Ἡ
Οἰκουμενική Σύνοδος κάνει διάγνωση τῆς ἤδη ἐπελθούσης σήψεως καί τῆς
αὐτοαποκοπῆς τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, τούς ὁποίους καί ἀναθεματίζει.
(Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας, Βλ. Ἰω.
Ρωμανίδη, Δογματική, τόμος Β΄):
"τοῖς οὖν ἀνεπιστρόφως τῇ πλάνῃ ταύτῃ κατεχομένοις, καί πρός πάντα λόγον θεῖον καί πνευματικήν διδασκαλίαν τά ὦτα βεβυσμένοις, ὡς ἤδη, λοιπόν, σεσηπόσι καί τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀποτεμοῦσιν ἑαυτούς, ἀνάθεμα".
Ἡ
ληστρική ψευδοπανορθόδοξος Σύνοδος
στό
Κολυμπάρι τῆς Κρήτης
Γιὰ ἐμᾶς τοὺς Γνησίους
Ὀρθοδόξους Χριστιανούς ἡ ἐκφώνηση τῶν ἀναθεμάτων
γιὰ τὶς ἐτεροδιδασκαλίες καὶ τὶς αἱρέσεις δὲν εἶναι κάτι
ξένο, καθότι κατ’ ἔτος ἐκφωνοῦμε τὰ ἀναθέματα
κατά τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν, διαβάζοντας τὸ Συνοδικόν
τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἐκεῖ, κατὰ τὴν προσταγὴ τῶν Πατέρων
μας, ἀναθεματίζουμε ὅλους τούς αἱρετικοὺς διὰ μέσου τῶν αἰώνων μαζὶ μὲ τὸν πιστὸν λαόν
μας, ποὺ ἐπικυρώνει τὶς ἐκφωνήσεις
τοῦ Ἀρχιερέως ἤ τοῦ ἱερέως, ἀπαντώντας ὁμοφώνως: ἀνάθεμα, ἀνάθεμα, ἀνάθεμα.
α.
Δικαιούμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀναθεματίζουμε τίς ἀναφυόμενες αἱρέσεις ἤ αἱρέσεις
πού ἐπανεμφανίζονται καί πού εἶναι καταδικασμένες στό παρελθόν;
Στὴν
περίπτωση τοῦ συνταχθέντος καί κατωτέρω παρατιθεμένου
κειμένου γιά τήν καταδίκη καί τόν ἀναθεματισμό τῶν ἀποφάσεων
τῆς ληστρικῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης τό 2016, ὡς τέκνα ὑπακοῆς, ἐπαναλαμβάνουμε
ἁπλά, αὐτὰ τὰ ὁποῖα οἱ θεοφόροι
Πατέρες πρῶτοι ἐξεφώνησαν, ὅταν στὴν ἁγία Ζ΄
Οἰκουμενικήν Σύνοδον ἐκφωνοῦν τὸ ἀνάθεμα γιὰ ὅλα τὰ
πραχθησόμενα μετὰ τὴν ἁγίαν Ζ΄ Οἰκουμενικὴν καὶ πού εἶναι παρὰ τὴν ὑποτύπωσιν
καὶ τὴν διδασκαλίαν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων
καὶ τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων.
Συμφωνοῦμε μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους
Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, ὅτι ἤδη οἱ αἱρετικοὶ, Λατινόφρονες καί Οἰκουμενιστές, κατάραν ἐνεδύσαντο ὡς ἱμάτιον καὶ ὅτι
βλασφημοῦν εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον,
κηρύσσοντας μὲ τὶς ἐτεροδιδασκαλίες τους, ὅτι τό
Πανάγιον Πνεῦμα δὲν ἔλαλησε ἀρτίως ἐν ταῖς Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις
καὶ ἐν ταῖς διδασκαλίαις τῶν θεοφόρων
Πατέρων μας, ἀναθέτοντας οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς καί εἰς ἡμᾶς, στόν πιστόν λαόν τοῦ Θεοῦ, στούς
φύλακες τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ δικαίωμα αὐτὸ μὲ τήν Πανορθόδοξη
ἀπόφανσή τους τὸ 1848.
Καὶ ἂν δὲν τὸ κάνουμε, νά
καταδικάσουμε καί νά ἀναθεματίσουμε τίς ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς Συνόδου, κατὰ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικήν καὶ τὸν Ὅρον της, εἴμαστε καὶ ἡμεῖς ὑπὸ ἀνάθεμα.
Δὲν ἐπαφίεται τὸ δικαίωμα τῆς καταδίκης καὶ τοῦ ἀναθέματος κάθε
αἱρέσεως καὶ ἐτεροδιδασκαλίας μόνον στοὺς Ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ ἐπιβάλλεται ὡς ὑποχρέωση σὲ ὅλους τούς πιστοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ πάντοτε, καὶ δὴ στοὺς ἱερεῖς καὶ στοὺς δοκοῦντας εἶναί τι, κατὰ τὸν Μέγαν
Ὁμολογητὴν Θεόδωρον τόν Στουδίτην. Πόσον μᾶλλον αὐτὸ ἐπιβάλλεται ὡς ὑποχρέωση μετά ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια Καινοτομίας καὶ βλασφημίας κατὰ τοῦ Παναγίου Πνεύματος, κατὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων μας,
τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεώς μας.
Πολύ
περισσότερον ἔχουμε τό δικαίωμα ἀναθεματισμοῦ κάθε αἱρέσεως καί δή τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ μετά τίς καταδικαστικές ἀποφάσεις τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου τό 1983 στό Μόντρεαλ τοῦ Καναδᾶ, μετά τήν καταδίκην τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὑπό
τῆς Ἱερᾶς μας Συνόδου τό 1998 ὑπό τόν μακαριστόν Ἀρχιεπίσκοπόν μας κυρόν
Χρυσόστομον τόν Β΄ καί μετά τήν
ἀντίστοιχη καταδίκην τῆς Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας ὑπό τόν Μητροπολίτην Βλάσιον.
Ἡ
διδασκαλία τοῦ μεγάλου Ἁγίου μας Ἰωάννη
τοῦ Μαξίμοβιτς εἶναι γιά τό θέμα μας, ἐπίσης, καταλυτική: Στούς ἔσχατους καιρούς κάθε πιστός Ὀρθόδοξος
χριστιανός εἶναι ὑπεύθυνος γιά ὅλην τήν Ἐκκλησίαν!!! Πόσον μᾶλλον ὅταν ὁ
Οἰκουμενιστής «πατριάρχης» Βαρθολομαῖος μέ τούς συνυπογράψαντες τά ἄθεσμα
ἀποφασισθέντα ἐν Κολυμπαρίῳ τῆς Κρήτης τά ἐπιβάλλει μέ ἐγκύκλιό του ὡς
ὑποχρεωτικά καί δεσμευτικά γιά ὅλη τήν Ὀρθοδοξία, ἀκόμη καί γι' αὐτούς ... πού
δέν τά ὑπέγραψαν.
β.
Ὑπάρχει ἀνάγκη νά γίνει ἡ καταδίκη καί ὁ ἀναθεματισμός καί πάλιν αὐτῶν, ἀπό
τούς ὁποίους ἔχουμε ἀποτειχισθεῖ καί τούς θεωροῦμε ἐκτός Ἐκκλησίας;
Στό ἐρώτημα αὐτό πρέπει νά σημειωθοῦν
τά ἑξῆς: Ἐφ’ ὅσον ἐπανεμφανίζονται δημόσια οἱ διάφοροι αἱρετικοί καί λαμβάνουν
ἀποφάσεις πού θίγουν τήν Ἱερή Παράδοση, τήν διδασκαλία καί τά δόγματα τῆς
φιλτάτης Ὀρθοδοξίας μας, ὀφείλουμε, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων
μας, τήν πράξη καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁσάκις ἐμφανίζεται ἡ
ἑτεροδιδασκαλία νά τήν καταδικάζουμε. Ὅσες φορές δηλ. ἐμφανίζεται ἡ
ἑτεροδιδασκαλία πού συνιστᾶ αἵρεση, ὀφείλουμε
νά τήν καταδικάζουμε. Νά τήν στιγματίζουμε
καί νά ἀναθεματίζουμε ὄχι μόνον τήν ἑτεροδιδασκαλία, ἀλλά καί τούς
κηρύσσοντες αἱρετικά. Μέ τόν τρόπο αὐτόν προστατεύουμε τήν Ἐκκλησία μας, τό
ποίμνιό μας, ἀλλά καί ἀφυπνίζουμε ἐκείνους πού μένουν ἀκόμη σέ κοινωνία μέ τούς
αἱρετικούς.
Ὁσάκις
δηλ. τελεῖται ἔγκλημα αὐτό πρέπει νά καταδικάζεται.
Ἐάν, γιά παράδειγμα, κάποιος τελέσει
μία ποινικά κολάσιμη πράξη καί καταδικαστεῖ, καί κάποιος ἄλλος τελέσει τό ἴδιο
ἔγκλημα ἀργότερα δέν πρέπει τάχα νά καταδικαστεῖ καί ὁ δεύτερος, ἐπειδή ἤδη ...
καταδικάστηκε ὁ πρῶτος; (!) Πόσον μᾶλλον
ἀπαιτεῖται ὑπό πάντων καί νέα καταδίκη καί ἀναθεματισμός τῶν αἱρετικῶν πού
διαστρέφουν τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν τά διακυβευόμενα μεγέθη τῆς
Παρακαταθήκης τῆς Πίστεως καί τῶν δογμάτων
εἶναι ἀσυγκρίτως πολυτιμότερα ὡς θεμάτων ζωῆς αἰωνίου!
Ἀπαιτεῖται,
λοιπόν, πάντοτε ἡ καταδίκη, ὅπως ἐπιβεβαιώνεται, ἀπό τίς συνεχόμενες συνόδους
πού καταδίκασαν γιά παράδειγμα τοὐλάχιστον
δεκατέσσερις φορές τούς Παπικούς (Λατίνους-Φράγκους, τό 879, τό 1009, τό 1054 καί
στή συνέχεια...).
