Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ!


Διαβάζουμε ἀπὸ τὸ Πατριαρχικὸ  ''ΦΩΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ'':

Ένα ηχητικό ντουκουμέντο από το Αρχείο του Άρχοντος Ιερομνήμονος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας καθηγητού Αριστείδη Πανώτη. 
Αυτές τις μέρες συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από την ιστορική εκείνη συνάντηση του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα με τον μακαριστό Πάπα Παύλο ΣΤ΄ (4/1/1964 - 8/1/1964), στην Ιερουσαλήμ. 
Η συνάντηση αυτή σήμανε την αμοιβαία άρση των αναθεμάτων που είχαν χωρίσει τους Ορθόδοξους και Ρωμαιοκαθολικούς Χριστιανούς από το Σχίσμα του 1054. Αυτή η συμβολική χειρονομία άνοιξε τη δυνατότητα του αυθεντικού διαλόγου μεταξύ των Ορθόδοξων και Ρωμαιοκαθολικών για πρώτη φορά μετά από αιώνες. Όπως γράφει και ο καθηγητής Αριστείδης Πανώτης "Μια συνάντηση που άργησε 525 χρόνια". 
Στο ηχητικό ντοκουμέντο που παρουσιάζουμε εδώ, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο Πάπας Παύλος ΣΤ' κατά την συνάντηση του 1964, διαβάζουν εναλλάξ ένα απόσπασμα από την Αρχιερατική Προσευχή του Κυρίου (Ιω. ιζ', 1-26) και μαζί την Κυριακή Προσευχή (Πάτερ ημών). 
Στο τέλος του ηχητικού ντοκουμέντου υπάρχουν οι Πολυχρονισμοί Πατριάρχη και Πάπα, αλλά όχι από την συνάντηση του 1964. Οι Πατριαρχικοί Χοροί υπό τον αείμνηστο Άρχοντα Πρωτοψάλτη της Μ.τ.Χ.Ε. Βασίλειο Νικολαϊδη, ψάλλουν τους Πολυχρονισμούς σε ήχο πλ.δ', κατά την συνάντηση των δύο στο Φανάρι στις 25 Ιουλίου 1967, όταν ο Πάπας Παύλος επισκέφθηκε την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 
Το ηχητικό ντοκουμέντο πλαισιώνεται από φωτογραφικό υλικό πάλι από το Αρχείο του Αριστείδη Πανώτη. 


Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Ο εγκωμιαστής του «πρωτείου του πάπα» και του «κειμένου της Ραβέννας» Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος (B΄)


Εν Πειραιεί 11-01-2014
Ο ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ «ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΑ» ΚΑΙ ΤΟΥ «ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ» ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ     (ΜΕΡΟΣ B΄)
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Συνεχίζοντας τήν σκέψη του ὁ ἅγιος Καθηγούμενος παν. ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, στό κείμενό του μέ θέμα «Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα», ὑπογραμμίζει : «Γνωρίζοντες τήν στρατηγική τοῦ Βατικανοῦ θεωροῦμε ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέν ἠμποροῦν νά ἀποβάλουν τόν παποκεντρισμό τους, τόν ἀρχαῖο καί τόν νεώτερο, διότι τόν ἔχουν ἐπισφραγίσει μέ τίς ἀποφάσεις δεκατριῶν «οἰκουμενικῶν» τους συνόδων. Θυμίζουμε τίς τελευταῖες διακηρύξεις τοῦ Πάπα Ἰωάννη Παύλου ΙΙ μέ τήν Ἐγκύκλιο Ut Unum Sint (1995)[1]: «Ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἔχει τήν πεποίθηση ὅτι διατήρησε τή διακονία τοῦ διαδόχου τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, πού ὁ Θεός ἵδρυσε ‘‘ὡς παντοτεινή καί ὁρατή ἀρχή καί θεμέλιο τῆς ἑνότητας’’» (παράγρ. 88). Καί, «Εἶμαι πεπεισμένος ὅτι ἔχω στό σημεῖο αὐτό μιά ἰδιαίτερη εὐθύνη ... νά βρίσκω μιά μορφή ἄσκησης τοῦ πρωτείου, τό ὁποῖο, χωρίς ν’ ἀποποιηθῶ μέ κανένα τρόπο τήν οὐσία τῆς ἀποστολῆς του, ν’ ἀνοίγεται σέ μιά νέα κατάσταση» (παράγρ. 95). Γνωστή ἄλλωστε εἶναι καί ἡ διακήρυξις τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ἀπό τόν Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ’ στό Φανάρι τό 2006.


