ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου : Περί της Θ’. Εντολής. (Εξομολογητάριον)
Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή
Εις ταύτην σφάλλουν εκείνοι, οπού μαρτυρήσουν ψευδή και άδικα, δια να ζημιώσουν, ή να κακοποιήσουν τον αδελφόν τους (1). Εκείνοι, οπού έχουν υπονοίας και υποψίας κατά του αδελφού τους (2). Εκείνοι, όπου περιγελούν τα φυσικά ελαττώματα του νοός, ή της φωνής, ή του προσώπου, ή των λοιπών μελών του σώματος του πλησίον επειδή αυτός δεν είναι αίτιος των ελαττωμάτων τούτων. Και εκείνοι οι κριταί, όπου ή δια προσωποληψίαν, ή δια δώρα, ή δια το να μην εξετάζουν καλώς το πράγμα, κάμνουν κρίσιν άδικον (3).Όρα τον οε’ Αποστολικόν Κανόνα. Και ο Σολομών δε λέγει· «Μάρτυς ψευδής ουκ ατιμώρητος έσται» (Παροιμ. ιθ’ . 5).
Τριχώς είναι το ψευδός κατά τον Αββάν Δωρόθεον (Λόγ. περί ψεύδους)· κατά διάνοιαν, όταν έχη τινάς ψευδείς υποψίας κατά του αδελφού του· κατά τον λόγον, όταν ψευδώς κατηγορή αυτόν· και κατά τον βίον και τα έργα, όταν τινάς άλλος ων κατά το πράγμα και τα έργα, άλλος υποκρίνεται και φαίνεται ψευδώς εις τους ανθρώπους, ος τις λέγεται και υποκριτής. Ότι δε παρομοιάζουν με τον διάβολον οι τοιούτοι, το λέγει ο Κύριος· «Ημείς εκ του πατρός του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας αυτού θέλετε ποιείν εκείνος ανθρωποκτόνος ην απ’ αρχής, και εν τη αληθεία ούχ έστηκεν. Όταν λαλή το ψεύδος, εκ των ιδίων λαλεί, ότι ψεύστης εστί, και ο πατήρ αυτού, ήτοι του ψεύδους, κατά τον Θεοφύλακτον» (κατά Ιωάννην η’. 44)· όθεν και ο Ιερός Αυγουστίνος, (Βιβλίον περί σκοπού και τέλους) λέγει, ότι το ψεύδος δεν είναι ποτέ συγχωρημένον να λέγηται, όσω καλόν σκοπόν και αν έχη ο λέγων.
Εις ταύτην σφάλλει ακόμη, εάν τινάς εσυμβούλευσεν, ή επαρακίνησιν άλλον να ψευδομαρτυρήση. Αν με άδικαις κατηγορίαις εμπόδισεν άλλον να μη λάβη κανένα αξίωμα. Αν εδύνατο να εμποδίση τας κατηγορίας, και ψευδομαρτυρίας, και δεν ηθέλησεν. Εάν φέρη λόγια και μηνύματα προς ζημίαν του πλησίον. Αν εκατάκρινεν, ή εκαταλάλησεν, ή ήκουσε με ηδονήν να καταλαλούν άλλοι, ή επαίνεσε τον κατάλαλον· τότε όμως είναι συγκεχωρημένον να λέγη τινάς την κακίαν του άλλου, όταν συμβουλεύεται με άλλον δια την διόρθωσιν του αμαρτήσαντος· και όταν θέλη να προασφαλίση άλλον δια να μη πέση εις το αυτό αμάρτημα εξ αγνοίας, κατά τον μέγαν Βασίλειον· «Δύω καιρούς είναι ηγούμαι, καθ’ ους έξεστιν ειπείν τι περί τίνος φαύλον, ότε ανάγκην έχει τις βουλεύσασθαι μετά και ετέρων των εις τούτο δεδοκιμασμένων πως διορθωθή ο ημαρτηκώς, και πάλιν όταν χρεία γένηται ασφαλίσασθαί τινάς, τους εξ αγνοίας δυναμένους πολλάκις συναναμιγήναι τω κακώ ως καλώ.» (Όρα κατ’ επίτ. κε .) Αν εκολάκευσε, και ψευδώς επαίνεσέ τινα.