Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΕΙΣ ΤΗΝ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ) ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΥΓΕΙΑ (8ο ΜΕΡΟΣ)




Κάθε παράπτωμα πού διαπράττεται μετά τό Βάπτισμα δεν οφείλεται στην ατέλεια του μυστηρίου αλλά στην δική μας έλλειψη πίστης καί στη δική μας αμέλεια νά εφαρμόσουμε τίς έντολές. Ούτε τόν Αδάμ ούτε τό Σατανά πρέπει νά μεμφόμαστε γιά τά σφάλματα μας, αλλά τους εαυτούς μας· γιατί μέ τό Βάπτισμα, ελευθερωθήκαμε εντελώς άπό τή ροπή στό κακό, αυτήν πού κληρονομήσαμε με το προπατορικό αμάρτημα και απο καθε τυραννικό καταναγκασμό, πού ασκεί ό διάβολος. Έχουμε πλήρη ελευθερία καί τά παραπτώματα που διαπράττουμε μετά τό Βάπτισμα οφείλονται μόνο στην κακή χρήση της. Μετά τό Βάπτισμα, εξακολουθούμε νά δεχόμαστε πειρασμούς χωρίς νά μπορούμε νά τό εμποδίσουμε αυτό, καθώς έχει διαβολική προέλευση· δέ φέρουμε καμιά ευθύνη σχετικά μέ τό γεγονός τούτο, άλλ' ανήκει στή δικαιοδοσία μας ν απορρίψουμε τίς υποβολές του δαίμονα. Είμαστε εντελώς ελεύθεροι απέναντι στον πειρασμό, τό Βάπτισμα μας έδωσε τή δύναμη ν' αντιστεκόμαστε νικηφόρα στον πειραστή. Ό,τι δέ δεχόμαστε ούτε μπορεί νά μας προσβάλλει ούτε νά μας κάνει νά ύποφέρουμε. Έάν υποχωρούμε καί υποκύπτουμε στους πειρασμούς, αυτό συμβαίνει γιατί ευδοκούμε καί τό επιθυμούμε καί μάλιστα όντας πλήρως ελεύθεροι.

Ή αμαρτία έχει καί πάλι δύναμη πάνω μας, απλά καί μόνο επειδή εμείς αρχίσαμε νά τήν άγαπάμε. 'Οφειλεται μόνο στην αμέλειά μας. Δύο αιτίες έχει ή δράση του πονηρού, ή οποία επιμένει καί εξακολουθεί [ν' ασκείται] πάνω μας: τήν εγκατάλειψη τών εντολών καί τίς κακές πράξεις, που εκούσια διαπράττουμε μετά τό Βάπτισμα. Ή πλήρης λοιπόν αποφυγή του κακού είναι δυνατή μέ τή χάρη του Βαπτίσματος καί είναι πλέον κτήμα μας· ή διατήρηση όμως της καθαρότητας πού μας δόθηκε, απαιτεί μέσα άπό στάση ζωής μέ πίστη καί ελπίδα, τήν αντίσταση στους πειρασμούς καί τήν έμπρακτη εφαρμογή τών εντολών.

Παρόμοια, καί ή εκδήλωση της άγιαστικής καί θεοποιού χάρης, που μας δόθηκε πλήρως άλλα μυστικά με το Βάπτισμα, απαιτεί τήν προσπάθεια μας. Δέ φανερώνεται, δέν αποκαλύπτεται ενεργώς, δέν κάνει αισθητά τ' αποτελέσματα της, παρά μόνο στό μέτρο της πίστης μας, της ελπίδας μας, καί της εφαρμογής τών έντολών. Νά γιατί, αν τή χάρη αυτή δέν είναι δυνατόν ν' αυξηθεί μέσα μας, - καθώς είναι τέλεια καί δέν υπολείπεται σέ κάτι, πού θά μπορούσε νά της προστεθεί μέ τίς δικές μας προσπάθειες -, μπορούμε εμείς ν' αυξηθούμε «έν αυτή». Οι αρετές πού μπορούμε ν' αποκτήσουμε είναι απλώς ή προοδευτική φανέρωση της χάρης πού λαμβάνουμε μέ τό Βάπτισμα, σχετικά μέ τήν άπό μέρους μας εφαρμογή τών έντολών.

Τό ίδιο θά μπορούσαμε νά πούμε καί γιά τή θεία Εύχαριστία: τό μυστήριο δέ δρα ούτε αυτόματα, ούτε κατά κάποιο τρόπο μαγικά, μολονότι δίνεται στον βαπτιζόμενο Αυτός ο ίδιος ό Χριστός καί φθάνει σ' όλα τά μέλη του σώματός του καί σ' όλες τίς δυνάμεις της ψυχής του. Ό Θεός ούτε εκεί πιέζει τόν άνθρωπο, καί ή ενέργεια του μυστηρίου είναι σχετική μέ τήν πνευματική διάθεση αυτού πού τό δέχεται: έχει άπό μόνο του μιά δύναμη τό μυστήριο, ή οποία δρα μόνο αν αυτός πού μεταλαμβάνει διάκειται ευνοϊκά στό νά τό δεχτεί, όπως αρμόζει. Οι ευχές, πού προηγούνται της Θείας Κοινωνίας, υπογραμμίζουν ότι «ό άναξίως μεταλαμβάνων [...] κρίμα έαυτώ έσθίει καί πίνει». Οι ίδιες ευχές, όπως όσες ακολουθούν τή θεία Κοινωνία, καλούν τό χριστιανό ν' ανοιχτεί καθόλο τό είναι του προς Αυτόν πού λαμβάνει καί ν' άποδειχτεί εντελώς δεκτικός προς τή θεραπευτική καί άγιαστική ενέργεια Του· τέλος τόν προσκαλούν νά πράττει καί νά δρα ώς έχοντας αφομοιώσει τό δώρο πού δέχτηκε. Όπως καί ή χάρη του Βαπτίσματος, ή χάρη της Ευχαριστίας δίνεται πλήρως σ' όλους όσους μεταλαμβάνουν, αλλά εκδηλώνεται σ' αυτούς μέ διαφορετικό τρόπο, ανάλογα μέ την ποιότητα των διαθέσεών τους καί τήν άπό μέρους τους εφαρμογή τών έντολών. Αυτό εξηγεί, όπως παρατηρεί ό Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας ότι «εισί δέ οι καί σημεία της άρρωστίας φέρουσιν έτι καί ούλάς τών πάλαι πληγών, άν ήττον ή προσήκον ήν μελήση περί τών τραυμάτων αύτοις, καί προς τήν του φαρμάκου δύναμιν ουκ έφάμιλλον είσενέγκωσι τής ψυχής τήν παρασκευήν» (ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ, Έν Χριστώ ζωή, 4,55).

Οι ίδιες παρατηρήσεις αφορούν καί στά υπόλοιπα μυστήρια. Ό Άγιος Μάξιμος γράφει γενικά: «Έκαστος γάρ κατά τήν άναλογίαν τής έν αύτώ πίστεως φανερουμένην κέκτηται του Πνεύματος τήν ένέργειαν, ώστε ταμίας υπάρχει της χάριτος έκαστος έαυτού» (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Προς Θαλάσσιον, 54, Ρ.G 90, 516). Μπορούμε λοιπόν νά ομολογήσουμε με τον Άγιο Ιωάννη τόν Χρυσόστομο: «Μετά τήν του Θεού χάριν έν ήμιν κείται τό πάν καί έν τή σπουδή τή ημετέρα» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Κατήχησις, 5,24).

Ή ύπαρξη ενός παντοδύναμου ιατρού, ικανού νά θεραπεύει τά πάντα, δεν αρκεί ώστε ό άνθρωπος ν' άπελευθερωθεί άπό τά βάσανα του με αυτό καθεαυτό τό γεγονός. Πρέπει επιπλέον νά συνδράμει σ' αυτό. Πριν άπό αυτό μάλιστα, πρέπει νά επιθυμήσει νά ξαναβρεί τήν υγεία. Ό άνθρωπος γιά νά πετύχει τή θεραπεία των νοσημάτων του άπό τό Χριστό, οφείλει πρωτίστως νά θελήσει νά θεραπευτεί· εξίσου οφείλει νά στραφεί προς Αυτόν καί νά Τόν επικαλείται μέ όλες του τίς δυνάμεις, διότι, όπως επισημαίνει ό Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «άκοντας ημάς ό [θείος Ιατρός] [Σ.τ.μ.: Ό Χριστός] ου σωφρονίζει»(ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ματθαίος-όμιλία, 28,4)· καί ό Θεοδώρητος Κύρου γράφει πάλι: «Ό δέ γε των ψυχών ιατρός τήν τών ουκ εθελόντων άπολαύειν της θεραπείας ού βιάζεται γνώμην» (ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΣ ΚΥΡΟΥ, Θεραπευτική, 5,4)

Απαραίτητο επίσης κατά πρώτο λόγο είναι ό άνθρωπος να μήν αρνείται νά εξετάζει τήν κατάσταση του καί νά βλέπει τά νοσήματά του· εφόσον τότε τά συνειδητοποιεί, νά μήν αρνείται ή τουλάχιστον νά μήν αμελεί νά επικαλείται Αυτόν πού μπορεί νά τόν θεραπεύσει. Έξηγεί ό Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ότι γιά όσους έπιζητούν ειλικρινά τό φάρμακο, δέν είναι δυνατό νά μήν έλθει ή θεραπεία μέσω του αληθινού ιατρού των ψυχών καί συνεχίζει, γράφοντας, ότι γιά όσους επιπλέον δέν κλείνουν τά μάτια μπροστά στίς αρρώστιές τους μέ τήν αποθάρρυνση ή τήν αμέλεια, άλλα προστρέχουν μέ ταπείνωση και εγρήγορση ψυχής προς τον ουράνιο ιατρό, για τα νοσήματα πού τους μετέδωσαν ή άγνοια, ή πλάνη καί κάποια άτυχής ανάγκη, θά έλθει επίσης ή θεραπεία· καθώς όλοι αυτοί ούτε κρύβουν τά τραύματα καί τίς πληγές τους ούτε αποκρούουν μέ αύθάδειατήν άγωγή (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, Conlationes 65, 19, 12. ).

Δέν υπάρχει κακό, πού ό ουράνιος Ιατρός δέ μπορεί νά θεραπεύσει· αρκεί ό άνθρωπος ν' απευθυνθεί σ' Αυτόν καί νά Τόν περιβάλει μ' εμπιστοσύνη ώστε ν' απελευθερωθεί άπό τό βάσανο. Παραγγέλλει ό Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Ού νικά σου τά συναχθέντα αμαρτήματα, τό πλήθος τών οικτιρμών του Θεού· ού νικά σου τά συναχθέντα άμαρτήματα, τό πλήθος τών οίκτιρμών του Θεού· ού νικά σου τά τραύματα τήν άρχιατρικήν έμπειρίαν. Δός μόνον σεαύτόν μετά πίστεως· λέγε τω Ίατρώ τό πάθος» (Κύριλλος Ιεροσολύμων, Κατήχησις, 2,6). Ό δέ Μέγας Βασίλειος λέγει: «Έτοιμος έστιν ό μέγας τών ψυχών Ιατρός ιάσασθαί σου τό πάθος [...]. Έάν έπιδώς σεαυτήν [Σ.τ.μ: Τήν ψυχή], ούκ όκνήσει ούδ' απαξιώσει σε ό φιλάνθρωπος» (ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Επιστολή, 46,6). Καί ό Άγιος Μακάριος υπενθυμίζει τήν ελάχιστη αυτή προϋπόθεση της θεραπείας, δηλαδή τήν επίκληση του ίατρού: «Ει μή εκείνος ό τυφλός έβόησε καί ή αίμορροούσα προσήλθε τω Κυρίω, ούκ άν έτύγχανον ίάσεως» (ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ, Όμιλία (Συλλογή ΙΙ), 20,8). Καί υπογραμμίζει ότι κάθε άνθρωπος, ακόμη καί ό πιό εξασθενημένος άπό τήν αρρώστια, είναι σέ θέση νά εκπληρώνει τουλάχιστον τή συγκεκριμένη προϋπόθεση: «"Ωσπερ δέ εί τις νόσω ή πυρετώ κατέχεται, ει καί τό σώμα επί τής κλίνης έρριπται, μηδέν δυνάμενον διαπράξασθαι τών τής γης έργων, και ό νούς ουχ ησυχάζει περισπώμενος καί μεριμνών περί εργασίας· καί τόν ίατρόν επιζητεί, άποστέλλων προς αυτόν τους φίλους αύτού. Τόν αυτόν τρόπον καί ή ψυχή άπό τής παραβάσεως τής εντολής έν άσθενεία τών παθών γεγονυία καί άτονος καταστάσα, προσερχόμενη τω Κύριω καί πιστεύουσα τής άντιλήψεως αύτού τυγχάνει. Καί άρνησαμένη τήν προτέραν κακίστην ζωήν, εί καί έν τή παλαιά άσθενεία κατάκειται, μή δυναμένη τά έργα τής ζωής έν άληθεία διαπράξασθαι, άλλ' όμως τό μεριμνήσαι περί τής ζωής έμπόνως, τό δεηθήναι του Κυρίου, τό ζητήσαι τόν άληθινόν ίατρόν έχει καί δύναται» (ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ, Όμιλία (Συλλογή III), 46,24).

Συνοπτικά, οποίος επιθυμεί νά θεραπευθεί οφείλει στην αρχή νά προβεί σ' ενα διάβημα, πού κοστίζει λίγο. Ό Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί ότι ή απλή επιθυμία γιά θεραπεία, ή μόνη έκφραση καί εκδήλωση τής βούλησής μας άρκούν γιά νά λάβουμε άπό τό Χριστό τήν υγεία τής ψυχής μας· ή θέληση αυτή όφειλε νά μας υποκινεί καί νά μας συνέχει στην ενασχόληση μας μέ τήν εξυγίανση τής ψυχής μας. Έμείς πάλι τείνουμε περισσότερο νά φροντίζουμε τό σώμα μας του οποίου οι νόσοι όμως είναι λιγότερο σοβαρές άπό πνευματική έποψη καί του οποίου ή θεραπευτική συνεπάγεται πολύ περισσότερες φροντίδες.

Ωστόσο, ή θέληση γιά θεραπεία οφείλει νά εκδηλώνεται όχι μόνο όταν πρόκειται γιά τήν επίκληση του ιατρού, αλλά ακόμη καί γιά τή λήψη των φάρμακων, πού συνταγογραφεί «Ει ούν ό κακώς έχων προσέλθη τω ιατρώ, χρή αυτόν φυλάξαι τά ύπό του Ίατρού προστασσόμενα», παρατηρεί ό Άγιος Βαρσανούφιος, πού σημειώνει ακόμη: «Ό προσερχόμενος τω ιατρώ, εαν μή ευτακτήση κατά τήν επιταγήν του ιατρού, άπαλλαγήναι του πάθους ού δύναται» (ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή, 156).

Ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος πάλι επιμένει στην ανάγκη συνεργασίας μεταξύ ασθενούς καί ίατρού καί προκρίνει τή δράση τών φαρμάκων στην περίπτωση δέ τών πνευματικών νοσημάτων φάρμακο αποτελεί ή κοινωνία μέ τό Χριστό καί ή θέληση όλου του είναι μας γι' αυτό πού Αυτός θέλει γιά τή θεραπεία μας.

Ό άνθρωπος εκδηλώνει τή θέληση του νά θεραπευτεί καί συμβάλλει προσωπικά στή θεία θεραπευτική ιδιαίτερα μέσα άπό πέντε θεμελιώδεις πνευματικές στάσεις. Αυτές προϋποθέτουν τήν έν Χριστώ ζωή του καί του επιτρέπουν νά δέχεται, ν' αφομοιώνει καί νά καρποφορεί τή θεραπευτική καί σωτηριώδη αρχή, πού προσφέρεται διά του Αγίου Πνεύματος μέσω τών μυστηρίων τής Εκκλησίας, καί είναι: ή πίστη, ή μετάνοια, ή προσευχή, ή ελπίδα καί ή εφαρμογή τών εντολών.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ







Οι δύο γυναίκες του... Οικουμενικού Πατριαρχείου



Οι δύο γυναίκες του... Οικουμενικού Πατριαρχείου


 
«Εχετε επιλεγεί για να συμμετάσχετε στη θέση των συμβούλων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο». Με τη φράση αυτή σε ειδική επιστολή του ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος (φωτογραφία) καλεί δύο γυναίκες να παρακολουθήσουν την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο μετά το Σχίσμα των Εκκλησιών που θα συγκληθεί τον προσεχή Ιούνιο στην Κρήτη. Με την απόφασή του αυτή ο κ. Βαρθολομαίος ουσιαστικά αποστέλλει μήνυμα και στους προκαθημένους των άλλων εκκλησιών να συμπεριλάβουν στις αντιπροσωπείες τους γυναίκες, όπως είχε συμφωνηθεί προσφάτως στη Σύναξη των Ορθοδόξων Προκαθημένων στο Σαμπεζί.

Οι αποδέκτες του πατριαρχικού γράμματος είναι η ηγουμένη της Μονής Παναγίας Χρυσοπηγής των Χανίων μοναχή Θεοξένη και η επισκέπτρια αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ταφτ της Βοστώνης κυρία Ελισάβετ Προδρόμου.

Η 65χρονη ηγουμένη είναι επικεφαλής σε ένα από τα σημαντικότερα και δυναμικότερα μοναστήρια της χώρας. Σπούδασε Θεολογία και Κοινωνική Εργασία στην Αθήνα και από το 1975 είναι μοναχή. Η Μονή της Χρυσοπηγής, στην οποία ηγείται, είναι γνωστή για τις οικολογικές πρωτοβουλίες της και την κοινωνική της δράση στην Κρήτη. Επίσης συγκαταλέγεται στα μοναστήρια που συμβάλλουν στη λειτουργία της Μονής Ζωοδόχου Πηγής του Βαλουκλή, όπου είναι οι τάφοι των Πατριαρχών, με την τακτική αποστολή μελών της μοναστικής κοινότητάς της.

Η κυρία Ελισάβετ Προδρόμου δεν είναι θεολόγος αλλά έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες και ασχολείται στις ΗΠΑ με θέματα θρησκευτικής ελευθερίας, τρομοκρατίας, επίλυσης συγκρούσεων και εκδημοκρατισμού των χωρών της Μέσης Ανατολής.

Οι δύο γυναίκες θα καταλάβουν τις δύο από τις έξι θέσεις συμβούλων που διαθέτει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως και όλες οι άλλες ορθόδοξες εκκλησίες στη Μεγάλη Σύνοδο. Σύμφωνα με πληροφορίες, για τις υπόλοιπες τέσσερις θέσεις ανδρών προορίζονται μοναχοί και λαϊκά στελέχη.

Η κίνηση του Οικουμενικού Πατριάρχου δεν εκπλήσσει, αφού τις τελευταίες δεκαετίες στις αντιπροσωπείες του Πατριαρχείου στους διαχριστιανικούς διάλογους και στις ποικίλες συναντήσεις συγκαταλέγονται γυναίκες με ειδική μόρφωση και εμπειρία που εκφράζουν τις θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά προκαλεί αίσθηση. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι την ίδια ώρα η Εκκλησία της Ελλάδος, στα 40 άτομα της αντιπροσωπείας της στην Κρήτη, μεταξύ των οποίων 24 μητροπολίτες και ο Αρχιεπίσκοπος, δεν άφησε χώρο ούτε για μία γυναίκα.



ΠΗΓΗ: http://www.tovima.gr/society/article/?aid=794419

Καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης: Απάντηση-κριτική στο Υπόμνημα του Μητροπολίτη Μεσσηνίας για την Μεγάλη Σύνοδο


    

Ο Καθηγητής Δογματικής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης απέστειλε προς τους Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος απάντηση-κριτική στο Υπόμνημα του Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου για το Κείμενο της Μεγάλης Συνόδου «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ».

         

Θεσ/νίκη 20/4/2016
Πρός
τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰ. Γενναδίου 14
115 21 ΑΘΗΝΑ
Κοινοποίηση: Πρός ὅλους τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ Ε΄ ΠΡΟΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΑΣΚΕΨΕΩΣ

[Σαμπεζύ – Γενεύη, 10-17 Ὀκτωβρίου 2015]:
«ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ»

Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε,
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς,

­πει­δή ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Μεσ­ση­νί­ας κ. Χρυ­σό­στο­μος – στό Ὑ­πό­μνη­μά του, μέ ἀ­ριθμ. Πρωτ. 183/2016/1-4-16, πρός τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος – μέ ἐμ­φα­νί­ζει νά συμ­φω­νῶ μα­ζί του σέ συγ­κε­κρι­μέ­νες ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές θέ­σεις (βλ.σ. 8 τοῦ Ὑ­πο­μνή­μα­τός του), αἰ­σθά­νο­μαι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νά δι­ευ­κρι­νί­σω μέ κά­θε σα­φή­νεια καί σε­βα­σμό τίς ἐ­π’ αὐ­τῶν θε­ο­λο­γι­κές μου θέ­σεις. Πα­ράλ­λη­λα, θε­ω­ρῶ σκό­πι­μο καί κύ­ριο νά το­πο­θε­τη­θῶ στό ὅ­λο Ὑ­πό­μνη­μα τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του, για­τί ἔμ­με­σα –πλήν σα­φῶς– ὑ­φέρ­πει ἡ ἐν­τύ­πω­ση, ὅ­τι εἶ­μαι σύμ­φω­νος μέ ὅ­σα ἐκ­θέ­τει ὁ ἴ­διος στό ἐν λό­γῳ Ὑ­πό­μνη­μα, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ὄχι ἁπλῶς διαφωνῶ, ἀλλά καταλήγω καί σέ ἀντίθετα συμπεράσματα, ὅπως θά ἀποδειχθεῖ ἀπό τήν κριτική, πού θά ἀκολουθήσει. Γι’ αὐτό, Σᾶς παρακαλῶ, ταπεινῶς, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,νά κάνετε τόν κόπο –γιά μιά ἀκόμη φορά- νά μελετήσετε τό νέο κείμενό μου.
Συγ­κε­κρι­μέ­να, στή σε­λί­δα 8, ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος μέ πα­ρου­σιά­ζει νά συμ­φω­νῶ μέ τό θε­ο­λο­γι­κό ἐ­πι­χεί­ρη­μα κά­ποι­ας Σλα­βι­κῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, τό ὁ­ποῖ­ο τε­λι­κῶς ἀ­πο­δέ­χθη­κε ἡ Ε΄ Προ­συ­νο­δι­κή  Πα­νορ­θό­δο­ξη Δι­ά­σκε­ψη, υἱ­ο­θε­τώντας τήν δι­α­τύ­πω­ση: «Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἱ­στο­ρι­κήν ὕ­παρ­ξιν ἄλ­λων Χρι­στι­α­νι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί Ὁ­μο­λο­γι­ῶν μή εὑ­ρι­σκο­μέ­νων ἐν κοι­νω­νί­ᾳ με­τ’ αὐ­τῆς» (Ἄρ­θρο 6).
Γρά­φει, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος: «εἰ­δι­κό­τε­ρον δέ διά τήν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κήν Ἐκ­κλη­σί­αν ἀ­νέ­φε­ρε (ἐνν. ἡ Σλα­βι­κή Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α), ὅ­τι ὁ ὅ­ρος «Ἐκ­κλη­σί­α» χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ὡς πε­ρι­γρα­φι­κός (terminus technicus) καί οὐ­χί μέ δογ­μα­τι­κόν πε­ρι­ε­χό­με­νον καί κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­αν, θε­ω­ροῦ­σα μά­λι­στα ὅ­τι εἰς τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς ὑ­φί­σταν­ται θε­ο­λο­γι­κῶς «στοι­χεῖ­α ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τος» (vestigia ecclesiae), ὡς ὁ τύ­πος τοῦ τρι­α­δο­λο­γι­κοῦ βα­πτί­σμα­τος, ἡ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, ἡ Ἱ­ε­ρω­σύ­νη, ἡ συ­νο­δι­κό­της, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως τοῦ λαν­θα­σμέ­νου «τύ­που» καί «τρό­που» λει­τουρ­γί­ας αὐ­τῶν, ἄ­πο­ψιν τήν ὁ­ποί­αν ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει καί ὁ Ἐλ­λο­γι­μώ­τα­τος Κα­θη­γη­τής Δημ. Τσε­λεγ­γί­δης, (Δυ­τι­κή Θε­ο­λο­γί­α καί Πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, ἔκδ. Α.Π.Θ., Θεσ­σα­λο­νί­κη, ἄ.χ. σελ. 7: «ἡ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κή δι­δα­σκα­λί­α δέν εἶ­ναι ἐ­ξο­λο­κλή­ρου ἀ­πορ­ρι­πτέ­α»)!!!».
Ποι­ά εἶ­ναι ὅ­μως ἡ ἀ­λή­θεια τῶν πραγ­μά­των; Πρῶ­τον, ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος πα­ρα­πέμ­πει σέ μέ­να κα­τά τρό­πο ἀν­τι­ε­πι­στη­μο­νι­κό. Πα­ρα­πέμ­πει δη­λα­δή σέ Πα­νε­πι­στη­μια­κές Ση­μει­ώ­σεις πού δέν συ­νι­στοῦν ἐ­πι­στη­μο­νι­κό σύγ­γραμ­μά μου. Δεύ­τε­ρον, τό κεί­με­νό μου στήν σελ. 7 ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: «Κα­ταρ­χήν, πρέ­πει νά ποῦ­με – συμ­φω­νών­τας μέ τόν π. GFlorovsky, ὅ­τι ἡ Δυ­τι­κή Θε­ο­λο­γί­α δέν εἶ­ναι ἀ­πορ­ρι­πτέ­α στό σύ­νο­λό της», πρᾶγ­μα πού εἶ­ναι αὐ­το­νό­η­το. Τοῦ­το, ὅ­μως, δέν ση­μαί­νει ὅ­τι ἀ­πο­δέ­χο­μαι ὅ­λα ὅ­σα γρά­φει ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Μεσ­ση­νί­ας προ­η­γου­μέ­νως, ἀλ­λά καί στή συ­νέ­χεια. Ἡ πα­ρα­πά­νω δι­α­τύ­πω­σή μου κά­θε ἄλ­λο πα­ρά ὁ­δη­γεῖ στό σφα­λε­ρό συμ­πέ­ρα­σμα τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του, ὅ­τι δη­λα­δή ἐ­γώ «ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νω τήν ἄ­πο­ψιν» τῆς συγ­κε­κρι­μέ­νης Σλα­βι­κῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας.
Στό Ὑ­πό­μνη­μά του, ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος προ­βαί­νει σέ ἐ­πε­ξή­γη­ση
κά­θε πα­ρα­γρά­φου τοῦ Κει­μέ­νου: «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ», «προ­κει­μέ­νου», ὅ­πως γρά­φει, «νά ἀρ­θοῦν αἱ τυ­χόν ἐ­πι­φυ­λά­ξεις καί ἐ­πί τῷ ­τέ­λει ὅ­λων ὅ­σων ἀ­νέ­φε­ρον εἰ­σα­γω­γι­κῶς» (σ. 4).
α) Στήν ἐ­πε­ξή­γη­ση τῆς §1, ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ση­μει­ώ­νει, ὅ­τι αὐ­τή «συμ­βάλ­λει εἰς τήν  ὅ­λην πο­ρεί­αν προ­ω­θή­σε­ως τῆς ἑ­νό­τη­τος τῶν Χρι­στια­νῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι (ἐνν. Χρι­στια­νοί) ἐ­ξαι­τί­ας τῶν κα­τά και­ρούς αἱ­ρέ­σε­ων καί σχι­σμά­των τυγ­χά­νουν ἤ­δη δι­η­ρη­μέ­νοι καί ἀ­πο­σχι­σμέ­νοι ἐκ τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος». Καί συ­νε­χί­ζει, γρά­φον­τας τά ἑ­ξῆς: «Ἡ πα­ροῦ­σα πα­ρά­γρα­φος ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α δέν ταυ­τί­ζε­ται, ὡς πρός τήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή της αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α, πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον, ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὅ­μως ὅ­τι ὑ­φί­στα­ται δι­ά­σπα­σις τῶν Χρι­στια­νῶν, καί οὐ­χί τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων, ὡς ἐ­σφαλ­μέ­νως δι­α­τυ­ποῦ­ται ὑ­πό τῶν ἐ­πι­κρι­τῶν, καί οὕ­τως συμ­βάλ­λει εἰς τήν ὅ­λην δι­α­δι­κα­σί­αν πρόν ἐ­πί­τευ­ξιν τῆς ἑ­νό­τη­τος ὅ­λων με­τ’ Αὐ­τῆς, ὡς τῆς «οὔ­σης τῆς Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας»,  πρω­τί­στως διά τῆς ἐ­πι­λύ­σε­ως τῶν δι­α­φό­ρων θε­ο­λο­γι­κῶν δι­α­φο­ρῶν» (σελ. 4).
Ἔ­χου­με τήν πε­ποί­θη­ση, ὅ­τι ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος κ. Χρυ­σό­στο­μος προ­βαί­νει σέ συ­νει­δη­τή, ἐ­ξω­πραγ­μα­τι­κή ὡ­ραι­ο­ποί­η­ση τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας μέ προ­σω­πι­κές ἑρ­μη­νευ­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις, πού ὅ­μως δέν τεκ­μαί­ρον­ται ἀ­πό τό Προ­συ­νο­δι­κό Κεί­με­νο, πού ἐ­πι­συ­νά­πτου­με. Οὔ­τε στό ἐν λό­γῳ Κεί­με­νο οὔ­τε σέ ἄλ­λα Κεί­με­να τῶν Δι­με­ρῶν Θε­ο­λο­γι­κῶν Δι­α­λό­γων, ἀλ­λά καί οὔ­τε ἀ­πό τούς ἐ­πί­ση­μους λό­γους τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τριά­ρχη καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τίς ἐ­πί­ση­μες Δι­με­ρεῖς σχέ­σεις καί πρά­ξεις τῶν Προ­κα­θη­μέ­νων τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν τεκ­μαί­ρε­ται, ἐ­π’ οὐ­δε­νί, ὁ ἑρ­μη­νευ­τι­κός ἰ­σχυ­ρι­σμός τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του. Ἀ­πε­ναν­τί­ας, θά ἔ­λε­γα, οἱ ἐ­πί­ση­μοι λό­γοι καί τά ἔρ­γα τους πα­ρα­πέμ­πουν σα­φῶς στήν ἐν­τε­λῶς ἀν­τί­θε­τη ἄ­πο­ψη (βλ. τούς χα­ρα­κτη­ρι­σμούς τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων ὡς «ἀ­δελ­φῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν», τίς συμ­προ­σευ­χές κ. ἄ.).
Ἀλ­λά, οὔ­τε στήν  § 1, οὔ­τε καί στίς ἄλ­λες §§ τοῦ ἐ­πί­ση­μου Κει­μέ­νου ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ἡ «ἐ­πί­τευ­ξη τῆς ἑ­νό­τη­τος ὅ­λων με­τ’ Αὐ­τῆς,
ὡς τῆς «οὔ­σης τῆς Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας», θά γί­νει, «πρω­τί­στως διά τῆς ἐ­πι­λύ­σε­ως τῶν δι­α­φό­ρων θε­ο­λο­γι­κῶν δι­α­φο­ρῶν» (σελ. 4). Ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­ναι φα­νε­ρό σέ ὅ­λο τό Προ­συ­νο­δι­κό Κεί­με­νο εἶ­ναι ὅ­τι, σκο­πί­μως, ἀ­πο­σι­ω­πᾶ­ται ὁ συγ­κε­κρι­μέ­νος αὐ­τός τρό­πος τῆς ἑ­νό­τη­τας μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Ἀ­πο­σι­ω­πᾶ­ται, ἐ­πί­σης σκο­πί­μως, καί ἀ­πό τόν Σε­βα­σμι­ώ­τα­το ἐ­δῶ, ἡ ἀ­πο­τυ­χί­α ὅ­λων τῶν Δι­με­ρῶν Θε­ο­λο­γι­κῶν Δι­α­λό­γων ἕ­ως σή­με­ρα μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ὅ­πως ὁ ἴ­διος, ἄλ­λω­στε, βε­βαί­ω­σε σέ  Ἔκ­θε­σή του πρός τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας.
Κα­τά συ­νέ­πεια, ἡ ἕ­ως τώ­ρα μέ­θο­δος καί κυ­ρί­ως οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις τῶν Δι­με­ρῶν Θε­ο­λο­γι­κῶν Δι­α­λό­γων καί τῶν Κοι­νῶν Κει­μέ­νων στό πλαί­σιο τοῦ Παγ­κο­σμί­ου Συμ­βου­λί­ου Ἐκ­κλη­σι­ῶν (Π.Σ.Ε.) δέν εἶ­ναι λο­γι­κῶς καί θε­ο­λο­γι­κῶς ὀρ­θό νά νο­μι­μο­ποι­οῦν­ται θε­σμι­κά σέ μί­α Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο. Ἀ­πε­ναν­τί­ας, θά πρέ­πει νά ἀ­να­θε­ω­ροῦν­ται καί νά τε­θοῦν οἱ δι­α­χρο­νι­κές ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κές μέ­θο­δοι καί προ­ϋ­πο­θέ­σεις, πού ἐ­φαρ­μό­στη­καν στούς Θε­ο­λο­γι­κούς Δι­α­λό­γους μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους -στό πλαί­σιο τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας- ἕ­ως καί τόν 19ο αἰ­ῶ­να.
β) Ὡς πρός τήν 5η §, ἡ ἑρ­μη­νεί­α πού ἐ­πι­χε­ρεῖ ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος σ’ αὐ­τήν εἶ­ναι ὀρ­θή, ἀλ­λά καί ἡ ἀ­σά­φεια τοῦ Προ­συ­νο­δι­κοῦ Κει­μέ­νου ἐ­πι­τρέ­πει καί ἄλ­λη ἑρ­μη­νευ­τι­κή προ­σέγ­γι­ση. Ἔ­τσι, ἡ «ἀ­πο­λε­σθεῖσα ἑ­νό­τη­τα τῶν Χρι­στια­νῶν», κα­τά τήν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του, δέν ἀ­φο­ρᾶ τούς Ὀρ­θο­δό­ξους, ἀλ­λά τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους (σελ. 6). Ὅ­μως, καί οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι εἶ­ναι κι αὐ­τοί Χρι­στια­νοί. Ἔ­τσι, ἐ­πι­τρέ­πει τό Προ­συ­νο­δι­κό Κεί­με­νο τήν ἑρ­μη­νεί­α, γιά ἀ­πο­λε­σθεῖ­σα ἑ­νό­τη­τα ὅ­λων τῶν Χρι­στια­νῶν, αὐ­το­νο­ή­τως συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων καί τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων, πρᾶγ­μα πού ἀν­τί­κει­ται στήν βι­βλι­κή καί ἀ­κα­τά­λυ­τη ἀ­λή­θεια γιά τήν προ­φη­τεί­α τοῦ Χρι­στοῦ γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­τι «πύ­λαι Ἅ­δου οὐ κα­τι­σχύ­σου­σι αὐ­τῆς». Ἕ­να Συ­νο­δι­κό Κεί­με­νο ὀ­φεί­λει νά εἶ­ναι σα­φέ­στα­το καί ὄ­χι δι­φο­ρού­με­νο.
Ὡς πρός τόν νε­ο­λο­γι­σμό: «δι­η­ρη­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α», γιά νά ἀ­πο­φευ­χθεῖ τό­σο ἡ πα­ρά­χρη­σή του ὅ­σο καί οἱ θε­ο­λο­γι­κές ἀν­τεγ­κλή­σεις, κα­λό εἶ­ναι νά υἱ­ο­θε­τη­θεῖ ἡ δογ­μα­τι­κή ἀ­κρί­βεια, ὅ­πως αὐ­τή δι­α­τυ­πώ­νε­ται ἐ­π’ αὐ­τοῦ τοῦ θέ­μα­τος ἀ­πό τόν Ἅ­γιο Τα­ρά­σιο, Πα­τριά­ρχη Κων/πό­λε­ως καί Πρό­ε­δρο τῆς Ζ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, σέ Ἐ­πι­στο­λή του πρός τόν Πά­πα Ρώ­μης Ἀν­δρια­νό: «Καί οὐ­δα­μῶς εἴα­σε Χρι­στός ὁ Θε­ός ἡ­μῶν, ἡ πέ­τρα ἐν ᾗ ἐ­στη­ριγ­μέ­νοι ἐ­σμέν, τόν ἄ­νω­θεν ὑ­φαν­τόν δι­ό­λου χι­τῶ­να, εἴ­τουν τήν πα­ρ’ αὐ­τοῦ καί ἐ­π’ αὐ­τόν οἰ­κο­δο­μη­θεῖ­σαν Ἐκ­κλη­σί­αν αὐ­τοῦ δι­ε­σχι­σμέ­νην καί δι­ερ­ρηγ­μέ­νην, καί τά μέ­λη ἄλ­λο­τε ἄλ­λως κι­νού­με­να» (PG 98, 1440 C). Ἄν ὅ­μως εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ ὁ πα­ρα­πά­νω νε­ο­λο­γι­σμός («δι­η­ρη­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α»), νά δι­ευ­κρι­νί­ζε­ται, ὅ­τι ὁ νε­ο­λο­γι­σμός αὐ­τός δέν ἀ­φο­ρᾶ τόν ὀν­το­λο­γι­κό (ὑ­παρ­ξια­κό) χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς τοῦ μό­νου μυ­στη­ρια­κοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Τό κα­λύ­τε­ρο καί δογ­μα­τι­κῶς ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νο, ὅ­μως, εἶ­ναι νά ἀ­πο­φεύ­γε­ται τε­λεί­ως ὁ νε­ο­λο­γι­σμός αὐ­τός, για­τί τρο­φο­δο­τεῖ τήν δι­γλωσ­σί­α τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, τό­σο τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων, ὅ­σο δυ­στυ­χῶς καί τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων, καί δη­μι­ουρ­γεῖ ἀ­νε­πί­τρε­πτη σύγ­χυ­ση στό πλή­ρω­μα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης καί μό­νης Ἐκ­κλη­σί­ας καί πέ­ραν τού­του, ἀ­κρι­βέ­στε­ρα, εἶ­ναι τε­λεί­ως ἄ­στο­χος.
γ) Ἡ «δι­ορ­θω­τι­κή πρό­τα­σις» πού εἰ­ση­γεῖ­ται ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος κ.  Χρυ­σό­στο­μος στήν § 6 τοῦ Προ­συ­νο­δι­κοῦ Κει­μέ­νου, εἶ­ναι καί­ρια καί σω­στή. Θά ἀ­πο­φευ­χθοῦν πράγ­μα­τι πολ­λές ἀ­σά­φει­ες καί συγ­χύ­σεις στήν ὀρ­θή κα­τα­νό­η­ση τοῦ Κει­μέ­νου, ἄν ἀν­τι­κα­τα­στα­θεῖ ἡ πρό­τα­ση: «Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἱ­στο­ρι­κήν ὕ­παρ­ξιν ἄλ­λων χρι­στι­α­νι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί Ὁ­μο­λο­γι­ῶν μή εὑ­ρι­σκο­μέ­νων ἐν κοι­νω­νί­ᾳ με­τ’ αὐ­τῆς», μέ τήν Πρό­τα­σή του: «ἄλ­λων ἤ λοι­πῶν Χρι­στι­α­νι­κῶν Ὁ­μο­λο­γι­ῶν καί Κοι­νο­τή­των» (σελ. 9). Ἡ δι­ορ­θω­τι­κή αὐ­τή Πρό­τα­ση τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του εἶ­ναι μέν στήν σω­στή κα­τεύ­θυν­ση, δέν δι­α­σφα­λί­ζει ὅ­μως τά ἀ­κρι­βῆ ὅ­ρια τῆς Μί­ας, μό­νης καί ἀ­δι­αι­ρέ­του Ἐκ­κλη­σί­ας καί ὡς ἐκ τού­του προ­κύ­πτουν ἀ­να­πό­φευ­κτα ἐ­σφαλ­μέ­νες ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές ἑρ­μη­νεῖες.
Τό Προ­συ­νο­δι­κό Κεί­με­νο, βέ­βαι­α, στήν § 6 ἐ­πι­χει­ρεῖ τήν δι­καί­ω­ση τῆς συμ­με­το­χῆς «εἰς τήν Οἰ­κου­με­νι­κήν Κί­νη­σιν τῶν νε­ο­τέ­ρων  χρό­νων, ἐν τῇ πε­ποι­θή­σει ὅ­τι διά τοῦ δι­α­λό­γου δί­δει δυ­να­μι­κήν μαρ­τυ­ρί­αν τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς ἐν Χρι­στῷ ἀ­λη­θεί­ας καί τῶν πνευ­μα­τι­κῶν αὐ­τῆς θη­σαυ­ρῶν πρός τούς ἐ­κτός αὐ­τῆς, μέ ἀν­τι­κει­με­νι­κόν σκο­πόν τήν προ­λεί­αν­σιν τῆς ὁ­δοῦ τῆς ὁ­δη­γού­σης πρός τήν ἑ­νό­τη­τα». Ἐ­δῶ, δι­ε­ρω­τώ­με­θα, ἄν οἱ συν­τά­κτες τοῦ ἄρ­θρου αὐ­τοῦ σο­βα­ρο­λο­γοῦν! Δί­νει ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α «δυ­να­μι­κήν μαρ­τυ­ρί­αν τῆς ἐν Χρι­στῷ ἀ­λη­θεί­ας», ὅ­ταν προ­συ­πο­γρά­φει συγ­κε­κρι­μέ­να Κοι­νά Κεί­με­να λ.χ. μέ τούς Ἀν­τι­χαλ­κη­δο­νί­ους, μέ τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς (Balamand, Ρα­βέν­να) καί μέ τούς Προ­τε­στάν­τες (Porto AlegreBusan); Καί πῶς ὑ­πο­στη­ρί­ζε­ται ὁ πα­ρα­πά­νω ἰ­σχυ­ρι­σμός, ὅ­ταν τά Κοι­νά αὐ­τά Κεί­με­να δέν ἔ­χουν ἀ­ξι­ο­λο­γη­θεῖ ἀ­πό τίς Ἱ­ε­ραρ­χί­ες τῶν Το­πι­κῶν Αὐ­το­κε­φά­λων Ἐκ­κλη­σι­ῶν; Ἡ πι­κρή ἀ­λή­θεια εἶ­ναι, ὅ­τι ὡς Ὀρ­θό­δο­ξοι, στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, πα­ρου­σι­α­ζό­μα­στε νά ἔ­χου­με ἔλ­λειμ­μα Κα­νο­νι­κό­τη­τας, Συ­νο­δι­κό­τη­τας καί Ὀρ­θό­δο­ξης αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας.
δ) Ὡς πρός τήν §16 τοῦ Προ­συ­νο­δι­κοῦ Κει­μέ­νου, ἔ­χου­με νά πα­ρα­τη­ρή­σου­με, ὅ­τι αὐ­τό πού ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται ἐ­δῶ ὑ­περ­βαί­νει τίς ἁρ­μο­δι­ό­τη­τες τῆς συγ­κε­κρι­μέ­νης Πα­νορ­θο­δό­ξου Συ­νό­δου, ἐ­πει­δή αὐ­τή στήν πρά­ξη ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς μιά δι­ηυ­ρη­μέ­νη Σύ­νο­δος Προ­κα­θη­μέ­νων. Κα­τά συ­νέ­πεια, εἶ­ναι ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶς ἐ­πι­σφα­λές καί ἀ­νε­πί­τρε­πτο μιά Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος, μέ σο­βα­ρό ἔλ­λειμ­μα Συ­νο­δι­κό­τη­τας (χω­ρίς τήν ἐ­νερ­γό – διά ψή­φου συμ­με­το­χή ὅ­λων τῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­τά τό δυ­να­τόν), νά ἐ­πι­χει­ρεῖ νά νο­μι­μο­ποι­ή­σει Πα­νορ­θο­δό­ξως τήν συμ­με­το­χή τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας στήν Οἰ­κου­με­νι­κή Κί­νη­ση, τό «Παγ­κό­σμιο Συμ­βού­λιο Ἐκ­κλη­σι­ῶν» (Π.Σ.Ε.) καί σέ δι­α­χρι­στι­α­νι­κούς ὀρ­γα­νι­σμούς, καί πε­ρι­φε­ρεια­κά ὄρ­γα­να, ὅ­πως ἡ «Δι­ά­σκε­ψη τῶ­ν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν» (Κ.Ε.Κ.) καί τό «Συμ­βού­λιο Ἐκ­κλη­σι­ῶν Μέ­σης Ἀ­να­το­λῆς» (Σ.Ε.Μ.Α.). Καί τοῦ­το, πα­ρά τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες τῆς Γε­ωρ­γί­ας καί τῆς Βουλ­γα­ρί­ας ἀ­πε­χώ­ρη­σαν ἀ­πό τό Π.Σ.Ε. τό 1997 καί τό 1998 ἀν­τί­στοι­χα.
ε) Τά γρα­φό­με­να ἀ­πό τόν Σε­βα­σμι­ώ­τα­το γιά τήν ἀ­πόρ­ρι­ψη τῆς λε­γό­με­νης «Βα­πτι­σμα­τι­κῆς Θε­ο­λο­γί­ας» μᾶς βρί­σκουν κα­τ’ ἀρ­χήν σύμ­φω­νους σέ θε­ω­ρη­τι­κό ἐ­πί­πε­δο, δέν συμ­φω­νοῦ­με ὅ­μως σέ πρα­κτι­κό ἐ­πί­πε­δο μέ ὅ­σα γρά­φει ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος πε­ρί τοῦ «ἐγ­κύ­ρου καί ὑ­πο­στα­τοῦ τοῦ βα­πτί­σμα­τος» στήν «κα­τ’ οἰ­κο­νο­μί­αν ἀ­πο­δο­χήν» τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων. Συγ­κε­κρι­μέ­να, γρά­φει ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος: «Ἡ «κα­τ’ οἰ­κο­νο­μί­αν» αὕ­τη ἀ­πο­δο­χή τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων ὑ­πό τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, διά Λι­βέλ­λου καί διά Χρί­σμα­τος, συ­νε­πά­γε­ται μέν τήν «κα­τ’ οἰ­κο­νο­μί­αν» ἀ­πο­δο­χήν ὡς ἐγ­κύ­ρου καί ὑ­πο­στα­τοῦ τοῦ βα­πτί­σμα­τος, ὄ­χι ὅ­μως καί ὅ­λων τῶν λοι­πῶν μυ­στη­ρί­ων ἤ τῆς ἀν­τί­στοι­χης Ὁ­μο­λο­γί­ας («Ἐκ­κλη­σί­ας») (σ. 11).
Οἱ ὅ­ροι «ἔγ­κυ­ρο» καί «ὑ­πο­στα­τό» μυ­στή­ριο ση­μαί­νουν τό μυ­στή­ριο «πού ἔ­χει ἰ­σχύ» καί «ὑ­φί­στα­ται», ἀν­τι­στοί­χως. Ἡ ἀ­πο­δο­χή ὅ­μως τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων ἀ­πό τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, διά Λι­βέλ­λου καί διά Χρί­σμα­τος, στήν πε­ρί­πτω­ση ἀ­σκή­σε­ως τῆς «οἰ­κο­νο­μί­ας», δέν ση­μαί­νει τήν ἀ­πο­δο­χή τοῦ Βα­πτί­σμα­τός τους ὡς «ἐγ­κύ­ρου» καί ὡς «ὑ­πο­στα­τοῦ». Κά­τι τέ­τοι­ο δέν μαρ­τυ­ρεῖ­ται οὔ­τε ἄ­με­σα οὔ­τε ἔμ­με­σα ἀ­πό τόν 7ο Κα­νό­να τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου οὔ­τε ἀ­πό τόν 95ο τῆς Πεν­θέ­κτης Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Ὡς γνω­στόν, οἱ Κα­νό­νες αὐ­τοί πε­ρι­γρά­φουν τόν τρό­πο καί τό πλαί­σιο τῆς «κα­τ’ οἰ­κο­νο­μί­αν» ἀ­πο­δο­χῆς τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων, πού ἐ­πι­στρέ­φουν στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α.
Τό γράμ­μα καί τό πνεῦ­μα τῶν Ἱ­ε­ρῶν αὐ­τῶν Κα­νό­νων προ­ϋ­πο­θέ­τουν τό θε­ο­λο­γι­κό ὑ­πό­βα­θρό τους. Προ­ϋ­πο­θέ­τουν καί τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀ­φοῦ δη­λα­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι Μί­α καί μό­νη, ὡς τό ἕ­να θε­αν­θρώ­πι­νο μυ­στη­ρια­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α «ση­μαί­νε­ται ἐν τοῖς μυ­στη­ρί­οις», κα­τά τόν Ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο Κα­βά­σι­λα, εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά ἄ­στο­χο,νά ὑ­πο­στη­ρί­ζε­ται ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μυ­στή­ρια, πρᾶγ­μα πού δέν μαρ­τυ­ρεῖ­ται που­θε­νά στήν δι­α­χρο­νι­κή Ἱ­ε­ρή Πα­ρά­δο­ση.  Ἄλ­λω­στε, ἄν τό Βά­πτι­σμα τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων πού γί­νον­ται δε­κτοί «κα­τ’ οἰ­κο­νο­μί­αν», διά τοῦ Ἁ­γί­ου Χρί­σμα­τος, εἶ­ναι «ἔγ­κυ­ρο» καί «ὑ­πο­στα­τό», ποι­ός θε­ο­λο­γι­κός λό­γος ἀ­πο­κλεί­ει ὅ­λα τά ἄλ­λα μυ­στή­ρια, ὡς «ἔγ­κυ­ρα» καί «ὑ­πο­στα­τά»; Ἀ­πο­λύ­τως, κα­νέ­νας θε­ο­λο­γι­κός λό­γος. Προ­πάν­των, ὅ­μως, ἄν εἶ­ναι «ἔγ­κυ­ρο» καί «ὑ­πο­στα­τό» τό Βά­πτι­σμα τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων, τό­τε εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά καί λο­γι­κά συ­νε­πές, νά ἀ­πο­δε­χθοῦ­με, ἀ­ναγ­καί­ως, ὅ­τι «ἔγ­κυ­ρη» καί «ὑ­πο­στα­τή» εἶ­ναι καί ἡ Ἱ­ε­ρω­σύ­νη τους, καί κυ­ρί­ως ἡ «ἐκ­κλη­σί­α» τους. Πρᾶγ­μα ἄ­το­πο. Κα­νέ­να μυ­στή­ριό τους δέν ὑ­φί­στα­ται, για­τί, ἁ­πλῶς, ἐ­κτός Ἐκ­κλη­σί­ας δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν μυ­στή­ρια. «Ἑ­πό­με­νος τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», δέν συμ­φω­νῶ κα­θό­λου μέ ὅ­σα ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος κ. Χρυ­σό­στο­μος μέ ἐμ­φα­νί­ζει νά συμ­φω­νῶ. Πιό συγ­κε­κρι­μέ­να, δέν ἀ­πο­δέ­χο­μαι, σέ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση, ὅ­τι οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί ἔ­χουν «ἔγ­κυ­ρο» καί «ὑ­πο­στα­τό» Βά­πτι­σμα, ἤ κά­ποι­ο ἄλ­λο μυ­στή­ριο. Καί τοῦ­το, ἐ­πει­δή ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός δέν εἶ­ναι Ἐκ­κλη­σί­α.
Τό πνεῦ­μα τῶν μνη­μο­νευ­θέν­των Ἱ­ε­ρῶν Κα­νό­νων εἶ­ναι, ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α – φι­λαν­θρώ­πως ἐ­νερ­γοῦ­σα καί κα­τ’ οἰ­κο­νο­μί­αν– δέ­χε­ται «τούς προ­στι­θε­μέ­νους τῇ Ὀρ­θο­δο­ξί­ᾳ, καί τῇ με­ρί­δι τῶν σω­ζω­μέ­νων ἀ­πό αἱ­ρε­τι­κῶν», πάν­το­τε, ὑ­πό συγ­κε­κρι­μέ­νες προ­ϋ­πο­θέ­σεις, ἄλ­λο­τε χρί­ον­τας καί ἄλ­λο­τε βα­πτί­ζον­τάς τους. Σέ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση, ὅ­μως, δέν λέ­νε οἱ Ἱ­ε­ροί Κα­νό­νες (7ος τῆς Β΄ καί 95ος τῆς Πεν­θέ­κτης), ὅ­τι τό Βά­πτι­σμα κά­ποι­ου ἀ­πό τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους εἶ­ναι «ἔγ­κυ­ρο» ἤ «ὑ­πο­στα­τό». Καί, φυ­σι­κά, τά «ὅ­ρια» τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πα­ρα­μέ­νουν, πάν­το­τε καί ταυ­τό­χρο­να, κα­νο­νι­κά καί χα­ρι­σμα­τι­κά.
