Ο Καθηγητής Π. Μπρατσιώτης
Σχετικά με το δεύτερο ζήτημα, το νόημα και το σκοπό της
συμμετοχής της Ε.τ.Ε. στην οικουμενική κίνηση, οι απόψεις των τριών θεολογικών
τάσεων είναι ανάλογες προς τις θέσεις που εξέφρασαν για το πρώτο ζήτημα.
Έτσι, για την φιλοοικουμενική πλευρά το νόημα της συμμετοχής
της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε όλες “ανεξαιρέτως” τις Συνελεύσεις καί Επιτροπές του
Π.Σ.Ε. είναι “απαραίτητος” και απορρέει από το γεγονός ότι αυτή είναι η Una
Sancta και εκπροσωπεί την παράδοση της αρχαίας αδιαίρετης Εκκλησίας των εννέα
πρώτων αιώνων. Αυτός ακριβώς είναι και ο σκοπός της, να αξιοποιήσει την
ευκαιρία που της παρέχεται στο πλαίσιο του Π.Σ.Ε., ώστε να καταθέσει μαρτυρία
της πίστης της και να υπενθυμίσει σε όλους τους χριστιανούς τις κοινές ρίζες
και την παράδοσή τους. Με αυτό τον τρόπο η Ορθόδοξη Εκκλησία θα μπορούσε να
ανταποκριθεί στην προσδοκία των ξένων Εκκλησιών και να συνεισφέρει στην
οικουμενική αναζήτηση για την ορατή και πραγματική ενότητα της χριστιανοσύνης [1]. Επιπλέον, η συμμετοχή της θεωρήθηκε
ότι αποτελεί καθήκον που προκύπτει από τη διαπίστωση της θλιβερής διαίρεσης των
Εκκλησιών ως εμπόδιο στη χριστιανική ζωή και δράση, καθώς δεν είναι δυνατό να
κηρύτουν “τήν αγάπην καί τήν ένωσιν των λαών της γης, όταν αι ίδιαι δέν
συνεργάζωνται εν ομονοία καί ηνωμέναι”. Από την άλλη μεριά, εκτιμάται ότι
δεν επιτρέπεται να απουσιάζει η Ορθόδοξη Εκκλησία από τη μεγάλη αυτή
παγχριστιανική προσπάθεια, προκειμένου να εκφράσει σωστές θεολογικές και
εκκλησιαστικές απόψεις και να στρέψει την οικουμενική κίνηση προς ορθότερες
επιλογές, συνεργαζόμενη με τα “δεξιά” και “συντηρητικά” στοιχεία που υπάρχουν
στους κόλπους του Προτεσταντισμού, τα οποία είναι συγγενή προς την Ορθόδοξη
Εκκλησία [2]. Οι δυνατότητες συνεργασίας με τη συντηρητική πτέρυγα του
Προτεσταντισμού δημιουργούν αισιοδοξία, καθώς φαίνεται να εξασφαλίζουν τις
προϋποθέσεις για τη βελτίωση της όλης δομής και λειτουργίας του Π.Σ.Ε., σε ό,τι
αφορά ζητήματα όπως το άρθρο-βάση, αλλά και την τροποποίηση και άλλων άρθρων
του Καταστατικού του[3].
Μια άλλη διάσταση του νοήματος της ορθόδοξης συμμετοχής στο
Π.Σ.Ε. είναι για την φιλοοικουμενική πλευρά ότι, παρά το μικρό πρακτικό όφελος
από τις συζητήσεις στα συνέδριά του, υπάρχει δυνατότητα για άμεση επαφή με τους
μη ορθοδόξους και συνεπώς γνώση των αντιλήψεών τους για δογματικά ζητήματα,
πράγμα που συντελεί στην επιτυχία της αντιμετώπισής τους και στην υπεράσπιση
των ορθοδόξων απόψεων [4].
Διαφορετική στο σημείο αυτό είναι η τοποθέτηση της
μετριοπαθούς πλευράς. Αρχικά, φαίνεται να μη βρίσκει κανένα νόημα και σκοπό στο
ζήτημα της ορθόδοξης συμμετοχής στο Π.Σ.Ε., καθώς εκτιμά ότι «είναι άσκοπον νά
γίνωνται συζητήσεις μεταξύ τόσων χωριζομένων διά κολοσσιαίων διαφορών [5]. Από την άλλη μεριά όμως αναγνωρίζει
ότι το Π.Σ.Ε. αποτελεί το παγκόσμιο βήμα της οικουμενικής κίνησης και συνεπώς
παραδέχεται ότι υπάρχει κάποιο νόημα στη συμμετοχή της Ε.τ.Ε. στο Π.Σ.Ε., το να
εκμεταλευτεί δηλαδή αυτή την ευκαιρία που της παρέχεται για να εκθέτει τις
ορθόδοξες απόψεις [6]. Κατά συνέπεια, η συμμετοχή της
Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Π.Σ.Ε. για τη μετριοπαθή μερίδα έχει σκοπό ανάλογο με
εκείνο των φιλοοικουμενιστών, το να καταθέσει δηλαδή μαρτυρία ότι αυτή είναι η
μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία. Εκτιμάται μάλιστα ότι ο σκοπός
αυτός θα εξυπηρετείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο δια της υποβολής ξεχωριστής
δήλωσης από την πλευρά των Ορθοδόξων κατά τις Γ.Σ. Το περιέχομενο των δηλώσεων
αυτών θα προετοιμάζεται από συνέδριο σπουδών και θα αποτελεί διακήρυξη ότι η
Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί την μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησία.
Έτσι, ο απώτερος σκοπός της ορθόδοξης συμμετοχής στην οικουμενική κίνηση για τη
μετριοπαθή μερίδα είναι η προπαρασκευή της μελλοντικής ένωσης “εν τω πνεύματι
της Αρχαίας Καθολικής
Εκκλησίας”, καθιστώντας σαφές «ότι τό έδαφος της ενώσεως είναι τό της Αρχαίας
Εκκλησίας» [7].
Σε ό,τι αφορά τις θέσεις της αντιοικουμενικής μερίδας,
διαπιστώνονται κάποιες διαφοροποιήσεις στο ζήτημα αυτό. Έτσι, κατά μία άποψη η
συμμετοχή των ορθοδόξων αντιπροσώπων στα συνέδρια της Π.Τ. οφείλει να έχει
ιεραποστολικό χαρακτήρα, με την προϋπόθεση ότι θα αφορά σε «απλήν εκκλησιαστικήν
επαφήν καί θεολογικήν συζήτησιν, ουχί δέ οργανικήν σύνδεσιν της
Ορθοδόξου Εκκλησίας επί βάσεως δογματικής καί εκκλησιολογικής μετά των
ποικιλώνυμων προτεσταντικών ομολογιών καί κοινοτήτων» [8].
Ταυτόχρονα, από την ίδια θεολογική τάση εκφράζεται πλήρης απόρριψη της παραπάνω
σκοπιμότητας ως απλοϊκής και γι’ αυτό ανέφικτης . Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι
η Ορθοδοξία δεν είναι άγνωστη στη Δύση, καθώς υπάρχουν αρκετά έργα σχετικά με
αυτήν, όπως εκείνα του A. Harnack, ενώ παλαιότερα κατά τη διάρκεια της τσαρικής
Ρωσίας η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν πασίγνωστη στους δυτικούς λόγιους θεολόγους και
επιστήμονες. Παράλληλα, εκτιμάται ότι υπάρχουν άλλοι τρόποι για όσους θα ήθελαν
να μάθουν περισσότερα, καθώς θα μπορούσαν είτε να σπουδάσουν Ορθόδοξη Θεολογία,
είτε να τους δοθούν πληροφορίες και γνώσεις διά σχετικών συγγραμμάτων [9].
Επιπλέον, η κατάθεση μαρτυρίας αποδεικνύεται αναποτελεσματική, επειδή κανείς
κατά το διάστημα αυτό δεν μεταστράφηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία [10].
Μια τρίτη θέση συνιστά η άποψη ότι η Ορθοδοξία κατέχει την απόλυτη αλήθεια και
επομένως η οικουμενική κίνηση αποκτά νόημα, όταν θέσει ως στόχο της την
επιστροφή όλων στην Ορθοδοξία [11].
Ανάλογη
διάσταση απόψεων παρατηρείται και στις σχετικές με το τρίτο ζήτημα, τη σύνθεση
των αντιπροσωπειών, εισηγήσεις. Το κύριο πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση συνοψίζεται στο αν στις Γ.Σ.
και τα άλλα διοικητικά όργανα του Π.Σ.Ε. η Ε.τ.Ε. θα μετέχει διά αρχιερέων ή μόνο
διά καθηγητών των Θ.Σ. Στο σχετικό προβληματισμό όμως υπεισέρχονται και άλλα παρεμφερή
προβλήματα, όπως αυτό του αριθμού των ορθοδόξων εκπροσώπων, καθώς εκφράζονται φόβοι
ότι αυτοί θα αποτελούν μειοψηφία μέσα στο Συμβούλιο [12].
Εκείνοι οι οποίοι με ιδιαίτερο ζήλο αγωνίζονται για τη μη
αποστολή αρχιερέων στις Γ.Σ. και τα όργανα του Π.Σ.Ε. είναι οι εκφραστές της
αντιοικουμενικής τάσης, μολονότι οι ίδιοι συμμετείχαν ως μέλη της ελληνικής
αντιπροσωπείας στη Γ.Σ. του Άμστερνταμ. Αφετηρία της σχετικής
επιχειρηματολογίας είναι η βασική θέση ότι η συμμετοχή της Ε.τ.Ε. ως οργανικού
μέλους στην “Οικουμενική Σύνοδο όλων των προτεσταντικών Ομολογιών” θα σήμαινε
άρνηση της αυτοσυνειδησίας της ως της μίας αγίας Εκκλησίας [13]. Προς αποφυγή του παραπάνω
ατοπήματος, εκτιμάται ότι θα ήταν προτιμότερο η Ε.τ.Ε. να μην συμμετέχει ως
πλήρες μέλος του Π.Σ.Ε., αλλά στέλνοντας ανεπίσημα μόνο λαϊκούς καθηγητές της
Θεολογίας με την ιδιότητα του παρατηρητή, επισκέπτη ή συμβούλου χωρίς δικαίωμα
ψήφου [14] και σε καμιά περίπτωση ιεράρχες [15]. Η παραπάνω πρακτική θεωρείται ως η
πλέον ενδεδειγμένη για να εκφράσει η Ε.τ.Ε. τη συμπάθειά της απέναντι στις
προσπάθειες «πρός συντονισμόν των προτεσταντικών χριστιανικών δυνάμεων όλης της
Οικουμένης» και να γνωστοποιήσει τις ορθόδοξες θέσεις [16]. Από την άλλη μεριά, η ίδια στάση
κρίνεται σκόπιμη, ώστε να διαψεύσει την εντύπωση που είχε δημιουργηθεί διά της
συμμετοχής των ορθοδόξων αρχιερέων, ότι η Ε.τ.Ε. συμμετείχε ουσιαστικά στο
Π.Σ.Ε. ή ότι επιβεβαίωνε την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός διεθνούς
χριστιανικού οργανισμού ο οποίος, «εάν δεν είναι σήμερον, επιδιώκει νά γίνη
αύριον έκφρασις της Μιάς Αγίας Εκκλησίας του Χριστού» [17]. Η παραπάνω αρνητική τοποθέτηση σε
ό,τι αφορά τη μη συμμετοχή κληρικών στο Π.Σ.Ε. ούτε καν ως παρατηρητών
οφείλεται κατά πολύ στην άσχημη εντύπωση που απεκόμισαν από το Άμστερνταμ οι
εκφραστές τόσο της αντιοικουμενικής όσο και της μετριοπαθούς μερίδας όπως θα
φανεί παρακάτω, εξαιτίας της κατ’ αλφαβητική σειρά “παρέλασης” των αντιπροσώπων
των Εκκλησιών, κατά την οποία οι Ορθόδοξοι βρέθηκαν «συμβαδίζοντες καί συμπροσευχόμενοι
μετά χριστιανν, μεταξύ των οποίων καί αρνηταί των θεμελιωδών δογμάτων της
Εκκλησίας μας». Την ίδια άσχημη εντύπωση έκανε και η συμμετοχή των ορθοδόξων
αρχιερέων σε λιτανείες και προσευχές που διεξήχθησαν σε προτεσταντικούς ναούς
σύμφωνα με το τυπικό των Προτεσταντικών Εκκλησιών, και μάλιστα «με
επανωκαλύμμαυχα και εγκόλπια, τοποθετημένοι αναμίξ, ως απλοί αριθμοί» μεταξύ
των προτεσταντικών οργανώσεων. Τα παραπάνω προκάλεσαν την οργή των
αντιοικουμενιστών επειδή θεώρησαν ότι θίγουν το κύρος, την αξιοπρέπεια και το
γόητρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας [18],
ότι επισείουν τον κίνδυνο σκανδαλισμού της ορθόδοξης συνείδησης, απειλούν την
ομοφροσύνη της [19],αφήνουν
εκτεθειμένη την Ε.τ.Ε. απέναντι στις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες που δεν
συμμετείχαν στο Άμστερνταμ [20]
και τέλος, θίγουν την αρχιερατική αξιοπρέπεια. Κατά
συνέπεια, αποδίδονται ευθύνες, αλλά και βαριές κατηγορίες σε όσους έλληνες εκφράζονται
υπέρ της συμμετοχής στο Π.Σ.Ε. και την αναγκαιότητα ενότητας των Εκκλησιών [21], αλλά
και προς τους ιθύνοντες του Π.Σ.Ε., οι οποίοι ζητούν τη συμμετοχή ελλήνων ιεραρχών
και επιζητούν να “συνιεροπράττουν προς αυτούς”. Οι πράξεις όμως αυτές αφενός μειώνουν
το κύρος της Ε.τ.Ε. έναντι των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και αφετέρου δεν προάγουν
σε καμιά περίπτωση την υπόθεση της οικουμενικής κίνησης [22]. Γενικότερα,
το ζήτημα της συμπροσευχής δημιούργησε πρόβλημα σύμφωνα με την αντιοικουμενική μερίδα,
κάνοντας ορισμένους από τους εκφραστές της να ζητούν τη διεύρυνση της επιβολής της
“εφεκτικότητας”, που υπαγόρευε η πατριαρχική εγκύκλιος του 1952 και προς τους λαϊκούς
αντιπροσώπους των Ορθόδοξων Εκκλησιών, με το σκεπτικό ότι και γι’ αυτούς ισχύουν
επίσης οι διατάξεις των σχετικών κανόνων και παραμονεύει ο ίδιος κίνδυνος «της αμβλύνσεως
της ομολογιακής ευθιξίας των Ορθοδόξων», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη σχετική
εγκύκλιο, και του σκανδαλισμού των πιστών [23].
Η μετριοπαθής μερίδα εμφανίζεται να συμφωνεί κατ’ αρχάς με την
αντιοικουμενική στο ζήτημα της σύνθεσης των αντιπροσωπειών, καθώς εισηγείται τη
μη μετάβαση επισκόπων και κληρικών στα συνέδρια του Π.Σ.Ε. μετά τα όσα σημειώθηκαν
στο Άμστερνταμ [24]
. Η σχετική επιχειρηματολογία βασίζεται επίσης στην ιδιαίτερη θέση των ιεραρχών
στην Εκκλησία, καθώς σε αυτούς ανήκει η μεγαλύτερη ευθύνη για την τήρηση και υπεράσπιση
των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, ως «θεματοφύλακα της παραδόσεως». Η
διαφοροποίηση της μετριοπαθούς μερίδας στο συγκεκριμένο ζήτημα έγκειται στο ότι
προτείνει την απόσυρση των κληρικών, αποβλέποντας στην κατά τον καλύτερο δυνατό
τρόπο εξυπηρέτηση της ενότητας των Εκκλησιών, ως μέσο, δηλαδή, για να «γίνη αντιληπτόν,
ότι δέν δύναται η προπαρασκευή της Ενώσεως νά γίνη εύκολος» [25].
Η όλη θεώρηση της οικουμενικής κίνησης και του Π.Σ.Ε. από τη φιλοοικουμενική
μερίδα, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει σε καμιά περίπτωση την ανακίνηση του ζήτηματος
της συμμετοχής της Ε.τ.Ε. δια επισκεπτών ή παρατηρητών χωρίς δικαίωμα ψήφου ή σύνθεσης
των αντιπροσωπειών από κληρικούς ή λαϊκούς. Έτσι, η αντίδρασή της στις παραπάνω
απόψεις περί μη συμμετοχής ιεραρχών στο Π.Σ.Ε. υπήρξε επίσης άμεση. Συγκεκριμένα,
θεωρήθηκε ότι και η επιχειρηματολογία τόσο των αντιοικουμενιστών όσο και των μετριοπαθών
έθετε εκκλησιολογικό ζήτημα, καθώς η εκπροσώπηση της Ε.τ.Ε. μόνον από λαϊκούς συνιστά
νόθευση του χαρακτήρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία ούτε κληρικοκρατική είναι
ούτε λαοκρατική [26].
[1]
Α. Αλιβιζάτος, Η προσπάθεια
του Άμστερνταμ, , σ. 52. Επίσης, Β. Ιωαννίδης, Iva ώμεν ομού μάρτυρές
Του, σ. 7. Β. Ioannidis, The Orthodox Church at Evanston, σ. 1322.
[2]
Εδέσσης και Πέλλης Παντελεήμων, Κοινωνία
Εκκλησιών, σ. 123-124. Γενικότερα, μαρτυρείται ότι δεν είναι λίγες οι φορές
που ένα μεγάλο μέρος των Προτεσταντικών Εκκλησιών-μελών του Π.Σ.Ε. παρακαλεί
τους ορθοδόξους αντιπροσώπους να εκθέσουν και να επιμείνουν στις “συντηρητικές”
τουε θέσεις, “διότι έχουσι τήν ανάγκην νά συγκρατήσωσι τούς άκρους Προτεστάντας
αδελφούς των καί νά φέρωσι τούτους εις ορθοτέρας καί εκκλησιαστικωτέρας
απόψεις” [βλ. Β. Ιωαννίδης, Ίνα ώμεν ομού μάρτυρες Του, σ. 6], Η ίδια
άποψη επαναδιατυπώνεται πιο επεξεργασμένη κατά το β' διάστημα, ότι εάν η
Ορθόδοξη Εκκλησία αδιαφορήσει για τα όσα γίνονται στη Δύση και αρνηθεί να
προσφέρει τη βοήθειά της “εν τω πλαισίω της κανονικότητος δέν θά δυνηθή νά
αποφύγη τήν κατηγορίαν', ότι αφήνει αυτήν ασυγκίνητον προσπάθεια σκοπούσα τήν
εν Χριστώ ένωσιν των πάντων. Πολύ περισσότερον δέν θά δυνηθή νά έχη η Ορθόδοξος Εκκλησία
ήσυχον τήν συνείδησιν αυτής όταν, διά της από των τοιούτων προσπαθειών απουσίας
αυτής, αφεθώσι μόνα καί αβοήθητα εν τω Προτεσταντισμό) «δεξιά» καί
«συντηρητικά» στοιχεία, κλίνη δέ ίσως, διά τούτο, η πλάστιγς πρός τά αριστερά
καί παρασύρη, κατ' ανάγκην καί χάριν της ενότητος, τήν εν τω Προτεσταντισμό)
συγγενή πρός τήν Ορθοδοξίαν μερίδα Διότι καί μόνον χάριν αυτής, των
«καθολικών·» λεγομένων στοιχείων, οφείλει η Ορθόδοξος Εκκλησία αφού μάλιστα
παρακαλείται πρός τούτο, νά ρίψη σανίδα τινά καί νά τείνη τήν χείρα” [βλ.
Θεσσαλονίκης Παντελεήμων, Εισήγησις, στοΠρακτικά, σ. 246-265 (261)].
[3]
Αισιοδοξία δημιουργεί το γεγονός
ότι οι ορθόδοξοι δεν είναι οι μόνοι που δυσανασχετούν αλλά υπάρχουν και οι αγγλικανοί,
οι οποίοι ζητούν τη διεύρυνση του άρθρου-βάσης με προοπτική την πλήρη αναφορά
στην Αγία Τριάδα. Συνεπώς, υπάρχουν πολλές ελπίδες να γίνει η αλλαγή αυτή σε
μελλοντική Γ.Σ. Προϋπόθεση απαραίτητη είναι, βέβαια, ότι θα υπάρξει σχετική
πρόταση από μία Εκκλησία-μέλος προς τα αρμόδια όργανα του Π.Σ.Ε. Βλ. Β.
Ioannidis. The Orthodox Church at Evanston, σ. 1321.
[4]
Βλ. Θυατείρων Γερμανού, Εξ
αφορμής του συνεδρίου του Αμστελλοδάμου, στο “E” 15.4.1949. αριθ. 8, σ.
122-123. Πρβλ. Θεσσαλονίκης Παντελεήμων, Εισήγησις, στο Πρακτικά, σ.
246-265 (255).
[5]
Βλ. Γερ. Κονιδάρης, Η θέσις
της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τη «Κοινωνία των Εκκλ,ησιών» (Ανάτυπον
έκτης “Θεολογίας“, τόμ. Κ' 1949), Αθήνα 1949.
[6]
Τα παραπάνω προκύπτουν από τη
μελέτη του Γερ. Κονιδάρη, “Κοινωνία των Εκκλησιών" (του Amsterdam),
σ. 426.
[7]
ό.π., σ. 57-60.
[8]
Ιω. Καρμίρης, Εξ αφορμής του
πρώτου Συνεδρίου, 1949, σ. 48.
[9]
Η σκοπιμότητα αυτά αμφισβητήθηκε
με τον εξής χαρακτηριστικό τρόπο: «τόσον απλοϊκοί εκλαμβάνονται οι ευγενείς
ξένοι καί μάλιστα οι ηγέται της παγχριστιανικής κινήσεως, οι διακρινόμενοι διά
τήν πολυμερή επιστημονικήν των σοφίαν καί τήν βαθείαν θεολογικήν των μόρφωσιν,
ώστε νά μή γνωρίζουν ποία είναι η θέσις της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας
εντός του χριστιανικού κόσμου καί ποία τά δόγματα καί τά μυστήριό της;». Βλ.
Σάμου Ειρηναίος, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και το Οικ. Συμβούλιον των Εκκλησιών, σ.
132.
[10]
Κασσανδρείας Καλλίνικος, , Από τα
Προτεσταντικά Συνέδρια, Προσοχή εις την Ορθοδοξίαν, στο “Φ.Ε.”, αρ. φύλλ.
397/5.2.1953, σ. 1.
[11]
Ζακύνθου Χρυσόστομος, Πέριξ
ενός ζωτικού ζητήματος της Εκκλησίας, σ. 100. Πρβλ. Σάμου Ειρηναίου, Η
Ορθόδοξος Ελληνική Εκκλησία και το Οικουμενικόν Συμβούλιον των Εκκλησιών, Νέον
Υπόμνημα προς την Αγίαν και Ιερόν Σύνοδον, στο Του ιδίου, Μελετήματα I, σ.
5-6. Πρβλ. Ηλείας Γερμανός, Εισήγησις, στο Πρακτικά, σ.206-215 (209).
[12]
Πρβλ. Γερ. Κονιδάρης, “Κοινωνία
των Εκκλησιών’’ (του Amsterdam), σ. 430.
[13]
Σάμου Ειρηναίος, Η Ορθόδοξος
Εκκλησία και το Οικ. Συμβούλιον των Εκκλησιών, στο “Εν” Ζ71952, τ.
137/5.6.1952, σ. 117-118 (118). Επίσης ό.π., τ. 139/15.7.1952, σ. 149-150
(149).
[14]
Μερικώς διαφοροποιείται από την
παραπάνω άποψη ο καθηγ. Καρμίρης, εκτιμώντας ότι η Ε.τ.Ε. μπορεί να μετέχει
πλήρως μόνο στα συνέδρια εκείνοι του Π.Σ.Ε., τα οποία αφορούν σε πρακτικά
θέματα [βλ. Ιω. Καρμίρης, Εξ αφορμής του πρώτου Συνεδρίου, σ. 49-50],
Βλ. Ειρηναίος Σάμου, Έκθετης, στο Του ιδίου, Μελετήματα I, σ. 91.
Επίσης, Του ιδίου, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και το Οικ. Συμβούλιον των Εκκλησιών,
στο “Εν” Ζ71952, τ. 140/15.8.1952, σ. 166. Π. I. Μπρατσιώτης, Περί το
συνέδριον της Λούνδης, στο “Εν” Ζ71952, τ. 143, 5.10.1952, σ. 214. Ζακύνθου
Χρυσόστομος, Πέριξ ενός ζωτικού ζητήματος της Εκκλησίας, στο “Εν”
Ζ71952, τ. 136/15.5.1952, σ. 100. Κασσανδρείας Καλλίνικος, Από τα Προτεσταντικά Συνέδρια,
Προσοχή εις την Ορθοδοξίαν, στο “Φ.Ε.", αρ. Φύλ. 397/5.2.1953, σ. 1.
[15]
Μοναδική εξαίρεση γίνεται για
τον μητροπολίτη Θυατείρων μιας και αυτός ζει στο Λονδίνο και έχει προσωπικές
σχέσεις με τις εκεί εκκλησιαστικές αρχές και συνεπώς “κατ’ ανάγκην” θα πρέπει
να μετέχει στις κινήσεις αυτές και να λαμβάνει γνώση των όσων συμβαίνουν σε
αυτές. Βλ. Σάμου Ειρηναίος, Έκθετης, στο Του ιδίου, Μελετήματα I, σ.
91. Σάμου Ειρηναίου, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και το Οικ. Συμβούλιον των
Εκκλησιών, στο “Εν” Ζ71952, τ. 140/15.8.1952, σ. 166.
[16]
Σάμου Ειρηναίος, Περί τό
Χριστιανικόν Συνέδριον του Άμστερνταμ, Δύο Υπομνήματα, Αθήναι 1951 στο Του
ιδίου, Μελετήματα /, σ. 93-119 (105, 107). Πρβλ. Του ιδίου, Η
Ορθόδοξος Εκκλησία και το Οικ. Συμβούλιον των Εκκλησιών, στο “Εν” Ζ71952,
τ. 140/15.8.1952, σ. 166.
[17]
Ειρηναίου Σάμου, Έκθεσις, στο
Του ιδίου, Μελετήματα I, σ. 91.
[18]
Σάμου Ειρηναίος, Περί τό Χριστιανικόν
Συνέδριον του Άμστερνταμ, Δύο Υπομνήματα, στο Του ιδίου, Μελετήματα /,
σ. 95-119 (106-107). Ζακύνθου Χρυσόστομος. Πέριξ ενός ζωτικού ζητήματος της
Εκκλησίας, στο “Εν” Ζ71952, τ. 136/15.5.1952, σ. 100
[19]
Ιω. Καρμίρης, Εξ΄ αφορμής του
πρώτου Συνεδρίου, σ. 49-50.
[20]
Σάμου Ειρηναίος, Περί τό
Χριστιανικόν Συνέδριον του Άμστερνταμ, Δύο Υπομνήματα. στο Του ιδίου, Μελετήματα
/, σ.95-119 (97-98).
[21]
Βλ. Κασσανδρείας Καλλίνικος, Από
τα Προτεσταντικά Συνέδρια, Προσοχή εις τιjv Ορθοδοξίαν, στο “Φ.Ε.”, αρ.
φύλλ. 397/5.2.1953, σ. 1.
[22]
Ειρηναίου Σάμου, Περί τό
Χριστιανικόν Συνέδριον του Άμστερνταμ, στο Του ιδίου. Μελετήματα I. σ.
71-92 (97-98).
[23]
Π. Μπρατσιώτης, Οικουμενικόν
Πατριαρχείον και Οικουμενική Κίνησις, στο 'Έ'Τ 1952, σ. 197- 198 (198).
[24]
Χαρακτηριστική
ήταν η αντίδραση του καθηγ. Κονιδάρη, ο οποίος υπέδειξε στον μητροπολίτη Σάμου
ότι '‘σείς οι Ιεράρχαι δέν έχετε θέσιν εις τοιαύτας τελετάς” [βλ. Γ. Κονιδάρης,
“Κοινωνία των Εκκλησιών" (του Amsterdam), σ. 57]
[25]
ό.π.. σ. 57
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου