«Ἀρίστην ὁδόν ὑψώσεως, Χριστέ, τήν ταπείνωσιν ἔδειξας, σεαυτόν κενώσας καί μορφήν δούλου λαβών, τοῦ Φαρισαίου τήν μεγάλαυχον εὐχήν μή προσιέμενος˙ τοῦ δέ Τελώνου τόν συντετριμμένον στεναγμόν, ὡς ἱερεῖον ἄμωμον, ἐν τοῖς ὑψίστοις προσδεχόμενος˙ διό κἀγώ βοῶ σοι˙ Ἱλάσθητι ὁ Θεός, ἱλάσθητι Σωτήρ μου καί σῶσόν με» (απόστιχα Αίνων, πλ. β΄).
(Έδειξες την ταπείνωση, Χριστέ, ως την άριστη οδό που ανυψώνει τον άνθρωπο στον Ουρανό, αφού άδειασες τον εαυτό σου και έλαβες μορφή δούλου, με το να μην επιδοκιμάσεις την όλο καύχηση προσευχή του Φαρισαίου, κι από την άλλη με το να αποδεχθείς ως Θεός στον Ουρανό ως καθαρά θυσία τον γεμάτο συντριβή στεναγμό προσευχής του Τελώνη. Γι’ αυτό κι εγώ σου φωνάζω: Ελέησέ με, Θεέ μου, ελέησέ με, Σωτήρα μου, και σώσε με).
Με απόλυτη καθαρότητα ο άγιος υμνογράφος προβάλλει ενώπιόν μας τον μόνο δρόμο που οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού. Κι ο δρόμος αυτός βεβαίως είναι ο δρόμος της μετάνοιας, όπως ο Κύριος εξαρχής κήρυξε, με το κύριο χαρακτηριστικό της την αγία ταπείνωση. Και πρέπει να προσδιορίζουμε την ταπείνωση με το επίθετο αγία, διότι ως λέξη κατανοείται με πολλές κοσμικές παραλλαγές, με πιο κύρια αυτήν της αναξιότητας και της μίζερης κατάστασης. Λοιπόν, μιλάμε για την αγία ταπείνωση, όπως συνήθιζε να τονίζει και ο μεγάλος όσιος της εποχής μας Γέροντας Πορφύριος, η οποία αποτελεί όχι απλώς μία αρετή, αλλά ό,τι εκφράζει τη μεγαλωσύνη και την παντοδυναμία του Θεού μας, κι ακόμη την απειρία της αγάπης Του. Πρόκειται λοιπόν για ένα μυστήριο που λειτουργεί στον άνθρωπο μόνον κάτω από την προϋπόθεση της μεγάλης χάρης που έχει λάβει από τον Θεό μας. Κι απόδειξη το γεγονός, κατά τον άγιο υμνογράφο, ότι συνιστά την οδό που οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού – ο άνθρωπος ταπεινούμενος, δηλαδή αναγνωρίζοντας την εσωτερική του πτώχεια και αδυναμία, υψώνεται: κατεβαίνοντας ανεβαίνει!
Ο Ιωσήφ ο υμνογράφος κινείται εντελώς αγιογραφικά σε αυτό που λέει: στηρίζεται στον λόγο του ίδιου του Κυρίου, που κάθε λόγος Του συνιστά αποκάλυψη, δηλαδή μνημονεύει την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, σύμφωνα με την οποία η υπερηφάνεια του «αγίου» θεωρουμένου Φαρισαίου, έστω και «προσευχομένου», καταδικάζεται, ενώ η ταπείνωση του αμαρτωλού Τελώνου δικαιώνεται – «ἐξῆλθεν δεδικαιωμένος οὗτος (ο Τελώνης) ἤ ἐκεῖνος (ο Φαρισαίος)». Ποια άλλη απόδειξη απαιτείται, όταν έχουμε τον λόγο του ίδιου του ενανθρωπήσαντος Θεού μας να το λέει; Και την οδό αυτή έπειτα προβάλλει διαρκώς και στους μαθητές Του μέχρι την τελευταία στιγμή. Ιδίως στον Μυστικό Δείπνο, λίγο πριν οδηγηθεί στο Πάθος Του, τους δείχνει έμπρακτα αλλά και με τον λόγο Του στη συνέχεια ότι εφεξής στη ζωή τους, αν επιθυμούν να λέγονται μαθητές Του, αυτήν την οδό θα πρέπει να ακολουθούν: πλένει τα πόδια τους και τους λέει ότι και αυτοί αντιστοίχως θα πρέπει να είναι έτοιμοι να πλένουν και τα πόδια των συνανθρώπων τους, δηλαδή με ταπείνωση και αγάπη να προσεγγίζουν τους πάντες. «Εἰ ἐγώ ὁ Διδάσκαλος ὑμῶν ἔνιψα ὑμῶν τούς πόδας, καί ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τούς πόδας». Όχι απλώς αν έχετε διάθεση, αλλά οφείλετε.
Και βεβαίως, ο Κύριος όχι μόνον τότε, αλλά σε ολόκληρη την επί γης ζωή Του όπως είπαμε, με αποκορύφωση τη Σταυρική θυσία Του, την ταπείνωση αυτή απεκάλυπτε, (σε σημείο να προκαλούνται διαρκώς οι μαθητές Του μέχρις ότου λάβουν το Πνεύμα Του και Τον κατανοήσουν), ταπείνωση όμως που παρέπεμπε και στην ίδια τη Θεότητά Του! Κι ο άγιος Ιωσήφ αυτό σημειώνει με έμφαση στον ύμνο: ο Κύριος στη ζωή Του στη γη φανέρωνε και ό,τι έκανε ως Θεός. Ήταν ο Θεός, ο Οποίος όμως δεν θεώρησε ως κάτι υποτιμητικό γι’ Αυτόν να προσλάβει τη φύση του δημιουργήματός Του, του ανθρώπου, να γίνει κι Αυτός άνθρωπος και να φτάσει στο έσχατο σημείο ταπείνωσης, να σταυρωθεί με τον πιο ατιμωτικό τρόπο –η ταπείνωσή Του «έσβηνε» την υπερηφάνεια της ανυπακοής του ανθρώπου. Είναι αυτό που σημειώνει έκθαμβος και με φόβο πολύ ο απόστολος Παύλος στην προς Φιλιππησίους επιστολή του, προβάλλοντας το φρόνημα του Χριστού μας, φρόνημα έκτοτε της Παναγίας και όλων των αγίων – δεν μπορεί κανείς να «ξεφύγει» από αυτό αν θέλει να είναι με τον Χριστό! «Τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Να έχετε το φρόνημα που είχε και ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος, παρ’ όλο ότι είχε τον θείο τρόπο υπάρξεως, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό προϊόν αρπαγής, αλλ’ ο ίδιος με τη θέλησή του απέβαλε τον θείο τρόπο υπάρξεως και προσέλαβε τη μορφή κτίσματος, γενόμενος όμοιος με ανθρώπους, και αφού πήρε το σχήμα του ανθρώπου (εξωτερικά), ταπεινώθηκε με τη θέλησή του σε σημείο να υποβληθεί ακόμα και στον θάνατο, και μάλιστα θάνατο επί του σταυρού).
Το «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί τό «Κύριε, σῶσόν με» αποτελεί πια για τον χριστιανό, όπως το λέει ο υμνογράφος, τη μόνιμη κραυγή του.
ΠΗΓΗ