Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Κύριλλος του Καζάν (+1937) για τα Μυστήρια των Σεργιανιστών



"Τό ἄν ὑπάρχῃ ἤ ὄχι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτήν τήν προσπάθεια τοῦ Σεργίου ἐμεῖς δέν θά τολμήσουμε νά τό κρίνουμε μέχρις ὅτου μία νόμιμη Σύνοδος μέ τήν ἀπόφασίν της ἐκφράσει τήν κρίσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γι’ αὐτόν. Ὡστόσον, ὅπως συμβαίνει καί μέ κάθε τι παρόμοιον μέ τήν Ἀνανέωσιν, δέν δυνάμεθα ν’ ἀναγνωρίσουμε τήν διοίκησιν τῆς ἐκκλησίας πού ἔχει ἀνανεωθῆ ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Σεργίου ὡς τήν Ὀρθόδοξον διοίκησιν πού προῆλθεν ἀπό τήν μάχην τῆς διαδοχῆς τῆς Αὐτοῦ Ἁγιότητος, τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος. Κατά συνέπειαν, παραμένοντας εἰς κανονικήν ἑνότητα μέ τόν Μητροπολίτην Πέτρον, Πατριαρχικόν Τοποτηρητήν, ἐφόσον ἐπί τοῦ παρόντος δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπικοινωνήσουμε μαζί του, ἀναγνωρίζουμε τήν ὀργάνωσιν τῆς διοικήσεως τῆς ἐκκλησίας ὡς τό μόνον νόμιμον πρᾶγμα ἐπί τῇ βάσει τοῦ Διατάγματος τοῦ Τσάρου τῆς 7/20 Νοεμβρίου 1920. Πιστεύω ἀκραδάντως ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, μέ ἀδελφικήν ἑνότητα καί ἀλληλοϋποστήριξιν, θά κρατήσουν τήν Ρωσσικήν Ἐκκλησίαν, μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, στήν παραδοσιακήν Ὀρθοδοξίαν τῆς ἐν ἰσχύι Πατριαρχικῆς Διαθήκης, καί θά τήν ὁδηγήσουν εἰς νόμιμον Σύνοδον. Ἔχω τήν ἐντύπωσιν ὅτι τόσον ἐσεῖς ὅσον καί ὁ ἀνταποκριτής σας δέν διακρίνετε τίς ἐνέργειες τοῦ Μητροπολίτου Σεργίου καί τῶν ὀπαδῶν του πού γίνονται κατά τήν πρέπουσαν τάξιν μέ τήν δύναμιν τῶν δικαιωμάτων τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία λαμβάνεται διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, ἀπό ἐκεῖνες τίς ἄλλες ἐνέργειες πού γίνονται καθ’ ὑπέρβασιν τῶν δικαιωμάτων τῶν μυστηρίων καί μέ ἀνθρωπίνην πονηρίαν, ὡς μέσα προστασίας καί ὑποστηρίξεως τῶν αὐτο-εφευρεθέντων δικαιωμάτων τους στήν Ἐκκλησία. Σέ τέτοιες ἐνέργειες ἔχουν προβεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Ζαχαρίας καί ὁ ἱερεύς Παταπώβ γιά τούς ὁποίους ὁμιλεῖς. Αὐτές εἶναι μυστηριακές πράξεις στήν ἐξωτερικήν μόνον μορφήν των, ἐνῷ στήν οὐσίαν εἶναι πράξεις ὑφαρπαγῆς τῆς μυστηριακῆς δραστηριότητος, ὁπότε εἶναι βλάσφημες, χωρίς χάριν, μή ἐκκλησιαστικές. Τά Μυστήρια, ὅμως, τά ὁποῖα τελοῦνται ἀπό τούς Σεργιανιστάς πού εἶναι ὀρθῶς χειροτονημένοι καί στούς ὁποίους δέν ἀπαγορεύεται νά ὑπηρετοῦν ὡς ἱερεῖς, εἶναι ἀναμφιβόλως σωστικά Μυστήρια γι’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι τά λαμβάνουν μέ πίστιν, μέ ἁπλότητα, χωρίς διαβουλεύσεις καί ἀμφιβολίες γιά τήν ἀποτελεσματικότητά των, καί οἱ ὁποῖοι οὔτε κἄν ὑποπτεύονται τίποτε τό ἐσφαλμένον στήν Σεργιανιστικήν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτοχρόνως, ὅμως, τά ἐν λόγῳ μυστήρια εἶναι πρός κρίσιν καί καταδίκην αὐτῶν πού τά τελοῦν, καθώς καί αὐτῶν πού συμμετέχουν σ’ αὐτά, παρά τό γεγονός ὅτι γνωρίζουν πολύ καλῶς ὅτι στόν Σεργιανισμόν ὑπάρχει ἀναλήθεια, καί παρά ταῦτα δέν ἀντιτίθενται εἰς αὐτόν, γεγονός πού φανερώνει μίαν κακουργηματικήν ἀδιαφορίαν γιά τήν διακωμώδησιν τῆς ἘκκλησίαςΓι’ αὐτόν τόν λόγον, εἶναι οὐσιαστικόν γιά ἕνα Ὀρθόδοξον Ἐπίσκοπον ἤ ἱερέα ν’ ἀπέχῃ ἀπό τήν κοινωνίαν μέ τούς Σεργιανιστάς στήν προσευχήν. Τό αὐτό εἶναι ἐξ ἴσου οὐσιαστικόν καί γιά τούς λαϊκούς πού ἔχουν συνειδητήν συμπεριφοράν εἰς ὅλας τάς ἐκφάνσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς".

(Ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς πρὸς ἄδηλο Ἱεράρχη, Φεβρουάριος 1934 - 
το πρωτότυπο εδώ, και η αγγλική μετάφραση εδώ, εκ της οποίας μετέφρασε το απόσπασμα στην ελληνική, κατά παράκλησή μας, ο Αν. Καθηγητής του Παν/μίου Ιωαννίνων κ. Δημήτριος Χατζηνικολάου, τον οποίον και ευχαριστούμε θερμώς).





ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΔΩ

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ ΠΡΟΣ ΕΡΕΥΝΑ: ''Ἡ ληστρική ψευδοπανορθόδοξος Σύνοδος στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης''



Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος κάνει διάγνωση τῆς ἤδη ἐπελθούσης σήψεως καί τῆς αὐτοαποκοπῆς τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, τούς ὁποίους καί ἀναθεματίζει. (Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας, Βλ. Ἰω. Ρωμανίδη, Δογματική, τόμος Β΄):

"τοῖς οὖν ἀνεπιστρόφως τῇ πλάνῃ ταύτῃ κατεχομένοις, καί πρός πάντα λόγον θεῖον καί πνευματικήν διδασκαλίαν τά ὦτα βεβυσμένοις, ὡς ἤδη, λοιπόν, σεσηπόσι καί τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀποτεμοῦσιν ἑαυτούς, ἀνάθεμα".



ληστρική ψευδοπανορθόδοξος Σύνοδος
στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης

            Γι μς τος Γνησίους ρθοδόξους Χριστιανούς κφώνηση τν ναθεμάτων γι τς τεροδιδασκαλίες κα τς αρέσεις δν εναι κάτι ξένο, καθότι κατ’ ἔτος κφωνομε τ ναθέματα κατά τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν, διαβάζοντας τ Συνοδικόν τῆς ρθοδοξίας τν Κυριακή τῆς ρθοδοξίας.
            Ἐκε, κατ τν προσταγ τν Πατέρων μας, ναθεματίζουμε λους τούς αρετικος δι μέσου τν αώνων μαζ μ τν πιστν λαόν μας, πο πικυρώνει τς κφωνήσεις το Ἀρχιερέως ἤ τοῦ ερέως, παντώντας μοφώνως: νάθεμα, νάθεμα, νάθεμα.

            α. Δικαιούμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀναθεματίζουμε τίς ἀναφυόμενες αἱρέσεις ἤ αἱρέσεις πού ἐπανεμφανίζονται καί πού εἶναι καταδικασμένες στό παρελθόν;

            Στν περίπτωση το συνταχθέντος καί κατωτέρω παρατιθεμένου κειμένου γιά τήν καταδίκη καί τόν ἀναθεματισμό τν ποφάσεων τῆς ληστρικῆς ψευδοσυνόδου το Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης τό 2016, ς τέκνα πακος, παναλαμβάνουμε πλά, ατ τ ποῖα ο θεοφόροι Πατέρες πρτοι ξεφώνησαν, ταν στν γία Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον κφωνον τ νάθεμα γι λα τ πραχθησόμενα μετ τν γίαν Ζ΄ Οκουμενικν κα πού εναι παρ τν ποτύπωσιν κα τν διδασκαλίαν τν Οκουμενικν Συνόδων κα τν γίων κα θεοφόρων Πατέρων.
            Συμφωνομε μ τος ρθοδόξους Πατριάρχες τς νατολς, τι δη ο αρετικοὶ, Λατινόφρονες καί Οἰκουμενιστές, κατάραν νεδύσαντο ς μάτιον κα τι βλασφημον ες τ Πνεμα τ γιον, κηρύσσοντας μ τς τεροδιδασκαλίες τους, τι τό Πανάγιον Πνεῦμα δν λαλησε ρτίως ν τας Οκουμενικας Συνόδοις κα ν τας διδασκαλίαις τν θεοφόρων Πατέρων μας, ἀναθέτοντας ο Πατριάρχες τς νατολς  καί εἰς ἡμᾶς, στόν πιστόν λαόν τοῦ Θεοῦ, στούς φύλακες τς ρθοδοξίας, τ δικαίωμα ατ μ τήν Πανορθόδοξη πόφανσή τους τ 1848[1]
            Κα ν δν τ κάνουμε, νά καταδικάσουμε καί νά ἀναθεματίσουμε τίς ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς Συνόδου, κατ τν Ε΄ Οἰκουμενικήν κα τν ρον της, εμαστε κα μες π νάθεμα.
            Δν παφίεται τ δικαίωμα τς καταδίκης κα το ναθέματος κάθε αρέσεως κα τεροδιδασκαλίας μόνον στος ρχιερες, λλ πιβάλλεται ς ποχρέωση σ λους τούς πιστος λων τν ποχν κα πάντοτε, κα δ στος ερες κα στος δοκοῦντας εναί τι, κατ τν Μέγαν μολογητν Θεόδωρον τόν Στουδίτην. Πόσον μλλον ατ πιβάλλεται ς ποχρέωση μετά π κατ χρόνια Καινοτομίας κα βλασφημίας κατ το Παναγίου Πνεύματος, κατ τν γίων Πατέρων μας, τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας κα τς ερᾶς Παραδόσεώς μας.
            Πολύ περισσότερον ἔχουμε τό δικαίωμα ἀναθεματισμοῦ κάθε αἱρέσεως καί δή τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μετά τίς καταδικαστικές ἀποφάσεις τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου τό 1983 στό Μόντρεαλ τοῦ Καναδᾶ, μετά τήν καταδίκην τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὑπό τῆς Ἱερᾶς μας Συνόδου τό 1998 ὑπό τόν μακαριστόν Ἀρχιεπίσκοπόν μας κυρόν Χρυσόστομον τόν Β΄ καί μετά τήν ἀντίστοιχη καταδίκην τῆς Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας ὑπό τόν Μητροπολίτην Βλάσιον.
            Ἡ διδασκαλία τοῦ μεγάλου Ἁγίου μας Ἰωάννη τοῦ Μαξίμοβιτς εἶναι γιά τό θέμα μας, ἐπίσης, καταλυτική: Στούς ἔσχατους καιρούς κάθε πιστός Ὀρθόδοξος χριστιανός εἶναι ὑπεύθυνος γιά ὅλην τήν Ἐκκλησίαν!!! Πόσον μᾶλλον ὅταν ὁ Οἰκουμενιστής «πατριάρχης» Βαρθολομαῖος μέ τούς συνυπογράψαντες τά ἄθεσμα ἀποφασισθέντα ἐν Κολυμπαρίῳ τῆς Κρήτης τά ἐπιβάλλει μέ ἐγκύκλιό του ὡς ὑποχρεωτικά καί δεσμευτικά γιά ὅλη τήν Ὀρθοδοξία, ἀκόμη καί γι' αὐτούς ... πού δέν τά ὑπέγραψαν.

            β. Ὑπάρχει ἀνάγκη νά γίνει ἡ καταδίκη καί ὁ ἀναθεματισμός καί πάλιν αὐτῶν, ἀπό τούς ὁποίους ἔχουμε ἀποτειχισθεῖ καί τούς θεωροῦμε ἐκτός Ἐκκλησίας;

            Στό ἐρώτημα αὐτό πρέπει νά σημειωθοῦν τά ἑξῆς: Ἐφ’ ὅσον ἐπανεμφανίζονται δημόσια οἱ διάφοροι αἱρετικοί καί λαμβάνουν ἀποφάσεις πού θίγουν τήν Ἱερή Παράδοση, τήν διδασκαλία καί τά δόγματα τῆς φιλτάτης Ὀρθοδοξίας μας, ὀφείλουμε, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων μας, τήν πράξη καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁσάκις ἐμφανίζεται ἡ ἑτεροδιδασκαλία νά τήν καταδικάζουμε. Ὅσες φορές δηλ. ἐμφανίζεται ἡ ἑτεροδιδασκαλία πού συνιστᾶ αἵρεση, ὀφείλουμε νά τήν καταδικάζουμε. Νά τήν στιγματίζουμε καί νά ἀναθεματίζουμε ὄχι μόνον τήν ἑτεροδιδασκαλία, ἀλλά καί τούς κηρύσσοντες αἱρετικά. Μέ τόν τρόπο αὐτόν προστατεύουμε τήν Ἐκκλησία μας, τό ποίμνιό μας, ἀλλά καί ἀφυπνίζουμε ἐκείνους πού μένουν ἀκόμη σέ κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς.
            Ὁσάκις δηλ. τελεῖται ἔγκλημα αὐτό πρέπει νά καταδικάζεται.
            Ἐάν, γιά παράδειγμα, κάποιος τελέσει μία ποινικά κολάσιμη πράξη καί καταδικαστεῖ, καί κάποιος ἄλλος τελέσει τό ἴδιο ἔγκλημα ἀργότερα δέν πρέπει τάχα νά καταδικαστεῖ καί ὁ δεύτερος, ἐπειδή ἤδη ... καταδικάστηκε ὁ πρῶτος; (!) Πόσον μᾶλλον ἀπαιτεῖται ὑπό πάντων καί νέα καταδίκη καί ἀναθεματισμός τῶν αἱρετικῶν πού διαστρέφουν τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν τά διακυβευόμενα μεγέθη τῆς Παρακαταθήκης τῆς Πίστεως καί τῶν δογμάτων  εἶναι ἀσυγκρίτως πολυτιμότερα ὡς θεμάτων ζωῆς αἰωνίου!
            Ἀπαιτεῖται, λοιπόν, πάντοτε ἡ καταδίκη, ὅπως ἐπιβεβαιώνεται, ἀπό τίς συνεχόμενες συνόδους πού καταδίκασαν γιά παράδειγμα τοὐλάχιστον δεκατέσσερις φορές τούς Παπικούς (Λατίνους-Φράγκους, τό 879, τό 1009, τό 1054 καί στή συνέχεια...).
            Δέν ἀρκοῦσε μόνον μία φορά ἡ καταδίκη τους;
            Γιατί ἐπανέρχονταν συνεχῶς οἱ θεοφόροι Πατέρες μας, παρά τίς συνεχόμενες προηγούμενες καταδίκες τους;

            Ἡ ἀποτείχισή μας, ἡ ὁποία εἶναι δικαίωμα πού παρέχεται σέ ὅλους τούς πιστούς ἀνεξαιρέτως, κατά τόν ιε΄ τῆς ΑΒ΄ ἐπί Μεγάλου Φωτίου Συνόδου ἤ μᾶλλον ἡ ἀποτείχιση, θέση ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας τῶν αἱρετικῶν, ὑπό πάντων, τῶν κανονικῶν καί τῶν λαϊκῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος , ἀσφαλίζει μέν ἡμᾶς, ἀλλά δέν εἶναι ὁλοκληρωμένη,
            -ἄν δέν ἀφυπνίσουμε καί ἄλλους μέ τό κήρυγμα, τόν προφορικό καί τόν γραπτό λόγο, μέ τήν γνωστοποίηση μέ κάθε μέσον συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως τῶν θέσεων τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων μας,
            -ἀλλά καί μέ τόν στιγματισμό τῆς ἑτεροδιδασκαλίας καί τῆς κηρυσσομένης αἱρέσεως.
            Αὐτό ὀφείλει νά γίνεται ὄχι μόνον σέ ἀτομικό ἐπίπεδο, ἀλλά καί συλλογικά εὐκαίρως ἀκαίρως ὑπό πάντων τῶν Ὀρθοδόξων, κατά τόν λόγον τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὑπό τῶν Μοναστηρίων καί τῶν Ἐνοριῶν συλλογικά,  καί ὅλων τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας.
            Συμπερασματικά: ἐάν ὁ λόγος εἶναι περί πίστεως, μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἐσύ μήν πεῖς, ὅτι εἶσαι φτωχός καί δέν εἶσαι πλούσιος, ὅτι εἶσαι πρόβατο καί ὄχι ποιμένας. Οἱ λίθοι κεκράξονται, καί σύ σιωπηλός καί ἄφροντις;
           
Τονίζεται, λοιπόν, ἀπό διάφορους λεγόμενους συντηρητικούς Νεοημερολογίτες, ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς λεγομένης ἀντιπροσωπείας τῆς «ἐκκλησίας» τῆς Ἑλλάδος στήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, καί ἀπό ἐμᾶς βεβαίως, εἶναι ἀποφάσεις ληστρικῆς Συνόδου. Ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς φερομένης ὡς «ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», τονίζουν διάφοροι «συντηρητικοί» ἐπίσκοποι, ἦταν ἐντολοδόχος  τοῦ «σώματος τῆς Ἱεραρχίας» καί ὄφειλε μέχρι τό  τέλος νά καταθέσει τήν ἐντολή πού πῆρε, χωρίς καμμία παθογένεια. Δέν εἶχε καμμία ἐξουσιοδότηση νά μεταβάλει τό περιεχόμενο τῆς ἐντολῆς καί οἱ αἰτιολογίες πού ἀκούσθηκαν, ὅτι δῆθεν οἱ παρόντες στήν Σύνοδο ψήφισαν καί ὅτι ἔπρεπε νά συνταχθοῦν μέ τήν ὁμοφωνία τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι χωρίς ἔρεισμα, διότι ἀφ’ ἑνός ἡ ἀντιπροσωπεία ἀσφαλῶς ψήφισε, ἀλλά ὄφειλε νά ψηφίσει ἐντός καί μόνον τῆς ἐντολῆς πού εἶχε, καί ἀφ’ ἑτέρου, διότι μία Ἐκκλησία μποροῦσε νά ὑποβάλει πρόταση, γιά τήν διόρθωση τῶν ψηφισθέντων ἀπό τούς Προκαθημένους κειμένων καί ἄν δέν γινόταν δεκτή, καταγραφόταν στά Πρακτικά, μή θεωρουμένης τῆς προτάσεως ὡς διασπαζούσης τήν ὁμοφωνία.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται στό κείμενο «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» τόν ὅρον «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», ἐπειδή ὁ ὅρος εἶναι ἀντιφατικός καί ἀπαράδεκτος θεολογικά, διότι, ἄν μιλᾶμε περί Ἐκκλησίας, αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑτερόδοξη καί ἄν μιλᾶμε περί ἑτεροδόξου αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία, μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου.
Ὁ ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίνεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Δομήτορά Της μέ τό ἀψευδέστατο στόμα Του τόν οὐρανοβάμονα θεῖον Παῦλον, ὁ ὁποῖος στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολήν του (Α΄ 17-23) μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι: «ἵνα ὁ Θεὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῆς δόξης, δῴη ὑμῖν πνεῦμα σοφίας καὶ ἀποκαλύψεως ἐν ἐπιγνώσει αὐτοῦ, πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας ὑμῶν, εἰς τὸ εἰδέναι ὑμᾶς τίς ἐστιν ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεως αὐτοῦ, καὶ τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις, καὶ τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχῦος αὐτοῦ, Ἣν ἐνήργησεν ἐν τῷ Χριστῷ ἐγείρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, καὶ ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι· καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου».
Συνεπῶς εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη ἑτεροδόξου ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη ἑτεροδόξου Χριστοῦ.
Εἶναι παραλογισμός νά ἔχεται ἀληθείας ταυτόχρονα ἡ πίστη, πού τό στόμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς παραδίδει, ὅτι «ἐν τῷ ἅδει οὐκ ἔστι μετάνοια», σχολιάζοντας τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου καί ἡ ὕπαρξη ἑνός ἄλλου σώματος Χριστοῦ μέ κεφαλήν τόν Ἴδιον, πού διδάσκει ἀκριβῶς τά ἀντίθετα, ὅπως τῆς Παπικῆς Συναγωγῆς, πού στήν κατήχησή της ἔκδ. Βατικανοῦ-Κάκτου 1996 καί στήν σελ. 332 μέ τίτλο: «Ὁ τελικός ἐξαγνισμός ἤ τό καθαρτήριο» διαστροφικά τονίζει, ὅτι: «Ὅσοι πεθαίνουν χωρίς νά ἔχουν ἐξαγνιστεῖ ὑποβάλλονται μετά τόν θάνατό τους σέ ἕναν ἐξαγνισμό, γιά νά εἰσέλθουν στήν χαρά τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτόν τόν τελικόν ἐξαγνισμόν ἡ Ἐκκλησία τόν ὀνομάζει καθαρτήριο».
Γιά νά συμβιβάσει τά ἀσυμβίβαστα ἡ «ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» ὑπέβαλε τήν πρόταση, πού τελικά ἔγινε δεκτή, ὅτι δέν ἀναγνωρίζει μέν τήν ὕπαρξη ἑτεροδόξων «Ἐκκλησιῶν», ἀλλά τήν ἱστορικήν ὀνομασία ἑτεροδόξων «Ἐκκλησιῶν» πρᾶγμα παντελῶς παράδοξο καί παράλογο, διότι ὀνομασία ἔχει μόνο κάτι πού ὑπάρχει ἐν χώρῳ καί χρόνῳ.
 Ἑπομένως ἡ παραδοχή τῆς ὀνομασίας καί ὄχι τῆς ὑπάρξεως προσπαθεῖ νά συμβιβάσει τά ἀσυμβίβαστα φαιδροποιῶντας τά πράγματα.
Εἶναι ἀπαράδεκτο νά ὀνομάζεται «Ἁγία καί Μεγάλη» μία ληστρική Σύνοδος καί εἶναι φαιδρό νά ὀνομάζεται
-«Ἁγία», ἀφοῦ δέν ἦταν ἑπομένη τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί λοιπῶν Συνόδων, ὅπως δηλώθηκε ἀκόμη καί ἀπό τόν Οἰκουμενιστή «Ἀλβανίας» Ἀναστάσιο (!), χωρίς νά διαφοροποιηθεῖ κανείς, καί πού οὐδεμία δογματική ἤ κανονική ἐνασχόληση εἶχε,
-καί «Μεγάλη», ἐφ’ ὅσον δέν ἐκπροσωπήθηκαν πάνω ἀπό 200.000.000 ὁμοδόξων Ὀρθοδόξων (150 Πατρ. Μόσχας, 30 Πατρ. Γεωργίας, 20 Πατρ. Βουλγαρίας καί Πατρ. Ἀντιοχείας).
Ἡ ληστρική ψευδοσύνοδος δέν κατέγνωσε οὐδεμίαν ὑφισταμένην αἵρεση στίς μέρες μας, παραβιάζουσα προδήλως τόν λζ΄ Κανόνα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων:
«Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω, τῶν ἐπισκόπων καί ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τά δόγματα τῆς εὐσεβείας καί τάς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν», πού ἔχει Οἰκουμενικήν ἐπικύρωση ἀπό τόν β΄ τῆς Ἕκτης καί τόν α΄ τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς. Δέν ἀπετίμησε, ἐπίσης, ἄν καί ἔλαβε σχετική ἀπόφαση, τούς διεξαχθέντες μέ τούς αἱρετικούς «ἑτεροδόξους» θεολογικούς διαλόγους, ὅπως μέ τούς Παλαιοκαθολικούς-Παπικούς, τούς Ἀντιχαλκηδονίους-Μονοφυσίτες, τούς Προτεστάντες Ἀγγλικανούς καί τούς Λουθηρανούς. Οἱ διάλογοι αὐτοί χαρακτηρίστηκαν ὀρθά, (ἀκόμη καί ἀπό τόν Λατινόφρονα «Μεσσηνίας» Χ. Σαββᾶτο), ὅτι ἔχουν μεταλλαχθεῖ ἀπό διάλογος «Ἐκκλησιῶν» σέ Ἀκαδημαϊκό διάλογο.
(Βλ. Ἐκθεσις περί τῆς γενομένης 14ης Γεν. Συνελεύσεως Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας).
Κάποιες ἰσχνές τροποποιήσεις ἔγιναν, ἀλλά οἱ Σύνοδοι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν γίνονται, γιά τήν ἀπόδειξη τῆς ἑνότητάς Της, ὅπως ἀπαραδέκτως δηλώθηκε, γιά τήν ὁποία ὑπεραρκοῦν τό κοινόν ποτήριον, (συλλείτουργο), τά Δίπτυχα, τά Εἰρηνικά Γράμματα καί ἡ ταυτότητα τῶν κανονικῶν ποινῶν.
Οἱ Σύνοδοι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γίνονται, γιά τήν κατάγνωση τῶν ὑφισταμένων αἱρέσεων ἐν τόπῳ καί χρόνῳ καί τόν συντονισμό τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν Ὀρθοπραξία μέ τήν προβλέψη ἱερῶν Κανονικῶν διατάξεων καί τόν ἀναθεματισμό τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν.       
Ἡ Ἱ. Μονή Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους παρατηρεῖ, βεβαίως, ὅτι:
«Σέ ἀρκετά σημεῖα τῶν κειμένων προστέθηκε περί τῶν μή Ὀρθοδόξων ὁ προσδιορισμός «ἑτεροδόξων», ὥστε νά φαίνεται ἡ ἀπόκλισίς των ἀπό τήν Ὀρ­θόδοξον ἀποστολική Πίοτιν. Στήν παραγρ. 21 (τοῦ κειμένου «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον») λέγεται καθαρά, ὅτι «αἱ μή Ὀρθό­δοξοι Ἐκκλησίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθο­λικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Στό θέμα τῶν διαχριοτιανικῶν διαλόγων προστέθηκε διάταξη νά γίνονται περιοδικές ἀξιολογήσεις τους. Γιατί, ὅμως, δέν ἀξιολογήθηκαν ὀρθοδόξως οἱ μέχρι σήμερα ἄκαρποι διεξαχθέντες καί διεξαγόμενοι διαχριστιανικοί διάλογοι εἶναι προφανές:
Γιά νά μήν θιγοῦν οἱ αἱρετικοί Παπικοί, Μονοφυσίτες καί Προτεστάντες!
Στό ζήτημα τῆς ἀπαράδεκτης συμμετοχῆς στό Π.Σ.Ε., (Παγκόσμιο Συμβούλιο τοῦ Σατανᾶ), διευκρινίσθηκε, ὅτι ἀποβλέπει στήν προώθηση (μόνον) τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν μειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων, ἀλλά καί μόνον ἡ συμμετοχή σ’ αὐτό τό συνονθύλευμα τῶν αἱρέσεων, πού κεφαλήν του ἔχει τόν Σατανᾶ, αἵρει τήν ὑπόσταση  μιᾶς Ἐκκλησίας ὡς Ἐκκλησίας.
Ἡ οὐνία συμπεριλήφθηκε μέν στίς ἀπαράδεκτες ἐνέργειες ἤ μεθόδους προσεγγίσεως τῶν χριστιανῶν, χωρίς, ὅμως, νά καταδικαστεῖ καί νά στηλιτευτεῖ ἡ Παπική θρησκευτική κοινωνία, πού ἔχει ἀναγάγει σέ θεσμόν Κανονικοῦ Δικαίου τήν μέθοδον αὐτήν καί χωρίς νά ἀναθεματισθοῦν οἱ Οὐνίτες.
Ἀπό τήν πρώτη παραγραφο τοῦ κεφ. Β΄ τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου «Ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ», ἀπαλείφθηκε ἡ περσοναλιστική ἀναφορά στόν ἄνθρωπο «ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων»...
Στό ζήτημα τῶν ἀπαράδεκτων μικτῶν γάμων μέ ἑτερόδοξους ἀποφεύχθηκε ἡ ρητή ἀναφορά καί δέσμευση τῆς Συνόδου, γιά ἱερολόγησή τους, πού ἀπαγορεύεται, σύμφωνα μέ τήν καθολικῆς ἰσχῦος διάταξη τοῦ 72ου Κανόνα τῆς Πενθέκτης, καί ἴσχυσε «ἡ δυνατότητα ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας»!!!, πρᾶγμα ἀντορθόδοξο καί ἀναιρετικό τῆς κοινωνίας εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τοῦ ὀρθοδόξου γάμου.
Ἔγινε μέν ἀναφορά (στήν Ἐγκύκλιο τῆς ψευδοσυνόδου) στίς μεγάλες, «καθολικοῦ κύρους», Συνόδους ἐπί ἁγίου Φωτίου (879) καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1351), στίς ὁποῖες καταδικάζονται αἱρετικά δόγματα, ὅπως τό Φιλόκβε, τό παπικό πρωτεῖο καί ἡ κτιστή Χάρις, ἀλλά χωρίς νά ἀναγνωρισθῆ ἡ Οἰκουμενική τους περιωπή, ἐνῶ ἡ Σύνοδος τοῦ Ἁγίου Μεγάλου Φωτίου μέ τήν αὐτοσυνειδησία Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναγνώρισε ὡς Ζ΄ Οἰκουμενικήν τήν Σύνοδον τοῦ 787 καί οἱ δογματικοί ὅροι τῆς Συνόδου τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τό 1351, συμπεριελήφθησαν στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας μας καί στίς μεταγενέστερες, πού ἀνέτρεψαν τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας καί ἀπεκήρυξαν τίς βλάσφημες Προτεσταντικές δοξασίες.
Ἡ σύνοδος, ἄν ἦταν Ὀρθόδοξη, ὄφειλε νά διόρθωσει ἐπαρκῶς τά προσυνοδικά κείμενα. Ὄφειλε νά ξαναγράψει τό  ἀντορθόδοξο κείμενο περί τῶν σχέσεων μέ τούς ἑτεροδόξους πού ἔπρεπε νά τούς στιγματίσει ὡς αἱρετικούς καί νά καθορίσει σαφεῖς ἐκκλησιολογικές ἀρχές στούς θεολογικούς διάλογους, νά αὐτοπροσδιοριστεῖ, δηλαδή, ὡς Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀποκηρύξει τό Φράγγικο ἡμερολόγιο καί ἐπιστρέψει στήν Πατρώα εὐσέβεια, ἑνούμενη μέ τούς ἀγωνιζομένους Ὁρθοδόξους τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου καί νά ἀναθεματίσει τόν Οἰκουμενισμό καί τούς παναιρετικούς Φράγγους, Μονοφυσίτες καί τούς βλάσφημους Προτεστάντες. Ὄφειλε νά ἀποκηρύξει τόν ψευδεπίσκοπο καί μασῶνο Ἀθηναγόρα, νά καταδικάσει τήν ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας-ἀναθεμάτων τό 1965[2] καί τίς ψευδενώσεις μέ τούς αἱρετικούς Παπικούς, ὅπως καί νά ἀναθεματίσει ὅσους ὑπέγραψαν τήν Βελμένδιο ἔνωση καί τήν ψευδένωση τοῦ Σαμπεζύ μέ τούς Μονοφυσίτες.[3]

Τά κείμενα τῆς ληστρικῆς συνόδου ἔμειναν ἐπίτηδες ἀσαφῆ καί ἀμφίσημα. Ἀπό τήν προσεκτική μελέτη τοῦ ἐπιμάχου 6ου κειμένου διαπιστώνουμε πολλά σημεῖα, στά ὁποῖα ἡ ἀσάφεια δίνει σκόπιμα τήν δυνατότητα διαφορετικῆς ἑρμηνείας του, γιά νά μήν δυσαρεστηθοῦν οἱ παρευρισκόμενοι (ἀπαραδέκτως) ὡς παρατηρητές αἱρετικοί:
                       1.   Γίνεται ἀναφορά σέ ἑτερόδοξες χριστιανικές «ἐκκλησίες», πού δέν βρίσκονται σέ κοινωνία μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (βλ. παραγρ. 6), καί, ἐπίσης, δέν τίθεται ὡς βάση ἡ ἀλήθεια, ἡ πίστη καί παράδοση τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἀναζητήσεως τῆς ἑνότητας τῶν Χριστιανῶν (βλ. παραγρ. 5), ἑνῶ ἐπίσης ἀπαράδεκτα δέν τονίζεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε διασπάσθηκε καί ὅτι παραμένει ἡ Μία καί Ἁγία.
                      2. Δέν περιγράφεται ἡ ἀποστολική ἀλήθεια, πίστη καί παράδοση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί δέν ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν ἑτεροδοξία-κακοδοξία τῶν «ἑτεροδόξων χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν» μέ συγκεκριμένα στοιχεῖα τῆς δισχιλιετοῦς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τόν τρόπον αὐτόν δέν ὁριοθετεῖται σαφῶς ἡ Ἐκκλησία ἀπό τίς αἱρέσεις, πού σφετερίζονται τήν ἀποστολική ἀλήθεια, εἴτε αὐτές ἀποδέχονται τίς τρεῖς πρῶτες Οἰκουμενικές Συνόδους (οἱ Μονοφυσίτες), εἴτε ἔχουν συγκαλέσει εἴκοσι μία ψευδοσυνόδους!!! (οἱ Παπικοί), εἴτε ἀρνοῦνται νά ἀναγνωρίσουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τήν ὅλη ἀποστολική πίστη (οἱ παναιρετικοί καί βλάσφημοι τῆς Παναγίας μας καί τοῦ Χριστοῦ μας Προτεστάντες).

Ἐπειδή, λοιπόν, οἱ Οἰκουμενιστές τίς ὀνομάζουν «ἑτερόδοξες                                                     χριστιανικές ἐκκλησίες» χωρίς νά προσδιορίζουν σαφῶς τήν ἑτεροδοξία τους καί τίς                  αἱρέσεις  τους, πού τίς ἔχουν ὁδηγήσει ἐκτός Ἐκκλησίας, δηλ. στήν αἵρεση καί                            στήν ἀπώλεια, εὔκολα περνάει ἡ ἀντορθόδοξη θεωρία καί ἡ κακόδοξη ἀντίληψη,
-ὅτι Ὀρθόδοξοι καί Παπικοί βρίσκονται τάχα πλέον ὑπό καθεστώς, ὄχι                                      τετελεσμένου  σχίσματος καί ὅτι οἱ Παπικοί δέν εἶναι αἱρετικοί
-καί μέ τούς Παπικούς δέν βρίσκονται οἱ Οἰκουμενιστές σέ νεκροφόρο καί θανάσιμο                           ἐναγκαλισμό μέ τίς ἀντικανονικές συμπροσευχές, τά οὐνιτικά συλλείτουργα καί τήν                            διακοινωνία καί τά κοινά ἀνακοινωθέντα,
-ἀλλά δῆθεν σέ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἀκοινωνησίας, ἄρση τῆς                      ὁποίας, ὅμως, ἔγινε τό 1965, ἀπό τόν αἱρεσιάρχη Ἀθηναγόρα καί ἀπό τήν ψευδοσύνοδο             τῆς Πόλης, πού ἐπικυρώθηκε στό Μπάλαμαντ καί στήν συνέχεια στήν Ραβέννα καί μέ                            τήν κρυφή καί φανερή διακοινωνία ἐπικυρώνεται καθημερινά μέ τά οὐνιτικά                                συλλείτουργα τῶν Λατινοφρόνων καί τῶν Οἰκουμενιστῶν σέ κάθε περίσταση.

Αὐτή ἡ θεωρία, πού ἔχει κερδίσει καί Ὀρθοδόξους θεολόγους, διαστρεβλώνει τήν ἔννοια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποία συμπεριλαμβάνει Ὀρθοδόξους καί Παπικούς παρά τίς ἀβυσαλέες δογματικές διαφορές, καθώς καί τήν ἔννοια τῆς ἑτεροδοξίας, τήν ὁποία ἀντιλαμβάνεται ὡς διαφορετική τάχα διατύπωση τῆς ἴδιας ἀποστολικῆς πίστεως!
Ἡ ἀσφαλής διεξαγωγή διαχριστιανικῶν διαλόγων χρειάζεται ἕνα καταστατικῆς ἰσχῦος κείμενο, πού νά ἀποτυπώνει μέ σαφήνεια τήν διαφοροποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν αἵρεση καί τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς αἱρετικές ψευδοεκκλησίες, ὅπως εἶναι ἡ Ὁμολογία Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας στήν Σύνάξη τῶν ἐκπροσώπων της (Ἑλλάδος, Ρωσσικῆς Διασπορᾶς, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Ἰταλίας καί Βορείου καί Νοτίου Ἀμερικῆς, στήν Ἀθῆνα τό 2016). Ἡ μορφή τῶν Ἱερῶν Κανόνων Α΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί Α΄ καί Β΄τῆς Πενθέκτης μπορεῖ, ἐπίσης, νά ἀποτελεῖ γιά ὅλους τούς Ὀρθοδόξους τό παράδειγμα.

                      3) Στήν παραγρ. 20 ἔχουν ἐπισημανθεῖ ἐλλείψεις, οἱ ὁποῖες ἀφήνουν χῶρο στήν καταδικασμένη ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «βαπτισματική θεολογία» καί στήν ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητας στούς αἱρετικούς!!!

                      4) Εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτη ἡ παραγρ. 23, πού τονίζει, ὅτι ὁ διάλογος πρέπει νά συνοδεύεται «διά πράξεων ἀμοιβαίας κατανοήσεως καί ἀγάπης». Δέν διευκρινίζεται μέχρι ποῦ ἐπιτρέπεται νά φθάσουν οἱ πράξεις αὐτές καί βάσει, ποίων Ἱερῶν Κανόνων, ὥστε νά ἐκδηλώνεται μέν ἡ ψυχική μας εὐγένεια καί τό ποιμαντικό μας ἐνδιαφέρον γιά τήν σωτηρία τῶν αἱρετικῶν μέ τήν ἐπιστροφή τους στήν Καθολική Ἐκκλησία καί νά διασφαλίζεται ταυτόχρονα ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογική συνείδησις. Ὄφειλε,  δηλαδή, μέ τήν ἀπόφασή της, ἄν ἤθελε νά λέγεται Ὀρθόδοξη Σύνοδος, νά καταδικαστοῦν ἀπερίφραστα μέ σαφεῖς καί ρητές διατάξεις Κανόνων οἱ συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικούς, οἱ λειτουργικοί ἀσπασμοί, τά οὐνιτικά συλλείτουργα καί οἱ διαθρησκειακές συμπροσευχές, πού ἐμφανίζουν τούς αἱρετικούς Παπικούς, Μονοφυσίτες καί Προτεστάντες ὡς «ἐκκλησία» μέ αὐθεντικό Βάπτισμα, Ἱερωσύνη καί σώζουσα Χάρη, καί μέ τόν τρόπον αὐτόν ἀνατρέπουν καί ἀκυρώνουν στή πράξη τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

                      5) Στήν παραγρ. 11 λέγεται ὅτι, διάλογοι οἱ ὁποῖοι δέν ἐπιτυγχάνουν συμφωνία ἐπί ἑνός θέματος, δέν διακόπτονται. Ἀντίθετα, καταγραφομένης τῆς θεολογικῆς διαφωνίας, συνεχίζονται. Ἡ Ἐκκλησία δέν διαλέγεται μέ τούς αἱρετικούς, ἀλλά διδάσκει καί ὁδηγεῖ στούς κόλπους Της τούς πεπλανημένους καί τούς ἀφισταμένους τῆς σωζούσης ἀληθείας.
                  Οἱ ἄκαρποι διάλογοι συντελοῦν στό νά ἀμβλύνεται ἡ δογματική εὐαισθησία τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων, πού μετέχουν σέ αὐτούς, καθώς καί τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Ἡ Οὐνία στήν παράγραφο 23 εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἐκκλησιολογικό πρόβλημα, πού ἔπρεπε νά καταδικαστεῖ ἀπερίφραστα καί νά ἀναθεματισθοῦν οἱ Οὐνίτες κατά τά ἀνωτέρω, πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν ἔγινε καί θά ἑρμηνεύεται πλέον τό πρόβλημα τῆς Οὐνίας, ὡς πρακτικός ἀνταγωνισμός καί ὄχι ὡς ἐκκλησιολογική ἐκτροπή πού ἀκυρώνει τήν σωτηρία.

                        Ὡς πρός τούς μεικτούς γάμους ὀφείλει νά καταδικαστεῖ ἡ ἀπαράδεκτη «ἐφαρμογή τς ἐκκλησιαστικς οἰκονομίας» ἡ ὁποία δέν ἀφορᾶ μόνον τούς μεικτούς γάμους ἀλλά - ΑΟΡΙΣΤΑ - «τά κωλύματα γάμου»! Τό κείμενο τό ἀναφέρει ξεκάθαρα:

                        «5. Περί τν μεικτν γάμων ρθοδόξων μεθ’ τεροδόξων καί μή Χριστιανν χθη ες τήν πόφασιν, πως: i) γάμος ρθοδόξων μεθ’ τεροδόξων κωλύεται κατά κανονικήν κρίβειαν (κανών 72 τς Πενθέκτης ν Τρούλλ Συνόδου). ii) δυνατότης φαρμογς τς κκλησιαστικς οκονομίας ς πρός τά κωλύματα γάμου δέον πως ντιμετωπίζεται πό τς ερς Συνόδου κάστης ατοκεφάλου ρθοδόξου κκλησίας, συμφώνως πρός τάς ρχάς τν ερν κανόνων, ν πνεύματι ποιμαντικς διακρίσεως, πί τ σκοπ τς σωτηρίας το νθρώπου. iii) γάμος ρθοδόξων μετά μή χριστιανν κωλύεται πολύτως κατά κανονικήν κρίβειαν.
                        Βάσει, λοιπόν, αὐτς τς σατανικς ἐμπνεύσεως φράσεως (5 ii), μέ τήν «ἐφαρμογή τς εκκλησιαστικς οἰκονομίας» ἀναιρονται ὅλες οἱ  προηγούμενες ἀποφάσεις το κειμένου καί ἀνοίγει ἡ πόρτα πρός τούς γάμους ὁμοφυλοφίλων, γάμους μετ’ ἀλλοθρήσκων κ.ἄ. (ἀφοῦ μόνον κατ’ ἀκρίβειαν τοιοῦτος γάμος ἀπαγορεύεται στήν ὑποπ.  5iii  !!!).


          6) Οἱ παραγρ. 4, 5 καί 6 καθιερώνουν τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς ἀπαράδεκτους ἀπό Ὀρθόδόξου πλευρᾶς λεγομένους διαχριστιανικούς διάλογους καί στήν Οἰκουμενική Κίνηση καί μάλιστα μέ τήν ἀπαράδεκτη διαβεβαίωση, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχή εἰς τήν κίνησιν (σσ. τήν Οἰκουμενιστικήν δηλαδή!!!) πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ… ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν» (παραγρ. 4).

          Τό ἐρώτημα εἶναι μέ ποιές ἐκκλησιολογικές ἀρχές ἔχουμε διασφαλίσει τήν συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στούς σημερινούς διαχριστιανικούς διάλογους, ὥστε αὐτή νά εἶναι συνεπής πρός τήν ἀποστολική πίστη καί παράδοση. Καί στίς σημερινές ἱστορικές συνθῆκες, ὅπως καί στίς παλαιότερες (Λατινοκρατία τοῦ 13ου αἰῶνος, Propaganda Fidei τοῦ 16ου-18ου αἰῶνος), τό ἀσφαλές κριτήριο Ὀρθοδόξου διαλόγου, (τῆς διδασκαλίας μᾶλλον πρός τούς ἐκτός Αὐτῆς), εἶναι νά διατηρεῖται ἀναλλοίωτη ἡ ἐκκλησιολογική ταυτότητα τῶν Ὀρθοδόξων καί νά παρουσιάζεται πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἔχουσα τήν ἀποστολή τοῦ διδασκάλου καί τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς ἀνθρωπότητας.
Κάποτε ἐπρόκειτο γιά ἄρνηση νά ὑποταχθοῦμε στήν ἐξουσία τοῦ Πάπα. Κατόπιν ἐπρόκειτο γιά ἄρνηση τῆς Οὐνίας, δηλαδή νά μνημονεύουμε τόν Πάπα ὡς Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα πρόκειται γιά ἄρνηση νά «ἀλληλοαναγνωρισθοῦμε ὡς Ἐκκλησίες», ὅπως θέλει ἡ παναιρετική Οἰκουμενική Κίνηση τοῦ 20οῦ αἰῶνα καί ἡ αἵρεση τῆς λεγεῶνας τῶν αἱρέσεων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
            Δέν διακηρύσσεται καθόλου στό ψευδοσυνοδικό κείμενο, ὅτι οὐδεμία ἄλλη χριστιανική κοινότητα εἶναι Ἐκκλησία μέ τήν δογματική ἔννοια τοῦ ὅρου, παρά μόνον ἡ Ὀρθόδοξη. Δέν ἐπιτεύχθηκε οὔτε προσυνοδικῶς οὔτε στήν ψευδοσύνοδο νά περιληφθεῖ στήν παραγρ. 1 τοῦ 6ου κειμένου ἡ ἔννοια τῆς μοναδικότητας τῆς Ἐκκλησίας κατά τά ἀνωτέρω ἀναπτυχθέντα. Ἡ ἀπουσία, ὅμως, τῆς ἔννοιας αὐτῆς συνιστᾶ πολύ σημαντική καί σκόπιμη ἔλλειψη, πού ταυτίζεται μέ ὑποχώρηση καί προδοσία τῆς φιλτάτης Ὀρθοδοξίας.
μετακίνηση τς παπικῆς κκλησιολογίας πό τήν ντίληψη τς «ποκλειστικότητος» (πρό τς Β΄ Βατικανς) στήν σύγχρονη ντίληψη το Συντάγματος Lumen Gentium, τι Ρωμαιοκαθολική «substitit» ες τήν Μίαν γίαν (νήκει, νυπάρχει, χι ὅτι εναι κκλησία), ποδηλώνει να κίνδυνον  πού πρέπει ο ρθόδοξοι νά ποφεύγουν πάντοτε, τονίζοντας τήν ννοια τς μοναδικότητος τς ρθοδόξου κκλησίας ς τς λης καί μόνης κκλησίας. Ο κπρόσωποι τν ρθοδόξων κκλησιν στά οκουμενικά συνέδρια, ταν κατέθεταν κοινή Δήλωση, τόνιζαν τήν μοναδικότητα τς ρθοδόξου κκλησίας ς τς λης καί μόνης Μίας γίας. Π.χ. στήν Λούνδη τό 1952: «Ατη εναι λη καί μόνη κκλησία, τό σμα το Χριστο, ντολοδόχος τν ποστόλων. Οτως ατη μόνη δύναται νά καθορίζει τήν πίστιν. Καί εμεθα βέβαιοι, τι τοτο εναι πόδειξις τς μοναδικότητός της». Ἐνώπιον τῶν Ὀρθοδόξων καί αὐτός παναιρετικός Βαρθολομαῖος δήλωσε στό Πρωτᾶτο τήν 21η κτωβρίου 2008: « ρθόδοξος κκλησία εναι ατή μόνη Μία γία Καθολική καί ποστολική κκλησία».
 Ὑπάρχει μία προφανής  ναντιστοιχία νάμεσα στήν διακήρυξη: « ρθόδοξος κκλησία… οσα Μία, γία, Καθολική καί ποστολική κκλησία» (παραγρ. 1), καί στά πεπραγμένα τν προδοτικῶν θεολογικν διαλόγων. πό τήν ποχή πού πρωτοσυντάχθηκε ατή διατύπωση (στήν Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη τοῦ 1986) μέχρι σήμερα, καί παρότι εχε τονισθ πό τότε, τι μαρτυρία τς ρθοδόξου κκλησίας δίδεται «πί τ βάσει τς ποστολικς παραδόσεως καί πίστεώς της», χουν γίνει «θεολογικές» προδοτικές συμφωνίες, ο ποες δέν δράζονται στήν ποστολική πίστη καί παράδοση. Τέτοιες εναι:  
- προδοτική συμφωνία τς Μικτς πιτροπς ρθοδόξων καί Μονοφυστιῶν πί τς Χριστολογίας (1989, 1990),
- προδοτική συμφωνία πί τς κκλησιολογίας στό Μπαλαμάντ τό 1993, ποία συνόψιζε τίς συμφωνίες τς Μικτς πιτροπς ρθοδόξων καί Παπικῶν στό Μόναχο τό 1982, στό Μπάρι τό 1986 καί στό Νέο Βάλαμο τό 1988, πού φοροσαν τόν κκλησιαστικό χαρακτῆρα μφοτέρων τν πλευρν δηλ. τήν ποστολική πίοτη, τήν ποστολική διαδοχή καί τά  αθεντικά μυστήρια, καί
- προδοτική συμφωνία στήν Ραβέννα τό 2007 γιά τήν παρξη δθεν πρωτείου νός πισκόπου πί παγκοσμίου πιπέδου (πού πορετοιμάζει τήν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου).
Τό συνοδικό κείμενο γίνεται σαφέστερο μέ τήν ρητή διαβεβαίωση τς γκυκλίου, τι ο «πό τς ρθοδόξου κκλησίας διεξαγόμενοι διάλογοι οδέποτε σήμαιναν, οτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ οονδήποτε συμβιβασμόν ες ζητήματα πίστεως».
άν ο νωτέρω θεολογικές «συμφωνίες» δέν εναι «συμβιβασμός ες ζητήματα πίστεως», τότε τί εναι συμβιβασμός καί ποιός εναι «δογματικός μινιμαλισμός» πού πορρίπτεται μέ τήν διατύπωση τς γκυκλίου στήν παρ. 20; « ρθόδοξος κκλησία οδέποτε πεδέχθη τόν θεολογικόν μινιμαλισμόν τήν μφισβήτησιν τς δογματικς παραδόσεως καί το εαγγελικο θους της»!
πό τίς νωτέρω πισημάνσεις συνάγεται, τι τό κείμενο τν σχέσεων πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον προσανατολίζεται πρός συνοδική κατοχύρωση τς γραμμς τν διαχριστιανικν σχέσεων τς τελευταίας πεντηκονταετίας, χωρίς τίς παραίτητες βάσεις τς ρθοδόξου κκλησιολογίας.
Ο στοχίες κατά τούς διαχριοτιανικούς διάλογους καί οἱ προδοτικές «συμφωνίες» το παρελθόντος δέν ενοον μία θετική πάντηση. Χρειαζόταν τώρα να κείμενο μέ γιοπατερική πνοή, τό ποο δέν θά φηνε περιθώρια στόν Προτεσταντικό Οκουμενισμό (θεωρία τν «δελφν κκλησιν» καί τόν Παπικόν τοιοῦτον τν «δύο πνευμόνων»), γιά ναγνώριση τεροδόξου βαπτίσματος καί ερωσύνης, γιά κοινή δῆθεν χριστολογική πίστη μέ τούς Μονοφυσίτες, γιά τήν ποδοχή τς Βατικανείου «Clarification», γιά συνυπογραφή εδικν κειμένων περί κκλησίας το τμήματος «Πίστις» καί «Τάξις» το Π.Σ. τοῦ Σατανᾶ, καί σχετικές δῆθεν «θιμοτυπικές κκλησιαστικές» κδηλώσεις πού τά πιβεβαιώνουν. να τέτοιο κείμενο θά στόχευε στήν πιστροφή τν τερόδοξων-αἱρετικῶν στήν  κκλησία. Θά δειχνε, τι δέν ναγνωρίζεται ν τ πράξει στίς τερόδοξες–αἱρετικές «κκλησίες» κκλησιαστικότητα, τι τάχα εναι κκλησίες μέ τήν θεολογική ννοια το ρου, φήνοντας τούς αἱρετικούς στίς πλάνες τους.
Τό συνοδικό κείμενο περί τν σχέσεων μέ τούς τεροδόξους-αἱρετικούς παρουσιάζει ἐσκεμμένα λλειμμα κκλησιολογικς κριβείας. ναπόφευκτα ατό θά φανεῖ κατά τίς μελλοντικές οκουμενικές παφές μέ τίς θεήλατες συμπροσευχές καί τά οὐνιτικά συλλείτουργα τοῦ κ. Βαρθολομαίου. Σέ ατές θά φαρμοσθεῖ πρακτικά τό πνεμα το κειμένου. Ο διαχριστιανικοί διάλογοι ὀφείλουν νά γίνονται μέ βάση τήν καθαρή ρθόδοξη κκλησιολογία, ὅπου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπέχει θέση διδασκάλου καί ὀφθαλμοῦ τῆς ἀνθρωπότητας. Τά κεκτημένα, ὡστόσο, προδοτικά κείμενα, οἱ συμπροσευχές καί ἡ κοινή λατρεία μέ τούς αἱρετικούς στό παρελθόν, οτως λλως καταμαρτυρον παρεκκλίσεις πό τήν ρθόδοξη κκλησιολογία.
 Ο λειτουργικοί σπασμοί, ο συμπροσευχές, ο ελογίες ρθοδόξου ποιμνίου πό αρετικούς κκλησιαστικούς γέτες, ο κοινές κδηλώσεις ρθοδόξων καί τεροδόξων προκαθημένων καί κληρικν, μέ τίς ποες μβλύνεται τό ρθόδοξο κριτήριο καί προωθεται λαϊκός Οκουμενισμός δέν καταδικάσθηκαν καί θά συνεχισθον μέ βάση καί τίς ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς αὐτῆς συνόδου.
Οἱ θεολογικές μελέτες, τά θεολογικά πιστημονικά συνέδρια, καί ,τι λλο στόν καδημαϊκό χρο προωθε τούς διαχριστιανικούς διάλογους πρός τήν πλευρά το συγκρητιστικο Οκουμενισμο χουν «ξιοποιηθεῖ κατάλληλα» πό κκλησιαστικούς φορες. Ὡς παραδείγματα νά ἀναφερθοῦν, θεολογική παραγωγή πού πί χρόνια μφανίζει τούς Μονοφυστες ς ρθοδόξους στήν Χριστολογική τους διδασκαλία, περιβόητη παπική «Clarification», πού ξισώνει τό Φιλιόκβε μέ τήν κ μόνου το Πατρός κπόρευση το γίου Πνεύματος καί ο θεολογικές μελέτες πού ποστηρίζουν ς γκυρο τό βάπτισμα τν τερόδοξων-αἱρετικῶν.
Τά προσυνοδικά κείμενα σαν φορτισμένα μέ τήν γνωστή προϊστορία τους καί τίς λλείψεις τους. Προϋπέθεταν καί ντανακλοσαν τήν στορία τν διαχριστιανικν θεολογικν διαλόγων, ποφάσεων καί συμφωνιν. Δέν ταν σωστό νά ρμηνευθον καθ’ αυτά καί φ’ αυτν.
ληστρική αὐτή σύνοδος βελτίωσε κάπως τά προσυνοδικά κείμενα. Τά τελικά, μως, συνοδικά κείμενα παρουσιάζουν κόμη σκόπιμες σάφειες. Δέν πραν «καθολική μορφή», μέ τήν ποία θά μποροσαν νά συντελέσουν στήν «καθολική νότητα» τς κκλησίας καί νά ποκτήσουν τήν ναμενόμενη «καθολική σχύ».
Ο προσδοκίες πό τήν σύνοδο αὐτή βεβαίως καί δέν κπληρώθηκαν, παρά τίς βελτιώσεις τν προσυνοδικν κειμένων. Ο ποφάσεις τς Συνόδου ὡς ὀρθόδοξες ἀποφάνσεις θά ἔπρεπε νά συμφωνοῦν μέ τό Συνοδικόν της ρθοδοξίας, στό ὁποῖο θά ἦταν σκόπιμο καί δυνατόν νά περιληφθοῦν.
πιπροσθέτως τίθεται να μεζον θέμα, τό οσιδες δηλ. ζήτημα πού εναι ο πεποιθήσεις τῶν καινοτόμων ἀρχιερέων τν φαινομένων ὡς ρθοδόξων κκλησιν,
-τι ληθής πίστη δέν ποτελε πόλυτη προϋπόθεση γιά τήν μετοχή στήν κτιστη χάρη το ν Τριάδι Θεο,
-τι τεροδοξία κέκτηται ληθές βάπτισμα, μυστηριακή δομή, ποστολική διαδοχή καί ερωσύνη καί πομένως καί αρεση εναι καί ατή «δός πρός σωτηρίαν».
Ο θέσεις, μως, ατές νατρέπουν πλήρως τήν θεολογία τν Οκουμενικν Συνόδων καί τν γίων καί Θεοφόρων Πατέρων 2000 χρόνων καί ποτελον καθαρή ποβολή το δαιμονικο περιπαίγματος πρός νατροπήν τς σωτηρίας το κόσμου.
            «Δέν ὑπῆρξε ποτέ διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας, καί δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξη, πλήν ὑπῆρξε καί θά ὑπάρξη ἔκπτωσις ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν τρόπον, πού πίπτουν τά ξερά καί ἄγονα κλήματα ἀπό τήν Θεανθρωπίνην καί αἰωνίως Ζῶσαν Ἄμπελον, πού εἶναι ὁ Κύριος Ἰησούς Χριστός (Ἰω. 13, 16)».[4] 
πομένως ο συγκεκριμένοι μφορονται πό τήν αρεση το συγκρητιστικο Οκουμενισμο καί ποτελον πόλυτο κίνδυνο γιά τό κκλησιαστικό σμα, λλά καί τραγικό λλοθι γιά τήν μμονή τν κακοδόξων στήν αρεσή τους. Σέ καμμία, λοιπόν, περίπτωση δέν μπορομε νά χουμε κοινωνία μέ μφορουμένους πό τέτοιες κακοδοξίες, γιατί διακινδυνεύεται ἡ σωτηρία το ποιμνίου μας καί καταπατᾶμε τούς ρκους τς ἱερωσύνης μας.
Ἑπομένως ὀρθῶς καί ἀποδεδειγμένα ἡ λεγομένη «γία καί Μεγάλη Σύνοδος» θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ς ληστρική καί ψευδοορθόδοξη καί τήν καταδικάζουμε ἐκκλησιαστικά ὡς τέτοια, τόσο σέ τοπικό ἐπίπεδο, ὅσο καί πανορθοδόξως, μέχρι νά συγκληθεῖ μία ντως γία καί Μεγάλη Σύνοδος, πού θά θεραπεύσει στάθειες καί σάφειες καταδικάζουσα τήν παναίρεση το συγκρητιστικο Οκουμενισμοῦ, ἐπανεισάγουσα τό αἰώνιον Ἑορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς ἀνά τόν κόσμον Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί διακηρύσσουσα παγκοσμίως, τι μόνη δός σωτηρίας καί μετοχς στίς κτιστες νέργειες το Θεο εναι θεολογία τν γίων Πατέρων καί τν Οκουμενικν Συνόδων τς διαιρέτου Μις, γίας, Καθολικς καί ποστολικς Ὀρθοδόξου κκλησίας.
            Μέγας Φώτιος στόν λόγον του «Περί τς το γίου Πνεύματος μυσταγωγίας» ναφέρει τά ξς:
            «Καί οδέ τν το θεσπεσίου Παύλου φρίττουσι φωνήν, ν ατοί κατά τν Πατέρων ατν μετά πολλς πορρίπτουσι τς κακουργίας. Καί γάρ οτος τήν ξουσίαν λαβών δεσμεν καί λύειν καί το δεσμο φοβερόν μα καί κραταιόν (μέχρι γάρ ατς ναφέρεται τς βασιλείας τν ορανν), οτος δή μεγάλη καί διαπρυσί κέκραγε τ φων“Κν μες γγελος ξ ορανο εαγγελίζηται μν παρ’ εαγγελιζόμεθα μν, νάθεμα στω”.» Παλος σίγητος τς κκλησίας σάλπιξ τοσοτος καί τηλικοτος τούς παρά τό Εαγγέλιον τερόν τι τολμντας φρόνημα λαβεν καί παρεισάγειν τ ναθέματι παραπέμπει, καί ο τούς λλους μόνον, οτινες τοτο τολμήσειαν, ρας νυπερβλήτοις πάγει, λλά καί αυτόν, νοχος ε φθείη, πρός τήν σην συνωθε δίκην. Καί οδέ μέχρι τούτου τό φοβερόν τς ποφάσεως περιγράφει, λλά καί τόν ορανόν ατόν ρευν˙ κν γγελον ερ τος πί γς κεθεν πιστάντα καί τερόν τι παρά τό εαγγελικόν εαγγελιζόμενον κήρυγμα, τος μοίοις δεσμος ποβάλλει καί τ διαβόλ παραπέμπει» (ΕΠΕ 4, 396, 30).
            Ἐδ, μολογε Μέγας Φώτιος, τι Ἀπόστολος Παλος λαβε τήν ξουσία το δεσμεν καί λύειν καί χι ἁπλῶς τήν ξουσία το νά παραπέμπει στήν Σύνοδο τούς αρετικούς. Μάλιστα ναφέρει Άγιος, ὅτι ξουσία του πεκτάθηκε καί στόν ορανό, φ’ σον, δηλαδή, ναθεματίζει καί γγέλους, ν κηρύττουν κάτι ντίθετο στό εαγγελικό κήρυγμα. ναφέροντας ν συνεχεί τό χωρίον το Ἀπ. Παύλου (Γαλάτ. 1, 8) τό ρμηνεύει λέγοντας, τι «τούς παρά τό Εαγγέλιον τερόν τι τολμντας φρόνημα λαβεν καί παρεισάγειν τ ναθέματι παραπέμπει».

           
Ἑπομένως λους ατούς, Ἀπ. Παλος τούς παραπέμπει στό νάθεμα, σύμφωνα μέ τόν Μ. Φώτιο, καί χι στήν Σύνοδο. Τά λόγια το Ἀπ. Παύλου Μέγας Φώτιος τά ναφέρει ς καταδικαστική πόφαση: «Καί οδέ μέχρι τούτου τό φοβερόν τς ποφάσεως περιγράφει». ν συνεχεί πεκτείνει τήν ξουσία το Ἀπ. Παύλου στόν ορανό: «λλά καί τόν ορανόν ατόν ρευν». Στήν ρευνα το ορανο ξετάζει τό φρόνημα τν γγέλων: «κν γγελον ερῃ τος πί γς κεθεν πιστάντα καί τερόν τι παρά τό εαγγελικόν εαγγελιζόμενον κήρυγμα...». Ατούς τούς γγέλους, ο ποοι θά χουν λλο φρόνημα πό τό εαγγελικό «τος μοίοις δεσμος ποβάλλει καί τ διαβόλ παραπέμπει».
            Κατά τούς Πατέρες δέν περιορίζεται ἡ ἐξουσία το Ἀπ. Παύλου καί δέν καταργεῖται, ποδιδόμενη σέ συγκληθησόμενη στό μέλλον Σύνοδο.
            Γιά τίς μέρες μας αὐτό σημαίνει, τι τήν ξουσία το Ἀπ. Παύλου δέν τήν ποδίδουμε στούς αρετικούς πισκόπους, ο ποοι, σύμφωνα μέ κάποιες ἀδιανόητες, καινοτόμες καί αἴολες διδασκαλίες, πρέπει νά καταδικάσουν -ἄν εἶναι ποτέ δυνατόν- πρτα τήν αρεσή τους καί πειτα τούς αυτούς τους. Τέτοιες ἀνόητες θέσεις πέχουν πολύ πό τήν διδασκαλία τν γίων Πατέρων καί μάλιστα ατήν πού ρμηνεύει τήν γίαν Γραφήν. Τοὔλάχιστον ὀφείλουν ὅλοι νά πεισθοῦν σέ ποιά κατάσταση χει δηγηθεῖ ρθοδοξία μέ τέτοιες θέσεις περί μελλοντικῆς καί ἀορίστου παραπομπῆς ὅλων τῶν θεμάτων σέ μία -ἄν ποτέ συγκληθεῖ- Οἰκουμενική Σύνοδο. Μέ αὐτόν τόν τρόπο καί ο δήθεν «ντιοικουμενιστές» νστερνίστηκαν τήν δυνητική ρμηνεία το 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου περί διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν αἱρετικῶν καί μέ βάση ατήν «πολεμον» μέ χαρτοπόλεμο τήν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Στό ργο το Μεγάλου Φωτίου «Σύνταγμα τν Κανόνων» (Τίτλος Α΄ Κεφ. 2) ναφέρονται καί τά ξς ἀπό τήν Ἁγίαν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον:
«παντα τά παρά τήν κκλησιαστικήν παράδοσιν καί τήν διδασκαλίαν καί ποτύπωσιν τν γίων καί μακαρίων Πατέρων καινοτομηθέντα καί πραχθέντα μετά τοτο πραχθησόμενα, νάθεμα» (ΕΠΕ 10, 30 Βλ. καί Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας).
            Ο
Πατέρες μας, συνοδικς διασκεψάμενοι, ναθεματίζουν, πέραν τν λλων, καί κάθε μελλοντικήν καινοτομίαν.
            Μέ βάση τήν ἀνωτέρω καινοτοτόμο διδασκαλία, γιά νά χει σχύν καί ναθεματισμός το ποστόλου Παύλου, πρέπει νά πιληφθεῖ Σύνοδος, ποία θά κρίνει καί θά καταδικάσει τούς αρετικούς πισκόπους καί τήν κακοδοξία. ν εναι τσι τά πράγματα, τότε, πολύ περισσότερο, δέν σχύει μελλοντικός ναθεματισμός τν Πατέρων ατν καί μάλιστα, γιά καινοτομίες καί κακοδοξίες, πού φορον τήν διδασκαλία τν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν γίων Πατέρων καί τήν Ἐκκλησιαστικήν Παράδοση. Τότε στήν περίπτωση, μως, ατή στό Συνοδικόν τς Ζ΄ Οκουμενικς ναθεματισμός αὐτός,  θα πρέπει να εναι λανθασμένος (φεῦ τῆς βλασφημίας)!!!
            Καί Ἀπόστολος Παλος, βεβαίως, χει ατήν τήν ξουσία νά ναθεματίζει τούς αρετικούς λων τν ποχν, καί ο Πατέρες τς Ζ΄ Οκουμενικς Συνόδου χουν τήν ξουσία καί ὀφείλουν νά ναθεματίζουν τούς μελλοντικούς αρετικούς, καί κόμη καί μεμονωμένοι Πατέρες καί αὐτός ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ ὡς φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τά ἐκτεθέντα ἀναλυτικῶς ἀνωτέρω.


            Ὁ δέ γιος Θεόδωρος Στουδίτης ν προκειμένῳ διδάσκει τ ξς: «λλ κα λλος ε τις εη τούτοις μώνυμος, μως αρετικς κατ τν κείνων αρεσιν τέραν, κν πίσκοπος, κν σκητής, κν στισον, νάθεμα στω. λλ κα ε τις μ ναθεματίζοι εκαίρως κατ τ ναγκαον πάντα αρετικόν, εη τς ατν μερίδος» (Φατ. 34, 99, 138).


            Κα σ λλη, πίσης, πιστολ σιος ναφέρει: «πειδ πς ρθοδοξν κατ πάντα, πάντα αρετικν δυνάμει κν ο ρήματι, ναθεματίζει» (Φατ. 49, 142, 85). Σημειωτέον, τι κα τ δύο ατ χωρία το σίου Θεοδώρου το Στουδίτου εναι π πιστολς, πού τς πέστειλε κατ τν χρονικὴν περίοδον τς μοιχειανικς αρέσεως.
            Φρονοῦν ἀντίθετα πρός τήν διδασκαλία τν γίων, ὅσοι θεωροῦν ὡς ναθεματισμένους μόνον κείνους, γιά τούς ποίους θά κφωνήσει Σύνοδος συγκεκριμένως καί νομαστικς τό νάθεμα, φο πως σχυρίζονται, ξετάσουν τήν αρεση σάν τόν χειρουργό ατρό, ποος θά ποκόψει τό τμμα ατό το σώματος, τό ποον χει γάγγραινα. Δηλαδή, ο ναθεματισμένοι πό τόν Μέγαν Ἀπόστολον Παλον καί τούς γίους, εναι γιά ὅλους αὐτούς ναθεματιστέοι.
            Ἐμεῖς, ὡς τέκνα ὑπακοῆς τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἑπόμενοι τῇ συμφωνίᾳ καί τῇ ἀρχαιότητι καί  ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν, τίς ἐπιταγές τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀλλά καί τό:
«Εἴ τις μὴ ἀναθεματίζει Ἄρειον, Εὐνόμιον, Μακεδόνιον, Ἀπολινάριον, Νεστόριον, Εὐτυχέα, καὶ Ὠριγένην, μετὰ τῶν ἀσεβῶν αὐτῶν συγγραμμάτων, καὶ τοὺς ἄλλους πάντας αἱρετικούς, τοὺς κατακριθέντας καὶ ἀναθεματισθέντας ὑπὸ τῆς ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας  καὶ τῶν προειρημένων ἁγίων τεσσάρων συνόδων, καὶ τοὺς τὰ ὅμοια τῶν προειρημένων αἱρετικῶν φρονήσαντας ἢ φρονοῦντας καὶ μέχρι τέλους τῇ οἰκείᾳ ἀσεβείᾳ ἐμμείναντας,  ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα ἔστω…» (Τῶν Ἱερῶν Συνόδων νέα δαψιλεστάτη Συλλογή, σελ. 126 (632), τόμος δεύτερος, (Μέρος Β΄), ἀπό ἔτους Χριστοῦ 449 ἄχρι ἔτους 1643, ἔκδοσις Καλύβης Τιμίου Προδρόμου, Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγιον Ὄρος, (Θεσσαλονίκη 1986). Βλ. καί Ε΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ 553 μ.Χ - ΒΛΑΣΙΟΥ ΦΕΙΔΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΟΜΟΣ Α΄- σελ. 721 ΑΘΗΝΑΙ 1992):

            ὡς τοπική Ἐκκλησία τῆς Πάτρας καταδικάζουμε ἀπερίφραστα, καθ’ ὅ ἔχουμε δικαίωμα καί ὑποχρέωση τά ἐν Κολυμπαρίῳ τῆς Κρήτης ἀποφασισθέντα καί ταυτόχρονα ἀναθεματίζουμε κατά τά εἰρημένα καί λεπτομερῶς ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, κάθε καινοτομία καί ἑτεροδιδασκαλία, ἐμπεριεχόμενη στά ἄθεσμα κείμενα τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, τήν ὁποίαν κατατάσσουμε στίς ληστρικές Συνόδους καί καλοῦμε ὅλους τούς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς ἀνά τόν κόσμον νά τά καταδικάσουν καί νά τά ἀναθεματίσουν, ἀναμένοντες καί ἀπό τήν Σύνοδό μας καί τούς σεπτούς Ἀρχιερεῖς μας τήν ἀντίστοιχη τελική καταδίκη καί τόν ἀναθεματισμό.

Πάτρα, Π.Ο.Ε. 04.10.2017, Ἁγίου Ἱεροθέου τοῦ Ἱερομάρτυρος, πρώτου Ἐπισκόπου Ἀθηνῶν

Γιά τήν Ἕνωση Ὀρθοδόξων Ἐπιστημόνων:
π. Νικόλαος Δημαρᾶς τ. Ἐπίκουρος Καθηγητής ΤΕΙ Πάτρας Δρ.Ν., ἐφημέριος Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίων Πάντων Πατρῶν
Δρ. Πέτρος Κουτσοῦκος Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Πατρῶν
Εὐανθία Κουτσούκου-Παναγοπούλου, καθηγήτρια Φιλόλογος
Διονύσιος Κυπριώτης, καθηγητής Μαθηματικῶν-Παιδαγωγός
Δημήτριος Καϊπης, Πολιτικός Μηχανικός
Ἑλένη Παπαδοπούλου-Καΐπη, Θεολόγος-Παιδαγωγός
Ἀνδρέας Γαλάνης, καθηγητής Μαθηματικῶν, Μsc ἐπιχειρησιακῆς ἔρευνας
Δημήτριος Λούκας, Μουσικός, διπλωματοῦχος ἠλεκτρολόγος
Ἰουλιανή Γκούννεμανν, καθηγήτρια Βιολογίας καί Φυσικῆς Ἀγωγῆς
Εὐγενία Πιερρῆ, καθηγήτρια Μέσης Ἐκπαιδεύσεως Δρ.Φυσικῆς
Δημήτριος Σταματέλος, ἠλεκτρολόγος-μηχανολόγος Πανεπιστημίου Πατρῶν
Σεραφείμ Δημαρᾶς, Παιδαγωγός, Μsc Παιδαγωγικῆς
Νεκτάριος Δημαρᾶς, τελειόφοιτος Ἀρχιτέκτων ΕΜΠ
Εὐαγγελία Δημαρᾶ, Πολιτικός Μηχανικός
Κωνσταντίνα Δημαρᾶ, καθηγήτρια Φυσικῆς Ἀγωγῆς
Ἀναστασία Δημαρᾶ, τελειόφοιτος Μαιευτικῆς Ἀθηνῶν.
Ραφαέλα Ἀργυροπούλου, Ἰατρός
Γεωργία Κυπριώτη, Καθηγήτρια Φυσικῆς Ἀγωγῆς.
Κωνσταντίνα Δημητρακοπούλου, Καθηγήτρια Φυσικῆς
Μαρία Ραπάνου, Ἰατρός
Μαρία Καλογερῆ, Παιδαγωγός Δημοτικῆς Ἐκπαιδεύσεως
Βασιλική Καλογερῆ, Παιδαγωγός Δημοτικῆς Ἐκπαιδεύσεως


Ἀκολουθοῦν οἱ ὑπογραφές τῶν προϊσταμένων καί τῶν πιστῶν τῶν Ἐνοριῶν τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Τιμίου Σταυροῦ Ἀμαλιάδος, Ἱερᾶς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Πατρῶν καί τῆς Συνοδείας τῆς Μοναχῆς Χρυστονύμφης Βασιλικοῦ Φαρρῶ










[1] «Ἅπαντες οὔν οἱ νεωτερίζοντες ἢ αἱρέσει ἢ σχίσματι, ἑκουσίως ἐνεδύθησαν, κατὰ τὸν ψαλμωδόν, "κατάραν ὡς ἱμάτιον" (Ψαλμ. ρη’,18), κἄν τε Πάπαι κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε Κληρικοί, κἄν τε Λαϊκοὶ ἔτυχον εἶναι "κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ ἀνάθεμα ἔστω, εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾽ ὃ παρελάβετε". Οὕτω φρονοῦντες οἱ Πατέρες ἡμῶν καὶ ὑπακούοντες εἰς τοὺς ψυχοσωτηρίους λόγους τοῦ Παύλου ἐστάθησαν σταθεροὶ καὶ ἑδραῖοι εἰς τὴν ἐκ διαδοχῆς παραδοθεῖσαν αὐτοῖς πίστιν καὶ διέσωσαν αὐτὴν ἄτρεπτον καὶ ἄχραντον διὰ μέσου τοσούτων αἱρέσεων, καὶ παρέδωκαν αὐτὴν εἰς ἡμᾶς εἰλικρινῆ καὶ ἀνόθευτον, ὡς ἐξῆλθεν ἄδολος ἀπὸ τοῦ στόματος τῶν πρώτων ὑπηρετῶν τοῦ Λόγου·  οὕτω φρονοῦντες καὶ ἡμεῖς, ἄδολον, ὡς παρελάβομεν, μετοχετεύσομεν αὐτὴν εἰς τὰς ἐπερχομένας γενεάς, μηδὲν παραμείβοντες, ἵνα ὦσι κακεῖνοι ὡς καὶ ἡμεῖς εὐπαρουσίαστοι καὶ ἀκαταίσχυντοι, λαλοῦντες περὶ τῆς τῶν προγόνων ἡμῶν πίστεως...  
(17) ...Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστιν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ
[2] Στό βιβλίο το θ. Σακαρέλλου «γινε νωση τν κκλησιν», ναφέρεται τό Γαλλικό κείμενο τς συμφωνίας «Κοινή Δήλωσις» το 1965, που στήν παράγραφο 4 τς συμφωνίας χρησιμοποιεται λέξη excommunication, ατό σημαίνει, τι μέ τή συμφωνία ατή χει ρθε «κοινωνησία», τό «σχίσμα», δηλαδή μεταξύ τν δύο κκλησιν, σέ ντίθεση μέ τήν πίσημη λληνική μετάφραση, πού μιλε, δθεν, γιά ρση ναθεμάτων, πρός καθησυχασμό τν ρθοδόξων. νωση, δυστυχς, χει γίνει, πλά πραγματώνεται καί παρουσιάζεται, τοπικά καί χρονικά, σταδιακά, νάλογα μέ τίς ντιδράσεις.
                Καί γιά νά μήν πάρχει μφιβολία, τι Γαλλική λέξη excommunication σημαίνει «κοινωνησία» τοτο πο-δεικνύεται καί πό τό διο τό Γαλλικό κείμενο τς συμφωνίας, πού χρησιμοποιήθηκε δύο φορές κφραση la communion ecclesiastique καί σημαίνει «κκλησιαστική κοινωνία», πως ρθά ποδίδεται ἀπό τήν πίσημη λληνική μετάφραση καί χι ὡς «κκλησιαστικό νάθεμα».
                Στήν πραγματικότητα, λοιπόν, κοινή δήλωση τό 1965, στό Γαλλικό κείμενο, μιλε γιά ρση τς κοινωνησίας καί χι γιά «πλ ρση το ναθέματος» μεταξύ τν κκλησιν.
                Τό γεγονός ατό ξηγε λα τά μεταγενέστερα γεγονότα, πως συμπροσευχές, οὐνιτικά συλλείτουργα, μετάδοση τς Θείας Κοινωνίας σέ παπικούς λαϊκούς σέ τόπους, πού δέν πρχε ξιόλογη ντίδραση, νεώτερες κοινές δηλώσεις καί συμφωνίες, μνημόσυνο το νόματος το Πάπα Ρώμης στήν γία Πρόθεση, γεγονός πού παραδέχθηκε, τι πραττε διος ὁ ἀναθεματισμένος θηναγόρας, μνημόνευση δημόσια το Πάπα στό Φανάρι στήν τελευταία του πίσημη πίσκεψη καί λλες παρόμοιες πράξεις.
                Καί σέ λα ατά πρωτοστατοσε τό Φανάρι καί κολουθοσαν μέ παρόμοιες πράξεις καί λλες τοπικές κκλησίες.
                Ατό ποτελε, κ τν πραγμάτων, νωση καί μπρακτη φαρμογή χι πλά τς ρσεως το ριστικο Σχίσματος, λλά ρση καί τς κοινωνησίας.
                Ἡ νωση φαρμόζεται σταδιακά, τοπικά καί χρονικά, πως ρθά πισημάνθηκε, νάλογα μέ τίς ντιδράσεις καί κάποια κατάλληλη στιγμή θά καταστε νωση πλήρης, πισφραγίζοντας τό δη φιστάμενο πό τν πραγματικό καθεστώς. (πόσπασμα πό ρθρο τς Φιλορθοδόξου νώσεως «Κοσμς Φλαμιάτος»).
                Ἡ Κοινή δήλωση το Πάπα Παύλου ΣΤ΄ καί το (σ.σ. ψευδο)-Πατριάρχου θηναγόρου στά Γαλλικά:
                «Ο «New York Times» μετέδωσαν τήν πό κοινο γγελίαν το Βατικανο καί το Φαναρίου τς 7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τήν ρσιν το excommunicatio -ς κοινωνησίας το Λατινικο κειμέ-νου)- ες τήν πρώτην σελίδα, ς τό τέλος το σχίσματος το 1054 καί ς τήν πανέναρξιν τς μυστηριακς κοινωνίας, πού εχε τότε δθεν διακοπε.Φαίνεται πλέον σαφς, τι τό λληνικόν κείμενον, πού ναγγέλει τήν ρση τν ναθεμάτων το τεχνηέντως παραπλανητικόν.
               
Φαίνεται εχε σκοπόν νά μβλύνη νδεχομένας ρνητικάς ντιδράσεις τν ρθοδόξων κκλησιν». (Πατρός ω. Ρωμανίδου, «ρθόδοξος καί Βατικάνειος συμφωνία περί Ονίας»,
 http://www.romanity.org/…/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_…
2.  Βλ. γιά παράδειγμα καί τήν ἑνωτικήν μέ τούς αἱρετικούς Μονοφυσίτες Ἐγκύκλιο τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ἀντιοχείας πρός τό ὁποῖο εἶναι κοινωνικά ὅλα τά πατριαρχεῖα καί ἡ «Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος»:
γία Σύνοδος τς ντιοχείας πεφάσισε τά ξς:
1. Τόν πλήρη καί μοιβαο σεβασμόν τν δύο κκλησιν ς πρός τό τελετουργικόν των, τήν πνευματικότητα, τήν κληρο-νομίαν καί τούς γίους πατέρας καί τήν πλήρη προστασίαν τν λειτουργικν πράξεων καί τς ντιοχείας καί τς Συρίας.
2. Τήν νσωμάτωσιν τν πατέρων καί τν δύο κκλησιν καί τς παραδόσεώς των γενικς ες τά χριστιανικά πιμορφωτικά προγράμματα καί τήν θεολογίαν καθη-γητν καί μαθητν.
3. Τήν ποφυγήν το νά δέχωνται μέλη μις κκλησίας ες τήν λλην, ποιοι καί ν εναι ο λγοι.
4. Τήν διοργάνωσιν συνάξεων τν δύο Συνόδων ποτεδήποτε πάρξει νάγκη.
5. Νά παραμείνει κάθε κκλησία ς σημεον ναφορς διά τά μέλη της ες θέματα φορντα γάμον, διαζύγιον, υοθεσίαν κλπ.
6. άν δύο πίσκοποι δύο διαφορετικν κκλησιν συναντηθον διά πνευματικήν τελετήν, θά προσταται κενος πού θά χει τό μεγαλύτερον ποίμνιον. λλά, ν εναι ες τό μυστήριον το γάμου, θά προσταται πίσκοπος τς κκλησίας το νυμφίου.
7. Ὅ,τι χει ναφερθ προηγουμένως δέν σχύει κατά τόν συνεορτασμόν πισκόπων ες τήν Θείαν Λειτουργίαν.
8. Ὅ,τι χει λεχθ ες τό π’ ριθμ. 6 ρθρον, σχύει διά τούς κληρικούς καί τν δύο κκλησιν.
9. άν νας ερεύς μις κ τν δύο κκλησιν τύχη νά εναι ες κάποιαν περιοχήν, θά τελέση τά θεα μυστήρια διά τά μέλη καί τν δύο κκλησιν, συμπεριλαμβανομένης καί τς Θείας Λειτουργίας καί το μυστηρίου το γάμου. διος ερεύς θά κρατήση νεξάρτητον ρχεον καί διά τάς δύο κκλησίας καί θά μεταφέρη τήν καταγραφήν τν μελῶν τς δελφς κκλησίας ες τήν πνευματικήν της ξουσίαν.
10. άν δύο ερες καί τν δύο κκλησιν τύχη νά ερίσκωνται ες κάποιαν κοινότητα, θά ναλλάσσονται, καί ες περί-πτωσιν συνεορτασμο θά προσταται κενος μέ τό μεγαλύτερον ποίμνιον.
11. άν πίσκοπος πό μίαν κκλησίαν καί νας ερεύς πό τήν δελφήν κκλησίαν τύχη νά συνεορτάζουν, θά προσταται, πως εναι φυσικόν, πίσκοπος, κόμη καί ν ερίσκεται ες τήν κοινότητα το ερέως, φ’ σον θά πάρχουν λαϊκοί καί πό τάς δύο κκλησίας.
12. Χειροτονίαι ες τούς βαθμούς τής ερωσύνης γίνονται πό τήν πνευματικήν ρχήν τν ποψηφίων ες κάθε κκλησίαν, κατά προτίμησιν, μέ τήν παρουσίαν δελφν πό τήν λλην δελφήν κκλησίαν.
13. νάδοχοι καί μάρτυρες γάμου πιτρέπεται νά πιλέγωνται πό τά μέλη καί τν δύο κκλησιν χωρίς διάκρισιν.
14. Ες λας τάς κοινάς ορτάς θά προσταται ρχαιότερος τ τάξει ερεύς.
15. λοι ο ργανισμοί τν δύο κκλησιν θά συνεργάζωνται ες λα τά θέματα, μορφωτικά, παιδείαν καί κοινωνικά διά τήν νάπτυξιν το δελφικο πνεύματος. Σς ποσχόμεθα, μέ ατήν τήν εκαιρίαν, τι θά συνεχίσωμεν νά νισχύωμεν τήν σχέσιν μας μέ τήν δελφήν κκλησίαν καί λας τάς λλας κκλησίας, μέ σκοπόν νά γίνωμεν λοι μία κοινότητα κάτω πό να Ποιμένα.


[4] Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», (Γαλλική μετάφραση), Τόμος 4ος, σελ. 181, Lausanne 1995 - Ἀναδημοσιεύτηκε στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο» στίς 29/6/2007.