Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Ο εγκωμιαστής του «πρωτείου του πάπα» και του «κειμένου της Ραβέννας» Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος ( Μέρος Α΄)

Εν Πειραιεί 10-01-2014

Ο ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ «ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΑ» ΚΑΙ ΤΟΥ «ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ» ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (ΜΕΡΟΣ Α΄)

εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Δυστυχῶς καί σήμερα δέν ἔλειψαν τά κοπέλλια τοῦ πάπα στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα. Τοιοῦτος, ἐκτός τῶν ἄλλων, εἶναι καί ὁ Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος.  Τό πρόσφατο κείμενό του μέ θέμα «Τό πρωτεῖο καί τό κείμενο τῆς Ραβέννας», πού δημοσιεύθηκε στίς 28-12-2013 ἀπό τήν ἐκκλησιαστική πύλη ειδήσεων Romfea.gr[1], ἐπιβεβαιώνει τήν προσωνυμία! Οἱ προσωπικές του θέσεις καί τά λεχθέντα του ὄντως μᾶς ὁδηγοῦν στό νά τοῦ ἐπαναλάβουμε τό τοῦ ἁγίου Μάρκου :  «Ἐσύ εἶσαι κοπέλλι (τσιράκι) τοῦ Πάπα (ὅχι Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος) καί ὡσάν κοπέλλι τοῦ Πάπα ὁμιλεῖς (ὅχι σάν Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος)»!


Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ὁ ποικιλοτρόπως σκανδαλίζων τόν πιστό λαό, γνωστός καί μή ἐξαιρετέος, οἰκουμενιστής καί μεταπατερικός Σεβ. κ. Χρυσόστομος, προβαίνει σέ μία ἀκόμη – ἀπό τίς ἀναρίθμητες – προκλητική καί προδοτική της Ὀρθοδόξου πίστεως ἐνέργεια. Ἄς θυμηθοῦμε μερικές, τίς πιό κύριες, ἀπ’αὐτές.
Α) Ἔχει ἐκφραστεῖ δημόσια ὑπερ τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν μας κειμένων στην νεοελληνική γλώσσα[2].
Β) Εἶναι ὑπερ τοῦ διαθρησκειακοῦ διαλόγου[3].
Γ) Ἡ συμμετοχή του στήν τιμητική ἐκδήλωση, πού διοργάνωσε ἡ Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν τῆς Ἱ. Μ. Δημητριάδος ἀπό 28/30-11-2011, γιά τόν Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα[4].
Δ) Ἡ υἱοθέτηση ἐκ μέρους του τῆς κακόδοξης οἰκουμενιστικής θεωρίας περί τῆς «μιᾶς καί συγχρόνως διηρημένης Ἐκκλησίας», σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία καί συγχρόνως διηρημένη σέ ἐπί μέρους «ἐκκλησίες», ὄχι τοπικές, ἀλλά ὁμολογιακές καί δογματικές, καί χρήζει ἑνώσεως[5]. Γνωστές εἶναι οἱ ἀπαράδεκτες ἐκκλησιολογικῶς δηλώσεις του : α) «Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι Μία καί Ἀδιαίρετη, πρίν τό σχίσμα, σήμερα εἶναι διηρημένη, ἀφοῦ βρισκόμασθε σέ σχίσμα, αὐτό ἐπιβεβαιώνει τό περιεχόμενο τῆς § 41 τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας»[6]. β) «Τό σχίσμα τοῦ 1054 σημαίνει διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας. Νομίζω ὅτι οὐδεμία ἀμφισβήτηση ὑφίσταται... ὅτι ἔχουμε διηρημένη τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, τήν εὑρισκομένην ὑπό τήν Μίαν Κεφαλήν τοῦ Σώματος, τόν Χριστόν»[7]. Ὁ ἴδιος ὁ Σεβ. Μητροπολίτης σέ συνέντευξή του σέ δύο ἐγκρίτους δημοσιογράφους τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Πρακτορείου Εἰδήσεων «amen» ἐμμένει στίς αἱρετικές θέσεις του περὶ «μίας καὶ διηρημένης Ἐκκλησίας» μετὰ τῶν Παπικῶν διακηρύσσοντας ὅτι «δικαιώθηκε» ἀπὸ τούς ἁρμοδίους τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τίς θέσεις του[8]. Τήν ἴδια ἀπαράλλακτη θέση διατυπώνει καί στό κρινόμενο κείμενό του μέ θέμα : «Τό πρωτεῖο καί τό κείμενο τῆς Ραβέννας», ὅπου κάνει λόγο γιά «κοινή παράδοση τῆς πρώτης Ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, δηλ. τῆς περιόδου πρίν τό σχίσμα μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης (1054)», γιά «προσπάθεια ἀποτύπωσης τῆς κοινῆς Θεολογικῆς παράδοσης τῆς Ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας» καί γιά «κοινή ἱστορικοκανονική καί λειτουργικά παράδοση τῆς Ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, τῆς πρώτης Χιλιετίας».
Ε) Ἡ ἀποδοχή τῆς κακόδοξης ἐκκλησιολογικῆς θέσεως ὅτι ἡ παρασυναγωγή τοῦ παπισμοῦ δέν εἶναι αἵρεση, ἀλλά «ἐκκλησία» ἰσότιμη καί ἰσάξια μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὅτι ὁ πάπας Ρώμης δέν εἶναι αἱρεσιάρχης, ἀλλά κανονικός ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας[9].Μέ βάση τήν παραπάνω ἑσφαλμένη ἄποψή του : α) Παρεχώρησε Ὀρθόδοξο Ἱερό Ναό σέ αἱρετικούς παπικούς τῆς Καλαμάτας. β) Δήλωσε ὅτι «ὄχι μόνο τούς παπικούς, ἀλλά καί ὅλους τους αἱρετικούς, ἀκόμα καί τούς Μωαμεθανούς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά τούς ἐξυπηρετήσουμε (ὡς Ἐκκλησία!) στίς θρησκευτικές τους ἀνάγκες. Ἐγώ δέν μπορῶ νά χτίσω τζαμί, μοῦ δίνει ὅμως τό δικαίωμα τό κανονικό δίκαιο νά προσφέρω ἕνα ναό στούς Μουσουλμάνους»!!! γ) Συμπροσευχήθηκε ἀντικανονικῶς μέ αἱρετικούς, κατά τήν διάρκεια συγκλήσεως τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς θεολογικοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξων καί παπικῶν στήν Κύπρο τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2009. δ) Λειτούργησε στήν Παναγία τῆς Τήνου, ὅπου συμπροσευχήθηκαν μαζί του καί παπικοί κληρικοί καί λαϊκοί (2008). ε) Συμπροσευχήθηκε μέ τόν παπικό «ἀρχιεπίσκοπο» κ. Francesco Cacucci καί παρευρέθηκε στόν ἁγιασμό τῆς θαλάσσης, ρίχνοντας ἁγίασμα μέ μύρο ἀπό τόν τάφο τοῦ Ἁγίου Νικολάου (8-5-2007)[10], στ) Δήλωσε ὅτι «δὲν ἔχομεν σχίσμα μετὰ τῶν Παπικῶν, ἀλλά ἁπλῶς μίαν διαίρεσιν»,  ζ) Ἰσχυρίστηκε πώς «τὰ αἴτια τοῦ Σχίσματος εὑρίσκονται εἰς τὸ Πρωτεῖον τοῦ Πάπα καὶ ὄχι εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ Φιλιόκβε»[11]. Τήν ἴδια ἀπαράλλακτη θέση διατυπώνει καί στό κρινόμενο κείμενό του μέ θέμα : «Τό πρωτεῖο καί τό κείμενο τῆς Ραβέννας», ὅπου κάνει λόγο γιά δύο Ἐκκλησίες (Ὀρθόδοξη καί παπική) : «…μεταξύ τῶν δύο διαλεγομένων Ἐκκλησιῶν».
Στό ἐν λόγω κείμενο, ὅμως, ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος προχωρᾶ ἔνα βῆμα παραπάνω καί ἀποδέχεται μία «Καθολική ἤ Παγκόσμια ἤ ἀνά τον κόσμον Ἐκκλησία»! Ὁ ἰσχυρισμός τοῦ Σεβ. κ. Χρυσοστόμου ὅτι «ὁ καθορισμός καί ἡ διευκρίνιση ὅτι μέ τούς ὄρους «Ἐκκλησία», «ἡ ἀνά τόν κόσμον Ἐκκλησία», «ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία» καί «τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ» δέν ὑπονομεύεται ἀπό τή Μικτή Θεολογική Ἐπιτροπή ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνήκει εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται στό Σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως. (ὑποσ. 1)», εἶναι ἐπιεικῶς ἀπαράδεκτος καί ἐμπαικτικός, γιά νά μήν ποῦμε προδοτικός. Δηλ. γιά τόν Σεβ. κ. Χρυσόστομο, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι αὐτή καί μόνη ἀποκλειστικά ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά «ἀνήκει εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία». Δηλ. ἄλλη εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ἄλλη ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέν ταυτίζεται μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ἀποτελεῖ μέρος αὐτῆς, μαζί μέ ἄλλες «ἐκκλησίες» (παπισμό, προτεσταντισμό, μονοφυσιτισμό). Αὐτό εἶναι τό ἐκκλησιολογικό πιστεύω τοῦ Σεβ.                      κ. Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στό σημεῖο νά ταυτιστεῖ μέ τή νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παπισμοῦ[12].Τό παπικό αὐτό πιστεύω τοῦ Σεβ. κ. Χρυσοστόμου δέν ἀποτελεῖ φοβερή ἀλλοίωση, διαστρέβλωση καί προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως; Πώς μπορεί νά ἀπαγγέλλει τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅταν οὐσιαστικῶς δέν τό πιστεύει; Ποιός τώρα μπορεί νά πιστέψει τόν Σεβ. κ. Χρυσόστομο, ὅταν ὑποστηρίζει ὅτι «μέ τή συγκεκριμένη ἐκκλησιολογική προοπτική τοῦ Κειμένου (τῆς Ραβέννας) καταρρίπτεται κάθε κινδυνολογία περί «ἀλλοιώσεως τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ πιστεύω καί τοῦ φρονήματος τῆς Ὀρθοδοξίας», ὅπως λέγουν κάποιες φωνές, οἱ ὁποῖες ἀσκοῦν ἄδικη κριτική στούς Ὀρθόδοξους Ἀντιπροσώπους στό συγκεκριμένο Θεολογικό Διάλογο»;   
