Ἀριθμ.
Πρωτ. 487
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 12ῃ Μαΐου 2016
Τῷ
Μακαριωτάτῳ Μητροπολίτῃ Σόφιας
καί
Πατριάρχῃ πάσης Βουλγαρίας
Κυρίῳ
κ. ΝΕΟΦΥΤΩι καί τῇ περί ΑὐτῷἹερᾷ Συνόδῳ
Εἰς
ΣΟΦΙΑN
Μακαριώτατε
καί Ἁγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι
Ἅγιοι Ἀδελφοί,
Πάνυ
εὐλαβῶς, μετά βαθυτάτων αἰσθημάτων εὐγνωμοσύνης ἐκ προσώπου τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου
καί τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως τῆς ναυλόχου πόλεως
τοῦ Πειραιῶς καί πρώτου λιμένος τῆς Ἑλλάδος προάγομαι ὅπως ὑποβάλω θερμές
συγχαρητήριες προσρήσεις καί εἰλικρινεῖς εὐχαριστίες γιά τίς πεπνυμένες
ἀποφάσεις τῆς καθ’Ὑμᾶς Ἱερᾶς Συνόδου[1], ἡὁποία
συνῆλθε τήν 27ηνἈπριλίου ἐ.ἔ. καί ἀσχολήθηκε μέ θέματα καί ἔγγραφα,
πού σχετίζονται μέ τήν ἐπικείμενη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», πού προβλέπεται νά
πραγματοποιηθεῖστήν Κρήτη ἀπό 16 ἕως 27 Ιουνίου τ.ἔ. καί ἰδιαιτέρως μέ τό
κείμενο ὑπό τόν τίτλο«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν
Χριστιανικόν κόσμον».Πάνυ ὀρθῶς καί σαφῶς, ἱεροκανονικῶς καί ὀρθοδόξως,
διά τῆς φωτιστικῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος, ἡ καθ’Ὑμᾶς
Ἱερά Σύνοδος ὁμοφώνως ἀπεφάσισε ὅτι :
Α)Στήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,μέ τήν φράση«ὑπέρ τῆς τῶν πάντων
ἑνώσεως»πάντοτε ἐννοεῖται ὅτι ἐκεῖνοι, πού ἔχουν πέσει σέ αἵρεση
ἤ σχίσμα, πρέπει πρώτα νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί νά ἀποδείξουν
ὑπακοή πρός τήν Ἁγία Ἐκκλησία, καί στή συνέχεια, μέσῳ τῆς μετανοίας, μποροῦν νά
ἐνταχθοῦν στήν Ἐκκλησία.
Β)
ἩἉγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡὁποία εἶναι ἡMία,
Ἁγία, Καθολική και Ἁποστολική Ἐκκλησία, ποτέ δέν ἀπώλεσε τήν ἑνότητα τῆς πίστεως
καί τήν κοινωνία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μεταξύ τῶν μελών Αὐτής. Ἐπειδή δέ αὐτή θά
θριαμβεύει ὡς τό τέλος τοῦ κόσμου, ὅπως εἴπε ὁ Κύριος «καὶ πύλαι ᾅδου οὐ
κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18), καίαὐτή ἡ κοινωνία ἐπίσης πάντα θά
θριαμβεύει.
Γ)
Ἐκτός ἀπό τήν Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχουν ἄλλες ἐκκλησίες, ἀλλά μόνον
αἱρέσεις καί σχίσματα.Τό νά ὀνομάζονται οἱ τελευταῖες «ἐκκλησίες» εἶναι ἀπό
θεολογικῆς, δογματικῆς καί κανονικῆςἀπόψεως ἐντελῶς λανθασμένο.
Δ)
Ἡἐπιστροφήστήν ὀρθή πίστη ἀφορᾶ τούς αἱρετικούς καί τούς σχισματικούς καί σέ
καμία περίπτωση δέν σχετίζεται μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
ΣΤ)Ἡ
Βουλγαρική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό 1998 ἐξῆλθε ἀπό τόλεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο
Ἐκκλησιῶν», ἤμᾶλλον Αἱρέσεων. Μέ τήν ἀποχώρησή της ἐξέφρασε τήν ἀποδοκιμασία της
γιά τήν λειτουργία τοῦ «Π.Σ.Ε.», δεδομένου ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι μέλος μιᾶς
ὀργάνωσης, στήν ὁποία αὐτή θεωρεῖται ὡς «μία ἐκ τῶν πολλῶν ἤ ὡς κλάδος τῆς μιᾶς
Ἐκκλησίας, πού ψάχνει καί ἀγωνίζεται γιά τήν πραγμάτωσή τηςστό«Παγκόσμιον
Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν», καί
Ζ)
Ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, μία εἶναι ἡἘκκλησία, ὅπως λέγεται στό Σύμβολο τῆς
Πίστεως.
Στήν
ἴδια γραμμή καί στόἴδιο πνεῦμακινήθηκε, Μακαριώτατε, καί ἡ Θεολογική -
Ἐπιστημονική Ἡμερίδα, μέ θέμα : «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ : Μεγάλη
προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες»,ἡὁποία ἔλαβε χώρα τήν Τετάρτη 23 Μαρτίου
2016, στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, στήν αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στό Νέο
Φάληρο Πειραιῶς.
Τήν
διοργάνωση, τήν ὁποία πραγματοποίησαν οἱἹερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Γόρτυνος καί
Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων καίἡ καθ’Ἡμᾶς, καθώς καίἡ Σύναξη Κληρικῶν καί Μοναχῶν,
τίμησαν μέτήν παρουσία τους Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς, Καθηγούμενοι καί
Γερόντισσες Ἱερῶν Μονῶν, ἁγιορεῖτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι Χριστιανικῶν
Σωματείων καίὈργανώσεων, Καθηγητές Θεολογικῶν Σχολῶν καί Θεολόγοι καί γύρω στούς
χίλιους πιστούς. Τήν Ἡμερίδα διοργάνωσε πενταμελής ἘπιστημονικήἘπιτροπή, ἡὁποία
ἀποτελοῦνταν ἀπό α) τήν ἐλαχιστότητά μου, β) τόνΑἰδεμιολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο
π. Γεώργιο Μεταλληνό, Ὀμότιμο Καθηγητήτῆς Θεολογικῆς Σχολῆς του Πανεπιστημίου
Ἀθηνῶν, γ) τόνΑἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, Ὀμότιμο
Καθηγητήτῆς Θεολογικῆς Σχολῆς του Α.Π.Θ. δ) τόνΠανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π.
ἈθανάσιοἈναστασίου, Προηγούμενοτῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, καί ε)
τόνἐλλογιμώτατοΚαθηγητήτῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο
Τσελεγγίδη. Στήν Ἡμερίδα παρέστη καίἀπηύθυνε χαιρετισμόὁἘπίσκοπος Μπαντσέν κ.
Λογγῖνος τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας καίὁ προϊστάμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης
Λαύρας Ἁγίου Ὄρους π. Σάββας. Ἐπίσης,ὁΣεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λόβετς τῆς
καθ’Ὑμᾶς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας κ. Γαβριήλ ἐκπροσωπήθηκε ἀπότόν Αἰδεσιμολογιώτατο
Πρωτοπρεσβύτερο π. Ματθαῖο Βουλκανέσκου, κληρικότῆς καθ’Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως,
ὁὁποῖος καίἀνέγνωσε τόν χαιρετισμό του.
Τό
γενικό θέμα τῆς Ἡμερίδος ἀναπτύχθηκε σέ τέσσερις Συνεδρίες:Ἀπότήν ἐλαχιστότητά
μου καί τούς εἰσηγητές Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου
κ. Ἱερόθεο, Γλυφάδας κ. Παῦλο, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, καί Γόρτυνος καί
Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμία, τούς ὀμοτίμους πανεπιστημιακούς καθηγητές,
Αἰδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Γεώργιο Μεταλληνό καί π. Θεόδωρο Ζήση,
τόν κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τούςΠανοσιολογιωτάτουςἈρχιμανδρίτες π. Σαράντη
Σαράντο, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Αθηνών, καί τόν π.
Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, τούς Αἰδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Πέτρο Heers,
Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., καί π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο, (Μr
Θεολογίας), ἐφημέριο τοῦἹεροῦ ΝαοῦἉγίου Νικολάου Πατρῶν, τόν Πανοσιολογιώτατο
Ἀρχιμανδρίτη π. Παῦλο Δημητρακόπουλο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντήτοῦ Γραφείου ἐπί
τῶν Αἱρέσεων καί τῶν Παραθρησκειῶν τῆς καθ’Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τόν
ἐλλογιμώτατο κ. Σταῦρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος τῆς Ἀδελφότητος
Θεολόγων ὁ «Σωτήρ», καίτόν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ἄγγελο
Ἀγγελακόπουλο, (Μr Θεολογίας), ἐφημέριο τοῦἹεροῦ ΝαοῦἉγίας Παρασκευῆς Νέας
Καλλιπόλεωςτῆς καθ’Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Ἀπό
τίς εἰσηγήσεις καίτόν ἐπακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε καίἐγκρίθηκε ὁμοφώνως τό
παρακάτω Ψήφισμα-Πόρισμα:
1)
Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καρπός τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἐμπειρία τῆς
Πεντηκοστῆς. Δέν νοεῖται Ἐκκλησία χωρίς Θεολογία καί δέν νοεῖται Θεολογία ἔξω
ἀπότήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἐξέφρασαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καί
οἱἅγιες Σύνοδοι. Ὅταν μία Σύνοδος δέν θεολογεῖ ὀρθοδόξως, δέν μπορεῖ νά εἶναι
γνήσια Ὀρθόδοξη Σύνοδος, ἀποδεκτήἀπό τό Ὀρθόδοξο πλήρωμα. Αὐτό μπορεῖ νά συμβεῖ,
ὅταν οἱ συμμετέχοντες στή Σύνοδο δέν ἔχουν τήν πείρα τῶν θεουμένων Πατέρων, ἡ
τουλάχιστον δέν ἀκολουθοῦν αὐτούς, χωρίς νάτούς παρερμηνεύουν. Στήν περίπτωση
αὐτήτά συνοδικά μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες ἤἐπηρεάζονται ἀπό
πολιτικές,ἤἄλλες σκοπιμότητες. Ἡ σύγχρονη ἐκκλησιαστική πραγματικότητα ἀπέδειξε
ὅτι σήμερα πολλάὑψηλάἱστάμενα πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ἐπηρεάζονται,
ὡς μήὄφειλε, ἀπό πολιτικούς παράγοντες. Σέ πολλές,ἐπίσης, περιπτώσεις
δημιουργοῦνται,στίς ἐνδοεκκλησιαστικές σχέσεις, ἀντιπαλότητες,ἤ κυριαρχοῦν
ἐθνικιστικές καί πολιτικές σκοπιμότητες.
2)
Μετάἀπό μιά μακράἱστορία προετοιμασίας τῆς συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καί
Μεγάλης Συνόδου», ἐνενήντα τριῶν ἐτῶν, διαπιστώνουμε,ἀπότήν θεματολογία,
τά προσυνοδικά κείμενα καί τίς δηλώσεις τῶν διοργανωτῶν, ὅτι ὑπάρχει μεγάλο
ἔλλειμμα Συνοδικότητος, ἔλλειμμα θεολογικῆς πληρότητος, σαφήνειας καίἀκρίβειας
τῶν πρός συζήτηση κειμένων καίἀκόμη μεγαλύτερο ἔλλειμμα ὡς πρός τήν
θεολογικήὀρθότητα, μέτήν ὁποίααὐτά εἶναι διατυπωμένα. Πιό
συγκεκριμένα:
3)
Ἡ μή συμμετοχήὅλων τῶν ἐπισκόπων στήν μέλλουσα νά συγκληθεῖ Σύνοδο, ἀλλά
μόνοεἰκοσιτεσσάρων ἀπό κάθε Τοπική Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, εἶναι ξένη πρός τήν
Κανονική καί Συνοδική μας Παράδοση. Τάὑπάρχοντα ἱστορικά στοιχεῖα μαρτυροῦν,ὄχι
ἀντιπροσώπευση, ἀλλάτήν μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχήἐπισκόπων ἀπόὅλες τίς
ἐπαρχίες τῆς ἀνάτήν ΟἰκουμένηνἘκκλησίας. Ἐπίσης,ὁ μή χαρακτηρισμός της ὡς
Οἰκουμενικῆς, μέτόν ἀπαράδεκτο ἰσχυρισμόὅτι δέν μποροῦν νά συμμετάσχουν σ’ αὐτήν
οἱ «χριστιανοίτῆς Δύσεως», ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέτούς ἁγίους Πατέρες,
οἱὁποῖοι συγκροτοῦσαν τίς Ἅγιες Συνόδους ἐρήμην τῶν αἱρετικῶν. Κατ’ἀκολουθίαν
εἶναι ἀπαράδεκτο οἱ διοργανωτές της νάἔχουν τήν ἀξίωση τό κύρος της νά εἶναι
ἰσοδύναμο καίἰσάξιο μέ τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἀλλά, οὔτε καί Πανορθόδοξος
μπορεῖ νάἀποκληθεῖἡἐν λόγῳ Σύνοδος, διότι προφανῶς ἀποκλείεται ἡ συμμετοχήὅλων
τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.
Ἐξ
ἴσου ἀμάρτυρο στήν Ἐκκλησιαστική καί Κανονική μας Παράδοση, καίγι’
αὐτόἀπαράδεκτο, εἶναι το σχῆμα: μία ψῆφος-μία Ἐκκλησία, μέἀπαραίτητη τήν
ὁμοφωνία ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ κάθε ἐπίσκοπος δικαιοῦται νάἔχει δική του
ψῆφο καί στίς ἀποφάσεις τῶν μή δογματικῶν θεμάτων νάἰσχύσει ἡἀρχή: «ἡ
ψῆφος ταῶν πλειόνων κρατείτω».Ἀπαράδεκτο θεωροῦμε,ἐπίσης,τό νά
προαποφασίζονται τά θέματα καίὁ τρόπος ὀργανώσεως τῆς Συνόδου, χωρίς τό κυρίαρχο
σῶμα τῶν κατά τόπους Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν νάἔχει ἐκφράσει συνοδικῶς
τήν ἐπίτῶν θεμάτων αὐτῶν τοποθέτησή του.
4)
Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοί Διάλογοι τῆς Ὀρθοδοξίας μέτήν Ἑτεροδοξία
κατέληξαν σέ τραγικήἀποτυχία, τήν ὁποία ὀμολογοῦν σήμερα καί αὐτοί οἱἴδιοι οἱ
πρωτεργάτες τους. Ἡ δῆθεν προσφερομένη βοήθεια μέσῳτῶν Διαλόγων γιά τήν
ἐπιστροφήτῶν Ἑτεροδόξων στήν ἐν Χριστῷἀλήθεια καί τήν Ὀρθοδοξία διαψεύδεται
καίἀποδεικνύεται ἀνύπαρκτη. Τελικά, οἱ Διάλογοι ἐξυπηρέτησαν καί προώθησαν τούς
στόχους τῆς ἀντιχρίστου λεγομένης «Νέας Ἐποχῆς» καίτῆς Παγκοσμιοποιήσεως. Ἕνα
σημαντικό κενό,πού παρουσιάζουν τά πρός συζήτηση στή μέλλουσαΣύνοδο προσυνοδικά
κείμενα, εἶναι τό γεγονός ὅτι παραδόξως ἀπουσιάζει σ’ αὐτάἡ κριτικήἀξιολόγηση
τῆς μέχρι σήμερα πορείας τόσο τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μεταξύ τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καίτῶν λοιπῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων, ὅσο καίτῆς συμμετοχῆς
της στήν Οἰκουμενι(στι)κή Κίνηση καίτόλεγόμενο «Π.Σ.Ε.», ἡὁποία ὑπῆρχε στά
κείμενα τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως.
5)
Τό προσυνοδικό κείμενο μέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν
λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» παρουσιάζει κατά συρροήτήν
θεολογικήἀσυνέπεια,ἤ καίἀντίφαση. Ἔτσι, τόἄρθρο 1 διακηρύσσει τήν
ἐκκλησιαστικήαὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, θεωρώνταςτην –πολύ σωστά–
ὡς τήν «Μία, Ἁγία, Καθολική καίἈποστολικήἘκκλησία».Ὅμως, στόἄρθρο
6 παρουσιάζει μία ἀντιφατική πρός τό παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται
χαρακτηριστικάὅτι «ἡὈρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν
ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καίὉμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνία μετ'
αὐτῆς».Ἐδῶ γεννᾶται τό εὔλογο θεολογικόἐρώτημα: Ἄν ἡἘκκλησία εἶναι
«ΜΙΑ», κατάτό Σύμβολο τῆς Πίστεως καίτήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
(ἄρθρ. 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιάἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες; Εἶναι
προφανές ὅτι αὐτές οἱἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες. Οἱἑτερόδοξες,ὅμως,
«Ἐκκλησίες» δέν μποροῦν νά κατονομάζονται καθόλου ὡς «Ἐκκλησίες» ἀπότούς
Ὀρθοδόξους, ἐπειδή, δογματικῶς θεωρούμενα τά πράγματα, δέν μπορεῖ νά γίνεται
λόγος γιά πολλότητα «Ἐκκλησιῶν», μέ διαφορετικά δόγματα καί μάλιστα σέ πολλά
θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ἐνόσο οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτές παραμένουν
ἀμετακίνητες στίς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δέν εἶναι θεολογικάὀρθό νάτούς
ἀναγνωρίζουμε –καί μάλιστα θεσμικά– ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός τῆς «Μιᾶς, Ἁγίας,
Καθολικῆς καίἈποστολικῆς Ἐκκλησίας».[2]
Στόἴδιο
ἄρθρο (6)
ὑπάρχει καί δεύτερη σοβαρή θεολογικήἀντίφαση. Στήν ἀρχήτοῦἄρθρου αὐτοῦ
σημειώνεται τόἑξῆς: «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν της Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης
αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ». Στό τέλος, ὅμως, τοῦἴδιου ἄρθρου
γράφεται ὅτι ἡὈρθόδοξος Ἐκκλησία, μέτήν συμμετοχή της στήν Οἰκουμενι(στι)κή
Κίνηση,ἔχει ὡς «ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς
ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα».Ἐδῶ τίθεται τόἐρώτημα: Ἐφόσον
ἡἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν
ἀναζητεῖται στό πλαίσιο τῆς Οἰκουμενι(στι)κῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται
ἡἐπιστροφήτῶν δυτικῶν χριστιανῶν στή ΜΙΑ καί μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο,ὅμως,
δέν διαφαίνεται ἀπότό γράμμα καίτό πνεῦμα συνόλουτοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα,
μάλιστα, δίνεται ἡἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στήν Ἐκκλησία καί οἱ
προοπτικές τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στήν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς
Ἐκκλησίας.