Στή σ.14 τοῦ Ὑ­πο­μνή­μα­τός του ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος ὑ­πο­στη­ρί­ζει, «ὅ­τι ἄ­νευ συ­νο­δι­κῆς ἀ­πο­φά­σε­ως ἡ δι­ά­κρι­σις με­τα­ξύ Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί αἱ­ρέ­σε­ως δέν τυγ­χά­νει ἐ­φι­κτή». Ἡ ἄ­πο­ψη αὐ­τή τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του κ. Χρυ­σο­στό­μου εἶ­ναι ἀ­τυ­χής καί ἐ­σφαλ­μέ­νη, για­τί δι­α­ψεύ­δε­ται ἀ­πό τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως κα­τα­τί­θε­ται αὐ­τή στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α. Ἡ «δι­ά­κρι­σις με­τα­ξύ Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί αἱ­ρέ­σε­ως» τυγ­χά­νει ἐ­φι­κτή, κα­τε­ξο­χήν, ἀ­πό τούς χα­ρι­σμα­τι­κούς φο­ρεῖς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τούς ἁ­γί­ους της, οἱ ὁ­ποῖ­οι – ἔ­χον­τες ἐ­νερ­γά τά πνευ­μα­τι­κά αἰ­σθη­τή­ριά τους – ἔ­χουν πρω­τί­στως τό χά­ρι­σμα τῆς δι­α­κρί­σε­ως τῶν πνευ­μά­των. Ἔ­τσι, ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται πο­λύ κα­λά τήν βι­ου­μένη ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­τι τά αἱ­ρε­τι­κά δόγ­μα­τα ἔ­χουν ὡς εἰ­ση­γη­τή τους τό ἀ­κά­θαρ­το πνεῦ­μα, τόν Δι­ά­βο­λο. Ἡ αἵ­ρε­ση, πρω­τί­στως, κα­τά τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, εἶ­ναι δι­δα­σκα­λί­α δαι­μο­νί­ων καί ἐμ­πνέ­ε­ται ἀ­πό τά πο­νη­ρά πνεύ­μα­τα (βλ. σχε­τι­κῶς Α΄ Τιμ. 4,1). Κα­τά τήν Ἀ­σκη­τι­κή Γραμ­μα­τεί­α, γε­νι­κῶς, ὁ ἴ­διος ὁ Δι­ά­βο­λος ἔ­φε­ρε στόν κό­σμο κά­θε κα­κο­δο­ξί­α καί αἵ­ρε­ση, ἐ­νῶ κα­τά τόν στῦ­λο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας Μέ­γα Ἀ­θα­νά­σιο, ἡ αἵ­ρε­ση «οὐκ ἔ­στι τῶν Ἀ­πο­στό­λων, ἀλ­λά τῶν δαι­μό­νων καί τοῦ πα­τρός αὐ­τῶν τοῦ Δι­α­βό­λου‧ καί μᾶλ­λον ἄ­γο­νος καί ἄ­λο­γος καί δι­α­νοί­ας ἐ­στίν οὐκ ὀρ­θῆς, ὡς ἡ τῶν ἡ­μι­ό­νων» (Βί­ος καί πο­λι­τεί­α Με­γά­λου Ἀν­τω­νί­ου, 82, PG, 26,960 B). Μέ τό ἴ­διο πνεῦ­μα αὐ­τοῦ τοῦ χω­ρί­ου οἱ Πα­τέ­ρες τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τούς αἱ­ρε­τι­κούς φρε­νο­βλα­βεῖς (πνευ­μα­τι­κῶς). Ἡ κατά χαρισματικό τρόπο διαπίστωση τῆς αἱρέσεως πι­στο­ποι­εῖ­ται, ἱ­στο­ρι­κά, στά πρό­σω­πα τῶν Ἁ­γί­ων Ἀν­τω­νί­ου τοῦ Με­γά­λου, Ἀ­θα­να­σί­ου καί Κυ­ρίλ­λου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, Μα­ξί­μου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Δα­μα­σκη­νοῦ, Γρη­γο­ρί­ου Πα­λα­μᾶ, Μάρ­κου τοῦ Εὐ­γε­νι­κοῦ, Ἰ­ου­στί­νου Πό­πο­βιτς, γιά νά πε­ρι­ο­ρι­στῶ ἐν­τε­λῶς ἐν­δει­κτι­κά σ’ αὐ­τούς.
Οἱ θε­ο­φό­ροι Πα­τέ­ρες, ἁ­πλῶς, μέ τίς Συ­νο­δι­κές Ἀ­πο­φά­σεις τους, δι­α­σα­φη­νί­ζουν, πε­ρι­χα­ρα­κώ­νουν καί  ἐ­πι­κυ­ρώ­νουν θε­ο­λο­γι­κά καί  θε­σμι­κά τήν βι­ου­μέ­νη δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού ἐκ­φρά­ζε­ται πρω­τί­στως ἀ­πό τούς χα­ρι­σμα­τι­κούς της φο­ρεῖς, τούς ἁ­γί­ους. Σέ δι­α­φο­ρε­τι­κή πε­ρί­πτω­ση, θά ἦ­ταν δυ­να­τό νά μή συ­νέλ­θει Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος ἐ­πί αἰ­ῶ­νες, προ­κει­μέ­νου νά δι­α­κρί­νει με­τα­ξύ Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί αἱ­ρέ­σε­ως, ἐ­νό­σῳ θά κυ­ρια­ρχεῖ σύγ­χυ­ση στούς πι­στούς γιά τήν ἀ­κρί­βεια τῆς πί­στε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί οἱ πι­στοί θά δι­α­τρέ­χουν τόν ἔ­σχα­το κίν­δυ­νο τῆς σω­τη­ρί­ας τους, ἀ­να­μέ­νον­τας, κατά τόν Σεβασμιώτατο, τήν σύγ­κλη­ση «τοῦ μό­νου ὀρ­γά­νου δι­α­τη­ρή­σε­ως, δι­α­σφα­λί­σε­ως καί δι­α­κη­ρύ­ξε­ως τῆς γνη­σί­ας ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως» (σ.15).
στ) Τέ­λος, τό πνεῦ­μα τῆς § 23 τοῦ Προ­συ­νο­δι­κοῦ Κει­μέ­νου ἐμ­φα­νί­ζε­ται νά κα­ταρ­γεῖ, θε­σμι­κά, τόν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐν ὀ­νό­μα­τι τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ. Μέ­σα στό πνεῦ­μα αὐ­τό θε­ω­ροῦν­ται ὅ­λοι οἱ Χρι­στια­νοί «ἐμ­πνε­ό­με­νοι ὑ­πό τῶν κοι­νῶν θε­με­λι­ω­δῶν ἀρ­χῶν τῆς πί­στε­ως ἡ­μῶν». Δη­λα­δή, εἶ­ναι δυ­να­τόν πο­τέ, Ἅ­γιοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, οἱ αἱ­ρε­τι­κές δογ­μα­τι­κές δι­δα­σκα­λί­ες τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων Χρι­στια­νῶν νά συ­νι­στοῦν «κοι­νές θε­με­λι­ώ­δεις ἀρ­χές τῆς πί­στε­ως ἡ­μῶν»; Αὐ­τό εἶ­ναι ὄ­χι μό­νο ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶς, ἀλ­λά καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶς ἀ­πα­ρά­δε­κτο, ὡς βλά­σφη­μο καί ἀ­τεκ­μη­ρί­ω­το.
Καί τό ἐ­πι­μύ­θιο τοῦ Προ­συ­νο­δι­κοῦ Κει­μέ­νου ἐ­πι­σφρα­γί­ζει τό ὅ­λο Οἰ­κου­με­νι­στι­κό-συγ­κρη­τι­στι­κό πνεῦ­μα τοῦ πρός Συ­νο­δι­κή ἔγ­κρι­ση προ­τει­νο­μέ­νου Κει­μέ­νου:
«Δε­ό­με­νοι, ὅ­πως οἱ Χρι­στια­νοί ἐρ­γα­σθῶ­μεν ἀ­πό κοι­νοῦ, ὥ­στε νά ἀ­πο­βῇ ἐγ­γύς ἡ ἡ­μέ­ρα, κα­θ’ ἥν ὁ Κύ­ριος θά ἐκ­πλη­ρώ­σῃ τήν ἐλ­πί­δα τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί ‘‘γε­νή­σε­ται μί­α ποί­μνη, εἷς ποι­μήν’’ (Ἰ­ω. 10,16)».
Ἐ­δῶ, ἁ­πλῶς, θά ἐρω­τή­σω, Ἅ­γιοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς: Ποῦ προ­τεί­νε­ται ἀ­πό τόν Κύ­ριό μας στούς Ἀποστόλους ἤ ἀ­πό τίς Οἰ­κου­με­νι­κές ἤ Το­πι­κές Συ­νό­δους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἀ­πό κοι­νοῦ συ­νερ­γα­σί­α μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους γιά τήν ἐκ­πλή­ρω­ση τῆς ἀ­πο­στο­λῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στόν κό­σμο; Που­θε­νά! Γι’ αὐ­τό, ἄν δέν κα­τα­ψη­φί­σε­τε τό συγ­κε­κρι­μέ­νο Προ­συ­νο­δι­κό Κεί­με­νο, του­λά­χι­στον, νά τό ἐ­πα­να­δι­α­τυ­πώ­σε­τε, ρι­ζι­κά ἀ­να­θε­ω­ρη­μέ­νο.
«Στῶ­μεν κα­λῶς, στῶ­μεν με­τά φό­βου Θε­οῦ»!

Μέ βαθύτατο σεβασμό
ἀσπάζομαι τήν δεξιά Σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς
τοῦ Α.Π.Θ.