Στό ὑπό κρίσιν κείμενο τοῦ Σεβ. κ. Χρυσοστόμου διακρίνουμε καί υἱοθέτηση τῶν νεωτεριστικῶν καί ἀντιπατερικῶν, κακοδόξων καί οἰκουμενιστικῶν θεωριῶν περί «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας» καί «βαπτισματικῆς θεολογίας», οἱ ὁποῖες εἰσήχθησαν στόν Ὀρθόδοξο θεολογικό χώρο ἀπό τόν Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα[13]. Ὑποστηρίζει ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει, ὅπου ὑπάρχει κοινότης συνηγμένη ἐν τῆ Εὐχαριστία, προεξάρχοντος, εἴτε ἀμέσως εἴτε μέσω τῶν πρεσβυτέρων, τοῦ ἐπισκόπου νομίμως χειροτονηθέντος ἐν τῆ ἀποστολικῆ διαδοχῆ, διδάσκοντος τήν πίστιν τήν παραληφθεῖσαν παρά τῶν Ἀποστόλων, ἐν κοινωνία μετά τῶν λοιπῶν ἐπισκόπων καί τῶν Ἐκκλησιῶν των. Καρπός τῆς Εὐχαριστίας ταύτης καί τῆς διακονίας εἶναι ἡ σύναξις πάντων ὅσοι ἔχουν λάβει Πνεῦμα Χριστοῦ ἐν τῷ Βαπτίσματι εἰς μίαν αὐθεντικήν κοινωνίαν πίστεως, προσευχῆς, ἀποστολῆς, ἀδελφικῆς ἀγάπης καί ἀλληλοβοηθείας».
ΣΤ) Ἡ ἐνεργός συμμετοχή τοῦ Σεβ. κ. Χρυσοστόμου μέ ἀντικανονική συμπροσευχή στήν 10η Γενική Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ στό Πουσᾶν τῆς Κορέας[14] (30-10/8-11-2013), ὄπου, ἀποδεχόμενος, χωρίς καμμία ἀντίδραση, τό κοινό κείμενο, ζήτησε συγγνώμη, πού εἶναι Ὀρθόδοξος.
Ὡς συνέχεια τῶν ἀνωτέρω, ἔρχεται τό δημοσιευθέν ὑμνητικό κείμενο τοῦ Σεβ. κ. Χρυσοστόμου σχετικά μέ τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό πρωτεῖο τοῦ πάπα, μέ τό ὁποῖο ἐπαναλαμβάνει οὐσιαστικῶς τίς θέσεις τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας. Ἐπειδή μέ τό ζήτημα τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας καί τοῦ πρωτεῖου τοῦ Πάπα ἔχουν ἀσχοληθεῖ διεξοδικά καί ἕχουν ἀσκήσει αὐστηρή ὀρθόδοξη θεολογική κριτική μέ ἐξαίρετα, ἄριστα και ἄψογα κείμενά τους ἀπό Ὀρθοδόξου Θεολογικῆς ἑπόψεως τόσο ὁ ἅγιος Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, πανοσιολογώτατος ἀρχιμανδρίτης               π. Γεώργιος Καψάνης, ὅσο καί ὁ ἐλλογιμώτατος καθηγητής τοῦ τομέα Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, γι’αὐτό κι ἐμεῖς κρίναμε ἀπαραίτητο νά παραθέσουμε τά σχετικά κείμενά τους, μέ τά ὁποῖα δίδεται ἀπάντηση στά ὅσα ἰσχυρίζεται ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος στό κρινόμενο κείμενό του.
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ Ι. Μ. ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΠΑΝΟΣΙΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ
Ὁ ἅγιος Καθηγούμενος παν. ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, σέ κείμενό του μέ θέμα «Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα»[15], ἐπισημαῖνει : «Στήν Ι’ Συνέλευσί της στήν Ραβέννα (Ὀκτώβριος 2007) ἡ Διεθνής Μικτή Θεολογική Ἐπιτροπή γιά τόν Διάλογο Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν ὑποστηρίζει ὅτι ἔθεσε «σταθερόν ἔρεισμα διά μελλοντικήν συζήτησιν τοῦ ἐρωτήματος τοῦ πρωτείου ἐπί τοῦ παγκοσμίου ἐπιπέδου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ» (Κείμενο τῆς Ραβέννας, παράγρ. 46)[16]. Τό «σταθερόν ἔρεισμα», ὅπως προκύπτει ἀπό τίς 46 παραγράφους τοῦ ἀνωτέρω κειμένου, εἶναι ἡ παραδοχή ὅτι, κατά τήν πρώτη χιλιετία, πρίν ἀπό τό ὁριστικό σχίσμα τοῦ 1054, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης ἀνεγνωρίζετο πρῶτος μεταξύ τῶν πέντε πατριαρχῶν στό πλαίσιο τῆς καλῶς λειτουργούσης τότε συνοδικότητος. Προαγγέλλεται ἡ περαιτέρω συζήτησις περί τοῦ Πρωτείου ὡς ἑξῆς : «Τό ἐρώτημα περί τοῦ ρόλου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἐν τῇ κοινωνίᾳ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν παραμένει πρός μελέτην εἰς μεγαλύτερον βάθος. Ποία εἶναι ἡ συγκεκριμένη λειτουργία τοῦ ἐπισκόπου "τῆς πρώτης καθέδρας" ἐν μιᾷ ἐκκλησιολογίᾳ κοινωνίας καί ὑπό τό πρίσμα ὅσων περί συνοδικότητος καί αὐθεντίας ἔχομεν ἀναφέρει ἐν τῷ παρόντι ἐγγράφῳ; Πῶς θά ἦτο δέον νά νοῆται καί νά βιοῦται ἡ διδασκαλία τῆς πρώτης καί τῆς δευτέρας βατικανῆς συνόδου ἐπί τοῦ παγκοσμίου πρωτείου ὑπό τό φῶς τῆς ἐκκλησιακῆς πρακτικῆς κατά τήν πρώτην χιλιετίαν; Ταῦτα εἶναι κρίσιμα ἐρωτήματα διά τόν ἡμέτερον διάλογον καί διά τάς ἡμετέρας ἐλπίδας περί ἀποκαταστάσε-ως τῆς πλήρους μεταξύ ἡμῶν κοινωνίας» (παράγρ. 45).