6)
Τόὡς ἄνω κείμενο κινεῖται στά πλαίσια τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς Ἐκκλησιολογίας,
ἡὁποία ἔχει ἐκφραστεῖἤδη κατάτήν Β΄ Βατικανήψευδοσύνοδο. Αὐτήἡ νέα Ἐκκλησιολογία
ἔχει ὡς βάση τήν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ὅλων τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων,
(βαπτισματική θεολογία). Οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, προκειμένου νά προσδώσουν
κανονικήἐγκυρότητα καί συνοδική νομιμότητα στήν κακόδοξη αὐτήἘκκλησιολογία,
ἐπικαλοῦνται τόν 7οἹερό Κανόνα τῆς Β΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου
καίτόν 95οἹερό Κανόνα τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὡστόσο,
οἱἐν λόγῳἹεροί Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τόν τρόπο εἰσδοχῆς στήν Ἐκκλησία τῶν
μετανοημένων αἱρετικῶν καί δέν ἀναφέρονται καθόλου στό «ἐκκλησιαστικό status»
τῶν αἱρέσεων, οὔτε στή διαδικασία διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μέτήν αἵρεση.Οὔτε,
ἀσφαλῶς, ὑπονοοῦν τό «ὑποστατόν» τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων, οὔτε ὅτι οἱ
αἱρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Οὐδέποτε ἡἘκκλησία ἀναγνώρισε καί διεκήρυξε
ἐκκλησιαστικότητα στήν πλάνη καί στήν αἵρεση. Ἡ «μερίς τῶν σωζομένων», γιάτήν
ὁποία μιλοῦν οἱἐν λόγῳἹεροί Κανόνες, βρίσκεται μόνο στήν Ὀρθοδοξία καίὄχι στήν
αἵρεση.
Ἡ
οἰκονομία, πού εἰσηγοῦνται οἱ παραπάνω Κανόνες, δέν μπορεῖ νάἐφαρμοστεῖ στούς
Δυτικούς (Παπικούς καί Προτεστάντες), γιατί στεροῦνται τίς θεολογικές
προϋποθέσεις καίτά κριτήρια, πού θέτουν οἱ συγκεκριμένοι Κανόνες. Καί,ἐπειδή δέν
μπορεῖ νά γίνει οἰκονομία στήν δογματικήαὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ
Δυτικοί καλοῦνται νάἀρνηθοῦν τίς αἱρέσεις τους, νά τίς ἀναθεματίσουν,
νάἐγκαταλείψουν τίς Θρησκευτικές Κοινότητές τους, νά κατηχηθοῦν καί νά ζητήσουν
ἐν μετανοίᾳτήν διάτοῦἉγίου Βαπτίσματος ἔνταξή τους στήν Ἐκκλησία.
7)
Τόἴδιο, ὡς ἄνω, κείμενο πουθενά δέν ἀναφέρεται σέ κακοδοξίες ἤ πλάνες, τίς
ὁποῖες νά προσδιορίζει συγκεκριμένα, ὡσάν τό πνεῦμα τῆς πλάνης νά μήν
δραστηριοποιεῖται πλέον σήμερα. Τό κείμενο δέν ἐπισημαίνει καμμία αἵρεση καί
καμμία διαστροφήτῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας καί ζωῆς στόν ἐκτός τῆς
Ὀρθοδοξίας εὑρισκόμενο χριστιανικό κόσμο. Ἀντίθετα, οἱ κακόδοξες καί αἱρετικές
παρεκκλίσεις ἀπότή διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καίτῶνἉγίων καί Οἰκουμενικῶν
Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικές διαφορές ἤ τυχόν νέες
διαφοροποιήσεις» (§ 11), τίς ὁποῖες καλοῦνται ἡὈρθόδοξη Ἐκκλησία
καίἡἐτεροδοξίανά «ὑπερβοῦν» (§ 11).Τό ζητούμενο γιάτούς
συντάκτες εἶναι ἡἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν», καίὄχι ἡἑνότητα στήν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ. Γι' αὐτό καί δέν ὑπάρχει πουθενά πρόσκληση σέ μετάνοια καί σέἄρνηση καί
καταδίκη τῶν πλανῶν καίἑτεροδιδασκαλιῶν, πού παρεισέφρησαν στή ζωήτῶν αἱρετικῶν
αὐτῶν Κοινοτήτων.
8)
Τόὡς ἄνω κείμενο κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορά στόλεγόμενο «Π.Σ.Ε.» (§§ 16-21)
καίἀποτιμᾶ θετικάτήν συμβολή του στήν Οἰκουμενι(στι)κή Κίνηση, ἐπισημαίνοντας
τήν πλήρη καίἰσότιμη συμμετοχήτῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σ’ αὐτήν καίτήν συμβολή
τους «εἰς τήν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καίτήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν
Χριστιανῶν» (§ 17). Ὡστόσο,ἡ εἰκόνα, πούμᾶς δίδει τό κείμενο σχετικά
μέτό«Π.Σ.Ε.», εἶναι ψευδής καίἐπίπλαστη. Κατ’ἀρχήν, αὐτή καθ’ἑαυτήν ἡἔνταξη τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’ἕναν ὀργανισμό, πούἐμφανίζεται ὡς ὑπερεκκλησία, καίἡ
συνύπαρξη καί συνεργασία της μέτήν αἵρεση, συνιστᾶ παραβίαση τῆς κανονικῆς
τάξεώς της καίἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας της. Ἡ θεολογική
ταυτότητατοῦ«Π.Σ.Ε.» εἶναι σαφῶς προτεσταντική. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας δέν ἔγινε μέχρι σήμερα δεκτή στό σύνολό της ἀπό τίς προτεσταντικές
αἱρέσειςτοῦ«Π.Σ.Ε.», ὅπως φαίνεται ἀπότήν 70ετήἱστορία του. Ὅλα δείχνουν ὅτι
τόἐπιδιωκόμενο στό«Π.Σ.Ε.» εἶναι ἡὁμογενοποίηση τῶν «ὁμολογιῶν»-μελῶν του
μέσῳἑνός μακροχρονίου συμφυρμοῦ. Τό κείμενο ἀποκρύπτει τήν πραγματική εἰκόνα τῶν
μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων μέ τίς προτεσταντικές αἱρέσεις-μέλη τοῦ«Π.Σ.Ε.»
καί το ἀδιέξοδο, στόὁποῖο αὐτοίἔχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου, δέν
καταδικάζονται τά ἀπαράδεκτα ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως κοινά κείμενα τῶν Γενικῶν
Συνελεύσεων τοῦ«Π.Σ.Ε.», (π.χ. Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσάν κλπ.) καίἐπιπλέον
ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικά φαινόμενα, τα ὁποία συναντοῦμε σ’ αὐτό,
ὅπως «Λειτουργία τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές,
χειροτονία γυναικῶν, περιεκτική γλώσσα, ἀποδοχήτοῦ σοδομισμοῦἀπό πολλές αἱρέσεις
κλπ.
9)
Ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου τό 1924 ἀπότό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καίτήν Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερής καί πραξικοπηματικήἐνέργεια, γιατί δέν ἔγινε μέ
πανορθόδοξη ἀπόφαση. Διέσπασε τήν λειτουργικήἑνότητα μεταξύτῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν
Ἐκκλησιῶν καί προκάλεσε σχίσματα καί διαιρέσεις μεταξύτῶν πιστῶν. Στήν ἀλλαγή
συνήργησαν καίὤθησαν ἑτερόδοξες «ὁμολογίες» καί μυστικές ἑταιρεῖες, μέσῳ
τοῦΠατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ἦταν προσμονήὅλων καί δέσμευση τῶν
ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ μέλλουσα νά συνέλθει Σύνοδος νά συζητήσει καί νάἐπιλύσει
τό θέμα. Δυστυχῶς, κατάτήν μακρά προσυνοδική διαδικασία Παπικοί καί Προτεστάντες
ἔθεσαν στούς Ὀρθοδόξους νέο θέμα, τόν «κοινόἑορτασμότοῦ Πάσχα», μέ συνέπεια νά
στραφεῖ πρός τάἐκεῖτόἐνδιαφέρον καί νάἀτονήσει ἡ συζήτηση γιάτήν θεραπεία τοῦ
τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος στόν ἑορτασμότῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, πού
προκλήθηκε χωρίς λόγο καί ποιμαντικήἀνάγκη. Στήν τελική φάση τῆς Συνόδου καί
χωρίς συνοδικές ἀποφάσεις τῶν τοπικῶνἘκκλησιῶν τό θέμα τοῦἩμερολογίου ἀποσύρθηκε
ἀπότόν κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶἦταν τό κατ' ἐξοχήν ἐπεῖγον καί φλέγον
θέμα.
10)
Ἡἱστορία τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων μᾶς βεβαιώνει ὅτι αὐτές συγκαλοῦνταν
κάθε φορά, πού κάποια αἵρεση ἀπειλοῦσε τήν ἁγιοπνευματικήἐμπειρία τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας καίτήν ἔκφρασή της ἀπότόἐκκλησιαστικό σῶμα. Ἀντίθετα, ἡ
μέλλουσα νά συνέλθει Σύνοδος συγκαλεῖται,ὄχι γιά νάὁριοθετήσει τήν πίστη ἔναντι
τῆς αἱρέσεως, ἀλλά γιά νά παράσχει θεσμικήἀναγνώριση καί νομιμοποίηση τῆς
παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γι' αὐτό καί δέν στηρίζεται στήν ἐμπειρία
τοῦἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλά ἀντίθετα τήν ὑποβαθμίζει καίτήν ὑποτιμᾶ, τήν
περιθωριοποιεῖ καίτήν παραβλέπει. Ἡ συνολική διαδικασία, ἡ προπαρασκευή καίἡ
θεματολογία τῆς Συνόδου εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιβολῆς μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς
ὁλιγαρχίας, πούἐκφράζει μιάἀκαδημαϊκή, ἀποστεωμένη, ἄνευρη καίἀπνευμάτιστη
θεολογία, ἀποκομμένη ἀπότόἐκκλησιαστικό σῶμα. Ἔσχατος κριτής τῆς ὀρθότητας
καίτῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων εἶναι τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας,
οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοί καίὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ, ὁὁποῖος, μέτήν γρηγοροῦσα
ἐκκλησιαστική καί δογματική του συνείδηση,ἐπικυρώνει ἤ ἀπορρίπτει τίς ἀποφάσεις
τους. Ὅμως, στήν μέλλουσα Σύνοδο ἀπουσιάζει παντελῶς αὐτή ἡ σημαντική
παράμετρος, ἐπειδή ἐκφράστηκε ἐπισήμως ὅτι φορέας τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεών
της θά εἶναι ἡ Συνοδικότητα καίὄχι τόὈρθόδοξο Πλήρωμα.
11)
Μιά ἄλλη βασική προϋπόθεση γνησιότητας τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» εἶναι
ἡἀναγνώριση ὑπ’ αὐτῆς ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν θεωρούμενων ὡς τοιούτων στή συνείδηση
τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος τῆς Η΄ (879-880) ἐπί ἱεροῦ Φωτίου τοῦ Μεγάλου καίτῆς Θ΄
(1351)ἐπίἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθεισῶν, οἱὁποῖες ἔχουν ὅλα τά στοιχεῖα
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἔχουν καταδικάσει τίς αἱρετικές κακοδοξίες τοῦ
Παπισμοῦ. Ἀλλά, τέτοιο ἐνδεχόμενο δέν προκύπτει ἀπό τήν θεματολογία καί τά
προσυνοδικά κείμενα.
12)
Ἡὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στή συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καί
τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, ὥστε δέν χρειάζεται καμμία σύντμηση ἤ προσαρμογή. Οἱ
ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνοι, οἱὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη νάἀποκτήσουν
περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καί ἀσκητικό φρόνημα, γιά νά μπορέσουν, μέ τό
παράδειγμά τους καίτόν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατερικῆς γραμματείας, νά
διδάξουν διακριτικάτό ποίμνιό τους. ἩὈρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐφαρμόζει
χριστοφιλανθρωπότατα σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς Οἰκουμένης τήν οἰκονομία σέὅλο
τό μεγαλεῖο της. Εἶναι τόσα πολλάτά κείμενα περί νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων
Πατέρων, πού ἀναλύουν τίς παθοκτόνες καί σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δέν
ἀξίζει ὁ εὐτελισμός, πού ὑφίσταται ἀπότήν μινιμαλιστική νοοτροπία τῶν
μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱ ὁποῖοι κόπτονται γιάτόν σύγχρονο κόσμο. Ἄν ἡ
μέλλουσα Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καί τροφῶν, θά
μιμηθεῖτόν ὁλοκληρωτισμό, πού χαρακτηρίζει τό Κανονικό Δίκαιο τοῦ Παπισμοῦ,
τόὁποῖο καθορίζει θεσμικά καί ἀσφυκτικάἀκόμα καί τήν οἰκονομία.
13)
Κατάτή διάρκεια τοῦ 20οῦαἰῶνος ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
ἐκφυλλίζεται καί μεταλλάσσεται σέ πανθρησκειακό ὅραμα. Οἱ ἀτελείωτες
διαθρησκειακές συναντήσεις καί συμπροσευχές Ὀρθοδόξων μέἡγέτες θρησκειῶν τοῦ
κόσμου (π.χ. Ἀσίζη) μαρτυροῦν ὅτι ἀπώτερος στόχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ
συνένωση τῶν θρησκειῶν σέἕνα τερατῶδες σχῆμα, τήν ἐφιαλτική Πανθρησκεία, ἡὁποία
ἐπιδιώκει νάἐκμηδενίσει τή σώζουσα ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ διαθρησκειακή
συνεργασία μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ἀδύνατον νά δικαιωθεῖ, οὔτε νά
θεμελιωθεῖ στήν Ἁγία Γραφή καί στήν Ὀρθόδοξη Πατερική Θεολογία. Ὁ θεόπνευστος
λόγος τοῦἈποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παῦλου εἶναι ξεκάθαρος: «Μή γίνεσθε
ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνη καίἀνομία; Τίς δέ κοινωνία
φωτί πρός σκότος»; (Β΄Κορ.6,14).Ἐπίσης,τόἰδανικότῆς εἰρηνικῆς
συνυπάρξεως, τόὁποῖο κατά κόρον προβλήθηκε στούς Διαθρησκειακούς Διαλόγους,
καθίσταται ἀδύνατο, διότι ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέτόν λόγοτοῦ Κυρίου,
«εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰω.15,20), καί μέτόν
λόγοτοῦἈποστόλου Παῦλου«πάντες δέ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
διωχθήσονται» (Β΄Τιμ.3,14).Οἱ μετέχοντες στούς μέχρι τώρα γενομένους
Διαλόγους δέν μπόρεσαν, δυστυχῶς, νά μεταφέρουν ἀνόθευτη τήν Ὀρθόδοξη
χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά οὔτε καί νά προσελκύσουν ἔστω καίἕνανἀλλόθρησκο
στήν Ὀρθοδοξία. Ἀντίθετα, μάλιστα ἔφθασαν στόἀξιοθρήνητο κατάντημα νά
παρασυρθοῦν σέ πλάνες καί αἱρέσεις καί νά διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις,
σκανδαλίζοντας τόν πιστό λαότοῦ Θεοῦ, παρασύροντας στήν πλάνη τούς ἀσθενεῖς στήν
πίστη καίπροκαλῶντας ἔτσι μεγίστη πνευματική φθορά καί διάβρωση τοῦὈρθοδόξου
φρονήματος. Παράτήν πληθώρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ὁἰσλαμικός
φανατισμός, ὄχι μόνο δέν καταστέλλεται, ἀλλά γιγαντώνεται ὅλο καί
περισσότερο.
14)
Οἱἀγῶνες τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζί μέτούς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων
τῆς Ἐκκλησίας μας, θά πρέπει νάμᾶς ἐμπνέουν καί νάμᾶς ὁδηγοῦν στήν διαφύλαξη τῆς
πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Ἀπόπειρα νοθεύσεως τῆς μωσαϊκῆς θρησκείας
παρατηροῦμε καί στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπου, στήν ἀρχή χαναανϊτικά καίἀργότερα
βαβυλωνιακά καί αἰγυπτιακά στοιχεῖα ἀπειλοῦσαν νά νοθεύσουν τήν πίστη στόν Ἕνα
Θεό. Μεγάλοι ἄνδρες (Προφῆτες, βασιλεῖς, πολιτικοίἄρχοντες, κλπ.) ἀγωνίστηκαν μέ
σθένος γιάτήν διαφύλαξη τῆς καθαρῆς μωσαϊκῆς θρησκείας. Ἰδιαιτέρως ἀγωνίστηκαν
κατάτῶν διαφόρων ψευδοπροφητῶν, οἱὁποῖοι ἀναφαίνονταν κατά καιρούς.
Συνοψίζοντας
τάπαραπάνω,
συμπεραίνουμε ὅτι ἡ μέλλουσα νά συγκληθεῖ«Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» δέν θά εἶναι
οὔτε Μεγάλη, οὔτε Ἁγία, διότι, μέ βάση τά μέχρι σήμερα δεδομένα, δέν προκύπτει
ὅτι αὐτή θά εἶναι σύμφωνη μέτήν Συνοδική καί Κανονική Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας καίὅτι θά λειτουργήσει ὄντως ὡς γνήσια συνέχεια τῶν ἀρχαίων
μεγάλων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων.Ὁ τρόπος, μέτόν ὁποῖο εἶναι
διατυπωμένα τά δογματικοῦ χαρακτῆρος προσυνοδικά κείμενα, δέν ἀφήνουν κανένα
περιθώριο ἀμφιβολίας ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος ἀποσκοπεῖ νά προσδώσει
ἐκκλησιαστικότητα στούς ἑτεροδόξους καί νά διευρύνει τά κανονικά καί
χαρισματικάὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο,
καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δέν μπορεῖ νάὁριοθετήσει διαφορετικάτήν μέχρι σήμερα
ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ὑπάρχουν,ἐπίσης,ἐνδείξεις ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος θά
προχωρήσει σέ καταδίκη τῶν συγχρόνων αἱρέσεων καί πρωτίστως τῆς παναιρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ. Ἀντίθετα μάλιστα ὅλα δείχνουν ὅτι ἡ μέλλουσα νά συγκληθεῖ«Ἁγία
καί Μεγάλη Σύνοδος»ἐπιχειρεῖ νά τήν νομιμοποιήσει καί νάτήν ἑδραιώσει.Ὡστόσο, οἱ
ὅποιες ἀποφάσεις της μέ οἰκουμενιστικό πνεῦμα, εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι δέν
θά γίνουν δεκτές ἀπότόν εὐσεβῆκλῆρο καίτόν πιστό λαότοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἴδια θά
καταγραφεῖ στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ὡς ψευδοσύνοδος.
Μακαριώτατε,
Ἡ
μέλλουσα «Ἁγία και Μεγάλη Σύνοδος», ἄν πραγματικά θέλει νά εἶναι Ὀρθόδοξη
Σύνοδος, θά πρέπει νά λάβει,κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, τίς ἑξῆς καίριες
ἀποφάσεις:
α)
Νὰἐπικυρώσει τὶς ἀποφάσεις ὅλων προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, (Α΄ ἕως καὶ
Ζ΄ Οἰκουμενικές), δηλαδὴ τοὺς ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων θεσπισθέντες δογματικοὺς
ὅρους καὶ Ἱεροὺς Κανόνες.
β)
Νά ἀναγνωρίσει τίς θεωρούμενες ἀπὸὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους δύο συνόδους τοῦ ἐνάτου
καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς οἰκουμενικές, δηλ. τήν Η´ ἐπὶ Φωτίου, τοῦ 879,
καὶ τήν Θ´ ἐπὶἉγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱὁποῖες, κατεδίκασαν ἡ μὲν
πρώτη τὸ Filioque καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ δεύτερη τὴν περὶ
κτιστῆς Χάριτος αἵρεση, ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμό ὡς αἵρεση.
γ)
Νά καταδικάσει τήν συγκρητιστική παναιρέση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τήν
ἀποκαλοῦσε ὁἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς.
δ)
Νά καταδικάσει τήν παρουσία καί συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στό
λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.).
ε)
Να τερματίσει τούς Διαθρησκειακούς Διαλόγους καὶ τούς Θεολογικούς Διαλόγους μὲ
τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς, τὶς προετεσταντικὲς ὁμολογίες τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τοὺς
Μονοφυσίτες.
στ)
Νά καταδικάσει τήν μεταπατερική καίἀντιπατερική «νέα ἐκκλησιολογία», ἡὁποία
ἀπορρίπτει τά χαρισματικά, δογματικά καί κανονικάὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
ζ)
Νά ἐκλέξει, νά χειροτονήσει καί νά ἐνθρονίσει στό πάλαι ποτέ περίπυστο
Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, μή ἀναγνωρίζοντας καί
ἐκθρονίζοντας τόν σημερινό καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καί αἱρεσιάρχη
κ. Φραγκῖσκο. Ἔτσι, θά λυθοῦν τά θέματα τοῦ Παπισμοῦ, τῆς Οὐνίας καί τοῦ
Προτεσταντισμοῦ.
η)
Νά δημιουργήσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, λύνοντας τό θέμα τῆς Διασπορᾶς,
καί
θ)
Νά ἀκολουθήσει τήν Πατερική ὁδό μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, μέ τήν
δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιά τήν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σέ 17 γλῶσσες. Μέ
τόν τρόπο αὐτό, θά κονιορτοποιήσει τίς αἱρέσεις μέ παγκόσμιο λόγο καί πατερική
παρρησία, θά δοξάσει τόν Θεό καί θά διασφαλίσει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο.
Τά
κείμενα τῆς Συνόδου πρέπει νάξαναγραφοῦνἀπ’τήν ἀρχή, λαμβάνοντας ὑπ’όψιν τό
πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Δέν ἀρκεῖ νά
συγκληθεῖ μιά Σύνοδος μόνο καί μόνο γιά νάἀποδειχθεῖ στόν κόσμο ὅτι οἱὈρθόδοξοι
εἴμαστε ἑνωμένοι. Ἑνωμένοι σέ τί; Ἡἕνωση γίνεται μόνο βάσει τῆς Ἀληθείας.
Ἡἑνότητα εἶναι ὁ καρπός του Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς
Χριστός στήν ἀρχιερατική Του προσευχή : «ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς… ἁγίασον
αὐτούς ἐν τῇἀληθείᾳσου… ἵνα καί αὐτοίὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ».Ἡ
ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνίσταται στήν ἀκέραιη καί ἀβλαβή διαφύλαξη τῶν
διδασκαλιῶν τῆς ὀρθῆς πίστεως, τήν ὁποία μᾶς παρέδωσαν οἱἍγιοι Ἀπόστολοι καί
οἱἍγιοι Πατέρες. Διηρημένοι καίἀποσχισμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι,
πού φρονοῦν διαφορετικάἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθώς μᾶς λέγει
ὁἍγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Οἱἅγιοι Πατέρες ὀνόμασαν «Καθολική» τήν Ἐκκλησία
Του, ἐπειδή μόνο αὐτή διατηρεῖστὴν πληρότητά της τήν Ἀλήθεια καί τήν Ὁμολογία
τῆς Πίστεως, χωρίς τήν ὁποία κανείς δέν μπορεῖ νά σωθεῖ.
Πρέπει
ἀπαραιτήτως να κατανοηθεῖὅτι δέν ἐπιχειρεῖται νάἀλλάξει οὔτε ἡ νηστεία, οὔτε ἡ
τάξη τοῦ μοναχισμοῦ, οὔτε ἡ τάξη τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ὅμως παραχαράσεται καί
στρεβλώνεται τό πιό νευραλγικό σημεῖο, δηλαδή ἡ ἐκκλησιολογικὴ δογματικὴ
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Μακαριώτατε,
Γνωρίζοντας
πολύ καλά τήν πλήρη ἀφιέρωση καί τή θυσιαστικήἀγάπη Σας γιά τόν Σωτήρα Ἰησοῦ
Χριστοῦ, τόν Ὁποῖο διακονεῖτε μέὅλη τήν ὕπαρξη Σας, Σᾶς ἀπηύθυνα αὐτές τίς
σκέψεις, οἱὁποῖες μᾶς προβληματίζουν.
Υἱκῶς
καί εὐσεβάστως θέλουμε νά συγχαροῦμε καί πάλινἐκ μέσης καρδίας τήν Μακαριότητά
Σας καί τήν ὑφ’Ὑμῶν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας γιά τίς
θεοφώτιστες ἀποφάσεις Σας.
Προσευχόμαστε
ἡμέρα καί νύχτα στόν Ἀρχιποιμένα μας καίἐν πᾶσιν πρωτεύοντα ΚύριονἸησοῦν
Χριστόν, νά Σᾶς ἐνισχύει νά παραμένετε πάντοτε ἀμετακίνητος στὶς Συνοδικὲς
ἀποφάσεις τὶς ὁποῖες ἐλάβατε ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὴν σεπτὴ χορεία τῶν περὶὙμᾶς ἁγίων
Ἱεραρχῶν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας, ὡς ἄξιος διάδοχος ὄχι μόνο τῶν
«θρόνων τῶν Ἀποστόλων», ἀλλά καί τοῦ βίου, τῆς πίστεως καί τῆς ὁμολογίας
τους.
Ἐκζητοῦμε
ταπεινῶς καί υἱκῶς τίς ἅγιες καί θεοπειθεῖς εὐχές Σας καί Σᾶς εὐχόμαστε
μακροχρόνια ζωή, ὑγεία, δύναμη καί πνευματική χαρά. Ἀτενίζουμε μέἐλπίδα πρός τήν
Μακαριότητά Σας καί τήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Σεπτοῦ Πατριαρχείου τῆς Βουλγαρίας καί
Σᾶς προσφέρουμε φόρο εὐγνωμοσύνης γιά τήν σταθερὴ καὶἀταλάντευτη στάση Σας
ἀπέναντι σ’ αὐτή τήν φοβερή χιονοθύελλα, πού ξέσπασε ἐναντίον τῆς
Ἐκκλησίας.
[1]Προτάσεις
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας γιά κείμενο τῆς Ἁγίας Συνόδου, 27-4-2016
http://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/7881-protaseis-tis-ekklisias-tis-boulgarias-gia-keimeno-tis-agias-sunodou
[2]Ἡ
ἀναφερθεῖσα ἀσάφεια τοῦ κειμένου δύναται νὰ ἑρμηνευτεῖ εὔκολα μέσα ἀπὸ τὸ πνεῦμα
τῶν ἀντιλήψεων τοῦ Ἰησουίτη θεολόγου Karl Rahner, μέντορα τῆς Β΄ Βατικάνειας
ψευδοσυνόδου καὶ τοῦ Yves Congar. Ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ἀντιλήψεις τοὺς υἱοθετεῖ καὶ
ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζιζιούλας, ὅπως τὴν «θεωρία
τῶν ἀτελῶν ἐκκλησιῶν», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁρισμένες ἐκκλησίες βρίσκονται πιὸ
κοντά, ἐνῶ ἄλλες πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν πλήρη Ἐκκλησία. Στὴν περίπτωση τῆς Β΄
Βατικάνειας ψευδοσυνόδου, ὁ Παπισμὸς εἶναι ἡ πλήρης Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ ἄλλες
(συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας) εἶναι οἱ ἀτελεῖς ἐκκλησίες.
Τὸ συμπέρασμα, ποῦ προκύπτει, βάσει τῶν πληροφοριῶν καὶ τῆς μελέτης τῶν
θεολογικῶν κειμένων, σχετικὰ μὲ αὐτὴ τὴν πρωτοφανῆ ἐκκλησιολογία, ὅπως προκύπτει
ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἀπόψεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου
Ζιζιούλα, καὶ τὴν ἀνάλυση τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου,
εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ πλήρης Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ ἄλλες
(συμπεριλαμβανομένων τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ) εἶναι οἱ
ἀτελεῖς ἐκκλησίες. Ὅμως, αὐτὴ ἡ ἀντίληψη μᾶς παραπέμπει σὲ μιὰ βατικανοποίηση
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ εἰσαγάγει συνοδικῶς τὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὡς ἐπὶ κεφαλῆς αὐτῆς τῆς κίνησης, στὴν μέλλουσα νὰ
συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Οἱ θεωρίες τῶν
«ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», τῶν «δύο πνευμόνων τῆς Ἐκκλησίας» (Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός),
τῶν «κλάδων», τῆς «μεταπατερικῆς καὶ μετακανονικῆς θεολογίας», τῆς
«βαπτισματικῆς θεολογίας», ἡ θεωρία ὅτι ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει ὅλες τὶς
ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες ἀποσχίστηκαν ἀπὸ αὐτήν, ἡ ἀποδοχὴ τῶν μικτῶν γάμων μὲ τοὺς
ἑτερόδοξους κ.α. ἀποτελοῦν ἐκφράσεις καὶ μορφὲς τῆς νέας ἐκλησιολογίας, τῆς νέας
μεταπατερικῆς ἢ καλύτερα ἀντιπατερικῆς ἐκκλησιολογίας. Σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία
«τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας», ὅποιος βαπτίζεται στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος
εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως πίστεως, δόγματος καὶ ὁμολογίας. Ὅμως, οἱ
ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας οὐδέποτε ἀναγνώρισαν τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, παρὰ
μόνον κατ’ οἰκονομίαν τοὺς δέχονταν, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι ἀπαρνοῦνται τὴν
αἵρεση καὶ ἐπιστρέφουν στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἐφόσον διατηροῦσαν τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ
τοῦ Βαπτίσματος μὲ τὶς τρεῖς καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις. Σύμφωνα μὲ τοῦ Ἱεροὺς
Κανόνες 7 τῆς Β΄ καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου: «Τοὺς προστιθεμένους
τὴ ὀρθοδοξία, καὶ τὴ μερίδι τῶν σωζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν
ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τὲ καὶ συνήθειαν», καὶ πιὸ κάτω, «πάντας τοὺς ἂπ αὐτῶν
θέλοντας προστίθεσθαι τὴ ὀρθοδοξία». Ἡ οἰκονομία δὲν δύναται ποτὲ νὰ μετατραπεῖ
σὲ κανόνα πίστεως ἢ σὲ δόγμα. Τὸ κείμενο αὐτὸ τῆς Συνόδου εἶναι κατ’ἐξοχὴν
δογματικό, ὅμως εἶναι ἀντορθόδοξο, ἐπειδὴ ἐπιτρέπει ἐντελῶς λανθασμένες
ἑρμηνεῖες, οἱ ὁποῖες ἐνθαρρύνουν τὶς ἑτερόδοξες ἀντιλήψεις, πράγμα ποῦ σημαίνει
ἀλλοίωση τῆς ἀποκαλυφθείσας Ἀληθείας τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ.
Ἀριθμ.
Πρωτ.486 Ἐν Πειραιεῖ τῇ 12ῃΜαΐου 2016
Πρὸς
τὸν Σεβασμιώτατον
Μητροπολίτην
Κιέβου
καὶ
Πάσης Οὐκρανίας
κ.κ.
Ονούφριον
Εἰς
Κίεβον.
Σεβασμιώτατε
Ἅγιε ἐν Χριστῷ Ἀδελφέ,
Τὴν
Ὑμετέραν Σεβασμιότητα ἀδελφικῶς ἐν Κυρίω κατασπαζόμενος μετὰ βαθυτάτων
αἰσθημάτων ἀγάπης ἐν Χριστῷ ἀπευθύνω πρὸς Ὑμᾶς ἐκ προσώπου τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου
καὶ τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως τῆς ναυλόχου πόλεως
τοῦ Πειραιῶς καὶ πρώτου λιμένος τῆς Ἑλλάδος, θερμὲς ἐόρτιες προσρήσεις ἐπὶ τὴ
λαμπροφόρω Ἀναστάσει τοῦ Κυρίου.
Γνωστὸν
τυγχάνει τὸ πολυσχιδὲς καὶ ἐπίμοχθον ἔργον τὸ ὁποῖον ἐπιτελεῖ ἡὙμετέρα
Σεβασμιότης τόσον διὰ τὸν εὐαγγελισμὸν καὶ ἐπιστηριγμὸν τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν,
ὅσον καὶ διὰ τὴν περιφρούρησιν καὶ διαφύλαξιν τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Οὐκρανίας ἐκ
τοῦἀθεμίτου καὶ δολίου προσηλυτισμοῦἐκ τῆς δαιμονικῆς καὶ ἐπαράτου Οὐνίας ἐν
τὴὙμετέρα θεοφρουρήτω ἐπαρχία, ἐν μέσω μάλιστα πολιτικῶν ἀναταραχῶν καὶ
πολεμικῶν συγκρούσεων. Ἰδιαιτέρως χαιρόμεθα καὶ δοξάζομεν τὸν ἅγιον Τριαδικὸν
Θεόν, διότι Ὑμεῖς, Σεβασμιώτατε ἐξακολουθεῖτε νὰ παραμένετε εἰς τοὺς
δυσχειμέρους καιροὺς μᾶς στερρῶς καὶ ἀκλονήτως προσηλωμένος εἰς τὴν Ὀρθόδοξον
πίστιν καὶ τὰς Ὀρθοδόξους παραδόσεις.
Εἰς μίαν ἐποχὴν εἰς τὴν ὁποία κυριαρχεῖ ἡ παντοειδὴς ἀποστασία καὶὁ θρησκευτικὸς συγκρητισμός, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μᾶς δοκιμάζεται διὰ μίαν εἰσέτι φορᾶν ἀπὸ μία πρωτοφανῆ πρόκληση, κατὰ τὴν δισχιλιετὴ πορείαν της, τὴν λεγόμενη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο», ἡ ὁποία θὰ συνέλθει ἐκτὸς ἀπροόπτου, τὸν προσεχῆ Ἰούνιο στὴν Κρήτη. Ἐν ὄψει τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γονότος, ἡ καθ’ ἠμᾶς Ἱερὰ Μητρόπολις ἐν συνεργασία μετὰ τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Γλυφάδας, Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως, καὶ Κυθήρων, ὡς καὶ τῆς Συνάξεως Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν, συνδιοργάνωσε Θεολογικὴ - ἘπιστημονικὴἩμερίδα, μὲ θέμα: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη προετοιμασία, χωρὶς προσδοκίες», ἡὁποία ἔλαβε χώρα τὴν Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στὸ Στάδιο Εἰρήνης καὶ Φιλίας, στὴν αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στὸ Νέο Φάληρο Πειραιῶς. Ἰδιαιτέρως εὐχαριστοῦμεν τὴν Ὑμετέραν Σεβασμιότητα διότι μὲ τὴν σύμφωνο γνώμη σας παρέστη καὶ ἐτίμησε μὲ τὴν παρουσία του τὴν ἐν λόγω Ἡμερίδα ὁἘπίσκοπος Μπαντσὲν κ. Λογγίνος, ὁὁποῖος καὶἀπηύθυνε χαιρετισμό.
Εἰς μίαν ἐποχὴν εἰς τὴν ὁποία κυριαρχεῖ ἡ παντοειδὴς ἀποστασία καὶὁ θρησκευτικὸς συγκρητισμός, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μᾶς δοκιμάζεται διὰ μίαν εἰσέτι φορᾶν ἀπὸ μία πρωτοφανῆ πρόκληση, κατὰ τὴν δισχιλιετὴ πορείαν της, τὴν λεγόμενη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο», ἡ ὁποία θὰ συνέλθει ἐκτὸς ἀπροόπτου, τὸν προσεχῆ Ἰούνιο στὴν Κρήτη. Ἐν ὄψει τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γονότος, ἡ καθ’ ἠμᾶς Ἱερὰ Μητρόπολις ἐν συνεργασία μετὰ τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Γλυφάδας, Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως, καὶ Κυθήρων, ὡς καὶ τῆς Συνάξεως Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν, συνδιοργάνωσε Θεολογικὴ - ἘπιστημονικὴἩμερίδα, μὲ θέμα: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη προετοιμασία, χωρὶς προσδοκίες», ἡὁποία ἔλαβε χώρα τὴν Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στὸ Στάδιο Εἰρήνης καὶ Φιλίας, στὴν αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στὸ Νέο Φάληρο Πειραιῶς. Ἰδιαιτέρως εὐχαριστοῦμεν τὴν Ὑμετέραν Σεβασμιότητα διότι μὲ τὴν σύμφωνο γνώμη σας παρέστη καὶ ἐτίμησε μὲ τὴν παρουσία του τὴν ἐν λόγω Ἡμερίδα ὁἘπίσκοπος Μπαντσὲν κ. Λογγίνος, ὁὁποῖος καὶἀπηύθυνε χαιρετισμό.
Τὴν
Ἡμερίδα ἐτίμησαν ἐπίσης μὲ τὴν παρουσία τους Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς,
Καθηγούμενοι καὶ Γερόντισσες Ἱερῶν Μονῶν, ἁγιορεῖτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι
Χριστιανικῶν Σωματείων καὶὈργανώσεων, Καθηγητὲς Θεολογικῶν Σχολῶν καὶ Θεολόγοι
καὶ γύρω στοὺς χίλιους πιστούς. ἩἘπιστημονικὴἘπιτροπή, ἀποτελοῦνταν ἀπὸ α) τὴν
ἐλαχιστότητά μου, β) τὸν Αἰδεμιολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό,
Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, γ) τὸν
Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς
Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. δ) τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Ἀθανάσιο
Ἀναστασίου, Προηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, καὶ τὸν
ἐλλογιμώτατο Καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο
Τσελεγγίδη. Στὴν Ἡμερίδα παρέστη καὶἀπηύθυνε χαιρετισμὸὁ προϊστάμενος τῆς Ἱερᾶς
Μονῆς Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὅρους π. Σάββας. Ἐπίσης ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης
Λόβετς τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας κ. Γαβριὴλ ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ τὸν
Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ματθαῖο Βουλκανέσκου, κληρικὸ τῆς καθ’ Ἠμᾶς
Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ὁὁποῖος καὶἀνέγνωσε τὸν χαιρετισμό του.
Τὸ
γενικὸ θέμα τῆς Ἡμερίδος ἀναπτύχθηκε σὲ τέσσερις Συνεδρίες: Ἀπὸ τὴν ἐλαχιστότητά
μου, τοὺς εἰσηγητὲς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Ναυπάκτου καὶἉγίου Βλασίου κ.
Ἰερόθεο, Γλυφάδας κ. Παῦλο, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, καὶ Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως
κ. Ἱερεμία, τοὺς ὁμοτίμους πανεπιστημιακοὺς καθηγητές, Αἰδεσιμολογιωτάτους
Πρωτοπρεσβυτέρους π. Γεώργιο Μεταλληνὸ καὶ π. Θεόδωρο Ζήση, τὸν κ. Δημήτριο
Τσελεγγίδη, τοὺς Πανοσιολογιωτάτους Ἀρχιμανδρίτες π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα
τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, καὶ τὸν π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου,
τοὺς Αἰδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Πέτρο Heers, Διδάκτορα τῆς
Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., καὶ π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο, (Μr Θεολογίας),
ἐφημέριό του Ἱεροῦ ΝαοῦἉγίου Νικολάου Πατρών, τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη
π. Παῦλο Δημητρακόπουλο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντὴ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν
Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τὸν ἐλλογιμώτατο
κ. Σταῦρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων ὁ
«Σωτήρ», καὶ τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ἄγγελο Ἀγγελακόπουλο, (Μr
Θεολογίας), ἐφημέριο του Ἱεροῦ ΝαοῦἉγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως τῆς καθ’
Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Ἀπὸ
τὶς εἰσηγήσεις καὶ τὸν ἐπακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε καὶἐγκρίθηκε ὁμοφώνως τὸ
παρακάτω Ψήφισμα-Πόρισμα:
1)
Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καρπὸς τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἐμπειρία
τῆς Πεντηκοστῆς. Δὲν νοεῖται Ἐκκλησία χωρὶς Θεολογία καὶ δὲν νοεῖται
Θεολογία ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἐξέφρασαν οἱ Προφῆτες, οἱἈπόστολοι, οἱ
Πατέρες καὶ οἱἅγιες Σύνοδοι. Ὅταν μία Σύνοδος δὲν θεολογεῖὀρθοδόξως, δὲν μπορεῖ
νὰ εἶναι γνήσια Ὀρθόδοξη Σύνοδος, ἀποδεκτὴἀπὸ τὸὈρθόδοξο πλήρωμα. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ
συμβεῖ, ὅταν οἱ συμμετέχοντες στὴ Σύνοδο δὲν ἔχουν τὴν πείρα τῶν θεουμένων
Πατέρων, ἡ τουλάχιστον δὲν ἀκολουθοῦν αὐτούς, χωρὶς νὰ τοὺς παρερμηνεύουν. Στὴν
περίπτωση αὐτὴ τὰ συνοδικὰ μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες, ἢἐπηρεάζονται
ἀπὸ πολιτικές, ἢἄλλες σκοπιμότητες. Ἡ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα
ἀπέδειξε ὅτι σήμερα πολλὰὑψηλὰἱστάμενα πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας
ἐπηρεάζονται, ὡς μὴὄφειλε, ἀπὸ πολιτικοὺς παράγοντες. Σὲ πολλές, ἐπίσης,
περιπτώσεις δημιουργοῦνται, στὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς σχέσεις, ἀντιπαλότητες, ἢ
κυριαρχοῦν ἐθνικιστικὲς καὶ πολιτικὲς σκοπιμότητες.
2)
Μετὰἀπὸ μιὰ μακρὰἱστορία προετοιμασίας τῆς συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καὶ
Μεγάλης Συνόδου», ἐνενήντα τριῶν ἐτῶν, διαπιστώνουμε, ἀπὸ τὴν
θεματολογία, τὰ προσυνοδικὰ κείμενα καὶ τὶς δηλώσεις τῶν διοργανωτῶν, ὅτι
ὑπάρχει μεγάλο ἔλλειμμα Συνοδικότητος, ἔλλειμμα θεολογικῆς πληρότητος, σαφήνειας
καὶἀκρίβειας τῶν πρὸς συζήτηση κειμένων καὶἀκόμη μεγαλύτερο ἔλλειμμα ὡς πρὸς τὴν
θεολογικὴὀρθότητα, μὲ τὴν ὁποία αὐτὰ εἶναι διατυπωμένα. Πιὸ συγκεκριμένα
:
3)
Ἡ μὴ συμμετοχὴὅλων τῶν ἐπισκόπων στὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ
Σύνοδο, ἀλλὰ μόνο εἰκοσιτεσσάρων ἀπὸ κάθε Τοπικὴ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, εἶναι ξένη
πρὸς τὴν Κανονικὴ καὶ Συνοδική μας Παράδοση. Τὰὑπάρχοντα ἱστορικὰ στοιχεῖα
μαρτυροῦν, ὄχι ἀντιπροσώπευση, ἀλλὰ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ συμμετοχὴἐπισκόπων
ἀπὸὅλες τὶς ἐπαρχίες τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ὁ μὴ
χαρακτηρισμός της ὡς Οἰκουμενικῆς, μὲ τὸν ἀπαράδεκτο ἰσχυρισμὸὅτι δὲν μποροῦν νὰ
συμμετάσχουν σ’ αὐτὴν οἱ «χριστιανοὶ τῆς Δύσεως», ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ
τοὺς ἁγίους Πατέρες, οἱὁποῖοι συγκροτοῦσαν τὶς Ἅγιες Συνόδους ἐρήμην τῶν
αἱρετικῶν. Κατ’ ἀκολουθίαν εἶναι ἀπαράδεκτο οἱ διοργανωτές της νὰἔχουν τὴν
ἀξίωση τὸ κύρος της νὰ εἶναι ἰσοδύναμο καὶἰσάξιο μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
Ἀλλά, οὔτε καὶ Πανορθόδοξος μπορεῖ νὰἀποκληθεῖἡἐν λόγω Σύνοδος, διότι προφανῶς
ἀποκλείεται ἡ συμμετοχὴὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.
Ἐξ
ἴσου ἀμάρτυρο στὴν Ἐκκλησιαστικὴ καὶ Κανονική μας Παράδοση, καὶ γι’
αὐτὸἀπαράδεκτο, εἶναι τὸ σχῆμα: μία ψῆφος-μία Ἐκκλησία,
μὲἀπαραίτητη τὴν ὁμοφωνία ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ κάθε ἐπίσκοπος
δικαιοῦται νὰἔχει δική του ψῆφο καὶ στὶς ἀποφάσεις τῶν μὴ δογματικῶν θεμάτων
νὰἰσχύσει ἡἀρχή: «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω». Ἀπαράδεκτο
θεωροῦμε, ἐπίσης, τὸ νὰ προαποφασίζονται τὰ θέματα καὶὁ τρόπος ὀργανώσεως τῆς
Συνόδου, χωρὶς τὸ κυρίαρχο σῶμα τῶν κατὰ τόπους Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν
νὰἔχει ἐκφράσει συνοδικῶς τὴν ἐπὶ τῶν θεμάτων αὐτῶν τοποθέτησή του.
4)
Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοὶ Διάλογοι τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ
τὴν Ἑτεροδοξία κατέληξαν σὲ τραγικὴἀποτυχία, τὴν ὁποία ὁμολογοῦν σήμερα καὶ
αὐτοὶ οἱἴδιοι οἱ πρωτεργάτες τους. Ἡ δῆθεν προσφερομένη βοήθεια μέσω τῶν
Διαλόγων γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἑτεροδόξων στὴν ἐν Χριστῷἀλήθεια καὶ τὴν
Ὀρθοδοξία διαψεύδεται καὶἀποδεικνύεται ἀνύπαρκτη. Τελικά, οἱ Διάλογοι
ἐξυπηρέτησαν καὶ προώθησαν τοὺς στόχους τῆς ἀντιχρίστου λεγομένης «Νέας Ἐποχῆς»
καὶ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως. Ἕνα σημαντικὸ κενό, ποῦ παρουσιάζουν τὰ πρὸς συζήτηση
στὴ μέλλουσα Σύνοδο προσυνοδικὰ κείμενα, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι παραδόξως
ἀπουσιάζει σ’ αὐτὰἡ κριτικὴἀξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας τόσο τῶν διμερῶν
Θεολογικῶν Διαλόγων μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν
κοινοτήτων, ὅσο καὶ τῆς συμμετοχῆς της στὴν Οἰκουμενι(στὶ)κὴ Κίνηση καὶ τὸ
λεγόμενο «Π.Σ.Ε.», ἡὁποία ὑπῆρχε στὰ κείμενα τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς
Διασκέψεως.
5)
Τὸ προσυνοδικὸ κείμενο μὲ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν
λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» παρουσιάζει κατὰ συρροὴ τὴν
θεολογικὴἀσυνέπεια, ἢ καὶἀντίφαση. Ἔτσι, τὸἄρθρο 1 διακηρύσσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ
αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, θεωρώντας τὴν –πολὺ σωστὰ– ὡς τὴν «Μία,
Ἁγία, Καθολικὴ καὶἈποστολικὴἘκκλησία». Ὅμως, στὸἄρθρο 6 παρουσιάζει μία
ἀντιφατικὴ πρὸς τὸ παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικὰὅτι
«ἡὈρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν
Ἐκκλησιῶν καὶὉμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ' αὐτῆς». Ἐδῶ
γεννᾶται τὸ εὔλογο θεολογικὸἐρώτημα: Ἂν ἡἘκκλησία εἶναι «ΜΙΑ», κατὰ τὸ Σύμβολο
τῆς Πίστεως καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (ἄρθρ. 1), τότε, πῶς
γίνεται λόγος γιὰἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανὲς ὅτι αὐτὲς οἱἄλλες
Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες. Οἱἑτερόδοξες, ὅμως, «Ἐκκλησίες» δὲν μποροῦν νὰ
κατονομάζονται καθόλου ὡς «Ἐκκλησίες» ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπειδή, δογματικῶς
θεωρούμενα τὰ πράγματα, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ πολλότητα «Ἐκκλησιῶν»,
μὲ διαφορετικὰ δόγματα καὶ μάλιστα σὲ πολλὰ θεολογικὰ θέματα. Κατὰ συνέπεια,
ἐνόσο οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτὲς παραμένουν ἀμετακίνητες στὶς κακοδοξίες τῆς πίστεώς
τους, δὲν εἶναι θεολογικὰὀρθὸ νὰ τοὺς ἀναγνωρίζουμε –καὶ μάλιστα θεσμικὰ–
ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός της «Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶἈποστολικῆς
Ἐκκλησίας».[1]
Στὸἴδιο
ἄρθρο (6) ὑπάρχει καὶδεύτερη σοβαρὴ θεολογικὴἀντίφαση. Στὴν ἀρχὴ
τοῦἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τὸἑξῆς: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς
Ἐκκλησίας ἡἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ». Στὸ τέλος, ὅμως,
τοῦἴδιου ἄρθρου γράφεται ὅτι ἡὈρθόδοξος Ἐκκλησία, μὲ τὴν συμμετοχή της στὴν
Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση, ἔχει ὡς «ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν
τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα». Ἐδῶ τίθεται τὸἐρώτημα: Ἐφόσον
ἡἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν
ἀναζητεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενι(στὶ)κῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται
ἡἐπιστροφὴ τῶν δυτικῶν χριστιανῶν στὴ ΜΙΑ καὶ μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο, ὅμως,
δὲν διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα συνόλου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα,
μάλιστα, δίνεται ἡἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ
προοπτικὲς τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στὴν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς
Ἐκκλησίας.
6)
Τὸὡς ἄνω κείμενο κινεῖται στὰ πλαίσια τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς
Ἐκκλησιολογίας,ἡὁποία ἔχει ἐκφραστεῖἤδη κατὰ τὴν Β΄ Βατικανὴ
ψευδοσύνοδο. Αὐτὴἡ νέα Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς βάση τὴν ἀναγνώριση τοῦβαπτίσματος
ὅλων τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων, (βαπτισματικῆ θεολογία). Οἱ συντάκτες τοῦ
κειμένου, προκειμένου νὰ προσδώσουν κανονικὴἐγκυρότητα καὶ συνοδικὴ νομιμότητα
στὴν κακόδοξη αὐτὴἘκκλησιολογία, ἐπικαλοῦνται τὸν 7ο Ἱερὸ Κανόνα τῆς Β΄ Ἁγίας
καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὸν 95ο τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὡστόσο, οἱἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τὸν τρόπο εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία
τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν καὶ δὲν ἀναφέρονται καθόλου στὸ «ἐκκλησιαστικὸ
status» τῶν αἱρέσεων, οὔτε στὴ διαδικασία διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν αἵρεση.
Οὔτε, ἀσφαλῶς, ὑπονοοῦν τὸ «ὑποστατὸν» τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων, οὔτε ὅτι οἱ
αἱρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Οὐδέποτε ἡἘκκλησία ἀναγνώρισε καὶ διεκήρυξε
ἐκκλησιαστικότητα στὴν πλάνη καὶ στὴν αἵρεση. Ἡ «μερὶς τῶν σωζομένων», γιὰ
τὴν ὁποία μιλοῦν οἱἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες, βρίσκεται μόνο στὴν Ὀρθοδοξία καὶὄχι
στὴν αἵρεση.
Ἡ
οἰκονομία, ποῦ εἰσηγοῦνται οἱ παραπάνω Κανόνες, δὲν μπορεῖ νὰἐφαρμοστεῖ στοὺς
Δυτικοὺς (Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες), γιατί στεροῦνται τὶς θεολογικὲς
προϋποθέσεις καὶ τὰ κριτήρια, ποῦ θέτουν οἱ συγκεκριμένοι Κανόνες. Καί, ἐπειδὴ
δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οἰκονομία στὴν δογματικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας μας,
οἱ Δυτικοὶ καλοῦνται νὰἀρνηθοῦν τὶς αἱρέσεις τους, νὰ τὶς ἀναθεματίσουν,
νὰἐγκαταλείψουν τὶς Θρησκευτικὲς Κοινότητές τους, νὰ κατηχηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν
ἐν μετανοία τὴν διὰ τοῦἉγίου Βαπτίσματος ἔνταξή τους στὴν Ἐκκλησία.
7)
Τὸἴδιο, ὡς ἄνω, κείμενο πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται σὲ κακοδοξίες ἢ
πλάνες, τὶς ὁποῖες νὰ προσδιορίζει συγκεκριμένα, ὡσὰν τὸ πνεῦμα τῆς
πλάνης νὰ μὴν δραστηριοποιεῖται πλέον σήμερα. Τὸ κείμενο δὲν ἐπισημαίνει καμμία
αἵρεση καὶ καμμία διαστροφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας καὶ ζωῆς στὸν ἐκτός
της Ὀρθοδοξίας εὑρισκόμενο χριστιανικὸ κόσμο. Ἀντίθετα, οἱ κακόδοξες καὶ
αἱρετικὲς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ
Οἰκουμενικῶν Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικὲς διαφορὲς ἢ
τυχὸν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τὶς ὁποῖες καλοῦνται ἡὈρθόδοξη
Ἐκκλησία καὶἡἑτεροδοξία νὰ «ὑπερβοῦν» (§ 11). Τὸ ζητούμενο γιὰ τοὺς
συντάκτες εἶναι ἡἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν», καὶὄχι ἡἑνότητα στὴν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ πρόσκληση σὲ μετάνοια καὶ
σὲἄρνηση καὶ καταδίκη τῶν πλανῶν καὶἐτεροδιδασκαλιῶν, ποῦ παρεισέφρησαν στὴ ζωὴ
τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν Κοινοτήτων.
8)
Τὸὡς ἄνω κείμενο κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορὰ στὸ λεγόμενο «Π.Σ.Ε.» (§§ 16-21)
καὶἀποτιμᾶ θετικὰ τὴν συμβολή του στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση,
ἐπισημαίνοντας τὴν πλήρη καὶἰσότιμη συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σ’ αὐτὴν
καὶ τὴν συμβολὴ τοὺς «εἰς τὴν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καὶ τὴν προαγωγὴν τῆς
ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» (§ 17).Ὡστόσο, ἡ εἰκόνα, ποῦ μᾶς δίδει τὸ
κείμενο σχετικὰ μὲ τὸ «Π.Σ.Ε.», εἶναι ψευδὴς καὶἐπίπλαστη. Κατ’ ἀρχήν, αὐτὴ καθ’
ἑαυτὴν ἡἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’ ἕναν ὀργανισμό, ποῦἐμφανίζεται ὡς
ὑπερεκκλησία, καὶἡ συνύπαρξη καὶσυνεργασία της μὲ τὴν αἵρεση, συνιστᾶ παραβίαση
τῆς κανονικῆς τάξεώς της καὶἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας της. Ἡ
θεολογικὴ ταυτότητα τοῦ «Π.Σ.Ε.» εἶναι σαφῶς προτεσταντική. Ἡ μαρτυρία τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν ἔγινε μέχρι σήμερα δεκτὴ στὸ σύνολό της ἀπὸ τὶς
προτεσταντικὲς αἱρέσεις τοῦ «Π.Σ.Ε.», ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν 70ετή ἱστορία του.
Ὅλα δείχνουν ὅτι τὸἐπιδιωκόμενο στὸ «Π.Σ.Ε.» εἶναι ἡὁμογενοποίηση τῶν
«ὁμολογιῶν»-μελῶν του μέσω ἑνὸς μακροχρονίου συμφυρμοῦ. Τὸ κείμενο ἀποκρύπτει
τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τῶν μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων μὲ τὶς προτεσταντικὲς
αἱρέσεις-μέλη τοῦ «Π.Σ.Ε.» καὶ τὸἀδιέξοδο, στὸὁποῖο αὐτοὶἔχουν φθάσει σήμερα.
Πέραν τούτου, δὲν καταδικάζονται τὰἀπαράδεκτα ἀπὸὈρθοδόξου ἀπόψεως κοινὰ κείμενα
τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ «Π.Σ.Ε.», (π.χ. Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσᾶν κλπ.)
καὶἐπιπλέον ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικὰ φαινόμενα, τὰὁποῖα συναντοῦμε
σ’ αὐτό, ὅπως «Λειτουργία τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακὲς
συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτικὴ γλώσσα, ἀποδοχὴ τοῦ σοδομισμοῦἀπὸ
πολλὲς αἱρέσεις κλπ.
9)
Ἡἀλλαγὴ τοῦἩμερολογίου τὸ 1924ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ
τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερὴς καὶ πραξικοπηματικὴἐνέργεια, γιατί δὲν
ἔγινε μὲ πανορθόδοξη ἀπόφαση. Διέσπασε τὴν λειτουργικὴἑνότητα μεταξὺ τῶν
Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε σχίσματα καὶ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν
πιστῶν. Στὴν ἀλλαγὴ συνήργησαν καὶὤθησαν ἑτερόδοξες «ὁμολογίες» καὶ μυστικὲς
ἑταιρεῖες, μέσω τοῦ Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ἦταν προσμονὴὅλων καὶ δέσμευση
τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος νὰ συζητήσει καὶ
νὰἐπιλύσει τὸ θέμα. Δυστυχῶς, κατὰ τὴν μακρὰ προσυνοδικὴ διαδικασία Παπικοὶ καὶ
Προτεστάντες ἔθεσαν στοὺς Ὀρθοδόξους νέο θέμα, τὸν «κοινὸἑορτασμὸ τοῦ
Πάσχα», μὲ συνέπεια νὰ στραφεῖ πρὸς τὰἐκεῖ τὸἐνδιαφέρον καὶ νὰἀτονήσει ἡ
συζήτηση γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος στὸν ἑορτασμὸ
τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, ποῦ προκλήθηκε χωρὶς λόγο καὶ ποιμαντικὴἀνάγκη. Στὴν τελικὴ
φάση τῆς Συνόδου καὶ χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τὸ θέμα
τοῦἩμερολογίου ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶἦταν τὸ κατ’ἐξοχὴν
ἐπεῖγον καὶ φλέγον θέμα.
10)
Ἡἱστορία τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων μᾶς βεβαιώνει ὅτι αὐτὲς συγκαλοῦνταν
κάθε φορᾶ, ποῦ κάποια αἵρεση ἀπειλοῦσε τὴν ἁγιοπνευματικὴἐμπειρία τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας καὶ τὴν ἔκφρασή της ἀπὸ τὸἐκκλησιαστικὸ σῶμα.
Ἀντίθετα, ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος συγκαλεῖται, ὄχι γιὰ
νὰὁριοθετήσει τὴν πίστη ἔναντί της αἱρέσεως, ἀλλὰ γιὰ νὰ παράσχει
θεσμικὴἀναγνώριση καὶ νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν στηρίζεται στὴν ἐμπειρία τοῦἐκκλησιαστικοῦ σώματος,
ἀλλὰἀντίθετα τὴν ὑποβαθμίζει καὶ τὴν ὑποτιμᾶ, τὴν περιθωριοποιεῖ καὶ τὴν
παραβλέπει. Ἡ συνολικὴ διαδικασία, ἡ προπαρασκευὴ καὶἡ θεματολογία τῆς Συνόδου
εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιβολῆς μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ὀλιγαρχίας, ποῦἐκφράζει
μιὰἀκαδημαϊκή, ἀποστεωμένη, ἄνευρη καὶἀπνευμάτιστη θεολογία, ἀποκομμένη ἀπὸ
τὸἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἔσχατος κριτὴς τῆς ὀρθότητας καὶ τῆς ἐγκυρότητας τῶν
ἀποφάσεων τῶν Συνόδων εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ κληρικοί, οἱ
μοναχοὶ καὶὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁὁποῖος, μὲ τὴν γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστικὴ καὶ
δογματική του συνείδηση, ἐπικυρώνει,ἢἀπορρίπτει τὶς ἀποφάσεις τους. Ὅμως, στὴν
μέλλουσα Σύνοδο ἀπουσιάζει παντελῶς αὐτὴἡ σημαντικὴ παράμετρος, ἐπειδὴἐκφράστηκε
ἐπισήμως ὅτι φορέας τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεών της θὰ εἶναι ἡ Συνοδικότητα
καὶὄχι τὸὈρθόδοξο Πλήρωμα.
11)
Μιὰἄλλη βασικὴ προϋπόθεση γνησιότητας τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» εἶναι
ἡἀναγνώριση ὑπ’ αὐτῆς ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν θεωρούμενων ὡς τοιούτων στὴ
συνείδηση τοῦὈρθοδόξου πληρώματός της Η΄ (879-880) ἐπὶἱεροῦ Φωτίου τοῦ Μεγάλου
καὶ τῆς Θ΄ (1351) ἐπὶἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶσυγκληθεισῶν, οἱὁποῖες
ἔχουν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶἔχουν καταδικάσει τὶς
αἱρετικὲς κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ. Ἀλλά, τέτοιο ἐνδεχόμενο δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν
θεματολογία καὶ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα.
12)
Ἡὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στὴ συνείδηση τῶν
ὀρθοδόξων ποιμένων καὶ τοῦὀρθοδόξου λαοῦ, ὥστε δὲν χρειάζεται καμμία σύντμηση,ἢ
προσαρμογή. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνοι, οἱὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη
νὰἀποκτήσουν περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καὶἀσκητικὸ φρόνημα, γιὰ νὰ μπορέσουν,
μὲ τὸ παράδειγμά τους καὶ τὸν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατερικῆς γραμματείας, νὰ
διδάξουν διακριτικὰ τὸ ποίμνιό τους. ἩὈρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐφαρμόζει
χριστοφιλανθρωπότατα σὲὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς Οἰκουμένης τὴν οἰκονομία σὲὅλο
τὸ μεγαλεῖο της. Εἶναι τόσα πολλὰ τὰ κείμενα περὶ νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων
Πατέρων, ποῦἀναλύουν τὶς παθοκτόνες καὶ σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δὲν
ἀξίζει ὁ εὐτελισμός, ποῦὑφίσταται ἀπὸ τὴν μινιμαλιστικὴ νοοτροπία τῶν
μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱὁποῖοι κόπτονται γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο. Ἂν ἡ
μέλλουσα Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καὶ τροφῶν, θὰ
μιμηθεῖ τὸν ὁλοκληρωτισμό, ποῦ χαρακτηρίζει τὸ Κανονικὸ Δίκαιό του Παπισμοῦ,
τὸὁποῖο καθορίζει θεσμικὰ καὶἀσφυκτικὰἀκόμα καὶ τὴν οἰκονομία.
13)
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 20ού αἰῶνος ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
ἐκφυλλίζεται καὶ μεταλλάσσεται σὲ πανθρησκειακὸ ὅραμα. Οἱἀτελείωτες
διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ συμπροσευχὲς Ὀρθοδόξων μὲἡγέτες θρησκειῶν τοῦ
κόσμου (π.χ. Ἀσίζη) μαρτυροῦν,ὅτι ἀπώτερος στόχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ
συνένωση τῶν θρησκειῶν σὲἕνα τερατῶδες σχῆμα, τὴν ἐφιαλτικὴ Πανθρησκεία, ἡὁποία
ἐπιδιώκει νὰἐκμηδενίσει τὴ σώζουσα ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ διαθρησκειακὴ
συνεργασία μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ἀδύνατον νὰ δικαιωθεῖ, οὔτε νὰ
θεμελιωθεῖ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Θεολογία. Ὁ
θεόπνευστος λόγος τοῦἈποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου εἶναι ξεκάθαρος: «Μὴ
γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶἀνομία; Τὶς δὲ
κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος»; (Β΄ Κόρ. 6, 14).Ἐπίσης, τὸἰδανικό της
εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, τὸὁποῖο κατὰ κόρον προβλήθηκε στοὺς Διαθρησκειακοὺς
Διαλόγους, καθίσταται ἀδύνατο, διότι ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν λόγο τοῦ
Κυρίου, «εἰἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰω. 15, 20), καὶ μὲ
τὸν λόγο τοῦἈποστόλου Παύλου «πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν
ΧριστῷἸησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τίμ. 3, 14). Οἱ μετέχοντες στοὺς μέχρι
τώρα γενομένους Διαλόγους δὲν μπόρεσαν, δυστυχῶς, νὰ μεταφέρουν ἀνόθευτη τὴν
Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ προσελκύσουν ἔστω καὶἕναν
ἀλλόθρησκο στὴν Ὀρθοδοξία. Ἀντίθετα, μάλιστα ἔφθασαν στὸἀξιοθρήνητο κατάντημα νὰ
παρασυρθοῦν σὲ πλάνες καὶ αἱρέσεις καὶ νὰ διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις,
σκανδαλίζοντας τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, παρασύροντας στὴν πλάνη τοὺς ἀσθενεῖς
στὴν πίστη καὶ προκαλώντας ἔτσι μεγίστη πνευματικὴ φθορὰ καὶ διάβρωση
τοῦὈρθοδόξου φρονήματος. Παρὰ τὴν πληθώρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων,
ὁἰσλαμικὸς φανατισμός, ὄχι μόνο δὲν καταστέλλεται, ἀλλὰ γιγαντώνεται ὅλο καὶ
περισσότερο.
14)
Οἱ ἀγῶνες τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγῶνες
τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἐμπνέουν καὶ νὰ μᾶς
ὁδηγοῦν στὴν διαφύλαξη τῆς πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Ἀπόπειρα νοθεύσεως τῆς
μωσαϊκῆς θρησκείας παρατηροῦμε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπου, στὴν ἀρχὴ
χαναανιτικὰ καὶἀργότερα βαβυλωνιακὰ καὶ αἰγυπτιακὰ στοιχεῖα ἀπειλοῦσαν νὰ
νοθεύσουν τὴν πίστη στὸν Ἕνα Θεό. Μεγάλοι ἄνδρες, (Προφῆτες, βασιλεῖς,
πολιτικοὶἄρχοντες, κλπ.) ἀγωνίστηκαν μὲ σθένος γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς καθαρῆς
μωσαϊκῆς θρησκείας. Ἰδιαιτέρως ἀγωνίστηκαν κατὰ τῶν διαφόρων ψευδοπροφητῶν,
οἱὁποῖοι ἀναφαίνονταν κατὰ καιρούς.
Συνοψίζοντας
τὰ παραπάνω, συμπεραίνουμε ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος»
δὲν θὰ εἶναι οὔτε Μεγάλη, οὔτε Ἁγία, διότι, μὲ βάση τὰ μέχρι σήμερα δεδομένα,
δὲν προκύπτει ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν Συνοδικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση
τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶὅτι θὰ λειτουργήσει ὄντως ὡς γνήσια
συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Ὁ τρόπος,
μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι διατυπωμένα τὰ δογματικοῦ χαρακτῆρος προσυνοδικὰ κείμενα, δὲν
ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας, ὅτι ἡἐν λόγω Σύνοδος ἀποσκοπεῖ νὰ προσδώσει
ἐκκλησιαστικότητα στοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ διευρύνει τὰ κανονικὰ καὶ
χαρισματικὰὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο,
καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δὲν μπορεῖ νὰὁριοθετήσει διαφορετικὰ τὴν μέχρι σήμερα
ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχουν, ἐπίσης, ἐνδείξεις ὅτι ἡἐν λόγω Σύνοδος θὰ
προχωρήσει σὲ καταδίκη τῶν συγχρόνων αἱρέσεων καὶ πρωτίστως τῆς παναιρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ. Ἀντίθετα μάλιστα ὅλα δείχνουν ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία
καὶΜεγάλη Σύνοδος» ἐπιχειρεῖ νὰ τὴν νομιμοποιήσει καὶ νὰ τὴν ἑδραιώσει.
Ὡστόσο, οἱ ὅποιες ἀποφάσεις της μὲ οἰκουμενιστικὸ πνεῦμα, εἴμαστε ἀπολύτως
βέβαιοι ὅτι δὲν θὰ γίνουν δεκτὲς ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ κλῆρο καὶ τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ
Θεοῦ, ἐνῶἡἴδια θὰ καταγραφεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴἱστορία ὡς
ψευδοσύνοδος.
Σεβασμιώτατε,
Ἡ
μέλλουσα «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος», ἂν πραγματικὰ θέλει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξη
Σύνοδος, θὰ πρέπει νὰ λάβει, κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, τὶς ἑξῆς καίριες
ἀποφάσεις:
α)
Νὰἐπικυρώσει τὶς ἀποφάσεις ὅλων προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, (Α΄ ἕως καὶ
Ζ΄ Οἰκουμενικές), δηλαδὴ τοὺς ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων θεσπισθέντες δογματικοὺς
ὅρους καὶ Ἱεροὺς Κανόνες.
β)
Νὰ ἀναγνωρίσει τὶς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τους Ὀρθοδόξους δύο συνόδους τοῦἐνάτου
καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς οἰκουμενικές, δηλαδὴ τὴν Η΄ ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου,
τὸ 879, καὶ τὴν Θ΄ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱὁποῖες,
κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioque καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ
δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Χάριτος αἵρεση, ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμὸ ὡς
αἵρεση.
γ)
Νὰ καταδικάσει τὴν συγκρητιστικὴ παναιρέση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τὴν
ἀποκαλοῦσε ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς.
δ)
Νὰ καταδικάσει τὴν παρουσία καὶ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στὸ
λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.).
ε)
Νὰ τερματίσει τοὺς Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους καὶ τοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους μὲ
τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, τὶς προετεσταντικὲς ὁμολογίες τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τοὺς
Μονοφυσίτες.
στ)
Νὰ καταδικάσει τὴν μεταπατερικὴ καὶἀντιπατερικὴ «νέα ἐκκλησιολογία», ἡὁποία
ἀπορρίπτει τὰ χαρισματικά, δογματικὰ καὶ κανονικὰὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
ζ)
Νὰ ἐκλέξει, νὰ χειροτονήσει καὶ νὰ ἐνθρονίσει στὸ πάλαι ποτὲ περίπυστο
Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, μὴ ἀναγνωρίζοντας
καὶἐκθρονίζοντας τὸν σημερινὸ καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καὶ
αἱρεσιάρχη κ. Φραγκίσκο. Ἔτσι, θὰ λυθοῦν τὰ θέματα τοῦ Παπισμοῦ, τῆς Οὐνίας καὶ
τοῦ Προτεσταντισμοῦ.
η)
Νὰ δημιουργήσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, λύνοντας τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς,
καὶ
θ)
Νὰ ἀκολουθήσει τὴν Πατερικὴ ὁδὸ μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, μὲ τὴν
δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σὲ 17 γλῶσσες. Μὲ
τὸν τρόπο αὐτό, θὰ κονιορτοποιήσει τὶς αἱρέσεις μὲ παγκόσμιο λόγο καὶ πατερικὴ
παρρησία, θὰ δοξάσει τὸν Θεὸ καὶ θὰ διασφαλίσει τὸἀνθρώπινο πρόσωπο.
Τὰ
κείμενα τῆς Συνόδου πρέπει νὰ ξαναγραφοῦν ἀπὸ τὴν ἀρχή, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὸ
πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Δὲν ἀρκεῖ νὰ
συγκληθεῖ μιὰ Σύνοδος μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰἀποδειχθεῖ στὸν κόσμο ὅτι οἱὈρθόδοξοι
εἴμαστε ἑνωμένοι. Ἑνωμένοι σὲ τί; Ἡἕνωση γίνεται μόνο βάσει τῆς Ἀληθείας.
Ἡἑνότητα εἶναι ὁ καρπὸς τοῦἉγίου Πνεύματος, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς
Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική Του προσευχή: «ἴνα ὦσιν ἓν καθὼς ἠμεῖς… ἁγίασον
αὐτοὺς ἐν τὴἀληθεία σου… ἴνα καὶ αὐτοὶὦσιν ἠγιασμένοι ἐν ἀληθεία»
(Ιω.17,11,17,19).Ἡἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνίσταται στὴν ἀκέραιη
καὶἀβλαβῆ διαφύλαξη τῶν διδασκαλιῶν τῆς ὀρθῆς πίστεως, τὴν ὁποία μᾶς παρέδωσαν
οἱἍγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱἍγιοι Πατέρες. Διηρημένοι καὶἀποσχισμένοι ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, ποῦ φρονοῦν διαφορετικὰἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας, καθὼς μᾶς λέγει ὁἍγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Οἱἅγιοι Πατέρες ὀνόμασαν
«Καθολικὴ» τὴν Ἐκκλησία Του, ἐπειδὴ μόνο αὐτὴ διατηρεῖ στὴν πληρότητά της, τὴν
Ἀλήθεια καὶ τὴν Ὁμολογία τῆς Πίστεως, χωρὶς τὴν ὁποία κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ
σωθεῖ. Πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ κατανοηθεῖὅτι δὲν ἐπιχειρεῖται νὰἀλλάξει οὔτε ἡ
νηστεία, οὔτε ἡ τάξη τοῦ μοναχισμοῦ, οὔτε ἡ τάξη τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ὅμως
παραχαράσεται καὶ στρεβλώνεται τὸ πιὸ νευραλγικὸ σημεῖο, δηλαδὴἡἐκκλησιολογικὴ
δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Σεβασμιώτατε,
Γνωρίζοντας
πολὺ καλὰ τὴν πλήρη ἀφιέρωση καὶ τὴ θυσιαστικὴἀγάπη Σας γιὰ τὸν Σωτήρα Ἰησοῦν
Χριστόν, τὸν Ὁποῖο διακονεῖτε μὲὅλη τὴν ὕπαρξή Σας, Σᾶς ἀπηύθυνα αὐτὲς τὶς
σκέψεις, οἱὁποῖες μᾶς προβληματίζουν.
Προσευχόμαστε
ἡμέρα καὶ νύχτα στὸν Ἀρχιποιμένα μας καὶἐν πάσιν πρωτεύοντα Κύριον Ἰησοῦν
Χριστόν, νὰ Σᾶς ἐνισχύει νὰ παραμένετε πάντοτε ἀμετακίνητος στὴν Ὀρθόδοξο πίστη
καὶ Παράδοση, ὡς ἄξιος διάδοχος ὄχι μόνο τῶν «θρόνων τῶν Ἀποστόλων», ἀλλὰ καὶ
τοῦ βίου, τῆς πίστεως καὶ τῆς ὁμολογίας τους. Εἴησαν τὰἔτη Ὑμῶν, ὄλβια, ὑγιεινὰ
καὶ πανευφρόσυνα!
[1]Ἡ
ἀναφερθεῖσα ἀσάφεια τοῦ κειμένου δύναται νὰ ἑρμηνευτεῖ εὔκολα μέσα ἀπὸ τὸ πνεῦμα
τῶν ἀντιλήψεων τοῦ Ἰησουίτη θεολόγου Karl Rahner, μέντορα τῆς Β΄ Βατικάνειας
ψευδοσυνόδου καὶ τοῦ Yves Congar. Ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ἀντιλήψεις τοὺς υἱοθετεῖ καὶ
ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζιζιούλας, ὅπως τὴν «θεωρία
τῶν ἀτελῶν ἐκκλησιῶν», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁρισμένες ἐκκλησίες βρίσκονται πιὸ
κοντά, ἐνῶ ἄλλες πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν πλήρη Ἐκκλησία. Στὴν περίπτωση τῆς Β΄
Βατικάνειας ψευδοσυνόδου, ὁ Παπισμὸς εἶναι ἡ πλήρης Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ ἄλλες
(συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας) εἶναι οἱ ἀτελεῖς ἐκκλησίες.
Τὸ συμπέρασμα, ποῦ προκύπτει, βάσει τῶν πληροφοριῶν καὶ τῆς μελέτης τῶν
θεολογικῶν κειμένων, σχετικὰ μὲ αὐτὴ τὴν πρωτοφανῆ ἐκκλησιολογία, ὅπως προκύπτει
ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἀπόψεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου
Ζιζιούλα, καὶ τὴν ἀνάλυση τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου,
εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ πλήρης Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ ἄλλες
(συμπεριλαμβανομένων τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ) εἶναι οἱ
ἀτελεῖς ἐκκλησίες. Ὅμως, αὐτὴ ἡ ἀντίληψη μᾶς παραπέμπει σὲ μιὰ βατικανοποίηση
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ εἰσαγάγει συνοδικῶς τὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὡς ἐπὶ κεφαλῆς αὐτῆς τῆς κίνησης, στὴν μέλλουσα νὰ
συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Οἱ θεωρίες τῶν
«ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», τῶν «δύο πνευμόνων τῆς Ἐκκλησίας» (Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός),
τῶν «κλάδων», τῆς «μεταπατερικῆς καὶ μετακανονικῆς θεολογίας», τῆς
«βαπτισματικῆς θεολογίας», ἡ θεωρία ὅτι ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει ὅλες τὶς
ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες ἀποσχίστηκαν ἀπὸ αὐτήν, ἡ ἀποδοχὴ τῶν μικτῶν γάμων μὲ τοὺς
ἑτερόδοξους κ.α. ἀποτελοῦν ἐκφράσεις καὶ μορφὲς τῆς νέας ἐκλησιολογίας, τῆς νέας
μεταπατερικῆς ἢ καλύτερα ἀντιπατερικῆς ἐκκλησιολογίας. Σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία
«τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας», ὅποιος βαπτίζεται στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος
εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως πίστεως, δόγματος καὶ ὁμολογίας. Ὅμως, οἱ
ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας οὐδέποτε ἀναγνώρισαν τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, παρὰ
μόνον κατ’ οἰκονομίαν τοὺς δέχονταν, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι ἀπαρνοῦνται τὴν
αἵρεση καὶ ἐπιστρέφουν στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἐφόσον διατηροῦσαν τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ
τοῦ Βαπτίσματος μὲ τὶς τρεῖς καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις. Σύμφωνα μὲ τοῦ Ἱεροὺς
Κανόνες 7 τῆς Β΄ καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου: «Τοὺς προστιθεμένους
τὴ ὀρθοδοξία, καὶ τὴ μερίδι τῶν σωζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν
ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τὲ καὶ συνήθειαν», καὶ πιὸ κάτω, «πάντας τοὺς ἂπ αὐτῶν
θέλοντας προστίθεσθαι τὴ ὀρθοδοξία». Ἡ οἰκονομία δὲν δύναται ποτὲ νὰ μετατραπεῖ
σὲ κανόνα πίστεως ἢ σὲ δόγμα. Τὸ κείμενο αὐτὸ τῆς Συνόδου εἶναι κατ’ἐξοχὴν
δογματικό, ὅμως εἶναι ἀντορθόδοξο, ἐπειδὴ ἐπιτρέπει ἐντελῶς λανθασμένες
ἑρμηνεῖες, οἱ ὁποῖες ἐνθαρρύνουν τὶς ἑτερόδοξες ἀντιλήψεις, πράγμα ποῦ σημαίνει
ἀλλοίωση τῆς ἀποκαλυφθείσας Ἀληθείας τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ.
Ἀριθμ.
Πρωτ.488 Ἐν Πειραιεῖ τῇ 12ῃ Μαΐου 2016
ΠΡΟΣ
ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΝ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ
ΜΕΤΣΧΕΤΗΣ ΚΑΙ ΤΥΦΛΙΔΟΣ
ΚΑΙ
ΚΑΘΟΛΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΝ ΠΑΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ (ΙΒΗΡΙΑΣ)
κ.κ.
ΗΛΙΑΝ Β΄
Εἰς
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΩΡΓΙΑΣ
ΠΛΑΤΕΙΑ
ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ Β΄, Ν1, 0105,
ΤΗΛ.
: (99532) 990.378, 989.540
FAX
. : (99532) 987.114
E-MAIL
:ecclesia@wanex.net
ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΗΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ:
1 KING EREKLE II SQUARE, TBILISI 380005,
GEORGIA
Μακαριώτατε
καί Ἁγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα
Σεβασμιώτατοι
Ἅγιοι Ἀδελφοί,
Πάνυ
εὐλαβῶς, μετὰ πλείστης τιμῆς καί υἱϊκῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης ἐκ προσώπου τοῦ εὐαγοῦς
Κλήρου καὶ τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως τῆς ναυλόχου
πόλεως τοῦ Πειραιῶς καὶ πρώτου λιμένος τῆς Ἑλλάδος προάγομαι ὅπως ἐπικοινωνήσω
μετὰ τῆς περισπουδάστου μοὶ Ὑμετέρας Μακαριότητος, τοῦ πολιοῦ Προκαθημένου τῆς
κατὰ Γεωργίαν Ὀρθοδόξου, Καθολικῆς του Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Γνωστὸν
τυγχάνει τὸ πολυσχιδὲς καὶ ἐπίμοχθον ἔργον τὸὁποῖον ἐπιτελεῖ ἡὙμετέρα Σεπτὴ
Μακαριότης τόσον διὰ τὸν εὐαγγελισμὸν τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, ὅσον καὶ διὰ τὸν
ἐπιστηριγμὸν ὑλικὸν καὶ πνευματικόν της Ὀρθοδόξου πίστεως ἐν τὴὙμετέρα
Θεοφρουρήτω κανονικὴ δικαιοδοσία, τῷ Σεπτῶ Πατριαρχείω τῆς Γεωργίας. Αἴνους καὶ
δοξολογίαν ἀναπέμπομεν πρὸς τὸν ἅγιον Τριαδικὸν Θεόν, διότι Ὑμεῖς, Μακαριώτατε,
καὶἡ περὶ Ὑμᾶς ΣεπτὴἹεραρχία, ἐξακολουθεῖτε νὰ παραμένετε εἰς τοὺς δυσχειμέρους
καιροὺς μας στερρῶς καὶἀκλονήτως προσηλωμένος εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν καὶ τὰς
Ὀρθοδόξους παραδόσεις. Ἐλάχιστον δὲ δεῖγμα αὐτῆς ἀποτελεῖ τὸ γεγονός της μὴ
συμμετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας εἰς τὸ Π.Σ.Ε. (Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν
Ἐκκλησιῶν).
Εἰς
μίαν ἐποχὴν εἰς τὴν ὁποία κυριαρχεῖἡ παντοειδὴς ἀποστασία καὶὁ θρησκευτικὸς
συγκρητισμός, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶἈποστολικὴὈρθόδοξη Ἐκκλησία μας
δοκιμάζεται διὰ μίαν εἰσέτι φοράν ἀπὸ μία πρωτοφανῆ πρόκληση, κατὰ τὴν
δισχιλιετὴ πορείαν της, τὴν λεγόμενη «Ἁγία καὶ Μεγάλη
Σύνοδο»,ἡὁποία θὰ συνέλθει ἐκτὸς ἀπροόπτου, τὸν προσεχῆἸούνιο στὴν
Κρήτη. Ἐν ὄψει τοῦ κορυφαίου αὐτοῦἐκκλησιαστικοῦ γονότος, ἡ κὰθ’ἠμᾶς Ἱερὰ
Μητρόπολις ἐν συνεργασία μετὰ τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Γλυφάδας, Γόρτυνος καὶ
Μεγαλοπόλεως, καὶ Κυθήρων, ὡς καὶ τῆς Συνάξεως Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν,
συνδιοργάνωσε Θεολογικὴ - Ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα, μὲ θέμα: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ
ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη προετοιμασία, χωρὶς προσδοκίες»,ἡὁποία ἔλαβε χώρα τὴν
Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στὸ Στάδιο Εἰρήνης καὶ Φιλίας, στὴν αἴθουσα «Μελίνα
Μερκούρη», στὸ Νέο Φάληρο Πειραιῶς.
Τὴν
Ἡμερίδα ἐτίμησαν μὲ τὴν παρουσία τους Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς, Καθηγούμενοι καὶ
Γερόντισσες Ἱερῶν Μονῶν, ἁγιορεῖτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι Χριστιανικῶν
Σωματείων καὶὈργανώσεων, Καθηγητὲς Θεολογικῶν Σχολῶν καὶ Θεολόγοι καὶ γύρω στοὺς
χίλιους πιστούς. ἩἘπιστημονικὴἘπιτροπή, ἀποτελοῦνταν ἀπὸα) τὴν ἐλαχιστότητά μου,
β) τὸν Αἰδεμιολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό, Ὁμότιμο Καθηγητὴ
τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, γ) τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο
Πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ
Α.Π.Θ. δ) τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, Προηγούμενο
τῆς Ι. Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, καὶε) τὸν ἐλλογιμώτατο Καθηγητὴ τῆς
Δογματικῆς της Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη. Στὴν Ἡμερίδα
παρέστη καὶἀπηύθυνε χαιρετισμὸὁἘπίσκοπος Μπαντσὲν κ. Λογγίνος τῆς Οὐκρανικῆς
Ἐκκλησίας καὶὁ προϊστάμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὅρους π.
Σάββας. Ἐπίσης, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λόβετς τῆς καθ’ Ὑμᾶς Βουλγαρικῆς
Ἐκκλησίας κ. Γαβριὴλ ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π.
Ματθαῖο Βουλκανέσκου, κληρικὸ τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ὁὁποῖος
καὶἀνέγνωσε τὸν χαιρετισμό του.
Τὸ
γενικὸ θέμα τῆς Ἡμερίδος ἀναπτύχθηκε σὲ τέσσερις Συνεδρίες: Ἀπὸ τὴν ἐλαχιστότητά
μου καὶ τοὺς εἰσηγητὲς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Ναυπάκτου καὶἉγίου Βλασίου κ.
Ἰερόθεο, Γλυφάδας κ. Παῦλο, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, καὶ Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως
κ. Ἱερεμία, τοὺς ὁμοτίμους πανεπιστημιακοὺς καθηγητές, Αἰδεσιμολογιωτάτους
Πρωτοπρεσβυτέρους π. Γεώργιο Μεταλληνὸ καὶ π. Θεόδωρο Ζήση, τὸν κ. Δημήτριο
Τσελεγγίδη, τοὺς Πανοσιολογιωτάτους Ἀρχιμανδρίτες π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα
τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, καὶ τὸν π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου,
τοὺς Αἰδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Πέτρο Heers, Διδάκτορα τῆς
Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., καὶ π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο, (Μr Θεολογίας),
ἐφημέριό του Ἱεροῦ ΝαοῦἉγίου Νικολάου Πατρών, τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη
π. Παῦλο Δημητρακόπουλο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντὴ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν
Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τὸν ἐλλογιμώτατο
κ. Σταῦρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων ὁ
«Σωτήρ», καὶ τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ἄγγελο Ἀγγελακόπουλο, (Μr
Θεολογίας), ἐφημέριό του Ἱεροῦ ΝαοῦἉγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως τῆς καθ’
Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Ἀπὸ
τὶς εἰσηγήσεις καὶ τὸν ἐπακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε καὶἐγκρίθηκε ὁμοφώνως τὸ
παρακάτω Ψήφισμα-Πόρισμα:
1)
Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καρπὸς τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἐμπειρία
τῆς Πεντηκοστῆς. Δὲν νοεῖται Ἐκκλησία χωρὶς Θεολογία καὶ δὲν νοεῖται
Θεολογία ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἐξέφρασαν οἱ Προφῆτες, οἱἈπόστολοι, οἱ
Πατέρες καὶ οἱἅγιες Σύνοδοι. Ὅταν μία Σύνοδος δὲν θεολογεῖὀρθοδόξως, δὲν μπορεῖ
νὰ εἶναι γνήσια Ὀρθόδοξη Σύνοδος, ἀποδεκτὴἀπὸ τὸὈρθόδοξο πλήρωμα. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ
συμβεῖ, ὅταν οἱ συμμετέχοντες στὴ Σύνοδο δὲν ἔχουν τὴν πείρα τῶν θεουμένων
Πατέρων, ἡ τουλάχιστον δὲν ἀκολουθοῦν αὐτούς, χωρὶς νὰ τοὺς παρερμηνεύουν. Στὴν
περίπτωση αὐτὴ τὰ συνοδικὰ μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες,ἢἐπηρεάζονται
ἀπὸ πολιτικές, ἢἄλλες σκοπιμότητες. Ἡ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα
ἀπέδειξε ὅτι σήμερα πολλὰὑψηλὰἱστάμενα πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας
ἐπηρεάζονται, ὡς μὴὄφειλε, ἀπὸ πολιτικοὺς παράγοντες. Σὲ πολλές, ἐπίσης,
περιπτώσεις δημιουργοῦνται, στὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς σχέσεις, ἀντιπαλότητες, ἢ
κυριαρχοῦν ἐθνικιστικὲς καὶ πολιτικὲς σκοπιμότητες.
2)
Μετὰἀπὸ μιὰ μακρὰἱστορία προετοιμασίας τῆς συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης
Συνόδου», ἐνενήντα τριῶν ἐτῶν, διαπιστώνουμε, ἀπὸ τὴν θεματολογία, τὰ
προσυνοδικὰ κείμενα καὶ τὶς δηλώσεις τῶν διοργανωτῶν, ὅτι ὑπάρχει μεγάλο
ἔλλειμμα Συνοδικότητος, ἔλλειμμα θεολογικῆς πληρότητος, σαφήνειας
καὶἀκρίβειας τῶν πρὸς συζήτηση κειμένων καὶἀκόμη μεγαλύτερο ἔλλειμμα ὡς πρὸς τὴν
θεολογικὴὀρθότητα, μὲ τὴν ὁποία αὐτὰ εἶναι διατυπωμένα. Πιὸ συγκεκριμένα
:
3)
Ἡ μὴ συμμετοχὴὅλων τῶν ἐπισκόπων στὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Σύνοδο,ἀλλὰ
μόνο εἰκοσιτεσσάρων ἀπὸ κάθε Τοπικὴ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, εἶναι ξένη πρὸς τὴν
Κανονικὴ καὶ Συνοδική μας Παράδοση. Τὰὑπάρχοντα ἱστορικὰ στοιχεῖα μαρτυροῦν, ὄχι
ἀντιπροσώπευση, ἀλλὰ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ συμμετοχὴἐπισκόπων ἀπὸὅλες τὶς
ἐπαρχίες τῆς ἀνὰτὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ὁ μὴ χαρακτηρισμός της ὡς
Οἰκουμενικῆς, μὲ τὸν ἀπαράδεκτο ἰσχυρισμὸὅτι δὲν μποροῦν νὰ συμμετάσχουν σ’
αὐτὴν οἱ «χριστιανοὶ τῆς Δύσεως», ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τοὺς ἁγίους
Πατέρες, οἱὁποῖοι συγκροτοῦσαν τὶς Ἅγιες Συνόδους ἐρήμην τῶν αἱρετικῶν. Κατ’
ἀκολουθίαν εἶναι ἀπαράδεκτο οἱ διοργανωτές της νὰἔχουν τὴν ἀξίωση τὸ κύρος της
νὰ εἶναι ἰσοδύναμο καὶἰσάξιο μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Ἀλλά, οὔτε καὶ
Πανορθόδοξος μπορεῖ νὰἀποκληθεῖἡἐν λόγω Σύνοδος, διότι προφανῶς ἀποκλείεται ἡ
συμμετοχὴὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.
Ἐξ
ἴσου ἀμάρτυρο στὴν Ἐκκλησιαστικὴ καὶ Κανονική μας Παράδοση, καὶ γι’
αὐτὸἀπαράδεκτο, εἶναι τὸ σχῆμα: μία ψῆφος-μία Ἐκκλησία,
μὲἀπαραίτητη τὴν ὁμοφωνία ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ κάθε ἐπίσκοπος
δικαιοῦται νὰἔχει δική του ψῆφο καὶ στὶς ἀποφάσεις τῶν μὴ δογματικῶν θεμάτων
νὰἰσχύσει ἡἀρχή: «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω».Ἀπαράδεκτο
θεωροῦμε, ἐπίσης, τὸ νὰ προαποφασίζονται τὰ θέματα καὶὁ τρόπος ὀργανώσεως τῆς
Συνόδου, χωρὶς τὸ κυρίαρχο σῶμα τῶν κατὰ τόπους Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν
νὰἔχει ἐκφράσει συνοδικῶς τὴν ἐπὶ τῶν θεμάτων αὐτῶν τοποθέτησή του.
4)
Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοὶ Διάλογοι τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν
Ἑτεροδοξία κατέληξαν σὲ τραγικὴἀποτυχία, τὴν ὁποία ὁμολογοῦν σήμερα καὶ
αὐτοὶ οἱἴδιοι οἱ πρωτεργάτες τους. Ἡ δῆθεν προσφερομένη βοήθεια μέσω τῶν
Διαλόγων γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἑτεροδόξων στὴν ἐν Χριστῷἀλήθεια καὶ τὴν
Ὀρθοδοξία διαψεύδεται καὶἀποδεικνύεται ἀνύπαρκτη. Τελικά, οἱ Διάλογοι
ἐξυπηρέτησαν καὶ προώθησαν τοὺς στόχους τῆς ἀντιχρίστου λεγομένης «Νέας Ἐποχῆς»
καὶ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως. Ἕνα σημαντικὸ κενό, ποῦ παρουσιάζουν τὰ πρὸς συζήτηση
στὴ μέλλουσα Σύνοδο προσυνοδικὰ κείμενα, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι παραδόξως
ἀπουσιάζει σ’ αὐτὰἡ κριτικὴἀξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας τόσο τῶν διμερῶν
Θεολογικῶν Διαλόγων μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν
κοινοτήτων, ὅσο καὶ τῆς συμμετοχῆς της στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση καὶ τὸ
λεγόμενο «Π.Σ.Ε.», ἡὁποία ὑπῆρχε στὰ κείμενα τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς
Διασκέψεως.
5)
Τὸ προσυνοδικὸ κείμενο μὲ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν
λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» παρουσιάζει κατὰ συρροὴ τὴν
θεολογικὴἀσυνέπεια, ἢ καὶἀντίφαση. Ἔτσι, τὸἄρθρο 1 διακηρύσσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ
αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, θεωρώντας τὴν –πολὺ σωστὰ– ὡς τὴν «Μία,
Ἁγία, Καθολικὴ καὶἈποστολικὴἘκκλησία». Ὅμως, στὸἄρθρο 6 παρουσιάζει μία
ἀντιφατικὴ πρὸς τὸ παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικὰὅτι
«ἡὈρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν
Ἐκκλησιῶν καὶὉμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ' αὐτῆς». Ἐδῶ
γεννᾶται τὸ εὔλογο θεολογικὸἐρώτημα: Ἂν ἡἘκκλησία εἶναι «ΜΙΑ»,
κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
(ἄρθρ. 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιὰἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες; Εἶναι
προφανὲς ὅτι αὐτὲς οἱἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες. Οἱἑτερόδοξες, ὅμως,
«Ἐκκλησίες» δὲν μποροῦν νὰ κατονομάζονται καθόλου ὡς «Ἐκκλησίες» ἀπὸ τοὺς
Ὀρθοδόξους, ἐπειδή, δογματικῶς θεωρούμενα τὰ πράγματα, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται
λόγος γιὰ πολλότητα «Ἐκκλησιῶν», μὲ διαφορετικὰ δόγματα καὶ μάλιστα σὲ πολλὰ
θεολογικὰ θέματα. Κατὰ συνέπεια, ἐνόσο οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτὲς παραμένουν
ἀμετακίνητες στὶς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δὲν εἶναι θεολογικὰὀρθὸ νὰ τοὺς
ἀναγνωρίζουμε –καὶ μάλιστα θεσμικὰ– ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός της «Μιᾶς, Ἁγίας,
Καθολικῆς καὶἈποστολικῆς Ἐκκλησίας».[1]
Στὸἴδιο
ἄρθρο (6) ὑπάρχει καὶδεύτερη σοβαρὴ θεολογικὴἀντίφαση. Στὴν ἀρχὴ
τοῦἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τὸἑξῆς: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς
Ἐκκλησίας ἡἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ». Στὸ τέλος, ὅμως,
τοῦἴδιου ἄρθρου γράφεται ὅτι ἡὈρθόδοξος Ἐκκλησία, μὲ τὴν συμμετοχή της στὴν
Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση, ἔχει ὡς «ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν
τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα». Ἐδῶ τίθεται τὸἐρώτημα: Ἐφόσον
ἡἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν
ἀναζητεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενι(στὶ)κῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται
ἡἐπιστροφὴ τῶν δυτικῶν χριστιανῶν στὴ ΜΙΑ καὶ μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο, ὅμως,
δὲν διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα συνόλου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα,
μάλιστα, δίνεται ἡἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ
προοπτικὲς τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στὴν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς
Ἐκκλησίας.
6)
Τὸ ὡς ἄνω κείμενο κινεῖται στὰ πλαίσια τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς
Ἐκκλησιολογίας,ἡὁποία ἔχει ἐκφραστεῖἤδη κατὰ τὴν Β΄ Βατικανὴ
ψευδοσύνοδο. Αὐτὴἡ νέα Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς βάση τὴν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος
ὅλων τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων, (βαπτισματικῆ θεολογία). Οἱ συντάκτες τοῦ
κειμένου, προκειμένου νὰ προσδώσουν κανονικὴἐγκυρότητα καὶ συνοδικὴ νομιμότητα
στὴν κακόδοξη αὐτὴἘκκλησιολογία, ἐπικαλοῦνται τὸν 7ο Ἱερὸ Κανόνα τῆς Β΄ Ἁγίας
καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὸν 95ο τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὡστόσο, οἱἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τὸν τρόπο εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία
τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν καὶ δὲν ἀναφέρονται καθόλου στὸ «ἐκκλησιαστικὸ
status» τῶν αἱρέσεων, οὔτε στὴ διαδικασία διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν αἵρεση.
Οὔτε, ἀσφαλῶς, ὑπονοοῦν τὸ «ὑποστατὸν» τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων, οὔτε ὅτι οἱ
αἱρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Οὐδέποτε ἡἘκκλησία ἀναγνώρισε καὶ διεκήρυξε
ἐκκλησιαστικότητα στὴν πλάνη καὶ στὴν αἵρεση. Ἡ «μερὶς τῶν σωζομένων», γιὰ τὴν
ὁποία μιλοῦν οἱἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες, βρίσκεται μόνο στὴν Ὀρθοδοξία καὶὄχι στὴν
αἵρεση.
Ἡ
οἰκονομία, ποῦ εἰσηγοῦνται οἱ παραπάνω Κανόνες, δὲν μπορεῖ νὰἐφαρμοστεῖ στοὺς
Δυτικοὺς (Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες), γιατί στεροῦνται τὶς θεολογικὲς
προϋποθέσεις καὶ τὰ κριτήρια, ποῦ θέτουν οἱ συγκεκριμένοι Κανόνες. Καί, ἐπειδὴ
δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οἰκονομία στὴν δογματικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας μας,
οἱ Δυτικοὶ καλοῦνται νὰἀρνηθοῦν τὶς αἱρέσεις τους, νὰ τὶς ἀναθεματίσουν,
νὰἐγκαταλείψουν τὶς Θρησκευτικὲς Κοινότητές τους, νὰ κατηχηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν
ἐν μετανοία τὴν διὰ τοῦἉγίου Βαπτίσματος ἔνταξή τους στὴν Ἐκκλησία.
7)
Τὸἴδιο, ὡς ἄνω, κείμενο πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται σὲ κακοδοξίες ἢ πλάνες,
τὶς ὁποῖες νὰ προσδιορίζει συγκεκριμένα, ὡσὰν τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης νὰ
μὴν δραστηριοποιεῖται πλέον σήμερα. Τὸ κείμενο δὲν ἐπισημαίνει καμμία αἵρεση καὶ
καμμία διαστροφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας καὶ ζωῆς στὸν ἐκτός της
Ὀρθοδοξίας εὑρισκόμενο χριστιανικὸ κόσμο. Ἀντίθετα, οἱ κακόδοξες καὶ αἱρετικὲς
παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν
Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικὲς διαφορὲς ἢ τυχὸν νέες
διαφοροποιήσεις» (§ 11), τὶς ὁποῖες καλοῦνται ἡὈρθόδοξη Ἐκκλησία
καὶἡἑτεροδοξία νὰ «ὑπερβοῦν» (§ 11). Τὸ ζητούμενο γιὰ τοὺς συντάκτες εἶναι
ἡἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν», καὶὄχι ἡ ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ πρόσκληση σὲ μετάνοια καὶ σὲἄρνηση καὶ καταδίκη
τῶν πλανῶν καὶἐτεροδιδασκαλιῶν, ποῦ παρεισέφρησαν στὴ ζωὴ τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν
Κοινοτήτων.
8)
Τὸὡς ἄνω κείμενο κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορὰ στὸ λεγόμενο «Π.Σ.Ε.» (§§ 16-21)
καὶἀποτιμᾶ θετικὰ τὴν συμβολή του στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση,
ἐπισημαίνοντας τὴν πλήρη καὶἰσότιμη συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σ’
αὐτὴν καὶ τὴν συμβολὴ τοὺς «εἰς τὴν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καὶ τὴν
προαγωγὴν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν»(§ 17). Ὡστόσο, ἡ εἰκόνα, ποῦ μᾶς
δίδει τὸ κείμενο σχετικὰ μὲ τὸ «Π.Σ.Ε.», εἶναι ψευδὴς καὶἐπίπλαστη. Κατ’ ἀρχήν,
αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’ ἕναν ὀργανισμό,
ποῦἐμφανίζεται ὡς ὑπερεκκλησία, καὶἡ συνύπαρξη καὶ συνεργασία της μὲ τὴν αἵρεση,
συνιστᾶ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καὶἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς
αὐτοσυνειδησίας της. Ἡ θεολογικὴ ταυτότητα τοῦ «Π.Σ.Ε.» εἶναι σαφῶς
προτεσταντική. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν ἔγινε μέχρι σήμερα δεκτὴ
στὸ σύνολό της ἀπὸ τὶς προτεσταντικὲς αἱρέσεις τοῦ «Π.Σ.Ε.», ὅπως φαίνεται ἀπὸ
τὴν 70ετή ἱστορία του. Ὅλα δείχνουν ὅτι τὸἐπιδιωκόμενο στὸ «Π.Σ.Ε.» εἶναι
ἡὁμογενοποίηση τῶν «ὁμολογιῶν»-μελῶν τοῦ μέσω ἑνὸς μακροχρονίου συμφυρμοῦ. Τὸ
κείμενο ἀποκρύπτει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τῶν μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων μὲ
τὶς προτεσταντικὲς αἱρέσεις-μέλη τοῦ «Π.Σ.Ε.» καὶ τὸἀδιέξοδο, στὸὁποῖο
αὐτοὶἔχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου, δὲν καταδικάζονται τὰἀπαράδεκτα
ἀπὸὈρθοδόξου ἀπόψεως κοινὰ κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ «Π.Σ.Ε.», (π.χ.
Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσᾶν κλπ.) καὶἐπιπλέον ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικὰ
φαινόμενα, τὰὁποῖα συναντοῦμε σ’ αὐτό, ὅπως «Λειτουργία τῆς Λίμα»,
intercommunion, διαθρησκειακὲς συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτικὴ
γλώσσα, ἀποδοχὴ τοῦ σοδομισμοῦἀπὸ πολλὲς αἱρέσεις κλπ.
9)
Ἡἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ
τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερὴς καὶ πραξικοπηματικὴἐνέργεια, γιατί δὲν
ἔγινε μὲ πανορθόδοξη ἀπόφαση. Διέσπασε τὴν λειτουργικὴἑνότητα μεταξὺ τῶν
Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε σχίσματα καὶ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν
πιστῶν. Στὴν ἀλλαγὴ συνήργησαν καὶὤθησαν ἑτερόδοξες «ὁμολογίες» καὶ μυστικὲς
ἑταιρεῖες, μέσω τοῦ Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ἦταν προσμονὴὅλων καὶ δέσμευση
τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος νὰ συζητήσει καὶ
νὰἐπιλύσει τὸ θέμα. Δυστυχῶς, κατὰ τὴν μακρὰ προσυνοδικὴ διαδικασία Παπικοὶ καὶ
Προτεστάντες ἔθεσαν στοὺς Ὀρθοδόξους νέο θέμα, τὸν «κοινὸἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα», μὲ
συνέπεια νὰ στραφεῖ πρὸς τὰἐκεῖ τὸἐνδιαφέρον καὶ νὰἀτονήσει ἡ συζήτηση γιὰ τὴν
θεραπεία τοῦ τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος στὸν ἑορτασμὸ τῶν ἀκινήτων
ἑορτῶν, ποῦ προκλήθηκε χωρὶς λόγο καὶ ποιμαντικὴἀνάγκη. Στὴν τελικὴ φάση τῆς
Συνόδου καὶ χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τὸ θέμα
τοῦἩμερολογίου ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶἦταν τὸ κατ' ἐξοχὴν
ἐπεῖγον καὶ φλέγον θέμα.
10)
Ἡἱστορία τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων μᾶς βεβαιώνει ὅτι αὐτὲς συγκαλοῦνταν
κάθε φορᾶ, ποῦ κάποια αἵρεση ἀπειλοῦσε τὴν ἁγιοπνευματικὴἐμπειρία τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας καὶ τὴν ἔκφρασή της ἀπὸ τὸἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἀντίθετα,
ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος συγκαλεῖται, ὄχι γιὰ νὰ ὁριοθετήσει τὴν
πίστη ἔναντί της αἱρέσεως, ἀλλὰ γιὰ νὰ παράσχει θεσμικὴ ἀναγνώριση καὶ
νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν
στηρίζεται στὴν ἐμπειρία τοῦἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰἀντίθετα τὴν ὑποβαθμίζει
καὶ τὴν ὑποτιμᾶ, τὴν περιθωριοποιεῖ καὶ τὴν παραβλέπει. Ἡ συνολικὴ διαδικασία, ἡ
προπαρασκευὴ καὶἡ θεματολογία τῆς Συνόδου εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιβολῆς μιᾶς
ἐκκλησιαστικῆς ὀλιγαρχίας, ποῦἐκφράζει μιὰἀκαδημαϊκή, ἀποστεωμένη, ἄνευρη
καὶἀπνευμάτιστη θεολογία, ἀποκομμένη ἀπὸ τὸἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἔσχατος κριτὴς
τῆς ὀρθότητας καὶ τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς
Ἐκκλησίας μας, οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοὶ καὶὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁὁποῖος, μὲ
τὴν γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστικὴ καὶ δογματική του συνείδηση, ἐπικυρώνει ἢἀπορρίπτει
τὶς ἀποφάσεις τους. Ὅμως, στὴν μέλλουσα Σύνοδο ἀπουσιάζει παντελῶς αὐτὴἡ
σημαντικὴ παράμετρος, ἐπειδὴἐκφράστηκε ἐπισήμως ὅτι φορέας τῆς ἐγκυρότητας τῶν
ἀποφάσεών της θὰ εἶναι ἡ Συνοδικότητα καὶὄχι τὸὈρθόδοξο Πλήρωμα.
11)
Μιὰἄλλη βασικὴ προϋπόθεση γνησιότητας τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» εἶναι
ἡ ἀναγνώριση ὑπ’ αὐτῆς ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν θεωρούμενων ὡς τοιούτων στὴ
συνείδηση τοῦὈρθοδόξου πληρώματός της Η΄ (879-880) ἐπὶ ἱεροῦ Φωτίου τοῦ Μεγάλου
καὶ τῆς Θ΄ (1351) ἐπὶἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθεισῶν, οἱὁποῖες
ἔχουν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶἔχουν καταδικάσει τὶς
αἱρετικὲς κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ. Ἀλλά, τέτοιο ἐνδεχόμενο δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν
θεματολογία καὶ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα.
12)
Ἡ ὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στὴ συνείδηση τῶν
ὀρθοδόξων ποιμένων καὶ τοῦὀρθοδόξου λαοῦ, ὥστε δὲν χρειάζεται καμμία σύντμηση ἢ
προσαρμογή. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνοι, οἱὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη
νὰἀποκτήσουν περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καὶἀσκητικὸ φρόνημα, γιὰ νὰ μπορέσουν,
μὲ τὸ παράδειγμά τους καὶ τὸν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατερικῆς γραμματείας, νὰ
διδάξουν διακριτικὰ τὸ ποίμνιό τους. ἩὈρθόδοξη Ἐκκλησία μᾶς ἐφαρμόζει
χριστοφιλανθρωπότατα σὲὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς Οἰκουμένης τὴν οἰκονομία σὲὅλο
τὸ μεγαλεῖο της. Εἶναι τόσα πολλὰ τὰ κείμενα περὶ νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων
Πατέρων, ποῦἀναλύουν τὶς παθοκτόνες καὶ σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δὲν
ἀξίζει ὁ εὐτελισμός, ποῦὑφίσταται ἀπὸ τὴν μινιμαλιστικὴ νοοτροπία τῶν
μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱὁποῖοι κόπτονται γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο. Ἂν ἡ
μέλλουσα Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καὶ τροφῶν, θὰ
μιμηθεῖ τὸν ὁλοκληρωτισμό, ποῦ χαρακτηρίζει τὸ Κανονικὸ Δίκαιό του Παπισμοῦ,
τὸὁποῖο καθορίζει θεσμικὰ καὶἀσφυκτικὰἀκόμα καὶ τὴν οἰκονομία.
13)
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 20ού αἰῶνος ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
ἐκφυλλίζεται καὶ μεταλλάσσεται σὲ πανθρησκειακὸ ὅραμα. Οἱἀτελείωτες
διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ συμπροσευχὲς Ὀρθοδόξων μὲἡγέτες θρησκειῶν τοῦ
κόσμου (π.χ. Ἀσίζη) μαρτυροῦν ὅτι ἀπώτερος στόχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ
συνένωση τῶν θρησκειῶν σὲἕνα τερατῶδες σχῆμα, τὴν ἐφιαλτικὴ Πανθρησκεία, ἡὁποία
ἐπιδιώκει νὰἐκμηδενίσει τὴ σώζουσα ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ διαθρησκειακὴ
συνεργασία μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ἀδύνατον νὰ δικαιωθεῖ, οὔτε νὰ
θεμελιωθεῖ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Θεολογία. Ὁ θεόπνευστος
λόγος τοῦἈποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου εἶναι ξεκάθαρος: «Μὴ γίνεσθε
ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶἀνομία; Τὶς δὲ κοινωνία
φωτὶ πρὸς σκότος»; (Β΄ Κόρ. 6, 14).Ἐπίσης, τὸἰδανικό της εἰρηνικῆς
συνυπάρξεως, τὸὁποῖο κατὰ κόρον προβλήθηκε στοὺς Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους,
καθίσταται ἀδύνατο, διότι ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου,
«εἰἐμὲἐδίωξαν καὶὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰω. 15, 20), καὶ μὲ τὸν λόγο
τοῦἈποστόλου Παύλου «πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν ΧριστῷἸησοῦ
διωχθήσονται» (Β΄ Τίμ. 3, 14). Οἱ μετέχοντες στοὺς μέχρι τώρα γενομένους
Διαλόγους δὲν μπόρεσαν, δυστυχῶς, νὰ μεταφέρουν ἀνόθευτη τὴν Ὀρθόδοξη
χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ προσελκύσουν ἔστω καὶἕναν ἀλλόθρησκο
στὴν Ὀρθοδοξία. Ἀντίθετα, μάλιστα ἔφθασαν στὸἀξιοθρήνητο κατάντημα νὰ
παρασυρθοῦν σὲ πλάνες καὶ αἱρέσεις καὶ νὰ διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις,
σκανδαλίζοντας τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, παρασύροντας στὴν πλάνη τοὺς ἀσθενεῖς
στὴν πίστη καὶ προκαλώντας ἔτσι μεγίστη πνευματικὴ φθορὰ καὶ διάβρωση
τοῦὈρθοδόξου φρονήματος. Παρὰ τὴν πληθώρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων,
ὁἰσλαμικὸς φανατισμός, ὄχι μόνο δὲν καταστέλλεται, ἀλλὰ γιγαντώνεται ὅλο καὶ
περισσότερο.
14)
Οἱἀγῶνες τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγῶνες
τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἐμπνέουν καὶ νὰ μᾶς
ὁδηγοῦν στὴν διαφύλαξη τῆς πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Ἀπόπειρα νοθεύσεως τῆς
μωσαϊκῆς θρησκείας παρατηροῦμε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπου, στὴν ἀρχὴ
χαναανϊτικὰ καὶἀργότερα βαβυλωνιακὰ καὶ αἰγυπτιακὰ στοιχεῖα ἀπειλοῦσαν νὰ
νοθεύσουν τὴν πίστη στὸν Ἕνα Θεό. Μεγάλοι ἄνδρες, (Προφῆτες, βασιλεῖς,
πολιτικοὶἄρχοντες, κλπ.) ἀγωνίστηκαν μὲ σθένος γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς καθαρῆς
μωσαϊκῆς θρησκείας. Ἰδιαιτέρως ἀγωνίστηκαν κατὰ τῶν διαφόρων ψευδοπροφητῶν,
οἱὁποῖοι ἀναφαίνονταν κατὰ καιρούς.
Συνοψίζοντας
τὰ παραπάνω, συμπεραίνουμε ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος»
δὲν θὰ εἶναι οὔτε Μεγάλη, οὔτε Ἁγία, διότι, μὲ βάση τὰ μέχρι σήμερα δεδομένα,
δὲν προκύπτει ὅτι αὐτὴ θὰεἶναι σύμφωνη μὲ τὴν Συνοδικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση τῆς
Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶὅτι θὰ λειτουργήσει ὄντως ὡς γνήσια συνέχεια
τῶν ἀρχαίων μεγάλων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Ὁ τρόπος, μὲ τὸν
ὁποῖο εἶναι διατυπωμένα τὰ δογματικοῦ χαρακτῆρος προσυνοδικὰ κείμενα, δὲν
ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας,ὅτι ἡἐν λόγω Σύνοδος ἀποσκοπεῖ νὰ προσδώσει
ἐκκλησιαστικότητα στοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ διευρύνει τὰ κανονικὰ καὶ
χαρισματικὰὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο,
καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δὲν μπορεῖ νὰὁριοθετήσει διαφορετικὰ τὴν μέχρι σήμερα
ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχουν, ἐπίσης, ἐνδείξεις ὅτι ἡἐν λόγω Σύνοδος θὰ
προχωρήσει σὲ καταδίκη τῶν συγχρόνων αἱρέσεων καὶ πρωτίστως τῆς παναιρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ. Ἀντίθετα μάλιστα ὅλα δείχνουν ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία
καὶ Μεγάλη Σύνοδος» ἐπιχειρεῖ νὰ τὴν νομιμοποιήσει καὶ νὰ τὴν ἑδραιώσει.
Ὡστόσο, οἱ ὅποιες ἀποφάσεις της μὲ οἰκουμενιστικὸ πνεῦμα, εἴμαστε ἀπολύτως
βέβαιοι ὅτι δὲν θὰ γίνουν δεκτὲς ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ κλῆρο καὶ τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ
Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἴδια θὰ καταγραφεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴἱστορία ὡς
ψευδοσύνοδος.
Μακαριώτατε,
Ἡ
μέλλουσα «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος», ἂν πραγματικὰ θέλει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξη
Σύνοδος, θὰ πρέπει νὰ λάβει, κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, τὶς ἑξῆς καίριες
ἀποφάσεις:
α)
Νὰἐπικυρώσει τὶς ἀποφάσεις ὅλων προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, (Α΄ ἕως καὶ
Ζ΄ Οἰκουμενικές), δηλαδὴ τοὺς ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων θεσπισθέντες δογματικοὺς
ὅρους καὶἹεροὺς Κανόνες.
β)
Νὰ ἀναγνωρίσει τὶς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τους Ὀρθοδόξους δύο συνόδους τοῦἐνάτου
καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς οἰκουμενικές, δήλαδή τὴν Η΄ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, τό
879, καὶ τὴν Θ΄ἐπὶἉγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες, κατεδίκασαν ἡ
μὲν πρώτη τὸ Filioque καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ δεύτερη τὴν περὶ
κτιστῆς Χάριτος αἵρεση, ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμὸὡς αἵρεση.
γ)
Νὰ καταδικάσει τὴν συγκρητιστικὴ παναιρέση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τὴν
ἀποκαλοῦσε ὁἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς.
δ)
Νὰ καταδικάσει τὴν παρουσία καὶ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στὸ
λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.).
ε)
Νὰ τερματίσει τοὺς Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους καὶ τοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους μὲ
τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, τὶς προετεσταντικὲς ὁμολογίες τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τοὺς
Μονοφυσίτες.
στ)
Νὰ καταδικάσει τὴν μεταπατερικὴ καὶ ἀντιπατερικὴ «νέα ἐκκλησιολογία», ἡ ὁποία
ἀπορρίπτει τὰ χαρισματικά, δογματικὰ καὶ κανονικὰὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
ζ)
Νὰ ἐκλέξει, νὰ χειροτονήσει καὶ νὰ ἐνθρονίσει στὸ πάλαι ποτὲ περίπυστο
Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, μὴ ἀναγνωρίζοντας καὶ
ἐκθρονίζοντας τὸν σημερινὸ καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καὶ αἱρεσιάρχη
κ. Φραγκίσκο. Ἔτσι, θὰ λυθοῦν τὰ θέματα τοῦ Παπισμοῦ, τῆς Οὐνίας καὶ τοῦ
Προτεσταντισμοῦ.
η)
Νὰ δημιουργήσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, λύνοντας τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς,
καὶ
θ)
Νὰ ἀκολουθήσει τὴν Πατερικὴὁδὸ μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, μὲ τὴν
δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σὲ 17 γλῶσσες. Μὲ
τὸν τρόπο αὐτό, θὰ κονιορτοποιήσει τὶς αἱρέσεις μὲ παγκόσμιο λόγο καὶ πατερικὴ
παρρησία, θὰ δοξάσει τὸν Θεὸ καὶ θὰ διασφαλίσει τὸἀνθρώπινο πρόσωπο.
Τὰ
κείμενα τῆς Συνόδου πρέπει νὰ ξαναγραφοῦν ἀπ’ τὴν ἀρχή, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὸ
πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Δὲν ἀρκεῖ νὰ
συγκληθεῖ μιὰ Σύνοδος μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰἀποδειχθεῖ στὸν κόσμο ὅτι οἱὈρθόδοξοι
εἴμαστε ἑνωμένοι. Ἑνωμένοι σὲ τί; Ἡἕνωση γίνεται μόνο βάσει τῆς Ἀληθείας.
Ἡἑνότητα εἶναι ὁ καρπὸς τοῦἉγίου Πνεύματος, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς
Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική Του προσευχή: «ἴνα ὦσιν ἓν καθὼς ἠμεῖς… ἁγίασον
αὐτοὺς ἐν τὴἀληθεία σου… ἴνα καὶ αὐτοὶὦσιν ἠγιασμένοι ἐν ἀληθεία».
Ἡἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνίσταται στὴν ἀκέραιη καὶἀβλαβῆ διαφύλαξη τῶν
διδασκαλιῶν τῆς ὀρθῆς πίστεως, τὴν ὁποία μᾶς παρέδωσαν οἱἍγιοι Ἀπόστολοι καὶ
οἱἍγιοι Πατέρες. Διηρημένοι καὶἀποσχισμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι,
ποῦ φρονοῦν διαφορετικὰἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς μᾶς λέγει
ὁἍγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Οἱἅγιοι Πατέρες ὀνόμασαν «Καθολικὴ» τὴν Ἐκκλησία
Του, ἐπειδὴ μόνο αὐτὴ διατηρεῖ στὴν πληρότητά της τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ὁμολογία
τῆς Πίστεως, χωρὶς τὴν ὁποία κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ
κατανοηθεῖὅτι δὲν ἐπιχειρεῖται νὰἀλλάξει οὔτε ἡ νηστεία, οὔτε ἡ τάξη τοῦ
μοναχισμοῦ, οὔτε ἡ τάξη τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ὅμως παραχαράσεται καὶ
στρεβλώνεται τὸ πιὸ νευραλγικὸ σημεῖο, δηλαδὴἡἐκκλησιολογικὴ δογματικὴ
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Μακαριώτατε,
Γνωρίζοντας
πολὺ καλὰ τὴν πλήρη ἀφιέρωση καὶ τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη Σας γιὰ τὸν Σωτήρα Ἰησοῦ
Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖο διακονεῖτε μὲὅλη τὴν ὕπαρξή Σας, Σᾶς ἀπηύθυνα αὐτὲς τὶς
σκέψεις, οἱὁποῖες μᾶς προβληματίζουν.
Προσευχόμαστε
ἡμέρα καὶ νύχτα στὸν Ἀρχιποιμένα μας καὶ ἐν πάσιν πρωτεύοντα Κύριον Ἰησοῦν
Χριστόν, νὰ Σᾶς ἐνισχύει νὰ παραμένετε πάντοτε ἀμετακίνητος στὴν Ὀρθόδοξο πίστη
καὶ Παράδοση, ὡς ἄξιος διάδοχος ὄχι μόνο τῶν «θρόνων τῶν Ἀποστόλων», ἀλλὰ καὶ
τοῦ βίου, τῆς πίστεως καὶ τῆς ὁμολογίας τους. Εἴησαν τὰ ἔτη Ὑμῶν, ὄλβια, ὑγιεινὰ
καὶπανευφρόσυνα. Ὑποβάλοντες ἐκ προσώπου τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου καὶ τοῦ φιλοχρίστου
Λαοῦ τῆς καθ’ ἠμᾶς Ιεράς Μητροπόλεως ἀπείρους υἱϊκᾶς προσρήσεις καὶ εὐγνώμονας
εὐχαριστίας καὶ κατασπαζόμενοι τὴν Ὑμετέραν Σεπτὴν Δεξιὰν ἑξαιτούμεθα τὰς
Ὑμετέρας Σεπτᾶς θεοπειθεῖς πατρικᾶς εὐχᾶς καὶ εὐλογίας.
+ ὁ Πειραιῶς
ΣΕΡΑΦΕΙΜ
[1] Ἡ
ἀναφερθεῖσα ἀσάφεια τοῦ κειμένου δύναται νὰ ἑρμηνευτεῖ εὔκολα μέσα ἀπὸ τὸ πνεῦμα
τῶν ἀντιλήψεων τοῦ Ἰησουίτη θεολόγου Karl Rahner, μέντορα τῆς Β΄ Βατικάνειας
ψευδοσυνόδου καὶ τοῦ Yves Congar. Ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ἀντιλήψεις τοὺς υἱοθετεῖ καὶ
ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζιζιούλας, ὅπως τὴν «θεωρία
τῶν ἀτελῶν ἐκκλησιῶν», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁρισμένες ἐκκλησίες βρίσκονται πιὸ
κοντά, ἐνῶ ἄλλες πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν πλήρη Ἐκκλησία. Στὴν περίπτωση τῆς Β΄
Βατικάνειας ψευδοσυνόδου, ὁ Παπισμὸς εἶναι ἡ πλήρης Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ ἄλλες
(συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας) εἶναι οἱ ἀτελεῖς ἐκκλησίες.
Τὸ συμπέρασμα, ποῦ προκύπτει, βάσει τῶν πληροφοριῶν καὶ τῆς μελέτης τῶν
θεολογικῶν κειμένων, σχετικὰ μὲ αὐτὴ τὴν πρωτοφανῆ ἐκκλησιολογία, ὅπως προκύπτει
ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἀπόψεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου
Ζιζιούλα, καὶ τὴν ἀνάλυση τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου,
εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ πλήρης Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ ἄλλες
(συμπεριλαμβανομένων τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ) εἶναι οἱ
ἀτελεῖς ἐκκλησίες. Ὅμως, αὐτὴ ἡ ἀντίληψη μᾶς παραπέμπει σὲ μιὰ βατικανοποίηση
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ εἰσαγάγει συνοδικῶς τὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὡς ἐπὶ κεφαλῆς αὐτῆς τῆς κίνησης, στὴν μέλλουσα νὰ
συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Οἱ θεωρίες τῶν
«ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», τῶν «δύο πνευμόνων τῆς Ἐκκλησίας» (Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός),
τῶν «κλάδων», τῆς «μεταπατερικῆς καὶ μετακανονικῆς θεολογίας», τῆς
«βαπτισματικῆς θεολογίας», ἡ θεωρία ὅτι ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει ὅλες τὶς
ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες ἀποσχίστηκαν ἀπὸ αὐτήν, ἡ ἀποδοχὴ τῶν μικτῶν γάμων μὲ τοὺς
ἑτερόδοξους κ.α. ἀποτελοῦν ἐκφράσεις καὶ μορφὲς τῆς νέας ἐκλησιολογίας, τῆς νέας
μεταπατερικῆς ἢ καλύτερα ἀντιπατερικῆς ἐκκλησιολογίας. Σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία
«τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας», ὅποιος βαπτίζεται στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος
εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως πίστεως, δόγματος καὶ ὁμολογίας. Ὅμως, οἱ
ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας οὐδέποτε ἀναγνώρισαν τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, παρὰ
μόνον κατ’ οἰκονομίαν τοὺς δέχονταν, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι ἀπαρνοῦνται τὴν
αἵρεση καὶ ἐπιστρέφουν στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἐφόσον διατηροῦσαν τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ
τοῦ Βαπτίσματος μὲ τὶς τρεῖς καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις. Σύμφωνα μὲ τοῦ Ἱεροὺς
Κανόνες 7 τῆς Β΄ καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου: «Τοὺς προστιθεμένους
τὴ ὀρθοδοξία, καὶ τὴ μερίδι τῶν σωζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν
ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τὲ καὶ συνήθειαν», καὶ πιὸ κάτω, «πάντας τοὺς ἂπ αὐτῶν
θέλοντας προστίθεσθαι τὴ ὀρθοδοξία». Ἡ οἰκονομία δὲν δύναται ποτὲ νὰ μετατραπεῖ
σὲ κανόνα πίστεως ἢ σὲ δόγμα. Τὸ κείμενο αὐτὸ τῆς Συνόδου εἶναι κατ’ἐξοχὴν
δογματικό, ὅμως εἶναι ἀντορθόδοξο, ἐπειδὴ ἐπιτρέπει ἐντελῶς λανθασμένες
ἑρμηνεῖες, οἱ ὁποῖες ἐνθαρρύνουν τὶς ἑτερόδοξες ἀντιλήψεις, πράγμα ποῦ σημαίνει
ἀλλοίωση τῆς ἀποκαλυφθείσας Ἀληθείας τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου