Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΧΡΗΣΙΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΑΤΡΕΙΑΝ ΑΠΟΒΛΕΠΕΙ ΕΙΣ ΜΙΑΝ «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ»;


ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ Π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ''ΕΠΙΚΡΙΣΙΣ'' ΤΟΥ ΚΩΝ/ΝΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΕΞ΄ ΟΙΚΟΝΟΜΩΝ


Του π. Γεωργίου Μεταλληνού

1. Η μετάφραση τῆς Ἁγίας Γραφῆς στή Νεοελληνική ἔφερε στό φῶς κατά τήν δεκαετία τοῦ 1830, ὅλα τά ἀκανθώδη προβλήματα τοῦ νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ, στό ἐπίκεντρο τῶν ὁποίων βρισκόταν ἡ σχέση μέ τήν παράδοση καί ὁ κίνδυνος ἀλλοτριώσεως τῆς ἐθνικῆς ταυτότητος, στήν ἀκατάσχετη μανία τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ. Μία πτυχή τῆς προβληματικῆς ἦταν ὁ λόγος «περί Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας».
Ἕνας ὀξύτατος διάλογος ἀναπτύχθηκε μεταξύ τῶν ἐγκριτοτέρων Θεολόγων τῆς ἐποχῆς, διεξαγόμενος μέσω μαχητικῶν ἐκδόσεων, μέ ἀποτέλεσμα ὅλη ἡ ἰκμάδα τῶν ἐθνικῶν δυνάμεων νά δαπανηθεῖ σέ ἀδιέξοδους ἀγῶνες, σέ ἐποχή ἰδιαίτερα κρίσιμη γιά τήν ὀργάνωση καί εὐστάθεια τοῦ ἀδύνατου ἑλληνικοῦ Κράτους. Θά παραθέσουμε, τά κύρια σημεῖα, μιᾶς πρόσφατης μελέτης μας, διότι ἔχει ἄμεση σχέση μέ τίς σημερινές καινοτομίες. Ὁ ὁμόψυχος συνεργάτης καί συναγωνιστής τοῦ Κ. Οἰκονόμου, ἱεροκῆρυξ Γερμανός, ἐκδότης τῆς «Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος», ἀπάντησε σέ δημοσίευμα τοῦ Φαρμακίδη, κατηγορώντας τον, μεταξύ ἄλλων, ὅτι τίς ἀπόψεις του γιά τήν Παλαιά Διαθήκη δέν τίς στήριζε στό κανονικό καί ἐπίσημο κείμενο τῆς μεταφράσεως τῶν Ο´, ἀλλά στήν πρόσφατη μετάφραση τῆς βιβλικῆς Ἑταιρείας, στήν ὁποία βασικός συνεργάτης ἦταν καί ὁ Νεόφυτος Βάμβας. Στό κείμενο τοῦ Γερμανοῦ ὑπῆρχε καί ἡ ἐπισήμανση, ὅτι ἡ ἐπιλογή τοῦ Φαρμακίδη, ὅπως καί ἡ νέα μετάφραση, ἔγιναν «ἐπί χρησταῖς ἐλπίσι διά μίαν Νεοελληνικήν Ἐκκλησίαν». Ὁ Φαρμακίδης θεωρώντας τό κείμενο τοῦ Γερμανοῦ γραμμένο ἀπό τόν Οἰκονόμο, ἀπάντησε τό ἴδιο ἔτος μέ τό ἔργο του «Ὁ ψευδώνυμος Γερμανός», ἐπιμένοντας στήν χρήση, γιά ἐπιστημονικούς λόγους, τῆς μεταφράσεως ἀπό τό πρωτότυπο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Εἰδικά ὅμως τοποθετήθηκε στό θέμα τῆς «Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας» ὁ Νεόφυτος Βάμβας. Τό ἐξ 24 σελίδων κείμενό του τυπώθηκε «τήν 28ην Αὐγούστου 1838». Ὁ Οἰκονόμος βρῆκε τήν μοναδική εὐκαιρία νά ἀνασκευάσει τό τευχίδιο τοῦ Βάμβα σέ ἕνα ὀγκῶδες δικό του ἔργο 368 σελίδων μέ τόν τίτλο: «Ἐπίκρισις…», πού τυπώθηκε στίς ἀρχές τοῦ 1839. Τό ἴδιο ἔτος εἶδε τό φῶς τό ἔργο τοῦ Θ. Φαρμακίδη «Ἀπολογία» (β´ ἔκδοση 1840), μέ ἐκτενή ἀναφορά στό θέμα «περί Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας».

2. Ὁ Οἰκονόμος στήν «Ἐπίκρισίν» του, ἀπέκρουσε τόν ὅρον «νεοελληνική». Τό «ἄχαρι καί κακόζηλον αὐτό ἐπίθετον» ἀποδίδει στόν Γερμανό, ὁ ὁποῖος ὅμως τό χρησιμοποίησε «εἰρωνικῶς», ὅπως λέγει. Θέλοντας ὅμως νά δείξει τήν διαφορετική νοηματοδότηση τοῦ ὅρου ἀπό τούς ἀντιπάλους του, μεταθέτει τό πρόβλημα στήν ἀπέναντι πλευρά: «Πρῶτος τοῦ κακεντρεχοῦς ἐπιθέτου δημιουργός ἀνεφάνη πάλιν αὐτήν τῶν νεωτεριστῶν καί καινοτόμων συμμορία». Ὁ Οἰκονόμος στόν νοηματικό του κώδικα προσέδιδε χρονική σημασία στόν ὅρο, ἐνῶ οἱ ἀντίπαλοί του –κατά τήν δική του κατανόηση– ποιοτική καί ἐθνική, μέ συγκεκριμένη στοχοθεσία: «ἵνα χωρίσωσι παντοιοτρόπως τήν λαλουμένην τῶν Ἑλλήνων διάλεκτον ἀπό τῆς
ἐκκλησιαστικῆς διαλέκτου» καί νά ἐπιτύχουν τελικά τήν κατάργησή της.
Ὁ Βάμβας κατηγοροῦσε τόν Οἰκονόμο, ὅτι «δέν θέλει νά ἀναγινώσκωνται εἰς τήν Νεοελληνικήν γλῶσσαν» οἱ Γραφές. Ὁ ὅρος, ἔτσι, αὐτόματα προσέλαβε τρεῖς χρήσεις: νεοελληνική μετάφραση– νεοελληνική γλώσσα– νεοελληνική Ἐκκλησία, σέ ἄμεση συνάφεια μεταξύ τους. Ὁ Οἰκονόμος, ἀποκρούοντας τόν ὅρο, τόν χαρακτηρίζει ἄγνωστο στήν ἑλληνική γλώσσα. Συνδέει μάλιστα, τήν χρήση του μέ τήν θεωρία τοῦ Φαλμεράϋερ. Ὁ Βάμβας, ἀντίθετα, δεχόταν ὅτι ὁ «ὅρος ἀνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα, τό ὑπαρκτό γλωσσικό πρόβλημα, καί γι᾽ αὐτό θεωροῦσε τήν Μετάφραση ἀναγκαία. Γιά τόν Οἰκονόμο ὅμως τέτοιο πρόβλημα δέν ὑφίστατο, στήν ἔνταση τουλάχιστον, πού νόμιζε ὁ Βάμβας. Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά δηλωθεῖ ἡ διαφορετική προοπτική τῶν δύο κληρικῶν. Γιά τούς ἔχοντες, ὑποτυπώδη ἔστω, σχολική παιδεία πρόβλημα ὀξύ στήν προσέγγιση τῶν Γραφῶν δέν ὑπῆρχε (θέση τοῦ Οἰκονόμου).
Ὁ Βάμβας ὅμως ἀναφερόταν στό εὐρύ καί ἀπαίδευτο στρῶμα τοῦ λαοῦ. Λησμονοῦσε ὅμως, ὅτι βασικό πρόβλημα στήν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν δέν εἶναι ἡ γλώσσα (τά «ρήματα»), ἀλλά τά «νοήματα», τά ὁποῖα χωρίς ἑρμηνευτικά σχόλια μένουν ἀκατανόητα ἤ παρανοοῦνται (θέση τοῦ Οἰκονόμου). Ἄς θυμηθοῦμε ἐδῶ τήν καινοδιαθηκική ἑρμηνευτική ἀρχή: «ἆράγε γινώσκεις ἅ ἀναγινώσκεις;» (Πράξ. 8,30). Διαπιστώνεται, συνεπῶς, ἡ διαμετρική ἀντίθετη τοποθέτηση τῶν δύο ἀνδρῶν.

3. Στήν διαφορά τῆς σύγχρονης γλώσσας ἀπό τήν ἀρχαία, ἔστω καί τήν κοινή, τοποθετοῦσε ὁ Βάμβας τήν ἀνάγκη τῆς Μεταφράσεως. Ὁ λαός, ἔλεγε, «ἔπαυσε νά ὁμιλῆ τήν γλῶσσαν τῶν προγόνων του». Γιατί, λοιπόν, νά «μένη στερημένος τῶν ἱερῶν Γραφῶν, δι᾽ ἔλλειψιν μεταφράσεως αὐτῶν εἰς τήν σημερινή γλῶσσαν;». Ὁ Οἰκονόμος ἀντέτασσε τήν δική του ἐπιχειρηματολογία, στό πλαίσιο τῶν δικῶν του προϋποθέσεων: «οἱ Ἕλληνες ὑπάρχουσιν ἀείποτε Ἕλληνες, λαλοῦσιν καί πρεσβεύουσιν ὀρθόδοξα, ὡς μέλη ἀδιάσπαστα τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Ἡ ἑνότητα ἐθνικότητας, γλώσσας καί πίστεως ἦταν γιά τόν Οἰκονόμο ἀναμφισβήτητη.
Γι᾽ αὐτό δέν ἤθελε νά δεῖ τήν προϊοῦσα χαλάρωσή της. Ἔτσι, φθάνει στό ἀφοριστικό συμπέρασμα: «Ὅστις λέγει καί φρονεῖ σπουδαίως γλῶσσαν νεοελληνικήν, ὁ τοιοῦτος ὑβρίζει (εἰς) τό ἔθνος τῶν Ἑλλήνων».
Στίς σχοινοτενεῖς, ὡς συνήθως, ἀναλύσεις του φαίνεται καί ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖο ἑρμηνεύει ὁ Οἰκονόμος τόν νοῦν τῶν ἀντιπάλων του. Στήν χρήση τοῦ ἐπιθέτου «νεοελληνικός» ἐκεῖνοι, δέν περιορίζονται στήν χρονική του σημασία («Ἕλληνας οὐχί νεωτέρους, ὡς πρός τούς πάλαι προγόνους αὐτῶν κατά χρόνον σημαινομένους»). Αὐτή τήν χρήση δέχεται καί αὐτός. Ὁ Βάμβας καί ὁ Φαρμακίδης, ὅμως, κατά τόν Οἰκονόμον, ἐννοοῦν «πάντῃ νέους καί καινοφανεῖς, νεωστί βλαστήσαντας καί ἐξ ὑπαρχῆς ἀναφανέντας εἰς τήν Ἑλληνικήν γῆν».
Κατά τόν Οἰκονόμο, στόν γλωσσικό κώδικα τῶν ἀντιπάλων του οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες ἦσαν «νεοπολῖται», ξένοι δηλαδή καί διάφοροι πρός τούς ἀρχαίους. Ὁ Οἰκονόμος πιστεύει ὅτι οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες εἶναι «γνήσιοι τῶν πάλαι πατέρων αὐτῶν ἀπόγονοι κατ᾽ ἀδιάκοπον τοῦ γένους σειράν». Ὑπάρχει, δηλαδή, στόν Ἑλληνισμό φυλετική καί ἱστορική συνέχεια, ἡ δέ γλώσσα τῶν νεωτέρων (χρονικά) Ἑλλήνων «ἔστι καί λέγεται καί αὐτή ἑλληνική», πού σημαίνει ὅτι κοντά στήν ἐθνική ὑπάρχει καί γλωσσική συνέχεια. Ἀπό τήν «νεοελληνική γλώσσα» εὔκολα γίνεται ἡ μετάβαση σέ «νεοελληνική Ἐκκλησία», πού ἔχει ἀνάγκη αὐτῆς τῆς γλώσσας. Αὐτό ἀποκρούει τό γενικό– καί αἰσιόδοξο-συμπέρασμα τοῦ Οἰκονόμου: «Ὅστις, λοιπόν, εἰσάγει νεοελληνικήν γλῶσσαν καί φαντάζεται νεοελληνικήν ᾽Εκκλησίαν, ἐν σκότει διαπορεύεται καί ἱστόν ἀράχνης ὑφαίνει δειλαίως παραφρονῶν».
Ὁ Οἰκονόμος πίστευε ὅτι ἡ εἰσαγωγή μιᾶς νέας μορφῆς γλώσσας στήν ἐκκλησιαστική χρήση θά εἶχε ἀναπόφευκτα συνέπειες καί στήν κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας. Κατ᾽ αὐτόν ὁ λόγος περί «νεοελληνικῆς γλώσσης» ἐπεκτεινόταν καί στήν ἀποδοχή «Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία θά ἐκφραζόταν τελικά μέ τήν γλώσσα αὐτή. Τό σημαντικότερο δέ, θεωροῦσε ὅτι αὐτή ἡ πορεία ἦταν προσχεδιασμένη. Μιλεῖ, ἔτσι, γιά «ὀνειροπολουμένην» νεοελληνικήν, ἤ μᾶλλον «διωρισμένην», δηλαδή σχεδιασμένη «νεόμορφον Ἑλληνικήν Ἐκκλησίαν». Ἀποκαλεῖται «νεόμορφος» ὡς σχετιζομένη μέ τούς «Ἀναμορφωτές» (Reformatores), τίς καλβινικές ὁμάδες τῶν μισσιοναρίων, πού ἄρδευαν τόν ἱστορικό ἑλληνικό χῶρο μέ τίς ἑτεροδιδασκαλίες τους.
Ὁ Οἰκονόμος θεωροῦσε τήν «νεόμορφον Ἐκκλησίαν» πραγματοποιήσιμη, διότι μαζί μέ τήν γλώσσα ἀπηλεῖτο καί ἡ παραδοσιακή λατρεία, ἡ ἐσωτερική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τή νέα Μετάφραση, τό κύριο ὄργανο τῆς «καινοτομίας», ραδιουργεῖται κατ᾽ αὐτόν καί ἡ εἴσοδος στήν Ἐκκλησία «νέων εἰς τήν χυδαίαν γλῶσσαν προσευχῶν». Ἡ πεποίθησή του δέ αὐτή ἐρειδόταν στήν ἀπροκάλυπτη προπαγάνδιση ὅλων αὐτῶν ἀπό τούς δυτικούς μισσιοναρίους.
Στήν εἰκονική ἔκρηξη τοῦ Βάμβα: «Ποῖοι διδάσκουν τά περί τῆς Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας;», ὁ Οἰκονόμος ἀπαντᾶ: «Οἱ λεγόμενοι ἱεραπόστολοι καί οἱ τούτων συνεργοί», οἱ Ἕλληνες δηλαδή ὁμοϊδεάτες τους, ὅπως ὁ Βάμβας. «Νεοελληνική εἶναι ἡ «ραδιουργουμένη» Ἐκκλησία ὠς «διαφθειρομένη ὑπό τῶν ψευδαποστόλων ἑλληνική Ἐκκλησία». Ἦταν γνωστός, ἄλλωστε, ὁ σκοπός τῶν δρώντων στήν Ἑλλάδα μισσιοναρίων. Τά τεκμήρια, πού προσάγει ὁ Οἰκονόμος, γιά μᾶς σήμερα εἶναι ἀδιάψευστα. Τό βιβλίο λ.χ. «Παλαιονομία» τοῦ Τιμοθέου (Ἀτιμοθέου κατά τόν Οἰκονόμο) Κληροφίλου καί στήν πραγματικότητα τοῦ S.S. Wilson, πού ἀναφέρεται ρητά στήν ἀναμόρφωση τῆς ὀρθόδοξης λατρείας, τά κηρύγματα τοῦ ἀμερικανοῦ Βοῦργες (Bourgues), πού μιλοῦσε γιά «ἐντελῆ» μεταρρύθμιση τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας μετά τό πραξικοπηματικό αὐτοκέφαλο τοῦ 1833. Ὁ Οἰκονόμος θαρραλέα κατακρίνει τήν σχέση τῶν «καινοτόμων» μέ τόν Κοραῆ καί τά κηρύγματά του: «Ἔχοντες ὡς νέον εὐαγγέλιον τά περί μεταρρυθμίσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀνόσια καί κακόδοξα τοῦ Κοραῆ γνωματεύματα, ἐξ ὧν ὑμῖν ἐν τοῖς πλείστοις ἡ μεγάλη σοφία, μαθητεύετε τούς Ὀρθοδόξους Ἕλληνας ὅλα τά λουθηροκαλβινικά φρονήματα». Καί αὐτό εἶναι ὀρθότατο. Μέ τίς κινήσεις τῶν εὐρωπαϊστῶν ἤ ἐκσυγχρονιστῶν τῆς τότε ἐποχῆς ἐπιβαλλόταν, τελικά, ὁ Προτεσταντισμός, ὡς νοοτροπία καί πρακτικές, ἡ πλήρης δηλαδή ἀποσύνθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καί ἡ πρόσδεση στό ἅρμα τῆς Εὐρώπης. Ἄλλωστε, δέν γίνονταν αὐτά γιά πρώτη φορά. Ὁ Οἰκονόμος ὑπενθυμίζει τήν ἀνάλογη διαδικασία ἐπί Πατριάρχου Κυρίλλου Λουκάρεως (17ος αἰ.). Καί τότε οἱ «Ἀναμορφωταί» ἀνέμεναν τήν «ἐκ τῆς χυδαίας τῶν Γραφῶν μεταφράσεως… ἀναμόρφωσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Ἁπλῆ σύμπτωση; Τόν 16ον αἰ. μεταφράστηκε στά ἑλληνικά καί τό προτεσταντικό «Εὐχολόγιον ἤ τυπικόν τῆς Λειτουργίας». Τό ἴδιο ὅμως βασικό γιά τήν λατρεία βιβλίο μετατυπώθηκε καί τόν 19ον αἰ., «ἐπιδιορθωθέν καί ἐπεξεργασθέν πρός τό ἑλληνικώτερον» ἀπό τόν Βάμβα! Στήν «νεόμορφον Ἐκκλησίαν», κατά τόν Οἰκονόμον, ἀπέβλεπαν καί ὅλες οἱ προτεσταντικές στήν Ἑλλάδα ἐκδόσεις, μέ τήν καταβλασφήμηση τῶν θείων μυστηρίων καί τελετῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τήν σποράν τῶν «ζιζανίων τῆς κακοδοξίας» καί τήν διαστροφή ἤ ἀθέτηση τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων.
Ἀκόμη καί νέα μουσικά, προτεσταντικῆς συλλήψεως, βιβλία τυπώνονταν γιά τήν ἀλλαγή καί
αὐτῶν τῶν «ἀκουσμάτων» τῆς ὀρθόδοξης λατρείας. Σήμερα, ἄλλωστε, εἶναι πλέον βέβαιο, ὅτι «κύριος σκοπός τῆς προτεσταντικῆς ἱεραποστολῆς» ἦταν «ἡ μεταρρύθμισις τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς μεταρρυθμίσεως», «ὁ ἐκπροτεσταντισμός» της, πού συμβάδιζε μέ τόν ἐξευρωπαϊσμό.
Ἕνα ἀκόμη σημεῖο τῶν εὔστοχων ἐπισημάνσεων τοῦ Οἰκονόμου πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ. Ἀρχή τῆς Βιβλικῆς Ἑταιρείας ἦταν «τό ἀσχολίαστον καί καθαρόν» κείμενο τῶν Γραφῶν σ᾽ ὅλες τίς μεταφράσεις. Γιά τούς Ὀρθοδόξους ὅμως αὐτό σήμαινε, κατά τόν Οἰκονόμο, τήν ἀποβολή «τοῦ κύρους τῆς ἑρμηνείας τῶν θείων Πατέρων, καθώς οἱ Ἀναμορφωταί παραγγέλλουσι». Ἀπώτερος δέ στόχος ἦταν «ἡ διάκρισις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χριστιανισμοῦ ἀπό τοῦ χριστιανισμοῦ τῶν Γραφῶν». Αὐτό ἄλλωστε, εἶχε συμβεῖ στήν προτεσταντική μεταρρύθμιση. Στήν σημερινή θεολογική γλώσσα, θά λέγαμε, διάκριση τοῦ Χριστοῦ τῆς Γραφῆς ἀπό τόν Χριστό τῆς Ἐκκλησίας, κύριο πρόβλημα τῆς προτεσταντικῆς θεολογίας τόν 20ο αἰ. Εἶναι δυνατόν ὅμως νά ὑπάρξει Ὀρθοδοξία χωρίς ἁγίους Πατέρες καί τήν αὐθεντία τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τους; Μέ τήν μετάφραση, συνεπῶς, καί τά παρεπόμενά της ἀνοιγόταν ὁ δρόμος πρός μία «μεταρρυθμισμένη» Νεοελληνική Ἐκκλησία.

4. Ὁ Φαρμακίδης διατεινόταν ὅτι τὰ περὶ νεομόρφου Ἐκκλησίας ἦσαν «φαντασία καὶ δημιούργημα» τοῦ Οἰκονόμου, τὸν ὁποῖο χαρακτηρίζει «τρελό». Ὁ Οἰκονόμος «ἔπλασε —γράφει— καὶ νεόμορφον ἢ νεοελληνικὴν Ἐκκλησίαν ἐν “Ἑλλάδι παρ᾽ Ἑλλήνων ραδιουργουμένην”». Ὁ Βάμβας, ἐξ ἄλλου, κατηγοροῦσε τὸν Οἰκονόμο ὅτι «ἐκφοβίζει τοὺς Ἕλληνας μὲ τὸ πλαστὸν φόβητρον τῆς Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας». Οἱ φόβοι τοῦ Οἰκονόμου δὲν ἦσαν, δηλαδή, παρὰ τεχνητὴ κινδυνολογία.
Προκλητικὴ ἦταν ὁπωσδήποτε καὶ ἡ θέση τοῦ Βάμβα ὅτι «ἡ μετάφρασις τῶν ἱερῶν Γραφῶν… ἐμπορεῖ νὰ λέγεται ὅτι ἔγεινεν διὰ τὴν νεοελληνικὴν Ἐκκλησίαν, ὄχι τὴν δεδουλωμένην, ἀλλὰ τὴν ἐλευθέραν». Μολονότι ὁ Βάμβας ὀρθὰ δίνει ἐδῶ χρονικὴ σημασία στὸν ὅρο «νεοελληνική», ἐκτοξεύει βατύτατο ὑπαινιγμὸ κατὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀνανεώνοντας τὴν κοραϊκὴ ἀντιπάθεια ἀπέναντί του. Ὅλοι οἱ Κοραϊστὲς καὶ συνάμα εὐρωπαϊστές ταύτιζαν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὸ καθεστὼς τῆς Ὀθωμανοκρατίας.
Ὁ Οἰκονόμος ὅμως μὲ εὐστροφία ξεσκεπάζει τὸν ἀντίπαλό του, τονίζοντας τὴν προτεσταντίζουσα σκέψη του: Γιὰ «εὕρεσιν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας —ἀπαντᾶ— καυχῶνται καὶ
οἱ Προτεστάνται». Ὁ δὲ «θεοσεβὴς καὶ φιλόχριστος διδάσκαλος Βάμβας ποίαν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν ζητεῖ καὶ ποίαν νεωτέραν βλέπει εἰς τὴν ἑνότητα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας καὶ ὑποδουλωμένης Ἐκκλησίας;».
Ὁ Οἰκονόμος βρίσκει περαιτέρω τὴν εὐκαιρία νὰ ἀποκαλύψει καὶ τὸ ὑπόβαθρο τῆς σκέψης τῶν ἀντιπάλων του. Ἡ προσδοκία καὶ ραδιουργία «νεομόρφου» Ἐκκλησίας γίνεται, διότι «παντοιοτρόπως» «σπουδάζουν ἀπορρῆξαι τὸν μεταξὺ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας
καὶ τῆς ἐν τῷ Κράτει τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξου θυγατρὸς αὐτῆς πνευματικὸν καὶ ἀδιάρρηκτον σύνδεσμον». Ἡ Μ. Ἐκκλησία κατηγορεῖται ἀπὸ αὐτοὺς ὡς «ξένη» καὶ «ἀσύμφυλος». Τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι τότε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ὑποστηριζόταν ἀπὸ τοὺς παραδοσιακοὺς διὰ τὴν ἐμμονή του στὴν πατερικὴ παράδοση· σήμερα τὸ ὑποστηρίζουν ἔνθερμα οἱ ὑπονομευτὲς τῆς παραδόσεως.
Ὑπῆρχε ὅμως καὶ κάτι βαρύτερο. Ἡ ἀποστρεφομένη τὸν Οἰκονόμο ὁμάδα διέδιδε ὅτι ὁ Οἰκονόμος ἐργαζόταν γιὰ τὴν ἐπανυπαγωγὴ τῆς «αὐτοκέφαλης» Ἐκκλησίας τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ὁ Οἰκονόμος ἀποκρούει μὲ ἀποτροπιασμὸ τὴν σπερμολογία αὐτή. Δὲν διστάζει δὲ νὰ χρησιμοποιήσει καυστικὴ γλώσσα ἀντεπιτιθέμενος καὶ ἀποκαλύπτοντας τοὺς ἀληθινοὺς σκοποὺς καὶ διαθέσεις τῶν ἀντιπάλων του: «Ἀλλὰ τοῦτο πρὸς ὑμᾶς ἀφόρητον φαίνεται καὶ πικρόν, διότι θέλετε τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ἀπεσχισμένην ἀπὸ τῆς ἁγίας αὐτῆς Μητρός, ἄσχετον πρὸς τὰς λοιπὰς αὐτονόμους Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων, ἀνάδελφον, αὐθέκαστον, μεμονωμένην, ἔρημον πάσης προστασίας πνευματικῆς, καὶ ἑπομένως εὐάλωτον καὶ εὐχείρωτον εἰς τοὺς καταθλίβοντας αὐτὴν πολεμίους τῆς εὐσεβείας καὶ τόπον ἐπιτήδειον εἰς κατασκευὴν τῆς ὀνειροπολουμένης Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ σημαντικότερη δὲ καινοτομία δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ τὴν ἀποξένωσή της ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα, ποὺ τὴν κρατοῦν ἑνωμένη μὲ τὴν ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ Ὀρθοδοξία, ὥστε νὰ καταστεῖ πραγματικὰ «νεόμορφος» καὶ «νεοελληνική». Σ᾽ αὐτὴ τὴν διαδικασία, ἀκριβῶς μετεῖχαν ἐνσυνείδητα, κυριαρχούμενοι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ ὡς δῆθεν προόδου, ὁ Φαρμακίδης καὶ ὁ Βάμβας. Δίκαια, λοιπόν, τοὺς ἐρωτᾶ: «Ταῦτα δὲ ποιοῦντες ραδιουργείται Νεοελληνικὴν Ἐκκλησίαν ἢ οὔ;».

5. Συμπερασματικά: Ἡ περὶ «Νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας» διένεξη τὸν 19ο αἰ. ἐπιβεβαιώνει, ἀπὸ τὴν πλευρά της, τὴν ὕπαρξη δύο κόσμων στὰ σπλάγχνα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τὸ ἀσύμπτωτο μεταξύ τους καὶ γι᾽ αὐτὸ τὴν ἀναπόφευκτη σύγκρουσή τους. Εἶναι ἡ κορύφωση τοῦ ἰδεολογικοῦ διχασμοῦ, ποὺ ἀρχίζει μετὰ τὸ σχίσμα (1054) καὶ κυρίως μετὰ τὴν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας (1439) καὶ ὁδήγησε στὴ διαμόρφωση μιᾶς ἀνατολικῆς καὶ μιᾶς δυτικῆς παρατάξεως.
Οἱ πρωταγωνιστὲς τῶν δύο μετώπων, τῶν ὁποίων τὴν σκέψη προσεγγίσαμε παραπάνω, μὲ τὴν
σφοδρότητα, ἀλλὰ καὶ ἀπολυτότητά τους, φανερώνον τὴν οὐσιαστικὴ ἀποστασιοποίησή τους. Ἀνήκουν, ὅπως καὶ οἱ ὁμόφρονές τους, σὲ δύο Ἑλληνισμούς, ποὺ δὲν εἶναι πιὰ δυνατὸν νὰ συνυπάρξουν.
Ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος κατηγορεῖτο ὡς ὑπερβολικὸς καὶ φαντασιόπληκτος. Εἶχε ὅμως συλλάβει σὲ μεγάλο βάθος τὰ τεκταινόμενα εἰς βάρος τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεως, μέσα στὸ νεωτεριστικὸ παραλήρημα τῶν ὑπονομευτῶν της. Ἐπισημάνσεις τοῦ Οἰκονόμου, ἀναπόδεικτες τότε, σήμερα ἐπιβεβαιώνονται, διότι ὁ ἀντίκτυπος τῶν τότε γεγονότων φθάνει μέχρι τὶς ἡμέρες μας, ὅπως ἀποδεικνύει λ.χ. ἡ ἐξέλιξη καὶ κατάληξη τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος καὶ στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ προσπάθεια, στὶς τελευταῖες δεκαετίες, τῆς εἰσαγωγῆς μεταφράσεων στὴν λατρεία μας εἶναι ἐπανέκφραση τοῦ πνεύματος τοῦ Φαρμακίδη καὶ τῶν συνεργῶν του. Ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα κυοφορήθηκε ἀπὸ κάθε πλευρὰ τὸν 19ο (κυρίως) αἰώνα; Ἡ μανία τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ καὶ ἐξευρωπαϊσμοῦ συνδέθηκε μὲ τὴν ἀποσύνδεση ἀπὸ τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση καὶ ὅλα τὰ συστατικά της. Οἱ εὐρωπαϊστές μας εὔστοχα ἀντελήφθησαν ὅτι ὁ ἐξευρωπαϊσμὸς εἶναι ἀνεπίτευκτος χωρὶς τὸν ἐκλατινισμὸ καὶ ἐκπροτεσταντισμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ γνωρίζουν πολὺ καλὰ καὶ οἱ σημερινοὶ καινοτόμοι.


''ΕΠΙΚΡΙΣΙΣ'' ΥΠΟ ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΕΞ΄ ΟΙΚΟΝΟΜΩΝ


ΚΑΝΟΝΟΜΑΧΟΙ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΟΛΑΤΡΕΣ


1. Ιερές εικόνες και θείοι κανόνες

Θα διερωτάτο κάποιος· γιατί κάνουμε αυτόν τον παραλληλισμό ή το συσχετισμό. Κάνουμε αυτόν τον παραλληλισμό ή αύτη την παράλληλη σύνδεση, γιατί οι θείοι και Ιεροί κανόνες είναι οι «εικόνες» της Εκκλησίας. Εκφράζουν και αποτυπώνουν τη συνείδηση της Εκκλησίας. Οι κανόνες αυτοί μας υποδεικνύουν, τι θέλει η Εκκλησία, και ορίζουν, πως θα ιδρύονται, πως θα οργανώνονται και πως θα λειτουργούν και θα δρουν οι κατά τόπους Εκκλησίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν την καθόλου Εκκλησία, σαν άλλες εικόνες Της. ’λλα και οι κανόνες αυτοί καθορίζουν τα περί της τάξεως και ενότητας μέσα στην καθόλου Εκκλησία, η οποία έτσι θα δίδει στον κόσμο μία καλή εικόνα της παρουσίας Της σ' αυτόν.

Aλλ' εκτός τούτων -για να εξετάσουμε τα πράγματα και ουσιαστικώτερα - οι ι. κανόνες είναι μία απόρροια, ένα απαύγασμα της δογματικής διδασκαλίας και αλήθεια της Εκκλησίας, αποτελούν μία εφαρμογή των δογμάτων της πίστεως Της. Όπως ορθά τονίζει ο VI. Lossky, «οι κανόνες, οι οποίοι ρυθμίζουν την ζωήν της Εκκλησίας «εν τη γηΐνη αυτής όψει» είναι αχώριστοι των Χριστιανικών δογμάτων. Δεν είναι νομικοί κανονισμοί κυρίως ειπείν, αλλ' εφαρμογαί των δογμάτων της Εκκλησίας» (1). Και ο καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης σημειώνει στην « Εκκλησιολογία » του: «Οι στηρίζοντες το εκκλησιαστικόν πολίτευμα ιεροί κανόνες, κεκτημένοι χαρακτήρα καθολικόν και αιώνιον, οίος είναι και ο προορισμός της Εκκλησίας, συγκροτούσι το θετικόν δίκαιον αυτής, το ρυθμίζον τας μεταξύ των μελών της σχέσεις, ώστε «πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω " (Α' Κορ. 14,40)» (2).

Και ο Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος πολύ εύστοχα παρατηρεί: «Τα ζητήματα της Εκκλησίας είναι ζητήματα ζωής, εις την οποίαν δεν χωρίζεται η θεωρία από την πράξιν. Ο χωρισμός των ζητημάτων της Εκκλησίας εις δήθεν θεωρητικά και πρακτικά οδηγεί εις διάσπασιν του εκκλησιαστικού οργανισμού και αντινομίαν εν τω βίω » (3).

Τοιουτοτρόπως η δογματική αλήθεια της Εκκλησίας, η εκκλησιολογία Της και οι ι. κανόνες της αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα. Γι' αυτό οι ιεροί κανόνες της Εκκλησίας δίνουν μίαν αυθεντική εικόνα της Εκκλησίας και της Εκκλησιολογίας Της, δίνουν την ταυτότητα της στην καθημερινή, γήινη Της όψη, ζωή και δραστηριότητα.

Το ερώτημα βεβαίως που προκύπτει ευθύς αμέσως είναι, ποιοι κανόνες δίνουν αυτήν την αυθεντική εικόνα της Εκκλησίας και της Εκκλησιολογίας Της; Βεβαίως και ασφαλώς πρέπει να διευκρινίσουμε και να τονίσουμε, ότι κανόνες οι όποιοι δίνουν αυτήν την αυθεντική εικόνα είναι οι αυθεντικοί κανόνες της Εκκλησίας, οι αλάθητοι κανόνες Της, οι κανόνες, οι όποιοι έχουν θεσπισθεί ή επικυρωθεί από τις Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας. Αυτοί που την εξέφρασαν εν αγίω Πνεύματι, με την επιστασία του αγίου Πνεύματος και την εκφράζουν διηνεκώς και μονίμως διαχρονικώς και διατοπικώς, αιωνίως και οικουμενικώς, καθολικώς.

Τα ανωτέρω στηρίζονται και στον α' καν. της Ζ' Οίκουμ. Συνόδου, όπου οι Πατέρες αυτής διακηρύσσουν: «... ἀσπασίως τούς θείους κανόνας ἐνστερνιζόμεθα καί ὁλόκληρον τήν αὐτῶν διαταγήν καί ἀσάλευτον κρατύνομεν τῶν ἐκθέντων ὑπό τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε Ἁγίων ἕξ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί τῶν τοπικῶς συναθροισθειςῶν ἐπί ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων καί τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν ἐξ ἑνός γάρ και τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τά συμφέροντα» (4).

Επίσης στον β' κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, ο όποιος αποτελεί ένα είδος επίσημης συνοπτικής κωδικοποιήσεως των ιερών κανόνων της Εκκλησίας, διακηρύσσεται: « Ἔδοξε δε καί τοῦτο τῇ ἁγίᾳ ταύτῃ συνόδω κάλλιστα τε καί σπουδαιότατα, ὥστε μένειν καί ἀπό τοῦ νῦν βεβαίους καί ἀσφαλεῖς, πρός ψυχών θεραπείαν καί ἰατρείαν παθῶν, τούς ὑπό τῶν πρό ἡμῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων δεχθέντας καί κυρωθέντας, ἀλλά μήν καί παραδοθέντας ἡμῖν ὀνόματι τῶν ἁγίων καί ἐνδόξων Ἀποστόλων ὀγδοήκοντα πέντε κανόνας... καί τούς λοιπούς πάντας Ἱερούς κανόνας, τούς ὑπό τῶν ἁγίων καί μακαρίων ἡμῶν ἐκτεθέντας (5).... Καί μηδενί ἐξεῖναι τούς προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ἤ ἀθετεῖν, ἤ ἑτέρους παρά τούς προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας, ψευδεπιγράφως ὑπό τινων συντεθέντας, τῶν τήν ἀλήθειαν καπηλεύειν ἐπιχειρησάντων. Εἰ δέ τίς ἁλῷ (=συλληφθεί) κανόνα τινά τῶν εἰρημένων καινοτόμων, ἤ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται κατά τόν τοιοῦτον κανόνα, ὡς αὐτός διαγορεύει, τήν ἐπιτιμίαν δεχόμενος, καί δι' αὐτοῦ ἐν ὧπερ πταίει θεραπευόμενος » ( 6 ).



2. Οι κανονομάχοι

Βάσει, λοιπόν, και αυτών των αυθεντικών κανόνων:

α) Όσοι δεν ασπάζονται και δεν ενστερνίζονται τους θείους κανόνες, δεν ακολουθούν τους Πατέρες των Συνόδων και κάπου χωλαίνουν.

β) Όσοι δεν δέχονται, ότι θεσπίσθηκαν από τους Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων με το φωτισμό του Αγ. Πνεύματος, τ.ε. με τη θεία επιστασία, απιστούν ως προς την μαρτυρία -διδασκαλία των πατέρων - κανόνων των Οικουμενικών Συνόδων.

γ) Όσοι δεν δέχονται, ότι είναι από την επικύρωση τους αυτή βέβαιοι και ασφαλείς για τη θεραπεία ψυχών και την ιατρεία παθών, γίνονται πρόσκομμα στη σωτηρία των πιστών.

δ) Όσοι παραχαράσσουν, ή αθετούν, ή δέχονται άλλους αντίθετους προς την αλήθειαν και την ορθότητα αυτών των κανόνων, νοθεύουν την αλήθεια και εκκλίνουν προς πλάνη και αίρεση, γιατί αντιτίθενται στους κανόνες.

ε) Όσοι καινοτομούν ή επιχειρούν να ανατρέχουν κάποιον από αυτούς τους κανόνες, σαφώς είναι κανονομάχοι.

Και για να μιλήσουμε με ένα-δύο παραδείγματα: Όσοι μετατρέπουν το πρωτείο ή τα πρεσβεία τιμής που αναγνωρίζουν οι κανόνες σε πρωτεία εξουσίας και δυνάμεως (παπική εξουσία « ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»), ή όσοι μετατρέπουν και αναθεωρούν τα επιτίμια που προβλέπουν οι κανόνες για τη θεραπεία και τη σωτηρία των ψυχών των πιστών σε ποινές η κυρώσεις (δεσποτική εξουσία « ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»), για να τιμωρήσουν σωματικώς ή κοινωνικώς τους κληρικούς ή τους λαϊκούς, πρέπει να κρίνουν, μήπως κι αυτοί εμπίπτουν στην κατηγορία των κανονομάχων ;

Περαιτέρω θα λέγαμε, διευρύνοντες τα πράγματα: περισσότερο κανονομάχοι είναι και όσοι διδάσκουν τους άλλους να μην τηρούν τους κανόνες, όχι εκείνοι που δεν τηρούν τους κανόνες. Εκείνοι που δεν τηρούν και δεν εφαρμόζουν τους κανόνες, είτε από άγνοια, είτε από αδυναμία, είτε από αμέλεια και αδιαφορία, απλώς είναι αμαρτωλοί, αλλά όσοι διδάσκουν να μη τηρούνται οι κανόνες δεν είναι μόνο αμαρτωλοί, αλλά είναι και αιρετικοί.

Επίσης κανονομάχοι είναι και όσοι ισχυρίζονται ότι οι κανόνες είναι καιρικοί, πρόσκαιροι και προσωρινοί και ότι μπορούμε να τους αλλάζουμε, όπως και τους νόμους της Πολιτείας, οι όποιοι δεν έχουν ούτε διεκδικούν το αλάθητο, και γι' αυτό τους καταργούμε και θεσπίζουμε άλλους.

Ωσαύτως κανονομάχοι είναι και όσοι διατείνονται ότι οι κανόνες έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, χωρίς να έχουν λόγο ή χωρίς να έχουν ερευνήσει επισταμένως και επιστημονικώς το θέμα βάσει των άρχων της ερμηνείας και εναρμονίσεως των κανόνων (7). Και αυτοί νομίζουν ότι «κάτι» γνωρίζουν. Και εδώ επικρατεί η αρχή και η συνέπεια της ημιμάθειας.

Επίσης κανονομάχοι λογίζονται και όσοι καταβιβάζουν τους θείους κανόνες στο επίπεδο των διαφόρων ανθρωπίνων νόμων, ή αντιθέτως, όσοι αναβιβάζουν δικές τους κανονιστικές διατάξεις στο επίπεδο των ιερών κανόνων, προτού ακόμη μία Οικουμενική Σύνοδος να τους δώσει αυτήν την αυθεντία και τη σφραγίδα, εάν βεβαίως την αξίζουν.

Κανονομάχοι δεν είναι μόνο, όσοι προβαίνουν στις ανωτέρω ενέργειες ή και απόπειρες ή ισχυρογνώμονες γνωμοδοτήσεις, αλλά και όσοι παρακινούν ή παρωθούν τους ασχολούμενους με τους κανόνες, τους κανονολόγους, να προβαίνουν στις ανωτέρω ενέργειες και θεωρήσεις, καθώς και όσοι επιτίθενται προς αυτούς. Βεβαίως κανονομάχοι (τουλάχιστον εμμέσως) είναι και όσοι κανονολόγοι αδιαφορούν για την καθ' οιονδήποτε τρόπο παραχάραξη ή αλλοίωση ή τροποποίηση, ή αθέτηση των ι. κανόνων, για να μην δυσαρεστούν ή τα «χαλάνε» με τους κρατούντες ή τις κυκλοφορούμενες κοσμικές αντιλήψεις ή απαιτήσεις της εποχής τους.

Ασφαλώς κανονομάχοι είναι -ίσως χωρίς να το θέλουν- και όσοι θέλουν να γίνουν βασιλικώτεροι του βασιλέως, επί του προκειμένου, εκκλησιαστικώτεροι των ι. κανόνων, όσοι δηλ. θέλουν να γίνουν «ευσεβέστεροι» από ό,τι υποδεικνύουν αυτοί οι κανόνες της Εκκλησίας. Πρβλ. τους νηστεύοντες και άλλα Σάββατα πλην του Μεγάλου Σαββάτου, παρά τη ρητή υπόδειξη τους.

Κανονομάχοι, λοιπόν, δεν είναι όσοι δεν εφαρμόζουν από τυχόν άγνοια ή αδυναμία τους ι. κανόνες, αλλά όσοι δεν τους τηρούν, όσοι δεν τους φυλάσσουν ως παρακαταθήκη και όσοι δεν τους περιβάλλουν, αλλά τους αναθεωρούν και τους παραθεωρούν, ή τους παραμερίζουν.



3. Κανονολάτρες

Τέλος, κανονομάχοι αποβαίνουν και όσοι απολυτοποιούν την ισχύ των κανόνων και μάλιστα εκείνων που επιλέγουν αυτοί, και θέλουν «σώνει και καλά» να τους εφαρμόζουν πάντοτε -ιδίως στους άλλους- παραθεωρούντες την ανθρώπινη φύση και την ανθρώπινη αδυναμία και ασθένεια. Αυτοί εμφανίζονται ως ανυποχώρητοι υπέρμαχοι των ιερών κανόνων, προσκολλημένοι στον τύπο του γράμματος. Αυτούς μπορούμε κάλλιστα να τους χαρακτηρίσουμε ως κανονολάτρες, όπως άλλοτε οι εικονολάτρες. Όμως σε τελική, βέβαια, ανάλυση καταντούν κανονομάχοι, γιατί δίνουν εσφαλμένη εντύπωση στους ανθρώπους περί του σκοπού τους και του χαρακτήρα τους.

Οι κανονολάτρες αυτοί δίνουν την αφορμή στους ασθενείς κατά την ορθόδοξο πίστη και τον γνήσιο εκκλησιαστικό βίο να νομίζουν εσφαλμένως, ότι οι ι. κανόνες δεν εκφράζουν το πνεύμα της δικαιοσύνης και της αγάπης του Ευαγγελίου, άλλα ότι είναι σκληροί νομικίστικοι τύποι.

Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυρισθεί κάποιος ότι αυτοί οι κανονολάτρες δεν είναι λιγώτερο επικίνδυνοι από τους κανονομάχους. Η μη καλή γνώση τους του Κανονικού Δικαίου και των θεσμών της Εκκλησίας, όπως είναι η εκκλησιαστική Οικονομία, έχει τις δυσμενείς αυτές επιπτώσεις. Η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την άγνοια, όπως γνωρίζουμε ήδη.

Αυτοί δεν γνωρίζουν καλά, ότι εάν το κύρος και η αυθεντία των θείων κανόνων είναι απόλυτη, και έτσι μπορούν να αποτελούν απλανείς οδηγούς, γενικώς και διαχρονικώς, αντιθέτως η ισχύς τους και η εφαρμογή τους είναι σχετική, ότι δηλαδή έχει να κάνει με τις περιστάσεις, με τις περιπτώσεις, τις προσωπικές ή τις μερικές, και με τις ανθρώπινες αδυναμίες. Τις εν λόγω καταστάσεις, προϋποθέσεις και συνθήκες, θα τις κρίνει βεβαίως το εκάστοτε αρμόδιο εκκλησιαστικό επισκοπικό, ή συνοδικό, ή εντεταλμένο απ' αυτό όργανο, το οποίο θα χορηγεί αναλόγως την οικονομία, τ.ε. την άδεια για παρέκκλιση από τους κανόνες εκ των προτέρων ή την συγχώρηση για την παράβαση τους εκ των υστέρων.

Αυτοί δεν γνωρίζουν το θεσμό της εκκλησιαστικής οικονομίας, ο όποιος παρέχει στα αρμόδια όργανα της Εκκλησίας το δικαίωμα να χορηγούν την άδεια ή τη συγχώρηση για κάποια πρόσκαιρη και λογική παρέκκλιση από την πιστή εφαρμογή των ι. κανόνων, όχι των δογμάτων, πάντοτε βεβαίως από χριστιανική αγάπη και προς σωτηρία των ανθρώπων (8). Δεν γνωρίζουν ότι υπάρχει το μέτρο της εκκλησιαστικής οικονομίας που είναι η εν Χριστώ ελευθερία, την οποία έχει η Εκκλησία να διαχειρίζεται τη θεία Χάρη, για να διευθετεί τα του οίκου Της, βεβαίως πάντοτε προς ψυχική

ωφέλεια του ανθρώπου, ο όποιος βρίσκεται εντός και έκτος Αυτής (9) , και όχι προς το ίδιον των οργάνων αυτής υλικό ή κοσμικό συμφέρον.

Δεν μπορούν ίσως ακόμη να αντιληφθούν ή να κατανοήσουν, ότι η οικονομία αυτή λειτουργεί έτσι, ώστε να μη μπορεί να δικαιολογηθεί καμμία κατάργηση η αναθεώρηση, ή τροποποίηση των ι. κανόνων.

Αυτοί δεν ενθυμούνται ή κάνουν πως δεν ενθυμούνται τους λόγους του Κυρίου, που δίδαξε, ότι « Τό Σάββατον διά τόν ἄνθρωπον ἐγένετο καί οὐχ ὁ ἄνθρωπος διά τό Σάββατον » ( Μαρκ. 2,27), χωρίς βεβαίως να καταργήσει το Σάββατο. Τελικά αυτοί δεν καταντούν μόνο κανονομάχοι, αλλά και ανθρωπομάχοι, ή μήπως και ανθρωποκτόνοι;



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. V. Lossky - Μετάφρ. Στ. Πλευράκη, Ἡ μυστική θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1964, σελ. 206. Πρβλ. Κων. Μουρατίδου, Ἡ συνταγματική κατοχύρωσις τῶν ἱ. κανόνων,«Κοινωνία», τομ. ΙΖ' (1974), σελ. 150-151.
2. Ιω. Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, ( Δογματικῆς Τμῆμα Ε'), Αθή ναι 1973, σελ. 520.
3. Διονυσίου Ψαριανού, Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης,Χαριστήριος Ὠδή, εν Αθήναις 1969, σελ. 168.
4. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων,τόμ. Β', σελ. 556.
5. Στη συνέχεια εκτίθενται ονομαστικώς οι σχετικοί κανόνες.
6. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, τόμ. Β', σελ. 308-310.
7. Βλ. Παν. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, Εκδ. Γ' Ἐπηυξημένη, εκδ. «Γρηγόρη», Αθήνα 2002, σελ. 69 εξ.: «Ὁ ἑρμηνευτής καί οἱ προϋποθέσεις ἑρμηνείας τῶν ἱ. κανόνων», και « Ἀρχές ἑρμηνείας ( καί ἐναρμονίσεως ) τῶν ἱ. κανόνων».
8. Βλ. Παν. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, σελ. 51.
9. Βλ. Παν. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, σελ. 60.

Ἐκκλησία ΠΔ΄ , τευχ. 11, 2007, σ. 915-919


(ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΜΑΣ BLOG)

ΟΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΘΕΤΕΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ


Κάτω από τον μανδύα μιας ατέλειωτης «οικονομίας», υποβαθμίζονται εως καταργήσεως οι περισσότεροι Ί. Κανόνες. Έτσι, εκείνο πού ό πατριάρχης έπρέσβευε και έπρότεινε θεωρητικά στην διατριβή του «Περί καταργήσεως Ι. Κανόνων», δεν πραγματοποιήθηκε δια του βιβλίου του, γιατί υπήρξε αντίδραση του Όρθοδόξου πληρώματος της Εκκλησίας. Ό,τι δεν επέτυχε τότε, ελπίζει πώς θά το επιτύχει τώρα δι' άλλης οδού, αφού ώς Πατριάρχης νομίζει πώς «παπικώ τω τρόπω» μπορεί έμπρακτα νά αθετεί τους Ιερούς Κανόνες! Γιατί βέβαια, είναι πολλοί οί Ί. Κανόνες πού απαγορεύουν συμπροσευχές με αιρετικούς. Και άρα, εμφανίζονται ώς εμπόδια στον δρόμο τού Οικουμενισμού πού πορεύεται τό Φανάρι.

Ας καταφύγουμε και πάλι στά κείμενα. Σύμφωνα μέ ερμηνεία ενός Κανόνος άπό τόν Βαλσάμωνα «τους αιρετικούς "ώς μύση βδελύττεσθαι, ού μην οίκειούσθαι όφείλομεν". Στην ερμηνεία άλλου, παρόμοιου κανόνος αναφέρεται ότι "τους αιρετικούς και τάς εκείνων τελετάς ύπό των Όρθοδόξων βδελύττεσθαι χρή» (Ερμηνεία εις τόν με' και μς' αποστολικούς, Ρ.G.137,129 ΒC, στό: Οί Αγώνες των Μοναχών..., ότ. παρ., σελ. 364).
Απευθυνόμενος ό Μ. Αθανάσιος, κυρίως προς τους επισκόπους (αλλά και κληρικούς και μονάζοντες και τους λοιπούς των Χριστιανών), λέγει: «μη συνεύχου μετά αιρετικών ή μετά εθνικών και γένηται ή προσευχή σου άπρόσδεκτος'·... Αγάπα δε πάντα άνθρωπον· και ειρήνευε μετά πάντων, χωρίς αιρετικών· ο γαρ αιρετικός λύκος εστί της του Χριστού ποίμνης και του Αντίχριστου πρόδρομος» (Μ. Αθανασίου, Πίστις τών αγίων τριακοσίων δέκα και οκτώ ίγίων θεοφόρων Πατέρων τών εν Νικαία, [Sp.]: ν. 28, ρ. 1640,Ι. 25).

Βέβαια δέν έχουμε μόνο τις γνώμες θεολόγων και τών Πατέρων, άλλα πληθώρα Ί. Κανόνων πού ρυθμίζουν αυτά τά θέματα. Νά μερικοί:

Κανών ΙΑ' τών Αγίων Αποστόλων: «Ει τις καθηρημένω, κληρικός ων, κληρικώ συνεύξηται, καθαιρείσθω και αυτός».

Κανών ΜΕ' τών Αγίων Αποστόλων: «Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος αίρετικοίς συνευξάμενος, μόνον, άφοριζέσθω, ει δε έπέτρεψεν αυτοίς ώς Κληρικοίς ένεργήσαι τι, καθαιρείσθω».

Κανών ΞΔ' τών Αγίων Αποστόλων: «Ει τις Κληρικός ή Λαϊκός είσέλθοι εις συναγωγήν Ιουδαίων ή αιρετικών προσεύξασθαι και καθαιρείσθω και άφοριζέσθω».

Κανών ΟΑ' τών Αγίων Αποστόλων: «Ει τις Χριστιανός έλαιον άπενέγκοι εις ιερόν εθνών, ή εις συναγωγήν Ίουδαίων έν ταίς έορταίς αυτών, ή λύχνους άπτοι, άφοριζέσθω».

Κανών ΣΤ' της έν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: «Περί του μή συγχωρείν τοις αιρετικοίς εισιέναι εις τον οίκον του Θεού, επιμένοντας τη αίρέσει».

Κανών ΛΒ' της έν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: «Ότι ού δει αιρετικών ευλογίας λαμβάνειν, αιτινές είσιν άλογίαι μάλλον ή εύλογίαι».

Κανών ΛΓ' τής έν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: «Ότι δει αίρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι».

Καί: «όποιος κοινωνεί με άκοινώνητο, νά είναι άκοινώνητος, διότι επιφέρει σύγχυση στην κανονική τάξη τήςΈκκλησίας». Και πάλι: «Όποιος δέχεται τόν αιρετικό. υπόκειται στις ίδιες τιμωρίες μ' έκείνον» (έρμην. ΜΕ' Αποστολ.).

Τί είναι, όμως, οί Ί. Κανόνες γιά κάποιους Αρχιερείς; Λάστιχο γιά νά τό τεντώνουν κατά βούλησιν; Ή συλλογή τών Ί. Κανόνων «είναι ή μετά τάς άγιας Γραφάς, αγία Γραφή... Τά μετά τά πρώτα και θεόπνευστα λόγια, δεύτερα θεόπνευστα λόγια», γράφει ό άγιος Νικόδημος και συνεχίζει: «Αύτη εστί τά αιώνια όρια, α έθεντο οι Πατέρες».

Πώς λοιπόν, ό Πατριάρχης διαχωρίζει αυτούς τους θεόπνευστους Ί. Κανόνες, και κάποιους έξ αυτών (πού έχουν μάλιστα σχέση με τά τής πίστεως) τους ύποβαθμίζει, άλλους δέ (πού έχουν σχέση με τήν Διοικητική εξουσία τού Πατριαρχείου, π.χ. στις «νέες χώρες») τους υπερτονίζει, και παρουσιάζεται γιά τις δεύτερες άνελαστικός, σκληρός και άτεγκτος στην τήρηση τους, ένώ κάποιους άπό τους πρώτους τους παραμερίζει;

Γιά τούς 'Ι. Κανόνες όχι μόνο οι δογματολόγοι καθηγητές Πανεπιστημίου ή κάποιος ΄Αγιος, αλλά και Οικουμενικές Σύνοδοι μας έχουν διδάξει πώς νά τους βλέπουμε: Οί Πατέρες τής Ζ' Οικουμενικής Συνόδου γράφουν: «Άσπασίως τους θείους Κανόνας έστερνιζόμεθα και όλόκληρον τήν αυτών διαταγήν καί άσάλευτον κρατύνομεν τών εκτεθέντων ύπό τών σαλπίγγων τον Πνεύματος». Μπορούμε, λοιπόν, νά τους χρησιμοποιούμε κατά βούλησιν;

Ο δέ άγιος Νικόδημος λέγει προφητικά: πώς άν βγάλουμε«τους ιερούς κανόνες άπό τήνΈκκλησίαν, παρευθύς έπεισέρχεται ή αταξία καί έκ τής αταξίας άπασα ή ιερά αυτής διακόσμησις άφανίζεται» (Πηδάλιον, σ. ιζ').

Και ποιοί έχουν τήν ευθύνην γιά τήν τήρηση τών Ί. Κανόνων; Όλοι οί πιστοί ώς φύλακες τής Όρθοδοξίας, μά περισσότερο οί Ποιμένες και ιδιαιτέρως οί πρώτοι τών Ποιμένων, λέγει ό Μ. Φώτιος: «Ή τών αληθών κανόνων φυλακή σπουδαίω μεν έποφείλεται παντί, πολύ δέ πλέον τοίς άπ' εύθύνην τά τών άλλων ύπό τής προνοίας ήξιωμένοις· καί τούτων έτι μάλιστα τοίς έν αύτοίς τούτοις πρωτεύειν λαχούσιν. Όσω γαρ υπερέχουσι, τοσούτω νομοφυλακείν όφείλουσι» (Μ. Φωτίου, Επιστολή γ΄απολογητική προς Πάπαν Νικόλαον).

Και στόν 'Επίλογο τών Κανόνων τών Αγίων Αποστόλων τονίζεται: «Ταύτα περί Κανόνων διατετάχθω υμίν, ώ Επίσκοποι. Ύμείς δέ εμμένοντες αυτοίς σωθήσεσθε και είρήνην έξετε, άπειθούντες δέ κολασθήσεσθε και πόλεμον μετ' αλλήλων άΐδιον έξετε, δίκην τής ανηκοίας την προσήκουσαν τιννύντες» (Πηδάλιον, σ. ιθ'-κ').


ΠΗΓΗ ''Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥΣ
ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ ΚΑΙ Ο ΟΙΚ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ''
ΣΕΛ. 77-80


(ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΜΑΣ BLOG)

ΚΑΥΤΗ ΚΑΙ ΑΝΥΔΡΟΣ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μία καυτή ἔρημος. Ὁ ἥλιος, στό μεσουράνημά του, ρίχνει τίς κατακόρυφες, καυτές του ἀκτίνες, ἐπάνω στόν μοναχικό ταξιδιώτη...













ΠΗΓΗ ''ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ''

Ο ΦΟΒΟΣ (3ο ΜΕΡΟΣ)


Ποιές είναι οι προϋποθέσεις της απόκτησης του φόβου του Θεού;

«Ο φόβος του Θεού [...] λέγεται είναι γέννημα της πίστε­ως» (ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος, ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κε­φάλαια διάφορα). Από την άλλη πλευρά συνδέεται άμεσα με την εφαρμο­γή των εντολών (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-Ψαλμός 111, 1. Ομιλία-Ψαλμός 127, 1), όπως δείχνει ο Ψαλμωδός: «Μακάριος ανήρ ο φοβούμενος τον Κύριον, εν ταις εντολαίς αυτού θελή­σει σφόδρα» (Ψαλμ. 111, 1)· «Μακάριοι πάντες οι φοβούμε­νοι τον Κύριον, οι πορευόμενοι εν ταις οδοίς αυτού» (Ψαλμ. 127, 1), και ο Εκκλησιαστής: «Τον Θεόν φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε» (Εκκλ. 12, 13). Σε τέτοιο σημείο μάλι­στα ώστε οι Πατέρες συχνά να κατανοούν ως φόβο του Θεού την εφαρμογή των εντολών (Βλ. για παράδειγμα ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Προς Θαλάσσιον). Επειδή ο άνθρωπος εκδηλώνει ότι κατέχει πραγματικά τούτη την αρετή μόνο με την συμμόρ­φωση και την υπακοή του στο θέλημα του Θεού, όπως αυτό εκφράζεται στις εντολές. Οι ίδιοι οι δαίμονες, επίσης, φοβούνται το Θεό, αλλά ο φόβος τους δεν είναι ενάρετος, διότι τούτο θα σήμαινε την αναγνώριση της παντοδυναμίας Του· ο δαιμονικός φόβος δεν συνοδεύεται από την πραγμάτωση του θελήματός Του.

Μία άλλη προϋπόθεση (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος, ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγος ασκη­τικός) αποτελεί ο αποχωρισμός από τις περισπάσεις του κόσμου τούτου, η πνευματική αμεριμνία έναντι των γήινων πραγμάτων. Επίσης την απόκτηση του κα­τά Θεόν φόβου ευνοούν εξίσου η μνήμη του θανάτου (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ,Κλίμαξ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Δι­δασκαλία) και του τελικού στόχου (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ,Λόγος, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία) καθώς και η ησυχία (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ,Λόγος), που συνδέονται στενά με τις προηγούμενες στάσεις. Παρόμοια λειτουργούν και η τακτική επισκόπηση της συνείδησης (Πρβλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία)75, ηεπίγνωση της αμαρτωλότητάς του (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), το πένθος(Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΑΖΗΣ, Επιστολή) και τα δάκρυα (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ,Κλίμαξ). Σε όσους επιζητούν την απόκτηση της συγκεκριμένης αρετής, οι Πατέ­ρες συνιστούν τη συχνή συναναστροφή με έναν πνευματικό άνθρωπο που ήδη τη διαθέτει (Πρβλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία, ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑ­ΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Ποιμήν).

Δεν πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε ότι ο φόβος του Θεού ως αρετή αποτελεί εκδήλωση της χάρης και ότι αν οι προ­σπάθειες του ανθρώπου είναι απαραίτητες για την απόκτησή του, είναι και παραμένει πάντοτε ένα δώρο του Θεού· οφεί­λει λοιπόν να του το ζητήσει με την προσευχή(Πρβλ. ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγος ασκητικός, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος, ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή). Μέσω αυτής κυρίως, ο άνθρωπος είναι σε θέση να εξαγνιστεί. Το γεγονός αυτό του επιτρέπει να συνέχεται από το φόβο του Θεού· για­τί είναι ανίκανος να τον δοκιμάσει, ακόμη και στις εισαγωγι­κές βαθμίδες του, όσο παραμένει εντελώς υποδουλωμένος στα πάθη. Γι' αυτό ο «εισαγωγικός φόβος» αφεαυτού συνε­πάγεται ήδη κάποια πνευματική ανάπτυξη και παρουσιάζε­ται έτσι ως αρετή που τη διαθέτουν πολύ περισσότερο οι προ­χωρημένοι παρά οι αρχάριοι, για να κυριολεκτούμε. 

Με χρή­ση, -άμεσα-, ιατρικής ορολογίαςο Άγιος Διάδοχος γράφει: «Ώσπερ τα συμβαίνοντα τω σώματι τραύματα, όταν μεν κεχερσωκότα ή και ανεπιμέλητα [Σ.τ.μ.: Εκτεθειμένα σε παθο­γόνους παράγοντες, ανοικτά και χωρίς τη στοιχειώδη ιατρι­κή φροντίδα, καθαρισμό, απολύμανση, ενδεχομένως επίδε­ση κ.λπ.] του προσαγομένου αυτοίς φαρμάκου υπό των ιατρών ουκ αισθάνεται· καθαρισθέντα δε, της ενεργείας αισθάνεται του φαρμάκου, εις ίασιν τελείαν εντεύθεν ερχό­μενα· ούτω και η ψυχή, έως μεν ανεπιμέλητος τυγχάνη και υπό της λέπρας της φιληδονίας [Σ.τ.μ.: Των παθών, στο γαλ­λικό κείμενο] όλη κεκαλυμμένη, αισθάνεσθαι του φόβου ου δύναται του Θεού, καν απαύστως αυτή τις το φοβερόν και δυνατόν κριτήριον καταγγέλλη του Θεού. Επειδάν δε άρξηται δια της πολλής προσοχής καθαίρεσθαι, τότε ως φαρμάκου τι­νός όντος ζωής, του θείου φόβου αισθάνεται· καίοντος αυτήν ώσπερ, τη ενεργεία των ελέγχων, εν πυρί απάθειας» (Λόγος ασκητικός).

Ιδιαίτερα πολλά και σημαντικά είναι τα αποτελέσματα του φόβου του Θεού (Στη συνέχεια, θα συναντήσουμε κυρίως τα αποτελέσματα της πρώτης μορφής φόβου, καθώς η δεύτερη υπερβαίνει το πλαίσιο της πράξεως), στο βαθμό που συνιστά μια από τις βά­σεις και τις προϋποθέσεις της πνευματικής ζωής. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα που ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δια­βεβαιώνει: «Έχεις του Θεού τον φόβον, πάντων χρημάτων ευπορώτερον θησαυρόν» (Λόγος-καλένδες).

Πρωτίστως αποστρέφει (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ) τον άνθρωπο από το κακό, όπως διδάσκει και ο Σολομώντας (Παροιμ. 15, 27· πρβλ 8, 13). Τον εξαγνίζει από κάθε αμαρτία και πάθος (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες, ΙΩΑΝ­ΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), και δικαιολογημέ­να παρουσιάζεται ως καθολικό «φάρμακον» [Η λέξη χρησιμοποιείται από τον Αγιο ΙΩΑΝΝΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ, Ομιλία-ανδριάντες. Από την πλευρά του ο Αγιος ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙ­ΚΗΣ χαρακτηρίζει το φόβο του Θεού ως «φάρμακον ζωής» (Λόγος ασκητι­κός)]. [Σ.τ.μ.: Απο­δίδουμε έτσι το remede global, που χρησιμοποιεί ο συγγρα­φέας. Θα μπορούσε επιτυχέστερα ίσως να χρησιμοποιηθεί ο όρος πανάκεια· επειδή όμως ο συγγραφέας παραπέμπει στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο (Ανδριάντες, 15, 2), που γράφει «λαβών το φάρμακον ούτως επάνεισιν», διατη­ρήσαμε τη λέξη φάρμακο θέτοντας το επίθετο καθολικό. Λι­γότερο ορθό: παμφάρμακο]. 

Ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός τον θεωρεί ως τον σταυρό πάνω στον οποίο ο ασκητής οφείλει να πεθάνει για τον κόσμο. Και ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής, υπογραμμίζοντας τη θεραπευτική του αξία, σημειώνει: «[Του φόβου του Θεού] ως φαρμάκου τινος όντος ζωής [...] καίοντος [την ψυχήν] τη ενεργεία των ελέγχων [...]. Όθεν [η ψυχή] κατά μέρος λοιπόν καθοριζομένη εις το τέλειον του καθαρισμού φθάνει» (Λόγος ασκητικός). 

Ο Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς εντο­πίζει σ' αυτόν «την αρχήν [...] της καθαιρούσης την ψυχήν παιδείας» (Τριάδες), και συμπληρώνει: «πάντων απαλλάξας την ψυ­χήν και [...] καταλεάνας, επιτήδειον οίον πυξίον [Σ.τ.μ.: Ξύλινη πινακίδα στην οποία αρχικά εζωγράφιζαν και κατόπιν έθεταν χωριστά το κάθε χρώμα. Παλέττα] ποιεί [ταύτην] προς καταγραφήν των χαρισμάτων του Πνεύματος» (Τριάδες).

Η θεραπευτική δράση του φόβου του Θεού αποκαλύπτε­ται ιδιαίτερα αποτελεσματικήέναντι των παθών που ναρκώ­νουν την ψυχή και παραλύουν την πνευματική ζωή: της ακηδίας («ουδέν γαρ ούτως ακηδίαν εκδιώκειν δύναται», διδά­σκει ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης, Κλίμαξ), «της τε λήθης και αμελεί­ας», της ολιγοψυχίας και της χαυνότητας, της σκληροκαρδίας (ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ,Επιστολή) με την ασκητική σημασία της πνευματικής αναισθησίας. Εξαγνίζει και καθαίρει επίσης την ψυχή από τις σαρκικές επιθυμίες (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες, ΙΩΑΝ­ΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ) και από όλους τουςπονηρούς λογισμούς (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες, ΙΩΑΝ­ΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ) και φαντασιώσεις (Πρβλ. ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή). Εξαλείφοντας πάντως όλα αυτά από την ψυχή, προστατεύει τον άνθρωπο από την επάνοδό τους. 

Γρά­φει ο Μέγας Βασίλειος: «[Ο] φόβος εξωθεί πάσαν εμπαθή διάνοιαν [...]. Όπου φόβος Θεού, πάντα εξελήλαται τα του πάθους σπιλώματα [Σ.τ.μ.: Κυριολεκτικά η ελιά στο δέρμα. Μεταφορικά τα ηθικά στίγματα που δημιουργούν τα πάθη στη διάνοια και κατ’ επέκταση στον άνθρωπο] εκ της διανοί­ας ημών» (ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Ανθρώπου γένεσις, Πρβλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία). 

Την προληπτική/προφυλακτική λειτουργία του φόβου υπογραμμίζει με τον ίδιο τρόπο ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Ένθα φόβος εστίν, [...] επιθυμία κατέσταλται πονηρά, άπαν αλόγιστον εξώρισται πάθος· και καθάπερ εν οικία στρατιώτου διηνεκώς ωπλισμένου ου ληστής, ου τοιχωρύχος [Σ.τ.μ.: Ο κλέφτης που εισέρχεται στο σπίτι για να κλέψει, μέσα από άνοιγμα που δημιουργεί σε κάποιο τοίχο], ουκ άλλος τις των τα τοιαύτα κακουργούντων τολμήσει φανήναι πλησίον, ούτω και φόβου τας ημετέρας κατέχοντος ψυχάς, ουδέν των ανελευθέρων παθών επεισέρχεται ραδίως ημίν· αλλά πάντα δραπευτεύει και φυγαδεύεται τη τυραννίδι του φόβου πάντοθεν εξελαυνόμενα» (Ομιλία-ανδριάντες). Ο φόβος απομακρύ­νει από την ψυχή και κάθε άλλη γήινη μέριμνα και ασχολία (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ).

Ο φόβος [του Θεού] συνεισφέρει λοιπόν στο σημαντικό έργο της φυλακής της καρδίας, που αποτελεί προϋπόθεση της καθαράς προσευχής, της τέλειας αγάπης και της αλη­θινής θεωρίας του Θεού. Ο Ωριγένης φθάνει μέχρι του ση­μείου να γράφει: «Ουδέν ούτω φυλάσσει την καρδίαν ημών ως ο φόβος του Θεού» (Ψαλμοί-εξηγητικά). Ο Αγιος Βαρσανούφιος υπενθυμίζει ότι «των τελείων εστί των δυναμένων κυβερνάν τον νουν και εις τον φόβον του Θεού έχειν, του μη πλαγιάσαι και βυθισθήναι εις μετεωρισμόν βαθύτατον ή φαντασίαν» (ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ,Επιστολή, Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος).

Ο φόβος του Θεού «ου γαρ δη τα πονηρά ημών απελαύνει πάθη μόνον, αλλά και πάσαν εισάγει μετά πολλής ευκολίας την αρετήν» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες). Ο Αββάς Ιάκωβος διδάσκει: «Ώσπερ λύ­χνος εν φωτεινώ κοιτώνι φωτίζει, ούτως και ο φόβος του Θε­ού, όταν έλθη εις καρδίαν ανθρώπου, φωτίζει αυτόν, και δι­δάσκει πάσας τας αρετάς» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Ιάκωβος). Και ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διαβεβαιώνει: «Ουδέν γαρ ούτω [...], αρετήν αύξεσθαι ποιεί και θάλλει, ως διηνεκής φόβου φύσις» (Ομιλία-ανδριάντες).

Ο φόβος του Θεού εμφανίζεται ως η προϋπόθεση και η αρχή της ενάρετης ζωής στο σύνολό της (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Προηγείται του έργου των αρετών και οι αρετές γεννώνται από αυτόν επο­μένως η απόκτηση των αρετών δεν είναι δυνατή χωρίς το φό­βο, επιβεβαιώνει με σαφήνεια ο Αγιος Ισαάκ ο Σύρος

Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διδάσκει και πάλι: «Τον μη συζώντα φόβω αδύνατον κατορθούσθαι [αρετήν], ώσπερ ουν τον εν φόβω, ζώντα αδύνατον διαμαρτείν» (Ομιλία-ανδριάντες).

Στο μέτρο που αποστρέφει τον άνθρωπο από το κακό και τον εξαγνίζει, αντίστοιχατου επιτρέπει να προοδεύει στο αγαθό, όπως δείχνει ρητά ο Απόστολος Παύλος που συμβου­λεύει: «Καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, επιτελούντος αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β' Κορ. 7,1). Ακόμη θετικότερο είναι το γεγονός, ότι ο φόβος ευνοεί την εφαρμογή των εντολών (Πρβλ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ,Όροι κατά πλάτος, Προοίμιον. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Τριάδες, ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλ­φαβητική συλλογή, Ιάκωβος). «Μακάριος ανήρ ο φο­βούμενος τον Κύριον», λέγει ο Ψαλμωδός (Ψαλμ. 111, 1). «Δια τί; Ότι εν ταις εντολαίς αυτού θελήσει σφόδρα» απα­ντά ο Μέγας Βασίλειος επαναλαμβάνοντας τη συνέχεια του Ψαλμού. Διότι «ου τοίνυν εστί των φοβουμένων το παριέναι [Σ.τ.μ.: να παραβεί] τι των εντεταλμένων, ή αμελώς ποιείν» (Όροι κατά πλάτος, Προοίμιον).

Ο φόβος του Θεού «την πίστιν βεβαιοί»(ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός, Πρόλογος)· [Σ.τ.μ.: Ενι­σχύει, ενδυναμώνει, στερεώνει γερά] απορρέει από αυτή την πίστη, η οποία αποτελεί το καθεαυτό θεμέλιο της πνευμα­τικής ζωής. Συνάπτεται μάλιστα μ' αυτή και δίνει στον άνθρωπο ισχύ ώστε «πάντα δραν και αυτά τα δοκούντα τοις πολλοίς δυσχερή και αδύνατα», τον κάνει σταθερό και αποφασιστικό στην πορεία του (ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα),ενισχύει την καρδιά του (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ)· και όλα αυτά ισχύουν σε μεγαλύτερο βαθμό, όσο ο φόβος του παρέχει αταλάντευτη εμπιστοσύνη στο Θεό (Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς). 

Συμπερασμα­τικά, ο άνθρωπος αποκομίζει μεγάλη εσωτερική σταθερότη­τα χάρη σ' αυτόν, τόσο απέναντι στους πόνους και τα βάσανα του βίου τούτου όσο και απέναντι στους εχθρούς που κα­λείται ν' αντιμετωπίσει κατά τη διάρκεια της πνευματικής του πορείας. Στην αντίθετη περίπτωση κυριαρχείται όλο και πε­ρισσότερο από την αλλοίωση και την αποξένωση που του αφήνει ο φόβος(Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος).

Η μετάνοια, η κατάνυξη και τα δάκρυα ευνοούν το φόβο, ο οποίος ανατροφοδοτεί τις συγκεκριμένες στάσεις μετανοί­ας. Λειτουργεί ως ένας παράγοντας που τις αναπτύσσει και τις ενισχύει (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος, ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή, ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες,Φιλιππήσιοι-ομιλία).

Ο φόβος ενθαρρύνει και βοήθα την προσευχή· την κάνει ένθερμη (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες). Αυξάνει την καρποφορία της προσευχής-αίτησης: «Χαρά εστί μεγάλη το αιτείν τινα πράγμα κοντά φόβον Θεού, ο τοιούτος θαρρήσει, ότι γενήσεται αυτού η αίτησις», γράφει ο Αγιος Βαρσανούφιος (Επιστολή). Και η προσευχή - δοξολο­γία πηγάζει από το φόβο· αναφέρεται στην Αγία Γραφή: «Αινείτε τον Θεόν ημών πάντες [...] οι φοβούμενοι αυτόν» (Αποκ. 19, 5)· «φοβήθητε τον Κύριον και δότε αυτώ δόξαν» (Αποκ. 14, 7). Παρατηρεί ο Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς: «Παρά [του φόβου του Θεού] δέησις εν κατανύξει συνεχής προς τον Θεόν γεννάται και η των ευαγγελικών θεσπισμάτων φυλακή» (Τριάδες). Γεννώντας στην ψυχή τη νήψη, ο φόβος συντελεί στο να καταστήσει καθαρή κάθε μορφή προσευχής (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Λόγος ασκητικός).

Ο φόβος του Θεού εμφανίζεται ειδικά ως μια θεμελιώδης πηγή της ταπεινοφροσύνης (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ). Είναι χαρακτηριστικό ότι σ' ένα αδελφό που τον ερωτά: «Ποίω τρόπω έρχεται άνθρωπος εις ταπεινοφροσύνην»; ο Αββάς Κρόνιος απαντά: «Διά του φόβου του Θεού» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή). Όπως όμως εξηγήσαμε προηγουμένως, ο φόβος οδηγεί ιδιαίτερα τον άνθρωπο στην αγάπη, την κο­ρωνίδα όλων των αρετών (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ,Λόγος).

Από τον εξαγνισμό από τα πάθη, από την απάθεια, και σε συνάρτηση με την εφαρμογή των εντολών και τον «κατ' αρετήν» βίο, -με κορυφαία την αρετή της αγάπης-, απορρέει η πνευματική γνώση. Επιπρόσθετα, ο φόβος του Θεού εμφα­νίζεται έμμεσα ως καθοριστικής σημασίας προϋπόθεση και αρχή της τελευταίας, και ειδικότερα του πρώτου σταδίου της, της σοφίας. Να για ποιο λόγο επαναλαμβάνεται συχνά στην Αγία Γραφή ότι «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. 110, 10. Παροιμ. 1, 7· 9, 10) και γιατί ο Ψαλμωδός συμπληρώ­νει: «Σύνεσις δε αγαθή πάσι τοις ποιούσιν αυτήν» (Ψαλμ. 110, 10). Στη συγκεκριμένη προοπτική κινείται ο Αγιος Ιω­άννης ο Χρυσόστομος που διαβεβαιώνει κατηγορηματικά: «Ο ενάρετος και φόβον έχων Θεού, πάντων εστί συνετώτερος» και ακόμη: «Το φοβείσθαι τον Θεόν, σοφία εστίν» (Ιωάννης-ομιλία). Ο Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς εντοπίζει στο φόβο του Θεού την αρχή όχι μόνο της θείας σοφίας αλλά και της πνευματικής θε­ωρίας επιπλέον (Τριάδες). 

Ο Αγιος Ισαάκ ο Σύρος μάλιστα δείχνει καθαρά τη διαδικασία με την οποία ο φόβος οδηγεί στη γνώ­ση: «Εκ του πιστεύσαι τίκτεται ο φόβος του Θεού. Και ότε ακολουθήσει (sic) τοις έργοις, και προς μικρόν ανέλθη προς εργασίαν, τίκτει την γνώσιν την πνευματικήν [...]. Και η πίστις ποιεί εν ημίν τον φόβον, και αναγκάζει ημάς ο φόβος μετανοήσαι, και εργάσασθαι.. Και ούτω δίδοται η πνευματική γνώσις τω ανθρώπω, ήτις εστίν αίσθησις των μυστηρίων, ήτις γεννά την πίστιν της αληθούς θεωρίας. Ουχ απλώς δε ούτως εκ πίστεως μόνης ψιλής γεννάται η γνώσις η πνευματική, αλλ' η πίστις φόβον Θεού γεννά, και εν τω φόβω του Θεού, όταν αρξώμεθα ενεργείν εν αύτω, εκ της ενεργείας του φόβου του Θεού τίκτεται η γνώσις η πνευματική, καθάπερ είπεν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος· ότι «ότε τις κτήσεται θέλημα ακόλουθον τω φόβω του Θεού, και τη ορθή φρονήσει, ταχέως λαμβάνει την αποκάλυψιν των κρυπτών» [Σ.τ.μ.: Των μυ­στηρίων]. 

Και ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός υπογραμμίζει ότι ο φόβος του Θεού είναι απαραίτητος τόσο για την από­κτηση της γνώσης όσο και για τη διαφύλαξή της: Ένας από τους προφήτες έχει διατυπώσει πολύ καλά το μέγεθος· «εν θησαυροίς η σωτηρία ημών, εκεί σοφία και επιστήμη και ευσέβεια» [Σ.τ.μ.: Με την έννοια του φόβου. Στο γαλλικό κεί­μενο: «la crainte»] προς τον Κύριον «ούτοί εισιν θησαυροί δικαιοσύνης». (Ησ. 33, 6). Δεν θα μπορούσε να καθορίσει με πιο εμφανή τρόπο την αξία και την τιμή της· λέγει μόνο ότι οι θησαυροί της σωτηρίας μας, δηλαδή η αληθινή σοφία και γνώση του Θεού, προφυλάσσονται μόνο από το φόβο[Σ.τ.μ.: Από το αντίστοιχο ελληνικό κείμενο των Ο', όπως παρατίθεται κάτι τέτοιο δεν είναι άμεσα κατανοητό. Εύκολα όμως γίνεται κατανοητό από το γαλλικό κείμενο που έχει ως εξής: «Les richesses du salut, sont la sagesse et la science; mais la crainte du Seigneur en est le tresor»].

Είναι σαφές ότι η πνευματική γνώση δεν αποτελεί τον καρπό αυτού του ίδιου του φόβου του Θεού· εμφανίζεται όμως ως μία δωρεάν προσφορά του Θεού που έρχεται ως απάντηση στην προσευχή και σ' όλες τις ασκητικές προσπάθειες του ανθρώπου. Και στο έργο τούτο, όπως είδαμε, ο φό­βος διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο. Γι' αυτό και ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος φροντίζει επιμελώς να προσδιορίσει: «Ουχ ο φόβος του Θεού τίκτει ταύτην την γνώσιν την πνευματικήν, [...] αλλά δόσις δίδοται αύτη η γνώσις τη εργασία του φόβου του Θεού».


(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ: Εισαγωγή στην ασκητική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας», JEAN CLAUDE LARCHET (*), ΤΟΜΟΣ Β’, Εκδόσεις «Αποστολική Διακονία», Μετάφραση: ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΥΛΑΣ)


Ο ΦΟΒΟΣ (2ο ΜΕΡΟΣ)



Η θεραπευτική του φόβου: Ο φόβος του Θεού
 
(Jean Claude Larchet)

Ο φόβος και οι καταστάσεις που συνδέονται ενδεχομένως μ' αυτόν, όπως η δειλία, η ανησυχία, το άγχος, η αγωνία, η φο­βία, έχουν ουσιαστική σχέση, όπως είδαμε, με την προσκόλληση στα αισθητά αγαθά. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να θερα­πευτεί ο άνθρωπος απ’ αυτόν παρά μόνο αν (από)χωριστεί από τον κόσμο τούτο (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες), αν αποθέσει όλη του τη μέριμνα στο Θεό, με σταθερή την ελπίδα, ότι μέσω της Πρόνοιάς Του, θα φροντίσει για όλες του τις ανάγκες.

Αυτό διδάσκει και ο ίδιος ο Χριστός:  «Μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλώμεθα; πάντα γάρ ταύτα τα έθνη επιζη­τεί· οίδε γαρ ο Πατήρ ημών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. Ζητείτε δε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν. Μή ουν μερμνήσητε εις την αύριον» (Ματθ. 6, 31-34). Στην ίδια προοπτική ο Αγιος Ισαάκ ο Σύρος συμβουλεύει: «Εάν πιστεύης, ότι ο Θεός πρόνοιάν σου ποιήται, τί μεριμνάς και φροντίζεις περί προσκαίρων, και των της σαρκός σου χρειών; [...]. Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και Αυτός σε διαθρέψει. Και ου μη πτοηθής πτόησιν επερχομένην σοι», «έγγισον, φησίν, εις το ελπίσας εις εμέ, και αναπαύη εκ του έργου και του φόβου».

Η έλλειψη πίστης είναι, όπως είδαμε, η πρώτη πηγή του φόβου· αυτός υπάρχει λοιπόν σε καταστολή στην ψυχή του ανθρώπου κατά το μέτρο της πίστης του στο Θεό. Ο Ευάγριος παρατηρεί: «Πίστις ουκ εκκλίνουσα, [...] υποψίαν φό­βου ου δέχεται» (Κεφάλαια γνωστικά). Όποιος έχει ακλόνητη πίστη στο Θεό και την Πρόνοιά Του είναι βέβαιο ότι θα λάβει απ' Αυτόν σε κά­θε περίσταση βοήθεια και προστασία και δεν πρέπει πλέον να φοβάται ούτε τις συγκυρίες ούτε τους αντιπάλους ούτε ακόμη και τον ίδιο τον θάνατο. 

Ο Απόστολος Παύλος υπεν­θυμίζει ότι «Αυτός γαρ είρηκεν· ου μη σε ανώ ουδ' ου μη σε εγκαταλίπω» και ότι «θαρρούντας ημάς λέγειν· Κύριος εμοί βοηθός, και ου φοβηθήσομαι» (Εβρ. 13, 5-6). 

Ο Ψαλμωδός σημειώνει: «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου· τίνα φοβη­θήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου· από τίνος δειλιάσω; [...]. Εάν παρατάξηται επ' εμέ παρεμβολή, ου φοβηθήσεται η καρδία μου» (Ψαλμ. 26, 1.3). «Εάν πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ' εμού ει» (Ψαλμ. 22,4). 

Και οι Παροιμίαι αναφέρουν: «Και ου φοβηθήση πτόησιν επελθούσαν, ουδέ ορμάς ασεβών επερχομένας· ο γαρ Κύριος έσται επί πασών οδών σου και ερείσει σόν πόδα, ίνα μη σαλευθής».

Μόνη της η πίστη δεν απελευθερώνει τον άνθρωπο από το φόβο· ο Θεός είναι εκείνος που απαντώντας στην πίστη του, του προσφέρει τη βοήθειά Του και την αρωγή Του (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΑΖΗΣ, Επιστολή, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Ο Αγιος Ισαάκ Σύρος γράφει: «Εάν η καρδία γαλήνη μη έχη από του φόβου και τρόμου, τήνικαύτα νοείτω, και γινωσκέτω, ότι ούτος ο φόβος της καρδίας αυτού δηλοί, και εμφαίνει, ότι ενδεής εστι πάντως ετέρου τινός βοηθούντος. [...] Η γαρ του Θεού βοήθεια, φησίν, εστιν η σώζουσα».

Ο άνθρωπος οφείλει να ζητήσει τη βοήθεια τούτη μέσω της προσευχής, με την πίστη ότι ο Θεός μπορεί να του την πα­ράσχει και με την ελπίδα ότι θα του την προσφέρει. Πρέπει να σημειωθεί ότι το πιο δραστικό και αποτελεσματικό φάρ­μακο είναι η «προσευχή του Ιησού» που στρέφεται εναντίον του φόβου και όλων των συγγενών παθών (δειλίας, τρόμου, άγχους, αγωνίας). 

Ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης συμβουλεύει: «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους· ου γαρ εστιν εν τω ουρανώ και επί της γης ισχυρότερον όπλον. Απαλλαγείς της νό­σου, [Σ.τ.μ.: Του φόβου και της δειλίας] ανύμνει τον λυτρωσάμενον· ευχαριστούμεος γαρ, εις αιώνας σκεπάσει σε» (Κλίμαξ). 

Και ο Ευάγριος παρατηρεί: «Ψόφους μεν και κτύπους και φωνάς και οικισμούς [Σ.τ.μ.: Προσβολές, βλάβες, βασανι­σμοί] εκ δαιμόνων ακούσεται ο καθαράς επιμελούμενος προσευχής, αλλ' ου συμπετείται [Σ.τ.μ.: Δεν θα πετάξει μαζί δηλ. δεν θα συμπορευτεί με τις προκλήσεις των δαιμόνων], ουδέ προδώσει τον λογισμόν λέγων προς τον Θεόν: "Ου φο­βηθήσομαι κακά, ότι συ μετ' εμού ει", και τα όμοια» (Περί προσευχής). Ο ίδιος επιπλέον διαπιστώνει: «Ούτινος ο νους δια παντός προς τον Κύριόν εστι και ο ζήλος αυτού της μνήμης πλήρης και η επι­θυμία αυτού όλη προς Αυτόν εκτείνεται, τούτω το τους έξω των σωμάτων ημών περιφερομένους πολεμίους ανυποτά­κτους όντος ου φοβείσθαι εγγύς εστί» (Κεφάλαια γνωστικά). 

Η καρδιακή προσευχή δίνει πραγματικά τη δυνατότητα στον άνθρωπο να παραμένει μόνιμα ενωμένος με το Θεό και ν' αποκομίζει διαρκώς οφέλη από τη βοήθειά Του· οπότε πλέον καμιά αιτία φόβου δεν μπορεί να τον αιφνιδιάζει. «Είπεν γέρων: «Καθεύδοντός σου ή εγειρομένου, ή άλλο τι ποιούντος, εάν η ο Θεός προ οφθαλμών σου, εν ουδενί δύναταί σε ο εχθρός εκφοβήσαι, εάν δε ο λογισμός ούτος εμμείνη εν τω Θεώ, και η δύναμις του Θεού μενεί εν αυτώ» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Συλλογαί διάφοροι). Όσο μάλιστα η προ­σευχή του είναι καθαρότερη, τόσο λιγότερο βιώνει ο άνθρω­πος το φόβο. 

Γράφει ο Άγιος Βαρσανούφιος: «Το σημείον δε, ότι ήψατο αυτού, [εστίν] ότι ουκ έτι ταράσσεται εάν πειράση αυτόν όλος ο κόσμος». [Σ.τ.μ.: Εάν συγκρουστεί]. Η εξαφάνιση του φόβου και των συναφών παθών προκύπτει στην περίπτωση τούτη ως αποτέλεσμα της συνεχούς παρου­σίας της θείας δύναμης στον άνθρωπο χάρη στην αδιάλειπτη προσευχή. Είναι δυνατόν όμως ο άνθρωπος να λυτρωθεί από τα πάθη του και με κάποια ειδική προσευχή. 

Γράφει σχετικά ο Άγιος Ιωάννης ο Ερημίτης ότι με το αίτημα που διατυπώ­νουμε στο Χριστό μπορούμε να πάρουμε δύναμη βοήθεια για (ν' αντιμετωπίσουμε) όλες τις αγωνίες και τους φόβους μας. Ένα απόφθεγμα αναφέρει ότι «ηρώτησέ τις τον αββάν Θεόδωρον: "Εάν άφνω γένηταί τις πτώσις, και συ φοβή αββά"; Λέγει αυτώ ο γέρων: «Εάν κολληθή [Σ.τ.μ.: Απόδειξη ότι ισχύουν και έχουν γίνει κατανοητά αυτά, που αναφέρει πα­ραπάνω ο Άγιος Βαρσανούφιος είναι η αταραξία του αν­θρώπου έναντι κάθε πειρασμού, δοκιμασίας και επίθεσης από μέρους του κόσμου. Και γράφει αμέσως πριν ο Άγιος  «Οδηγεί εις [την τελείαν ευχήν] τον άνθρωπον [...], το έχειν τον νουν τω Θεώ παριστάμενον και λαλούντα αυτώ. Επιγινώσκεται δε η ευχή, όταν απαλλάσσηται ρεμβασμού και βλέπη ότι ευφραίνεται ο νους φωτισθείς εν Κυρίω» (Επιστο­λή, 79). Γίνεται κατανοητή λοιπόν από την παράθεση όλου του χωρίου, η αντίστροφα ανάλογη σχέση της τέλειας προ­σευχής και του φόβου) ο ουρανός τη γη, Θεόδωρος ου φοβείται". Ην γαρ δεηθείς του Θεού, ίνα αρθή απ' αυτού η δει­λία» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ,Αλφαβητική συλλογή, Θεόδωρος ο της Φέρμης).

Αντίστοιχα, η θεραπευτική του φόβου προϋποθέτει την απάρνηση του ιδίου θελήματος εκ μέρους του ανθρώπου και την ταπεινόφρονα συμπεριφορά. Έτσι σ' ένα αδελφό που ρωτάει: «πώς δύναμαι σωθήναι εις τον καιρόν τούτον, ότι λο­γισμός δειλίας ανέβη εις την καρδίαν μου;» ο Αγιος Βαρσα­νούφιος απαντά: «Κατά πάντα καιρόν εάν δύνηται ο άνθρω­πος κόπτειν το εαυτού θέλημα εν πάσι, και έχειν ταπεινήν καρδίαν [...], δύναται σωθήναι χάριτι Θεού· και όπου εάν η, ου κατακυριεύει αυτού η δειλία». 

Ο φόβος, όπως είδαμε, συνδέεται με την υπερηφανία· όσο περισσότερο ο άνθρωπος εμπιστεύεται τις δυνάμεις του, τόσο υποδουλώνεται στο συγκεκριμένο πάθος. Για να καταφέρει να το νικήσει με τη δύ­ναμη του Θεού, για να πάρει τη δύναμη αυτή και να την κρα­τήσει, ο άνθρωπος οφείλει ν' απαρνηθεί τον εαυτό του, ν' αναγνωρίσει την ανεπάρκειά του, αλλιώς η ενέργεια του Θε­ού δεν θα μπορέσει να βρεί πεδίο δράσης μέσα του.

Ο Άγιος Ισαάκ συνιστά σ' όποιον θέλει ν' απαλλαγεί από το φόβο να προσεύχεται κυρίως για την απόκτηση της ταπείνωσης: «Όσον [τις τας ευχάς] πληθύνει, ταπεινούται η καρδία [...]. Όταν δε ταπεινωθή ο άνθρωπος, παραυτίκα κυκλοί αυτόν το έλεος, και τότε αισθάνεται η καρδία της θείας βοηθείας. Διό­τι ευρίσκει δύναμίν τινα πεποιθήσεως κινουμένην εν αυτή».

Ο άνθρωπος είναι δυνατόν να νικήσει το φόβο και με την αγάπη, η οποία τον εκδιώκει, σύμφωνα με το λόγο του Αγίου Αποστόλου Ιωάννου: «Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη αλλά η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α' Ιωάν. 4, 18). Μετά τη διαπίστωση ότι «κατά το μέτρον της ελλείψεως [της αγά­πης], ενυπάρχει φόβος», ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης διδά­σκει σε συμφωνία με τον Άγιο Ιωάννη ότι «ο φόβου χωρίς, αγάπης πεπλήρωται» (Κλίμαξ). Αυτό έχει εφαρμογή στην αγάπη προς τον πλησίον: όποιος αγαπά τον αδελφό του δεν τον φοβάται πλέον. Αφορά όμως ουσιαστικότερα την προς τον Θεό αγάπη που αποκλείει όλες τις μορφές του εγκόσμιου φό­βου και ιδιαίτερα το φόβο του θανάτου, που συχνά βρίσκεται στην κορυφαία θέση (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Μέσω της αγάπης του Θεού, ο άνθρω­πος δέχεται «δύναμιν τινά πεποιθήσεως», που νικά κάθε φό­βο (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). 

Ενώνεται μ' Αυτόν στον Οποίο υποτάσσονται τα πάντα και τίποτε δεν μπορεί να τον βλάψει (Πρβλ. ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή). Από τώρα και στο εξής, με την αγάπη, ο άνθρωπος ζει, σε στενή σχέση με το Θεό, απομακρυσμένος απ' όλα τα γήϊνα, τα εξωτερικά ή τα εσωτερικά, - που μπορεί να υποδαυλίσουν το φόβο -, και απολαμβάνει τα πνευματικά αγαθά, τα οποία δεν είναι δυνα­τόν να του τα λεηλατήσει ή να του αφαρπάσει κάποιος. 

Ο Άγιος Βαρσανούφιος παρατηρεί: «Όσον ει μετά των ανθρώπων προσδόκησον θλίψεις και κινδύνους και προσβολήν των νοητών ανέμων, όταν δε φθάσης εις τα ητοιμασμένα σοι, τότε άφοβος έση».

Πρέπει να υπογραμμιστεί, ωστόσο, ότι αν ο άνθρωπος οφείλει να τείνει στη θεραπεία του πάθους του φόβου, δεν πρέπει πάντως ν' απορρίπτει κάθε φόβο από την ψυχή του, διότι «ουχ ο πας φόβος πάθος» (ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, Στρωματείς). Υπάρχει, όπως είδαμε, ο ενάρετος φόβος, τον οποίο ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο, ως μέσο σωτηρίας, και τον οποίο οι Πατέρες ονομάζουν για το λόγο τούτο «σωτήριον φόβον»· χρησιμοποιούν ακόμη και άλλες παρόμοιες εκφράσεις. Ο συγκεκριμένος φόβος συνι­στά αυτό που η ασκητική παράδοση ονομάζει «φόβον Θε­ού». Ο φόβος-πάθος πρέπει να εξαφανίζεται και να παρα­χωρεί τη θέση του στον ενάρετο φόβο. 

Και οι δύο μορφές του θεμελιώνονται πραγματικά στην ίδια φυσική τάση του ανθρώπου να φοβάται [Στοιχείο που επιτρέπει σε πολλούς Πατέρες να συμβουλεύουν: «Φοβηθώμεν τον Κύριον ως τα θηρία». Η διατύπωση αυτή χρησιμοποιείται ιδιαί­τερα από δύο από τους μεγαλύτερους δασκάλους της άσκησης: τους Αγίους Μακάριο Αιγύπτιο (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Συλλογαί διάφοροι, Αιθίο­πες Πατέρες) και Ιωάννη Σιναΐτη (Κλίμαξ). Βλ. επίσης: ΑΠΟΦΘΕΓ­ΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Παράρτημα, ελληνική συλλογή]. Στην πρώτη περίπτωση όμως ανα­φέρεται σ' αυτό τον κόσμο, αντί ν' αναφέρεται στο Θεό, σύμ­φωνα με την επιθυμία της ίδια της φύσης του. Εναπόκειται στον άνθρωπο να τη μεταστρέψει και να την κατευθύνει και πάλι προς το Θεό. Οι δύο φόβοι αποκλείουν ο ένας τον άλλο, επειδή θεμελιώνονται στην ίδια ροπή: ο φόβος-πάθος απο­βάλλει το φόβο του Θεού και ο τελευταίος, όταν ο άνθρωπος τον αποκτά, αποβάλλει τον πρώτο. Να γιατί ένα από τα κύρια φάρμακα του φόβου-πάθους είναι ο φόβος του Θεού που, όταν βαθμιαία αυξάνει στον άνθρωπο, περιορίζει το πάθος καταλαμβάνοντας τη θέση του. Έτσι ο Σειραχίδης διαπιστώ­νει: «Ο φοβούμενος Κύριον ουδέν ευλαβηθήσεται ου μη δειλιάση» (Σοφ. Σειρ. 34, 14). 

Και ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης [Σημ.: Στη συνάφεια αυτή, ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης χαρα­κτηρίζει ως «άφοβον φόβον» την «τελείαν του θανάτου αίσθησιν», που εκτοπίζει κάθε άλλο φόβο από τον άνθρωπο], υπενθυμίζοντας το φόβο του Θεού γράφει ότι ο φόβος τούτος αποβάλλει κάθε άλλο φόβο (Κλίμαξ). Ο ίδιος παρατηρεί επι­πλέον: «Ο δούλος Κυρίου γενόμενος τον οικείον Δεσπότην και μόνον φοβηθήσεται· ο δε τούτον ούπω φοβούμενος, την εαυτού σκιάν πολλάκις πεφόβηται» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ, Πρβλ. ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Περί προ­σευχής). 

Ο Αββάς Σεραπίων επισημαίνει ότι «ο άνθρωπος, εάν [...] προσέχη ενώπιον [του Θεού] εν φόβω πάση ώρα, ουδέν του εχθρού δύναται αυτόν εκφοβήσαι» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Σεραπίων). 

Από την πλευρά του ο Αγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος διαπιστώνει: «Ο φοβούμενος τον Θεόν δαιμόνων ορμάς ου φοβείται ουδέ τας ασθενείς εφόδους αυτών αλλ' ουδέ ανθρώπων πονηράς απειλάς» (Κεφάλαια διάφορα).

Ο φόβος του Θεού είναι δυνατόν να θεωρηθεί θεμελιώ­δης αρετή από πολλές επόψεις. Στην Αγία Γραφή συναντάμε συχνές νύξεις για την αρετή αυτή (Για την Καινή Διαθήκη, βλ.: Λουκ. 18,2.4· 23,40. Πράξ. 9,31· 10,2.22· 13,16.26. Ρωμ. 3,18. Β' Κορ. 5,11-7,1. Εφεσ. 5,21. Φιλιπ. 2,12. Α' Πέτρ. 1,17-2,17. Αποκ. 14,7· 15,4· 19,5), οι Πατέρες πάλι παρου­σιάζουν ως προϋπόθεση σωτηρίας το να τη διαθέτει ο άνθρωπος (Βλ. για παράδειγμα, ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλ­λογή, Ευπρέπιος). 

Ο Άγιος Κασσιανός γράφει ότι αρχή της σωτη­ρίας μας και της σοφίας μας αποτελεί, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, «ο φόβος του Κυρίου». 

Και ο Άγιος Βαρσανούφιος αναφέρει: «Εάν μη έργοις φανερώσωμεν την μνήμην του φό­βου του Θεού και την εκ ταύτης κατάνυξιν, κατακρινόμεθα». 

Από την πλευρά του, ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος βεβαιώνει: «Αρ­χή της αληθινής ζωής του ανθρώπου, ο φόβος του Θεού».

Αντίστοιχες προς τις δύο βαθμίδες της αρετής αυτής (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία) είναι και οι δύο μορφές του φόβου του Θεού (Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ,Διδα­σκαλία):

α) Η πρώτη μορφή πηγάζει από το φόβο της θείας κρίσης, τόσο της παρούσας (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ) όσο και της μέλλουσας [ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Ηλίας: «Εγώ τρία πράγματα φοβούμαι: όταν μέλλη η ψυχή μου εξελθείν από του σώματος, και όταν μέλλω τω Θεώ απαντήσαι, και όταν μέλλη η απόφασις εξελθείν κατ' εμού»] και των βασά­νων που είναι δυνατόν να προκύψουν από αυτή (Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς, ΙΩ­ΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκα­λία, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ,Ασμα ασμάτων, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙ­ΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). 

Περιγρά­φεται συχνά από τους Πατέρες με τη χρήση της λέξης «κόλασις». Δείξαμε αλλού ότι με τον όρο αυτό δεν πρέπει να κα­τανοείται η τιμωρία / ποινή που ένας εκδικητής και άσπλα­χνος Θεός θα επέβαλλε σ' όσους παραβαίνουν το νόμο Του, αλλά οι εσωτερικές οδύνες που συνδέονται με τη διακοπή της κοινωνίας με το Θεό και με τη στέρηση των θείων αγαθών. Ο ίδιος ο άνθρωπος καταδικάζει τον εαυτό του, με την αμαρτία, στα βάσανα αυτά· η θεία κρίση απλώς αποκαλύπτει το εύρος της αμαρτίας (Βλ. σχετικά ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, Παιδαγωγός, ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ, Κατά αιρέσεων).

Η πρώτη αυτή μορφή είναι ο «εισαγωγικός φόβος», που χαρακτηρίζει τους αρχάριους (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Δι­δασκαλία, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Όροι κατά πλάτος). Για το λόγο αυτό, έχει γραφεί: «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. 110, 10· πρβλ. Παροιμ. 1, 7 9,10).

Οι Πατέρες αναφέρουν ότι τρεις αιτίες είναι δυνατόν ν' αποστρέψουν τον άνθρωπο από το πονηρό και να τον ενώ­σουν με το Θεό: ο φόβος της τιμωρίας, η ελπίδα των μελλό­ντων αγαθών και η αγάπη προς το Θεό (Πρβλ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Όροι κατά πλάτος, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Δι­δασκαλία). 

Οι δύο πρώτες απο­τελούν ιδιότητα των ανθρώπων που αναζητούν την πρόοδο, [Σ.τ.μ.: Στον πνευματικό αγώνα]χαρακτηρίζουν ακόμη και τους δούλους(πρβλ. Γαλ. 4, 1). Η τρίτη είναι ίδιον του Θεού και όσων έχουν φθάσει στην ομοίωσή Του· χαρακτηρίζει τους τελείους στους οποίους συγκαταλέγονται όχι πλέον οι δούλοι Του, αλλά οι φίλοι Του και οι υιοί Του (πρβλ. Γαλ. 4, 7). 

Γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός: Αν λοιπόν κάποιους θέλει να φτάσει στην τελειότητα, ξεκινώντας από την πρώτη βαθμίδα, αυτή του φόβου, όντας κυριολεκτικά δουλοπρεπής, [...] θ' ανέλθει προοδεύοντας συνεχώς μέχρι τις υψη­λότερες οδούς της ελπίδας και κατόπιν από εκεί στην τρίτη βαθμίδα, αυτή της αγάπης [...]. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν με ζήλο ν' ανέβουμε από το φόβο στην ελπίδα και από την ελπίδα στην αγάπη του Θεού και των αρετών.

Βλέπουμε ότι όταν οι Πατέρες επιβεβαιώνουν ότι η πρώτη μορφή του φόβου χαρακτηρίζει τους αρχάριους, εννοούν όσους δεν έχουν φτάσει ακόμη στην τελειότητα και δεν είναι ακόμη υγιείς. Επομένως τούτο το φόβο, ακόμη και όσοι έχουν προχωρήσει πνευματικά είναι δυνατόν και οφείλουν να τον δοκιμάζουν (Ο Άγιος ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΉΣ το επιβεβαιώνει συχνά και με ζωντανή ορολογία. Βλ. Κλίμαξ). Χωρίς δισταγμό, ο Άγιος Δωρόθεος Γάζης λέγει προς τους μοναχούς του: «Ο εισαγωγικός φόβος της καταστάσεως ημών εστίν» (Διδασκαλία).

Ωστόσο, ο φόβος αυτός καλείται να καταργηθεί και να ξεπεραστεί στο πλήρωμα της αγάπης, όπως διδάσκει ο Απόστολος Άγιος Ιωάννης: «Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ' η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο δε φοβούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη» (Α' Ιωάν. 14, 18). 

Στη συνέχεια ο Άγιος Μάξιμος γράφει: «Τον πρώτον φόβον έξω βάλλει η τελεία αγάπη της ψυχής της κε­κτημένης αυτήν, μηκέτι την κόλασιν φοβουμένην» (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς, Πρβλ. ΙΩΑΝ­ΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). Έτσι ο Μέγας Αντώνιος μπορεί να λέγει: «Εγώ ουκέτι φοβούμαι τον Θεόν, αλλ' αγαπώ α[Α]υτόν. Η γαρ αγάπη έξω βάλλει τόν φόβον» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Αντώνιος).

Πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο με την τέλεια αγάπη, όπως υπογραμμίζουν σκόπιμα ο Απόστολος Άγιος Ιωάννης και οι Πατέρες,οδηγεί το φόβο αυτό στην υποχώρηση [Σ.τ.μ.: Και τελικά στην εξαφάνιση]. Όσο ο άνθρωπος δεν καθαρί­ζεται εντελώς από τα πάθη του, δεν αποκτά την απάθεια και δεν φθάνει στο πλήρωμα της αγάπης, ο φόβος διατηρεί το λό­γο της ύπαρξής του και αποδεικνύεται χρήσιμος. 

Ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής γράφει με σαφήνεια: «Ο μεν φόβος των έτι καθαριζομένων εστί δικαίων μετά μεσότητος αγάπης· η δε τελεία αγάπη των ήδη καθαρισθέντων, εν οις ουκ έστι φό­βος· "η γαρ τελεία αγάπη", φησίν [η Γραφή], "έξω βάλλει τον φόβον" (Α' Ιωάν. 4, 18). [...]. Δια τούτο πη μεν λέγει η Γρα­φή, «φοβήθητε τον Κύριον πάντες οι άγιοι αυτού» (Ψαλμ. 33, 10)· πη δε, «αγαπήσατε τον Κύριον πάντες οι όσιοι αυτού" (Ψαλμ. 30, 24)· ίνα μάθωμεν σαφώς, ότι των μεν έτι καθαριζομένων δικαίων εστίν ο φόβος του Θεού, μετά μεσότητος, ως είρηται, αγάπης· των δε καθαρισθέντων η τελεία αγάπη. Εν οις ουκ έστιν έτι έννοια φόβου τινός, αλλ' έκκαυσις άπαυστος και κόλλησις της ψυχής προς τον Θεόν, δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος» (Λόγος ασκητικός).

Όσο η αγάπη δεν έχει φτάσει στην τελείωσή της, ο φόβος έχει λόγο ύπαρξης: συμβάλλει κατά μεγάλο μέρος στην κά­θαρση του ανθρώπου και στην εν συνεχεία απόκτηση της απάθειας, η οποία προϋποθέτει την τελείωση τούτη. Τούτο συμβαίνει σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπορούμε να πούμε ότι χωρίς προηγουμένως να έχει αποκτήσει το συγκεκριμένο φόβο (η απόκτησή του εξάλλου αφεαυτής συνεπάγεται την κά­θαρση σε κάποιο βαθμό), ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να φτάσει στην τέλεια αγάπη. 

Κατηγορηματική είναι η διαβε­βαίωση του Αγίου Ισαάκ, που εντοπίζει ιδιαίτερα στο φόβο το δείκτη και τον οδηγό της μετάνοιας, το κυριότερο όργανο της κάθαρσης της ψυχής: «Ώσπερ ου δυνατόν εστι περάσαι την θάλασσαν την μεγάλην χωρίς πλοίου και καράβου, ούτως ου δύναταί τις περάσαι χωρίς φόβου προς την αγάπην. Την θάλασσαν την οζομένην την τεθείσαν μεταξύ ημών και του νοερού παραδείσου, δια καράβου της μετανοίας παρελθείν δυνάμεθα της εχούσης τους κωπηλάτας του φόβου. Εάν δε οι κωπηλάται ούτοι του φόβου ου κυβερνώσι το πλοίον τούτο της μετανοίας, δι' ης διερχόμεθα την θάλασσαν του κόσμου τούτου προς τον Θεόν, καταποντιζόμεθα εν τη οζομένη θαλάσση· η μετάνοια εστί το πλοίον· ο φόβος δε, ο κυβερνήτης αυτού, η αγάπη, ο λιμήν ο θεϊκός». 

Από την πλευρά του ο Άγιος Μάξιμος σημειώνει ότι «δια [τον φόβον] [...] η απά­θεια, εξ ής η αγάπη, κατά τάξιν ημίν εγγίνεται» (Αγάπης εκατοντάς). 

Και ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής γράφει σχετικά, ακόμη σαφέστε­ρα: «Ουδείς δύναται μη πρότερον φοβηθείς τον Θεόν εν αισθήσει καρδίας, αγαπήσαι αυτόν εν όλη καρδία· δια γαρ της ενεργείας του φόβου αγνιζομένη και απαλυνομένη ώσπερ η ψυχή, εις αγάπην ενεργουμένην έρχεται· ουκ αν δε τις εις φόβον έλθη Θεού τω ειρημένω τρόπω, ει μη πασών των βιοτικών έξω γένηται φροντίδων. Ότε γαρ εν ησυχία πολλή και αμεριμνία γένηται ο νους, τότε αυτώ οχλεί ο φόβος του Θεού, καθαρίζων αυτόν εν αισθήσει πολλή από πάσης της γεώδους παχύτητος· ιν' ούτως αυτόν εις πολλήν αγάπην αγάγη της αγαθότητος του Θεού» (Λόγος ασκητικός). Και καταλήγει στο συμπέρασμα  «Έστω ουν ημίν εις καύχημα καυχημάτων άπαυστον, πρώτον μεν ο φόβος του Θεού· λοιπόν δε η αγάπη το πλήρωμα του νόμου της εν Χριστώ τελειότητος» (Λόγος ασκητικός).

Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς υπογραμμίζει πάλι τον κα­θοριστικής σημασίας παιδευτικό και καθαρτικό ρόλο του φόβου και εντοπίζει σ' αυτόν την αρχή και την προϋπόθεση της προσέγγισης στην αγάπη και επομένως στην ίδια τη θεω­ρία του Θεού: «Της καθαιρούσης την ψυχήν παιδείας [...], αρχή μεν [εστιν] ο φόβος του Θεού (πρβλ. Παροιμ. 1, 7), παρ' ού δέησις [...] συνεχής προς τον Θεόν γεννάται εν τη κατανύξει και η των ευαγγελικών θεσπισμάτων φυλακή. Δια τούτων δε καταλλαγής γεγονυίας προς Θεόν, ο φόβος εις αγάπην με­ταβάλλει και το της ευχής οδυνηρόν εις τερπνόν μετενεχθέν του φωτισμού το άνθος ανατέλλει» (Τριάδες). 

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύ­ρος διδάσκει ότι ο φόβος είναι η αναγκαία και ικανή προϋ­πόθεση της τελειότητας του ενάρετου βίου, της αγάπης και της γνώσης του Θεού και συνεπώς η πνευματική οδός που «υποχρεώνονται» ν' ακολουθήσουν όσοι θέλουν να καταφέρουν το στόχο: «Η πνευματική γνώσις δευτέρα εστί τη φύσει της εργασίας των αρετών. Προηγείται δε αμφοτέρων ο φό­βος και η αγάπη, και πάλιν προηγείται της αγάπης ο φόβος. Πας τις αναιδώς λέγων, ότι δυνατόν κτήσασθαι τας τελευταί­ας προ της των πρώτων εργασίας, πρώτον ανενδοιάστως θεμέλιον απωλείας τη εαυτού ψυχή τέθεικεν. Αυτή γαρ εστίν η οδός του Κυρίου. Ότι αύται [Σ.τ.μ.: Η εργασία των αρετών και η πνευματική γνώση] υπ' εκείνων [Σ.τ.μ.: Το φόβο και την αγάπη] γεννώνται».

β) Η δεύτερη μορφή του φόβου είναι σύμφυτη με την τέ­λεια αγάπη (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς). Απορρέει από την αγάπη του Θεού, ενώ το πρώτο είδος του φόβου εκτοπίζεται από αυτή. Είναι ο φόβος της αποκοπής ή της απομάκρυνσης από το Θεό, ο φόβος της στέρησης της «δια την αγάπην παρρησίας». 

Όπως προσ­διορίζει ακριβέστατα ο Κλήμης Αλεξανδρέας «φοβείται τις ου τον Θεόν, αλλά το αποπεσείν του Θεού» (Στρωματείς). «Ούτός εστιν», εξηγεί ο Άγιος Δωρόθεος Γάζης, «ο έχων την αληθινήν αγά­πην, ην λέγει ο Άγιος [Σ.τ.μ.: Ο Απόστολος και Ευαγγελι­στής Ιωάννης (Α' Ιωάν. 4, 18)] «τελείαν», και αύτη η αγάπη φέρει αυτόν εις τον τέλειον φόβον. Φοβείται γαρ ο τοιούτος και φυλάττει το θέλημα του Θεού, [...] αλλ' ώσπερ είπομεν γευσάμενος αυτής της γλυκύτητος του είναι μετά του Θεού, φοβείται μη εκπέση αυτής, φοβείται μη στερηθή αυτής» (Διδασκαλία). 

Ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός περιγράφει διεξοδικότατα το φόβο, αναφέροντας τα χωρία της Αγίας Γραφής που κάνουν σχετική μνεία αυτού: Θεμελιωμένος στην τελειότητα της αγά­πης, θ' ανέλθει στην αμέσως υψηλότερη και ανώτερη βαθμίδα, το φόβο της αγάπης. Αυτός δεν γεννάται από τη φρίκη ή τον τρόμο της κόλασης ούτε από την επιθυμία της ανταμοι­βής, αλλά από το ίδιο το μεγαλείο της αγάπης. Πρόκειται για το φόβο που προκύπτει ως κράμα του σεβασμού και της τρυ­φερής αγάπης που εκδηλώνει ο γιος για τον πατέρα τον γεμάτο επιείκεια, ο αδελφός για τον αδελφό του, ο φίλος για το φίλο του, η σύζυγος για το σύζυγό της. Δεν υποχωρεί ούτε στα κτυπήματα ούτε στις κατηγορίες· φοβάται μόνο να μη πληγώσει την αγάπη, μη προκαλέσει ακόμη και το μικρότερο και πιο επιπόλαιο τραύμα. Σε κάθε πράξη, ακόμη και σε κά­θε λόγο, τον βλέπουμε σταθερά έκπληκτο από στοργή και ευαισθησία, με τρόμο μήπως η θέρμη και ο ζήλος της αγάπης χλιαρύνουν, έστω και ελάχιστα.

Η δεύτερη αυτή μορφή του φόβου εμφανίζεται έτσι ως ο «τέλειος φόβος» [Βλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ (Διδασκαλία) του οποίου η σχετι­κή διδασκαλία αντιστοιχεί σε κάποιο βαθμό με την αντίστοιχη του Αγίου Ιω­άννου Κασσιανού], «των αγίων [...] των τελειωθέντων, των φθασάντων, εις το μέτρον της αγίας αγάπης». Οι άγιοι, πα­ρατηρεί ο Αγιος Δωρόθεος Γάζης, «ουκ έτι δια φόβον κολάσεως [...] ποιούσι το θέλημα του Θεού, αλλά αγαπώντες, [...] φοβούμενοι ποιήσαι τι παρά το θέλημα του αγαπητού [...]. [Οι άγιοι] ουκ έτι γαρ από φόβου ποιούσιν, αλλ' έκ του αγαπάν φοβούνται». 

Ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός και πά­λι, επισημαίνει ότιτους αγίους, και όχι τους αμαρτωλούς κα­λούν οι προφητικοί λόγοι να φοβούνται: «Φοβήθητε τον Κύριον πάντες οι άγιοι αυτού», λέγει ο Ψαλμωδός, «ότι ουκ έστιν υστέρημα τοις φοβουμένοις α[Α]υτόν» (Ψαλμ. 33, 10). Τόσο βέβαιο είναι ότι δεν χάνει τίποτε από την τελειότητα εκείνος που φοβάται τον Κύριο με τέτοιου είδους φόβο. [...]. Για το φόβο της αγάπης κάνει λόγο και ο προφήτης, όταν περιγράφει το επτάμορφο Πνεύμα που κατέρχεται ανενδοία­στα στο Θεάνθρωπο κατά την οικονομία της Ενανθρωπήσεως: «Και αναπαύσεται», λέγει, «επ’ α[Α]υτόν πνεύμα του Θεού, πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής και ισχύος, πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας» (Ησ. 11, 2), και κατόπιν στο τέλος, ως επιστέγασμα όλων αυτών των δωρεών: «εμπλήσει α[Α]υτόν πνεύμα φόβου Θεού» (Ησ. 11, 3). Σχετικά με το στίχο αυτό, παρουσιάζει ενδιαφέρον κυρίως να λάβουμε υπόψη ότι ο προφήτης δεν λέγει: «Και πνεύμα φόβου Θεού αναπαύσεται επ' α[Α]υτόν», όπως είχε κάνει με τις προηγού­μενες δωρεές, αλλά «εμπλήσει α[Α]υτόν πνεύμα φόβου Θε­ού». Και τούτο το Πνεύμα ξεχειλίζει πραγματικά με τέτοια αφθονία, ώστε να καταλαμβάνει μια ψυχή ολοκληρωτικά και όχι μόνο τμηματικά. Είναι λογικό. Καθώς γίνεται ένα με την αγάπη που ποτέ δεν θα εκλείψει, όχι μόνο πληρώνει [Σ.τ.μ.:Γεμίζει], αλλά κατέχει αχώριστα και για πάντα αυτή [Σ.τ.μ.: Την ψυχή] που έχει κατακτήσει [...]. Τέτοιας φύσης είναι ο φόβος των τελείων, για τον οποίο έχει λεχθεί, ότι εκπλήρωσε το Θεάνθρωπο [Σ.τ.μ.: Αναφορικά με την αγωνία του Θεανθρώπου στη Γεθσημανή πριν τη σύλληψή του]. Αυτόν που δεν ήλθε μόνο για να μας εξαγοράσει, αλλά και γιατί έπρεπε να μας δώσει «εν τω προσώπώ Του» υπογραμμό της τελειότητας και υπόδειγμα των αρετών (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ).

Μόνο ο Άγιος Δωρόθεος Γάζης επιμένει στο σημείο αυτό· κανείς δεν είναι σε θέση να πετύχει τον τέλειο φόβο χω­ρίς να έχει προηγουμένως γνωρίσει την πρώτη μορφή του: «Αδύνατον έστιν ελθείν τον τέλειον φόβον, ει μη δια του εισαγωγικού», «λέγει γαρ: "Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου" (Ψαλμ. 110, 10), και πάλιν λέγει: "Αρχή και τέλος εστίν ο φό­βος του Θεού" (πρβλ. Παροιμ. 1, 7· 9, 10· 22, 4)».

Η αναζήτηση της απόκτησης του εισαγωγικού φόβου αρμόζει επίσης και για εκείνον που δεν έχει φτάσει ακόμη στην υγεία μέσα από την απάθεια ούτε στην τελειότητα μέσα από την αγάπη. Γιατί αντίθετα με το φόβο - πάθος, ο φόβος του Θεού δεν έρχεται αυτόματα, δεν είναι αυτοφυής [Σ.τ.μ.: Αυθόρμητος, αυτόματος, εγγενής] στον άνθρωπο, αλλά απο­τελεί μια αρετή για την οποία οφείλει ν' αγωνιστεί σκληρά προκειμένου να την αποκτήσει με τη βοήθεια του Θεού. Γι' αυτό σε άλλο σημείο γίνεται το αντικείμενο εντολής: «Τον Θεόν φοβού [...] ότι τούτο πας ο άνθρωπος» (Εκκλ. 12, 13)· «Μετά φόβου και τρόμου την εαυτών σωτηρίαν κατεργάζεσθε» (Φιλιπ. 2, 12)· «Εν φόβω τον της παροικίας υμών χρόνον αναστράφητε» (Α' Πέτρ. 1, 17). Ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στην οδό της «πράξεως», χωρίς να «τροφοδοτείται» μόνιμα από τη συγκεκριμένη εσωτερική διάθεση, όπως παρουσιάζει με εικόνες ο Άγιος Βαρσανούφιος: «Όταν θέλη τις αποδημήσαι, φορεί τα υποδήματα. [...] Από της σαρκικής προετοιμασίας οφείλει νοήσαι την πνευματικήν και λαβείν τα πνευματικά υποδήματα, τουτέστι την ετοιμασίαν του φόβου του Θεού, και μνησθήναι ότι πάντα κατά φόβον του Θεού, οφείλει διαπράξασθαι» (Επιστολή). 


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