Ἡ σοβαρότης τοῦ θέματος εἶναι προφανής. Ποῦ προβλέπεται νά καταλήξῃ ὁ διάλογος; Ἡ ἐκτίμησις τοῦ διεθνοῦς Τύπου (Le Figaro 15/11/2007, The Times 16/11/2007), κυρίως ὅμως τοῦ ἰταλικοῦ, εἶναι ὅτι τά πράγματα ὁδηγοῦνται πρός ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν μέ ἀναγνώρισι τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ἐπί θυσίᾳ ἐνδεχομένως κάποιων προνομίων τοῦ Πάπα. Ἡ Δύσις μέ συγκρατημένη αἰσιοδοξία περιμένει τήν ἕνωσι Ρωμαιοκαθολικῶν καί Ὀρθοδόξων ἐπί τῇ βάσειτῆς ἀρξαμένης συμφωνίας. Στήν καθ’ ἡμᾶς Ὀρθόδοξο Ἀνατολή ὑπάρχει ἐπιφυλακτικότης καί ἀγωνία. Διερωτᾶται ὁ πιστός λαός: Θά διαφυλαχθῇ ἄραγε ἀνόθευτος ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις;
Σέ πρόσφατο ἄρθρο μας εἴχαμε ἐπισημάνει ὅτι ὁ Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, ὅπως μέχρι τώρα ἐξελίσσεται, δείχνει νά ὁδηγῇ σέ οὐνιτικοῦ τύπου ἕνωσι καί μάλιστα βάσει σχεδίου, πού ἔχει ἐκπονήσει τό Βατικανό. Εἴχαμε ἐκφράσει τήν ἐλπίδα ὅτι «οἱ Ὀρθόδοξοι δέν θά ὑποκύψουν στίς προαιώνιες παπικές ἀξιώσεις, δέν θά ἀμνηστεύσουν τήν Οὐνία, δέν θά ἀναγνωρίσουν στόν Πάπα κάποια μορφή πρωτείου ἐξουσίας καί παγκοσμίου δικαιοδοσίας, οὔτε θά δεχθοῦν νά συνεργασθοῦν στούς Βατικάνειους σχεδιασμούς γιά ἕνωσι πού ἄμεσα ἤ ἔμμεσα θά παραθεωρῇ τήν ἀκαινοτόμητο Ὀρθόδοξο Πίστι»[17].
Ποῦ, ὅμως, ὁδηγεῖ τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας»;
Ὑπάρχουν σοβαροί λόγοι νά πιστεύουμε ὅτι τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ἐπιβεβαιώνει τούς φόβους, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ὑποχωροῦμε στίς παπικές ἀξιώσεις. Οἱ λόγοι εἶναι οἱ ἑξῆς :
α) Τό κείμενο ὁμιλεῖ γιά «ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία». Δέν πρόκειται γιά τεχνικό ὅρο, τοῦ ὁποίου ἡ χρησιμοποίησις θά διευκόλυνε τόν διάλογο. Ἀντιθέτως, τοῦ ἔχει δοθῆ πλῆρες θεολογικό περιεχόμενο, ἔτσι ὥστε ὁ διάλογος νά γίνεται μέ τήν προϋπόθεσι ὅτι ἡ ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία εἶναι ἀληθινή, ὀρθοδοξοῦσα, Ἐκκλησία.