Ἐπιπλέον, καί ἄν ἀκόμη συμβῇ σέ ἕνα εἰλικρινῆ διάλογο νά μή ἀκολουθηθῇ ἡ γραμμή τοῦ Βατικανοῦ, ἡ τακτική εἶναι νά ἀνατρέπωνται οἱ συμφωνίες τῶν θεολόγων, ὁσάκις δέν εἶναι σύμφωνες μέ τήν γραμμή τῆς κουρίας. Νά θυμίσουμε τήν ὑποχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων στό θέμα τῆς παρουσίας οὐνιτῶν στόν διάλογο, ἅμα τῇ ἐνάρξει του, παρά τίς πανορθόδοξες συνοδικές διαβεβαιώσεις γιά ἀνυποχώρητη στάσι στό θέμα αὐτό. Νά θυμίσουμε ἀκόμη τήν ἀνατροπή τῆς πορείας τοῦ διαλόγου περί τῆς οὐνίας καί τήν ἄτακτη ὑποχώρησί μας μέχρι τῆς ταπεινωτικῆς γραμμῆς τοῦ κειμένου τοῦ Balamand. Νά θυμίσουμε τέλος τήν σκαιά παπική παρέμβασι κατά τήν Θ’ Συνέλευσι τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς στήν Βαλτιμόρη καί τό ναυάγιο τῶν κατά τῆς οὐνίας Ὀρθοδόξων προσδοκιῶν. Καί ἄς μή λησμονοῦμε τήν παπική Ὁδηγία τοῦ Ἰουλίου 2006. Φοβούμεθα, ὅσον ἀφορᾶ τήν συζήτησι περί Πρωτείου στίς ἑπόμενες συνελεύσεις τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, ὅτι ἡ γραμμή τοῦ Βατικανοῦ θά ἐπιβληθῇ μέ τήν ἀναγνώρισι στόν Πάπα τῆς Ρώμης ἑνός εἴδους παγκοσμίου πρωτείου, ἴσως ὑπό τήν δελεαστική μορφή (ἐν «ὑποχριστιανίζοντι κωδίῳ», κατά Μελέτιον Πηγᾶν), τῆς διακονίας τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, ἀλλά πάντως ἀγνώστου καί ἀπαραδέκτου στήν ἀρχαία Ἐκκλησία. Τό φοβούμεθα, διότι ἤδη κάτι ἀρχίζει ἀμυδρά νά διαφαίνεται μέ τήν παράγρ. 41 τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας».
ε) Εὐχή καί ἐλπίδα μας πάντως εἶναι νά ἀποβάλουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τήν παποκεντρική τους ἑρμηνεία ἐπί τῶν ἱστορικῶν στοιχείων τῆς πρώτης χιλιετίας, καθώς καί τό συνεπακόλουθο πρωτεῖο παγκοσμίου δικαιοδοσίας. Ἴσως ἔτσι, αἱρομένου τοῦ αἰτίου, πού εἶναι ἡ παπική ἡγεμονική διάθεσις, διορθωθοῦν καί οἱ δογματικές συνέπειες. Ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς συνδέει ὡς αἴτιο μέ αἰτιατό τό παπικό πρωτεῖο μέ τίς παπικές κακοδοξίες : «Τό ὀρθόδοξον δόγμα, μᾶλλον δέ τό παν-δόγμα περί τῆς Ἐκκλησίας, ἀπερρίφθη καί ἀντικατεστάθη διά τοῦ λατινικοῦ αἱρετικοῦ παν-δόγματος περί τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξ αὐτῆς δέ τῆς παναιρέσεως ἐγεννήθησαν καί γεννῶνται συνεχῶς ἄλλαι αἱρέσεις : τό Filioque, ἡ ἀποβολή τῆς Ἐπικλήσεως, τά ἄζυμα, ἡ εἰσαγωγή τῆς κτιστῆς χάριτος, τό καθαρτήριον πῦρ, τό θησαυροφυλάκιον τῶν περισσῶν ἔργων...»[2].
Μέ τήν εὐχή καί τήν προοπτική νά ἀποβάλουν οἱ Λατῖνοι τοῦ 15ου αἰῶνος τούς δογματικούς νεωτερισμούς τους ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Ἐφέσου πῆγε στήν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ἀλλά προσέκρουσε στήν παπική ὑπεροψία τοῦ Εὐγενίου Δ’. Μέ τήν ἴδια εὐχή καί προοπτική, νά ἀποβάλουν δηλαδή οἱ Πάπαι καί οἱ θεολόγοι τους τόν παποκεντρισμό τους, ὁ ἱερός Δοσίθεος Ἱεροσολύμων εἶχε συγγράψει τήν Δωδεκάβιβλο ἤ Ἱστορία περί τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις πατριαρχευσάντων[3], ὅπως σημειώνει ὁ διάδοχός του στόν θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων καί ἐκδότης της, ὁ ἀοίδιμος Χρύσανθος : «Κἄν διά τῆς παρούσης βίβλου ὡς διά τῶν θεοκηρύκων Ἀποστόλων καί τῶν θεοφόρων Ἀνατολικῶν καί Δυτικῶν Πατέρων ἐλθόντες εἰς αἴσθησιν, καί παρακινούμενοι καί οἴκοθεν οἱ τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας Ἄρχοντες, τοῦτο αὐτό κατορθώσωσι, καί ἑνώσωσι τάς Ἐκκλησίας, θείῳ ζήλῳ κινούμενοι, καί παύσωσι τά σχίσματα καί τά σκάνδαλα τοῦ διαβόλου τά ὄργανα»[4]. Μάλιστα ὁ Χρύσανθος παρατηρεῖ μετ’ ἐλπίδος : «Εἰ δέ καί δέξεται διόρθωσιν ἡ δυτική Ἐκκλησία, καί ρίψει τούς νεωτερισμούς, καί ὅσα οὐκ εἶχεν ὅτε ἦν σύμφωνος τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, τότε καί ὁ Ρώμης βέβαια ἄδεται ὡς εἰκός εἰς πᾶσαν τήν ὑφ’ Ἥλιον ὡς πρῶτος τῇ τάξει τῶν Πατριαρχῶν, καί φημίζεται παρρησίᾳ παρά τῶν μεγίστων Ἐκκλησιῶν καί τῶν τῆς Οἰκουμένης Ἀρχιερέων πρῶτος ἐν ταῖς ἐκφωνήσεσι, καί ἐν τοῖς διπτύχοις ταχθήσεται ὡς ἦν καί ἀνέκαθεν πρό τοῦ σχίσματος, ἀλλά δή καί τά προνόμια καί πρεσβεῖα αὐτοῦ τά δίκαια καί τήν τιμήν ἡ τῶν Ἐκκλησιῶν ἕνωσις ἀνακαινίζει καί ἀποδίδωσιν αὐτῷ μετά μεγάλης χαρᾶς καί εὐχαριστήσεως»[5]. Ἀλλά, ὡς γνωστόν ἡ Α’ καί ἡ Β’ Σύνοδοι τοῦ Βατικανοῦ ἐδογμάτισαν ἕνα αὐστηρότερο παπικό θεσμό.
Ὁ θεολογικός διάλογος, ὅταν γίνεται μέ Ὀρθόδοξες ἐκ μέρους μας προϋποθέσεις, δέν εἶναι κακός. Θά μποροῦσε νά θεωρηθῇ ἡ ἰδική μας ἀνθρωπίνη συνεργία στό ἔργο τοῦ Θεοῦ νά ἐπανακάμψουν, ἄν εἶναι δυνατόν, οἱ ἑτερόδοξοι στήν πίστι καί τήν κοινωνία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Μεταξύ αὐτῶν τῶν προϋποθέσεων, σημαντική ἐν προκειμένῳ εἶναι ἡ ἀταλάντευτη ἐμμονή μας στήν συνοδικῶς κατοχυρωμένη στάσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ παπισμοῦ, τόσον ὡς φορέως σωρείας ἑτεροδιδασκαλιῶν, ὅσο καί ὡς φορέως τοῦ παποκεντρικοῦ ἡγεμονισμοῦ ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς στό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» δέν παρατηρεῖται ἡ σαφής καί ἀδιαμφισβήτητα πατερική καί συνοδική Ὀρθόδοξος στάσις. Λείπει τό πνεῦμα, μέ τό ὁποῖο διαπραγματεύθηκε τήν ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός στήν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, ὅταν προέβαλε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ὡς βάσιν συζητήσεως τό ἀκαινοτόμητον τοῦ Συμβόλου καί τήν Ὀρθόδοξο ἑρμηνεία του. Λείπει τό ἐκκλησιολογικό φρόνημα τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἐπί τουρκοκρατίας. Λείπει τό πνεῦμα τῆς εὐθύτητος, μέ τό ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως στό ἔργο του «Περί τῶν αἰτίων τοῦ σχίσματος». Κυριαρχεῖ ἀντίθετα μία ἀμφίλογη «ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας», στήν ὁποία ἡ κοινωνία δέν νοεῖται μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων κατά τήν πίστι τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς ἑτεροδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Σημειωτέον, μάλιστα, ὅτι δέν γίνεται λόγος γιά «ἐκκλησιαστική κοινωνία», ἀλλά γιά «ἐκκλησιακή κοινωνία» (ecclesial communion). Στήν ὡς ἄνω «ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας» ὑποβαθμίζεται ἡ σημασία, πού ἔχουν πρῶτον τό ἀκαινοτόμητον τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως, τό ὁποῖο στό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» μένει ἁπλῆ ἀναφορά, χωρίς τήν βαρύνουσα σημασία, πού ἔχει γιά τήν διάκρισι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἑτεροδοξοῦσα Ρώμη, καί δεύτερον ἡ ἐντολή τῶν ἱερῶν Κανόνων περί ἀκοινωνησίας μέ τούς αἱρετικούς στά Μυστήρια καί μάλιστα στήν Εὐχαριστία, ἐντολή ἡ ὁποία ἐντελῶς ἀποσιωπᾶται. Πάντως καί τά δύο αὐτά στοιχεῖα εἶναι θεμελιώδη στήν Ὀρθόδοξο διδασκαλία περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας.
Στό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» διαφαίνεται ἡ τάσις νά ἀντιμετωπισθῇ τό ζήτημα τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ὡς «διακανονισμός» τῶν παπικῶν προνομίων καί ὄχι ὡς βαθύ θεολογικό πρόβλημα πού ἀφορᾶ αὐτό τοῦτο τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παραδοχή πρωτείου δικαιοδοσίας ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, δηλαδή τό νά εἶναι ἕνας ἐπίσκοπος κεφαλή καί ἀρχή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω ἐπιφορτισμένος μέ ἕνα ρόλο διακονίας, εἶναι βλασφημία κατά τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ὡς μοναδικῆς Κεφαλῆς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τό πρωτεῖο δικαιοδοσίας συνιστᾶ ἀνατροπή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὑπεράνω πάντων τῶν ἐπισκόπων εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Σέ αὐτήν προεκάθητο μέν ἐν ἀγάπῃ ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ὡς ἴσος τῶν συνεπισκόπων του, ἐν τῷ μέσῳ ὅμως τῶν ἐπισκόπων ἐτοποθετεῖτο τό ἱερό Εὐαγγέλιο ὡς σύμβολο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς μοναδικῆς Κεφαλῆς τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Τό μοναδικό προνόμιο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης (ὅταν σημειωτέον ἦταν Ὀρθόδοξος), πού εἶναι ἀποδεκτό ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως, εἶναι ἡ ἐν συνόδοις πρωτοκαθεδρία (πρεσβεῖα τιμῆς) μεταξύ τῶν πέντε Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν καί ἡ συνεπείᾳ αὐτῆς μνημόνευσίς του πρώτου μεταξύ τῶν λοιπῶν πατριαρχῶν στά Δίπτυχα. Αὐτό βεβαιώνεται ἀπό τό γράμμα καί τό πνεῦμα τοῦ 28ου κανόνος τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τά λοιπά προνόμια τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης καί ὁ ρόλος τους δέν εἶναι ἀποδεκτά ἀπό τήν Ἐκκλησία. Χρειάζεται ἑπομένως πολλή προσοχή στήν νοηματοδότησι τῆς φράσεως, πού δεσπόζει στό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» καί διατυμπανίσθηκε στήν Ἑσπερία ὡς δῆθεν ἀναγνώρισις γιά πρώτη φορά ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα[6]. Ἡ περίφημη φράσις λέγει : «οἱ πρῶτοι δέον ὅπως ἀναγνωρίζωσι τίς ἐστιν ὁ πρῶτος μεταξύ αὐτῶν» (παράγρ. 10). Ἡ ἀμφιλογία τῆς ἐκφράσεως εἶναι προφανής. Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε ἀνεγνώριζε πρωτοκαθεδρία στόν ἐπίσκοπο Ρώμης, ἐνόσῳ βεβαίως αὐτός ὀρθοδοξοῦσε, οὐδέποτε ὅμως μέχρι σήμερα ἀποδέχθηκε κάποιο πρωτεῖο ἤ αὐθεντία του ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, πολλῷ μᾶλλον ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐπιμένει στά αἱρετικά της δόγματα.
Κατά τίς ἑπόμενες συνελεύσεις τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς ἀναμένεται νά συζητηθῇ ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης καί τό εἶδος τοῦ πρωτείου του στήν «κοινωνία τῶν ἐκκλησιῶν»! Οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅμως, δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποδεχθοῦμε μία παποκεντρική ἐπανερμηνεία τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἐξ αἰτίας τῆς παποκεντρικῆς ἑρμηνείας τοῦ πρωτείου, ὁ Πάπας περιεβλήθη ἐντελῶς ἀπαράδεκτα προνόμια, χωρίς τήν συγκατάθεσι τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν τῆς ἀρχαίας πενταρχίας καί μᾶλλον εἰς ἀνατροπήν τῆς κανονικῆς (συνοδικῶς βεβαιωμένης) τάξεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ὡρισμένα ἀπό αὐτά, τά ὁποῖα διεξοδικῶς, μέ πολλή δύναμι λόγου καί μέ ἱκανή θεολογική κατοχύρωσι ἔχουν ἐλεγχθῆ ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς (ἐμεῖς παραπέμπουμε ἐνδεικτικῶς στούςἀοιδίμους πατριάρχας Δοσίθεο Ἱεροσολύμων καί Μελέτιο Ἀλεξανδρείας τόν Πηγᾶ), εἶναι τά ἀκόλουθα :
1. Τό πρωτεῖον ἐξουσίας, ἐπειδή δῆθεν ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἦταν ἡ κεφαλή τοῦ κολλεγίου τῶν Ἀποστόλων καί εἶχε ἐπ’ αὐτῶν πρωτεῖον ἐξουσίας[7].
2. Τό Ἀλάθητον τοῦ Πάπα[8].
3. Τό νά εἶναι ὁ Πάπας ὑπεράνω τῶν συνόδων[9].
4. Τό νά ὑπερέχῃ ὁ Ρώμης τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν[10].
5. Τό νά εἶναι ὁ θρόνος τῆς Ρώμης κριτής πάντων καί νά μή ὑπόκειται εἰς τήν κρίσιν οὐδενός[11].
6. Τό νά ἔχῃ ὁ θρόνος τῆς Ρώμης τό ἔκκλητον ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας[12].
7. Τό νά θεωρῆται ὁ Πάπας ἐπίσκοπος τῆς Καθολικῆς (δηλ. τῆς ἀνά τήν οἰκουμένην) Ἐκκλησίας[13]. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ Πάπας μέχρι σήμερα ὑπογράφει (αὐτός μόνος!) : Ἐπίσκοπος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
8. Τό νά εἶναι ὁ Πάπας ἡ καθολική κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας μέ ἀποστολή διακονίας. Αὐτό εἶναι ἕνα σημεῖο, στό ὁποῖο ἐπενδύει ἡ ρωμαιοκαθολική πλευρά καί σήμερα, ἄν θυμηθοῦμε τήν περίφημη ἔκφρασι ὅτι ὁ Πάπας εἶναι «δοῦλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ»!Τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ὁμιλεῖ γιά πρωτεῖο διακονίας τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης καί γι’ αὐτό χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή. Ὁ προσφάτως καταταγείς στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἱερώτατος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, γράφει μεταξύ ἄλλων ἐπ’ αὐτοῦ : «Ἀλλά, λέγουν, πρέπει κάποιος ἀπό τούς ἐπισκόπους καί μεταξύ τῶν ἐπισκόπων νά ὑπερέχῃ. Μάλιστα αὐτόν τόν ὀνομάζουν διακονική κεφαλή ... Ἀλλά ὅλων αὐτῶν τῶν ἐπισκόπων μόνον ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡ κεφαλή ... Αὐτοί [σ.σ. οἱ Λατῖνοι] παραχωροῦν στήν διακονική αὐτή κεφαλή ἀπεριόριστη ἐξουσία καί ἐπί τῆς πίστεως καί ἐπί τῆς Ἐκκλησίας ... Ἐνῶ δείχνουν ἕνα προσωπεῖο διακονικῆς κεφαλῆς, συμπεριφέρονται μέ μία τυραννία πιό αὐταρχική ἀπό κάθε αὐταρχική ἐξουσία»[14].
Ἀπό τά ἀνωτέρω γίνεται κατανοητό ὅτι ἡ συμφωνία τῆς Ραβέννας περί συνοδικότητος καί αὐθεντίας δέν πληροῖ τά Ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά κριτήρια, ὥστε νά ἀποτελέσῃ ἀσφαλῆ βάσιν περαιτέρω συζητήσεως περί τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Ἐν τούτοις, ἄν ἀκολουθήσῃ συζήτησις περί τοῦ πῶς ἑρμηνεύθηκε τό παπικό Πρωτεῖο κατά τήν δευτέρα χιλιετία καί ἀπό τίς Α’ καί Β’ Βατικάνειες Συνόδους, αὐτή ὀφείλει νά γίνῃ ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων μέ γνώμονα τήν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί ὄχι τήν συμβιβαστική νοοτροπία τῶν καιρῶν ἤ τήν ἡγεμονική διάθεσι τοῦ Βατικανοῦ. Ἡ ἀναγνώρισις κάποιου ἀπό τά ἀνωτέρω ‘‘προνόμια’’ τοῦ Πάπα ἤ ἡ συμφωνία σέ κάποιο παρόμοιο, πού ἀντίκειται στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία, ἀναμφίβολα σημαίνει οὐνιτική ἕνωσι, μέ τήν ὁποία δέν θά συμφωνήσουμε. Καί τοῦτο ἐπειδή ὀφείλουμε νά διαφυλάξουμε τόν ἑαυτό μας καί τόν Ὀρθόδοξο λαό ἀπό ἕνα σύγχρονης μορφῆς ἐξουνιτισμό, πού πέραν τῶν ἄλλων συνεπειῶν εἶναι διακινδύνευσις τῆς αἰωνίου σωτηρίας μας. Καί ἐπειδή ὀφείλουμε παραλλήλως νά βοηθήσουμε, ἄν εἶναι δυνατόν, καί τούς «ἄρχοντας τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας, νά ἔλθωσιν εἰς αἴσθησιν», ὅπως ἔλεγε ὁ ἀοίδιμος πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος, καί νά ἀποβάλουν τόν παπισμό τους ἐπί σωτηρίᾳ τῶν ἰδίων καί τοῦ λαοῦ των, ὁ ὁποῖος ἀγνοεῖ τήν Ὀρθοδοξία».