Δέν
ἀρκοῦσε μόνον μία φορά ἡ καταδίκη τους;
Γιατί
ἐπανέρχονταν συνεχῶς οἱ θεοφόροι Πατέρες μας, παρά τίς συνεχόμενες προηγούμενες
καταδίκες τους;
Ἡ
ἀποτείχισή μας, ἡ ὁποία εἶναι δικαίωμα πού παρέχεται σέ ὅλους τούς πιστούς
ἀνεξαιρέτως, κατά τόν ιε΄ τῆς ΑΒ΄ ἐπί
Μεγάλου Φωτίου Συνόδου ἤ μᾶλλον ἡ ἀποτείχιση, θέση ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας τῶν αἱρετικῶν, ὑπό πάντων, τῶν κανονικῶν καί
τῶν λαϊκῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος , ἀσφαλίζει μέν ἡμᾶς, ἀλλά δέν
εἶναι ὁλοκληρωμένη,
-ἄν δέν
ἀφυπνίσουμε καί ἄλλους μέ τό κήρυγμα, τόν προφορικό καί τόν γραπτό λόγο, μέ τήν
γνωστοποίηση μέ κάθε μέσον συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως τῶν θέσεων τῆς Ἐκκλησίας μας
καί τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων μας,
-ἀλλά καί
μέ τόν στιγματισμό τῆς ἑτεροδιδασκαλίας καί τῆς κηρυσσομένης αἱρέσεως.
Αὐτό
ὀφείλει νά γίνεται ὄχι μόνον σέ ἀτομικό ἐπίπεδο, ἀλλά καί συλλογικά εὐκαίρως
ἀκαίρως ὑπό πάντων τῶν Ὀρθοδόξων, κατά
τόν λόγον τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ
Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὑπό τῶν Μοναστηρίων καί τῶν Ἐνοριῶν συλλογικά,
καί ὅλων τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Συμπερασματικά: ἐάν ὁ λόγος εἶναι περί
πίστεως, μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἐσύ μήν πεῖς, ὅτι εἶσαι
φτωχός καί δέν εἶσαι πλούσιος, ὅτι εἶσαι πρόβατο καί ὄχι ποιμένας. Οἱ λίθοι
κεκράξονται, καί σύ σιωπηλός καί ἄφροντις;
Τονίζεται, λοιπόν, ἀπό διάφορους λεγόμενους
συντηρητικούς Νεοημερολογίτες, ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς λεγομένης ἀντιπροσωπείας
τῆς «ἐκκλησίας» τῆς Ἑλλάδος στήν
λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»,
στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, καί ἀπό ἐμᾶς βεβαίως, εἶναι ἀποφάσεις ληστρικῆς
Συνόδου. Ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς φερομένης ὡς «ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος», τονίζουν διάφοροι «συντηρητικοί» ἐπίσκοποι, ἦταν
ἐντολοδόχος τοῦ «σώματος τῆς Ἱεραρχίας» καί ὄφειλε μέχρι τό τέλος νά καταθέσει τήν ἐντολή πού πῆρε, χωρίς
καμμία παθογένεια. Δέν εἶχε καμμία ἐξουσιοδότηση νά μεταβάλει τό περιεχόμενο
τῆς ἐντολῆς καί οἱ αἰτιολογίες πού ἀκούσθηκαν, ὅτι δῆθεν οἱ παρόντες στήν
Σύνοδο ψήφισαν καί ὅτι ἔπρεπε νά συνταχθοῦν μέ τήν ὁμοφωνία τῶν λοιπῶν
Ἐκκλησιῶν εἶναι χωρίς ἔρεισμα, διότι ἀφ’ ἑνός ἡ ἀντιπροσωπεία ἀσφαλῶς ψήφισε,
ἀλλά ὄφειλε νά ψηφίσει ἐντός καί μόνον τῆς ἐντολῆς πού εἶχε, καί ἀφ’ ἑτέρου,
διότι μία Ἐκκλησία μποροῦσε νά ὑποβάλει πρόταση, γιά τήν διόρθωση τῶν
ψηφισθέντων ἀπό τούς Προκαθημένους κειμένων καί ἄν δέν γινόταν δεκτή,
καταγραφόταν στά Πρακτικά, μή θεωρουμένης τῆς προτάσεως ὡς διασπαζούσης τήν
ὁμοφωνία.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται στό κείμενο
«Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν
λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» τόν ὅρον «ἑτερόδοξες
Ἐκκλησίες», ἐπειδή ὁ ὅρος εἶναι ἀντιφατικός καί ἀπαράδεκτος θεολογικά,
διότι, ἄν μιλᾶμε περί Ἐκκλησίας, αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑτερόδοξη καί ἄν
μιλᾶμε περί ἑτεροδόξου αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία, μέ τήν θεολογική
ἔννοια τοῦ ὅρου.
Ὁ ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίνεται ἀπό τόν
ἴδιο τόν Δομήτορά Της μέ τό ἀψευδέστατο στόμα Του τόν οὐρανοβάμονα θεῖον Παῦλον, ὁ ὁποῖος
στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολήν του (Α΄ 17-23) μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι: «ἵνα ὁ
Θεὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῆς δόξης, δῴη ὑμῖν πνεῦμα σοφίας
καὶ ἀποκαλύψεως ἐν ἐπιγνώσει αὐτοῦ, πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας
ὑμῶν, εἰς τὸ εἰδέναι ὑμᾶς τίς ἐστιν ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεως αὐτοῦ, καὶ τίς ὁ
πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις, καὶ τί τὸ ὑπερβάλλον
μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ
κράτους τῆς ἰσχῦος αὐτοῦ, Ἣν ἐνήργησεν ἐν τῷ Χριστῷ ἐγείρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν,
καὶ ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ
ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον
ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι· καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας
αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα
αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου».
Συνεπῶς
εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη ἑτεροδόξου ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη
ἑτεροδόξου Χριστοῦ.
Εἶναι παραλογισμός νά ἔχεται ἀληθείας
ταυτόχρονα ἡ πίστη, πού τό στόμα τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς παραδίδει, ὅτι «ἐν τῷ ἅδει οὐκ ἔστι μετάνοια»,
σχολιάζοντας τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου καί ἡ ὕπαρξη ἑνός ἄλλου
σώματος Χριστοῦ μέ κεφαλήν τόν Ἴδιον, πού διδάσκει ἀκριβῶς τά ἀντίθετα, ὅπως
τῆς Παπικῆς Συναγωγῆς, πού στήν κατήχησή της ἔκδ. Βατικανοῦ-Κάκτου 1996 καί στήν σελ. 332 μέ τίτλο: «Ὁ τελικός ἐξαγνισμός ἤ τό καθαρτήριο»
διαστροφικά τονίζει, ὅτι: «Ὅσοι πεθαίνουν
χωρίς νά ἔχουν ἐξαγνιστεῖ ὑποβάλλονται μετά τόν θάνατό τους σέ ἕναν ἐξαγνισμό,
γιά νά εἰσέλθουν στήν χαρά τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτόν τόν τελικόν ἐξαγνισμόν ἡ Ἐκκλησία
τόν ὀνομάζει καθαρτήριο».
Γιά νά συμβιβάσει τά ἀσυμβίβαστα ἡ «ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» ὑπέβαλε τήν
πρόταση, πού τελικά ἔγινε δεκτή, ὅτι δέν ἀναγνωρίζει μέν τήν ὕπαρξη ἑτεροδόξων «Ἐκκλησιῶν», ἀλλά τήν ἱστορικήν ὀνομασία
ἑτεροδόξων «Ἐκκλησιῶν» πρᾶγμα
παντελῶς παράδοξο καί παράλογο, διότι ὀνομασία ἔχει μόνο κάτι πού ὑπάρχει ἐν
χώρῳ καί χρόνῳ.
Ἑπομένως ἡ παραδοχή τῆς ὀνομασίας καί ὄχι τῆς
ὑπάρξεως προσπαθεῖ νά συμβιβάσει τά ἀσυμβίβαστα φαιδροποιῶντας τά πράγματα.
Εἶναι ἀπαράδεκτο νά ὀνομάζεται «Ἁγία καί Μεγάλη» μία ληστρική Σύνοδος
καί εἶναι φαιδρό νά ὀνομάζεται
-«Ἁγία», ἀφοῦ δέν ἦταν ἑπομένη τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί λοιπῶν Συνόδων, ὅπως
δηλώθηκε ἀκόμη καί ἀπό τόν Οἰκουμενιστή «Ἀλβανίας» Ἀναστάσιο (!), χωρίς νά
διαφοροποιηθεῖ κανείς, καί πού οὐδεμία δογματική ἤ κανονική ἐνασχόληση εἶχε,
-καί «Μεγάλη», ἐφ’ ὅσον δέν ἐκπροσωπήθηκαν πάνω ἀπό 200.000.000 ὁμοδόξων Ὀρθοδόξων
(150 Πατρ. Μόσχας, 30 Πατρ. Γεωργίας, 20 Πατρ. Βουλγαρίας καί Πατρ.
Ἀντιοχείας).
Ἡ ληστρική ψευδοσύνοδος δέν κατέγνωσε οὐδεμίαν
ὑφισταμένην αἵρεση στίς μέρες μας, παραβιάζουσα προδήλως τόν λζ΄ Κανόνα τῶν Ἁγ.
Ἀποστόλων:
«Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω, τῶν
ἐπισκόπων καί ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τά δόγματα τῆς εὐσεβείας καί τάς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς
ἀντιλογίας διαλυέτωσαν», πού ἔχει
Οἰκουμενικήν ἐπικύρωση ἀπό τόν β΄ τῆς Ἕκτης καί τόν α΄ τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς. Δέν ἀπετίμησε, ἐπίσης, ἄν καί ἔλαβε
σχετική ἀπόφαση, τούς διεξαχθέντες μέ τούς αἱρετικούς
«ἑτεροδόξους» θεολογικούς διαλόγους, ὅπως μέ τούς
Παλαιοκαθολικούς-Παπικούς, τούς Ἀντιχαλκηδονίους-Μονοφυσίτες, τούς Προτεστάντες
Ἀγγλικανούς καί τούς Λουθηρανούς. Οἱ διάλογοι αὐτοί χαρακτηρίστηκαν ὀρθά,
(ἀκόμη καί ἀπό τόν Λατινόφρονα «Μεσσηνίας»
Χ. Σαββᾶτο), ὅτι ἔχουν μεταλλαχθεῖ ἀπό διάλογος «Ἐκκλησιῶν» σέ Ἀκαδημαϊκό
διάλογο.
(Βλ. Ἐκθεσις περί τῆς γενομένης 14ης Γεν. Συνελεύσεως Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς
ἐπί τοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας).
Κάποιες ἰσχνές τροποποιήσεις ἔγιναν, ἀλλά οἱ
Σύνοδοι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν γίνονται, γιά τήν ἀπόδειξη τῆς ἑνότητάς
Της, ὅπως ἀπαραδέκτως δηλώθηκε, γιά τήν ὁποία ὑπεραρκοῦν τό κοινόν ποτήριον,
(συλλείτουργο), τά Δίπτυχα, τά Εἰρηνικά Γράμματα καί ἡ ταυτότητα τῶν κανονικῶν
ποινῶν.
Οἱ
Σύνοδοι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γίνονται, γιά τήν κατάγνωση τῶν ὑφισταμένων
αἱρέσεων ἐν τόπῳ καί χρόνῳ καί τόν συντονισμό τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν Ὀρθοπραξία
μέ τήν προβλέψη ἱερῶν Κανονικῶν διατάξεων καί τόν ἀναθεματισμό τῶν αἱρέσεων καί
τῶν αἱρετικῶν.
Ἡ Ἱ. Μονή Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους παρατηρεῖ,
βεβαίως, ὅτι:
«Σέ ἀρκετά σημεῖα τῶν κειμένων προστέθηκε περί
τῶν μή Ὀρθοδόξων ὁ προσδιορισμός «ἑτεροδόξων»,
ὥστε νά φαίνεται ἡ ἀπόκλισίς των ἀπό τήν Ὀρθόδοξον ἀποστολική Πίοτιν. Στήν
παραγρ. 21 (τοῦ κειμένου «Σχέσεις
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον») λέγεται καθαρά,
ὅτι «αἱ μή Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι
παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας».
Στό θέμα τῶν διαχριοτιανικῶν διαλόγων
προστέθηκε διάταξη νά γίνονται περιοδικές ἀξιολογήσεις τους. Γιατί, ὅμως, δέν
ἀξιολογήθηκαν ὀρθοδόξως οἱ μέχρι σήμερα ἄκαρποι διεξαχθέντες καί διεξαγόμενοι
διαχριστιανικοί διάλογοι εἶναι προφανές:
Γιά νά
μήν θιγοῦν οἱ αἱρετικοί Παπικοί, Μονοφυσίτες καί Προτεστάντες!
Στό ζήτημα τῆς ἀπαράδεκτης συμμετοχῆς στό Π.Σ.Ε., (Παγκόσμιο Συμβούλιο τοῦ Σατανᾶ),
διευκρινίσθηκε, ὅτι ἀποβλέπει στήν προώθηση (μόνον) τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν
μειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων, ἀλλά καί μόνον ἡ συμμετοχή σ’ αὐτό τό
συνονθύλευμα τῶν αἱρέσεων, πού κεφαλήν του ἔχει τόν Σατανᾶ, αἵρει τήν
ὑπόσταση μιᾶς Ἐκκλησίας ὡς Ἐκκλησίας.
Ἡ οὐνία συμπεριλήφθηκε μέν στίς ἀπαράδεκτες
ἐνέργειες ἤ μεθόδους προσεγγίσεως τῶν χριστιανῶν, χωρίς, ὅμως, νά καταδικαστεῖ
καί νά στηλιτευτεῖ ἡ Παπική θρησκευτική κοινωνία, πού ἔχει ἀναγάγει σέ θεσμόν
Κανονικοῦ Δικαίου τήν μέθοδον αὐτήν καί χωρίς νά ἀναθεματισθοῦν οἱ Οὐνίτες.
Ἀπό τήν πρώτη παραγραφο τοῦ κεφ. Β΄ τοῦ
προσυνοδικοῦ κειμένου «Ἡ Ἀποστολή τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ», ἀπαλείφθηκε ἡ περσοναλιστική ἀναφορά στόν ἄνθρωπο «ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ
ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων
προσώπων»...
Στό ζήτημα τῶν ἀπαράδεκτων μικτῶν γάμων μέ
ἑτερόδοξους ἀποφεύχθηκε ἡ ρητή ἀναφορά
καί δέσμευση τῆς Συνόδου, γιά
ἱερολόγησή τους, πού ἀπαγορεύεται, σύμφωνα μέ τήν καθολικῆς ἰσχῦος διάταξη τοῦ
72ου Κανόνα τῆς Πενθέκτης, καί ἴσχυσε «ἡ δυνατότητα ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς
οἰκονομίας»!!!, πρᾶγμα ἀντορθόδοξο καί ἀναιρετικό τῆς κοινωνίας εἰς Χριστόν
καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τοῦ ὀρθοδόξου γάμου.
Ἔγινε μέν ἀναφορά (στήν Ἐγκύκλιο τῆς ψευδοσυνόδου) στίς μεγάλες, «καθολικοῦ κύρους»,
Συνόδους ἐπί ἁγίου Φωτίου (879) καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1351), στίς ὁποῖες καταδικάζονται αἱρετικά
δόγματα, ὅπως τό Φιλόκβε, τό παπικό πρωτεῖο καί ἡ κτιστή Χάρις, ἀλλά χωρίς νά ἀναγνωρισθῆ ἡ Οἰκουμενική τους
περιωπή, ἐνῶ ἡ Σύνοδος τοῦ Ἁγίου
Μεγάλου Φωτίου μέ τήν αὐτοσυνειδησία Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναγνώρισε ὡς Ζ΄
Οἰκουμενικήν τήν Σύνοδον τοῦ 787 καί οἱ
δογματικοί ὅροι τῆς Συνόδου τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τό 1351,
συμπεριελήφθησαν στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας μας καί στίς μεταγενέστερες, πού ἀνέτρεψαν τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου
Φερράρας-Φλωρεντίας καί ἀπεκήρυξαν τίς βλάσφημες Προτεσταντικές δοξασίες.
Ἡ σύνοδος, ἄν ἦταν Ὀρθόδοξη, ὄφειλε νά
διόρθωσει ἐπαρκῶς τά προσυνοδικά κείμενα. Ὄφειλε νά ξαναγράψει τό ἀντορθόδοξο κείμενο περί τῶν σχέσεων μέ τούς
ἑτεροδόξους πού ἔπρεπε νά τούς
στιγματίσει ὡς αἱρετικούς καί νά καθορίσει σαφεῖς ἐκκλησιολογικές ἀρχές
στούς θεολογικούς διάλογους, νά
αὐτοπροσδιοριστεῖ, δηλαδή, ὡς ἡ Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀποκηρύξει τό Φράγγικο ἡμερολόγιο καί ἐπιστρέψει στήν Πατρώα
εὐσέβεια, ἑνούμενη μέ τούς ἀγωνιζομένους Ὁρθοδόξους τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου καί
νά ἀναθεματίσει τόν Οἰκουμενισμό καί
τούς παναιρετικούς Φράγγους, Μονοφυσίτες καί τούς βλάσφημους Προτεστάντες. Ὄφειλε νά ἀποκηρύξει τόν ψευδεπίσκοπο καί
μασῶνο Ἀθηναγόρα, νά καταδικάσει τήν ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας-ἀναθεμάτων τό 1965
καί τίς ψευδενώσεις μέ τούς αἱρετικούς Παπικούς, ὅπως καί νά ἀναθεματίσει ὅσους
ὑπέγραψαν τήν Βελμένδιο ἔνωση καί τήν ψευδένωση τοῦ Σαμπεζύ μέ τούς Μονοφυσίτες.
Τά
κείμενα τῆς ληστρικῆς συνόδου ἔμειναν ἐπίτηδες ἀσαφῆ καί ἀμφίσημα. Ἀπό τήν προσεκτική
μελέτη τοῦ ἐπιμάχου 6ου κειμένου διαπιστώνουμε πολλά σημεῖα, στά ὁποῖα ἡ
ἀσάφεια δίνει σκόπιμα τήν δυνατότητα διαφορετικῆς ἑρμηνείας του, γιά νά μήν
δυσαρεστηθοῦν οἱ παρευρισκόμενοι (ἀπαραδέκτως) ὡς παρατηρητές αἱρετικοί:
1.
Γίνεται ἀναφορά σέ ἑτερόδοξες χριστιανικές «ἐκκλησίες», πού δέν βρίσκονται σέ κοινωνία μέ τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία (βλ. παραγρ. 6), καί, ἐπίσης, δέν τίθεται ὡς βάση ἡ ἀλήθεια, ἡ πίστη καί
παράδοση τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἀναζητήσεως τῆς ἑνότητας τῶν
Χριστιανῶν (βλ. παραγρ. 5), ἑνῶ ἐπίσης ἀπαράδεκτα δέν τονίζεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε διασπάσθηκε καί ὅτι παραμένει ἡ
Μία καί Ἁγία.
2.
Δέν περιγράφεται ἡ ἀποστολική ἀλήθεια, πίστη καί παράδοση τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων καί δέν ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν ἑτεροδοξία-κακοδοξία τῶν «ἑτεροδόξων
χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν» μέ συγκεκριμένα στοιχεῖα τῆς δισχιλιετοῦς
Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τόν τρόπον αὐτόν δέν ὁριοθετεῖται σαφῶς ἡ Ἐκκλησία
ἀπό τίς αἱρέσεις, πού σφετερίζονται τήν ἀποστολική ἀλήθεια, εἴτε αὐτές
ἀποδέχονται τίς τρεῖς πρῶτες Οἰκουμενικές Συνόδους (οἱ Μονοφυσίτες), εἴτε ἔχουν
συγκαλέσει εἴκοσι μία ψευδοσυνόδους!!! (οἱ Παπικοί), εἴτε ἀρνοῦνται νά
ἀναγνωρίσουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τήν ὅλη ἀποστολική πίστη (οἱ παναιρετικοί
καί βλάσφημοι τῆς Παναγίας μας καί τοῦ Χριστοῦ μας Προτεστάντες).
Ἐπειδή,
λοιπόν, οἱ Οἰκουμενιστές τίς ὀνομάζουν «ἑτερόδοξες
χριστιανικές ἐκκλησίες» χωρίς νά
προσδιορίζουν σαφῶς τήν ἑτεροδοξία τους καί τίς αἱρέσεις τους, πού τίς ἔχουν ὁδηγήσει ἐκτός Ἐκκλησίας,
δηλ. στήν αἵρεση καί στήν ἀπώλεια, εὔκολα περνάει ἡ ἀντορθόδοξη
θεωρία καί ἡ κακόδοξη ἀντίληψη,
-ὅτι
Ὀρθόδοξοι καί Παπικοί βρίσκονται τάχα πλέον ὑπό καθεστώς, ὄχι τετελεσμένου
σχίσματος καί ὅτι οἱ Παπικοί δέν εἶναι αἱρετικοί
-καί μέ
τούς Παπικούς δέν βρίσκονται οἱ Οἰκουμενιστές σέ νεκροφόρο καί θανάσιμο ἐναγκαλισμό μέ τίς ἀντικανονικές
συμπροσευχές, τά οὐνιτικά συλλείτουργα καί τήν διακοινωνία καί τά κοινά ἀνακοινωθέντα,
-ἀλλά
δῆθεν σέ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἀκοινωνησίας, ἄρση τῆς ὁποίας, ὅμως, ἔγινε τό 1965, ἀπό τόν
αἱρεσιάρχη Ἀθηναγόρα καί ἀπό τήν ψευδοσύνοδο τῆς Πόλης, πού ἐπικυρώθηκε στό Μπάλαμαντ καί
στήν συνέχεια στήν Ραβέννα καί μέ τήν κρυφή καί φανερή διακοινωνία
ἐπικυρώνεται καθημερινά μέ τά οὐνιτικά συλλείτουργα τῶν Λατινοφρόνων καί τῶν
Οἰκουμενιστῶν σέ κάθε περίσταση.
Αὐτή ἡ
θεωρία, πού ἔχει κερδίσει καί Ὀρθοδόξους θεολόγους, διαστρεβλώνει τήν ἔννοια
τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποία
συμπεριλαμβάνει Ὀρθοδόξους καί Παπικούς παρά τίς ἀβυσαλέες δογματικές διαφορές,
καθώς καί τήν ἔννοια τῆς ἑτεροδοξίας, τήν ὁποία ἀντιλαμβάνεται ὡς διαφορετική
τάχα διατύπωση τῆς ἴδιας ἀποστολικῆς πίστεως!
Ἡ ἀσφαλής διεξαγωγή διαχριστιανικῶν διαλόγων
χρειάζεται ἕνα καταστατικῆς ἰσχῦος κείμενο, πού νά ἀποτυπώνει μέ σαφήνεια τήν
διαφοροποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν αἵρεση καί τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς αἱρετικές
ψευδοεκκλησίες, ὅπως εἶναι ἡ Ὁμολογία
Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας στήν Σύνάξη τῶν ἐκπροσώπων της (Ἑλλάδος, Ρωσσικῆς
Διασπορᾶς, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Ἰταλίας καί Βορείου καί Νοτίου
Ἀμερικῆς, στήν Ἀθῆνα τό 2016). Ἡ μορφή τῶν Ἱερῶν Κανόνων Α΄ τῆς Β΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί Α΄ καί Β΄τῆς Πενθέκτης μπορεῖ, ἐπίσης, νά ἀποτελεῖ γιά
ὅλους τούς Ὀρθοδόξους τό παράδειγμα.
3)
Στήν παραγρ. 20 ἔχουν ἐπισημανθεῖ ἐλλείψεις, οἱ ὁποῖες ἀφήνουν χῶρο στήν καταδικασμένη ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «βαπτισματική θεολογία» καί στήν
ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητας στούς αἱρετικούς!!!
4)
Εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτη ἡ παραγρ. 23, πού τονίζει, ὅτι ὁ διάλογος πρέπει νά
συνοδεύεται «διά πράξεων ἀμοιβαίας
κατανοήσεως καί ἀγάπης». Δέν διευκρινίζεται μέχρι ποῦ ἐπιτρέπεται νά
φθάσουν οἱ πράξεις αὐτές καί βάσει, ποίων Ἱερῶν Κανόνων, ὥστε νά ἐκδηλώνεται
μέν ἡ ψυχική μας εὐγένεια καί τό ποιμαντικό μας ἐνδιαφέρον γιά τήν σωτηρία τῶν
αἱρετικῶν μέ τήν ἐπιστροφή τους στήν Καθολική Ἐκκλησία καί νά διασφαλίζεται
ταυτόχρονα ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογική συνείδησις. Ὄφειλε, δηλαδή, μέ τήν ἀπόφασή
της, ἄν ἤθελε νά λέγεται Ὀρθόδοξη Σύνοδος, νά καταδικαστοῦν ἀπερίφραστα μέ
σαφεῖς καί ρητές διατάξεις Κανόνων οἱ συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικούς, οἱ
λειτουργικοί ἀσπασμοί, τά οὐνιτικά συλλείτουργα καί οἱ διαθρησκειακές
συμπροσευχές, πού ἐμφανίζουν τούς αἱρετικούς Παπικούς, Μονοφυσίτες καί
Προτεστάντες ὡς «ἐκκλησία» μέ
αὐθεντικό Βάπτισμα, Ἱερωσύνη καί σώζουσα Χάρη, καί μέ τόν τρόπον αὐτόν ἀνατρέπουν καί ἀκυρώνουν στή πράξη τήν
αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας.
5)
Στήν παραγρ. 11 λέγεται ὅτι, διάλογοι οἱ ὁποῖοι δέν ἐπιτυγχάνουν συμφωνία ἐπί
ἑνός θέματος, δέν διακόπτονται. Ἀντίθετα, καταγραφομένης τῆς θεολογικῆς
διαφωνίας, συνεχίζονται. Ἡ Ἐκκλησία δέν
διαλέγεται μέ τούς αἱρετικούς, ἀλλά διδάσκει καί ὁδηγεῖ στούς κόλπους Της τούς
πεπλανημένους καί τούς ἀφισταμένους τῆς σωζούσης ἀληθείας.
Οἱ ἄκαρποι διάλογοι συντελοῦν
στό νά ἀμβλύνεται ἡ δογματική εὐαισθησία τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων, πού μετέχουν
σέ αὐτούς, καθώς καί τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Ἡ Οὐνία στήν παράγραφο 23 εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἐκκλησιολογικό
πρόβλημα, πού ἔπρεπε νά καταδικαστεῖ
ἀπερίφραστα καί νά ἀναθεματισθοῦν οἱ Οὐνίτες κατά τά ἀνωτέρω, πρᾶγμα τό
ὁποῖο δέν ἔγινε καί θά ἑρμηνεύεται πλέον τό πρόβλημα τῆς Οὐνίας, ὡς πρακτικός
ἀνταγωνισμός καί ὄχι ὡς ἐκκλησιολογική
ἐκτροπή πού ἀκυρώνει τήν σωτηρία.
Ὡς πρός τούς μεικτούς γάμους ὀφείλει νά καταδικαστεῖ ἡ
ἀπαράδεκτη «ἐφαρμογή τῆς
ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας» ἡ ὁποία δέν ἀφορᾶ μόνον τούς μεικτούς γάμους ἀλλά -
ΑΟΡΙΣΤΑ - «τά κωλύματα γάμου»! Τό
κείμενο τό ἀναφέρει ξεκάθαρα:
«5.
Περί τῶν μεικτῶν γάμων Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων καί μή Χριστιανῶν ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν, ὅπως: i) ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων κωλύεται κατά κανονικήν ἀκρίβειαν (κανών 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου). ii) Ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρός τά
κωλύματα γάμου
δέον ὅπως ἀντιμετωπίζεται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συμφώνως πρός τάς ἀρχάς τῶν ἱερῶν κανόνων, ἐν πνεύματι ποιμαντικῆς διακρίσεως, ἐπί τῷ σκοπῷ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. iii) ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μετά μή χριστιανῶν κωλύεται ἀπολύτως κατά κανονικήν ἀκρίβειαν.
Βάσει,
λοιπόν, αὐτῆς τῆς σατανικῆς ἐμπνεύσεως φράσεως (5 ii), μέ τήν «ἐφαρμογή
τῆς εκκλησιαστικῆς οἰκονομίας» ἀναιροῦνται ὅλες οἱ προηγούμενες ἀποφάσεις
τοῦ κειμένου καί ἀνοίγει ἡ πόρτα πρός τούς γάμους ὁμοφυλοφίλων,
γάμους μετ’ ἀλλοθρήσκων κ.ἄ. (ἀφοῦ μόνον κατ’ ἀκρίβειαν τοιοῦτος γάμος
ἀπαγορεύεται στήν ὑποπ. 5iii !!!).
6)
Οἱ παραγρ. 4, 5 καί 6 καθιερώνουν τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς
ἀπαράδεκτους ἀπό Ὀρθόδόξου πλευρᾶς λεγομένους διαχριστιανικούς διάλογους καί
στήν Οἰκουμενική Κίνηση καί μάλιστα μέ τήν ἀπαράδεκτη διαβεβαίωση, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχή εἰς τήν κίνησιν
(σσ. τήν Οἰκουμενιστικήν δηλαδή!!!) πρός
ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ
καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ… ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί
παραδόσεως ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν» (παραγρ. 4).
Τό
ἐρώτημα εἶναι μέ ποιές ἐκκλησιολογικές ἀρχές ἔχουμε διασφαλίσει τήν συμμετοχή
τῶν Ὀρθοδόξων στούς σημερινούς διαχριστιανικούς διάλογους, ὥστε αὐτή νά εἶναι
συνεπής πρός τήν ἀποστολική πίστη καί παράδοση. Καί στίς σημερινές ἱστορικές
συνθῆκες, ὅπως καί στίς παλαιότερες (Λατινοκρατία τοῦ 13ου αἰῶνος, Propaganda
Fidei τοῦ 16ου-18ου αἰῶνος), τό ἀσφαλές
κριτήριο Ὀρθοδόξου διαλόγου, (τῆς διδασκαλίας μᾶλλον πρός τούς ἐκτός Αὐτῆς),
εἶναι νά διατηρεῖται ἀναλλοίωτη ἡ ἐκκλησιολογική ταυτότητα τῶν Ὀρθοδόξων καί νά
παρουσιάζεται πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί
Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἔχουσα τήν ἀποστολή τοῦ διδασκάλου καί τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς
ἀνθρωπότητας.
Κάποτε ἐπρόκειτο γιά ἄρνηση νά ὑποταχθοῦμε
στήν ἐξουσία τοῦ Πάπα. Κατόπιν ἐπρόκειτο γιά ἄρνηση τῆς Οὐνίας, δηλαδή νά
μνημονεύουμε τόν Πάπα ὡς Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα πρόκειται γιά ἄρνηση νά «ἀλληλοαναγνωρισθοῦμε
ὡς Ἐκκλησίες», ὅπως θέλει ἡ παναιρετική Οἰκουμενική Κίνηση τοῦ 20οῦ
αἰῶνα καί ἡ αἵρεση τῆς λεγεῶνας τῶν
αἱρέσεων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Δέν διακηρύσσεται καθόλου στό
ψευδοσυνοδικό κείμενο, ὅτι οὐδεμία ἄλλη χριστιανική κοινότητα εἶναι Ἐκκλησία μέ
τήν δογματική ἔννοια τοῦ ὅρου, παρά μόνον ἡ Ὀρθόδοξη. Δέν ἐπιτεύχθηκε οὔτε
προσυνοδικῶς οὔτε στήν ψευδοσύνοδο νά περιληφθεῖ στήν παραγρ. 1 τοῦ 6ου
κειμένου ἡ ἔννοια τῆς μοναδικότητας τῆς
Ἐκκλησίας κατά τά ἀνωτέρω ἀναπτυχθέντα. Ἡ ἀπουσία, ὅμως, τῆς ἔννοιας αὐτῆς συνιστᾶ πολύ σημαντική καί σκόπιμη
ἔλλειψη, πού ταυτίζεται μέ ὑποχώρηση
καί προδοσία τῆς φιλτάτης Ὀρθοδοξίας.
Ἡ μετακίνηση τῆς παπικῆς ἐκκλησιολογίας ἀπό τήν ἀντίληψη τῆς «ἀποκλειστικότητος» (πρό τῆς Β΄ Βατικανῆς) στήν σύγχρονη ἀντίληψη τοῦ Συντάγματος Lumen Gentium, ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική «substitit» εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν (ἀνήκει, ἐνυπάρχει, ὄχι ὅτι εἶναι ἡ Ἐκκλησία), ὑποδηλώνει ἕνα κίνδυνον πού πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀποφεύγουν πάντοτε,
τονίζοντας τήν ἔννοια τῆς μοναδικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς ὅλης καί μόνης
Ἐκκλησίας. Οἱ ἐκπρόσωποι
τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στά οἰκουμενικά
συνέδρια, ὅταν κατέθεταν κοινή Δήλωση, ἐτόνιζαν
τήν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ὡς τῆς ὅλης καί μόνης Μίας Ἁγίας. Π.χ. στήν Λούνδη τό 1952: «Αὕτη εἶναι ἡ ὅλη καί μόνη Ἐκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐντολοδόχος τῶν Ἀποστόλων. Οὕτως αὕτη μόνη
δύναται νά καθορίζει τήν πίστιν. Καί εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι τοῦτο εἶναι ἀπόδειξις τῆς
μοναδικότητός της». Ἐνώπιον τῶν Ὀρθοδόξων
καί αὐτός ὁ παναιρετικός Βαρθολομαῖος δήλωσε στό Πρωτᾶτο τήν 21η Ὀκτωβρίου 2008: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
εἶναι αὐτή μόνη ἡ Μία Ἁγία
Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία».
Ὑπάρχει μία προφανής ἀναντιστοιχία ἀνάμεσα στήν διακήρυξη: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία… οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική
καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» (παραγρ. 1), καί στά πεπραγμένα τῶν προδοτικῶν θεολογικῶν διαλόγων. Ἀπό τήν ἐποχή πού
πρωτοσυντάχθηκε αὐτή ἡ διατύπωση (στήν Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη τοῦ 1986) μέχρι
σήμερα, καί παρότι εἶχε τονισθῆ ἀπό τότε, ὅτι ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δίδεται «ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως
καί πίστεώς της», ἔχουν γίνει «θεολογικές» προδοτικές συμφωνίες,
οἱ ὁποῖες δέν ἑδράζονται στήν ἀποστολική πίστη καί παράδοση. Τέτοιες εἶναι:
-ἡ προδοτική συμφωνία τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων
καί Μονοφυστιῶν ἐπί τῆς
Χριστολογίας (1989, 1990),
-ἡ προδοτική συμφωνία ἐπί τῆς ἐκκλησιολογίας
στό Μπαλαμάντ τό 1993, ἡ ὁποία συνόψιζε
τίς συμφωνίες τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν στό Μόναχο τό 1982, στό Μπάρι τό 1986 καί στό Νέο
Βάλαμο τό 1988, πού ἀφοροῦσαν τόν ἐκκλησιαστικό χαρακτῆρα ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν δηλ. τήν ἀποστολική πίοτη, τήν ἀποστολική
διαδοχή καί τά αὐθεντικά
μυστήρια, καί
-ἡ προδοτική συμφωνία στήν Ραβέννα τό 2007 γιά
τήν ὕπαρξη δῆθεν πρωτείου ἑνός ἐπισκόπου ἐπί παγκοσμίου ἐπιπέδου (πού πορετοιμάζει τήν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου).
Τό συνοδικό κείμενο γίνεται ἀσαφέστερο μέ
τήν ρητή διαβεβαίωση τῆς Ἐγκυκλίου, ὅτι οἱ «ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας διεξαγόμενοι διάλογοι οὐδέποτε ἐσήμαιναν,
οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ οἱονδήποτε
συμβιβασμόν εἰς ζητήματα πίστεως».
Ἐάν οἱ ἀνωτέρω θεολογικές «συμφωνίες» δέν εἶναι «συμβιβασμός
εἰς ζητήματα πίστεως», τότε τί εἶναι
συμβιβασμός καί ποιός εἶναι ὁ «δογματικός μινιμαλισμός» πού ἀπορρίπτεται μέ τήν διατύπωση τῆς Ἐγκυκλίου στήν
παρ. 20; «Ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀπεδέχθη τόν θεολογικόν
μινιμαλισμόν ἤ τήν ἀμφισβήτησιν τῆς
δογματικῆς παραδόσεως καί τοῦ εὐαγγελικοῦ ἤθους
της»!
Ἀπό τίς ἀνωτέρω ἐπισημάνσεις συνάγεται, ὅτι τό κείμενο τῶν σχέσεων πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον
προσανατολίζεται πρός συνοδική κατοχύρωση τῆς γραμμῆς τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων τῆς τελευταίας πεντηκονταετίας, χωρίς τίς ἀπαραίτητες
βάσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας.
Οἱ ἀστοχίες κατά τούς διαχριοτιανικούς διάλογους
καί οἱ προδοτικές «συμφωνίες» τοῦ παρελθόντος δέν εὐνοοῦν μία θετική ἀπάντηση.
Χρειαζόταν τώρα ἕνα κείμενο μέ ἁγιοπατερική πνοή, τό ὁποῖο δέν θά ἄφηνε περιθώρια στόν Προτεσταντικό Οἰκουμενισμό (θεωρία τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν» καί τόν Παπικόν τοιοῦτον τῶν «δύο πνευμόνων»), γιά ἀναγνώριση ἑτεροδόξου
βαπτίσματος καί ἱερωσύνης, γιά κοινή δῆθεν χριστολογική πίστη μέ τούς Μονοφυσίτες, γιά τήν ἀποδοχή τῆς Βατικανείου
«Clarification», γιά συνυπογραφή εἰδικῶν κειμένων
περί Ἐκκλησίας τοῦ τμήματος «Πίστις» καί «Τάξις» τοῦ Π.Σ. τοῦ Σατανᾶ, καί σχετικές δῆθεν «ἐθιμοτυπικές ἐκκλησιαστικές»
ἐκδηλώσεις πού τά ἐπιβεβαιώνουν. Ἕνα τέτοιο κείμενο θά στόχευε στήν ἐπιστροφή τῶν ἑτερόδοξων-αἱρετικῶν στήν Ἐκκλησία. Θά ἔδειχνε, ὅτι δέν ἀναγνωρίζεται ἐν τῇ πράξει στίς ἑτερόδοξες–αἱρετικές «ἐκκλησίες» ἐκκλησιαστικότητα, ὅτι τάχα εἶναι ἐκκλησίες μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀφήνοντας τούς αἱρετικούς στίς πλάνες τους.
Τό συνοδικό κείμενο περί τῶν σχέσεων μέ
τούς ἑτεροδόξους-αἱρετικούς παρουσιάζει ἐσκεμμένα
ἔλλειμμα ἐκκλησιολογικῆς ἀκριβείας. Ἀναπόφευκτα αὐτό θά φανεῖ κατά τίς μελλοντικές οἰκουμενικές ἐπαφές μέ τίς θεήλατες συμπροσευχές καί τά
οὐνιτικά συλλείτουργα τοῦ κ. Βαρθολομαίου. Σέ αὐτές θά ἐφαρμοσθεῖ πρακτικά τό πνεῦμα τοῦ κειμένου. Οἱ διαχριστιανικοί
διάλογοι ὀφείλουν νά γίνονται μέ βάση τήν καθαρή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ὅπου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπέχει θέση διδασκάλου καί ὀφθαλμοῦ τῆς
ἀνθρωπότητας. Τά κεκτημένα, ὡστόσο, προδοτικά κείμενα, οἱ συμπροσευχές καί
ἡ κοινή λατρεία μέ τούς αἱρετικούς στό παρελθόν, οὕτως ἤ ἄλλως
καταμαρτυροῦν παρεκκλίσεις ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία.
Οἱ λειτουργικοί
ἀσπασμοί, οἱ συμπροσευχές, οἱ εὐλογίες Ὀρθοδόξου ποιμνίου ἀπό αἱρετικούς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες, οἱ κοινές ἐκδηλώσεις Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων προκαθημένων καί κληρικῶν, μέ τίς ὁποῖες ἀμβλύνεται τό Ὀρθόδοξο κριτήριο καί προωθεῖται ὁ λαϊκός Οἰκουμενισμός
δέν καταδικάσθηκαν καί θά συνεχισθοῦν μέ βάση καί τίς ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς
αὐτῆς συνόδου.
Οἱ θεολογικές μελέτες, τά θεολογικά ἐπιστημονικά
συνέδρια, καί ὅ,τι ἄλλο στόν ἀκαδημαϊκό χῶρο προωθεῖ τούς διαχριστιανικούς διάλογους πρός τήν πλευρά τοῦ
συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχουν «ἀξιοποιηθεῖ κατάλληλα» ἀπό ἐκκλησιαστικούς φορεῖς. Ὡς παραδείγματα νά ἀναφερθοῦν, ἡ θεολογική παραγωγή πού ἐπί χρόνια ἐμφανίζει τούς
Μονοφυσῖτες ὡς Ὀρθοδόξους στήν Χριστολογική τους διδασκαλία, ἡ περιβόητη παπική «Clarification», πού ἐξισώνει τό Φιλιόκβε μέ τήν ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί οἱ θεολογικές
μελέτες πού ὑποστηρίζουν ὡς ἔγκυρο τό βάπτισμα τῶν ἑτερόδοξων-αἱρετικῶν.
Τά προσυνοδικά κείμενα ἦσαν
φορτισμένα μέ τήν γνωστή προϊστορία τους καί τίς ἐλλείψεις τους. Προϋπέθεταν καί ἀντανακλοῦσαν τήν ἱστορία τῶν
διαχριστιανικῶν θεολογικῶν διαλόγων, ἀποφάσεων καί συμφωνιῶν. Δέν ἦταν σωστό νά ἑρμηνευθοῦν καθ’ ἑαυτά καί ἀφ’ ἑαυτῶν.
Ἡ ληστρική αὐτή σύνοδος βελτίωσε κάπως τά προσυνοδικά κείμενα. Τά τελικά, ὅμως, συνοδικά
κείμενα παρουσιάζουν ἀκόμη σκόπιμες ἀσάφειες. Δέν πῆραν «καθολική μορφή», μέ τήν ὁποία θά μποροῦσαν νά συντελέσουν στήν «καθολική ἑνότητα» τῆς Ἐκκλησίας καί
νά ἀποκτήσουν τήν ἀναμενόμενη «καθολική ἰσχύ».
Οἱ προσδοκίες ἀπό τήν σύνοδο αὐτή βεβαίως καί δέν ἐκπληρώθηκαν,
παρά τίς βελτιώσεις τῶν προσυνοδικῶν κειμένων. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ὡς ὀρθόδοξες ἀποφάνσεις θά ἔπρεπε νά συμφωνοῦν μέ τό Συνοδικόν της
Ὀρθοδοξίας, στό ὁποῖο θά ἦταν σκόπιμο καί δυνατόν νά περιληφθοῦν.
Ἐπιπροσθέτως τίθεται ἕνα μεῖζον θέμα, τό οὐσιῶδες δηλ. ζήτημα πού εἶναι οἱ πεποιθήσεις τῶν καινοτόμων ἀρχιερέων τῶν φαινομένων ὡς ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν,
-ὅτι ἡ ἀληθής πίστη δέν ἀποτελεῖ ἀπόλυτη
προϋπόθεση γιά τήν μετοχή στήν ἄκτιστη χάρη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ,
-ὅτι ἡ ἑτεροδοξία κέκτηται ἀληθές
βάπτισμα, μυστηριακή δομή, ἀποστολική διαδοχή καί ἱερωσύνη καί ἑπομένως καί ἡ αἵρεση εἶναι καί αὐτή «ὁδός πρός
σωτηρίαν».
Οἱ θέσεις, ὅμως, αὐτές ἀνατρέπουν πλήρως τήν θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί
τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων 2000 χρόνων καί ἀποτελοῦν καθαρή ὑποβολή τοῦ δαιμονικοῦ περιπαίγματος πρός ἀνατροπήν τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.
«Δέν ὑπῆρξε ποτέ διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας,
καί δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξη, πλήν ὑπῆρξε καί θά ὑπάρξη ἔκπτωσις ἐκ τῆς
Ἐκκλησίας, κατά τόν τρόπον, πού πίπτουν τά ξερά καί ἄγονα κλήματα ἀπό τήν
Θεανθρωπίνην καί αἰωνίως Ζῶσαν Ἄμπελον, πού εἶναι ὁ Κύριος Ἰησούς Χριστός (Ἰω.
13, 16)».
Ἑπομένως οἱ συγκεκριμένοι ἐμφοροῦνται ἀπό τήν
αἵρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀποτελοῦν ἀπόλυτο
κίνδυνο γιά τό Ἐκκλησιαστικό σῶμα, ἀλλά
καί τραγικό ἄλλοθι γιά τήν ἐμμονή τῶν
κακοδόξων στήν αἵρεσή τους. Σέ
καμμία, λοιπόν, περίπτωση δέν μποροῦμε νά ἔχουμε κοινωνία μέ ἐμφορουμένους ἀπό τέτοιες
κακοδοξίες, γιατί διακινδυνεύεται ἡ σωτηρία τοῦ ποιμνίου μας καί καταπατᾶμε τούς ὅρκους τῆς ἱερωσύνης
μας.
Ἑπομένως ὀρθῶς καί ἀποδεδειγμένα ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος»
θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς ληστρική καί ψευδοορθόδοξη καί τήν
καταδικάζουμε ἐκκλησιαστικά ὡς τέτοια, τόσο σέ τοπικό ἐπίπεδο, ὅσο καί
πανορθοδόξως, μέχρι νά συγκληθεῖ
μία ὄντως
Ἁγία
καί Μεγάλη Σύνοδος, πού θά θεραπεύσει ἀστάθειες καί ἀσάφειες καταδικάζουσα τήν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐπανεισάγουσα τό αἰώνιον
Ἑορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς ἀνά τόν κόσμον Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί διακηρύσσουσα παγκοσμίως, ὅτι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας καί μετοχῆς στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἀδιαιρέτου Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὁ Μέγας Φώτιος στόν λόγον του «Περί τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας» ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Καί
οὐδέ τῶν τοῦ θεσπεσίου Παύλου φρίττουσι φωνήν, ἥν αὐτοί κατά τῶν Πατέρων αὐτῶν μετά πολλῆς ἀπορρίπτουσι τῆς κακουργίας. Καί γάρ οὗτος ὁ τήν ἐξουσίαν λαβών δεσμεῖν καί λύειν καί τοῦ δεσμοῦ φοβερόν ἅμα καί κραταιόν (μέχρι γάρ αὐτῆς ἀναφέρεται τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν), οὗτος δή μεγάλη καί διαπρυσίῳ κέκραγε τῇ φωνῇ∙ “Κἄν
ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐαγγελιζόμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω”.» Παῦλος ἡ ἀσίγητος τῆς Ἐκκλησίας σάλπιξ ὁ τοσοῦτος καί τηλικοῦτος τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι παραπέμπει, καί οὐ τούς ἄλλους μόνον, οἵτινες τοῦτο τολμήσειαν, ἀραῖς ἀνυπερβλήτοις ὑπάγει, ἀλλά καί ἑαυτόν, ἔνοχος εἰ ὀφθείη, πρός τήν ἴσην συνωθεῖ δίκην. Καί οὐδέ μέχρι τούτου τό φοβερόν τῆς ἀποφάσεως περιγράφει, ἀλλά καί τόν οὐρανόν αὐτόν ἐρευνᾷ˙ κἄν ἄγγελον εὕρῃ τοῖς ἐπί γῆς ἐκεῖθεν ἐπιστάντα καί ἕτερόν τι παρά τό εὐαγγελικόν εὐαγγελιζόμενον κήρυγμα, τοῖς ὁμοίοις δεσμοῖς ὑποβάλλει καί τῷ διαβόλῳ παραπέμπει» (ΕΠΕ
4, 396, 30).
Ἐδῶ, ὁμολογεῖ ὁ Μέγας Φώτιος, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλαβε τήν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καί λύειν καί ὄχι ἁπλῶς τήν ἐξουσία τοῦ
νά παραπέμπει στήν Σύνοδο τούς αἱρετικούς. Μάλιστα ἀναφέρει ὁ
Άγιος, ὅτι ἡ ἐξουσία του ἐπεκτάθηκε καί στόν οὐρανό, ἐφ’ ὅσον,
δηλαδή, ἀναθεματίζει
καί ἀγγέλους,
ἄν
κηρύττουν κάτι ἀντίθετο
στό εὐαγγελικό
κήρυγμα. Ἀναφέροντας
ἐν
συνεχείᾳ
τό χωρίον τοῦ
Ἀπ. Παύλου (Γαλάτ. 1, 8) τό ἑρμηνεύει
λέγοντας, ὅτι
«τούς
παρά τό Εὐαγγέλιον
ἕτερόν
τι τολμῶντας
φρόνημα λαβεῖν
καί παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι παραπέμπει».
Ἑπομένως ὅλους
αὐτούς,
ὁ Ἀπ. Παῦλος τούς παραπέμπει στό
ἀνάθεμα,
σύμφωνα μέ τόν Μ. Φώτιο, καί ὄχι στήν Σύνοδο. Τά λόγια τοῦ
Ἀπ. Παύλου ὁ
Μέγας Φώτιος τά ἀναφέρει
ὡς καταδικαστική ἀπόφαση: «Καί οὐδέ μέχρι τούτου τό φοβερόν τῆς ἀποφάσεως περιγράφει». Ἐν συνεχείᾳ ἐπεκτείνει τήν ἐξουσία τοῦ Ἀπ. Παύλου στόν οὐρανό: «ἀλλά
καί τόν οὐρανόν
αὐτόν ἐρευνᾷ». Στήν ἔρευνα τοῦ οὐρανοῦ ἐξετάζει τό φρόνημα τῶν ἀγγέλων: «κἄν ἄγγελον εὕρῃ τοῖς ἐπί γῆς ἐκεῖθεν ἐπιστάντα καί ἕτερόν τι παρά τό εὐαγγελικόν εὐαγγελιζόμενον κήρυγμα...».
Αὐτούς
τούς ἀγγέλους,
οἱ ὁποῖοι θά ἔχουν
ἄλλο
φρόνημα ἀπό
τό εὐαγγελικό
«τοῖς ὁμοίοις δεσμοῖς ὑποβάλλει καί τῷ διαβόλῳ παραπέμπει».
Κατά
τούς Πατέρες δέν περιορίζεται ἡ ἐξουσία
τοῦ Ἀπ. Παύλου καί δέν καταργεῖται, ἀποδιδόμενη σέ συγκληθησόμενη στό
μέλλον Σύνοδο.
Γιά τίς ἡμέρες μας αὐτό σημαίνει, ὅτι τήν ἐξουσία τοῦ Ἀπ. Παύλου δέν τήν ἀποδίδουμε στούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι,
σύμφωνα μέ κάποιες ἀδιανόητες, καινοτόμες καί αἴολες διδασκαλίες, πρέπει νά
καταδικάσουν -ἄν εἶναι ποτέ δυνατόν- πρῶτα τήν αἵρεσή
τους καί ἔπειτα
τούς ἑαυτούς
τους. Τέτοιες ἀνόητες θέσεις ἀπέχουν
πολύ ἀπό
τήν διδασκαλία τῶν
Ἁγίων
Πατέρων καί μάλιστα αὐτήν
πού ἑρμηνεύει
τήν ἁγίαν
Γραφήν. Τοὔλάχιστον ὀφείλουν ὅλοι νά πεισθοῦν σέ ποιά κατάσταση ἔχει ὁδηγηθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία μέ τέτοιες θέσεις περί μελλοντικῆς καί ἀορίστου
παραπομπῆς ὅλων τῶν θεμάτων σέ μία -ἄν ποτέ συγκληθεῖ- Οἰκουμενική Σύνοδο. Μέ
αὐτόν τόν τρόπο καί οἱ
δήθεν «ἀντιοικουμενιστές»
ἐνστερνίστηκαν
τήν δυνητική ἑρμηνεία
τοῦ
15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου περί διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν αἱρετικῶν καί μέ
βάση αὐτήν
«πολεμοῦν»
μέ χαρτοπόλεμο τήν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Στό
ἔργο
τοῦ Μεγάλου Φωτίου «Σύνταγμα τῶν Κανόνων»
(Τίτλος Α΄ Κεφ. 2) ἀναφέρονται
καί τά ἑξῆς ἀπό τήν Ἁγίαν Ζ΄ Οἰκουμενικήν
Σύνοδον:
«Ἅπαντα τά παρά τήν ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν
καί τήν διδασκαλίαν καί ὑποτύπωσιν
τῶν
ἁγίων
καί μακαρίων Πατέρων καινοτομηθέντα καί πραχθέντα ἤ μετά τοῦτο πραχθησόμενα, ἀνάθεμα»
(ΕΠΕ 10, 30 Βλ. καί Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας).
Οἱ
Πατέρες μας, συνοδικῶς
διασκεψάμενοι, ἀναθεματίζουν,
πέραν τῶν
ἄλλων, καί κάθε
μελλοντικήν καινοτομίαν.
Μέ
βάση τήν ἀνωτέρω καινοτοτόμο διδασκαλία, γιά νά ἔχει ἰσχύν
καί ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Ἀποστόλου Παύλου,
πρέπει νά ἐπιληφθεῖ ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία
θά κρίνει καί θά καταδικάσει τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους
καί τήν κακοδοξία. Ἄν
εἶναι
ἔτσι
τά πράγματα, τότε, πολύ περισσότερο, δέν ἰσχύει ὁ
μελλοντικός ἀναθεματισμός
τῶν
Πατέρων αὐτῶν καί μάλιστα, γιά καινοτομίες καί
κακοδοξίες, πού ἀφοροῦν τήν διδασκαλία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν ἁγίων Πατέρων καί τήν Ἐκκλησιαστικήν Παράδοση.
Τότε στήν περίπτωση, ὅμως,
αὐτή
στό Συνοδικόν τῆς
Ζ΄ Οἰκουμενικῆς ὁ ἀναθεματισμός
αὐτός, θα πρέπει να εἶναι λανθασμένος (φεῦ τῆς
βλασφημίας)!!!
Καί
ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, βεβαίως,
ἔχει
αὐτήν
τήν ἐξουσία
νά ἀναθεματίζει
τούς αἱρετικούς
ὅλων
τῶν
ἐποχῶν, καί οἱ
Πατέρες τῆς
Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔχουν τήν ἐξουσία καί ὀφείλουν νά ἀναθεματίζουν τούς μελλοντικούς αἱρετικούς, καί ἀκόμη καί μεμονωμένοι
Πατέρες καί αὐτός ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ ὡς φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τά
ἐκτεθέντα ἀναλυτικῶς ἀνωτέρω.
Ὁ δέ
ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν
προκειμένῳ διδάσκει τὰ ἑξῆς:
«ἀλλὰ καὶ ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος, ὅμως αἱρετικὸς κατὰ τὴν ἐκείνων αἵρεσιν ἢ ἑτέραν, κἄν ἐπίσκοπος, κἄν ἀσκητής, κἄν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλὰ καὶ εἴ τις μὴ ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατὰ τὸ ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος» (Φατ. 34, 99, 138).
Καὶ σὲ
ἄλλη, ἐπίσης, ἐπιστολὴ
ὁ Ὅσιος ἀναφέρει:
«Ἐπειδὴ πᾶς ὀρθοδοξῶν κατὰ πάντα, πάντα αἱρετικὸν δυνάμει κἄν οὐ ρήματι, ἀναθεματίζει» (Φατ. 49, 142, 85).
Σημειωτέον, ὅτι καὶ τὰ
δύο αὐτὰ χωρία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἶναι
ἀπὸ ἐπιστολὲς, πού
τὶς ἀπέστειλε κατὰ τὴν
χρονικὴν περίοδον τῆς μοιχειανικῆς
αἱρέσεως.
Φρονοῦν ἀντίθετα πρός τήν
διδασκαλία τῶν
Ἁγίων,
ὅσοι θεωροῦν ὡς ἀναθεματισμένους
μόνον ἐκείνους,
γιά τούς ὁποίους
θά ἐκφωνήσει
ἡ
Σύνοδος συγκεκριμένως καί ὀνομαστικῶς τό ἀνάθεμα, ἀφοῦ ὅπως ἰσχυρίζονται,
ἐξετάσουν
τήν αἵρεση
σάν τόν χειρουργό
ἰατρό,
ὁ ὁποῖος θά ἀποκόψει
τό τμῆμα
αὐτό
τοῦ
σώματος, τό ὁποῖον ἔχει γάγγραινα. Δηλαδή, οἱ ἀναθεματισμένοι
ἀπό
τόν Μέγαν Ἀπόστολον
Παῦλον καί τούς Ἁγίους,
εἶναι
γιά ὅλους αὐτούς ἀναθεματιστέοι.
Ἐμεῖς,
ὡς τέκνα ὑπακοῆς τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἑπόμενοι
τῇ συμφωνίᾳ καί τῇ ἀρχαιότητι καί
ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν, τίς ἐπιταγές τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων
Πατέρων ἀλλά καί τό:
Πάτρα, Π.Ο.Ε. 04.10.2017,
Ἁγίου Ἱεροθέου τοῦ Ἱερομάρτυρος, πρώτου Ἐπισκόπου Ἀθηνῶν
Γιά τήν Ἕνωση Ὀρθοδόξων
Ἐπιστημόνων:
π. Νικόλαος Δημαρᾶς τ.
Ἐπίκουρος Καθηγητής ΤΕΙ Πάτρας Δρ.Ν., ἐφημέριος Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίων Πάντων Πατρῶν
Δρ. Πέτρος Κουτσοῦκος Καθηγητής
τοῦ Πανεπιστημίου Πατρῶν
Εὐανθία Κουτσούκου-Παναγοπούλου,
καθηγήτρια Φιλόλογος
Διονύσιος Κυπριώτης, καθηγητής
Μαθηματικῶν-Παιδαγωγός
Δημήτριος Καϊπης, Πολιτικός
Μηχανικός
Ἑλένη Παπαδοπούλου-Καΐπη,
Θεολόγος-Παιδαγωγός
Ἀνδρέας Γαλάνης, καθηγητής
Μαθηματικῶν, Μsc ἐπιχειρησιακῆς ἔρευνας
Δημήτριος Λούκας, Μουσικός,
διπλωματοῦχος ἠλεκτρολόγος
Ἰουλιανή Γκούννεμανν,
καθηγήτρια Βιολογίας καί Φυσικῆς Ἀγωγῆς
Εὐγενία Πιερρῆ, καθηγήτρια
Μέσης Ἐκπαιδεύσεως Δρ.Φυσικῆς
Δημήτριος Σταματέλος,
ἠλεκτρολόγος-μηχανολόγος Πανεπιστημίου Πατρῶν
Σεραφείμ Δημαρᾶς,
Παιδαγωγός, Μsc Παιδαγωγικῆς
Νεκτάριος Δημαρᾶς,
τελειόφοιτος Ἀρχιτέκτων ΕΜΠ
Εὐαγγελία Δημαρᾶ, Πολιτικός
Μηχανικός
Κωνσταντίνα Δημαρᾶ,
καθηγήτρια Φυσικῆς Ἀγωγῆς
Ἀναστασία Δημαρᾶ,
τελειόφοιτος Μαιευτικῆς Ἀθηνῶν.
Ραφαέλα Ἀργυροπούλου, Ἰατρός
Γεωργία Κυπριώτη, Καθηγήτρια
Φυσικῆς Ἀγωγῆς.
Κωνσταντίνα Δημητρακοπούλου,
Καθηγήτρια Φυσικῆς
Μαρία Ραπάνου, Ἰατρός
Μαρία Καλογερῆ, Παιδαγωγός
Δημοτικῆς Ἐκπαιδεύσεως
Βασιλική Καλογερῆ,
Παιδαγωγός Δημοτικῆς Ἐκπαιδεύσεως
Ἀκολουθοῦν οἱ ὑπογραφές τῶν
προϊσταμένων καί τῶν πιστῶν τῶν Ἐνοριῶν τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Τιμίου
Σταυροῦ Ἀμαλιάδος, Ἱερᾶς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Πατρῶν καί τῆς Συνοδείας τῆς
Μοναχῆς Χρυστονύμφης Βασιλικοῦ Φαρρῶ
«Ἅπαντες οὔν οἱ νεωτερίζοντες ἢ αἱρέσει ἢ σχίσματι, ἑκουσίως ἐνεδύθησαν, κατὰ τὸν
ψαλμωδόν, "κατάραν ὡς ἱμάτιον" (Ψαλμ. ρη’,18), κἄν τε Πάπαι κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε Κληρικοί,
κἄν τε Λαϊκοὶ ἔτυχον εἶναι "κἂν
ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ ἀνάθεμα ἔστω, εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾽ ὃ
παρελάβετε". Οὕτω φρονοῦντες οἱ Πατέρες ἡμῶν καὶ ὑπακούοντες εἰς τοὺς
ψυχοσωτηρίους λόγους τοῦ Παύλου
ἐστάθησαν σταθεροὶ καὶ ἑδραῖοι εἰς τὴν ἐκ διαδοχῆς παραδοθεῖσαν αὐτοῖς πίστιν καὶ
διέσωσαν αὐτὴν ἄτρεπτον καὶ ἄχραντον διὰ μέσου τοσούτων αἱρέσεων, καὶ παρέδωκαν
αὐτὴν εἰς ἡμᾶς εἰλικρινῆ καὶ ἀνόθευτον, ὡς ἐξῆλθεν ἄδολος ἀπὸ τοῦ στόματος τῶν
πρώτων ὑπηρετῶν τοῦ Λόγου· οὕτω φρονοῦντες καὶ ἡμεῖς,
ἄδολον, ὡς παρελάβομεν,
μετοχετεύσομεν αὐτὴν εἰς τὰς ἐπερχομένας γενεάς, μηδὲν παραμείβοντες, ἵνα ὦσι
κακεῖνοι ὡς καὶ ἡμεῖς εὐπαρουσίαστοι καὶ ἀκαταίσχυντοι, λαλοῦντες περὶ τῆς τῶν
προγόνων ἡμῶν πίστεως...
Στό βιβλίο τοῦ
Ἀθ. Σακαρέλλου «Ἔγινε ἡ Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», ἀναφέρεται
τό Γαλλικό κείμενο τῆς συμφωνίας «Κοινή
Δήλωσις» τοῦ 1965, ὅπου
στήν παράγραφο 4 τῆς συμφωνίας χρησιμοποιεῖται
ἡ λέξη excommunication, αὐτό
σημαίνει, ὅτι μέ τή συμφωνία αὐτή
ἔχει ἀρθεῖ
ἡ «ἀκοινωνησία»,
τό «σχίσμα», δηλαδή μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν,
σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐπίσημη
ἑλληνική μετάφραση, πού ὁμιλεῖ,
δῆθεν, γιά ἄρση
Ἀναθεμάτων, πρός καθησυχασμό τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ἕνωση, δυστυχῶς, ἔχει
γίνει, ἁπλά
πραγματώνεται καί παρουσιάζεται, τοπικά καί χρονικά, σταδιακά, ἀνάλογα μέ τίς ἀντιδράσεις.
Καί
γιά νά μήν ὑπάρχει
ἀμφιβολία, ὅτι ἡ Γαλλική λέξη excommunication σημαίνει «ἀκοινωνησία»
τοῦτο
ἀπο-δεικνύεται καί ἀπό τό ἴδιο τό Γαλλικό κείμενο τῆς συμφωνίας, πού χρησιμοποιήθηκε δύο φορές ἡ ἔκφραση la communion ecclesiastique καί σημαίνει «ἐκκλησιαστική κοινωνία», ὅπως ὀρθά ἀποδίδεται
ἀπό τήν ἐπίσημη
ἑλληνική μετάφραση καί ὄχι ὡς «ἐκκλησιαστικό ἀνάθεμα».
Στήν
πραγματικότητα, λοιπόν, ἡ
κοινή δήλωση τό 1965, στό Γαλλικό κείμενο, ὁμιλεῖ
γιά ἄρση
τῆς ἀκοινωνησίας καί ὄχι γιά «ἁπλῆ ἄρση τοῦ Ἀναθέματος»
μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν.
Τό γεγονός
αὐτό
ἐξηγεῖ ὅλα
τά μεταγενέστερα γεγονότα, ὅπως
συμπροσευχές, οὐνιτικά συλλείτουργα, μετάδοση τῆς Θείας Κοινωνίας σέ παπικούς λαϊκούς σέ τόπους, πού δέν ὑπῆρχε ἀξιόλογη
ἀντίδραση, νεώτερες κοινές δηλώσεις
καί συμφωνίες, μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ Πάπα Ρώμης στήν Ἁγία Πρόθεση, γεγονός πού παραδέχθηκε,
ὅτι ἔπραττε ὁ ἴδιος ὁ ἀναθεματισμένος Ἀθηναγόρας, μνημόνευση
δημόσια τοῦ
Πάπα στό Φανάρι στήν τελευταία του ἐπίσημη ἐπίσκεψη
καί ἄλλες
παρόμοιες πράξεις.
Καί
σέ ὅλα
αὐτά
πρωτοστατοῦσε
τό Φανάρι καί ἀκολουθοῦσαν μέ παρόμοιες πράξεις καί ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες.
Αὐτό ἀποτελεῖ, ἐκ τῶν πραγμάτων, ἕνωση καί ἔμπρακτη ἐφαρμογή ὄχι ἁπλά τῆς ἄρσεως τοῦ Ὁριστικοῦ
Σχίσματος, ἀλλά
ἄρση καί τῆς Ἀκοινωνησίας.
Ἡ ἕνωση ἐφαρμόζεται
σταδιακά, τοπικά καί χρονικά, ὅπως
ὀρθά ἐπισημάνθηκε, ἀνάλογα μέ τίς ἀντιδράσεις καί κάποια κατάλληλη στιγμή θά καταστεῖ ἡ ἕνωση
πλήρης, ἐπισφραγίζοντας
τό ἤδη
ὑφιστάμενο ἀπό ἐτῶν
πραγματικό καθεστώς. (Ἀπόσπασμα
ἀπό ἄρθρο τῆς
Φιλορθοδόξου Ἑνώσεως
«Κοσμᾶς Φλαμιάτος»).
Ἡ Κοινή δήλωση τοῦ Πάπα Παύλου ΣΤ΄ καί τοῦ (σ.σ. ψευδο)-Πατριάρχου Ἀθηναγόρου στά
Γαλλικά:
«Οἱ «New York Times» μετέδωσαν τήν ἀπό κοινοῦ ἀγγελίαν τοῦ
Βατικανοῦ
καί τοῦ
Φαναρίου τῆς
7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τήν ἄρσιν
τοῦ excommunicatio -(τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμέ-νου)- εἰς τήν πρώτην σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καί ὡς τήν ἐπανέναρξιν τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας,
πού εἶχε
τότε δῆθεν
διακοπεῖ.Φαίνεται
πλέον σαφῶς,
ὅτι τό Ἑλληνικόν κείμενον, πού ἀναγγέλει τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν.
Φαίνεται εἶχε
σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας
ἀρνητικάς ἀντιδράσεις
τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν».
(Πατρός Ἰω. Ρωμανίδου, «Ὀρθόδοξος καί Βατικάνειος
συμφωνία περί Οὐνίας»,
http://www.romanity.org/…/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_…
2. Βλ. γιά παράδειγμα καί τήν ἑνωτικήν μέ τούς
αἱρετικούς Μονοφυσίτες Ἐγκύκλιο τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ἀντιοχείας πρός τό ὁποῖο
εἶναι κοινωνικά ὅλα τά πατριαρχεῖα καί ἡ «Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος»:
Ἡ Ἁγία Σύνοδος τῆς Ἀντιοχείας ἀπεφάσισε τά ἑξῆς:
1.
Τόν πλήρη καί ἀμοιβαῖο σεβασμόν τῶν δύο ἐκκλησιῶν ὡς πρός τό τελετουργικόν των, τήν
πνευματικότητα, τήν κληρο-νομίαν καί τούς ἁγίους πατέρας καί τήν πλήρη
προστασίαν τῶν
λειτουργικῶν
πράξεων καί τῆς Ἀντιοχείας καί τῆς Συρίας.
2.
Τήν ἐνσωμάτωσιν τῶν πατέρων καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν καί τῆς παραδόσεώς των γενικῶς εἰς τά χριστιανικά ἐπιμορφωτικά προγράμματα καί τήν
θεολογίαν καθη-γητῶν
καί μαθητῶν.
3.
Τήν ἀποφυγήν τοῦ νά δέχωνται μέλη μιᾶς ἐκκλησίας εἰς τήν ἄλλην, ὅποιοι καί ἄν εἶναι οἱ λὀγοι.
4.
Τήν διοργάνωσιν συνάξεων τῶν
δύο Συνόδων ὁποτεδήποτε
ὑπάρξει ἀνάγκη.
5.
Νά παραμείνει κάθε Ἐκκλησία
ὡς σημεῖον ἀναφορᾶς διά τά μέλη της εἰς θέματα ἀφορῶντα γάμον, διαζύγιον, υἱοθεσίαν κλπ.
6.
Ἐάν δύο ἐπίσκοποι δύο διαφορετικῶν ἐκκλησιῶν συναντηθοῦν διά πνευματικήν τελετήν, θά προῒσταται ἐκεῖνος πού θά ἔχει τό μεγαλύτερον ποίμνιον. Ἀλλά, ἄν εἶναι εἰς τό μυστήριον τοῦ γάμου, θά προῒσταται ὁ ἐπίσκοπος τῆς ἐκκλησίας τοῦ νυμφίου.
7.
Ὅ,τι ἔχει ἀναφερθῆ προηγουμένως δέν ἰσχύει κατά τόν συνεορτασμόν Ἐπισκόπων εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν.
8.
Ὅ,τι ἔχει λεχθῆ εἰς τό ὑπ’ ἀριθμ. 6 ἄρθρον, ἰσχύει διά τούς κληρικούς καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν.
9.
Ἐάν ἕνας ἱερεύς μιᾶς ἐκ τῶν δύο ἐκκλησιῶν τύχη νά εἶναι εἰς κάποιαν περιοχήν, θά τελέση τά θεῖα μυστήρια διά τά μέλη καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Θείας Λειτουργίας καί τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου. Ὁ ἴδιος ἱερεύς θά κρατήση ἀνεξάρτητον ἀρχεῖον καί διά τάς δύο ἐκκλησίας καί θά μεταφέρη τήν
καταγραφήν τῶν
μελῶν τῆς ἀδελφῆς ἐκκλησίας εἰς τήν πνευματικήν της ἐξουσίαν.
10.
Ἐάν δύο ἱερεῖς καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν τύχη νά εὐρίσκωνται εἰς κάποιαν κοινότητα, θά ἐναλλάσσονται, καί εἰς περί-πτωσιν συνεορτασμοῦ θά προῒσταται ἐκεῖνος μέ τό μεγαλύτερον ποίμνιον.
11.
Ἐάν ἐπίσκοπος ἀπό μίαν ἐκκλησίαν καί ἕνας ἱερεύς ἀπό τήν ἀδελφήν Ἐκκλησίαν τύχη νά συνεορτάζουν, θά προῒσταται, ὅπως εἶναι φυσικόν, ὁ ἐπίσκοπος, ἀκόμη καί ἄν εὑρίσκεται εἰς τήν κοινότητα τοῦ ἱερέως, ἐφ’ ὅσον θά ὑπάρχουν λαϊκοί καί ἀπό τάς δύο ἐκκλησίας.
12.
Χειροτονίαι εἰς
τούς βαθμούς τής ἱερωσύνης
γίνονται ἀπό
τήν πνευματικήν ἀρχήν
τῶν ὑποψηφίων εἰς κάθε ἐκκλησίαν, κατά προτίμησιν, μέ τήν
παρουσίαν ἀδελφῶν ἀπό τήν ἄλλην ἀδελφήν Ἐκκλησίαν.
13.
Ἀνάδοχοι καί
μάρτυρες γάμου ἐπιτρέπεται
νά ἐπιλέγωνται ἀπό τά μέλη καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν χωρίς διάκρισιν.
14.
Εἰς ὅλας τάς κοινάς ἑορτάς θά προῒσταται ὁ ἀρχαιότερος τῇ τάξει ἱερεύς.
15.
Ὅλοι οἱ ὀργανισμοί τῶν δύο Ἐκκλησιῶν θά συνεργάζωνται εἰς ὅλα τά θέματα, μορφωτικά, παιδείαν καί
κοινωνικά διά τήν ἀνάπτυξιν
τοῦ ἀδελφικοῦ πνεύματος. Σᾶς ὑποσχόμεθα, μέ αὐτήν τήν εὐκαιρίαν, ὅτι θά συνεχίσωμεν νά ἐνισχύωμεν τήν σχέσιν μας μέ τήν ἀδελφήν Ἐκκλησίαν καί ὅλας τάς ἄλλας Ἐκκλησίας, μέ σκοπόν νά γίνωμεν ὅλοι μία κοινότητα κάτω ἀπό ἕνα Ποιμένα.
Ἀρχιμ. Ἰουστίνου
Πόποβιτς, «Δογματική τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», (Γαλλική μετάφραση), Τόμος 4ος, σελ. 181, Lausanne
1995 - Ἀναδημοσιεύτηκε στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο» στίς 29/6/2007.