Ἡ Ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία στό σημεῖο αὐτό ἔχει ὑποχωρήσει ἀνεπίτρεπτα. Μέ τό κείμενο τοῦ Balamand (1993) εἶχε ἀναγνωρίσει τήν ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ὡς Ἐκκλησία μέ τήν πλήρη σημασία τοῦ ὅρου : «Καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτό πού ὁ Χριστός ἐνεπιστεύθη στήν Ἐκκλησία Του -ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχή στά ἴδια μυστήρια, πρό πάντων στή μοναδική Ἱερωσύνη πού τελεῖ τή μοναδική θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων- δέν δύναται νά θεωρῆται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπό τίς Ἐκκλησίες μας»[18]. Πρόκειται γιά οὐσιαστική ὑποχώρησι ἀπό τήν πιό θεμελιώδη καί ἀφετηριακή βάσι τῶν θεολογικῶν διαπραγματεύσεων. Ἐνῶ δηλαδή οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ὅταν ἀναγνωρίζουν ὡρισμένα συστατικά στοιχεῖα τῆς Ἐκκλησίας στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία (ἔγκυρα Μυστήρια καί ἀποστολική διαδοχή), μένουν πιστοί στήν ἐκκλησιολογία τῆς Β’ Βατικανείου, οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι παραιτοῦνται ἀπό τήν διαχρονικῶς μαρτυρουμένη ὑπό ἐγκρίτων Πατέρων καί συνόδων πίστι μας, ὅτι, λόγῳ τῶν αἱρετικῶν της δογμάτων, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἀπεκόπη ἀπό τό σῶμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, δέν ἔχει τά στοιχεῖα, πού τήν καθιστοῦν ἀληθῆ Ἐκκλησία Χριστοῦ, καί πλέον εἶναι αἱρετική Ἐκκλησία. Διστάζουν νά ἐκφράσουν ἀκόμη καί τήν ἱστορική διαπίστωσι, ὅπως τήν διατύπωσε ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός : «πρό χρόνων πολλῶν ἀπεσχίσθη τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ρώμης φαμέν, τό περιώνυμον ἄθροισμα ἐκ τῆς τῶν ἑτέρων τεσσάρων ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν κοινωνίας, ἀποσχοινισθέν εἰς ἔθη καί δόγματα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ὀρθοδόξων ἀλλότρια... (τά δέ τῶν Ὀρθοδόξων ἀλλότρια πάντως αἱρετικά)»[19].
β) Ἀλλά καί αὐτήν τήν κακῶς γενομένη «ἀλληλοαναγνώρισι» ὑπερκέρασε ἡ Ὁδηγία τοῦ Βατικανοῦ τόν Ἰούλιο τοῦ 2007 μέ τίς γνωστές «Ἀπαντήσεις»[20], μέ τίς ὁποῖες ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’χαρακτηρίζει «ἐλλειματικές» τίς Ὀρθόδοξες τοπικές Ἐκκλησίες, ἐπειδή δέν ἔχουν κοινωνία μέ τόν διάδοχο τοῦ Πέτρου! Σύμφωνα μέ τήν Ὁδηγία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑφίσταται μόνο στήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἡ Ὁδηγία δόθηκε λίγους μῆνες πρίν ἀπό τήν Συνέλευσι τῆς Ραβέννας, τό ὁποῖο, κατά τήν ἐκτίμησί μας, σημαίνει ὅτι τό Βατικανό χαράσσει τήν γραμμή, πού πρέπει νά ἀκολουθήσῃ ὁ διάλογος. Καί ἡ γραμμή εἶναι ὁ ρωμαιοκεντρικός οἰκουμενισμός, ὅπως τόν προσδιώρισε ἡ Β’ Βατικάνειος Σύνοδος. Τό ἐπιβεβαιώνει τό ἴδιο τό κείμενο τῆς Ὁδηγίας τοῦ Βατικανοῦ[21], ἀλλά τό ἐπισημαίνει καί ὁ Σεβ. Ἐπίσκοπος πρώην Ζαχουμίου καί Ἐρζεγοβίνης Ἀθανάσιος Γιέβτιτς : «Τό κείμενο αὐτό [οἱ «Ἀπαντήσεις»] φανερώνει τήν ἐπιμονή τοῦ Πάπα Ράτσιγκερ νά δείξῃ τό πραγματικό πρόσωπο τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ οἰκουμενισμοῦ του, ὁ ὁποῖος στήν πραγματικότητα δέν εἶναι αὐτό, πού λέγει ὁ Πάπας, ἀλλά αὐτό πού πιστεύει καί κάνει»[22]. Τόν ἔντονο προβληματισμό της γιά τήν ὡς ἄνω παπική Ὁδηγία ἐκφράζει καί ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδοςπρός τόν Ὀρθόδοξο Συμπρόεδρο τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου, Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ἰωάννη, μέ τήν ἐπιστολή της ὑπό ἡμερομηνία 8/10/2007.
Ἡ ὑποσημείωσις τῆς παραγρ. 1 τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας», καρπός πιθανώτατα τῆς διαμαρτυρίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀκολουθεῖ δυστυχῶς τό πνεῦμα τῆς παπικῆς Ὁδηγίας. Σέ αὐτήν τήν ὑποσημείωσι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι, παρ’ὅτι διαβεβαιώνουν ὅτι ἡ χρησιμοποίησις τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» δέν ὑπονομεύει τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, δέν καταθέτουν ἐν τούτοις τό ἐπίσης βασικό στοιχεῖο τῆς αὐτοσυνειδησίας της, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν παραδέχεται ὅτι στήν ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ‘‘ὑφίσταται’’ ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Εἶναι χαρακτηριστικό, καί ἀποτελεῖ ἔλεγχο τῆς ἀτολμίας τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων, τό γεγονός ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἐδήλωσαν στήν ἴδια συνάφεια ὅτι δέν ἀναγνωρίζουν παρά μόνο στοιχεῖα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας ἔξω ἀπό τήν ρωμαιοκαθολική κοινωνία. Εἶναι σαφές ὅτι τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ὀφείλει νά ἀναγνωσθῇ καί ἑρμηνευθῇ ὑπό τήν προϋπόθεσι ὅτι ἡ ρωμαιοκαθολική πλευρά μένει πιστή καί ἀμετακίνητη στά παπικά δόγματα.
γ) Οἱ ἀναφορές τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας» στήν ἀποστολική πίστι, στά εἰσαγωγικά Μυστήρια, στήν Ἱερωσύνη, στήν Εὐχαριστία καί στήν ἀποστολική διαδοχή γίνονται μέ τόση φυσικότητα γιά τήν ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ὥστε νά νομίζῃ κανείς ὅτι ἡ ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία σέ ὅλα αὐτά τά σημεῖα ὀρθοδοξεῖ. Ἀλλά, διερωτώμεθα μαζί μέ τόν ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό : «Πόθεν οὖν ἡμῖν ἀνεφάνησαν ἐξαίφνης ὄντες ὀρθόδοξοι, οἱ διά τοσούτων χρόνων καί ὑπό τοσούτων Πατέρων καί διδασκάλων κριθέντες αἱρετικοί»[23];Πράγματι, πότε οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἔδωσαν σαφεῖς ἐνδείξεις ὅτι ἀπέβαλαν τίς γνωστές ἑτεροδιδασκαλίες τους; Ἀντιθέτως μάλιστα, ἔχουν δώσει καλῶς τεκμηριωμένες ἀποδείξεις ἐπιμονῆς σέ αὐτές. Πῶς ἔχουν τήν ἀποστολική πίστι, ἐφ’ ὅσον το Φιλιόκβε, ἡ κτιστή Χάρις, τό Πρωτεῖο ὡς προνόμιο παγκοσμίου δικαιοδοσίας, τό Ἀλάθητο, ἡ ἄσπιλος σύλληψις τῆς Θεοτόκου κ.ἄ. ἀποτελοῦν ἀκόμη βασικά καί ἀδιαπραγμάτευτα δόγματά τους; Πῶς ἔχουν ἔγκυρα εἰσαγωγικά Μυστήρια (Βάπτισμα, Χρίσμα), Ἱερωσύνη καί Εὐχαριστία, ἐφ’ ὅσον, κατά τόν ἅγιο Μάρκο, ἔχουν ἀποσχισθῆ ἀπό τήν Καθολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; Ἄλλωστε, τελεῖ ἐν ἰσχύι, ἐπικυρωμένος ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο ὁ α’ Κανών τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅτι «οἱ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ’ ἑαυτούς· ἐπέλιπε γάρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τήν ἀκολουθίαν... ἀπορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύναντο Χάριν Πνεύματος Ἁγίου παρέχειν, ἧς αὐτοί ἐκπεπτώκασι». Πολλῷ μᾶλλον, ἐφ’ ὅσον δέν πρόκειται ἐδῶ γιά ἐξοικονόμησι ἐπιστρεφόντων ἀπό τόν λατινισμό στήν πίστι τῆς Καθολικῆς (Ὀρθοδόξου) Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά ἐπιβεβαίωσι ἐκ μέρους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῶν λατινικῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν. Πῶς, ἐπίσης, ἔχουν ἀποστολική διαδοχή, ἐφ’ ὅσον, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ἡ ὀρθοδοξία τοῦ φρονήματος βεβαιώνει τήν ἀποστολική διαδοχή καί ἡ ἑτεροδοξία τήν καταλύει; «Τό μέν γάρ ὁμόγνωμον καί ὁμόθρονον, τό δέ ἀντίδοξον καί ἀντίθρονον· καί ἡ μέν προσηγορίαν, ἡ δέ ἀλήθειαν ἔχει διαδοχῆς», γράφει ὁ θεῖος Γρηγόριος[24].
δ) Στό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ἀναπτύσσονται δύο σημαντικές πτυχές τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ συνοδικότης καί ἡ αὐθεντία. Συμφωνήθηκε (παράγρ. 40-41) ὅτι τό ἐκκλησιολογικό περιεχόμενο τῆς συνοδικότητος καί τῆς αὐθεντίας βιώθηκαν ἀπό κοινοῦ ὀρθοδόξως κατά τήν πρώτη χιλιετία τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας σέ Ἀνατολή καί Δύσι. Ὅμως, ὅσο καί ἄν θέλουμε νά θεωρήσουμε θετική τήν συμφωνία αὐτή, δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά ἐφησυχάσουμε ἡ διευκρίνησις τῆς ἰδίας παραγράφου : «Διαφωνοῦσι, παρά ταῦτα [Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί], ἐπί τῆς ἑρμηνείας τῶν ἱστορικῶν στοιχείων ἐκ τῆς περιόδου ταύτης, θεωροῦσαι τάς προνομίας τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ὡς πρώτου ζήτημα ἤδη διαφοροτρόπως κατανοηθέν κατά τήν πρώτην χιλιετίαν» (παράγρ. 41). Μέ τήν διευκρίνησι αὐτή ἔχουν τεθῆ τά θεμέλια γιά μία ἀποδεκτή ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ἐπανερμηνεία τοῦ παπικοῦ Πρωτείου.
Ἀναμφιβόλως κατά τήν πρώτη χιλιετία ἡ συνοδικότης λειτουργοῦσε καί γι’ αὐτό δέν εἶχε ἀναπτυχθῆ αὐθεντία μέ τήν μορφή παγκοσμίου πρωτείου ἤδικαιοδοσίας. Ἡ ἐκτροπή, ὅμως, στό παπικό Πρωτεῖο δέν ἔγινε σέ μία στιγμή χρόνου. Λόγῳ τοῦ παπικοῦ ἡγεμονισμοῦ ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, στήν ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐπί αἰῶνες ἐκυοφορεῖτο μία διαδικασία ὑποβαθμίσεως τῆς συνοδικότητος καί ἀναδύσεως τοῦ παπικοῦ Πρωτείου. Στήν διαδικασία αὐτή παραπέμπει εὐθέως καί σαφῶς ἡ ἀνωτέρω «διαφωνία» τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς στήν Ραβέννα. Ἐνόσῳ, ὅμως, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέν παραιτοῦνται ἀπό τήν παποκεντρική ἑρμηνεία τῶν θεσμῶν τῆς συνοδικότητος καί τῆς αὐθεντίας κατά τήν πρώτη χιλιετία τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ‘‘συμφωνία’’ τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας» κλίνει ὑπέρ τῆς ἀναγνωρίσεως ἑνός παγκοσμίου πρωτείου στόν Πάπα. Μόνο ἐάν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δεχθοῦν νά ἑρμηνεύσουν τά ἱστορικά στοιχεῖα τῆς πρώτης χιλιετίας ὅπως καί οἱ Ὀρθόδοξοι, θά εἶναι βέβαιο ὅτι παραιτοῦνται τῶν παπικῶν νεωτερισμῶν τῆς δευτέρας χιλιετίας. Μόνο ὑπό τήν προϋπόθεσι αὐτή ἡ ἀνακοινωθεῖσα συζήτησις, κατά τίς ἑπόμενες συνελεύσεις τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, περί τῆς ἑρμηνείας τῆς συνοδικότητος καί τῆς αὐθεντίας κατά τήν δεύτερη χιλιετία, καί μάλιστα ἀπό τίς Α’ καί Β’ συνόδους τοῦ Βατικανοῦ, θά ἀποδώσῃ Ὀρθόδοξα συμπεράσματα, δηλαδή θά κλίνῃ πρός κατάργησι τοῦ παπικοῦ Πρωτείου. Ἄλλως, ἡ ἀναγνώρισις ἑνός παπικοῦ Πρωτείου δικαιοδοσίας (ἔστω καί ὑπό τήν μορφή ἑνός λειτουργήματος διακονίας) ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ βεβαία κατάληξις.





[1] http://romfea.gr/epikairotita/21337-2013-12-30-03-52-35
[2] Σχ. βλ. συνέντευξή του στόν κ. Ν. Παπαχρήστο. Γ. ΖΕΡΒΟΣ, «Ἀπό τήν λογοκρισίαν τῶν ἀντιεβραϊκῶν ἐγκωμίων τοῦ ἐπιταφίου εἰς τήν αἱρετικήν μεταπατερικήν θεολογίαν καί τήν «διηρημένην» Ἐκκλησίαν», Ὀρθόδοξος Τύπος (2-3-2012) 1,7.
[3] http://www.amen.gr/article14049.
[4]Περιοδικό ‘Πληροφόρηση’ Δεκέμβριος 2011, Μηνιαία ἔκδοση Ἱ. Μ. Δημητριάδος
[5]Σχ. βλ. ἡμέτερον κείμενον μέ τίτλο Θεολογική καί Ἱστορική κριτική τῆς εἰσηγήσεως τοῦ Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος καί Ἀλυροῦ κ. Ἰγνατίου στήν παπική ἡμερίδα γιά τήν Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο στό κεφάλαιο Ἡ Μία και συγχρόνως διηρημένη Ἐκκλησία 15-12-2013.
[6] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ἐπιστολή πρός τόν Καθηγητήν κ. Τσελεγγίδην 1-10-2009, σ. 4, παρ. γ΄.
[7] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή πρός τόν Καθηγητήν κ. Τσελεγγίδην 15-7-2010, σ. 6, παρ. γ΄ καί «Ἀπάντηση στόν Καθηγητή κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη»,Θεοδρομία ΙΒ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010) 352. Ἐπίσης, ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΚΥΘΗΡΩΝ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Ἐπιστολή πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τόν Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο» καί ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Ἀπάντηση στόν Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο», Θεοδρομία ΙΒ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010) 332, 340.
[8] Γ. ΖΕΡΒΟΣ, «Εὑρίσκονται εἰς δογματικήν πλάνην οἱ Σεβ. Μεσσηνίας καί Δημητριάδος», Ὀρθόδοξος Τύπος (24-2-2012) 1, 7.
[9] Σχ. βλ. ἡμέτερον κείμενον μέ τίτλο Θεολογική καί Ἱστορική κριτική τῆς εἰσηγήσεως τοῦ Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος καί Ἀλυροῦ κ. Ἰγνατίου στήν παπική ἡμερίδα γιά τήν Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο στό κεφάλαιο Ὁ Παπισμός εἶναι αἱρεση και ὄχι «Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία» 15-12-2013. http://www.romfea.gr/epikairotita/15611-2013-02-12-13-08-23 και http://www.amen.gr/article12921.
[10]ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΗΜΑΤΗΣ, «Αἱρετικές ἀποκλίσεις καί ἀπρέπειες τοῦ Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου», Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος 3 (Ἰούλιος-Αὔγουστος 2010) 41.
[11] Γ. ΖΕΡΒΟΣ, ἔνθ’ἀνωτ.
[12]Σχ. βλ. ἡμέτερον κείμενον μέ τίτλο Θεολογική καί Ἱστορική κριτική τῆς εἰσηγήσεως τοῦ Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος καί Ἀλυροῦ κ. Ἰγνατίου στήν παπική ἡμερίδα γιά τήν Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο στό κεφάλαιο Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Παπισμοῦ 15-12-2013 καί ΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ HEERS, Τό Βάπτισμα καί ἡ Ἐκκλησία στό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ τῆς Δευτέρας Βατικανῆς Συνόδου, διδακτορική διατριβή, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Τμῆμα Θεολογίας, Ἰούνιος 2011.
[13]ΜΕΓΑΣ ΦΑΡΑΝΤΟΣ, Οἰκουμενισμός ἤ Ὀρθοδοξία; Ἡ κρίσις τῆς Θεολογίας τοῦ Ἰω. Ζηζιούλα, Ἀνάτυπον ἐκ τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου», Ἀθήναι 1993, σσ. 5-6, 14-23 καί ΙΩΑΝΝΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, «Orthodox Ecclesiology and the Ecumenical Movement», Sourozh Diocesan Magazine [Αγγλία] 21 (1985) 16) καί ΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ HEERS, «Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας˙ ἡ ἰδέα τῆς «Βαπτισματικῆς Ἑνότητας» καί ἡ ἀποδοχή της ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστές», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ι. Μ. Μεγ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σ. 117
[14]21-10-2013, «Συγγνώμη πού εἴμαστε Ὀρθόδοξοι», 10η Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στό Πουσάν τῆς Κορέας (30-10/8-11-2013) http://aktines.blogspot.gr/2013/11/10_21.html, http://aktines.blogspot.gr/2013/11/10.html, http://aktines.blogspot.gr/2013/11/blog-post_1018.html, http://aktines.blogspot.gr/2013/11/blog-post_2453, html, http://aktines.blogspot.gr/2013/11/lgbti.html
[15] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, Ἅγιον Ὄρος, 30 Δεκεμβρίου 2007,  Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 90-99, http://aktines.blogspot.gr/2013/08/blog-post_663.html.
[16] Τά παρατιθέμενα ἀποσπάσματα ἀπό τό κείμενο, πού συμφωνήθηκε στήν Ραβέννα, ἔχουν ληφθῆ ἀπό τήν μετάφρασι ἐκ τοῦ πρωτοτύπου ἀγγλικοῦ, τήν ὁποία ἐξεπόνησαν οἱ ὑπηρεσίες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί δημοσιεύθηκε ἀπό τήν ἐφημ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΟΣΜΟΣ σέ εἰδικό ἔνθετο μέ τίτλο «Τό κείμενο τῆς Ραβέννας».
[17] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ, Καθηγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, «Ἀνησυχία γιά τήν προετοιμαζομένη ἀπό τό Βατικανό ἕνωσι Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν», Παρακαταθήκη 54 (2007).
[18] Ἐπίσκεψις, τ. 496/1993.
[19] ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ, «Τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς...», ἐν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ. Ι, Ἀθῆναι 1960, σ. 426.
[20] Ὁ πλήρης τίτλος τῆς Ὁδηγίας εἶναι «Ἀπαντήσεις σέ ἐρωτήσεις, πού ἀφοροῦν ὀρισμένες ὄψεις γύρω ἀπό τή διδασκαλία περί Ἐκκλησίας» (βλ. Ἐπιστολή Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τόν Σεβ. Μητροπ. Περγάμου Ἰωάννην, 8/12/2007).
[21] Σχ. βλ. σχολιασμό τῆς Ὁδηγίας στήν ἐφημ. Καθολική, φύλ. 3078 /24-7-2007.
[22] ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΡΩΗΝ ΖΑΧΟΥΜΙΟΥ ΚΑΙ ΕΡΖΕΓΟΒΙΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, «Περί τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ οἰκουμενισμοῦ» (σερβιστί), περιοδ. ΠΡΑΒΟΣΛΑΒΛΙΕ, ἔκδ. τοῦ Πατριαρχείου τῆς Σερβίας, τεῦχ. 969-970 (1-15/8/2007), σ. 12.
[23] ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ, «Τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς...», ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 426.
[24] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Εἰς τόν μέγαν Ἀθανάσιον η’, PG 35, 1089.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου