Σάββατο 31 Μαΐου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ - ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)



Καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν᾽
(Πρ. ᾽Απ. 20, 30)

α. Δραματική ἔνταση χαρακτηρίζει τούς λόγους τοῦ ἀποστόλου Παύλου, καθώς ἀπευθύνεται στούς προσκεκλημένους ἀπό αὐτόν στήν Μίλητο πρεσβυτέρους τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς ᾽Εφέσου: ἡ προσοχή τους πρέπει νά εἶναι ἄγρυπνη γιά τόν ἑαυτό τους καί τό ποίμνιό τους. Γιατί ἀφενός ὑπηρετοῦν τόν Κύριο, μέ τό αἷμα τοῦ ῾Οποίου συστήθηκε ἡ ᾽Εκκλησία, ἀφετέρου καιροφυλακτεῖ ὁ Πονηρός καί τά ὄργανά του προκειμένου νά ταράξουν καί νά ἀλλοιώσουν ὅ,τι ᾽Εκεῖνος ἔφερε ὡς σωτηρία. Τούς προβάλλει μάλιστα τό δικό του παράδειγμα: ἐπί τριετία συνεχῶς νύκτα καί ἡμέρα δέν σταμάτησε νά νουθετεῖ μέ δάκρυα τόν καθένα τους ξεχωριστά. ῾Η ἔνταση ἀποκορυφώνεται ὅταν μέ προφητικό λόγο τούς ἀποκαλύπτει ὅτι οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως, ῾οἱ λύκοι οἱ βαρεῖς᾽,  θά βγοῦν καί ἀπό ἀνάμεσά τους, (τρόπον τινά σάν νέοι ᾽Ιοῦδες), ῾μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου᾽, πού θά διδάσκουν πλάνες γιά νά παρασύρουν τούς πιστούς μέ τό μέρος τους. Πιό ταιριαστό ἀνάγνωσμα γιά τούς Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού καί αὐτοί ἀσχολήθηκαν μέ τούς ῾λύκους᾽ τοῦ ἀρειανισμοῦ δέν θά μποροῦσε νά ἐπιλεγεῖ.

β. 1. Κάνει ἐντύπωση καταρχάς ἡ βεβαιότητα μέ τήν ὁποία μιλᾶ ὁ ἀπόστολος γιά τήν ἐμφάνιση τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων, ἐνεργουμένων ἀπό τόν πατέρα τους Διάβολο. Δέν λέει ῾ἴσως᾽ ἤ ῾μπορεῖ᾽. ῾Ο λόγος του εἶναι ὁριστικός: ῾ἐγώ γάρ οἶδα τοῦτο᾽: ἐγώ τό ξέρω. Πῶς τό ξέρει; Πέρα ἀπό ὅσα ἡ ἴδια ἡ ζωή τοῦ Κυρίου καί ὁ λόγος Του βεβαίωναν περί αὐτοῦ - μή ξεχνᾶμε ὅτι ἀπαρχῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου καί μετέπειτα ἡ ἐναντίωση τῶν πονηρῶν δυνάμεων, πνευμάτων καί ἀνθρώπων, ἦταν ἀδιάκοπη -  πέρα ἀπό ὅσα τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀπεκάλυπτε γιά τήν ἀνύστακτη δράση τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου, τίς ἐπιθέσεις τοῦ ὁποίου ἐπανειλημμένως εἶχε δεχθῆ καί ὁ ἴδιος: ῾οὐκ ἔστι ἡ πάλη ἡμῶν πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας, πρός τόν κοσμοκράτορα τοῦ αἰῶνος τούτου᾽, καί: ῾οὐ γάρ ἀγνοοῦμεν τά νοήματα αὐτοῦ᾽, ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἐμπειρία του, πνευματική καί ἀνθρώπινη, πού τοῦ ἔδινε τήν βεβαιότητα. Μέ ἄλλα λόγια ὁ ἀπόστολος δέν πετοῦσε στά σύννεφα, καθώς λέμε. Τό ἀκριβῶς ἀντίθετο. ᾽Επειδή σχετιζόταν ἀληθινά μέ τόν Θεό,  ἦταν ἀπόλυτα ρεαλιστής: ἤξερε τό πῶς κινοῦνται τά ἀνθρώπινα πάθη,  τό πῶς ὁ Πονηρός τά ὑποκινεῖ καί τά ἐξάπτει, τό πῶς αὐτός λειτουργεῖ πάντοτε ὡς σατανάς: σέ ἐναντίωση πρός τόν Θεό καί τό ἅγιό θέλημά Του ἐπί τῆς γῆς. Κι αὐτό γιατί ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐπιτρέπει κάτι τέτοιο, ἀξιοποιώντας τήν ἐναντίωση τοῦ διαβόλου, προκειμένου μέ τίς προκλήσεις του νά ἀποκαλύπτονται οἱ πραγματικοί διαλογισμοί τῶν ἀνθρώπων καί νά γίνεται πιό στέρεα ἔτσι ἡ πίστη τους. ῾Δεῖ γάρ ταῦτα γενέσθαι᾽ λοιπόν, κατά τήν ρήση τοῦ Κυρίου μας, σ᾽ ἕναν κόσμο πεσμένο στήν ἁμαρτία καί κυριαρχημένο σέ μεγάλο βαθμό, ὅπως εἴπαμε, ἀπό τόν Πονηρό.

2. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος ὅμως δίνει καί τά χαρακτηριστικά τῶν ὀργάνων τοῦ Πονηροῦ, τά ὁποῖα παραχωρεῖ ὁ Κύριος γιά νά ταράσσουν τήν ἁγία Του ᾽Εκκλησία:
(α) ῾ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες᾽. Αὐτοί πού θά προκαλοῦν τά περισσότερα προβλήματα στήν ὁμαλή πορεία τῶν πιστῶν τῆς ᾽Εκκλησίας θά εἶναι ἄνθρωποι τῆς ᾽Εκκλησίας. ῾Η ἴδια ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία τό ἐπιβεβαιώνει διαρκῶς: ὄχι μόνον ὁ ᾽Ιούδας, ὡς ἕνας ἐκ τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου, παρουσιάζεται προδότης, ἀλλά καί ὁ πρῶτος κλονισμός στήν πίστη ἦλθε ἀπό τούς ἰουδαιοχριστιανούς, δηλαδή ἀπό χριστιανούς πού θεωροῦσαν ὅτι ἡ προτεραιότητα ἦταν ἡ ἰουδαϊκή πίστη καί ὄχι ἡ χριστιανική: τοῦ Χριστοῦ κατ᾽ αὐτούς προηγεῖτο ὁ Μωϋσῆς, συνεπῶς ὁ χριστιανισμός ἐρχόταν ἁπλῶς νά βελτιώσει τόν ἰουδαϊσμό. ῎Επειτα ἡ αἵρεση τῶν γνωστικῶν: ῾χριστιανῶν᾽ πού ἐπικαλοῦντο ἄλλες παραδόσεις πέραν τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀποστόλων γιά νά μιλήσουν γιά τόν Χριστό. Κι αὐτοί ὑπῆρξαν μεγάλη ἀπειλή γιά τήν ᾽Εκκλησία. ῎Επειτα βεβαίως ὅλες οἱ ἄλλες αἱρέσεις πού ἀλλοίωναν τήν πίστη στήν ῾Αγία Τριάδα καί τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό: ὁ ἀρειανισμός (τοῦ ὁποίου τήν καταδίκη ἀπό τούς Πατέρες τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἑορτάζουμε σήμερα), οἱ Πνευματομάχοι, ὁ νεστοριανισμός, ὁ μονοφυσιτισμός, ἡ εἰκονομαχία. Πρωτεργάτες τῶν πλανῶν καί ἀκόλουθοι αὐτῶν ἦταν ἀκριβῶς ἄνθρωποι τῆς ᾽Εκκλησίας, καί μάλιστα πολλοί θεωρούμενοι ῾πρῶτοι᾽ τῆς ᾽Εκκλησίας. ῾Η προφητεία τοῦ ἀποστόλου Παύλου – συνέχεια λόγων τοῦ Κυρίου - ἐπιβεβαιώθηκε καί ἐπιβεβαιώνεται σέ ὅλη τήν πορεία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
 (β) ῾λαλοῦντες διεστραμμένα᾽. Οἱ τέτοιου εἴδους ἄνθρωποι διδάσκουν διδασκαλίες πού διαστρέφουν τήν ἀλήθεια. Τό σημειώσαμε παραπάνω: ῾λύκοι βαρεῖς᾽ μέ ἔνδυμα προβάτου, κατά τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου πού ἐπαναλαμβάνει ὁ ἀπόστολος, οἱ ὁποῖοι ἀδυνατοῦν νά δοῦν σωστά τόν Κύριο καί τήν ἀποκάλυψή Του. Βλέπουν ὄχι τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου ὡς τελείου Θεοῦ καί τελείου ἀνθρώπου χωρίς ἁμαρτίας, ἀλλά αὐτό πού προβάλλει καί ἐκφράζει ἡ νοσηρή φαντασία τους. ῾Ο λόγος τους συνεπῶς ἦταν ἔκφραση τοῦ διεστραμμένου ἐνδιαθέτου λόγου τους, περιεχόμενο τοῦ ὁποίου ἦταν ἡ ἐνέργεια τῶν πονηρῶν πνευμάτων.
