ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ Π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ''ΕΠΙΚΡΙΣΙΣ'' ΤΟΥ ΚΩΝ/ΝΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΕΞ΄ ΟΙΚΟΝΟΜΩΝ
Του π. Γεωργίου Μεταλληνού
1. Η μετάφραση τῆς Ἁγίας Γραφῆς στή Νεοελληνική ἔφερε στό φῶς κατά τήν δεκαετία τοῦ 1830, ὅλα τά ἀκανθώδη προβλήματα τοῦ νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ, στό ἐπίκεντρο τῶν ὁποίων βρισκόταν ἡ σχέση μέ τήν παράδοση καί ὁ κίνδυνος ἀλλοτριώσεως τῆς ἐθνικῆς ταυτότητος, στήν ἀκατάσχετη μανία τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ. Μία πτυχή τῆς προβληματικῆς ἦταν ὁ λόγος «περί Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας».
Ἕνας ὀξύτατος διάλογος ἀναπτύχθηκε μεταξύ τῶν ἐγκριτοτέρων Θεολόγων τῆς ἐποχῆς, διεξαγόμενος μέσω μαχητικῶν ἐκδόσεων, μέ ἀποτέλεσμα ὅλη ἡ ἰκμάδα τῶν ἐθνικῶν δυνάμεων νά δαπανηθεῖ σέ ἀδιέξοδους ἀγῶνες, σέ ἐποχή ἰδιαίτερα κρίσιμη γιά τήν ὀργάνωση καί εὐστάθεια τοῦ ἀδύνατου ἑλληνικοῦ Κράτους. Θά παραθέσουμε, τά κύρια σημεῖα, μιᾶς πρόσφατης μελέτης μας, διότι ἔχει ἄμεση σχέση μέ τίς σημερινές καινοτομίες. Ὁ ὁμόψυχος συνεργάτης καί συναγωνιστής τοῦ Κ. Οἰκονόμου, ἱεροκῆρυξ Γερμανός, ἐκδότης τῆς «Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος», ἀπάντησε σέ δημοσίευμα τοῦ Φαρμακίδη, κατηγορώντας τον, μεταξύ ἄλλων, ὅτι τίς ἀπόψεις του γιά τήν Παλαιά Διαθήκη δέν τίς στήριζε στό κανονικό καί ἐπίσημο κείμενο τῆς μεταφράσεως τῶν Ο´, ἀλλά στήν πρόσφατη μετάφραση τῆς βιβλικῆς Ἑταιρείας, στήν ὁποία βασικός συνεργάτης ἦταν καί ὁ Νεόφυτος Βάμβας. Στό κείμενο τοῦ Γερμανοῦ ὑπῆρχε καί ἡ ἐπισήμανση, ὅτι ἡ ἐπιλογή τοῦ Φαρμακίδη, ὅπως καί ἡ νέα μετάφραση, ἔγιναν «ἐπί χρησταῖς ἐλπίσι διά μίαν Νεοελληνικήν Ἐκκλησίαν». Ὁ Φαρμακίδης θεωρώντας τό κείμενο τοῦ Γερμανοῦ γραμμένο ἀπό τόν Οἰκονόμο, ἀπάντησε τό ἴδιο ἔτος μέ τό ἔργο του «Ὁ ψευδώνυμος Γερμανός», ἐπιμένοντας στήν χρήση, γιά ἐπιστημονικούς λόγους, τῆς μεταφράσεως ἀπό τό πρωτότυπο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Εἰδικά ὅμως τοποθετήθηκε στό θέμα τῆς «Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας» ὁ Νεόφυτος Βάμβας. Τό ἐξ 24 σελίδων κείμενό του τυπώθηκε «τήν 28ην Αὐγούστου 1838». Ὁ Οἰκονόμος βρῆκε τήν μοναδική εὐκαιρία νά ἀνασκευάσει τό τευχίδιο τοῦ Βάμβα σέ ἕνα ὀγκῶδες δικό του ἔργο 368 σελίδων μέ τόν τίτλο: «Ἐπίκρισις…», πού τυπώθηκε στίς ἀρχές τοῦ 1839. Τό ἴδιο ἔτος εἶδε τό φῶς τό ἔργο τοῦ Θ. Φαρμακίδη «Ἀπολογία» (β´ ἔκδοση 1840), μέ ἐκτενή ἀναφορά στό θέμα «περί Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας».
2. Ὁ Οἰκονόμος στήν «Ἐπίκρισίν» του, ἀπέκρουσε τόν ὅρον «νεοελληνική». Τό «ἄχαρι καί κακόζηλον αὐτό ἐπίθετον» ἀποδίδει στόν Γερμανό, ὁ ὁποῖος ὅμως τό χρησιμοποίησε «εἰρωνικῶς», ὅπως λέγει. Θέλοντας ὅμως νά δείξει τήν διαφορετική νοηματοδότηση τοῦ ὅρου ἀπό τούς ἀντιπάλους του, μεταθέτει τό πρόβλημα στήν ἀπέναντι πλευρά: «Πρῶτος τοῦ κακεντρεχοῦς ἐπιθέτου δημιουργός ἀνεφάνη πάλιν αὐτήν τῶν νεωτεριστῶν καί καινοτόμων συμμορία». Ὁ Οἰκονόμος στόν νοηματικό του κώδικα προσέδιδε χρονική σημασία στόν ὅρο, ἐνῶ οἱ ἀντίπαλοί του –κατά τήν δική του κατανόηση– ποιοτική καί ἐθνική, μέ συγκεκριμένη στοχοθεσία: «ἵνα χωρίσωσι παντοιοτρόπως τήν λαλουμένην τῶν Ἑλλήνων διάλεκτον ἀπό τῆς
ἐκκλησιαστικῆς διαλέκτου» καί νά ἐπιτύχουν τελικά τήν κατάργησή της.
Ὁ Βάμβας κατηγοροῦσε τόν Οἰκονόμο, ὅτι «δέν θέλει νά ἀναγινώσκωνται εἰς τήν Νεοελληνικήν γλῶσσαν» οἱ Γραφές. Ὁ ὅρος, ἔτσι, αὐτόματα προσέλαβε τρεῖς χρήσεις: νεοελληνική μετάφραση– νεοελληνική γλώσσα– νεοελληνική Ἐκκλησία, σέ ἄμεση συνάφεια μεταξύ τους. Ὁ Οἰκονόμος, ἀποκρούοντας τόν ὅρο, τόν χαρακτηρίζει ἄγνωστο στήν ἑλληνική γλώσσα. Συνδέει μάλιστα, τήν χρήση του μέ τήν θεωρία τοῦ Φαλμεράϋερ. Ὁ Βάμβας, ἀντίθετα, δεχόταν ὅτι ὁ «ὅρος ἀνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα, τό ὑπαρκτό γλωσσικό πρόβλημα, καί γι᾽ αὐτό θεωροῦσε τήν Μετάφραση ἀναγκαία. Γιά τόν Οἰκονόμο ὅμως τέτοιο πρόβλημα δέν ὑφίστατο, στήν ἔνταση τουλάχιστον, πού νόμιζε ὁ Βάμβας. Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά δηλωθεῖ ἡ διαφορετική προοπτική τῶν δύο κληρικῶν. Γιά τούς ἔχοντες, ὑποτυπώδη ἔστω, σχολική παιδεία πρόβλημα ὀξύ στήν προσέγγιση τῶν Γραφῶν δέν ὑπῆρχε (θέση τοῦ Οἰκονόμου).
Ὁ Βάμβας ὅμως ἀναφερόταν στό εὐρύ καί ἀπαίδευτο στρῶμα τοῦ λαοῦ. Λησμονοῦσε ὅμως, ὅτι βασικό πρόβλημα στήν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν δέν εἶναι ἡ γλώσσα (τά «ρήματα»), ἀλλά τά «νοήματα», τά ὁποῖα χωρίς ἑρμηνευτικά σχόλια μένουν ἀκατανόητα ἤ παρανοοῦνται (θέση τοῦ Οἰκονόμου). Ἄς θυμηθοῦμε ἐδῶ τήν καινοδιαθηκική ἑρμηνευτική ἀρχή: «ἆράγε γινώσκεις ἅ ἀναγινώσκεις;» (Πράξ. 8,30). Διαπιστώνεται, συνεπῶς, ἡ διαμετρική ἀντίθετη τοποθέτηση τῶν δύο ἀνδρῶν.
3. Στήν διαφορά τῆς σύγχρονης γλώσσας ἀπό τήν ἀρχαία, ἔστω καί τήν κοινή, τοποθετοῦσε ὁ Βάμβας τήν ἀνάγκη τῆς Μεταφράσεως. Ὁ λαός, ἔλεγε, «ἔπαυσε νά ὁμιλῆ τήν γλῶσσαν τῶν προγόνων του». Γιατί, λοιπόν, νά «μένη στερημένος τῶν ἱερῶν Γραφῶν, δι᾽ ἔλλειψιν μεταφράσεως αὐτῶν εἰς τήν σημερινή γλῶσσαν;». Ὁ Οἰκονόμος ἀντέτασσε τήν δική του ἐπιχειρηματολογία, στό πλαίσιο τῶν δικῶν του προϋποθέσεων: «οἱ Ἕλληνες ὑπάρχουσιν ἀείποτε Ἕλληνες, λαλοῦσιν καί πρεσβεύουσιν ὀρθόδοξα, ὡς μέλη ἀδιάσπαστα τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Ἡ ἑνότητα ἐθνικότητας, γλώσσας καί πίστεως ἦταν γιά τόν Οἰκονόμο ἀναμφισβήτητη.
Γι᾽ αὐτό δέν ἤθελε νά δεῖ τήν προϊοῦσα χαλάρωσή της. Ἔτσι, φθάνει στό ἀφοριστικό συμπέρασμα: «Ὅστις λέγει καί φρονεῖ σπουδαίως γλῶσσαν νεοελληνικήν, ὁ τοιοῦτος ὑβρίζει (εἰς) τό ἔθνος τῶν Ἑλλήνων».
Στίς σχοινοτενεῖς, ὡς συνήθως, ἀναλύσεις του φαίνεται καί ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖο ἑρμηνεύει ὁ Οἰκονόμος τόν νοῦν τῶν ἀντιπάλων του. Στήν χρήση τοῦ ἐπιθέτου «νεοελληνικός» ἐκεῖνοι, δέν περιορίζονται στήν χρονική του σημασία («Ἕλληνας οὐχί νεωτέρους, ὡς πρός τούς πάλαι προγόνους αὐτῶν κατά χρόνον σημαινομένους»). Αὐτή τήν χρήση δέχεται καί αὐτός. Ὁ Βάμβας καί ὁ Φαρμακίδης, ὅμως, κατά τόν Οἰκονόμον, ἐννοοῦν «πάντῃ νέους καί καινοφανεῖς, νεωστί βλαστήσαντας καί ἐξ ὑπαρχῆς ἀναφανέντας εἰς τήν Ἑλληνικήν γῆν».
Κατά τόν Οἰκονόμο, στόν γλωσσικό κώδικα τῶν ἀντιπάλων του οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες ἦσαν «νεοπολῖται», ξένοι δηλαδή καί διάφοροι πρός τούς ἀρχαίους. Ὁ Οἰκονόμος πιστεύει ὅτι οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες εἶναι «γνήσιοι τῶν πάλαι πατέρων αὐτῶν ἀπόγονοι κατ᾽ ἀδιάκοπον τοῦ γένους σειράν». Ὑπάρχει, δηλαδή, στόν Ἑλληνισμό φυλετική καί ἱστορική συνέχεια, ἡ δέ γλώσσα τῶν νεωτέρων (χρονικά) Ἑλλήνων «ἔστι καί λέγεται καί αὐτή ἑλληνική», πού σημαίνει ὅτι κοντά στήν ἐθνική ὑπάρχει καί γλωσσική συνέχεια. Ἀπό τήν «νεοελληνική γλώσσα» εὔκολα γίνεται ἡ μετάβαση σέ «νεοελληνική Ἐκκλησία», πού ἔχει ἀνάγκη αὐτῆς τῆς γλώσσας. Αὐτό ἀποκρούει τό γενικό– καί αἰσιόδοξο-συμπέρασμα τοῦ Οἰκονόμου: «Ὅστις, λοιπόν, εἰσάγει νεοελληνικήν γλῶσσαν καί φαντάζεται νεοελληνικήν ᾽Εκκλησίαν, ἐν σκότει διαπορεύεται καί ἱστόν ἀράχνης ὑφαίνει δειλαίως παραφρονῶν».
Ὁ Οἰκονόμος πίστευε ὅτι ἡ εἰσαγωγή μιᾶς νέας μορφῆς γλώσσας στήν ἐκκλησιαστική χρήση θά εἶχε ἀναπόφευκτα συνέπειες καί στήν κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας. Κατ᾽ αὐτόν ὁ λόγος περί «νεοελληνικῆς γλώσσης» ἐπεκτεινόταν καί στήν ἀποδοχή «Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία θά ἐκφραζόταν τελικά μέ τήν γλώσσα αὐτή. Τό σημαντικότερο δέ, θεωροῦσε ὅτι αὐτή ἡ πορεία ἦταν προσχεδιασμένη. Μιλεῖ, ἔτσι, γιά «ὀνειροπολουμένην» νεοελληνικήν, ἤ μᾶλλον «διωρισμένην», δηλαδή σχεδιασμένη «νεόμορφον Ἑλληνικήν Ἐκκλησίαν». Ἀποκαλεῖται «νεόμορφος» ὡς σχετιζομένη μέ τούς «Ἀναμορφωτές» (Reformatores), τίς καλβινικές ὁμάδες τῶν μισσιοναρίων, πού ἄρδευαν τόν ἱστορικό ἑλληνικό χῶρο μέ τίς ἑτεροδιδασκαλίες τους.
Ὁ Οἰκονόμος θεωροῦσε τήν «νεόμορφον Ἐκκλησίαν» πραγματοποιήσιμη, διότι μαζί μέ τήν γλώσσα ἀπηλεῖτο καί ἡ παραδοσιακή λατρεία, ἡ ἐσωτερική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τή νέα Μετάφραση, τό κύριο ὄργανο τῆς «καινοτομίας», ραδιουργεῖται κατ᾽ αὐτόν καί ἡ εἴσοδος στήν Ἐκκλησία «νέων εἰς τήν χυδαίαν γλῶσσαν προσευχῶν». Ἡ πεποίθησή του δέ αὐτή ἐρειδόταν στήν ἀπροκάλυπτη προπαγάνδιση ὅλων αὐτῶν ἀπό τούς δυτικούς μισσιοναρίους.
Στήν εἰκονική ἔκρηξη τοῦ Βάμβα: «Ποῖοι διδάσκουν τά περί τῆς Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας;», ὁ Οἰκονόμος ἀπαντᾶ: «Οἱ λεγόμενοι ἱεραπόστολοι καί οἱ τούτων συνεργοί», οἱ Ἕλληνες δηλαδή ὁμοϊδεάτες τους, ὅπως ὁ Βάμβας. «Νεοελληνική εἶναι ἡ «ραδιουργουμένη» Ἐκκλησία ὠς «διαφθειρομένη ὑπό τῶν ψευδαποστόλων ἑλληνική Ἐκκλησία». Ἦταν γνωστός, ἄλλωστε, ὁ σκοπός τῶν δρώντων στήν Ἑλλάδα μισσιοναρίων. Τά τεκμήρια, πού προσάγει ὁ Οἰκονόμος, γιά μᾶς σήμερα εἶναι ἀδιάψευστα. Τό βιβλίο λ.χ. «Παλαιονομία» τοῦ Τιμοθέου (Ἀτιμοθέου κατά τόν Οἰκονόμο) Κληροφίλου καί στήν πραγματικότητα τοῦ S.S. Wilson, πού ἀναφέρεται ρητά στήν ἀναμόρφωση τῆς ὀρθόδοξης λατρείας, τά κηρύγματα τοῦ ἀμερικανοῦ Βοῦργες (Bourgues), πού μιλοῦσε γιά «ἐντελῆ» μεταρρύθμιση τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας μετά τό πραξικοπηματικό αὐτοκέφαλο τοῦ 1833. Ὁ Οἰκονόμος θαρραλέα κατακρίνει τήν σχέση τῶν «καινοτόμων» μέ τόν Κοραῆ καί τά κηρύγματά του: «Ἔχοντες ὡς νέον εὐαγγέλιον τά περί μεταρρυθμίσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀνόσια καί κακόδοξα τοῦ Κοραῆ γνωματεύματα, ἐξ ὧν ὑμῖν ἐν τοῖς πλείστοις ἡ μεγάλη σοφία, μαθητεύετε τούς Ὀρθοδόξους Ἕλληνας ὅλα τά λουθηροκαλβινικά φρονήματα». Καί αὐτό εἶναι ὀρθότατο. Μέ τίς κινήσεις τῶν εὐρωπαϊστῶν ἤ ἐκσυγχρονιστῶν τῆς τότε ἐποχῆς ἐπιβαλλόταν, τελικά, ὁ Προτεσταντισμός, ὡς νοοτροπία καί πρακτικές, ἡ πλήρης δηλαδή ἀποσύνθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καί ἡ πρόσδεση στό ἅρμα τῆς Εὐρώπης. Ἄλλωστε, δέν γίνονταν αὐτά γιά πρώτη φορά. Ὁ Οἰκονόμος ὑπενθυμίζει τήν ἀνάλογη διαδικασία ἐπί Πατριάρχου Κυρίλλου Λουκάρεως (17ος αἰ.). Καί τότε οἱ «Ἀναμορφωταί» ἀνέμεναν τήν «ἐκ τῆς χυδαίας τῶν Γραφῶν μεταφράσεως… ἀναμόρφωσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Ἁπλῆ σύμπτωση; Τόν 16ον αἰ. μεταφράστηκε στά ἑλληνικά καί τό προτεσταντικό «Εὐχολόγιον ἤ τυπικόν τῆς Λειτουργίας». Τό ἴδιο ὅμως βασικό γιά τήν λατρεία βιβλίο μετατυπώθηκε καί τόν 19ον αἰ., «ἐπιδιορθωθέν καί ἐπεξεργασθέν πρός τό ἑλληνικώτερον» ἀπό τόν Βάμβα! Στήν «νεόμορφον Ἐκκλησίαν», κατά τόν Οἰκονόμον, ἀπέβλεπαν καί ὅλες οἱ προτεσταντικές στήν Ἑλλάδα ἐκδόσεις, μέ τήν καταβλασφήμηση τῶν θείων μυστηρίων καί τελετῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τήν σποράν τῶν «ζιζανίων τῆς κακοδοξίας» καί τήν διαστροφή ἤ ἀθέτηση τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων.
Ἀκόμη καί νέα μουσικά, προτεσταντικῆς συλλήψεως, βιβλία τυπώνονταν γιά τήν ἀλλαγή καί
αὐτῶν τῶν «ἀκουσμάτων» τῆς ὀρθόδοξης λατρείας. Σήμερα, ἄλλωστε, εἶναι πλέον βέβαιο, ὅτι «κύριος σκοπός τῆς προτεσταντικῆς ἱεραποστολῆς» ἦταν «ἡ μεταρρύθμισις τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς μεταρρυθμίσεως», «ὁ ἐκπροτεσταντισμός» της, πού συμβάδιζε μέ τόν ἐξευρωπαϊσμό.
Ἕνα ἀκόμη σημεῖο τῶν εὔστοχων ἐπισημάνσεων τοῦ Οἰκονόμου πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ. Ἀρχή τῆς Βιβλικῆς Ἑταιρείας ἦταν «τό ἀσχολίαστον καί καθαρόν» κείμενο τῶν Γραφῶν σ᾽ ὅλες τίς μεταφράσεις. Γιά τούς Ὀρθοδόξους ὅμως αὐτό σήμαινε, κατά τόν Οἰκονόμο, τήν ἀποβολή «τοῦ κύρους τῆς ἑρμηνείας τῶν θείων Πατέρων, καθώς οἱ Ἀναμορφωταί παραγγέλλουσι». Ἀπώτερος δέ στόχος ἦταν «ἡ διάκρισις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χριστιανισμοῦ ἀπό τοῦ χριστιανισμοῦ τῶν Γραφῶν». Αὐτό ἄλλωστε, εἶχε συμβεῖ στήν προτεσταντική μεταρρύθμιση. Στήν σημερινή θεολογική γλώσσα, θά λέγαμε, διάκριση τοῦ Χριστοῦ τῆς Γραφῆς ἀπό τόν Χριστό τῆς Ἐκκλησίας, κύριο πρόβλημα τῆς προτεσταντικῆς θεολογίας τόν 20ο αἰ. Εἶναι δυνατόν ὅμως νά ὑπάρξει Ὀρθοδοξία χωρίς ἁγίους Πατέρες καί τήν αὐθεντία τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τους; Μέ τήν μετάφραση, συνεπῶς, καί τά παρεπόμενά της ἀνοιγόταν ὁ δρόμος πρός μία «μεταρρυθμισμένη» Νεοελληνική Ἐκκλησία.
4. Ὁ Φαρμακίδης διατεινόταν ὅτι τὰ περὶ νεομόρφου Ἐκκλησίας ἦσαν «φαντασία καὶ δημιούργημα» τοῦ Οἰκονόμου, τὸν ὁποῖο χαρακτηρίζει «τρελό». Ὁ Οἰκονόμος «ἔπλασε —γράφει— καὶ νεόμορφον ἢ νεοελληνικὴν Ἐκκλησίαν ἐν “Ἑλλάδι παρ᾽ Ἑλλήνων ραδιουργουμένην”». Ὁ Βάμβας, ἐξ ἄλλου, κατηγοροῦσε τὸν Οἰκονόμο ὅτι «ἐκφοβίζει τοὺς Ἕλληνας μὲ τὸ πλαστὸν φόβητρον τῆς Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας». Οἱ φόβοι τοῦ Οἰκονόμου δὲν ἦσαν, δηλαδή, παρὰ τεχνητὴ κινδυνολογία.
Προκλητικὴ ἦταν ὁπωσδήποτε καὶ ἡ θέση τοῦ Βάμβα ὅτι «ἡ μετάφρασις τῶν ἱερῶν Γραφῶν… ἐμπορεῖ νὰ λέγεται ὅτι ἔγεινεν διὰ τὴν νεοελληνικὴν Ἐκκλησίαν, ὄχι τὴν δεδουλωμένην, ἀλλὰ τὴν ἐλευθέραν». Μολονότι ὁ Βάμβας ὀρθὰ δίνει ἐδῶ χρονικὴ σημασία στὸν ὅρο «νεοελληνική», ἐκτοξεύει βατύτατο ὑπαινιγμὸ κατὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀνανεώνοντας τὴν κοραϊκὴ ἀντιπάθεια ἀπέναντί του. Ὅλοι οἱ Κοραϊστὲς καὶ συνάμα εὐρωπαϊστές ταύτιζαν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὸ καθεστὼς τῆς Ὀθωμανοκρατίας.
Ὁ Οἰκονόμος ὅμως μὲ εὐστροφία ξεσκεπάζει τὸν ἀντίπαλό του, τονίζοντας τὴν προτεσταντίζουσα σκέψη του: Γιὰ «εὕρεσιν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας —ἀπαντᾶ— καυχῶνται καὶ
οἱ Προτεστάνται». Ὁ δὲ «θεοσεβὴς καὶ φιλόχριστος διδάσκαλος Βάμβας ποίαν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν ζητεῖ καὶ ποίαν νεωτέραν βλέπει εἰς τὴν ἑνότητα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας καὶ ὑποδουλωμένης Ἐκκλησίας;».
Ὁ Οἰκονόμος βρίσκει περαιτέρω τὴν εὐκαιρία νὰ ἀποκαλύψει καὶ τὸ ὑπόβαθρο τῆς σκέψης τῶν ἀντιπάλων του. Ἡ προσδοκία καὶ ραδιουργία «νεομόρφου» Ἐκκλησίας γίνεται, διότι «παντοιοτρόπως» «σπουδάζουν ἀπορρῆξαι τὸν μεταξὺ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας
καὶ τῆς ἐν τῷ Κράτει τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξου θυγατρὸς αὐτῆς πνευματικὸν καὶ ἀδιάρρηκτον σύνδεσμον». Ἡ Μ. Ἐκκλησία κατηγορεῖται ἀπὸ αὐτοὺς ὡς «ξένη» καὶ «ἀσύμφυλος». Τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι τότε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ὑποστηριζόταν ἀπὸ τοὺς παραδοσιακοὺς διὰ τὴν ἐμμονή του στὴν πατερικὴ παράδοση· σήμερα τὸ ὑποστηρίζουν ἔνθερμα οἱ ὑπονομευτὲς τῆς παραδόσεως.
Ὑπῆρχε ὅμως καὶ κάτι βαρύτερο. Ἡ ἀποστρεφομένη τὸν Οἰκονόμο ὁμάδα διέδιδε ὅτι ὁ Οἰκονόμος ἐργαζόταν γιὰ τὴν ἐπανυπαγωγὴ τῆς «αὐτοκέφαλης» Ἐκκλησίας τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ὁ Οἰκονόμος ἀποκρούει μὲ ἀποτροπιασμὸ τὴν σπερμολογία αὐτή. Δὲν διστάζει δὲ νὰ χρησιμοποιήσει καυστικὴ γλώσσα ἀντεπιτιθέμενος καὶ ἀποκαλύπτοντας τοὺς ἀληθινοὺς σκοποὺς καὶ διαθέσεις τῶν ἀντιπάλων του: «Ἀλλὰ τοῦτο πρὸς ὑμᾶς ἀφόρητον φαίνεται καὶ πικρόν, διότι θέλετε τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ἀπεσχισμένην ἀπὸ τῆς ἁγίας αὐτῆς Μητρός, ἄσχετον πρὸς τὰς λοιπὰς αὐτονόμους Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων, ἀνάδελφον, αὐθέκαστον, μεμονωμένην, ἔρημον πάσης προστασίας πνευματικῆς, καὶ ἑπομένως εὐάλωτον καὶ εὐχείρωτον εἰς τοὺς καταθλίβοντας αὐτὴν πολεμίους τῆς εὐσεβείας καὶ τόπον ἐπιτήδειον εἰς κατασκευὴν τῆς ὀνειροπολουμένης Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ σημαντικότερη δὲ καινοτομία δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ τὴν ἀποξένωσή της ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα, ποὺ τὴν κρατοῦν ἑνωμένη μὲ τὴν ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ Ὀρθοδοξία, ὥστε νὰ καταστεῖ πραγματικὰ «νεόμορφος» καὶ «νεοελληνική». Σ᾽ αὐτὴ τὴν διαδικασία, ἀκριβῶς μετεῖχαν ἐνσυνείδητα, κυριαρχούμενοι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ ὡς δῆθεν προόδου, ὁ Φαρμακίδης καὶ ὁ Βάμβας. Δίκαια, λοιπόν, τοὺς ἐρωτᾶ: «Ταῦτα δὲ ποιοῦντες ραδιουργείται Νεοελληνικὴν Ἐκκλησίαν ἢ οὔ;».
5. Συμπερασματικά: Ἡ περὶ «Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας» διένεξη τὸν 19ο αἰ. ἐπιβεβαιώνει, ἀπὸ τὴν πλευρά της, τὴν ὕπαρξη δύο κόσμων στὰ σπλάγχνα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τὸ ἀσύμπτωτο μεταξύ τους καὶ γι᾽ αὐτὸ τὴν ἀναπόφευκτη σύγκρουσή τους. Εἶναι ἡ κορύφωση τοῦ ἰδεολογικοῦ διχασμοῦ, ποὺ ἀρχίζει μετὰ τὸ σχίσμα (1054) καὶ κυρίως μετὰ τὴν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας (1439) καὶ ὁδήγησε στὴ διαμόρφωση μιᾶς ἀνατολικῆς καὶ μιᾶς δυτικῆς παρατάξεως.
Οἱ πρωταγωνιστὲς τῶν δύο μετώπων, τῶν ὁποίων τὴν σκέψη προσεγγίσαμε παραπάνω, μὲ τὴν
σφοδρότητα, ἀλλὰ καὶ ἀπολυτότητά τους, φανερώνον τὴν οὐσιαστικὴ ἀποστασιοποίησή τους. Ἀνήκουν, ὅπως καὶ οἱ ὁμόφρονές τους, σὲ δύο Ἑλληνισμούς, ποὺ δὲν εἶναι πιὰ δυνατὸν νὰ συνυπάρξουν.
Ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος κατηγορεῖτο ὡς ὑπερβολικὸς καὶ φαντασιόπληκτος. Εἶχε ὅμως συλλάβει σὲ μεγάλο βάθος τὰ τεκταινόμενα εἰς βάρος τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεως, μέσα στὸ νεωτεριστικὸ παραλήρημα τῶν ὑπονομευτῶν της. Ἐπισημάνσεις τοῦ Οἰκονόμου, ἀναπόδεικτες τότε, σήμερα ἐπιβεβαιώνονται, διότι ὁ ἀντίκτυπος τῶν τότε γεγονότων φθάνει μέχρι τὶς ἡμέρες μας, ὅπως ἀποδεικνύει λ.χ. ἡ ἐξέλιξη καὶ κατάληξη τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος καὶ στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ προσπάθεια, στὶς τελευταῖες δεκαετίες, τῆς εἰσαγωγῆς μεταφράσεων στὴν λατρεία μας εἶναι ἐπανέκφραση τοῦ πνεύματος τοῦ Φαρμακίδη καὶ τῶν συνεργῶν του. Ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα κυοφορήθηκε ἀπὸ κάθε πλευρὰ τὸν 19ο (κυρίως) αἰώνα; Ἡ μανία τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ καὶ ἐξευρωπαϊσμοῦ συνδέθηκε μὲ τὴν ἀποσύνδεση ἀπὸ τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση καὶ ὅλα τὰ συστατικά της. Οἱ εὐρωπαϊστές μας εὔστοχα ἀντελήφθησαν ὅτι ὁ ἐξευρωπαϊσμὸς εἶναι ἀνεπίτευκτος χωρὶς τὸν ἐκλατινισμὸ καὶ ἐκπροτεσταντισμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ γνωρίζουν πολὺ καλὰ καὶ οἱ σημερινοὶ καινοτόμοι.
''ΕΠΙΚΡΙΣΙΣ'' ΥΠΟ ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΕΞ΄ ΟΙΚΟΝΟΜΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου