Ἀριθμ.
Πρωτ.528 Ἐν Πειραιεῖ τὴ 23η Μαΐου
2016
Πρὸς
τὸν Σεβασμιώτατον
Μητροπολίτην
Κισινιὲφ
καὶ
πάσης Μολδαυΐας
κ.κ.
Βλαδίμηρον
Εἰς
Κισινιέφ.
Σεβασμιώτατε
Ἅγιε ἐν Χριστῷ Ἀδελφέ,
Τὴν
Ὑμετέραν Σεβασμιότητα ἀδελφικῶς ἐν Κυρίω κατασπαζόμενος μετὰ βαθυτάτων
αἰσθημάτων ἀγάπης ἐν Χριστῷ ἀπευθύνω πρὸς Ὑμᾶς ἐκ προσώπου τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου
καὶ τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως τῆς ναυλόχου πόλεως
τοῦ Πειραιῶς καὶ πρώτου λιμένος τῆς Ἑλλάδος, θερμὲς ἐόρτιες προσρήσεις ἐπὶ τὴ
λαμπροφόρω Ἀναστάσει τοῦ Κυρίου.
Γνωστὸν
τυγχάνει, ἅγιε ἐν Χριστῷ ἀδελφέ, τὸ πολυσχιδὲς καὶ ἐπίμοχθον ἔργον, τὸ ὁποῖον
ἐπιτελεῖ ἡ Ὑμετέρα Σεπτὴ Σεβασμιότης τόσον διὰ τὸν εὐαγγελισμὸν τῶν μακράν τῆς
Ὀρθοδόξου πίστεως εὐρισκομένων, ὅσον καὶ διὰ τὸν ἐπιστηριγμόν, ὑλικὸν καὶ
πνευματικόν, τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ἐν τῆ Ὑμετέρα Θεοφρουρήτω ἐπαρχία, τῆ Ὀρθοδόξω
Ἐκκλησία τῆς Μολδαυΐας, ἔργον διὰ τὸ ὁποῖον αἴνους καὶ δοξολογίαν ἀναπέμπομεν
πρὸς τὸν ἅγιον Τριαδικὸν Θεόν.
Ὠσαύτως
γνωστὴ τυγχάνει ἡ ἐξ’ ἴσου πολύμοχθος μέριμνα καὶ φροντίδα, τὴν ὁποίαν
καταβάλλετε διὰ τὴν περιφρούρησιν καὶ διαφύλαξιν τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Μολδαυΐας
ἐκ τῶν ποικιλωνύμων αἱρέσεων, ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ ἀθεμίτου καὶ δολίου προσηλυτισμοῦ
ἐκ τῆς δαιμονικῆς καὶ ἐπαράτου Οὐνίας. Μέσα στὰ πλαίσια τῆς φροντίδος αὐτῆς δὲν
ἐφείσθητε κόπων καὶ δαπανῶν διὰ νὰ προσκαλέσετε ἐν τὴ Ὑμετέρα ἐπαρχία ἐκ τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος λογίους καὶ πνευματικοὺς ἄνδρες, ὅπως τὸν πρωτ. π.
Γεώργιον Μεταλληνόν, τὸν πρωτ. π. Θεόδωρον Ζήσην καὶ τὸν κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη
καθηγητᾶς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν Ἀθηνῶν καὶ Θεσσαλονίκης, ἐπὶ τῷ σκοπῶ τοῦ
πνευματικοῦ καταρτισμοῦ καὶ τῆς περιφρουρήσεως ἐν τῆ Ὀρθοδόξω πίστει τοῦ πιστοῦ
λαοῦ τῆς Μολδαυΐας. Νωπὴ ἀκόμη παραμένει στὴ μνήμη μας ἡ πρόσφατη ἐπίσκεψις,
κατόπιν προσκλήσεώς σας, στὸ Κισινιὲβ τῆς Μολδαβίας τοῦ π. Θεόδωρου Ζήση, ὁ
ὁποῖος στὶς 21 καὶ 22 Ἰανουαρίου 2016, ὁμίλησε ἐνώπιον πολυπληθοῦς ἀκροατηρίου
2500 ἀτόμων περίπου διὰ τὸ κατ’ ἐξοχὴν φλέγον καὶ ἐπίκαιρο θέμα, τὴν μέλλουσα νὰ
συγκληθεῖ τὸν προσεχῆ Ἰούνιο στὴν Κρήτη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο».
Ἐν
ὄψει τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος, ἡ καθ’ ἠμᾶς Ἱερὰ Μητρόπολις
ἐν συνεργασία μετὰ τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Γλυφάδας, Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως,
καὶ Κυθήρων, ὡς καὶ τῆς Συνάξεως Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν, συνδιοργάνωσε
Θεολογικὴ - Ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα, μὲ θέμα: «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος: Μεγάλη
προετοιμασία, χωρὶς προσδοκίες», ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα τὴν Τετάρτη 23 Μαρτίου
2016, στὸ Στάδιο Εἰρήνης καὶ Φιλίας, στὸ Νέο Φάληρο Πειραιῶς.
Τὴν
Ἡμερίδα ἐτίμησαν μὲ τὴν παρουσία τοὺς Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς, Καθηγούμενοι καὶ
Γερόντισσες Ἱερῶν Μονῶν, ἁγιορεῖτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι Χριστιανικῶν
Σωματείων καὶ Ὀργανώσεων, Καθηγητὲς Θεολογικῶν Σχολῶν καὶ Θεολόγοι καὶ γύρω
στοὺς χίλιους πιστούς. Ἡ Ἐπιστημονικὴ Ἐπιτροπή, ἀποτελοῦνταν ἀπὸ α) τὴν
ἐλαχιστότητά μου, β) τὸν Αἰδεμιολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό,
Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, γ) τὸν
Αἰδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς
Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. δ) τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Ἀθανάσιο
Ἀναστασίου, Προηγούμενο τῆς Ι. Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, καὶ ε) τὸν
ἐλλογιμώτατο Καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς της Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο
Τσελεγγίδη. Στὴν Ἡμερίδα παρέστησαν καὶ ἀπηύθυναν χαιρετισμὸ ὁ Ἐπίσκοπος
Μπαντσὲν κ. Λογγίνος τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ προϊστάμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὅρους π. Σάββας. Ἐπίσης, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης
Λόβετς τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας κ. Γαβριὴλ ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ τὸν
Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ματθαῖο Βουλκανέσκου, κληρικὸ τῆς καθ’ Ἠμᾶς
Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ὁ ὁποῖος καὶ ἀνέγνωσε τὸν χαιρετισμό του.
Τὸ
γενικὸ θέμα τῆς Ἡμερίδος ἀναπτύχθηκε σὲ τέσσερις Συνεδρίες: Ἀπὸ τὴν ἐλαχιστότητά
μου καὶ τοὺς εἰσηγητὲς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
κ. Ἰερόθεο, Γλυφάδας κ. Παῦλο, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, καὶ Γόρτυνος καὶ
Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμία, τοὺς ὁμοτίμους πανεπιστημιακοὺς καθηγητές,
Αἰδεσιμολογιωτάτους πρωτοπρεσβυτέρους π. Γεώργιο Μεταλληνὸ καὶ π. Θεόδωρο Ζήση,
τὸν κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τοὺς Πανοσιολογιωτάτους Ἀρχιμανδρίτες π. Σαράντη
Σαράντο, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, καὶ τὸν π.
Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, τοὺς Αἰδεσιμολογιωτάτους πρωτοπρεσβυτέρους π. Πέτρο
Heers,
Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., καὶ π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο,
(Μr
Θεολογίας),
ἐφημέριο του Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πατρών, τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη
π. Παῦλο Δημητρακόπουλο, (Μr.
Θεολογίας), Διευθυντὴ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν τῆς
καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τὸν ἐλλογιμώτατο κ. Σταῦρο Μποζοβίτη, Θεολόγο
–Συγγραφέα, μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων ὁ «Σωτήρ», καὶ τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο
πρωτοπρεσβύτερο π. Ἄγγελο Ἀγγελακόπουλο, (ΜrΘεολογίας),
ἐφημέριο του Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς
Μητροπόλεως.
Ἀπὸ
τὶς εἰσηγήσεις καὶ τὸν ἐπακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε καὶ ἐγκρίθηκε ὁμοφώνως
τὸ παρακάτω Ψήφισμα-Πόρισμα:
1)
Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς εἶναι καρπὸς τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἐμπειρία τῆς
Πεντηκοστῆς. Δὲν νοεῖται Ἐκκλησία χωρὶς Θεολογία καὶ δὲν νοεῖται Θεολογία
ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἐξέφρασαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες
καὶ οἱ ἅγιες Σύνοδοι. Ὅταν μία Σύνοδος δὲν θεολογεῖ ὀρθοδόξως, δὲν μπορεῖ νὰ
εἶναι γνήσια Ὀρθόδοξη Σύνοδος, ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ
συμβεῖ, ὅταν οἱ συμμετέχοντες στὴ Σύνοδο δὲν ἔχουν τὴν πείρα τῶν θεουμένων
Πατέρων, ἢ τουλάχιστον δὲν ἀκολουθοῦν αὐτούς, χωρὶς νὰ τοὺς παρερμηνεύουν. Στὴν
περίπτωση αὐτὴ τὰ συνοδικὰ μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες, ἢ
ἐπηρεάζονται ἀπὸ πολιτικές, ἢ ἄλλες σκοπιμότητες. Ἡ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ
πραγματικότητα ἀπέδειξε ὅτι σήμερα πολλὰ ὑψηλὰ ἱστάμενα πρόσωπα τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ἐπηρεάζονται, ὡς μὴ ὄφειλε, ἀπὸ πολιτικοὺς παράγοντες.
Σὲ πολλές, ἐπίσης, περιπτώσεις δημιουργοῦνται, στὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς σχέσεις,
ἀντιπαλότητες, ἢ κυριαρχοῦν ἐθνικιστικὲς καὶ πολιτικὲς
σκοπιμότητες.