Ο ΕΛΛΟΓΙΜΩΤΑΤΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ                                                                   ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ. κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
Στό ἵδιο ἀκριβῶς πνεῦμα κινεῖται καί ὁ ἐλλογιμώτατος καθηγητής τοῦ τομέα Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, ὁ ὁποῖος στό κείμενό του μέ θέμα «Ὀρθόδοξοι προβληματισμοί μέ ἀφορμή τό κείμενο τῆς Ραβέννας»[15], σημειώνει τα ἐξῆς :
«Ὡς πρός τόν Θεολογικό Διάλογο Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, θά πρέπει νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἀποσκοπεῖ ἐπισήμως στήν ἐκκλησιαστική ἕνωσή μας. Ἡ ἕνωση αὐτή δηλαδή οὐσιαστικά δέν ἔχει γίνει ἀκόμα. Τό συγκεκριμένο, ὅμως, Κείμενο τῆς Ραβέννας δίνει μᾶλλον τήν ἐντύπωση ὅτι ἡ ἕνωση ὑπάρχει, καί τώρα πρέπει νά διευθετηθοῦν κάποια ἐπιμέρους προβλήματα, πού προέκυψαν μέσα σ' αὐτήν τήν ἕνωση.
Σύμφωνα μέ τήν πατερική θεώρηση, θεμελιώδης προϋπόθεση γιά τήν πραγματική ἕνωσή μας μέ τούς ἑτεροδόξους Ρωμαιοκαθολικούς, ὅπως ἄλλωστε καί γιά τήν μεταξύ μας ἑνότητα ὡς ὀρθοδόξων πιστῶν, εἶναι ἡ συμφωνία τῆς πίστεώς μας στήν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια[16].
Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέν πληροῦν τίς παραπάνω θεολογικές προϋποθέσεις. Ἀλλά καί μέχρι σήμερα, τίποτε οὐσιαστικά δέν ἄλλαξε πρός τό καλύτερο, μᾶλλον προστέθηκαν ἐκ μέρους τους καί ἄλλες μεγάλες δογματικές ἀποκλίσεις, πού δυσχεραίνουν ἀκόμη περισσότερο τίς μεταξύ μας σχέσεις.
Στήν προκειμένη περίπτωση τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, πάντως, ὁ κορυφαῖος θεολόγος τοῦ ΙΔ΄  αἰώνα εἶναι θεολογικά ρηξικέλευθος καί κατεξοχήν προσανατολιστικός. Ἑστιάζοντας ὁ ἴδιος στήν ταυτότητα τῆς πίστεως κυρίως, ὑποστηρίζει ξεκάθαρα ὅτι θεολογικός διάλογος μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς μπορεῖ νά γίνει μόνο μετά τήν ἀφαίρεση τοῦ κακῶς προστεθέντος στό Σύμβολο τῆς Πίστεως Filioque[17].
Ἡ θέση αὐτή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, πού ἔχει σαφῶς ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις, στίς ὁποῖες θά ἀναφερθοῦμε στό σχολιασμό τῆς παραγράφου 1 τοῦ Κειμένου, φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως ὡς ἀκραία καί μή ρεαλιστική, ἐνῶ οὐσιαστικά εἶναι βιβλική[18]καί πατερική. Ἀποτελεῖ σαφῆ πατερική θέση ὅτι δέν μπορεῖ νά προηγεῖται ἡ ἐξέταση κάποιου ἄλλου πράγματος πρίν ἀπό ἐκείνη τήν ἐξέταση, πού ἀφορᾶ ἄμεσα τήν πίστη. Πρέπει δηλαδή νά προηγηθεῖ ἡ ἄρση κάθε διαφωνίας ὡς πρός τήν πίστη καί τότε μόνο νά ἀκολουθήσει ἡ ὁποιαδήποτε ἔρευνα γιά τά ἄλλα πράγματα. Αὐτά ἀκριβῶς ὑποστηρίζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος θεμελιώνοντας τή θέση του αὐτή στόν ἴδιο τό Χριστό, ὁ ὁποῖος θεράπευε τούς πάσχοντες μόνο μετά τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους πρός Αὐτόν. Ἀλλά, καί σέ καμία περίπτωση δέν ἐπιτρέπει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τήν συναρίθμηση ἐν συνόδω Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων[19].
ΤΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
1. Στήν πρώτη παράγραφο τῆς Εἰσαγωγῆς τοῦ κοινοῦ Κειμένου γίνεται ἀναφορά στήν Ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Χριστοῦ,προκειμένου νά θεμελιωθεῖ βιβλικῶς ἡ ἐπιδιωκόμενη ἑνότητα μεταξύ τῶν δύο μερῶν. Ἡ ἀναφορά, ὅμως, αὐτή εἶναι ἀτυχῶς πολύ ἐλλιπής, μέ ἀποτέλεσμα νά δημιουργεῖ τεράστια σύγχυση καί ἐσφαλμένες θεολογικά ἐντυπώσεις στούς ἀναγνῶστες.
Συγκεκριμένα, στό κοινό Κείμενο παρατίθεται ἐπιλεκτικά μόνον ὁ στίχος 21 τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, ὅπου ὁ Χριστός ἀπευθυνόμενος στόν Θεό Πατέρα λέει : «ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί καγῶ ἐν σοι, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύση ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας»[20].Ἡ ἄμεση συνέχεια, ὅμως, τοῦ χωρίου, πού παρέχεται στόν ἑπόμενο στίχο 22, ἀποτελεῖ τό νοηματικό «κλειδί» γιά τήν ὀρθή κατανόηση τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, ἐπειδή στό στίχο 22 γίνονται ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό γνωστές πλέον σέ μᾶς οἱ θεολογικές - ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις γιά τή ζητούμενη ἑνότητα. Ὁ στίχος 22 ἔχει ὡς ἑξῆς : «καγώ τήν δόξαν, ἥν δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς ἕν»[21].Ἐδῶ εἶναι φανερό ὅτι οἱ προϋποθέσεις, πού τίθενται βιβλικῶς ἀπό τόν Θεό Λόγο, εἶναι ἡ κοινή καί ἀΐδιος δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἑνότητα τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἄκτιστο Θεό πραγματοποιεῖται μόνον μέ τήν ἄκτιστη θεοποιό ἐνέργεια καί δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, αὐτή ἡ θεοποιός δόξα παρέχεται διά τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἀποκλειστικά καί μόνον στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία.
Ὅταν, ὅμως, συμβαίνει οἱ Ρωμαιοκαθολικοί νά ἀπορρίπτουν δογματικῶς τόν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς θεοποιοῦ Χάριτος, τότε ὁποιαδήποτε ἑνότητα καί ἄν πραγματοποιοῦμε μαζί τους εἶναι καί παραμένει μόνο σέ ἀνθρώπινο καί κτιστό ἐπίπεδο. Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τόν θεολόγο τῆς θεοπτίας, ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί κάνουν σύγχυση Θεολογίας καί Οἰκονομίας στόν Τριαδικό Θεό, ὁρατός καρπός τῆς ὁποίας εἶναι τό Filioque. Συγκεκριμένα, ἀποκλείοντας τήν ἐμπειρία τῆς ἄκτιστης θείας Χάριτος καί τῆς θεοποιοῦ ἄκτιστης δόξας, ἀρνοῦνται οὐσιαστικά τήν κοινωνία κτιστοῦ καί ἀκτίστου, ἀρνοῦνται δηλαδή τό μυστήριο τῆς πραγματικῆς κοινωνίας Θεοῦ καί ἀνθρώπου[22]ὡς ἐκκλησιαστικό γεγονός. Ἀρνοῦνται στήν πράξη τήν ἴδια τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα τά παραπάνω συνδέονται ἄρρηκτα μέ τό Filioque, γιά τήν ἀποδοχή τοῦ ὁποίου εἰδικότερα συγχέουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τά ὑποστατικά μέ τά φυσικά προσόντα τοῦ Θεοῦ καί εἰδικότερα συγχέουν τήν ἀΐδια ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς θείου Προσώπου, μέ τή φανέρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς κοινῆς ἄκτιστης ἐνέργειας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα, ὅμως, μέ τήν ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας, αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἔκφανση, ὡς Οἰκονομία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού φανερώνεται καί λειτουργεῖ ἐκ Πατρός δι' Υἱοῦ ἐν Ἁγίω Πνεύματι, εἶναι ἐκείνη πού μᾶς ἑνοποιεῖ ἀκτίστως μέ τόν Τριαδικό Θεό.
Κατά συνέπεια, ἐνόσω δέν γίνεται δεκτή ἡ περί ἀκτίστου Χάριτος θεολογία, πράγμα πού ἐκφράζεται θεσμικά καί μέ τό Filioque, δέν εἶναι ἐφικτή καμιά οὐσιαστική, θεολογική, ἐκκλησιολογική καί ἁγιοπνευματική ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ. Οὐσιαστικά δηλαδή δέν ὑπάρχουν οἱ θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις, «ὥστε νά ἀνταποκριθῶμεν ἀπό κοινοῦ ἐν ὑπακοῆ εἰς αὐτήν τήν προσευχήν τοῦ Ἰησοῦ», ὅπως θέλουν τά μέλη τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς γιά τόν Θεολογικό Διάλογο Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν.
2. Στίς ἑπόμενες παραγράφους 2 καί 3 γίνεται ἀναφορά στά κοινά Κείμενα τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς ἀπό τό 1980 καί ἑξῆς, τά ὁποία ἐσφαλμένως ἀφήνεται νά ἐννοηθεῖ ὅτι εἶναι πλήρως ἀποδεκτά ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τοῦτο βεβαίως δέν ἀληθεύει, ἐπειδή, ὡς γνωστόν, ὑπῆρξε σέ κάποιο τουλάχιστον ὀξεία κριτική ἀπό ὁρισμένες τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἄλλωστε, ἀπ' ὅσο γνωρίζουμε, δέν τοποθετήθηκαν ἐπισήμως στά κοινά αὐτά Κείμενα οἱ τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἐπειδή τό σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό, καί ἐπειδή γιά τά παραπάνω Κείμενα δέν ἐλήφθησαν συνοδικές ἀποφάσεις τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, δέν πρέπει νά  προβάλλονται τά ἐν λόγω Κείμενα ὡς ἐκφράζοντα ὁπωσδήποτε καί τήν πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Στό Κείμενο τῆς Ραβέννας φαίνεται νά γίνεται ἡ λήψη τοῦ ζητουμένου.
Ἐκεῖνο, τό ὁποῖο εἶναι σοβαρότατο ἀπό δογματικῆς ἀπόψεως στίς δύο αὐτές παραγράφους καί τό ὁποῖο διαπερνᾶ ἀξονικά ὅλο τό Κείμενο τῆς Ραβέννας εἶναι ὅτι παρέχεται σαφῶς ἡ ἐντύπωση στόν ἀναγνώστη, πώς ὑπάρχει Μία ἀόριστη, ἀλλά ὑπερκείμενη ὅλων τῶν ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν, Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.Αὐτό, ὅμως, κατανοεῖται μᾶλλον προτεσταντικῶς. Στήν περίπτωση αὐτή φαίνεται νά ἀπορρίπτεται ἡ ὕπαρξη τῆς Μίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας σέ θεσμικό ἐπίπεδο. Ὅμως, παράλληλα γίνεται σαφές ὅτι μέ τήν ὑπερκείμενη Μία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, πού ἐκτείνεται σ' ὁλόκληρο τόν κόσμο (Κείμενο τοῦ Μονάχου 1982), κοινωνοῦν ὅλες οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καθώς καί οἱ ἑτερόδοξοι Ρωμαιοκαθολικοί, ὡς νά μήν ὑφίσταται καμία δογματικοῦ χαρακτήρα διαφοροποίηση μεταξύ μας ὡς πρός τήν πίστη, τή δομή καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ εἶναι ἐμφανής μία ἰδιότυπη ἀποδοχή ἐξ ἀμφοτέρων τῶν διαλεγόμενων μερῶν τῆς προτεσταντικῆς θεωρίας τῶν κλάδων(Branch Theory).





[1] ΠΑΠΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΥΛΟΣ ΙΙ, Ἐγκύκλιος Ἐπιστολή ΙΝΑ ΠΑΝΤΕΣ ΕΝ ΩΣΙΝ (UT UNUM SINT) γιά τό οἰκουμενικό καθῆκον, ἔκδ. Βατικανοῦ, σσ. 106, 114.
[2] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1974, σ. 224.
[3] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος, ἔκδ. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1982.
[4] Ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 14.
[5] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 13, 14.
[6] Βλ. π.χ. τήν ἀμφίλογη διατύπωσι : «Ἡ σημαντική ἐξέλιξις [στήν Ραβέννα] εἶναι ὅτι γιά πρώτη φορά οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶπαν : ναί, αὐτό τό παγκόσμιο ἐπίπεδο τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει, καί ἐπίσης ὅτι στό παγκόσμιο ἐπίπεδο ὑπάρχει συνοδικότης καί αὐθεντία. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπάρχει ἐπίσης ἕνα Πρωτεῖο. Σύμφωνα μέ τήν πρακτική τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος εἶναι ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης» (Βάλτερ Κάσπερ, VIS 15/11/2007). Βλ. ἐπίσης The Times, 16/11/2007.
[7] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 65-66, 72.
[8] Ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 519.
[9] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 279, 343 , 132-133.
[10] Ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 301.
[11] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 188-190, 191, 346.
[12] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 338, 343.
[13] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 149-150.
[14] ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΠΗΓΑΣ, «Κατά τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα», ἐν ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Τόμος Χαρᾶς, ἔκδ. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1985, σσ. 493-497 (ἡ μετάφρασις ἰδική μας).
[15] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Ὀρθόδοξοι προβληματισμοί μέ ἀφορμή τό κείμενο τῆς Ραβέννας», Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 100-111, http://paterikiorthodoxia.pblogs.gr/2009/06/orthodoxoi-problhmatismoi-me-aformh-to-keimeno-ths-rabennas.html.
[16] Ἡ συμφωνία τῆς πίστεως ἐδῶ δέν θά πρέπει νά νοηθεῖ ὡς τυπική ἁπλῶς ἀποδοχή τῆς ἀποκαλυφθείσας ἀλήθειας, ἀλλά θά πρέπει νά νοηθεῖ καί δυναμικά, ὡς ἐνεργός μετοχή ὅλων μας στήν ἄκτιστη θεία δόξα, ἐδῶ καί τώρα. Αὐτή, ὅμως, ἡ ἐνεργός μετοχή στήν ἄκτιστη θεία Χάρη καί δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ προϋποθέτει ὁπωσδήποτε ὄχι μόνο τήν ἀπόλυτη ταυτότητα τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἀλλά καί τά θεουργά μυστήρια, μαζί μέ τήν ἔμπονη ἀγαπητική τήρηση τῶν ἐντολῶν.
[17] Βλ. Περί τῆς ἐκπoρεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α ', 4, 27-31, Π. Χρήστου, τ. Α ' , σ. 31 : «Ἤν οὔν ἄρα τῶν δικαιoτάτων μηδέ λόγον ἀξιοῦν ὑμᾶς, εἰ μή τοῦ προστιθέναι τῷ ἱερῶ συμβόλω παύσησθε, τῆς δέ παρ' ὑμῶν προσθήκης παρ' ὑμῶν ἐκβεβλημένης πρότερον, ἔπειτα ζητεῖν, εἰ καί ἐκ τοῦ υἱοῦ ἤ οὐχί καί ἐκ τοῦ υἱοῦ τό πνεῦμα τό ἅγιον, καί τό ἀναφέν τοῖς θεοφόροις συνδοκοῦν κυροῦν».
[18] Εἶναι σαφές ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅτι πρίν τήν ἀποδοχή τῆς πίστεως τῆς 'Ἐκκλησίας ἀπό τούς ἐτεροδόξoυς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλᾶ ὄχι γιά θεολογικό διάλογο, ἀλλά γιά παραίνεση καί νουθεσία μέ σαφεῖς περιoρισμoύς (ἕως δύο φορές). Βλ. Τίτ. 3,10 : «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος ὧν αὐτοκατάκριτος». Ἐδῶ πρόκειται γιά συμβουλή μέ εὐσπλαχνικό, παρηγορητικό, ἐνθαρρυντικό καί ταπεινό τρόπο, χωρίς φανατισμό καί μισαλλοδοξία, γιά τήν ἐπάνοδο στήν βιούμενη ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἐκκλησιαστική ἀλήθεια, στήν πίστη τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
[19] Βλ. Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Περί τῶν γεγενημένων παρ' Ἀρειανῶν 36, Β.Ε.Π. 31, 260-261 : «Οὐ γάρ οἶον τε συνόδω συναριθμηθῆναι τούς περί πίστιν ἀσεβοῦντας, oυδέ προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περί πίστεως ἐξετάσεως. Χρή γάρ πρῶτον πάσαν περί τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καί τότε τήν περί τῶν πραγμάτων ἔρευναν πoιεῖσθαι. Καί γάρ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός οὐ πρότερον ἐθεράπευσε τούς πάσχοντας, πρίν ἄν δείξωσι καί εἴπωσιν ὁποίαν πίστιν εἶχον εἰς αὐτόν. Ταῦτα παρά τῶν Πατέρων ἐμάθομεν…». Ὁ Χριστός δηλαδή καί ἡ Ἐκκλησία Τοῦ ἐνεργοῦν θεραπευτικά μόνο μέ τήν προϋπόθεση τῆς ὀρθῆς καί θερμῆς πίστεως. Πρβλ. Μάρκ, 9, 23-25.
[20] Ἰω. 17, 21.
[21] Ἰω. 17, 22, πρβλ. 24.
[22] Ἡ ἄποψη ὅτι δέν ὑπάρχει πραγματική κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπου, κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, «πάσαν ἀνατρέπει τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χ ριστοῦ τήν οἰκονομίαν καί φανερῶς ἀπαρνεῖται τήν ἀνακαίνιοιν τῆς φθαρείσης εἰκόνος» (Κατηχήσεις 32, 49-58, SC τ. 113, σ. 242).

ΙΤΑΛΙΚΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙ(ΣΤΙ)ΚΟ ''ΔΙΑΛΟΓΟ''


H εφημερίδα Corriere della Sera (8/1/2014) δημοσίευσε άρθρο του ιστορικού της Εκκλησίας Alberto Melloni με τίτλο «Το ταξίδι του Φραγκίσκου στην Ιερουσαλήμ για την ενότητα των χριστιανικών Εκκλησιών». Το άρθρο επικεντρώνεται στην προγραμματισμένη συνάντηση στους Αγίους Τόπους του Πάπα με τον οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο «εκπρόσωπο- όπως τον χαρακτηρίζει- του αρχαιότερου χριστιανικού δόγματος απ΄ όσα είναι παρόντα στην Αγία Πόλη», με την ευκαιρία της συμπλήρωσης πεντηκονταετίας από την εκεί ιστορική συνάντηση του Πάπα Παύλου Στ΄ και του Πατριάρχη Αθηναγόρα. 
Ο αρθρογράφος αναφέρει στη συνέχεια τα θεολογικά κι εκκλησιολογικά θέματα που ακόμη χωρίζουν τις δυο Εκκλησίες. Το πρώτο που αναφέρει είναι η διένεξη περί εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος: «Δηλαδή εκείνο το δόγμα περί Αγίου Πνεύματος σύμφωνα με το οποίο εκπορεύεται εκ του Πατρός. Στο Μεσαίωνα στον τύπο αυτό προσετέθη ένα filioque (κι εκ του Υιού) κι αυτή η μορφή επικράτησε στη Δύση». 
Στη συνέχεια ο αρθρογράφος αναφέρει το εκκλησιολογικό θέμα: «Όλοι οι χριστιανοί συμφωνούν ότι η Εκκλησία της Ρώμης κατέχει το πρωτείο στην αγάπη. Αλλά για τις δικαιοδοσίες του Πάπα επικρατεί  ακόμη διαφωνία που δύσκολα γεφυρώνεται». Επάνω στο θέμα αυτό, συνεχίζει ο αρθρογράφος, «ενδέχεται να επιφυλάσσονται ευχάριστες εκπλήξεις εάν η θεολογική ακρίβεια συνδυαστεί με έναν έξυπνο διάλογο». 
Ως προς αυτόο Alberto Melloni παραπέμπει στο σημαντικό έργο Primacy in the Church from Vatican I to Vatican II. An Orthodox Perspective του Μεγάλου Αρχιδιακόνου Κωνσταντινουπόλεως Μάξιμου Βγενόπουλου. Είναι ένα «βιβλίο που καθόλου τυχαία κυκλοφόρησε με εισαγωγή του Βαρθολομαίου ακριβώς τις ημέρες που η πολεμική ανάμεσα στον οικουμενικό Πατριάρχη και το Πατριαρχείο Μόσχας έφτασε σε επίπεδα χωρίς προηγούμενο εδώ και αιώνες», σχολιάζει το δημοσίευμα. Ο Βγενόπουλος ασκεί κριτική στους ορθόδοξους που δεν έδειξαν να κατανοούν τα νεωτεριστικά στοιχεία της Δεύτερης Βατικανής Συνόδου, κυρίως στα πλαίσια μια «εκκλησιολογικής ανανέωσης». Κυρίως όμως, συνεχίζει το δημοσίευμα, ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι ακριβώς «οι μεγάλοι θεολόγοι της ορθοδοξίας- από τον Ρώσο Αφανάσιεφ, τον θεωρητικό της Εκκλησίας της Ευχαριστίας, έως τον Έλληνα Ζηζιούλα, ίσως τον μεγαλύτερο ζώντα χριστιανό θεολόγο, έδειξαν πόσο θεολογικά ανεπαρκείς ήταν οι αρνητικές αντιδράσεις. Η καλύτερη χριστιανική θεολογία δεν πρεσβεύει πράγματι την αντιπαράθεση αλλά την αμοιβαία συμπλήρωση ανάμεσα στο πρωτείο και τη συνοδικότητα, σε κάθε επίπεδο, τοπικό, πατριαρχικό, καθολικό». Για το λόγου το αληθές, ο αρθρογράφος παραθέτει τον 34ο Αποστολικό Κανόνα «που τόσο αρέσει στον Ζηζιούλα» με θέμα τις σχέσεις μεταξύ του «πρώτου» και των «όλων»: «Είναι μια αντίληψη του πρώτου που στηρίζεται στη θεολογία της τοπικής Εκκλησίας, η οποία δεν είναι κομμάτι της καθολικής (δηλαδή παγκόσμιας) Εκκλησίας, όπως έλεγε ο Ratzinger, αλλά επιτελεί πλήρως το αποστολικό πνεύμα και το δυναμισμό της μετάληψης που εμψυχώνει το Άγιο Πνεύμα. Η ρωσική θεολογία της Εκκλησίας της Ευχαριστίας και η ελληνική θεολογία του ενός των πολλών συγκλίνουν έτσι στη διαμόρφωση ενός πλαισίου ενότητας εντός του οποίου και ο διάδοχος του Πέτρου βρίσκει την κατάλληλη θέση και καμία από τις διαφορετικές παραδόσεις δεν εγκαταλείπεται». 
Κατά τον Melloni, η «μαξιμαλιστική ερμηνεία της Πρώτης Βατικανής Συνόδου» δεν είναι πλειοψηφική ανάμεσα στους καθολικούς και «προπαντός σήμερα» η πολιτική της Ρώμης αποσκοπεί στην «απαλλαγή του παπικού αξιώματος από κάθε λανθασμένη αυτοκρατορική ερμηνεία»: Από τότε, τον περασμένη Μάρτιο, που ο Φραγκίσκος και ο Βαρθολομαίος αποφάσισαν να πάνε μαζί στην Ιερουσαλήμ, «ο Πάπας μίλησε με τρόπο ξεκάθαρο. Το εγκώμιο της συνοδικότητας, η επιστροφή στην λατινική Εκκλησία του θεσμού των Πατριαρχείων (και ίσως και η ανάκτηση του τίτλου του Πατριάρχη της Δύσεως που καταργήθηκε το 2006 με πολύ επιπόλαια ιστορικά και πολιτικά επιχειρήματα), ο διάλογος με τη Ρωσία μέσω Πούτιν, όλα αυτά καταμαρτυρούν τη σοβαρότητα με την οποία ο Πάπας Φραγκίσκος έχει κατά νου την ενότητα, ως «αναζήτηση εκείνου που ενώνει», σύμφωνα με τα λόγια του Πάπα Ιωάννη 23ου στη Δεύτερη Βατικανή Σύνοδο. Η σπουδαία λέξη είναι η αναζήτηση». 
Με το ίδιο θέμα ασχολείται και ο βατικανολόγος δημοσιογράφος Sandro Magister, ο οποίος δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του εβδομαδιαίου περιοδικού LʼEspresso (http://chiesa.espesso.repubblica.it) άρθρο με τίτλο «Το ρωσικό βέτο εναντίον του Φραγκίσκου και του Βαρθολομαίου». Το δημοσίευμα επικεντρώνεται στο ντοκουμέντο που ενέκρινε η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας στα τέλη Δεκεμβρίου, στο οποίο ασκείται κριτική στις παλαιότερες κοινές διακηρύξεις ορθοδόξων-καθολικών και τονίζεται ότι η ρωσική Εκκλησία δεν θα αναγνωρίσει οποιαδήποτε πρωτείο που να μην είναι απλός «τίτλος τιμής». Κατά το δημοσίευμα, σε αυτή την τοποθέτηση είναι που απάντησε ο Μητροπολίτης Περγάμου με τις δηλώσεις του στο καθολικό πρακτορείο AsiaNews περί κινδύνου «αυτοπεριθωριοποίησης» του ορθόδοξου χριστιανισμού. 


ΠΗΓΗ ''ΦΩΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ''

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Ο εγκωμιαστής του «πρωτείου του πάπα» και του «κειμένου της Ραβέννας» Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος ( Μέρος Α΄)

Εν Πειραιεί 10-01-2014

Ο ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ «ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΑ» ΚΑΙ ΤΟΥ «ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ» ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (ΜΕΡΟΣ Α΄)

εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Δυστυχῶς καί σήμερα δέν ἔλειψαν τά κοπέλλια τοῦ πάπα στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα. Τοιοῦτος, ἐκτός τῶν ἄλλων, εἶναι καί ὁ Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος.  Τό πρόσφατο κείμενό του μέ θέμα «Τό πρωτεῖο καί τό κείμενο τῆς Ραβέννας», πού δημοσιεύθηκε στίς 28-12-2013 ἀπό τήν ἐκκλησιαστική πύλη ειδήσεων Romfea.gr[1], ἐπιβεβαιώνει τήν προσωνυμία! Οἱ προσωπικές του θέσεις καί τά λεχθέντα του ὄντως μᾶς ὁδηγοῦν στό νά τοῦ ἐπαναλάβουμε τό τοῦ ἁγίου Μάρκου :  «Ἐσύ εἶσαι κοπέλλι (τσιράκι) τοῦ Πάπα (ὅχι Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος) καί ὡσάν κοπέλλι τοῦ Πάπα ὁμιλεῖς (ὅχι σάν Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος)»!


Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ὁ ποικιλοτρόπως σκανδαλίζων τόν πιστό λαό, γνωστός καί μή ἐξαιρετέος, οἰκουμενιστής καί μεταπατερικός Σεβ. κ. Χρυσόστομος, προβαίνει σέ μία ἀκόμη – ἀπό τίς ἀναρίθμητες – προκλητική καί προδοτική της Ὀρθοδόξου πίστεως ἐνέργεια. Ἄς θυμηθοῦμε μερικές, τίς πιό κύριες, ἀπ’αὐτές.
Α) Ἔχει ἐκφραστεῖ δημόσια ὑπερ τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν μας κειμένων στην νεοελληνική γλώσσα[2].
Β) Εἶναι ὑπερ τοῦ διαθρησκειακοῦ διαλόγου[3].
Γ) Ἡ συμμετοχή του στήν τιμητική ἐκδήλωση, πού διοργάνωσε ἡ Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν τῆς Ἱ. Μ. Δημητριάδος ἀπό 28/30-11-2011, γιά τόν Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα[4].
Δ) Ἡ υἱοθέτηση ἐκ μέρους του τῆς κακόδοξης οἰκουμενιστικής θεωρίας περί τῆς «μιᾶς καί συγχρόνως διηρημένης Ἐκκλησίας», σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία καί συγχρόνως διηρημένη σέ ἐπί μέρους «ἐκκλησίες», ὄχι τοπικές, ἀλλά ὁμολογιακές καί δογματικές, καί χρήζει ἑνώσεως[5]. Γνωστές εἶναι οἱ ἀπαράδεκτες ἐκκλησιολογικῶς δηλώσεις του : α) «Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι Μία καί Ἀδιαίρετη, πρίν τό σχίσμα, σήμερα εἶναι διηρημένη, ἀφοῦ βρισκόμασθε σέ σχίσμα, αὐτό ἐπιβεβαιώνει τό περιεχόμενο τῆς § 41 τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας»[6]. β) «Τό σχίσμα τοῦ 1054 σημαίνει διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας. Νομίζω ὅτι οὐδεμία ἀμφισβήτηση ὑφίσταται... ὅτι ἔχουμε διηρημένη τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, τήν εὑρισκομένην ὑπό τήν Μίαν Κεφαλήν τοῦ Σώματος, τόν Χριστόν»[7]. Ὁ ἴδιος ὁ Σεβ. Μητροπολίτης σέ συνέντευξή του σέ δύο ἐγκρίτους δημοσιογράφους τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Πρακτορείου Εἰδήσεων «amen» ἐμμένει στίς αἱρετικές θέσεις του περὶ «μίας καὶ διηρημένης Ἐκκλησίας» μετὰ τῶν Παπικῶν διακηρύσσοντας ὅτι «δικαιώθηκε» ἀπὸ τούς ἁρμοδίους τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τίς θέσεις του[8]. Τήν ἴδια ἀπαράλλακτη θέση διατυπώνει καί στό κρινόμενο κείμενό του μέ θέμα : «Τό πρωτεῖο καί τό κείμενο τῆς Ραβέννας», ὅπου κάνει λόγο γιά «κοινή παράδοση τῆς πρώτης Ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, δηλ. τῆς περιόδου πρίν τό σχίσμα μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης (1054)», γιά «προσπάθεια ἀποτύπωσης τῆς κοινῆς Θεολογικῆς παράδοσης τῆς Ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας» καί γιά «κοινή ἱστορικοκανονική καί λειτουργικά παράδοση τῆς Ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, τῆς πρώτης Χιλιετίας».
Ε) Ἡ ἀποδοχή τῆς κακόδοξης ἐκκλησιολογικῆς θέσεως ὅτι ἡ παρασυναγωγή τοῦ παπισμοῦ δέν εἶναι αἵρεση, ἀλλά «ἐκκλησία» ἰσότιμη καί ἰσάξια μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὅτι ὁ πάπας Ρώμης δέν εἶναι αἱρεσιάρχης, ἀλλά κανονικός ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας[9].Μέ βάση τήν παραπάνω ἑσφαλμένη ἄποψή του : α) Παρεχώρησε Ὀρθόδοξο Ἱερό Ναό σέ αἱρετικούς παπικούς τῆς Καλαμάτας. β) Δήλωσε ὅτι «ὄχι μόνο τούς παπικούς, ἀλλά καί ὅλους τους αἱρετικούς, ἀκόμα καί τούς Μωαμεθανούς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά τούς ἐξυπηρετήσουμε (ὡς Ἐκκλησία!) στίς θρησκευτικές τους ἀνάγκες. Ἐγώ δέν μπορῶ νά χτίσω τζαμί, μοῦ δίνει ὅμως τό δικαίωμα τό κανονικό δίκαιο νά προσφέρω ἕνα ναό στούς Μουσουλμάνους»!!! γ) Συμπροσευχήθηκε ἀντικανονικῶς μέ αἱρετικούς, κατά τήν διάρκεια συγκλήσεως τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς θεολογικοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξων καί παπικῶν στήν Κύπρο τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2009. δ) Λειτούργησε στήν Παναγία τῆς Τήνου, ὅπου συμπροσευχήθηκαν μαζί του καί παπικοί κληρικοί καί λαϊκοί (2008). ε) Συμπροσευχήθηκε μέ τόν παπικό «ἀρχιεπίσκοπο» κ. Francesco Cacucci καί παρευρέθηκε στόν ἁγιασμό τῆς θαλάσσης, ρίχνοντας ἁγίασμα μέ μύρο ἀπό τόν τάφο τοῦ Ἁγίου Νικολάου (8-5-2007)[10], στ) Δήλωσε ὅτι «δὲν ἔχομεν σχίσμα μετὰ τῶν Παπικῶν, ἀλλά ἁπλῶς μίαν διαίρεσιν»,  ζ) Ἰσχυρίστηκε πώς «τὰ αἴτια τοῦ Σχίσματος εὑρίσκονται εἰς τὸ Πρωτεῖον τοῦ Πάπα καὶ ὄχι εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ Φιλιόκβε»[11]. Τήν ἴδια ἀπαράλλακτη θέση διατυπώνει καί στό κρινόμενο κείμενό του μέ θέμα : «Τό πρωτεῖο καί τό κείμενο τῆς Ραβέννας», ὅπου κάνει λόγο γιά δύο Ἐκκλησίες (Ὀρθόδοξη καί παπική) : «…μεταξύ τῶν δύο διαλεγομένων Ἐκκλησιῶν».
Στό ἐν λόγω κείμενο, ὅμως, ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος προχωρᾶ ἔνα βῆμα παραπάνω καί ἀποδέχεται μία «Καθολική ἤ Παγκόσμια ἤ ἀνά τον κόσμον Ἐκκλησία»! Ὁ ἰσχυρισμός τοῦ Σεβ. κ. Χρυσοστόμου ὅτι «ὁ καθορισμός καί ἡ διευκρίνιση ὅτι μέ τούς ὄρους «Ἐκκλησία», «ἡ ἀνά τόν κόσμον Ἐκκλησία», «ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία» καί «τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ» δέν ὑπονομεύεται ἀπό τή Μικτή Θεολογική Ἐπιτροπή ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνήκει εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται στό Σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως. (ὑποσ. 1)», εἶναι ἐπιεικῶς ἀπαράδεκτος καί ἐμπαικτικός, γιά νά μήν ποῦμε προδοτικός. Δηλ. γιά τόν Σεβ. κ. Χρυσόστομο, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι αὐτή καί μόνη ἀποκλειστικά ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά «ἀνήκει εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία». Δηλ. ἄλλη εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ἄλλη ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέν ταυτίζεται μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ἀποτελεῖ μέρος αὐτῆς, μαζί μέ ἄλλες «ἐκκλησίες» (παπισμό, προτεσταντισμό, μονοφυσιτισμό). Αὐτό εἶναι τό ἐκκλησιολογικό πιστεύω τοῦ Σεβ.                      κ. Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στό σημεῖο νά ταυτιστεῖ μέ τή νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παπισμοῦ[12].Τό παπικό αὐτό πιστεύω τοῦ Σεβ. κ. Χρυσοστόμου δέν ἀποτελεῖ φοβερή ἀλλοίωση, διαστρέβλωση καί προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως; Πώς μπορεί νά ἀπαγγέλλει τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅταν οὐσιαστικῶς δέν τό πιστεύει; Ποιός τώρα μπορεί νά πιστέψει τόν Σεβ. κ. Χρυσόστομο, ὅταν ὑποστηρίζει ὅτι «μέ τή συγκεκριμένη ἐκκλησιολογική προοπτική τοῦ Κειμένου (τῆς Ραβέννας) καταρρίπτεται κάθε κινδυνολογία περί «ἀλλοιώσεως τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ πιστεύω καί τοῦ φρονήματος τῆς Ὀρθοδοξίας», ὅπως λέγουν κάποιες φωνές, οἱ ὁποῖες ἀσκοῦν ἄδικη κριτική στούς Ὀρθόδοξους Ἀντιπροσώπους στό συγκεκριμένο Θεολογικό Διάλογο»;   
Στό ὑπό κρίσιν κείμενο τοῦ Σεβ. κ. Χρυσοστόμου διακρίνουμε καί υἱοθέτηση τῶν νεωτεριστικῶν καί ἀντιπατερικῶν, κακοδόξων καί οἰκουμενιστικῶν θεωριῶν περί «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας» καί «βαπτισματικῆς θεολογίας», οἱ ὁποῖες εἰσήχθησαν στόν Ὀρθόδοξο θεολογικό χώρο ἀπό τόν Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα[13]. Ὑποστηρίζει ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει, ὅπου ὑπάρχει κοινότης συνηγμένη ἐν τῆ Εὐχαριστία, προεξάρχοντος, εἴτε ἀμέσως εἴτε μέσω τῶν πρεσβυτέρων, τοῦ ἐπισκόπου νομίμως χειροτονηθέντος ἐν τῆ ἀποστολικῆ διαδοχῆ, διδάσκοντος τήν πίστιν τήν παραληφθεῖσαν παρά τῶν Ἀποστόλων, ἐν κοινωνία μετά τῶν λοιπῶν ἐπισκόπων καί τῶν Ἐκκλησιῶν των. Καρπός τῆς Εὐχαριστίας ταύτης καί τῆς διακονίας εἶναι ἡ σύναξις πάντων ὅσοι ἔχουν λάβει Πνεῦμα Χριστοῦ ἐν τῷ Βαπτίσματι εἰς μίαν αὐθεντικήν κοινωνίαν πίστεως, προσευχῆς, ἀποστολῆς, ἀδελφικῆς ἀγάπης καί ἀλληλοβοηθείας».
ΣΤ) Ἡ ἐνεργός συμμετοχή τοῦ Σεβ. κ. Χρυσοστόμου μέ ἀντικανονική συμπροσευχή στήν 10η Γενική Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ στό Πουσᾶν τῆς Κορέας[14] (30-10/8-11-2013), ὄπου, ἀποδεχόμενος, χωρίς καμμία ἀντίδραση, τό κοινό κείμενο, ζήτησε συγγνώμη, πού εἶναι Ὀρθόδοξος.
Ὡς συνέχεια τῶν ἀνωτέρω, ἔρχεται τό δημοσιευθέν ὑμνητικό κείμενο τοῦ Σεβ. κ. Χρυσοστόμου σχετικά μέ τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό πρωτεῖο τοῦ πάπα, μέ τό ὁποῖο ἐπαναλαμβάνει οὐσιαστικῶς τίς θέσεις τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας. Ἐπειδή μέ τό ζήτημα τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας καί τοῦ πρωτεῖου τοῦ Πάπα ἔχουν ἀσχοληθεῖ διεξοδικά καί ἕχουν ἀσκήσει αὐστηρή ὀρθόδοξη θεολογική κριτική μέ ἐξαίρετα, ἄριστα και ἄψογα κείμενά τους ἀπό Ὀρθοδόξου Θεολογικῆς ἑπόψεως τόσο ὁ ἅγιος Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, πανοσιολογώτατος ἀρχιμανδρίτης               π. Γεώργιος Καψάνης, ὅσο καί ὁ ἐλλογιμώτατος καθηγητής τοῦ τομέα Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, γι’αὐτό κι ἐμεῖς κρίναμε ἀπαραίτητο νά παραθέσουμε τά σχετικά κείμενά τους, μέ τά ὁποῖα δίδεται ἀπάντηση στά ὅσα ἰσχυρίζεται ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος στό κρινόμενο κείμενό του.
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ Ι. Μ. ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΠΑΝΟΣΙΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ
Ὁ ἅγιος Καθηγούμενος παν. ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, σέ κείμενό του μέ θέμα «Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα»[15], ἐπισημαῖνει : «Στήν Ι’ Συνέλευσί της στήν Ραβέννα (Ὀκτώβριος 2007) ἡ Διεθνής Μικτή Θεολογική Ἐπιτροπή γιά τόν Διάλογο Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν ὑποστηρίζει ὅτι ἔθεσε «σταθερόν ἔρεισμα διά μελλοντικήν συζήτησιν τοῦ ἐρωτήματος τοῦ πρωτείου ἐπί τοῦ παγκοσμίου ἐπιπέδου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ» (Κείμενο τῆς Ραβέννας, παράγρ. 46)[16]. Τό «σταθερόν ἔρεισμα», ὅπως προκύπτει ἀπό τίς 46 παραγράφους τοῦ ἀνωτέρω κειμένου, εἶναι ἡ παραδοχή ὅτι, κατά τήν πρώτη χιλιετία, πρίν ἀπό τό ὁριστικό σχίσμα τοῦ 1054, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης ἀνεγνωρίζετο πρῶτος μεταξύ τῶν πέντε πατριαρχῶν στό πλαίσιο τῆς καλῶς λειτουργούσης τότε συνοδικότητος. Προαγγέλλεται ἡ περαιτέρω συζήτησις περί τοῦ Πρωτείου ὡς ἑξῆς : «Τό ἐρώτημα περί τοῦ ρόλου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἐν τῇ κοινωνίᾳ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν παραμένει πρός μελέτην εἰς μεγαλύτερον βάθος. Ποία εἶναι ἡ συγκεκριμένη λειτουργία τοῦ ἐπισκόπου "τῆς πρώτης καθέδρας" ἐν μιᾷ ἐκκλησιολογίᾳ κοινωνίας καί ὑπό τό πρίσμα ὅσων περί συνοδικότητος καί αὐθεντίας ἔχομεν ἀναφέρει ἐν τῷ παρόντι ἐγγράφῳ; Πῶς θά ἦτο δέον νά νοῆται καί νά βιοῦται ἡ διδασκαλία τῆς πρώτης καί τῆς δευτέρας βατικανῆς συνόδου ἐπί τοῦ παγκοσμίου πρωτείου ὑπό τό φῶς τῆς ἐκκλησιακῆς πρακτικῆς κατά τήν πρώτην χιλιετίαν; Ταῦτα εἶναι κρίσιμα ἐρωτήματα διά τόν ἡμέτερον διάλογον καί διά τάς ἡμετέρας ἐλπίδας περί ἀποκαταστάσε-ως τῆς πλήρους μεταξύ ἡμῶν κοινωνίας» (παράγρ. 45).
Ἡ σοβαρότης τοῦ θέματος εἶναι προφανής. Ποῦ προβλέπεται νά καταλήξῃ ὁ διάλογος; Ἡ ἐκτίμησις τοῦ διεθνοῦς Τύπου (Le Figaro 15/11/2007, The Times 16/11/2007), κυρίως ὅμως τοῦ ἰταλικοῦ, εἶναι ὅτι τά πράγματα ὁδηγοῦνται πρός ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν μέ ἀναγνώρισι τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ἐπί θυσίᾳ ἐνδεχομένως κάποιων προνομίων τοῦ Πάπα. Ἡ Δύσις μέ συγκρατημένη αἰσιοδοξία περιμένει τήν ἕνωσι Ρωμαιοκαθολικῶν καί Ὀρθοδόξων ἐπί τῇ βάσειτῆς ἀρξαμένης συμφωνίας. Στήν καθ’ ἡμᾶς Ὀρθόδοξο Ἀνατολή ὑπάρχει ἐπιφυλακτικότης καί ἀγωνία. Διερωτᾶται ὁ πιστός λαός: Θά διαφυλαχθῇ ἄραγε ἀνόθευτος ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις;
Σέ πρόσφατο ἄρθρο μας εἴχαμε ἐπισημάνει ὅτι ὁ Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, ὅπως μέχρι τώρα ἐξελίσσεται, δείχνει νά ὁδηγῇ σέ οὐνιτικοῦ τύπου ἕνωσι καί μάλιστα βάσει σχεδίου, πού ἔχει ἐκπονήσει τό Βατικανό. Εἴχαμε ἐκφράσει τήν ἐλπίδα ὅτι «οἱ Ὀρθόδοξοι δέν θά ὑποκύψουν στίς προαιώνιες παπικές ἀξιώσεις, δέν θά ἀμνηστεύσουν τήν Οὐνία, δέν θά ἀναγνωρίσουν στόν Πάπα κάποια μορφή πρωτείου ἐξουσίας καί παγκοσμίου δικαιοδοσίας, οὔτε θά δεχθοῦν νά συνεργασθοῦν στούς Βατικάνειους σχεδιασμούς γιά ἕνωσι πού ἄμεσα ἤ ἔμμεσα θά παραθεωρῇ τήν ἀκαινοτόμητο Ὀρθόδοξο Πίστι»[17].
Ποῦ, ὅμως, ὁδηγεῖ τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας»;
Ὑπάρχουν σοβαροί λόγοι νά πιστεύουμε ὅτι τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ἐπιβεβαιώνει τούς φόβους, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ὑποχωροῦμε στίς παπικές ἀξιώσεις. Οἱ λόγοι εἶναι οἱ ἑξῆς :
α) Τό κείμενο ὁμιλεῖ γιά «ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία». Δέν πρόκειται γιά τεχνικό ὅρο, τοῦ ὁποίου ἡ χρησιμοποίησις θά διευκόλυνε τόν διάλογο. Ἀντιθέτως, τοῦ ἔχει δοθῆ πλῆρες θεολογικό περιεχόμενο, ἔτσι ὥστε ὁ διάλογος νά γίνεται μέ τήν προϋπόθεσι ὅτι ἡ ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία εἶναι ἀληθινή, ὀρθοδοξοῦσα, Ἐκκλησία.
Ἡ Ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία στό σημεῖο αὐτό ἔχει ὑποχωρήσει ἀνεπίτρεπτα. Μέ τό κείμενο τοῦ Balamand (1993) εἶχε ἀναγνωρίσει τήν ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ὡς Ἐκκλησία μέ τήν πλήρη σημασία τοῦ ὅρου : «Καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτό πού ὁ Χριστός ἐνεπιστεύθη στήν Ἐκκλησία Του -ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχή στά ἴδια μυστήρια, πρό πάντων στή μοναδική Ἱερωσύνη πού τελεῖ τή μοναδική θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων- δέν δύναται νά θεωρῆται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπό τίς Ἐκκλησίες μας»[18]. Πρόκειται γιά οὐσιαστική ὑποχώρησι ἀπό τήν πιό θεμελιώδη καί ἀφετηριακή βάσι τῶν θεολογικῶν διαπραγματεύσεων. Ἐνῶ δηλαδή οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ὅταν ἀναγνωρίζουν ὡρισμένα συστατικά στοιχεῖα τῆς Ἐκκλησίας στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία (ἔγκυρα Μυστήρια καί ἀποστολική διαδοχή), μένουν πιστοί στήν ἐκκλησιολογία τῆς Β’ Βατικανείου, οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι παραιτοῦνται ἀπό τήν διαχρονικῶς μαρτυρουμένη ὑπό ἐγκρίτων Πατέρων καί συνόδων πίστι μας, ὅτι, λόγῳ τῶν αἱρετικῶν της δογμάτων, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἀπεκόπη ἀπό τό σῶμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, δέν ἔχει τά στοιχεῖα, πού τήν καθιστοῦν ἀληθῆ Ἐκκλησία Χριστοῦ, καί πλέον εἶναι αἱρετική Ἐκκλησία. Διστάζουν νά ἐκφράσουν ἀκόμη καί τήν ἱστορική διαπίστωσι, ὅπως τήν διατύπωσε ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός : «πρό χρόνων πολλῶν ἀπεσχίσθη τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ρώμης φαμέν, τό περιώνυμον ἄθροισμα ἐκ τῆς τῶν ἑτέρων τεσσάρων ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν κοινωνίας, ἀποσχοινισθέν εἰς ἔθη καί δόγματα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ὀρθοδόξων ἀλλότρια... (τά δέ τῶν Ὀρθοδόξων ἀλλότρια πάντως αἱρετικά)»[19].
β) Ἀλλά καί αὐτήν τήν κακῶς γενομένη «ἀλληλοαναγνώρισι» ὑπερκέρασε ἡ Ὁδηγία τοῦ Βατικανοῦ τόν Ἰούλιο τοῦ 2007 μέ τίς γνωστές «Ἀπαντήσεις»[20], μέ τίς ὁποῖες ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’χαρακτηρίζει «ἐλλειματικές» τίς Ὀρθόδοξες τοπικές Ἐκκλησίες, ἐπειδή δέν ἔχουν κοινωνία μέ τόν διάδοχο τοῦ Πέτρου! Σύμφωνα μέ τήν Ὁδηγία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑφίσταται μόνο στήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἡ Ὁδηγία δόθηκε λίγους μῆνες πρίν ἀπό τήν Συνέλευσι τῆς Ραβέννας, τό ὁποῖο, κατά τήν ἐκτίμησί μας, σημαίνει ὅτι τό Βατικανό χαράσσει τήν γραμμή, πού πρέπει νά ἀκολουθήσῃ ὁ διάλογος. Καί ἡ γραμμή εἶναι ὁ ρωμαιοκεντρικός οἰκουμενισμός, ὅπως τόν προσδιώρισε ἡ Β’ Βατικάνειος Σύνοδος. Τό ἐπιβεβαιώνει τό ἴδιο τό κείμενο τῆς Ὁδηγίας τοῦ Βατικανοῦ[21], ἀλλά τό ἐπισημαίνει καί ὁ Σεβ. Ἐπίσκοπος πρώην Ζαχουμίου καί Ἐρζεγοβίνης Ἀθανάσιος Γιέβτιτς : «Τό κείμενο αὐτό [οἱ «Ἀπαντήσεις»] φανερώνει τήν ἐπιμονή τοῦ Πάπα Ράτσιγκερ νά δείξῃ τό πραγματικό πρόσωπο τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ οἰκουμενισμοῦ του, ὁ ὁποῖος στήν πραγματικότητα δέν εἶναι αὐτό, πού λέγει ὁ Πάπας, ἀλλά αὐτό πού πιστεύει καί κάνει»[22]. Τόν ἔντονο προβληματισμό της γιά τήν ὡς ἄνω παπική Ὁδηγία ἐκφράζει καί ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδοςπρός τόν Ὀρθόδοξο Συμπρόεδρο τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου, Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ἰωάννη, μέ τήν ἐπιστολή της ὑπό ἡμερομηνία 8/10/2007.
Ἡ ὑποσημείωσις τῆς παραγρ. 1 τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας», καρπός πιθανώτατα τῆς διαμαρτυρίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀκολουθεῖ δυστυχῶς τό πνεῦμα τῆς παπικῆς Ὁδηγίας. Σέ αὐτήν τήν ὑποσημείωσι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι, παρ’ὅτι διαβεβαιώνουν ὅτι ἡ χρησιμοποίησις τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» δέν ὑπονομεύει τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, δέν καταθέτουν ἐν τούτοις τό ἐπίσης βασικό στοιχεῖο τῆς αὐτοσυνειδησίας της, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν παραδέχεται ὅτι στήν ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ‘‘ὑφίσταται’’ ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Εἶναι χαρακτηριστικό, καί ἀποτελεῖ ἔλεγχο τῆς ἀτολμίας τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων, τό γεγονός ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἐδήλωσαν στήν ἴδια συνάφεια ὅτι δέν ἀναγνωρίζουν παρά μόνο στοιχεῖα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας ἔξω ἀπό τήν ρωμαιοκαθολική κοινωνία. Εἶναι σαφές ὅτι τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ὀφείλει νά ἀναγνωσθῇ καί ἑρμηνευθῇ ὑπό τήν προϋπόθεσι ὅτι ἡ ρωμαιοκαθολική πλευρά μένει πιστή καί ἀμετακίνητη στά παπικά δόγματα.
γ) Οἱ ἀναφορές τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας» στήν ἀποστολική πίστι, στά εἰσαγωγικά Μυστήρια, στήν Ἱερωσύνη, στήν Εὐχαριστία καί στήν ἀποστολική διαδοχή γίνονται μέ τόση φυσικότητα γιά τήν ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ὥστε νά νομίζῃ κανείς ὅτι ἡ ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία σέ ὅλα αὐτά τά σημεῖα ὀρθοδοξεῖ. Ἀλλά, διερωτώμεθα μαζί μέ τόν ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό : «Πόθεν οὖν ἡμῖν ἀνεφάνησαν ἐξαίφνης ὄντες ὀρθόδοξοι, οἱ διά τοσούτων χρόνων καί ὑπό τοσούτων Πατέρων καί διδασκάλων κριθέντες αἱρετικοί»[23];Πράγματι, πότε οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἔδωσαν σαφεῖς ἐνδείξεις ὅτι ἀπέβαλαν τίς γνωστές ἑτεροδιδασκαλίες τους; Ἀντιθέτως μάλιστα, ἔχουν δώσει καλῶς τεκμηριωμένες ἀποδείξεις ἐπιμονῆς σέ αὐτές. Πῶς ἔχουν τήν ἀποστολική πίστι, ἐφ’ ὅσον το Φιλιόκβε, ἡ κτιστή Χάρις, τό Πρωτεῖο ὡς προνόμιο παγκοσμίου δικαιοδοσίας, τό Ἀλάθητο, ἡ ἄσπιλος σύλληψις τῆς Θεοτόκου κ.ἄ. ἀποτελοῦν ἀκόμη βασικά καί ἀδιαπραγμάτευτα δόγματά τους; Πῶς ἔχουν ἔγκυρα εἰσαγωγικά Μυστήρια (Βάπτισμα, Χρίσμα), Ἱερωσύνη καί Εὐχαριστία, ἐφ’ ὅσον, κατά τόν ἅγιο Μάρκο, ἔχουν ἀποσχισθῆ ἀπό τήν Καθολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; Ἄλλωστε, τελεῖ ἐν ἰσχύι, ἐπικυρωμένος ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο ὁ α’ Κανών τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅτι «οἱ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ’ ἑαυτούς· ἐπέλιπε γάρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τήν ἀκολουθίαν... ἀπορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύναντο Χάριν Πνεύματος Ἁγίου παρέχειν, ἧς αὐτοί ἐκπεπτώκασι». Πολλῷ μᾶλλον, ἐφ’ ὅσον δέν πρόκειται ἐδῶ γιά ἐξοικονόμησι ἐπιστρεφόντων ἀπό τόν λατινισμό στήν πίστι τῆς Καθολικῆς (Ὀρθοδόξου) Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά ἐπιβεβαίωσι ἐκ μέρους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῶν λατινικῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν. Πῶς, ἐπίσης, ἔχουν ἀποστολική διαδοχή, ἐφ’ ὅσον, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ἡ ὀρθοδοξία τοῦ φρονήματος βεβαιώνει τήν ἀποστολική διαδοχή καί ἡ ἑτεροδοξία τήν καταλύει; «Τό μέν γάρ ὁμόγνωμον καί ὁμόθρονον, τό δέ ἀντίδοξον καί ἀντίθρονον· καί ἡ μέν προσηγορίαν, ἡ δέ ἀλήθειαν ἔχει διαδοχῆς», γράφει ὁ θεῖος Γρηγόριος[24].
δ) Στό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ἀναπτύσσονται δύο σημαντικές πτυχές τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ συνοδικότης καί ἡ αὐθεντία. Συμφωνήθηκε (παράγρ. 40-41) ὅτι τό ἐκκλησιολογικό περιεχόμενο τῆς συνοδικότητος καί τῆς αὐθεντίας βιώθηκαν ἀπό κοινοῦ ὀρθοδόξως κατά τήν πρώτη χιλιετία τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας σέ Ἀνατολή καί Δύσι. Ὅμως, ὅσο καί ἄν θέλουμε νά θεωρήσουμε θετική τήν συμφωνία αὐτή, δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά ἐφησυχάσουμε ἡ διευκρίνησις τῆς ἰδίας παραγράφου : «Διαφωνοῦσι, παρά ταῦτα [Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί], ἐπί τῆς ἑρμηνείας τῶν ἱστορικῶν στοιχείων ἐκ τῆς περιόδου ταύτης, θεωροῦσαι τάς προνομίας τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ὡς πρώτου ζήτημα ἤδη διαφοροτρόπως κατανοηθέν κατά τήν πρώτην χιλιετίαν» (παράγρ. 41). Μέ τήν διευκρίνησι αὐτή ἔχουν τεθῆ τά θεμέλια γιά μία ἀποδεκτή ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ἐπανερμηνεία τοῦ παπικοῦ Πρωτείου.
Ἀναμφιβόλως κατά τήν πρώτη χιλιετία ἡ συνοδικότης λειτουργοῦσε καί γι’ αὐτό δέν εἶχε ἀναπτυχθῆ αὐθεντία μέ τήν μορφή παγκοσμίου πρωτείου ἤδικαιοδοσίας. Ἡ ἐκτροπή, ὅμως, στό παπικό Πρωτεῖο δέν ἔγινε σέ μία στιγμή χρόνου. Λόγῳ τοῦ παπικοῦ ἡγεμονισμοῦ ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, στήν ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐπί αἰῶνες ἐκυοφορεῖτο μία διαδικασία ὑποβαθμίσεως τῆς συνοδικότητος καί ἀναδύσεως τοῦ παπικοῦ Πρωτείου. Στήν διαδικασία αὐτή παραπέμπει εὐθέως καί σαφῶς ἡ ἀνωτέρω «διαφωνία» τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς στήν Ραβέννα. Ἐνόσῳ, ὅμως, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέν παραιτοῦνται ἀπό τήν παποκεντρική ἑρμηνεία τῶν θεσμῶν τῆς συνοδικότητος καί τῆς αὐθεντίας κατά τήν πρώτη χιλιετία τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ‘‘συμφωνία’’ τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας» κλίνει ὑπέρ τῆς ἀναγνωρίσεως ἑνός παγκοσμίου πρωτείου στόν Πάπα. Μόνο ἐάν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δεχθοῦν νά ἑρμηνεύσουν τά ἱστορικά στοιχεῖα τῆς πρώτης χιλιετίας ὅπως καί οἱ Ὀρθόδοξοι, θά εἶναι βέβαιο ὅτι παραιτοῦνται τῶν παπικῶν νεωτερισμῶν τῆς δευτέρας χιλιετίας. Μόνο ὑπό τήν προϋπόθεσι αὐτή ἡ ἀνακοινωθεῖσα συζήτησις, κατά τίς ἑπόμενες συνελεύσεις τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, περί τῆς ἑρμηνείας τῆς συνοδικότητος καί τῆς αὐθεντίας κατά τήν δεύτερη χιλιετία, καί μάλιστα ἀπό τίς Α’ καί Β’ συνόδους τοῦ Βατικανοῦ, θά ἀποδώσῃ Ὀρθόδοξα συμπεράσματα, δηλαδή θά κλίνῃ πρός κατάργησι τοῦ παπικοῦ Πρωτείου. Ἄλλως, ἡ ἀναγνώρισις ἑνός παπικοῦ Πρωτείου δικαιοδοσίας (ἔστω καί ὑπό τήν μορφή ἑνός λειτουργήματος διακονίας) ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ βεβαία κατάληξις.





[1] http://romfea.gr/epikairotita/21337-2013-12-30-03-52-35
[2] Σχ. βλ. συνέντευξή του στόν κ. Ν. Παπαχρήστο. Γ. ΖΕΡΒΟΣ, «Ἀπό τήν λογοκρισίαν τῶν ἀντιεβραϊκῶν ἐγκωμίων τοῦ ἐπιταφίου εἰς τήν αἱρετικήν μεταπατερικήν θεολογίαν καί τήν «διηρημένην» Ἐκκλησίαν», Ὀρθόδοξος Τύπος (2-3-2012) 1,7.
[3] http://www.amen.gr/article14049.
[4]Περιοδικό ‘Πληροφόρηση’ Δεκέμβριος 2011, Μηνιαία ἔκδοση Ἱ. Μ. Δημητριάδος
[5]Σχ. βλ. ἡμέτερον κείμενον μέ τίτλο Θεολογική καί Ἱστορική κριτική τῆς εἰσηγήσεως τοῦ Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος καί Ἀλυροῦ κ. Ἰγνατίου στήν παπική ἡμερίδα γιά τήν Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο στό κεφάλαιο Ἡ Μία και συγχρόνως διηρημένη Ἐκκλησία 15-12-2013.
[6] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ἐπιστολή πρός τόν Καθηγητήν κ. Τσελεγγίδην 1-10-2009, σ. 4, παρ. γ΄.
[7] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή πρός τόν Καθηγητήν κ. Τσελεγγίδην 15-7-2010, σ. 6, παρ. γ΄ καί «Ἀπάντηση στόν Καθηγητή κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη»,Θεοδρομία ΙΒ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010) 352. Ἐπίσης, ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΚΥΘΗΡΩΝ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Ἐπιστολή πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τόν Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο» καί ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Ἀπάντηση στόν Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο», Θεοδρομία ΙΒ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010) 332, 340.
[8] Γ. ΖΕΡΒΟΣ, «Εὑρίσκονται εἰς δογματικήν πλάνην οἱ Σεβ. Μεσσηνίας καί Δημητριάδος», Ὀρθόδοξος Τύπος (24-2-2012) 1, 7.
[9] Σχ. βλ. ἡμέτερον κείμενον μέ τίτλο Θεολογική καί Ἱστορική κριτική τῆς εἰσηγήσεως τοῦ Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος καί Ἀλυροῦ κ. Ἰγνατίου στήν παπική ἡμερίδα γιά τήν Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο στό κεφάλαιο Ὁ Παπισμός εἶναι αἱρεση και ὄχι «Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία» 15-12-2013. http://www.romfea.gr/epikairotita/15611-2013-02-12-13-08-23 και http://www.amen.gr/article12921.
[10]ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΗΜΑΤΗΣ, «Αἱρετικές ἀποκλίσεις καί ἀπρέπειες τοῦ Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου», Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος 3 (Ἰούλιος-Αὔγουστος 2010) 41.
[11] Γ. ΖΕΡΒΟΣ, ἔνθ’ἀνωτ.
[12]Σχ. βλ. ἡμέτερον κείμενον μέ τίτλο Θεολογική καί Ἱστορική κριτική τῆς εἰσηγήσεως τοῦ Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος καί Ἀλυροῦ κ. Ἰγνατίου στήν παπική ἡμερίδα γιά τήν Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο στό κεφάλαιο Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Παπισμοῦ 15-12-2013 καί ΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ HEERS, Τό Βάπτισμα καί ἡ Ἐκκλησία στό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ τῆς Δευτέρας Βατικανῆς Συνόδου, διδακτορική διατριβή, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Τμῆμα Θεολογίας, Ἰούνιος 2011.
[13]ΜΕΓΑΣ ΦΑΡΑΝΤΟΣ, Οἰκουμενισμός ἤ Ὀρθοδοξία; Ἡ κρίσις τῆς Θεολογίας τοῦ Ἰω. Ζηζιούλα, Ἀνάτυπον ἐκ τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου», Ἀθήναι 1993, σσ. 5-6, 14-23 καί ΙΩΑΝΝΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, «Orthodox Ecclesiology and the Ecumenical Movement», Sourozh Diocesan Magazine [Αγγλία] 21 (1985) 16) καί ΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ HEERS, «Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας˙ ἡ ἰδέα τῆς «Βαπτισματικῆς Ἑνότητας» καί ἡ ἀποδοχή της ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστές», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ι. Μ. Μεγ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σ. 117
[14]21-10-2013, «Συγγνώμη πού εἴμαστε Ὀρθόδοξοι», 10η Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στό Πουσάν τῆς Κορέας (30-10/8-11-2013) http://aktines.blogspot.gr/2013/11/10_21.html, http://aktines.blogspot.gr/2013/11/10.html, http://aktines.blogspot.gr/2013/11/blog-post_1018.html, http://aktines.blogspot.gr/2013/11/blog-post_2453, html, http://aktines.blogspot.gr/2013/11/lgbti.html
[15] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, Ἅγιον Ὄρος, 30 Δεκεμβρίου 2007,  Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 90-99, http://aktines.blogspot.gr/2013/08/blog-post_663.html.
[16] Τά παρατιθέμενα ἀποσπάσματα ἀπό τό κείμενο, πού συμφωνήθηκε στήν Ραβέννα, ἔχουν ληφθῆ ἀπό τήν μετάφρασι ἐκ τοῦ πρωτοτύπου ἀγγλικοῦ, τήν ὁποία ἐξεπόνησαν οἱ ὑπηρεσίες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί δημοσιεύθηκε ἀπό τήν ἐφημ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΟΣΜΟΣ σέ εἰδικό ἔνθετο μέ τίτλο «Τό κείμενο τῆς Ραβέννας».
[17] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ, Καθηγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, «Ἀνησυχία γιά τήν προετοιμαζομένη ἀπό τό Βατικανό ἕνωσι Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν», Παρακαταθήκη 54 (2007).
[18] Ἐπίσκεψις, τ. 496/1993.
[19] ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ, «Τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς...», ἐν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ. Ι, Ἀθῆναι 1960, σ. 426.
[20] Ὁ πλήρης τίτλος τῆς Ὁδηγίας εἶναι «Ἀπαντήσεις σέ ἐρωτήσεις, πού ἀφοροῦν ὀρισμένες ὄψεις γύρω ἀπό τή διδασκαλία περί Ἐκκλησίας» (βλ. Ἐπιστολή Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τόν Σεβ. Μητροπ. Περγάμου Ἰωάννην, 8/12/2007).
[21] Σχ. βλ. σχολιασμό τῆς Ὁδηγίας στήν ἐφημ. Καθολική, φύλ. 3078 /24-7-2007.
[22] ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΡΩΗΝ ΖΑΧΟΥΜΙΟΥ ΚΑΙ ΕΡΖΕΓΟΒΙΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, «Περί τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ οἰκουμενισμοῦ» (σερβιστί), περιοδ. ΠΡΑΒΟΣΛΑΒΛΙΕ, ἔκδ. τοῦ Πατριαρχείου τῆς Σερβίας, τεῦχ. 969-970 (1-15/8/2007), σ. 12.
[23] ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ, «Τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς...», ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 426.
[24] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Εἰς τόν μέγαν Ἀθανάσιον η’, PG 35, 1089.