέρεις θυσία στους Θεούς μας και καταφρόνησες τη διαταγή του βασιλιά μας για χάρη κάποιου που σεις Τον ονομάζετε Χριστό.
-Τους λέει τότε ο ταλαίπωρος Σαπρίκιος:
-Μη με εκτελείτε! Θα υπακούσω στην εντολή του αυτοκράτορα. Προσκυνώ τους Θεούς. Και θα τους προσφέρω και θυσία.
Μόλις ο άγιος Νικηφόρος άκουσε τα «φρικτά» αυτά λόγια του Σαπρίκιου, τον παρακάλεσε με δάκρυα:
-Μη, αδελφέ μου! Μη το κάνεις αυτό! Μην αρνείσαι τον Κύριο μας Ιησού Χριστό! Μη χάνεις τον ουράνιο στέφανο, που τον κέρδισες κάνοντας υπομονή σε τόσα βάσανα! Ο Χριστός σε περιμένει στην πόρτα! Και θα σου δώσει για τον πρόσκαιρο θάνατο αιώνια ανταπόδοση.
Μα ο Σαπρίκιος δεν έδωσε καμία απολύτως σημασία στα λόγια αυτά και πήρε κατ’ ευθείαν τον δρόμο για την αιώνια απώλεια.
Τότε ο άγιος Νικηφόρος, βλέποντας ότι ο ιερέας είχε ολοκληρωτικά πέσει, αφού είχε αρνηθεί το Χριστό, τον αληθινό Θεό, εμπνευσμένος από την χάρη του αγίου Πνεύματος άρχισε να φωνάζει στους βασανιστές του Σαπρίκιου με όλη του τη δύναμη:
– Εγώ είμαι Χριστιανός! Και πιστεύω στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, σ’ Αυτόν πού αρνήθηκε ο Σαπρίκιος! Κόψετε μου το κεφάλι!
Η παράκληση του Νικηφόρου εκπληρώθηκε.
Από αυτά γίνεται φανερό, ότι:
Τον ένα, η μη τήρηση της ευαγγελικής εντολής της αγάπης τον έκαμε να χάσει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που σε μια στιγμή έφυγε από αυτόν επειδή δεν είχε πια το Χριστό μέσα στη καρδιά του· και επειδή, χωρίς πια να μπορεί να ομολογεί μέσα στη καρδιά του το Χριστό, δεν μπόρεσε να μείνει σταθερός στην ομολογία με τα λόγια!
Τον άλλο, η γεμάτη ζήλο τήρηση της εντολής αυτής τον αξίωσε της μεγάλης τιμής να γίνει μάρτυρας.
Στην μεγάλη αυτή τιμή κάλεσε τον Νικηφόρο εντελώς ξαφνικά η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που γέμισε τη καρδιά του, επειδή την είχε προετοιμάσει να γίνει κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος με την τήρηση της μεγάλης αυτής εντολής του Χριστού». (Φεβρουαρίου 9).
(Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Προσφορά στον σύγχρονο μοναχισμό, τ. Γ΄ , εκδ. Ι. Μ. Νικοπόλεως)