2)
Μετὰ ἀπὸ μιὰ μακρὰ ἱστορία προετοιμασίας τῆς συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης
Συνόδου», ἐνενήντα τριῶν ἐτῶν, διαπιστώνουμε, ἀπὸ τὴν θεματολογία, τὰ
προσυνοδικὰ κείμενα καὶ τὶς δηλώσεις τῶν διοργανωτῶν, ὅτι ὑπάρχει μεγάλο
ἔλλειμμα Συνοδικότητος, ἔλλειμμα θεολογικῆς πληρότητος, σαφήνειας καὶ ἀκρίβειας
τῶν πρὸς συζήτηση κειμένων καὶ ἀκόμη μεγαλύτερο ἔλλειμμα ὡς πρὸς τὴν θεολογικὴ
ὀρθότητα, μὲ τὴν ὁποία αὐτὰ εἶναι διατυπωμένα. Πιὸ συγκεκριμένα
:
3)
Ἡ μὴ συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων στὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Σύνοδο, ἀλλὰ
μόνο εἰκοσιτεσσάρων ἀπὸ κάθε Τοπικὴ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, εἶναι ξένη πρὸς τὴν
Κανονικὴ καὶ Συνοδική μας Παράδοση. Τὰ ὑπάρχοντα ἱστορικὰ στοιχεῖα μαρτυροῦν,
ὄχι ἀντιπροσώπευση, ἀλλὰ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ συμμετοχὴ ἐπισκόπων ἀπὸ ὅλες τὶς
ἐπαρχίες τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ὁ μὴ χαρακτηρισμός της ὡς
Οἰκουμενικῆς, μὲ τὸν ἀπαράδεκτο ἰσχυρισμὸ ὅτι δὲν μποροῦν νὰ συμμετάσχουν σ’
αὐτὴν οἱ «χριστιανοὶ τῆς Δύσεως», ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τοὺς ἁγίους
Πατέρες, οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦσαν τὶς Ἅγιες Συνόδους ἐρήμην τῶν αἱρετικῶν. Κατ’
ἀκολουθίαν εἶναι ἀπαράδεκτο οἱ διοργανωτές της νὰ ἔχουν τὴν ἀξίωση τὸ κύρος της
νὰ εἶναι ἰσοδύναμο καὶ ἰσάξιο μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Ἀλλά, οὔτε καὶ
Πανορθόδοξος μπορεῖ νὰ ἀποκληθεῖ ἡ ἐν λόγω Σύνοδος, διότι προφανῶς ἀποκλείεται ἡ
συμμετοχὴ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.
Ἐξ
ἴσου ἀμάρτυρο στὴν Ἐκκλησιαστικὴ καὶ Κανονική μας Παράδοση, καὶ γι’ αὐτὸ
ἀπαράδεκτο, εἶναι τὸ σχῆμα: μία ψῆφος-μία Ἐκκλησία, μὲ
ἀπαραίτητη τὴν ὁμοφωνία ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ κάθε ἐπίσκοπος δικαιοῦται
νὰ ἔχει δική του ψῆφο καὶ στὶς ἀποφάσεις τῶν μὴ δογματικῶν θεμάτων νὰ ἰσχύσει ἡ
ἀρχή: «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω». Ἀπαράδεκτο θεωροῦμε, ἐπίσης, τὸ
νὰ προαποφασίζονται τὰ θέματα καὶ ὁ τρόπος ὀργανώσεως τῆς Συνόδου, χωρὶς τὸ
κυρίαρχο σῶμα τῶν κατὰ τόπους Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν νὰ ἔχει ἐκφράσει
συνοδικῶς τὴν ἐπὶ τῶν θεμάτων αὐτῶν τοποθέτησή του.
4)
Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοὶ Διάλογοι τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν
Ἑτεροδοξία κατέληξαν σὲ τραγικὴ ἀποτυχία, τὴν ὁποία ὁμολογοῦν σήμερα καὶ
αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ πρωτεργάτες τους. Ἡ δῆθεν προσφερομένη βοήθεια μέσω τῶν
Διαλόγων γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἑτεροδόξων στὴν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια καὶ τὴν
Ὀρθοδοξία διαψεύδεται καὶ ἀποδεικνύεται ἀνύπαρκτη. Τελικά, οἱ Διάλογοι
ἐξυπηρέτησαν καὶ προώθησαν τοὺς στόχους τῆς ἀντιχρίστου λεγομένης «Νέας
Ἐποχῆς» καὶ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως. Ἕνα σημαντικὸ κενό, ποῦ παρουσιάζουν τὰ
πρὸς συζήτηση στὴ μέλλουσα Σύνοδο προσυνοδικὰ κείμενα, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι
παραδόξως ἀπουσιάζει σ’ αὐτὰ ἡ κριτικὴ ἀξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας
τόσο τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν
λοιπῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων, ὅσο καὶ τῆς συμμετοχῆς της στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ
Κίνηση καὶ τὸ λεγόμενο «Π.Σ.Ε.», ἡ ὁποία ὑπῆρχε στὰ κείμενα τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς
Διασκέψεως.
5)
Τὸ προσυνοδικὸ κείμενο μὲ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν
λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» παρουσιάζει κατὰ συρροὴ τὴν θεολογικὴ ἀσυνέπεια,
ἢ καὶ ἀντίφαση. Ἔτσι, τὸ ἄρθρο 1 διακηρύσσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία
τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, θεωρώντας τὴν –πολὺ σωστὰ– ὡς τὴν «Μία, Ἁγία,
Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία». Ὅμως, στὸ ἄρθρο 6 παρουσιάζει μία
ἀντιφατικὴ πρὸς τὸ παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικὰ ὅτι
«ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν
Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ' αὐτῆς». Ἐδῶ
γεννᾶται τὸ εὔλογο θεολογικὸ ἐρώτημα: Ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ΜΙΑ», κατὰ τὸ Σύμβολο
τῆς Πίστεως καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (ἄρθρ. 1), τότε, πῶς
γίνεται λόγος γιὰ ἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανὲς ὅτι αὐτὲς οἱ
ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες. Οἱ ἑτερόδοξες, ὅμως, «Ἐκκλησίες» δὲν μποροῦν
νὰ κατονομάζονται καθόλου ὡς «Ἐκκλησίες» ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπειδή, δογματικῶς
θεωρούμενα τὰ πράγματα, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ πολλότητα «Ἐκκλησιῶν»,
μὲ διαφορετικὰ δόγματα καὶ μάλιστα σὲ πολλὰ θεολογικὰ θέματα. Κατὰ συνέπεια,
ἐνόσο οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτὲς παραμένουν ἀμετακίνητες στὶς κακοδοξίες τῆς πίστεώς
τους, δὲν εἶναι θεολογικὰ ὀρθὸ νὰ τοὺς ἀναγνωρίζουμε –καὶ μάλιστα θεσμικὰ–
ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός της «Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας».
Στὸ
ἴδιο ἄρθρο (6) ὑπάρχει καὶ δεύτερη σοβαρὴ θεολογικὴ ἀντίφαση. Στὴν ἀρχὴ
τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τὸ ἑξῆς: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς
Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ». Στὸ τέλος, ὅμως, τοῦ
ἴδιου ἄρθρου γράφεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μὲ τὴν συμμετοχή της στὴν
Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση, ἔχει ὡς «ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν τῆς
ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα». Ἐδῶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ἐφόσον ἡ
ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν
ἀναζητεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενι(στι)κῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται ἡ
ἐπιστροφὴ τῶν δυτικῶν χριστιανῶν στὴ ΜΙΑ καὶ μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο, ὅμως,
δὲν διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα συνόλου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα,
μάλιστα, δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ
προοπτικὲς τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στὴν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς
Ἐκκλησίας.
6)
Τὸ ὡς ἄνω κείμενο κινεῖται στὰ πλαίσια τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς
Ἐκκλησιολογίας,ἡ ὁποία ἔχει ἐκφραστεῖ ἤδη κατὰ τὴν Β΄ Βατικανὴ ψευδοσύνοδο.
Αὐτὴ ἡ νέα Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς βάση τὴν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ὅλων
τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων, (βαπτισματική θεολογία). Οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου,
προκειμένου νὰ προσδώσουν κανονικὴ ἐγκυρότητα καὶ συνοδικὴ νομιμότητα στὴν
κακόδοξη αὐτὴ Ἐκκλησιολογία, ἐπικαλοῦνται τὸν 7ο Ἱερὸ Κανόνα τῆς Β΄ Ἁγίας καὶ
Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὸν 95ο τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὡστόσο,
οἱ ἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τὸν τρόπο εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία τῶν
μετανοημένων αἱρετικῶν καὶ δὲν ἀναφέρονται καθόλου στὸ «ἐκκλησιαστικὸ
status» τῶν αἱρέσεων, οὔτε στὴ διαδικασία διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν
αἵρεση. Οὔτε, ἀσφαλῶς, ὑπονοοῦν τὸ «ὑποστατὸν» τῶν μυστηρίων τῶν
ἑτεροδόξων, οὔτε ὅτι οἱ αἱρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία
ἀναγνώρισε καὶ διεκήρυξε ἐκκλησιαστικότητα στὴν πλάνη καὶ στὴν αἵρεση. Ἡ
«μερὶς τῶν σωζομένων», γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦν οἱ ἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες,
βρίσκεται μόνο στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ὄχι στὴν αἵρεση.
Ἡ
οἰκονομία, ποῦ εἰσηγοῦνται οἱ παραπάνω Κανόνες, δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ στοὺς
Δυτικοὺς (Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες), γιατί στεροῦνται τὶς θεολογικὲς
προϋποθέσεις καὶ τὰ κριτήρια, ποῦ θέτουν οἱ συγκεκριμένοι Κανόνες. Καί, ἐπειδὴ
δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οἰκονομία στὴν δογματικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας μας,
οἱ Δυτικοὶ καλοῦνται νὰ ἀρνηθοῦν τὶς αἱρέσεις τους, νὰ τὶς ἀναθεματίσουν, νὰ
ἐγκαταλείψουν τὶς Θρησκευτικὲς Κοινότητές τους, νὰ κατηχηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν ἐν
μετανοία τὴν διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ἔνταξή τους στὴν Ἐκκλησία.
7)
Τὸ ἴδιο, ὡς ἄνω, κείμενο πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται σὲ κακοδοξίες ἢ πλάνες,
τὶς ὁποῖες νὰ προσδιορίζει συγκεκριμένα, ὡσὰν τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης νὰ μὴν
δραστηριοποιεῖται πλέον σήμερα. Τὸ κείμενο δὲν ἐπισημαίνει καμμία αἵρεση καὶ
καμμία διαστροφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας καὶ ζωῆς στὸν ἐκτός της
Ὀρθοδοξίας εὑρισκόμενο χριστιανικὸ κόσμο. Ἀντίθετα, οἱ κακόδοξες καὶ αἱρετικὲς
παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν
Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικὲς διαφορὲς ἢ τυχὸν νέες
διαφοροποιήσεις» (§ 11), τὶς ὁποῖες καλοῦνται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ
ἑτεροδοξία νὰ «ὑπερβοῦν» (§ 11). Τὸ ζητούμενο γιὰ τοὺς συντάκτες εἶναι ἡ
ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν», καὶ ὄχι ἡ ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γι’
αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ πρόσκληση σὲ μετάνοια καὶ σὲ ἄρνηση καὶ καταδίκη
τῶν πλανῶν καὶ ἐτεροδιδασκαλιῶν, ποῦ παρεισέφρησαν στὴ ζωὴ τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν
Κοινοτήτων.
8)
Τὸ ὡς ἄνω κείμενο κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορὰ στὸ λεγόμενο «Π.Σ.Ε.» (§§ 16-21)
καὶ ἀποτιμᾶ θετικὰ τὴν συμβολή του στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση,
ἐπισημαίνοντας τὴν πλήρη καὶ ἰσότιμη συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σ’
αὐτὴν καὶ τὴν συμβολὴ τους «εἰς τὴν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καὶ τὴν προαγωγὴν
τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» (§ 17).Ὡστόσο, ἡ εἰκόνα, ποῦ μᾶς δίδει τὸ
κείμενο σχετικὰ μὲ τὸ «Π.Σ.Ε.», εἶναι ψευδὴς καὶ ἐπίπλαστη. Κατ’ ἀρχήν, αὐτὴ
καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’ ἕναν ὀργανισμό, ποῦ ἐμφανίζεται
ὡς ὑπερεκκλησία, καὶ ἡ συνύπαρξη καὶ συνεργασία της μὲ τὴν αἵρεση, συνιστᾶ
παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καὶ ἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς
αὐτοσυνειδησίας της. Ἡ θεολογικὴ ταυτότητα τοῦ «Π.Σ.Ε.» εἶναι σαφῶς
προτεσταντική. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν ἔγινε μέχρι σήμερα δεκτὴ
στὸ σύνολό της ἀπὸ τὶς προτεσταντικὲς αἱρέσεις τοῦ «Π.Σ.Ε.», ὅπως φαίνεται ἀπὸ
τὴν 70ετή ἱστορία του. Ὅλα δείχνουν ὅτι τὸ ἐπιδιωκόμενο στὸ «Π.Σ.Ε.» εἶναι ἡ
ὁμογενοποίηση τῶν «ὁμολογιῶν»-μελῶν τοῦ μέσω ἑνὸς μακροχρονίου συμφυρμοῦ. Τὸ
κείμενο ἀποκρύπτει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τῶν μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων μὲ
τὶς προτεσταντικὲς αἱρέσεις-μέλη τοῦ «Π.Σ.Ε.» καὶ τὸ ἀδιέξοδο, στὸ ὁποῖο αὐτοὶ
ἔχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου, δὲν καταδικάζονται τὰ ἀπαράδεκτα ἀπὸ
Ὀρθοδόξου ἀπόψεως κοινὰ κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ «Π.Σ.Ε.», (π.χ.
Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσάν κ.λ.π.) καὶ ἐπιπλέον ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικὰ
φαινόμενα, τὰ ὁποῖα συναντοῦμε σ’ αὐτό, ὅπως «Λειτουργία τῆς Λίμα»,
intercommunion, διαθρησκειακὲς συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτικὴ
γλώσσα, ἀποδοχὴ τοῦ σοδομισμοῦ ἀπὸ πολλὲς αἱρέσεις κλπ.
9)
Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν
Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερὴς καὶ πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια, γιατί δὲν
ἔγινε μὲ πανορθόδοξη ἀπόφαση. Διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν
Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε σχίσματα καὶ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν
πιστῶν. Στὴν ἀλλαγὴ συνήργησαν καὶ ὤθησαν ἑτερόδοξες «ὁμολογίες» καὶ μυστικὲς
ἑταιρεῖες, μέσω τοῦ Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ἦταν προσμονὴ ὅλων καὶ
δέσμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος νὰ συζητήσει
καὶ νὰ ἐπιλύσει τὸ θέμα. Δυστυχῶς, κατὰ τὴν μακρὰ προσυνοδικὴ διαδικασία Παπικοὶ
καὶ Προτεστάντες ἔθεσαν στοὺς Ὀρθοδόξους νέο θέμα, τὸν «κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ
Πάσχα», μὲ συνέπεια νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ νὰ ἀτονήσει ἡ
συζήτηση γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος στὸν ἑορτασμὸ
τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, ποῦ προκλήθηκε χωρὶς λόγο καὶ ποιμαντικὴ ἀνάγκη. Στὴν
τελικὴ φάση τῆς Συνόδου καὶ χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τὸ
θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶ ἦταν τὸ κατ'
ἐξοχὴν ἐπεῖγον καὶ φλέγον θέμα.
10)
Ἡ ἱστορία τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων μᾶς βεβαιώνει ὅτι αὐτὲς συγκαλοῦνταν
κάθε φορᾶ, ποῦ κάποια αἵρεση ἀπειλοῦσε τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας καὶ τὴν ἔκφρασή της ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα.
Ἀντίθετα, ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος συγκαλεῖται, ὄχι γιὰ νὰ ὁριοθετήσει τὴν
πίστη ἔναντι τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ γιὰ νὰ παράσχει θεσμικὴ ἀναγνώριση καὶ
νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν στηρίζεται στὴν
ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ ἀντίθετα τὴν ὑποβαθμίζει καὶ τὴν
ὑποτιμᾶ, τὴν περιθωριοποιεῖ καὶ τὴν παραβλέπει. Ἡ συνολικὴ διαδικασία, ἡ
προπαρασκευὴ καὶ ἡ θεματολογία τῆς Συνόδου εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιβολῆς μιᾶς
ἐκκλησιαστικῆς ὀλιγαρχίας, ποῦ ἐκφράζει μιὰ ἀκαδημαϊκή, ἀποστεωμένη, ἄνευρη καὶ
ἀπνευμάτιστη θεολογία, ἀποκομμένη ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἔσχατος κριτὴς τῆς
ὀρθότητας καὶ τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς
Ἐκκλησίας μας, οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοὶ καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, μὲ
τὴν γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστικὴ καὶ δογματική του συνείδηση, ἐπικυρώνει ἢ
ἀπορρίπτει τὶς ἀποφάσεις τους. Ὅμως, στὴν μέλλουσα Σύνοδο ἀπουσιάζει παντελῶς
αὐτὴ ἡ σημαντικὴ παράμετρος, ἐπειδὴ ἐκφράστηκε ἐπισήμως ὅτι φορέας τῆς
ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεών της θὰ εἶναι ἡ Συνοδικότητα καὶ ὄχι τὸ Ὀρθόδοξο
Πλήρωμα.
11)
Μιὰ ἄλλη βασικὴ προϋπόθεση γνησιότητας τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» εἶναι
ἡ ἀναγνώριση ὑπ’ αὐτῆς ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν θεωρουμένων ὡς τοιούτων στὴ συνείδηση
τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματός τῆς Η΄ (879-880) ἐπὶ ἱεροῦ Φωτίου τοῦ Μεγάλου καὶ τῆς
Θ΄ (1351) ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθεισῶν, οἱ ὁποῖες ἔχουν ὅλα
τὰ στοιχεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἔχουν καταδικάσει τὶς αἱρετικὲς
κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ. Ἀλλά, τέτοιο ἐνδεχόμενο δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν
θεματολογία καὶ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα.
12)
Ἡ ὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στὴ συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων
ποιμένων καὶ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, ὥστε δὲν χρειάζεται καμμία σύντμηση, ἢ
προσαρμογή. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη νὰ
ἀποκτήσουν περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καὶ ἀσκητικὸ φρόνημα, γιὰ νὰ μπορέσουν,
μὲ τὸ παράδειγμά τους καὶ τὸν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατερικῆς γραμματείας, νὰ
διδάξουν διακριτικὰ τὸ ποίμνιό τους. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐφαρμόζει
χριστοφιλανθρωπότατα σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς Οἰκουμένης τὴν οἰκονομία σὲ
ὅλο τὸ μεγαλεῖο της. Εἶναι τόσα πολλὰ τὰ κείμενα περὶ νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων
Πατέρων, ποῦ ἀναλύουν τὶς παθοκτόνες καὶ σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δὲν
ἀξίζει ὁ εὐτελισμός, ποῦ ὑφίσταται ἀπὸ τὴν μινιμαλιστικὴ νοοτροπία τῶν
μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱ ὁποῖοι κόπτονται γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο. Ἂν ἡ
μέλλουσα Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καὶ τροφῶν, θὰ
μιμηθεῖ τὸν ὁλοκληρωτισμό, ποῦ χαρακτηρίζει τὸ Κανονικὸ Δίκαιό του Παπισμοῦ, τὸ
ὁποῖο καθορίζει θεσμικὰ καὶ ἀσφυκτικὰ ἀκόμα καὶ τὴν οἰκονομία.
13)
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 20ού αἰῶνος ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐκφυλλίζεται
καὶ μεταλλάσσεται σὲ πανθρησκειακὸ ὅραμα.Οἱ ἀτελείωτες διαθρησκειακὲς
συναντήσεις καὶ συμπροσευχὲς Ὀρθοδόξων μὲ ἡγέτες θρησκειῶν τοῦ κόσμου (π.χ.
Ἀσίζη) μαρτυροῦν ὅτι ἀπώτερος στόχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ συνένωση τῶν
θρησκειῶν σὲ ἕνα τερατῶδες σχῆμα, τὴν ἐφιαλτικὴ Πανθρησκεία, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει
νὰ ἐκμηδενίσει τὴ σώζουσα ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ διαθρησκειακὴ συνεργασία μὲ
τὶς ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ἀδύνατον νὰ δικαιωθεῖ, οὔτε νὰ θεμελιωθεῖ στὴν Ἁγία
Γραφὴ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Θεολογία. Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου τῶν
Ἐθνῶν Παύλου εἶναι ξεκάθαρος: «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ
μετοχὴ δικαιοσύνη καὶ ἀνομία; Τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος»; (Β΄
Κορ.6,14).Ἐπίσης, τὸ ἰδανικό της εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, τὸ ὁποῖο κατὰ κόρον
προβλήθηκε στοὺς Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους, καθίσταται ἀδύνατο, διότι ἔρχεται σὲ
πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, «εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν»
(Ἰω. 15, 20), καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «πάντες δὲ οἱ θέλοντες
εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τίμ. 3, 14). Οἱ μετέχοντες
στοὺς μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους δὲν μπόρεσαν, δυστυχῶς, νὰ μεταφέρουν
ἀνόθευτη τὴν Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ προσελκύσουν ἔστω
καὶ ἕναν ἀλλόθρησκο στὴν Ὀρθοδοξία. Ἀντίθετα, μάλιστα ἔφθασαν στὸ ἀξιοθρήνητο
κατάντημα νὰ παρασυρθοῦν σὲ πλάνες καὶ αἱρέσεις καὶ νὰ διατυπώνουν βλάσφημες
δηλώσεις, σκανδαλίζοντας τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, παρασύροντας στὴν πλάνη τοὺς
ἀσθενεῖς στὴν πίστη καὶ προκαλώντας ἔτσι μεγίστη πνευματικὴ φθορὰ καὶ διάβρωση
τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος. Παρὰ τὴν πληθώρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ὁ
ἰσλαμικὸς φανατισμός, ὄχι μόνο δὲν καταστέλλεται, ἀλλὰ γιγαντώνεται ὅλο καὶ
περισσότερο.
14)
Οἱ ἀγῶνες τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγῶνες τῶν
Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἐμπνέουν καὶ νὰ μᾶς ὁδηγοῦν
στὴν διαφύλαξη τῆς πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Ἀπόπειρα νοθεύσεως τῆς μωσαϊκῆς
θρησκείας παρατηροῦμε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπου, στὴν ἀρχὴ χαναανϊτικὰ καὶ
ἀργότερα βαβυλωνιακὰ καὶ αἰγυπτιακὰ στοιχεῖα ἀπειλοῦσαν νὰ νοθεύσουν τὴν πίστη
στὸν Ἕνα Θεό. Μεγάλοι ἄνδρες, (Προφῆτες, βασιλεῖς, πολιτικοὶ ἄρχοντες, κλπ.)
ἀγωνίστηκαν μὲ σθένος γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς καθαρῆς μωσαϊκῆς θρησκείας.
Ἰδιαιτέρως ἀγωνίστηκαν κατὰ τῶν διαφόρων ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναφαίνονταν
κατὰ καιρούς.
Συνοψίζοντας
τὰ παραπάνω,
συμπεραίνουμε ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» δὲν θὰ εἶναι
οὔτε Μεγάλη, οὔτε Ἁγία, διότι, μὲ βάση τὰ μέχρι σήμερα δεδομένα, δὲν προκύπτει
ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν Συνοδικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι θὰ λειτουργήσει ὄντως ὡς γνήσια συνέχεια τῶν ἀρχαίων
μεγάλων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι
διατυπωμένα τὰ δογματικοῦ χαρακτῆρος προσυνοδικὰ κείμενα, δὲν ἀφήνουν κανένα
περιθώριο ἀμφιβολίας, ὅτι ἡ ἐν λόγω Σύνοδος ἀποσκοπεῖ νὰ προσδώσει
ἐκκλησιαστικότητα στοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ διευρύνει τὰ κανονικὰ καὶ χαρισματικὰ
ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο,
καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δὲν μπορεῖ νὰ ὁριοθετήσει διαφορετικὰ τὴν μέχρι
σήμερα ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχουν, ἐπίσης, ἐνδείξεις ὅτι ἡ ἐν λόγω
Σύνοδος θὰ προχωρήσει σὲ καταδίκη τῶν συγχρόνων αἱρέσεων καὶ πρωτίστως τῆς
παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀντίθετα μάλιστα ὅλα δείχνουν ὅτι ἡ μέλλουσα
νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» ἐπιχειρεῖ νὰ τὴν νομιμοποιήσει καὶ νὰ τὴν
ἑδραιώσει.Ὡστόσο, οἱ ὅποιες ἀποφάσεις της μὲ οἰκουμενιστικὸ πνεῦμα, εἴμαστε
ἀπολύτως βέβαιοι, ὅτι δὲν θὰ γίνουν δεκτὲς ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ κλῆρο καὶ τὸν πιστὸ
λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἴδια θὰ καταγραφεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ὡς
ψευδοσύνοδος.
Ἡ
μέλλουσα «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος», ἂν πραγματικὰ θέλει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξη
Σύνοδος, θὰ πρέπει νὰ λάβει, κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, τὶς ἑξῆς καίριες
ἀποφάσεις:
α)
Νὰ ἐπικυρώσει τὶς ἀποφάσεις ὅλων προγενεστέρων ΟἰκουμενικῶνΣυνόδων, (Α΄ ἕως καὶ
Ζ΄ Οἰκουμενικές), δηλαδὴ τοὺς ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων θεσπισθέντες δογματικοὺς
ὅρους καὶ Ἱεροὺς Κανόνες.
β)
Νὰ ἀναγνωρίσει τὶς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τους Ὀρθοδόξους δύο συνόδους τοῦ ἐνάτου
καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς οἰκουμενικές, δηλαδὴ τὴν Η΄ ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου,
τὸ 879, καὶ τὴν Θ΄ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες,
κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioque καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ
δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Χάριτος αἵρεση, ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμὸ ὡς
αἵρεση.
γ)
Νὰ καταδικάσει τὴν συγκρητιστικὴ παναιρέση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τὴν
ἀποκαλοῦσε ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς.
δ)
Νὰ καταδικάσει τὴν παρουσία καὶ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στὸ
λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.).
ε)
Νὰ τερματίσει τοὺς Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους καὶ τοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους μὲ
τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, τὶς προετεσταντικὲς ὁμολογίες τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τοὺς
Μονοφυσίτες.
στ)
Νὰ καταδικάσει τὴν μεταπατερικὴ καὶ ἀντιπατερικὴ «νέα ἐκκλησιολογία», ἡ ὁποία
ἀπορρίπτει τὰ χαρισματικά, δογματικὰ καὶ κανονικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
ζ)
Νὰ ἐκλέξει, νὰ χειροτονήσει καὶ νὰ ἐνθρονίσει στὸ πάλαι ποτὲ περίπυστο
Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, μὴ ἀναγνωρίζοντας καὶ
ἐκθρονίζοντας τὸν σημερινὸ καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καὶ αἱρεσιάρχη
κ. Φραγκίσκο. Ἔτσι, θὰ λυθοῦν τὰ θέματα τοῦ Παπισμοῦ, τῆς Οὐνίας καὶ τοῦ
Προτεσταντισμοῦ.
η)
Νὰ δημιουργήσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, λύνοντας τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς,
καὶ
θ)
Νὰ ἀκολουθήσει τὴν Πατερικὴ ὁδὸ μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, μὲ τὴν
δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σὲ 17 γλῶσσες. Μὲ
τὸν τρόπο αὐτό, θὰ κονιορτοποιήσει τὶς αἱρέσεις μὲ παγκόσμιο λόγο καὶ πατερικὴ
παρρησία, θὰ δοξάσει τὸν Θεὸ καὶ θὰ διασφαλίσει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο.
Τὰ
κείμενα τῆς Συνόδου πρέπει νὰ ξαναγραφοῦν ἀπ’ τὴν ἀρχή, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὸ
πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Δὲν ἀρκεῖ νὰ
συγκληθεῖ μιὰ Σύνοδος μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ στὸν κόσμο ὅτι οἱ
Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἑνωμένοι. Ἑνωμένοι σὲ τί; Ἡ ἕνωση γίνεται μόνο βάσει τῆς
Ἀληθείας. Ἡ ἑνότητα εἶναι ὁ καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Κύριος
ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική Του προσευχή: «ἴνα ὦσιν ἓν καθὼς ἠμεῖς…
ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τὴ ἀληθεία σου… ἴνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἠγιασμένοι ἐν
ἀληθεία»(Ιω.17,11,17,19). Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνίσταται στὴν ἀκέραιη
καὶ ἀβλαβῆ διαφύλαξη τῶν διδασκαλιῶν τῆς ὀρθῆς πίστεως, τὴν ὁποία μᾶς παρέδωσαν
οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Διηρημένοι καὶ ἀποσχισμένοι ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, ποῦ φρονοῦν διαφορετικὰ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας, καθὼς μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Οἱ ἅγιοι Πατέρες
ὀνόμασαν «Καθολικὴ» τὴν Ἐκκλησία Του, ἐπειδὴ μόνο αὐτὴ διατηρεῖ στὴν πληρότητά
της τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ὁμολογία τῆς Πίστεως, χωρὶς τὴν ὁποία κανεὶς δὲν μπορεῖ
νὰ σωθεῖ. Πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ κατανοηθεῖ ὅτι δὲν ἐπιχειρεῖται νὰ ἀλλάξει οὔτε
ἡ νηστεία, οὔτε ἡ τάξη τοῦ μοναχισμοῦ, οὔτε ἡ τάξη τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ὅμως
παραχαράσεται καὶ στρεβλώνεται τὸ πιὸ νευραλγικὸ σημεῖο, δηλαδὴ ἡ ἐκκλησιολογικὴ
δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Γνωρίζοντας
πολὺ καλὰ τὴν πλήρη ἀφιέρωση καὶ τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη Σας γιὰ τὸν Σωτήρα Ἰησοῦ
Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖο διακονεῖτε μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή Σας, Σᾶς ἀπηύθυνα αὐτὲς τὶς
σκέψεις, οἱ ὁποῖες μᾶς προβληματίζουν.
Προσευχόμαστε
ἡμέρα καὶ νύχτα στὸν Ἀρχιποιμένα μας καὶ ἐν πάσιν πρωτεύοντα Κύριον Ἰησοῦν
Χριστόν, νὰ Σᾶς ἐνισχύσει διὰ τῆς φωτιστικῆς Χάριτος Αὐτοῦ, ὥστε νὰ δώσετε, ἐν
τὴ μελλούση νὰ συγκληθεῖ Συνόδω, ὡς μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ρωσικῆς
Ἐκκλησίας, τὴν καλὴν μαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, μὴ ἀποδεχόμενος καὶ μὴ
ὑπογράφων, πάσαν ἀπόφασιν αἱρετίζουσαν καὶ ξένην πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν καὶ
Παράδοσιν. Εἴησαν τὰ ἔτη Ὑμῶν, ὄλβια, ὑγιεινὰ καὶ πανευφρόσυνα.
Ἀριθμ.
Πρώτ 527. Ἐν Πειραιεῖ τὴ 23η Μαΐου
2016
ΠΡΟΣ
ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΝ
Ἀρχιεπίσκοπον
Πεκίου
Μητροπολίτην
Βελιγραδίου καὶ Καρλοβικίου
καὶ
Πατριάρχην τῶν Σέρβων
Κύριον
κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΝ
Εἰς
ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΝ
Μακαριώτατε
Δέσποτα,
Πάνυ
εὐλαβῶς
καὶ
μετὰ
πλείστης
τιμῆς
καὶ
υἱϊκὴς
ἐν
Κυρίω
ἀγάπης
ἐκ
προσώπου
τοῦ
εὐαγοῦς
Κλήρου
καὶ
τοῦ
φιλοχρίστου
λαοῦ
τῆς
καθ’
ἠμᾶς
Ἁγιωτάτης
Μητροπόλεως
τῆς
ναυλόχου
πόλεως
τοῦ
Πειραιῶς
καὶ
πρώτου
λιμένος
τῆς
Ἑλλάδος
προάγομαι
ὅπως
ἐπικοινωνήσω
διὰ
μίαν
εἰσέτι
φορᾶν
μετὰ
τῆς
περισπουδάστου
μοι
Ὑμετέρας
Μακαριότητος,
τοῦ
πολιοῦ
Προκαθημένου
τῆς
κατὰ
Σερβίαν
Ἁγιοσαββιτικὴς
Ὀρθοδόξου,
Καθολικῆς
του
Χριστοῦ
Ἐκκλησίας
καὶ
ἀπευθύνω
ἐν
πρώτοις
τὴ
Ὑμετέρα
Μακαριότητι
θερμὲς
ἐόρτιες
προσρήσεις
ἐπὶ
τὴ
λαμπροφόρω
Ἀναστάσει
τοῦ
Κυρίου.
Γνωστὴ
τυγχάνει, Μακαριώτατε, εἰς πάσας τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας ἡ κατὰ τὸ παρελθὸν
ἔτος 2015, Ὑμετέρα πρότασις, κοινοποιηθεῖσα πρὸς πάντα τὰ Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα
καὶ τὰς Αὐτοκεφάλους Ἐκκλησίας, περὶ τῆς ἀναγνωρίσεως ἐν τὴ μελλούση νὰ συνέλθη
Πανορθοδόξω Συνόδω τὸν προσεχῆ Ἰούνιον ἐν τὴ Κρήτη, τῆς ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου καὶ
ἐν ἔτει 879-880 ἐν Κωνσταντινουπόλει συγκληθείσης Συνόδου ὡς Ὀγδόης Οἰκουμενικῆς
καὶ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν ἔτει 1351 συγκληθείσης Συνόδου, ἐπὶ Ἁγίου
Γρηγορίου Παλαμᾶ ὡς Ἐνάτης Οἰκουμενικῆς. Ἡ Ὑμετέρα πρότασις, ὡς ἐτονίσαμεν ἐν τὴ
ἀπὸ 29ης Σεπτεμβρίου 2015, ἡμετέρα ἐπιστολή, θεολογικῶς καὶ ἐπιστημονικῶς
ἐρειδομένην καὶ στοιχοῦσα πρὸς τὴν Ἀποστολικοπαράδοτον πίστιν, ἀνηῦρε εἰς τὸ
πλήρωμα τοῦ χρόνου τὴν Ὑμετέραν στιβαρᾶν ἐκκλησιαστικὴν Προσωπικότητα, ποῦ
ἀνέλαβε τὴν ἱερὰν καὶ ρηξικέλευθον ταύτην πρωτοβουλίαν τὴν ἐκφράζουσαν καὶ τὴν
συνείδησι τῶν ὁμοδόξων Ἀδελφῶν ἐν Χριστῷ Ἐκκλησιῶν. Πρότασιν διὰ τὴν ὁποίαν καὶ
αὔθις σπεύδω νὰ ἐκφράσω τὰς θερμᾶς μου συγχαρητηρίους εὐχᾶς καὶ εὐχαριστίας.
Ὡστόσο ἡ μὴ συμπερίληψις ἐν τὴ θεματολογία τῆς μελλούσης Σύνοδου τῆς ἐν λόγω
καιρίας καὶ ἄκρως ἀναγκαίας ταύτης προτάσεως καταδεικνύει τὸν κίνδυνον νὰ
μεταβληθεῖ ἡ μέλλουσα Σύνοδος ἀπὸ εὐλογία καὶ δωρεὰ Θεοῦ σὲ πρόκληση. Ὑφίσταται
ἐν ἄλλοις λόγοις ὁρατὸς ὁ κίνδυνος νὰ προχωρήσει ἡ ἐν λόγω Σύνοδος ἀντὶ τῆς
καταδίκης τῶν καινοφανῶν αἱρέσεων τοῦ filioque, τοῦ Πρωτείου καὶ τῶν περὶ
κτιστῆς Χάριτος διδασκαλιῶν τοῦ Παπισμοῦ, σὲ ἐκκλησιαστικὴ ἀναγνώριση τοῦ
Παπισμοῦὡς καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς ἀληθῶν Ἐκκλησιῶν, μὲ ἀποτέλεσμα τελικῶς
νὰ καταγραφεῖ ἡ ἐν λόγω Σύνοδος ἐν τῆς ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ὡς Ψευδοσύνοδος.
Ἐν
ὄψει τοῦ ἔσχατου αὐτοῦ κινδύνου ἡ καθ’ ἠμᾶς Ἱερὰ Μητρόπολις ἐν συνεργασία μετὰ
τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Γλυφάδας, Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως, καὶ Κυθήρων, ὡς καὶ
τῆς Συνάξεως Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν, συνδιοργάνωσε Θεολογικὴ - Ἐπιστημονικὴ
Ἡμερίδα, μὲ θέμα: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη προετοιμασία, χωρὶς
προσδοκίες»,ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα τὴν Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στὸ Στάδιο
Εἰρήνης καὶ Φιλίας, στὴν αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στὸ Νέο Φάληρο
Πειραιῶς.
Τὴν
Ἡμερίδα ἐτίμησαν μὲ τὴν παρουσία τοὺς Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς, Καθηγούμενοι καὶ
Γερόντισσες Ἱερῶν Μονῶν, ἁγιορεῖτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι Χριστιανικῶν
Σωματείων καὶ Ὀργανώσεων, Καθηγητὲς Θεολογικῶν Σχολῶν καὶ Θεολόγοι καὶ γύρω
στοὺς χίλιους πιστούς. Ἡ Ἐπιστημονικὴ Ἐπιτροπή, ἀποτελοῦνταν ἀπὸ α) τὴν
ἐλαχιστότητά μου, β) τὸν Αἰδεμιολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό,
Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, γ) τὸν
Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς
Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. δ) τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Ἀθανάσιο
Ἀναστασίου, Προηγούμενο τῆς Ι. Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, καὶ ε) τὸν
ἐλλογιμώτατο Καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς της Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο
Τσελεγγίδη. Στὴν Ἡμερίδα παρέστησαν καὶ ἀπηύθυναν χαιρετισμὸ ὁ Ἐπίσκοπος
Μπαντσὲν κ. Λογγίνος τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ προϊστάμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὅρους π. Σάββας. Ἐπίσης, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης
Λόβετς τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας κ. Γαβριὴλ ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ τὸν
Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ματθαῖο Βουλκανέσκου, κληρικὸ τῆς καθ’ Ἠμᾶς
Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ὁ ὁποῖος καὶ ἀνέγνωσε τὸν χαιρετισμό του.
Τὸ
γενικὸ θέμα τῆς Ἡμερίδος ἀναπτύχθηκε σὲ τέσσερις Συνεδρίες: Ἀπὸ τὴν ἐλαχιστότητά
μου καὶ τοὺς εἰσηγητὲς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
κ. Ἰερόθεο, Γλυφάδας κ. Παῦλο, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, καὶ Γόρτυνος καὶ
Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμία, τοὺς ὁμοτίμους πανεπιστημιακοὺς καθηγητές,
Αἰδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Γεώργιο Μεταλληνὸ καὶ π. Θεόδωρο Ζήση,
τὸν κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τοὺς Πανοσιολογιωτάτους Ἀρχιμανδρίτες π. Σαράντη
Σαράντο, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, καὶ τὸν π.
Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, τοὺς Αἰδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Πέτρο Heers,
Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., καὶ π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο, (Μr
Θεολογίας), ἐφημέριό του Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πατρών, τὸν Πανοσιολογιώτατο
Ἀρχιμανδρίτη π. Παῦλο Δημητρακόπουλο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντὴ τοῦ Γραφείου
ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τὸν
ἐλλογιμώτατο κ. Σταῦρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος τῆς Ἀδελφότητος
Θεολόγων ὁ «Σωτήρ», καὶ τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ἄγγελο
Ἀγγελακόπουλο, (Μr Θεολογίας), ἐφημέριο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας
Καλλιπόλεως τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Ἀπὸ
τὶς εἰσηγήσεις καὶ τὸν ἐπακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε καὶ ἐγκρίθηκε ὁμοφώνως
τὸ παρακάτω Ψήφισμα-Πόρισμα:
1)
Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς εἶναι καρπὸς τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἐμπειρία
τῆς Πεντηκοστῆς. Δὲν νοεῖται Ἐκκλησία χωρὶς Θεολογία καὶ δὲν νοεῖται
Θεολογία ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἐξέφρασαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ
Πατέρες καὶ οἱ ἅγιες Σύνοδοι. Ὅταν μία Σύνοδος δὲν θεολογεῖ ὀρθοδόξως, δὲν
μπορεῖ νὰ εἶναι γνήσια Ὀρθόδοξη Σύνοδος, ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα. Αὐτὸ
μπορεῖ νὰ συμβεῖ, ὅταν οἱ συμμετέχοντες στὴ Σύνοδο δὲν ἔχουν τὴν πείρα τῶν
θεουμένων Πατέρων, ἡ τουλάχιστον δὲν ἀκολουθοῦν αὐτούς, χωρὶς νὰ τοὺς
παρερμηνεύουν. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὰ συνοδικὰ μέλη διατυπώνουν κακόδοξες
διδασκαλίες, ἢ ἐπηρεάζονται ἀπὸ πολιτικές, ἢ ἄλλες σκοπιμότητες. Ἡ σύγχρονη
ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα ἀπέδειξε ὅτι σήμερα πολλὰ ὑψηλὰ ἱστάμενα πρόσωπα
τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ἐπηρεάζονται, ὡς μὴ ὄφειλε, ἀπὸ πολιτικοὺς
παράγοντες. Σὲ πολλές, ἐπίσης, περιπτώσεις δημιουργοῦνται, στὶς
ἐνδοεκκλησιαστικὲς σχέσεις, ἀντιπαλότητες, ἢ κυριαρχοῦν ἐθνικιστικὲς καὶ
πολιτικὲς σκοπιμότητες.
2)
Μετὰ ἀπὸ μιὰ μακρὰ ἱστορία προετοιμασίας τῆς συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καὶ
Μεγάλης Συνόδου», ἐνενήντα τριῶν ἐτῶν, διαπιστώνουμε, ἀπὸ τὴν
θεματολογία, τὰ προσυνοδικὰ κείμενα καὶ τὶς δηλώσεις τῶν διοργανωτῶν, ὅτι
ὑπάρχει μεγάλο ἔλλειμμα Συνοδικότητος, ἔλλειμμα θεολογικῆς πληρότητος,
σαφήνειας καὶ ἀκρίβειας τῶν πρὸς συζήτηση κειμένων καὶ ἀκόμη μεγαλύτερο ἔλλειμμα
ὡς πρὸς τὴν θεολογικὴ ὀρθότητα, μὲ τὴν ὁποία αὐτὰ εἶναι διατυπωμένα. Πιὸ
συγκεκριμένα :
3)
Ἡ μὴ συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων στὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Σύνοδο, ἀλλὰ
μόνο εἰκοσιτεσσάρων ἀπὸ κάθε Τοπικὴ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, εἶναι ξένη πρὸς τὴν
Κανονικὴ καὶ Συνοδική μας Παράδοση. Τὰ ὑπάρχοντα ἱστορικὰ στοιχεῖα
μαρτυροῦν, ὄχι ἀντιπροσώπευση, ἀλλὰ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ συμμετοχὴ ἐπισκόπων
ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπαρχίες τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ὁ μὴ
χαρακτηρισμός της ὡς Οἰκουμενικῆς, μὲ τὸν ἀπαράδεκτο ἰσχυρισμὸ ὅτι δὲν μποροῦν
νὰ συμμετάσχουν σ’ αὐτὴν οἱ «χριστιανοὶ τῆς Δύσεως», ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση
μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦσαν τὶς Ἅγιες Συνόδους ἐρήμην τῶν
αἱρετικῶν. Κατ’ ἀκολουθίαν εἶναι ἀπαράδεκτο οἱ διοργανωτές της νὰ ἔχουν τὴν
ἀξίωση τὸ κύρος της νὰ εἶναι ἰσοδύναμο καὶ ἰσάξιο μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
Ἀλλά, οὔτε καὶ Πανορθόδοξος μπορεῖ νὰ ἀποκληθεῖ ἡ ἐν λόγω Σύνοδος, διότι
προφανῶς ἀποκλείεται ἡ συμμετοχὴ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.
Ἐξ
ἴσου ἀμάρτυρο στὴν Ἐκκλησιαστικὴ καὶ Κανονική μας Παράδοση, καὶ γι’ αὐτὸ
ἀπαράδεκτο, εἶναι τὸ σχῆμα: μία ψῆφος-μία Ἐκκλησία,
μὲ ἀπαραίτητη τὴν ὁμοφωνία ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ κάθε ἐπίσκοπος
δικαιοῦται νὰ ἔχει δική του ψῆφο καὶ στὶς ἀποφάσεις τῶν μὴ δογματικῶν θεμάτων νὰ
ἰσχύσει ἡ ἀρχή: «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω». Ἀπαράδεκτο
θεωροῦμε, ἐπίσης, τὸ νὰ προαποφασίζονται τὰ θέματα καὶ ὁ τρόπος ὀργανώσεως τῆς
Συνόδου, χωρὶς τὸ κυρίαρχο σῶμα τῶν κατὰ τόπους Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν
νὰ ἔχει ἐκφράσει συνοδικῶς τὴν ἐπὶ τῶν θεμάτων αὐτῶν τοποθέτησή
του.
4)
Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοὶ Διάλογοι τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν
Ἑτεροδοξία κατέληξαν σὲ τραγικὴ ἀποτυχία, τὴν ὁποία ὁμολογοῦν σήμερα καὶ
αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ πρωτεργάτες τους. Ἡ δῆθεν προσφερομένη βοήθεια μέσω τῶν
Διαλόγων γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἑτεροδόξων στὴν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια καὶ τὴν
Ὀρθοδοξία διαψεύδεται καὶ ἀποδεικνύεται ἀνύπαρκτη. Τελικά, οἱ Διάλογοι
ἐξυπηρέτησαν καὶ προώθησαν τοὺς στόχους τῆς ἀντιχρίστου λεγομένης «Νέας
Ἐποχῆς» καὶ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως. Ἕνα σημαντικὸ κενό, ποῦ παρουσιάζουν
τὰ πρὸς συζήτηση στὴ μέλλουσα Σύνοδο προσυνοδικὰ κείμενα, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι
παραδόξως ἀπουσιάζει σ’ αὐτὰ ἡ κριτικὴ ἀξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας τόσο
τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν λοιπῶν
χριστιανικῶν κοινοτήτων, ὅσο καὶ τῆς συμμετοχῆς της στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση
καὶ τὸ λεγόμενο «Π.Σ.Ε.», ἡ ὁποία ὑπῆρχε στὰ κείμενα τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς
Διασκέψεως.
5)
Τὸ προσυνοδικὸ κείμενο μὲ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν
λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» παρουσιάζει κατὰ συρροὴ τὴν θεολογικὴ ἀσυνέπεια, ἢ
καὶ ἀντίφαση. Ἔτσι, τὸ ἄρθρο 1 διακηρύσσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ
αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, θεωρώντας τὴν –πολὺ σωστὰ– ὡς τὴν
«Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία».Ὅμως, στὸ ἄρθρο 6
παρουσιάζει μία ἀντιφατικὴ πρὸς τὸ παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται
χαρακτηριστικὰ ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν
ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ'
αὐτῆς». Ἐδῶ γεννᾶται τὸ εὔλογο θεολογικὸ ἐρώτημα: Ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι
«ΜΙΑ», κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας (ἄρθρ. 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιὰ ἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες;
Εἶναι προφανὲς ὅτι αὐτὲς οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες. Οἱ ἑτερόδοξες,
ὅμως, «Ἐκκλησίες» δὲν μποροῦν νὰ κατονομάζονται καθόλου ὡς «Ἐκκλησίες» ἀπὸ τοὺς
Ὀρθοδόξους, ἐπειδή, δογματικῶς θεωρούμενα τὰ πράγματα, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται
λόγος γιὰ πολλότητα «Ἐκκλησιῶν», μὲ διαφορετικὰ δόγματα καὶ μάλιστα σὲ πολλὰ
θεολογικὰ θέματα. Κατὰ συνέπεια, ἐνόσο οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτὲς παραμένουν
ἀμετακίνητες στὶς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δὲν εἶναι θεολογικὰ ὀρθὸ νὰ τοὺς
ἀναγνωρίζουμε –καὶ μάλιστα θεσμικὰ– ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός της «Μιᾶς, Ἁγίας,
Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Στὸ
ἴδιο ἄρθρο (6) ὑπάρχει καὶ δεύτερη σοβαρὴ θεολογικὴ ἀντίφαση. Στὴν ἀρχὴ τοῦ
ἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τὸ ἑξῆς: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς
Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ». Στὸ τέλος, ὅμως,
τοῦ ἴδιου ἄρθρου γράφεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μὲ τὴν συμμετοχή της στὴν
Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση, ἔχει ὡς «ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν
τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα». Ἐδῶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ἐφόσον
ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν
ἀναζητεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενι(στι)κῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται ἡ
ἐπιστροφὴ τῶν δυτικῶν χριστιανῶν στὴ ΜΙΑ καὶ μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο, ὅμως,
δὲν διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα συνόλου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα,
μάλιστα, δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ
προοπτικὲς τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στὴν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς
Ἐκκλησίας.
6)
Τὸ ὡς ἄνω κείμενο κινεῖται στὰ πλαίσια τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς
Ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία ἔχει ἐκφραστεῖ ἤδη κατὰ τὴν Β΄ Βατικανὴ
ψευδοσύνοδο. Αὐτὴ ἡ νέα Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς βάση τὴν ἀναγνώριση τοῦ
βαπτίσματος ὅλων τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων, (βαπτισματικῆ θεολογία). Οἱ
συντάκτες τοῦ κειμένου, προκειμένου νὰ προσδώσουν κανονικὴ ἐγκυρότητα καὶ
συνοδικὴ νομιμότητα στὴν κακόδοξη αὐτὴ Ἐκκλησιολογία, ἐπικαλοῦνται τὸν 7ο Ἱερὸ
Κανόνα τῆς Β΄ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὸν 95ο τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καὶ
Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὡστόσο, οἱ ἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τὸν τρόπο
εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν καὶ δὲν ἀναφέρονται καθόλου
στὸ «ἐκκλησιαστικὸ status» τῶν αἱρέσεων, οὔτε στὴ διαδικασία διαλόγου τῆς
Ἐκκλησίας μὲ τὴν αἵρεση. Οὔτε, ἀσφαλῶς, ὑπονοοῦν τὸ «ὑποστατὸν» τῶν μυστηρίων
τῶν ἑτεροδόξων, οὔτε ὅτι οἱ αἱρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Οὐδέποτε ἡ
Ἐκκλησία ἀναγνώρισε καὶ διεκήρυξε ἐκκλησιαστικότητα στὴν πλάνη καὶ στὴν αἵρεση.
Ἡ «μερὶς τῶν σωζομένων», γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦν οἱ ἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες,
βρίσκεται μόνο στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ὄχι στὴν αἵρεση.
Ἡ
οἰκονομία, ποῦ εἰσηγοῦνται οἱ παραπάνω Κανόνες, δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ στοὺς
Δυτικοὺς (Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες), γιατί στεροῦνται τὶς θεολογικὲς
προϋποθέσεις καὶ τὰ κριτήρια, ποῦ θέτουν οἱ συγκεκριμένοι Κανόνες. Καί, ἐπειδὴ
δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οἰκονομία στὴν δογματικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας μας,
οἱ Δυτικοὶ καλοῦνται νὰ ἀρνηθοῦν τὶς αἱρέσεις τους, νὰ τὶς ἀναθεματίσουν, νὰ
ἐγκαταλείψουν τὶς Θρησκευτικὲς Κοινότητές τους, νὰ κατηχηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν ἐν
μετανοία τὴν διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ἔνταξή τους στὴν Ἐκκλησία.
7)
Τὸ ἴδιο, ὡς ἄνω, κείμενο πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται σὲ κακοδοξίες ἢ πλάνες,
τὶς ὁποῖες νὰ προσδιορίζει συγκεκριμένα, ὡσὰν τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης νὰ μὴν
δραστηριοποιεῖται πλέον σήμερα. Τὸ κείμενο δὲν ἐπισημαίνει καμμία αἵρεση
καὶ καμμία διαστροφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας καὶ ζωῆς στὸν ἐκτός της
Ὀρθοδοξίας εὑρισκόμενο χριστιανικὸ κόσμο. Ἀντίθετα, οἱ κακόδοξες καὶ αἱρετικὲς
παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν
Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικὲς διαφορὲς ἢ τυχὸν νέες
διαφοροποιήσεις» (§ 11), τὶς ὁποῖες καλοῦνται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ
ἑτεροδοξία νὰ «ὑπερβοῦν» (§ 11). Τὸ ζητούμενο γιὰ τοὺς συντάκτες εἶναι ἡ
ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν», καὶ ὄχι ἡ ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ πρόσκληση σὲ μετάνοια καὶ σὲ ἄρνηση καὶ
καταδίκη τῶν πλανῶν καὶ ἐτεροδιδασκαλιῶν, ποῦ παρεισέφρησαν στὴ ζωὴ τῶν
αἱρετικῶν αὐτῶν Κοινοτήτων.
8)
Τὸ ὡς ἄνω κείμενο κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορὰ στὸ λεγόμενο «Π.Σ.Ε.» (§§
16-21) καὶ ἀποτιμᾶ θετικὰ τὴν συμβολή του στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση,
ἐπισημαίνοντας τὴν πλήρη καὶ ἰσότιμη συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σ’ αὐτὴν
καὶ τὴν συμβολὴ τοὺς «εἰς τὴν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καὶ τὴν προαγωγὴν τῆς
ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» (§ 17). Ὡστόσο, ἡ εἰκόνα, ποῦ μᾶς δίδει τὸ
κείμενο σχετικὰ μὲ τὸ «Π.Σ.Ε.», εἶναι ψευδὴς καὶ ἐπίπλαστη. Κατ’ ἀρχήν, αὐτὴ
καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’ ἕναν ὀργανισμό, ποῦ ἐμφανίζεται
ὡς ὑπερεκκλησία, καὶ ἡ συνύπαρξη καὶ συνεργασία της μὲ τὴν αἵρεση, συνιστᾶ
παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καὶ ἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς
αὐτοσυνειδησίας της. Ἡ θεολογικὴ ταυτότητα τοῦ «Π.Σ.Ε.» εἶναι σαφῶς
προτεσταντική. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν ἔγινε μέχρι σήμερα δεκτὴ
στὸ σύνολό της ἀπὸ τὶς προτεσταντικὲς αἱρέσεις τοῦ «Π.Σ.Ε.», ὅπως φαίνεται ἀπὸ
τὴν 70ετή ἱστορία του. Ὅλα δείχνουν ὅτι τὸ ἐπιδιωκόμενο στὸ «Π.Σ.Ε.» εἶναι ἡ
ὁμογενοποίηση τῶν «ὁμολογιῶν»-μελῶν τοῦ μέσω ἑνὸς μακροχρονίου συμφυρμοῦ. Τὸ
κείμενο ἀποκρύπτει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τῶν μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων μὲ
τὶς προτεσταντικὲς αἱρέσεις-μέλη τοῦ «Π.Σ.Ε.» καὶ τὸ ἀδιέξοδο, στὸ ὁποῖο αὐτοὶ
ἔχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου, δὲν καταδικάζονται τὰ ἀπαράδεκτα ἀπὸ
Ὀρθοδόξου ἀπόψεως κοινὰ κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ «Π.Σ.Ε.», (π.χ.
Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσᾶν κλπ.) καὶ ἐπιπλέον ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικὰ
φαινόμενα, τὰ ὁποῖα συναντοῦμε σ’ αὐτό, ὅπως «Λειτουργία τῆς Λίμα»,
intercommunion, διαθρησκειακὲς συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτικὴ
γλώσσα, ἀποδοχὴ τοῦ σοδομισμοῦ ἀπὸ πολλὲς αἱρέσεις κλπ.
9)
Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο
καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερὴς καὶ πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια, γιατί
δὲν ἔγινε μὲ πανορθόδοξη ἀπόφαση. Διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν
Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε σχίσματα καὶ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν
πιστῶν. Στὴν ἀλλαγὴ συνήργησαν καὶ ὤθησαν ἑτερόδοξες «ὁμολογίες» καὶ μυστικὲς
ἑταιρεῖες, μέσω τοῦ Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ἦταν προσμονὴ ὅλων καὶ
δέσμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος νὰ συζητήσει
καὶ νὰ ἐπιλύσει τὸ θέμα. Δυστυχῶς, κατὰ τὴν μακρὰ προσυνοδικὴ διαδικασία Παπικοὶ
καὶ Προτεστάντες ἔθεσαν στοὺς Ὀρθοδόξους νέο θέμα, τὸν «κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ
Πάσχα», μὲ συνέπεια νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ νὰ
ἀτονήσει ἡ συζήτηση γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος
στὸν ἑορτασμὸ τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, ποῦ προκλήθηκε χωρὶς λόγο καὶ ποιμαντικὴ
ἀνάγκη. Στὴν τελικὴ φάση τῆς Συνόδου καὶ χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν
Ἐκκλησιῶν τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶ
ἦταν τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἐπεῖγον καὶ φλέγον θέμα.
10)
Ἡ ἱστορία τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων μᾶς βεβαιώνει ὅτι αὐτὲς συγκαλοῦνταν
κάθε φορᾶ, ποῦ κάποια αἵρεση ἀπειλοῦσε τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας καὶ τὴν ἔκφρασή της ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἀντίθετα,
ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος συγκαλεῖται, ὄχι γιὰ νὰ ὁριοθετήσει τὴν
πίστη ἔναντί της αἱρέσεως, ἀλλὰ γιὰ νὰ παράσχει θεσμικὴ ἀναγνώριση καὶ
νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν
στηρίζεται στὴν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ ἀντίθετα τὴν
ὑποβαθμίζει καὶ τὴν ὑποτιμᾶ, τὴν περιθωριοποιεῖ καὶ τὴν παραβλέπει. Ἡ συνολικὴ
διαδικασία, ἡ προπαρασκευὴ καὶ ἡ θεματολογία τῆς Συνόδου εἶναι ἀποτέλεσμα
ἐπιβολῆς μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ὀλιγαρχίας, ποῦ ἐκφράζει μιὰ ἀκαδημαϊκή,
ἀποστεωμένη, ἄνευρη καὶ ἀπνευμάτιστη θεολογία, ἀποκομμένη ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ
σῶμα. Ἔσχατος κριτὴς τῆς ὀρθότητας καὶ τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων
εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοὶ καὶ ὁ πιστὸς λαὸς
τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, μὲ τὴν γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστικὴ καὶ δογματική του συνείδηση,
ἐπικυρώνει ἢ ἀπορρίπτει τὶς ἀποφάσεις τους. Ὅμως, στὴν μέλλουσα Σύνοδο
ἀπουσιάζει παντελῶς αὐτὴ ἡ σημαντικὴ παράμετρος, ἐπειδὴ ἐκφράστηκε ἐπισήμως ὅτι
φορέας τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεών της θὰ εἶναι ἡ Συνοδικότητα καὶ ὄχι τὸ
Ὀρθόδοξο Πλήρωμα.
11)
Μιὰ ἄλλη βασικὴ προϋπόθεση γνησιότητας τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» εἶναι
ἡ ἀναγνώριση ὑπ’ αὐτῆς ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν θεωρούμενων ὡς τοιούτων στὴ
συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματός της Ἡ΄ (879-880) ἐπὶ ἱεροῦ Φωτίου τοῦ Μεγάλου
καὶ τῆς Θ΄ (1351) ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθεισῶν, οἱ ὁποῖες
ἔχουν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἔχουν καταδικάσει τὶς
αἱρετικὲς κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ. Ἀλλά, τέτοιο ἐνδεχόμενο δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν
θεματολογία καὶ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα.
12)
Ἡ ὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στὴ συνείδηση τῶν
ὀρθοδόξων ποιμένων καὶ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, ὥστε δὲν χρειάζεται καμμία σύντμηση ἢ
προσαρμογή. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη νὰ
ἀποκτήσουν περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καὶ ἀσκητικὸ φρόνημα, γιὰ νὰ μπορέσουν,
μὲ τὸ παράδειγμά τους καὶ τὸν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατερικῆς γραμματείας, νὰ
διδάξουν διακριτικὰ τὸ ποίμνιό τους. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐφαρμόζει
χριστοφιλανθρωπότατα σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς Οἰκουμένης τὴν οἰκονομία σὲ
ὅλο τὸ μεγαλεῖο της. Εἶναι τόσα πολλὰ τὰ κείμενα περὶ νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων
Πατέρων, ποῦ ἀναλύουν τὶς παθοκτόνες καὶ σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δὲν
ἀξίζει ὁ εὐτελισμός, ποῦ ὑφίσταται ἀπὸ τὴν μινιμαλιστικὴ νοοτροπία τῶν
μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱ ὁποῖοι κόπτονται γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο. Ἂν ἡ
μέλλουσα Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καὶ τροφῶν, θὰ
μιμηθεῖ τὸν ὁλοκληρωτισμό, ποῦ χαρακτηρίζει τὸ Κανονικὸ Δίκαιο του Παπισμοῦ, τὸ
ὁποῖο καθορίζει θεσμικὰ καὶ ἀσφυκτικὰ ἀκόμα καὶ τὴν οἰκονομία.
13)
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 20ού αἰῶνος ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
ἐκφυλλίζεται καὶ μεταλλάσσεται σὲ πανθρησκειακὸ ὅραμα. Οἱ ἀτελείωτες
διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ συμπροσευχὲς Ὀρθοδόξων μὲ ἡγέτες θρησκειῶν τοῦ
κόσμου, (π.χ. Ἀσίζη), μαρτυροῦν ὅτι ἀπώτερος στόχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ
συνένωση τῶν θρησκειῶν σὲ ἕνα τερατῶδες σχῆμα, τὴν ἐφιαλτικὴ Πανθρησκεία, ἡ
ὁποία ἐπιδιώκει νὰ ἐκμηδενίσει τὴ σώζουσα ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ
διαθρησκειακὴ συνεργασία μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ἀδύνατον νὰ δικαιωθεῖ,
οὔτε νὰ θεμελιωθεῖ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Θεολογία.
Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου εἶναι ξεκάθαρος: «Μὴ
γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶ ἀνομία; Τὶς δὲ
κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος»; (Β΄ Κόρ. 6, 14).Ἐπίσης, τὸ ἰδανικό της
εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, τὸ ὁποῖο κατὰ κόρον προβλήθηκε στοὺς Διαθρησκειακοὺς
Διαλόγους, καθίσταται ἀδύνατο, διότι ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν λόγο τοῦ
Κυρίου, «εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰω. 15, 20), καὶ μὲ
τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τίμ. 3, 14). Οἱ μετέχοντες στοὺς μέχρι τώρα
γενομένους Διαλόγους δὲν μπόρεσαν, δυστυχῶς, νὰ μεταφέρουν ἀνόθευτη τὴν Ὀρθόδοξη
χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ προσελκύσουν ἔστω καὶ ἕναν ἀλλόθρησκο
στὴν Ὀρθοδοξία. Ἀντίθετα, μάλιστα ἔφθασαν στὸ ἀξιοθρήνητο κατάντημα νὰ
παρασυρθοῦν σὲ πλάνες καὶ αἱρέσεις καὶ νὰ διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις,
σκανδαλίζοντας τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, παρασύροντας στὴν πλάνη τοὺς ἀσθενεῖς
στὴν πίστη καὶ προκαλώντας ἔτσι μεγίστη πνευματικὴ φθορὰ καὶ διάβρωση τοῦ
Ὀρθοδόξου φρονήματος. Παρὰ τὴν πληθώρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ὁ
ἰσλαμικὸς φανατισμός, ὄχι μόνο δὲν καταστέλλεται, ἀλλὰ γιγαντώνεται ὅλο καὶ
περισσότερο.
14)
Οἱ ἀγῶνες τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγῶνες
τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἐμπνέουν καὶ νὰ μᾶς
ὁδηγοῦν στὴν διαφύλαξη τῆς πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Ἀπόπειρα νοθεύσεως τῆς
μωσαϊκῆς θρησκείας παρατηροῦμε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπου, στὴν ἀρχὴ
χαναανϊτικὰ καὶ ἀργότερα βαβυλωνιακὰ καὶ αἰγυπτιακὰ στοιχεῖα ἀπειλοῦσαν νὰ
νοθεύσουν τὴν πίστη στὸν Ἕνα Θεό. Μεγάλοι ἄνδρες, (Προφῆτες, βασιλεῖς, πολιτικοὶ
ἄρχοντες, κλπ.) ἀγωνίστηκαν μὲ σθένος γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς καθαρῆς μωσαϊκῆς
θρησκείας. Ἰδιαιτέρως ἀγωνίστηκαν κατὰ τῶν διαφόρων ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι
ἀναφαίνονταν κατὰ καιρούς.
Συνοψίζονταςτὰ
παραπάνω, συμπεραίνουμε ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος»
δὲν θὰ εἶναι οὔτε Μεγάλη, οὔτε Ἁγία, διότι, μὲ βάση τὰ μέχρι σήμερα δεδομένα,
δὲν προκύπτει ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν Συνοδικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση
τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι θὰ λειτουργήσει ὄντως ὡς γνήσια
συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Ὁ τρόπος,
μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι διατυπωμένα τὰ δογματικοῦ χαρακτῆρος προσυνοδικὰ κείμενα, δὲν
ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας, ὅτι ἡ ἐν λόγω Σύνοδος ἀποσκοπεῖ νὰ
προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ διευρύνει τὰ κανονικὰ καὶ
χαρισματικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο,
καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δὲν μπορεῖ νὰ ὁριοθετήσει διαφορετικὰ τὴν μέχρι
σήμερα ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχουν, ἐπίσης, ἐνδείξεις ὅτι ἡ ἐν λόγω
Σύνοδος θὰ προχωρήσει σὲ καταδίκη τῶν συγχρόνων αἱρέσεων καὶ πρωτίστως τῆς
παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀντίθετα μάλιστα ὅλα δείχνουν ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ
συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» ἐπιχειρεῖ νὰ τὴν νομιμοποιήσει καὶ νὰ τὴν
ἑδραιώσει. Ὡστόσο, οἱ ὅποιες ἀποφάσεις της μὲ οἰκουμενιστικὸ πνεῦμα,
εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι δὲν θὰ γίνουν δεκτὲς ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ κλῆρο καὶ τὸν
πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἴδια θὰ καταγραφεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ὡς
ψευδοσύνοδος.
Ἡ
μέλλουσα «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος», ἂν πραγματικὰ θέλει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξη
Σύνοδος, θὰ πρέπει νὰ λάβει, κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, τὶς ἑξῆς καίριες
ἀποφάσεις:
α)
Νὰ ἐπικυρώσει τὶς ἀποφάσεις ὅλων προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, (Α΄ ἕως καὶ
Ζ΄ Οἰκουμενικές), δηλαδὴ τοὺς ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων θεσπισθέντες δογματικοὺς
ὅρους καὶ Ἱεροὺς Κανόνες.
β)
Νὰ ἀναγνωρίσει τὶς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τους Ὀρθοδόξους δύο συνόδους τοῦ ἐνάτου
καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς οἰκουμενικές, δηλαδὴ τὴν Η΄ ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου,
τὸ 879, καὶ τὴν Θ΄ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες
κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioque καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ
δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Χάριτος αἵρεση, ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμὸ ὡς
αἵρεση.
γ)
Νὰ καταδικάσει τὴν συγκρητιστικὴ παναιρέση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τὴν
ἀποκαλοῦσε ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς.
δ)
Νὰ καταδικάσει τὴν παρουσία καὶ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στὸ
λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.).
ε)
Νὰ τερματίσει τοὺς Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους καὶ τοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους μὲ
τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, τὶς προετεσταντικὲς ὁμολογίες τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τοὺς
Μονοφυσίτες.
στ)
Νὰ καταδικάσει τὴν μεταπατερικὴ καὶ ἀντιπατερικὴ «νέα ἐκκλησιολογία», ἡ ὁποία
ἀπορρίπτει τὰ χαρισματικά, δογματικὰ καὶ κανονικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
ζ)
Νὰ ἐκλέξει, νὰ χειροτονήσει καὶ νὰ ἐνθρονίσει στὸ πάλαι ποτὲ περίπυστο
Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, μὴ ἀναγνωρίζοντας καὶ
ἐκθρονίζοντας τὸν σημερινὸ καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καὶ αἱρεσιάρχη
κ. Φραγκίσκο. Ἔτσι, θὰ λυθοῦν τὰ θέματα τοῦ Παπισμοῦ, τῆς Οὐνίας καὶ τοῦ
Προτεσταντισμοῦ.
η)
Νὰ δημιουργήσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, λύνοντας τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς,
καὶ
θ)
Νὰ ἀκολουθήσει τὴν Πατερικὴ ὁδὸ μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, μὲ τὴν
δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σὲ 17 γλῶσσες. Μὲ
τὸν τρόπο αὐτό, θὰ κονιορτοποιήσει τὶς αἱρέσεις μὲ παγκόσμιο λόγο καὶ πατερικὴ
παρρησία, θὰ δοξάσει τὸν Θεὸ καὶ θὰ διασφαλίσει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο.
Τὰ
κείμενα τῆς Συνόδου πρέπει νὰ ξαναγραφοῦν ἀπ’ τὴν ἀρχή, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὸ
πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Δὲν ἀρκεῖ νὰ
συγκληθεῖ μιὰ Σύνοδος μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ στὸν κόσμο ὅτι οἱ
Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἑνωμένοι. Ἑνωμένοι σὲ τί; Ἡ ἕνωση γίνεται μόνο βάσει τῆς
Ἀληθείας. Ἡ ἑνότητα εἶναι ὁ καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Κύριος
ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική Του προσευχή: «ἴνα ὦσιν ἓν καθὼς
ἠμεῖς… ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τὴ ἀληθεία σου… ἴνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἠγιασμένοι ἐν
ἀληθεία»(Ιω.17,11,17,19).Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνίσταται στὴν ἀκέραιη
καὶ ἀβλαβῆ διαφύλαξη τῶν διδασκαλιῶν τῆς ὀρθῆς πίστεως, τὴν ὁποία μᾶς παρέδωσαν
οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Διηρημένοι καὶ ἀποσχισμένοι ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, ποῦ φρονοῦν διαφορετικὰ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας, καθὼς μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Οἱ ἅγιοι Πατέρες
ὀνόμασαν «Καθολικὴ» τὴν Ἐκκλησία Του, ἐπειδὴ μόνο αὐτὴ διατηρεῖ στὴν πληρότητά
της τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ὁμολογία τῆς Πίστεως, χωρὶς τὴν ὁποία κανεὶς δὲν μπορεῖ
νὰ σωθεῖ. Πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ κατανοηθεῖ ὅτι δὲν ἐπιχειρεῖται νὰ ἀλλάξει οὔτε
ἡ νηστεία, οὔτε ἡ τάξη τοῦ μοναχισμοῦ, οὔτε ἡ τάξη τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ὅμως
παραχαράσεται καὶ στρεβλώνεται τὸ πιὸ νευραλγικὸ σημεῖο, δηλαδὴ ἡ ἐκκλησιολογικὴ
δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Σᾶς
ἀπηύθυνα τὶς παρὰ πάνω σκέψεις, οἱ ὁποῖες μᾶς ἀπασχολοῦν, ὥστε νὰ ἀποτελέσουν
ἀφορμὴ ἑνὸς γόνιμου προβληματισμοῦ καὶ ἐνδεχομένως διαλόγου ἠμῶν μετὰ τῆς
Ὑμετέρας Μακαριότητος. Προβληματισμοῦ, ἀλλὰ καὶ συνειδητοποιήσεως τῶν μεγίστων
εὐθυνῶν ἠμῶν τῶν ἐπισκόπων ἐνώπιον του ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ διὰ τὴν διαφύλαξιν
ἀνοθεύτου τῆς ἀμωμήτου ἠμῶν Ὀρθοδόξου πίστεως. Ὑποβάλοντες ἐκ προσώπου τοῦ
εὐαγοῦς Κλήρου καὶ τοῦ φιλοχρίστου Λαοῦ τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἀπείρους
υἱϊκᾶς προσρήσεις καὶ εὐγνώμονας εὐχαριστίας καὶ κατασπαζόμενοι τὴν Ὑμετέραν
Σεπτὴν Δεξιὰν ἑξαιτούμεθα τὰς Ὑμετέρας Σεπτᾶς θεοπειθεῖς πατρικᾶς εὐχᾶς καὶ
εὐλογίας.
Ἡ ἀναφερθεῖσα ἀσάφεια τοῦ κειμένου δύναται νὰ ἑρμηνευτεῖ εὔκολα μέσα ἀπὸ τὸ
πνεῦμα τῶν ἀντιλήψεων τοῦ Ἰησουίτη θεολόγου Karl Rahner, μέντορα τῆς Β΄
Βατικάνειας ψευδοσυνόδου καὶ τοῦ Yves Congar. Ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ἀντιλήψεις τοὺς
υἱοθετεῖ καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζιζιούλας, ὅπως
τὴν «θεωρία τῶν ἀτελῶν ἐκκλησιῶν», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁρισμένες ἐκκλησίες
βρίσκονται πιὸ κοντά, ἐνῶ ἄλλες πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν πλήρη Ἐκκλησία. Στὴν
περίπτωση τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου, ὁ Παπισμὸς εἶναι ἡ πλήρης Ἐκκλησία,
ἐνῶ οἱ ἄλλες (συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας) εἶναι οἱ ἀτελεῖς
ἐκκλησίες. Τὸ συμπέρασμα, ποῦ προκύπτει, βάσει τῶν πληροφοριῶν καὶ τῆς μελέτης
τῶν θεολογικῶν κειμένων, σχετικὰ μὲ αὐτὴ τὴν πρωτοφανῆ ἐκκλησιολογία, ὅπως
προκύπτει ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἀπόψεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ.
Ἰωάννου Ζιζιούλα, καὶ τὴν ἀνάλυση τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Β΄ Βατικάνειας
ψευδοσυνόδου, εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ πλήρης Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ
ἄλλες (συμπεριλαμβανομένων τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ)
εἶναι οἱ ἀτελεῖς ἐκκλησίες. Ὅμως, αὐτὴ ἡ ἀντίληψη μᾶς παραπέμπει σὲ μιὰ
βατικανοποίηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ εἰσαγάγει
συνοδικῶς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὡς ἐπὶ κεφαλῆς αὐτῆς τῆς κίνησης, στὴν
μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Οἱ
θεωρίες τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», τῶν «δύο πνευμόνων τῆς Ἐκκλησίας» (Ὀρθοδοξία
καὶ Παπισμός), τῶν «κλάδων», τῆς «μεταπατερικῆς καὶ μετακανονικῆς θεολογίας»,
τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», ἡ θεωρία ὅτι ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει ὅλες τὶς
ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες ἀποσχίστηκαν ἀπὸ αὐτήν, ἡ ἀποδοχὴ τῶν μικτῶν γάμων μὲ τοὺς
ἑτερόδοξους κ.α. ἀποτελοῦν ἐκφράσεις καὶ μορφὲς τῆς νέας ἐκλησιολογίας, τῆς νέας
μεταπατερικῆς ἢ καλύτερα ἀντιπατερικῆς ἐκκλησιολογίας. Σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία
«τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας», ὅποιος βαπτίζεται στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος
εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως πίστεως, δόγματος καὶ ὁμολογίας. Ὅμως, οἱ
ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας οὐδέποτε ἀναγνώρισαν τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, παρὰ
μόνον κατ’ οἰκονομίαν τοὺς δέχονταν, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι ἀπαρνοῦνται τὴν
αἵρεση καὶ ἐπιστρέφουν στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἐφόσον διατηροῦσαν τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ
τοῦ Βαπτίσματος μὲ τὶς τρεῖς καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις. Σύμφωνα μὲ τοῦ Ἱεροὺς
Κανόνες 7 τῆς Β΄ καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου: «Τοὺς προστιθεμένους
τὴ ὀρθοδοξία, καὶ τὴ μερίδι τῶν σωζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν
ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τὲ καὶ συνήθειαν», καὶ πιὸ κάτω, «πάντας τοὺς ἂπ αὐτῶν
θέλοντας προστίθεσθαι τὴ ὀρθοδοξία». Ἡ οἰκονομία δὲν δύναται ποτὲ νὰ μετατραπεῖ
σὲ κανόνα πίστεως ἢ σὲ δόγμα. Τὸ κείμενο αὐτὸ τῆς Συνόδου εἶναι κατ’ἐξοχὴν
δογματικό, ὅμως εἶναι ἀντορθόδοξο, ἐπειδὴ ἐπιτρέπει ἐντελῶς λανθασμένες
ἑρμηνεῖες, οἱ ὁποῖες ἐνθαρρύνουν τὶς ἑτερόδοξες ἀντιλήψεις, πράγμα ποῦ σημαίνει
ἀλλοίωση τῆς ἀποκαλυφθείσας Ἀληθείας τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ.