Τρίτη 23 Μαΐου 2017

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΗΣ ΚΟΠΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ


Ο Πατριάρχης της Κοπτικής Εκκλησίας Θεόδωρος Β’ αφίχθη στις 22 Μαΐου 2017 στη Μόσχα με αφορμή την επιβράβευση της ΑυτούΑγιότητος με το βραβείο του Διεθνούς Κοινωνικού Ιδρύματος Ενότητας των Ορθοδόξων Λαών.
Στο αεροδρόμιος Domodedovo τον υψηλό προσκεκλημένο υποδέχθηκαν ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας, Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, ο Πρέσβης της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου στη Ρωσική Ομοσπονδία κ. Μοχάμετν Αιλ Μπαντρί, ο Πρόεδρος του Ιδρύματος της Ενότητας των Ορθοδόξων Λαών κ. Β. Αλεξέγιεφ κα.
Τη συνοδεία του Αγιωτάτου Πατριάρχη Θεοδώρου Β’συναπαρτίζουν: ο Μητροπολίτης Los Angeles Σεραπίων, ο συμπρόεδρος τς Επιτροπής Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας και της Κοπτικής Εκκλησίας, ο Μητροπολίτης Μιλάνου Κύριλλος, ο Επίσκοπος Άγγελος, Πατριαρχικός Έξαρχος στη Μεγάλη Βρετανία, ο Επίσκοπος Γαβριήλ, επικεφαλής της επαρχίας Αυστρίας κα.
Καλωσορίζοντας τον υψηλό προσκεκλημένο ο Μητροπολίτης Ιλαρίωνας εξέφρασε την ελπίδα για το ότι η επίσκεψη που αρχίζει θα διεξάγεται θετικά και θα αποτελέσει σπουδαίο σταθμό στην ιστορία των σχέσεων μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας και της Κοπτικής Εκκλησίας.
Τα μέρη τόνισαν τη εντατικοποίηση διμερών επαφών μετά την πρώτη επίσκεψη του επικεφαλής της Κοπτικής Εκκλησίας στη Ρωσία τον Οκτώβριο-Νοέμβριο 2014 και τη συνάντηση με τον Αγιώτατο Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών κ.κ. Κύριλλο.
Επίσης συζητήθηκαν πτυχές τινες της συνεργασίας μεταξύ των Εκκλησιών.
Ο Πατριάρχης Θεόδωρος Β’ θα ευρίσκεται στη Μόσχα μέχρι 25 Μαΐου 2017. Στα πλαίσια της επισκέψεώς του στις 23 Μαΐου θα έχει συνάντση με τον Αγιώτατο Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών κ.κ. Κύριλλο και θα λάβει βραβείο της Διεθνούς Κοινωνικού Ιδρύματος Ενότητας των Ορθοδόξων Λαών. Στις 24 Μαΐου ο Πατριάρχης Θεόδωρος Β’ θα συμμετάσχει στους εορτασμούς με αφορμή τα σεπτά ονομαστήρια του Αγιωτάτου Πατριάρχη Κυρίλλου.




ΠΗΓΗ: https://mospat.ru/gr/2017/05/22/news146355/

ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ (ΥΠΟ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (Σ)ΦΡΑΤΖΗ)


ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ: https://www.pemptousia.gr/2015/10/sfr3/

Οι Λατίνοι μας μέμφονται μέ καταφρόνησι και μας αποδοκιμάζουν εκτοξεύοντας κατηγορίες, και λένε ότι έξ αιτίας τών άμαρτιών μας και της κακοδοξίας μας χάσαμε τό βασίλειο. Έμείς όμολογούμε ότι είμαστε αμαρτωλοί, καθότι κανένας δέν είναι άναμάρτητος παρά μόνον ό θεός. Όσο γιά τήν όρθοφροσύνη μας γνωρίζετε, πατέρες και αδελφοί, δτι έμεις δέν εφαρμόσαμε καμμία καινοτομία στά λόγια του ευαγγελίου, παρά πιστεύουμε καί ακολουθούμε τά όσα μας έδίδαξαν οι αυτόπτες καί υπηρέτες του θείου λόγου καί όσα οι επτά άγιες οικουμενικές σύνοδοι καί οι κατά καιρούς τοπικές παρέδωσαν σ' εμάς. Αυτά τηρούμε μέ σταθερότητα ώς αληθινά, όπως μας τά δίδαξε ό αγιώτατος Σίλβεστρος στην πρώτη σύνοδο καί ό άγιώτατος πάπας Δάμασος στην δεύτερη σύνοδο καί ό άγιώτατος πάπας Καιλεστίνος στην τρίτη καί ό άγιώτατος πάπας Λέων στην τετάρτη σύνοδο καί ό άγιώτατος πάπας Βιγγίλιος στην πέμπτη σύνοδο καί ό άγιώτατος πάπας Άγάθων στην έκτη σύνοδο καί ό άγιώτατος πάπας Αδριανός στην εβδόμη σύνοδο. Όπως γνωρίζετε όλοι, αυτοί είναι πού ώρισαν άναθεματισμούς καί αφορισμούς αλύτους ώστε νά μή τολμήση κανείς νά πρόσθεση ή νά αφαίρεση ή γενικά νά κλονίση όσα εκείνοι έφράγισαν μέ συνέπεια ευαγγελική καί αποστολική καί τά έτήρησαν διά πνεύματος αγίου. Μάρτυρες αυτών είναι τά συνοδικά βιβλία καί τά συνοδικά γράμματα τών κατά καιρούς κορυφαίων αρχιερέων, δηλαδή τών παπών καί τών αγίων μεγάλων εκείνων συνόδων, όπως τίς απαριθμήσαμε, πού κι αυτοί προέρχονταν άπό τήν δική τους φυλή, τών Λατίνων άνδρες θεοφρούρητοι καί τιμημένοι στό λόγο καί τά έργα. Αυτήν τήν παράδοσι εμείς επακριβώς τήν τηρούμε, γιά νά μή περιπέσουμε στον αφορισμό τών άγιωτάτων αποστόλων καί τών επτά αγίων οικουμενικών συνόδων, καθώς καί τών άγιωτάτων εκείνων πράγματι κορυφαίων αρχιερέων. Ετσι εμείς τηρούμε εύαγγελικώς καί άποστολικώς τήν παράδοσι της αρχαίας Ρώμης. Διότι τό δικό μας δόγμα πάντοτε αναγνωριζόταν καλό καί άπό τίς δύο πλευρές, Αντίθετα, τό δόγμα πού αυτοί μετέβαλαν, μόνον οι ίδιοι τό θεωρούν άψογο, ένώ εμείς πρέπει να είμαστε κριτές εκείνων και κατήγοροι και οχι αυτοί κριτές ημών. Τώρα τελευταία κάποιοι θεολόγοι αυτών ή καλύτερα νά τους ονομάσω άερολόγους, δέν ντρέπονται νά ανεβαίνουν στον άμβωνα καί νά λένε στά κυρήγματά τους "έρρόρουμ Γραικόρουμ", δηλαδή περί πλάνης τών Γραικών, καί έπειτα δέν έχουν τί άλλο νά ειπούν παρά μόνον, όπως είπαμε, ισχυρίζονται ότι χάσαμε τό βασίλειο έξ αιτίας του ότι δέν ήταν ορθά τά φρονήματα μας, ένώ αυτοί ώς δήθεν ορθόδοξοι διατηρούν τό βασίλειο τους μή γνωρίζοντες ότι δέν είναι πάντοτε νικητές οι ορθόδοξοι, ούτε πάλι οι υπόδουλοι αιρετικοί, όπως είναι δυνατόν νά τό διαπιστώση στην περίπτωσί μας. Μήπως είναι ορθόδοξοι οι Ίσμαλίτες, επειδή μας υπεδούλωσαν, και μπροστά απο αυτούς ειδωλολάτρες, πού κατεδίωκαν τους Χριστιανούς, ή πάλιν οι Αιγύπτιοι καί οι Βαβυλώνιοι πού κάποτε υπέταξαν τους Ίσμαλίτες; Αλλά δέν έχουν τί νά ειπούν. Διότι είναι φανερό οι κατακτητές είναι ασεβείς, ενώ οι υπόδουλοι ευσεβείς. Γι' αυτό δέν πρέπει νά κομπάζουν αυτοί γιά τήν αυτοκρατορία τους. Καί έπί πλέον απαντούμε σ' αυτούς δτι αυτοί πού κατοικούν στην περιοχή της Μυσίας, της Ρωσσίας, της Ανατολικής Ιβηρίας, της Αβασγίας και στους άλλους τόπους άρχουν και άρχονται μόνοι τους, αν και ακολουθούν τά δικά μας δόγματα. Έξ άλλου τό σχίσμα τών εκκλησιών τό έκαμε ό πάπας Στέφανος ό Συρφρών, ό όποιος υπήρξε ό πρώτος πού καθιέρωσε στους Ιταλούς να επιτελούν τήν αγία ιερουργία μέ άζυμα και διεκήρυξε φανερά τήν προσθήκη στό άγιο σύμβολο της πίστεως· και πρώτος αυτός ξύρισε τά γένεια του και αυτό τό επέβαλε σέ όλους τους κατωτέρους του, όταν βασιλιάς της νέας Ρώμης ήταν ό αείμνηστος Κωνσταντίνος ό μονομάχος καί πατριάρχης ό Μιχαήλ, ό επονομαζόμενος Κηρουλάριος. Αυτός ό πατριάρχης μέ σύμφωνη γνώμη του βασιλέως καί τών άλλων τριών πατριαρχών καί του αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας καί Κύπρου καί όλης της συνόδου, διέγραψε τόν αναφερθέντα πάπα Στέφανο άπό τό δίπτυχο, έξ΄ αιτίας τών άζύμων καί της προσθήκης στό σύμβολο της πίστεως· καί αυτό έγινε τό έτος 6500 άπό κτίσεως κόσμου (992 μ.Χ.), στίς 11 της ινδικτιώνος. Ακόμη, ή εκκλησία της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας, τών Ιεροσολύμων, ή πιστή Θηβαίας, ή οσία Λιβύη, πού έθρεψε τους πολίτες μέ τήν βασιλεία τών ουρανών, όπως λέγει ό θείος Κοσμάς, σέ ποιάν εποχή υποδουλώθηκαν στον 'Ομάρ, πού ήταν ό τρίτος μετά τόν τρισκατάρατο Μωάμεθ, καί αιχμαλωτίστηκαν; είναι γνωστό ότι αυτό έγινε επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου, τό έτος 6134 άπό κτίσεως κόσμου (626 μ.Χ), προτού δηλαδή συγκληθή ή έκτη οικουμενική σύνοδος, οπότε ούτε σχίσματα ούτε διαφορές υπήρχαν μεταξύ τών εκκλησιών. Υστερα όμως άπό λίγο καιρό οι βασιλείς μέ πολύ κόπο ελευθέρωσαν τήν αγία πόλι άπό τά χέρια τών ασεβών καί τήν έφεραν στην εξουσία τών Ρωμαίων. Καί πάλι γιά δεύτερη φορά, έπί της βασιλείας του Βασιλείου του Πορφυρογεννήτου, του έπωνομαζομένου Βουλγαροκτόνου, ό αμηράς της Αιγύπτου Άζίζιος μέ πόλεμο κατέλαβε τήν πόλι καί τόν τάφο του σωτήρος ημών Ίησού Χριστού, όπου είχε άνεγερθή πολυτελής θείος ναός, τόν κατέστρεψε, λεηλάτησε τά σκεύη, καί κατεδάφισε τά μοναστήρια· καί τους μοναχούς όλης της περιοχής, πού ήταν Ιταλοί οι περισσότεροι παρά Ρωμαίοι καί απο άλλες φυλές, τους σκότωσε καί τους κυνήγησε. Πολύ περίεργο είναι, όπως λένε, ενώ τόν καιρό εκείνο οι εκκλησίες ήταν ενωμένες, πώς ό θεός τους παρέδωσε στά χέρια τών ασεβών. Από όλα αυτά λοιπόν είναι δυνατόν νά άντιληφθή κανείς ότι παραδοθήκαμε στους εχθρούς μας όχι έξ αιτίας κάποιας παρανομίας μας, άλλα γιά νά δοκιμασθούμε κάπως, όπως καί οι μπροστά άπό εμάς άγιοι· " διότι τόν καθένα πού ό κύριος τόν αγαπά τόν δοκιμάζει καί μαστιγώνει τόν υιό πού παραδέχεται" κλπ. "Διότι είναι βέβαιο" λένε " δτι ό θεός δέν θά μας άφήση στό τέλος νά δοκιμαστούμε πάνω άπό τις δυνάμεις μας". Καί ό Δαυίδ λέγει:" Διά μέσου πολλών δοκιμασιών μέ έπαιδαγώγησεν ό κύριος, άλλα δέν μέ παρέδωσε στον θάνατο" (Δαυίδ ψαλμ. ρζ 18).



(ΑΠΟ ΤΟ «ΧΡΟΝΙΚΟΝ», ΒΙΒΛΙΟΝ Δ, σελ. 1-3)


KOINO AΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΠΑΠΑ-ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΚΟΠΤΩΝ


pope-francis-egypt_0.jpg
Τό κοινόν ἀνακοινωθέν τῶν Πάπα Φραγκίσκου, Πάπα τοῦ Βατικανοῦ, καί τοῦ Πάπα Ταουάνδρος, τῆς Κοπτικῆς Ἐκκλησίας
(Τό κοινό ἀνακοινωθέν, τό ὁποῖον ἐδημοσιεύθη προσφάτως (28-4-2017) εἰς τήν ἐπίσημον ἰστοσελίδα τῆς «Καθολικῆς Ἐκκλησίας» ἐν Αἰγύπτῳ (Facebook), μετέφρασε ἀπό τά Ἀραβικά στά Ἑλληνικά ὁ ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος (Παλαιός Ναός, ὀδός Θηβῶν, Παλαιά Κοκκινιά, Πειραιεύς) Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἀθανάσιος Χενεΐν).
Ἡμεῖς, ὁ Φραγκῖσκος, ἐπίσκοπος Ρώμης καί Πάπας τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, καί ὁ Ταουάνδρος ὁ Β, Πάπας καί Πατριάρχης τοῦ θρόνου τοῦ Ἁγίου Μάρκου, εὐχαριστοῦμεν τόν Θεόν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, διότι μᾶς ἐχάρισεν τήν εὐτυχισμένην εὐκαιρίαν νά συναντηθῶμεν ἐκ νέου, νά ἀνταλλάξωμεν ἀδελφικόν ἀσπασμόν, καί νά ἑνωθῶμεν εἰς κοινήν προσευχήν. Ἡμεῖς δοξάζομεν τόν Θεόν τόν Ὕψιστον, λόγῳ τῶν στενῶν ἀδελφικῶν καί φιλικῶν δεσμῶν, οἱ ὁποίοι ὑφίστανται μεταξύ τοῦ Θρόνου τοῦ Ἁγίου Πέτρου καί τοῦ  Θρόνου τοῦ Ἁγίου Μάρκου. Ἠ εὐτυχία, τήν ὁποίαν αἰσθανόμεθα ἕνεκα τῆς κοινῆς παρουσίας μας ἐδῶ εἰς τήν Αἴγυπτον, ἀποτελεῖ σημεῖον τῆς στενῆς μας σχέσεως, ἡ ὁποία ἀναπτύσσεται ἀπό χρόνον εἰς χρόνον μέ τήν κοινήν πίστιν καί τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡμεῖς ἀναπέμπομεν εὐχαριστίας πρός τόν Θεόν διά τήν προσφιλῆ μας Αἴγυπτον, «τήν πατρίδα, ἡ ὁποία ζῆ ἐν ἡμῖν», ὅπως συνήθιζε νά λέγει ὁ Παναγιώτατος Πάπας Σενούντα Γ΄. Ἡ Αἴγυπτος εἶναι «ὁ εὐλογημένος λαός» (βλ. Ἡσαΐας 19, 25), μέ τόν Φαραωνικό του πολιτισμόν, τήν Ἑλληνιστικήν καί Ρωμαϊκήν κληρονομίαν του, τήν κοπτικήν παράδοσιν, ἀλλά καί τήν Ἰσλαμικήν παρουσίαν. Ἡ Αἴγυπτος εἶναι ὁ μόνος τόπος, ὅπου εὕρεν καταφύγιον ἡ Ἁγία Οἰκογένεια, καί συγχρόνως ἡ γῆ τῶν μαρτύρων.  
Οἱ βαθεῖς δεσμοί, οἱ ὁποῖοι μᾶς συνδέουν, εὑρίσκουν τάς ρίζας των ἐν τῇ τελείᾳ κοινωνίᾳ, ἡ ὁποία ἥνωσεν τάς Ἐκκλησίας μας κατά τούς πρώτους αἰώνας, μία κοινωνία ἡ ὁποία ἐξεφράσθη κατά πολλούς καί διαφόρους τρόπους διά μέσου τῶν πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀρχῆς γενομένης ἀπό την Οἰκουμενικήν Σύνοδον τῆς Νικαίας τοῦ 325 μ.Χ., μέ τήν πολύτιμον συμβολήν τοῦ γενναίου διακόνου καί ἑνός ἐκ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ  ἁγίου  Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος ἡξιώθη τοῦ τίτλου τοῦ «φύλακος τῆς πίστεως»Ἡ κοινωνία αὔτη ἐνεδυναμώθη διά τῆς προσευχῆς, τάς ὁμοίας λειτουργικάς πράξεις, τήν τιμήν εἰς τούς ἰδίους μάρτυρας καί ἁγίους, τήν ἀνάπτυξιν τοῦ μοναχικοῦ βίου καί την διάδοσίν του, κατά τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, τοῦ ἀναγνωρισμένου ὡς «πατρός  τῶν μοναχών».
Ἡ ἐμπειρία τῆς ταιαύτης τελείας κοινωνίας μας, ἡ ὁποία προηγήθη τῆς ἐποχῆς τοῦ σχίσματος, λαμβάνει ὅλως ἰδιαίτερον νόημα καί θέσιν εἰς τάς συγχρόνους προσπαθείας, αἱ  ὁποίαι γίνονται μέ σκοπόν τήν ἀποκαταστάσιν τῆς πλήρους κοινωνίας, διότι αἱ πλεῖσται τῶν σχέσεων, αἱ ὁποῖαι ἥνωσαν τάς Ἐκκλησίας μας, τήν καθολικήν καί τήν κοπτορθοδόξον, κατά τούς πρώτους αἰῶνας, συνεχίζονται καί σήμερον, ἀντιθέτως πρός τά σχίσματα. Ἡ κοινωνία αὔτη ἔλαβεν ἐκ νέου προσφάτως σάρκα καί ὁστά, πρᾶγμα τό ὁποῖον μᾶς ὠθεῖ καί μᾶς προκαλεῖ  νά ἐντείνωμεν τούς κοινούς ἀγῶνας μας, προκειμένου νά εὕρωμεν τήν ὀρατήν μας ἕνωσιν ἐν τῇ διαφορετικότητι, ἐπί τῇ καθοδηγήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐπικαλούμεθα μετά μεγάλης εὐγνωμοσύνης τήν ἱστορικήν συνάντησιν, ἡ  ὁποία ἐπραγματοποιήθη πρό τεσσαράκοντα τεσσάρων ὁλοκλήρων ἐτῶν μεταξύ τοῦ Πάπα Παύλου ΣΤ΄ καί τοῦ Πάπα Σενοῦντα Γ΄. Πρόκεται διά μίαν συνάντησιν, ἡ ὁποία ἐγένετο ἐν ἀσπασμοῖς καί ἀδελφικῇ εἰρήνῃ, μετά ἀπό αἰῶνας, ὅπου οί δεσμοί τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης μας δέν ἡδυνήθησαν νά ἐκφρασθοῦν, ἐξαιτίας τῆς ἀποστάσεως. Τό κοινόν ἀνακοινωθέν, τό ὁποῖον ὑπεγράψαμεν, ἀποτελεῖ τόν ἀκρογωνιαῖον λίθον τῆς οἰκουμενικῆς μας πορείας. Ἀποτελεῖ ἐπίσης καί τήν ἀφορμήν πρός τήν σύστασιν τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μας. Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἐπέφερε πολλούς καρπούς καί καλά ἀποτελέσματα. Ἐπίσης, διήνοιξε τήν ὁδόν πρός τήν διεύρυνσιν τοῦ διαλόγου, ὄχι μόνον μεταξύ τῆς Καθολικῆς καί τῆς Κοπτικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ὀλοκλήρου τῆς οἰκογενείας τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίων. Αἱ δύο Ἐκκλησίαι μας, εἰς τό κοινόν αὐτῶν ἀνακοινωθέν, διεκήρυξαν, συμφώνως πρός τήν ἀποστολικήν παράδοσιν, «τήν κοινήν πίστιν εἰς τόν Ἕνα καί Τρισυπόστατον Θεόν» καί «τήν Θεότητα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεού, Θεοῦ ἀληθινοῦ κατά τήν Θεότητα καί ἀνθρώπου ἀληθινοῦ κατά τήν ἀνθρωπότητά Του». Συνωμολογήθη ἐπίσης ὅτι ἡ Θεία ζωή δίδεται ὑμίν διά τῶν ἑπτά μυστηρίων, μέ τά ὁποία τρεφόμεθα, καί ὅτι «ἡμεῖς τιμῶμεν τήν Παρθένον Μαρίαν, τήν μητέρα τοῦ Ἀληθινοῦ Φωτός, τήν  Θεοτόκον». 
Ἐπικαλούμεθα μέ μεγάλην εὐγνωμοσύνην τήν ἀδελφικήν μας συνάντησιν εἰς τήν Ρώμην τήν 10ην Μαΐου 2013, καί τόν ὁρισμόν τῆς ἡμέρας τῆς 10ης Μαΐου ὡς ἡμέρας ἐπετείου τῆς ἐνδυναμώσεως τῆς φιλίας και ἀδελφοσύνης μας, αἱ ὁποῖαι ἑνώνουν τάς Ἐκκλησίας μας. Τό πνεῦμα τῆς ἀνανεωμένης προσεγγίσεως μᾶς ἐπέτρεψε νά ἀντιληφθῶμεν ἐκ νέου ὅτι ὁ δεσμός, ὁ ὁποῖος μᾶς ἑνώνει, προῆλθε ἀπό τόν Ἕνα Κύριόν μας, κατά τήν ἡμέραν τοῦ βαπτίσματός μας, διότι, χάρις εἰς τό βάπτισμα, γινόμεθα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Ἑνός Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Ἐκκλησία (βλ. Α΄ Κορινθίους 12, 13). Αὔτη ἡ κοινή κληρονομία ἀποτελεῖ τό θεμέλιον τῆς κοινῆς μας πορείας καί τοῦ πόθου μας πρός τήν τελείαν κοινωνίαν, ἐνῶ τήν ἰδίαν στιγμήν προοδεύομεν εἰς τήν ἀγάπην καί τήν συμφιλίωσιν.
Ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ὁ δρόμος τῆς πορείας μας εἶναι ἀκόμη μακρύς, ἀλλά φέρομεν εἰς τήν μνήμην μας ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ἔγινε μέχρι τώρα. Ἐνθυμούμεθα εἰδικῶς τήν συνάντησιν μεταξύ τοῦ Πάπα Σενούντα Γ΄ καί τοῦ Ἰωάννου-Παύλου Β΄, ὁ ὁποῖος ἦλθεν ὡς ἐπισκέπτης εἰς τήν Αἴγυπτον κατά τόν Ἰούλιον τοῦ 2000. Ἡμεῖς εἴμεθα ἀποφασισμένοι νά ἀκολουθῶμεν τά βήματά των, ὀδηγούμενοι ἀπό τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Καλοῦ Ποιμένος, καί ἀπό τήν τελείαν πεποίθησιν ὅτι ἡ ἕνωσις αὐξάνεται, ὅταν πορευόμεθα μαζί καί λαμβάνομεν δύναμιν ἀπό τόν Θεόν, ὁ Ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν τελείαν πηγήν τῆς κοινωνίας καί ἀγάπης.
Ἡ ἀγάπη αὐτή εὑρίσκει τήν βαθυτέρα ἔκφρασίν της εἰς τήν κοινήν προσευχήν. Ὅταν συμπροσεύχονται οἱ Χριστιανοί, ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτά, τά ὁποία τούς ἑνώνουν, εἶναι μεγαλύτερα ἀπό ἐκεῖνα, τά ὁποία τούς χωρίζουν. Ὁ πόθος μας διά τήν ἕνωσιν εἶναι ἔμπνευσις, προερχομένη ἀπό τήν εὐχήν τοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ἕν ὦσι» (βλ. Ἰωάννη 17, 21). Ἄς ἐμβαθύνομεν τάς κοινάς μας ρίζας εἰς τήν μοναδικήν Ἀποστολικήν Πίστιν, μέσῳ τῆς κοινῆς προσευχῆς, ἀναζητοῦντες κοινάς μεταφράσεις τοῦ «Πάτερ ήμῶν», ἀλλά καί τήν κοινήν ἡμερομηνίαν τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως.
Βαδίζοντες πρός ταύτην τήν εὐλογημένην ἡμέραν, κατά τήν ὁποίαν θά εὑρεθῶμεν γύρω ἀπό τήν αὐτήν ἁγίαν εὐχαριστιακήν τράπεζαν τοῦ Κυρίουδυνάμεθα νά συνεργασθῶμεν εἰς πολλούς τομείςδιά νά φανερωθῆ, μέ μεγαλυτέραν σαφήνειαν, ὁ πλούτος, ὁ ὁποῖος μᾶς ἑνώνει. Δυνάμεθα νά προσφέρωμεν μίαν κοινήν μαρτυρίαν σχετικῶς μέ τάς βασικάς ἀξίας, ὅπως ἡ ἁγιότης, ἡ ἀξία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἡ ίερότης τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογενείας, ὁ σεβασμός εἰς τήν κτίσιν, τήν ὁποίαν ὁ Θεός μᾶς ἐνεπιστεύθη. Ἔχομεν ἔμπροσθεν ἡμῶν πολλάς συγχρόνους προκλήσεις, ὅπως εἶναι ἡ παγκοσμοποίησις καί ἡ παγκόσμιος ἐπικράτησις τῆς ἀδιαφορίας καί καλούμεθα νά δώσωμεν κοινάς ἀπαντήσεις, αἱ ὁποίαι νά βασίζωνται εἰς τάς ἀξίας τοῦ Εὐαγγελίου καί εἰς τούς θησαυρούς τῶν εἰδικῶν παραδόσεων τῶν Ἐκκλησιῶν μας. Σχετικῶς μέ αὐτά, εἴμεθα ἐνθουσιασμένοι μέ τήν σκέψιν νά ἐπιχειρήσωμεν νά μελετήσωμεν εἰς βάθος τούς Ἀνατολικούς, ἀλλά καί τούς Λατίνους πατέρας, νά προβῶμεν εἰς καρποφόρον ἀνταλλαγήν εἰς τόν τομέα τῆς ποιμαντικῆς ζωῆς, εἰδικῶς τῆς χριστιανικῆς κατήχησεως, καί εἰς τήν ἀνταλλαγήν τοῦ πνευματικοῦ πλούτου μεταξύ τῶν μοναστικῶν συνάξεων καί τῶν ἀφοσιωμένων κοινοτήτων. 
Ἡ κοινή μας χριστιανική μαρτυρία ἀποτελεῖ ἕν σημεῖον συμφιλιώσεως, ἀλλά καί ἐλπίδος πλήρους χάριτος δι’ ὅλην τήν Αἰγυπτιακήν κοινωνίαν. Εἶναι καί φύτευμα, τό ὁποῖον ἐφυτεύθη, διά νά δώση καρπούς δικαιοσύνης καί είρήνης. Πιστεύομεν ὅτι ὅλα τά ἀνθρώπινα ὄντα ἐδημιουργήθησαν «κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» καί ἀγωνιζόμεθα ὅπως ἐπιτευχθῇ ἡ γαλήνη καί ἡ αδελφοσύνη, μέσῳ τῆς εἰρηνικῆς συμβιώσεως μεταξύ Χριστιανῶν καί Μουσουλμάνων. Αὐτό μαρτυρεῖ καί ἀποδεκνύει τήν ἐπιθυμίαν τοῦ Θεοῦ νά ἑνωθῆ καί νά ἐναρμονισθῆ ὀλόκληρος ἡ ἀνθρώπινη οἰκογένεια. Συνεργαζόμεθα διά τήν φροντίδα τῆς εὐημερίας τῆς Αἰγύπτου καί τοῦ μέλλοντός της. Πιστεύομεν ὅτι ὅλα τά μέλη τῆς κοινωνίας ἔχουν τό δικαίωμα, ἀλλά καί τό καθῆκον, τῆς τελείας συμμετοχῆς εἰς τήν ζωήν τοῦ ἔθνους.
Ἡ θρησκευτική ἐλευθερία, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τήν ἐλευθερίαν τῆς συνεδήσεως, ἡ ὁποία εἶναι ριζωμένη εἰς τήν ἰδίαν τήν τιμήν καί ἀξιοπρέπειαν τοῦ προσώπου, ἀποτελεῖ τόν ἀκρογωναῖον λίθον ὅλων τῶν ἐλευθεριῶν. Πρόκειται περί δικαιώματος ἱεροῦ, σχετικῶς μέ τό ὁποῖον δέν χωρεῖ οὐδεμία συζήτησις.  
Ἄς ἐπεκτείνομεν τάς προσευχάς μας ὑπέρ ὅλων τῶν χριστιανῶν τῆς Αἴγύπτου καί τοῦ κόσμου ἅπαντος, εἰδικῶς ὑπέρ τῶν χριστιανῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Αἱ αἱματηραί καί τραγικαί ἐμπειρίαι καί τό χυθέν αἷμα τῶν διωκομένων ἀδελφῶν μας, οἱ ὁποῖοι ἐφονεύθησαν διά τόν ἕνα καί μοναδικόν λόγον ὅτι εἶναι χριστιανοί, μᾶς ὑπενθυμίζουν, τώρα περισσότερον ἀπό ποτέ ἄλλοτε, ὅτι ἡ οἰκουμενικότης τῶν μαρτύρων μᾶς ἑνώνει καί μᾶς ἐνθαρρύνει νά βαδίζωμεν τήν ὁδόν τῆς εἰρήνης καί τῆς συμφιλιώσεως, ὅπως ἔγραψε ὁ Ἅγιος Παῦλος «εἴτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη» (βλ. Α΄ Κορινθίους 12, 26).
Ἡ καρδιά τῆς πορείας μας πρός τήν τελείαν κοινωνίαν εὑρίσκεται εἰς τό μυστήριον τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀπέθανεν καί ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν ἀπό ἀγάπην διά τήν ἀνθρωπότητα. Οἱ μάρτυρες διά ἀκόμη μίαν φοράν εἶναι οἱ ὀδηγοί μας. Ὅπως εἰς τήν πρώτην Ἐκκλησίαν τό αἷμα τῶν μαρτύρων ἀποτελούσε τήν ρίζαν τῆς πίστεως, ἄς γίνη καί σήμερα τό αἷμα τοῦτο τῶν μαρτύρων ἡ ρίζα τῆς ἑνώσεως μεταξύ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ καί ἕνα ἐργαλείον ἐπικοινωνίας καί είρήνης τοῦ κόσμου. Ἡ ὑπακοή εἰς τό ἔργον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἁγιάζει τήν Ἐκκλησίαν ἀνά τούς αἰώνας καί τήν καθοδηγεῖ εἰς τήν ἐπίτευξιν τῆς τελείας ἑνώσεως, διά τήν ὁποίαν προσευχήθη ὁ Χριστός.
Σήμερον ἡμεῖς, ὁ Πάπας Φραγκῖσκος καί ὁ Πάπας Ταουάνδρος Β΄, διά νά χαροποιήσωμεν τήν καρδίαν τοῦ Ἰησοῦ καί νά ἐνισχύσωμεν τάς καρδίας τῶν υἱῶν καί τῶν θυγατέρων μας εἰς τήν πίστιν, ἀνακοινώνομεν ἀμοιβαίως ὅτι ἀπεφασίσαμεν τήν μή ἐπανάληψιν τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, τό ὁποῖον εἶχε τελεσθῆ εἰς κάθε μίαν ἀπό τάς Ἐκκλησίας μας, δι’ ὅποιον ἐπιθυμεῖ νά γίνη μέλος τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας. Ἡμεῖς δεχόμεθα τοῦτο χάριν ὑπακοῆς εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν, ἀλλά καί τήν πίστιν τῶν τριῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, αἱ ὁποίαι συνεκλήθησαν εἰς Νίκαιαν, Κωνσταντινούπολιν καί Ἔφεσον.  Ζητοῦμεν ἀπό τόν Πατέρα καί τόν ἱκετεύομεν ὅπως καθοδηγήση ἡμᾶς εἰς χρόνους καί μέ τρόπους, τούς ὁποίους θά ἐπιλέξη τό Ἅγιον Πνεῦμα, πρός ἐπίτευξιν τῆς τελείας ἑνώσεως είς τό μυστικόν σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἄς ὀδηγηθῶμεν, λοιπόν, ἀπό τήν διδασκαλίαν τοῦ διδασκάλου μας Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος ἔγραψε˙ «σπουδάζοντες τηρεῖν τήν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης, ἐν σώματι καί ἐν Πνεύματι, καθῶς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν. Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα, εἷς Θεός καί πατήρ πάντων, ὁ ἐπί πάντων καί διά πάντων καί ἐν πᾶσιν ὑμῖν» (βλ. Ἐφεσίους 4, 3-6).


ΠΗΓΗ: https://katanixis.blogspot.gr/2017/05/blog-post_531.html