Γιατί αὐτό; Ποιά ἡ αἰτία τῆς διαστροφῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν αὐτῶν προσώπων; ῾Ο ἐγωϊσμός τους ἀσφαλῶς, πού τούς ἔκανε νά τυφλώνονται ἀπέναντι στήν πίστη καί νά μή βλέπουν οὔτε Θεό οὔτε ἄνθρωπο. ῾Μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου᾽ σημειώνει ὁ ἀπόστολος. Δηλαδή οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἀπό τά σπλάχνα τῶν πιστῶν, δέν εἶχαν καθόλου ἀγάπη. ῾Η προτεραιότητά τους ἦταν μόνον ὁ ἑαυτός τους καί τά στενά προσωπικά τους συμφέροντα, γι᾽ αὐτό καί λειτουργοῦσαν μέ  ῾ἀδόκιμον νοῦν᾽. Πού θά πεῖ: ῞Οσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι στραμμένος στόν ἑαυτό του, τόσο καί τό σκοτάδι τῆς ψυχῆς του καλύπτει τόν νοῦ του, γινόμενος ἔτσι ὡς ἐνεργούμενο τοῦ διαβόλου τυφλός καί ὁδηγός τυφλῶν. Καί ῾τυφλός τυφλόν ἐάν ὁδηγῇ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται᾽.
(γ) ῾τοῦ ἀποσπᾶν  τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν᾽. Καί νά ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς παραπάνω ἀλήθειας: οἱ πλανεμένοι ῾χριστιανοί᾽, οἱ διάφοροι αἱρετικοί, ἐπειδή ἀκριβῶς βρίσκονται στήν ὑπηρεσία τοῦ ἑαυτοῦ τους, συνεπῶς καί τοῦ ῾πατέρα αὐτῶν διαβόλου᾽, ἔχουν ὡς σκοπό ὄχι νά ὁδηγοῦν στόν Χριστό ὡς Σωτήρα τοῦ κόσμου, ὄχι νά παραπέμπουν μέ τήν ζωή καί τόν λόγο τους σ᾽᾽Εκεῖνον, κατά τά πρότυπα τῶν ἁγίων πού λένε πάντοτε σάν τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη Πρόδρομο ῾᾽Εκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι᾽, ἀλλά νά δημιουργοῦν ὀπαδούς καί ἀκολούθους τους. Τί τραγική ἀλήθεια κατάσταση! Νά πιστεύει κάποιος ὅτι μπορεῖ νά γίνει καθοδηγητής τῶν ἀνθρώπων, σάν νά μήν ὑφίσταται σέ αὐτόν ἡ ἁμαρτία, σάν νά μήν ἔχει ἔρθει ἡ ἀλήθεια στόν κόσμο, ὁ Χριστός, σάν νά μήν ὑπάρχει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ᾽Εκκλησία. ᾽Αλλά ἡ πνευματική τύφλωση πού προκαλεῖ ὁ ἐγωϊσμός ἐκεῖ ἀκριβῶς ὁδηγεῖ: στήν δαιμονική ὑπερηφάνεια καί στήν γι᾽ αὐτό παντελή ἔλλειψη τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. ῾Η βλασφημία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος σέ ὅλο της τό μεγαλεῖο! Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν ὅτι γιά τούς ἁγίους Πατέρες μας δέν ὑπάρχει μεγαλύτερο κακό στόν κόσμο ἀπό τήν αἵρεση. Δέν φοβοῦνται τόσο τήν ἁμαρτία, ὅσο τήν πλάνη πού ἐπιμένει, καί μάλιστα ὅταν ἡ ἐπιμένουσα πλάνη, ἡ αἵρεση, συνδυάζεται μέ θεωρούμενη ῾ἁγία᾽ ζωή. Γιατί ξέρουν ὅτι στήν ἁμαρτία ὑπάρχει ἡ ταπείνωση τῆς μετάνοιας, ἐνῶ στήν ῾ἁγία᾽ ζωή τῆς αἵρεσης ὑπάρχει ἡ αὐτοδικαίωση καί ἡ αὐτοθεοποίηση.

3. Μπροστά στήν τραγικότητα αὐτή ὁ ἀπόστολος δίνει τήν σώζουσα κατεύθυνση: Οἱ πρεσβύτεροι, (ἀλλά καί κατ᾽ ἐπέκταση ὅλος ὁ πιστός λαός), πρέπει
- πρῶτα ἀπό ὅλα νά ἔχουν σωστή ἐκκλησιαστική συνείδηση: ὑπηρετοῦν τήν ᾽Εκκλησία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ ὡς ὄργανα ᾽Εκείνου καί τοῦ Πνεύματός Του. ῾Οποιαδήποτε αὐτονόμηση ἀπό τήν ᾽Εκκλησία σημαίνει ἔκπτωση στήν πλάνη καί τήν αἵρεση. Οἱ πιστοί τόν Χριστό ἀκολουθοῦμε καί ὄχι τίς ἐπιταγές ὁποιουδήποτε ἄλλου, πολλῷ μᾶλλον τοῦ ἑαυτοῦ μας·
- ἔπειτα νά προσέχουν τόν ἑαυτό τους καί τό ποίμνιό τους. Ἡ προσοχή γιά τό ποίμνιο συνυπάρχει μέ τήν προσοχή τοῦ ἑαυτοῦ. Δέν εἶναι δυνατόν δηλαδή ἕνας ποιμένας νά λειτουργεῖ καί νά ἀσκεῖ τό ὅποιο ποιμαντικό ἔργο του, ἔστω καί μέ μεγάλη ῾ἐπιτυχία᾽, χωρίς ἡ προτεραιότητά του νά βρίσκεται στήν καλλιέργεια τοῦ ἑαυτοῦ του. Τόσο καλύτερα προσέχει τό ποίμνιό του καί προσφέρει δυνατότητες ἁγιασμοῦ αὐτοῦ, ὅσο περισσότερο καλλιεργεῖ τίς ἀρετές καί προσέχει τήν πνευματική του ζωή. ῾Ο ἅγιος Γέροντας Πορφύριος τό ἐπεσήμαινε συχνά στούς ἱερεῖς: ῾Αγιάστε τόν ἑαυτό σας καί θά δεῖτε ὅτι χωρίς κόπο θά ἁγιάζετε καί τό ποίμνιό σας.
- κι ἀκόμη: ἡ ἐγρήγορση ὡς προσοχή τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἄλλων περιέχει τήν μνημόνευση τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων μας. ῾Ο ἀπόστολος δέν μποροῦσε νά ἦταν περισσότερο σαφής: ῾γρηγορεῖτε᾽, λέει, ῾μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καί ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετά δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον᾽. ῞Οσο μελετοῦμε τήν ζωή τῶν ἀποστόλων μέσα ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, ὅσο ἐμβαθύνουμε στήν ζωή καί τόν λόγο τῶν ἁγίων μας μέσα ἀπό τά συναξάρια τους, τούς ὕμνους τῆς ᾽Εκκλησίας μας, τά κείμενά τους, τόσο ξυπνᾶμε πνευματικά, τόσο ἡ λήθη πού ταλανίζει ὡς ῾δομικό᾽ στοιχεῖο τήν ψυχή μας ἐξαλείφεται. Εἶναι πράγματι περίεργη ἡ πεποίθηση ὅτι μπορεῖ ἄνθρωπος, κυρίως ὁ ποιμένας, νά παραμένει σέ κάποιο πνευματικό ἐπίπεδο ἄξιο τοῦ λειτουργήματός του ὡς χριστιανοῦ πρῶτα καί κληρικοῦ ἔπειτα, χωρίς συνεφή ἀναφορά σ᾽ ἐκείνους πού ἀποτελοῦν τά πρότυπά μας, δηλαδή τούς ἁγίους μας. Καί ποῦ ἐπικεντρώνει ὁ ἀπόστολος; ῎Οχι σέ ἁπλῶς βιογραφικά στοιχεῖα ἐπιφάνειας, ἀλλά στόν πυρήνα τῆς κατά Χριστόν ζωῆς, τήν ἀγάπη: τήν προσωπική σχέση μέ τούς ἄλλους λόγω τῆς πίστεως στόν Χριστό.

γ. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος μέ τά λόγια του ἀποκαλύπτει τήν ζωή του καί τό μεγαλεῖο τῆς ἔνθεης ψυχῆς του. Στό μῆκος κύματός του βρίσκονταν καί οἱ ἅγιοι Πατέρες πού ἑορτάζουμε σήμερα. Τό ὅραμα τοῦ οἰκουμενικοῦ ἀποστόλου κινοῦσε καί ἐκείνων τίς καρδιές, ὥστε μέ φωτισμό Θεοῦ νά δώσουν τήν ἀπάντηση στούς πλανεμένους τῆς ἐποχῆς τους καί νά ὁριοθετήσουν τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Σ᾽ αὐτό τό ὅραμα καί τήν ζωή καλούμαστε νά βαδίζουμε καί ἐμεῖς. ῞Οπως τό ἔχουμε ξανασημειώσει: ῾Ο δρόμος τῆς ᾽Εκκλησίας ὡς προσανατολισμός στόν Χριστό εἶναι μονόδρομος. Γιατί  δρόμος καί τέλος δρόμου εἶναι ᾽Εκεῖνος.




“Αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας ᾽Ιησοῦν Χριστόν”  (᾽Ιωάν. 17,3)

α. Τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία ἀπηύθυνε πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα Του λίγο πρίν ἀπό τή σύλληψή Του στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ὁ Κύριος ἀναφέρεται στήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου Του ἐπί τῆς γῆς καί συνεπῶς στήν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς πού Τοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεός Πατέρας καί πού δέν ἦταν ἄλλη ἀπό τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γεγονός πού συνιστᾶ ταυτοχρόνως, κατά τά δικά Του λόγια, καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Τίς πραγματικές διαστάσεις αὐτοῦ τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, πού ἀποκαλύπτουν καί τήν ὁμοουσιότητά Του ἀπέναντι στόν Πατέρα Του προσπάθησαν νά διακρατήσουν καί νά διατρανώσουν καί οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας, καί μάλιστα τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τό 325 μ.Χ., ὅταν παρουσιάστηκαν αἱρετικοί, ἀμφισβητίες δηλαδή καί διαστρεβλωτές τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ - μέ προεξάρχοντα τόν ἱερέα ῎Αρειο – οἱ ὁποῖοι λίγο-πολύ θέλησαν κατ᾽ οὐσίαν νά ὑποβιβάσουν Αὐτόν στό ἐπίπεδο τοῦ κτίσματος καί συνεπῶς νά θέσουν ἐν ἀμφιβόλῳ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Προϋπόθεση βεβαίως τῆς ἀμφισβήτησης αὐτῆς ἦταν ἡ δαιμονική ἐξύψωση τῆς λογικῆς τῶν αἱρετικῶν ὑπεράνω τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀποκάλυψής Του, κάτι πού σήμαινε ὅτι μέ τήν αἵρεση ἀναμετριόταν στήν πραγματικότητα ὁ ἀνθρώπινος μέ τόν Θεϊκό λόγο! ᾽Εκεῖνος ὁ λόγος μάλιστα τοῦ Κυρίου πού μᾶς καθοδηγεῖ στήν κατανόηση τῆς ἀποστολῆς Του καί τῆς θεανδρικῆς φύσεώς Του εἶναι ὁ ἑξῆς: ῾Αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας ᾽Ιησοῦν Χριστόν᾽ (᾽Ιωάν. 17,3).

 1. Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά βεβαίως πού ὁ Κύριος κάνει λόγο γιά τήν αἰώνια ζωή. Διαρκῶς ἀναφέρεται σ᾽ αὐτήν καί μάλιστα θεωρεῖται ὁ σκοπός τῆς ἀναζήτησης καί τῶν ᾽Ιουδαίων στήν Παλαιά Διαθήκη. ῎Ας θυμηθοῦμε γιά παράδειγμα τήν προσέγγιση τοῦ Κυρίου ἀπό τόν νομοδιδάσκαλο ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος θέτει στόν Κύριο ἀκριβῶς αὐτόν τόν προβληματισμό: ῾Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;᾽ (Λουκ. 10,25), προβληματισμό πού δίνει ἀφορμή στόν Χριστό νά πεῖ καί τή γνωστή παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη.
Ἡ αἰώνια ζωή λοιπόν προβάλλεται ὡς τό ὅραμα τῆς Π. Διαθήκης, ἀλλά καί ὁ σκοπός τῆς ἀποστολῆς τοῦ Κυρίου, ὅπως μᾶς ἀφήνει νά κατανοήσουμε αὐτόν καί ὁ λόγος τοῦ ῎Ιδιου στό σημερινό Εὐαγγέλιο: ῾Πάτερ...δόξασόν Σου τόν Υἱόν...καθώς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὅ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωήν αἰώνιον᾽ (᾽Ιωάν. 17, 1-2).

 2. Ὁ Κύριος σπεύδει νά διευκρινίσει τί σημαίνει αἰώνια ζωή. Δέν πρόκειται περί μιᾶς ἄλλης ζωῆς πού ἐκτείνεται μετά τήν ἐδῶ-στόν κόσμο τοῦτο ζωή. Οὔτε πολύ περισσότερο περί τῆς συνέχειας τῆς ζωῆς αὐτῆς χωρίς τέλος καί θάνατο. Τέτοιες κατανοήσεις ἀκούγονται καί λέγονται, ἀλλά συνιστοῦν παραποιήσεις, διότι διαιωνίζουν τήν κατάσταση τοῦ πεσμένου στήν ἁμαρτία κόσμου καί πρωτίστως δέν λαμβάνουν καθόλου ὑπόψιν τή σωτηριώδη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ στόν κόσμο, συνεπῶς εἶναι κατανοήσεις ἀπιστίας. Ἡ αἰώνια ζωή, κατά τόν Κύριο, συναρτᾶται ἄμεσα μέ τόν ῾Εαυτό Του: εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο καί τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀπεσταλμένου τοῦ Θεοῦ. ῾Αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας ᾽Ιησοῦν Χριστόν᾽.

 3. Ἡ γνώση αὐτή δέν ἔχει χαρακτήρα νοησιαρχικό: δέν εἶναι δηλαδή θέμα ἐγκεφάλου, δέν πρόκειται γιά κάποιες πληροφορίες πού κινητοποιοῦν τίς νοητικές ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου – τέτοια γνώση ὑπάρχει καί ὑφίσταται, ἀλλ᾽ ὅταν μιλᾶμε γιά τά πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου. Ἡ γνώση γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ Κύριος ἀποκτᾶται ἀπό τήν προσωπική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ ᾽Εκεῖνον, πού θά πεῖ τήν αἰώνια ζωή βιώνει ὁ ἄνθρωπος πού δέχτηκε τήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ νά Τόν ἀκολουθήσει καί νά μετάσχει ἔτσι στή δική Του ζωή. ῾Γνῶσίς ἐστιν μετουσία᾽, θά πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ βαθύς καί ἐμφιλόσοφος αὐτός θεολογικός νοῦς, ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Πρέπει νά μετάσχει δηλαδή κανείς στόν Θεό, νά κοινωνήσει μαζί Του, γιά νά μπορέσει νά πεῖ ὅτι Τόν γνωρίζει. Κι αὐτή ἡ γνώση ὡς κοινωνία μέ τόν Θεό, πού δηλώνει τήν παρουσία ᾽Εκείνου μέσα στόν ἄνθρωπο, συνιστᾶ ἀκριβῶς τήν αἰώνια ζωή. Μέ ἄλλα λόγια ἡ αἰώνια ζωή εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνέργεια τῆς χάριτός Του, τήν ὁποία μπορεῖ καί ζεῖ στά προσωπικά του ὅρια, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ὁ ἄνθρωπος πού θά πιστέψει στόν Χριστό. Προϋπόθεση γι᾽ αὐτό, κατά τόν Κύριο, εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν. ῎Ανθρωπος πού ἐν πίστει θά τηρήσει τίς ἐντολές Του, καί μάλιστα τήν περιεκτική ἐντολή τῆς ἀγάπης, θά διαπιστώσει ῾ἰδίοις ὄμμασι᾽ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐγκατοίκησή Του μέσα σ᾽ Αὐτόν. Τότε ἐμπειρικά θά γνωρίσει τόν Θεό. Αὐτό ἀποκάλυψε ὁ Κύριος καί προκάλεσε τόν κάθε πιστό Του νά ῾πειραματιστεῖ᾽ στόν ἑαυτό του προκειμένου νά τό ἐπιβεβαιώσει. ῾Ὁ λέγων ἔγνωκα αὐτόν καί τάς ἐντολάς αὐτοῦ μή τηρῶν ψεύστης ἐστίν(Α´᾽Ιωάν. 2,4). ῾Ὁ μή ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τόν Θεόν, ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί᾽. (Α´ ᾽Ιωάν. 4,8). ῾᾽Εάν τις ἀγαπᾷ με τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν᾽ (᾽Ιωάν. 14, 23 ).

4.Από τήν ἄποψη αὐτή ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, τόν κάνει νά πλατύνεται τόσο, ὥστε νά ζεῖ τήν αἰώνια ζωή μέσα στά ἀσφυκτικά καί περιορισμένα πλαίσια τῆς ζωῆς αὐτῆς, μέσα στό ἐδῶ καί στό τώρα, νά ζεῖ δηλαδή, ὅπως εἴπαμε, τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, νά γίνεται καί ὁ ἴδιος ἄκτιστος. ῾Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός᾽ (Γαλ. 2,20) κατά τή μαρτυρία τοῦ ἀπ. Παύλου. Κι αὐτό εἶναι τό μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς: σέ παίρνει ὁ Χριστός, σέ κάνει ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον, κι ἐνῶ φαίνεσαι ὅτι ζεῖς τήν ἴδια ζωή μέ τούς ἄλλους, ἐσύ ἔχεις γίνει ἕνας μικρός Θεός, ῾ἐν σαρκί περιπολῶν Θεός᾽ κατά τήν ἔκφραση ἐκκλησιαστικοῦ Πατέρα. Ὁπότε καταλαβαίνει κανείς ὅτι αὐτό πού λέμε ζωή εἶναι πέρα ἀπό αὐτό πού ἐπισημαίνουν οἱ αἰσθήσεις. Ζωή μπορεῖ νά εἶναι ἡ αἰώνια ζωή: ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο, μπορεῖ ὅμως νά εἶναι καί μία νέκρωση πού ἁπλῶς φαίνεται ὡς ζωή. Σάν τήν περίπτωση πού λέει ὁ Κύριος γιά ἐκείνους πού δέν τόν ἀκολουθοῦσαν καί τούς χαρακτήρισε ὡς ζωντανούς νεκρούς. ῾῎Αφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς᾽ (Ματθ. 8,22).

 5. Εἶναι περιττό βεβαίως καί νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι τή ζωή αὐτή στήν ὁποία μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος, μπορεῖ κανείς νά τή ζήσει μέσα στό ζωντανό σῶμα Του, τήν ᾽Εκκλησία, γιατί, ἐκεῖ, ὡς μέλος αὐτοῦ τοῦ σώματος, ἱκανώνεται ἀπό τόν Χριστό νά τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές Του. ῎Εξω ἀπό τήν ᾽Εκκλησία ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνον ἀδυνατεῖ νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τίς θεωρεῖ πολλές φορές ἀνοησία. Ποιός ῾λογικός᾽ ἄνθρωπος, μή χριστιανός, θά θεωροῦσε ὡς κάτι φυσικό, γιά παράδειγμα, τήν ἀγάπη πρός τόν ἐχθρό; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δέν εἶπε ὅτι ῾χωρίς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν;᾽(Πρβλ.᾽Ιωάν. 15, 5). Αὐτό σημαίνει ὅμως ὅτι καί ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἔξω ἀπό τήν ᾽Εκκλησία εἶναι ἀδύνατη καί τό βάθος τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ - ἡ ἴδια ἡ αἰώνια ζωή – δέν εἶναι κατορθωτό.

γ. Οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας, ὅπως οἱ συγκεκριμένοι 318 τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, αὐτό προσπάθησαν νά διασφαλίσουν: τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, τή ζωή τῆς ᾽Εκκλησίας, τήν αἰώνια ζωή μέσα στή ζωή αὐτή, τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς πραγματική σχέση μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ. Γι᾽ αὐτό καί τούς τιμᾶμε καί τούς γεραίρουμε. Καί τούς παρακαλοῦμε νά εὔχονται γιά μᾶς, ὥστε νά μένουμε στήν ἴδια μέ ἐκείνους χάρη, δηλαδή στή χάρη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ μας.




ΠΗΓΗ ''ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ''

ΟΙ ΜΥΡΜΗΓΚΟΛΕΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


Αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί, χαίρετε εν Κυρίω!

Το παρόν κείμενο αναφέρεται σε μια κατηγορία αντιοικουμενιστών εκκλησιαστικών ανδρών των τελευταίων δεκαετιών (από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετά), οι οποίοι με τη στάση τους, δηλαδή με την επιλογή τους να κοινωνούν με τους οικουμενιστές, ευθύνονται για την ύπαρξη "μερισμῶν καὶ σχισμάτων"[1].
Είναι συνήθως δυνατοί θεολόγοι, δόκιμοι συγγραφείς, συντηρητικοί μοναχοί, αυστηροί ιερείς, σεβάσμιοι ιεράρχες, εκκλησιαστικά πρόσωπα δηλαδή σεβαστά και κοινής αποδοχής που θα μπορούσαν με τον λόγο τους να καθοδηγήσουν το λογικό ποίμνιο της Εκκλησίας και να ανάψουν μέσα στις καρδιές τους τον ζήλο για την προδομένη Ορθοδοξία!
Θα μπορούσαν να καταστούν "ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν", και αυτό θα γινόταν φανερό αν είχαν παρόμοιο βίο με τους Αγίους Πατέρες. Αν τους καθαιρούσαν, όπως καθαιρέθηκαν τόσοι Άγιοι εν καιρώ αιρέσεως. Αν τους εξόριζαν, όχι πλέον σε κάποιο ξερονήσι, αλλά μακριά από την πανεπιστημιακή τους έδρα ή το μοναστήρι τους. Αν τους καταδίκαζαν, όχι σε φυλάκιση μέσα σε κάποιο υγρό και σκοτεινό κελί, αλλά σε κοινωνική απομόνωση. Αν τους έκοβαν όχι τη σωματική γλώσσα, όπως έκαναν με τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, αλλά τις άδειες για ομιλίες και εκδηλώσεις. Αν τους απέκοπταν επίσης, όχι το χέρι τους, όπως του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, αλλά τα κείμενά τους, με μια αυστηρή λογοκρισία σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.
Τα πρόσωπα όμως αυτά δεν είναι δυστυχώς "ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν" και στην καλύτερη περίπτωση, μπορούν να γίνουν επόμενοι εκείνων των κληρικών που περιγράφει ο Μέγας Αθανάσιος στην προς Ρουφινιανό επιστολή του [2], αναφερόμενος στο πως πρέπει να δεχτεί η Εκκλησία εκείνους που κοινώνησαν, από φόβο ή για άλλο λόγο, με τους αιρετικούς, χωρίς όμως να αποδεχτούν την αίρεση.
Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρόκειται για "λέοντες", όπως αρέσκονται οι οπαδοί τους να τους αποκαλούν, αλλά μάλλον για μυρμηγκολέοντες της Ορθοδοξίας. Παρουσιάζουν ως μεγάλη προδοσία την αίρεση του Οικουμενισμού, αλλά ως μικρό και ανύπαρκτο γεγονός τις συμπροσευχές των προϊσταμένων τους, που τάχα "πάντοτε γινόντουσαν". Παρουσιάζουν ως μεγάλη την παρεκτροπή όταν στέλνουν ελεγκτικές επιστολές στους προκαθημένους της αιρέσεως, αλλά ως ασήμαντο το γεγονός της μνημόνευσης το ονόματός τους στη Λειτουργία, στις καθησυχαστικές επιστολές τους προς τα πνευματικά τους παιδιά. Τη μία Κυριακή προσθέτουν στο Συνοδικό και εκφωνούν αναθέματα κατά της αιρέσεως, την άλλη συλλειτουργούν με τους φορείς και θιασώτες της αιρέσεως αυτής. Είναι λέοντες στη θεωρία, αλλά μέρμηγκες στην πράξη...
Τους είδαμε και πάλι μετά από την συνάντηση Πατριάρχη - Πάπα στα Ιεροσόλυμα. Περιμέναμε βρυχηθμούς, αλλά αποδείχθηκαν φρούδες οι ελπίδες μας και πάλι. Αντιθέτως, αντί να ξιφουλκήσουν κατά της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και των απαισίων εκπροσώπων τους, έσπευσαν να χτυπήσουν τον γνωστό κώδωνα του δήθεν κινδύνου του σχίσματος!
Να μην φύγουμε δήθεν από την Εκκλησία, εξαιτίας των απλά "αντικανονικών ενεργειών" ή "ευφυών διπλωματιών" των προσώπων αυτών που επέλεξαν, όχι να ακολουθήσουν το πολιτικό στάδιο που ακολούθησαν οι αδελφοί τους στις μασονικές στοές Παπανδρέηδες, Σαμαράδες, Βενιζέληδες και άλλοι πολιντικάντηδες, αλλά να αφήσουν μούσια και να  φορέσουν ράσα, νομίζοντας οι ταλαίπωροι πως ο Θεός τους χειροτόνησε ποιμένες [3] της Εκκλησίας Του, την οποία αφού καταπρόδωσαν με τις αιρέσεις στις οποίες υπέπεσαν, και κυρίως με την παναίρεση του Οικουμενισμού, έχουν το θράσος να νομίζουν ότι αυτοί είναι η Εκκλησία!
Με το τελευταίο συμφωνούν και οι μυρμηγκολέοντες! "Προς Θεού, να μην γίνει σχίσμα", φωνάζουν! Κοιτάξτε δηλαδή τί φοβερή κακοδοξία κηρύττουν: ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΣΧΙΣΜΑ ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ! ΚΑΙ ΟΤΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΟΤΙ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!!!
Ο "καθηρημένος" όμως Άγιος Πατέρας της Εκκλησίας, ο Μέγας Ιωάννης ο Χρυσόστομος, συντρίβει αυτούς τους τερατώδεις μυρμηγκολέοντες, τους "δοκούντες ὀρθοδοξεῖν", δηλαδή όσους νομίζουν πως είναι ορθόδοξοι: "Ἔστιν οὖν σχισθῆναι καλῶς, καὶ ἔστιν ὁμονοῆσαι κακῶς. Διὰ τοῦτο φησινἘὰν ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζῃ σε, ἔκκοψον αὺτὸν"[4].
Το να φεύγει κανείς λοιπόν από την κοινωνία των κακοδόξων, δεν αποτελεί σχίσμα, αλλά επικράτηση της αλήθειας και διεκδίκηση των νόμων του Θεού, κατά τον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη [5].
Όπως αντιλαμβάνεσθε, αγαπητοί αδελφοί, η λύση είναι μία. Να φύγουμε μακριά από τους αιρετικούς για να σώσουμε την ψυχή μας και βλέποντας ο Θεός το βήμα μας αυτό, θα σώσει την Εκκλησία Του.
Αυτήν την Κυριακή είναι των Αγίων Πατέρων. Αυτήν την Κυριακή ας προσευχηθούμε να βρούμε αληθινά ορθόδοξο πνευματικό, που θα δώσει στην ψυχή μας αέρα Ορθοδοξίας και νάματα ευσεβείας. Αυτήν την Κυριακή ας φροντίσουμε να βρούμε ναό στον οποίο να μνημονεύεται γνήσιος ορθόδοξος επίσκοπος με κανονική Αποστολική Διαδοχή (και όχι αιρετικός ή κοινωνών με τους αιρετικούς), ώστε να συμψάλλουμε με όλη μας την ψυχή το στιχηρό των αίνων των Αγίων Πατέρων "Ὅλην συλλεξάμενοι, ποιμαντικὴν ἐπιστήμην, καὶ θυμὸν κινήσαντες, νῦν τὸν δικαιότατον ἐνδικώτατα, τοὺς βαρεῖς ἤλασαν, καὶ λοιμώδεις λύκους, τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος, ἐκσφενδονήσαντες, τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος, πεσόντας ὡς πρὸς θάνατον, καὶ ὡς ἀνιάτως νοσήσαντας, οἱ θεῖοι Ποιμένες, ὡς δοῦλοι γνησιώτατοι Χριστοῦ, καὶ τοῦ ἐνθέου κηρύγματος, μύσται ἱερώτατοι".

Νικόλαος Μάννης, δάσκαλος 

 
 
[1] ΙΕ΄ Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου
[2] Πηδάλιον, δ΄ έκδοση, Αθήνα 1886, σελ. 470
[3] "Πάντας μὲν ὁ Θεὸς οὐ χειροτονεῖ" βοά ο Ιερός Χρυσόστομος (P.G. 62, 610)
[4] P.G. 59, 314
[5] P.G. 99, 1001