Στο γενικό ερώτημα "Είναι οι αιρετικοί
εντός ή εκτός Εκκλησίας;" δεν υπάρχει μονοφραστική απάντηση, διότι πρέπει
πρώτα να προσδιοριστεί η έννοια της λέξεως "αιρετικός".
Στην εκκλησιαστική γλώσσα η λέξη
"αιρετικός" χρησιμοποιείται με δύο σημασίες:
α) Σύμφωνα με την υλική έννοια της λέξης, κατ' ουσίαν δηλαδή, αιρετικός είναι
αυτός που αλλοιώνει έστω και στο ελάχιστο την Ορθόδοξη Πίστη, και όπως γράφει
και ο Μέγας Βασίλειος
(στον Β΄ Κανόνα της Προς Αμφιλόχιο Κανονικής Επιστολής):
«Αιρέσεις μεν, τους παντελώς
απερρηγμένους και κατ΄αυτήν
την πίστην απηλλοτριωμένους», το οποίο ερμηνεύουν
à ο Αριστηνός «αιρετικός, ο κατά την πίστην αλλότριος» και «αιρετικοί μεν εισίν οι της εις Θεόν πίστεως παντελώς απαλλοτριώσαντες εαυτούς»,
à ο Ιερός Νικόδημος «αιρετικοί δε
ονομάζονται εκείνοι, των οποίων η
διαφορά παρευθύς και αμέσως είναι περί της εις Θεόν πίστεως, ήτοι οι κατά την
πίστην και τα δόγματα χωρισμένοι από τους ορθοδόξους και παντελώς απομακρυσμένοι».
Κατ' αυτήν την έννοια οι Οικουμενιστές
βεβαίως και είναι αιρετικοί.
β) Σύμφωνα όμως με την
ειδική έννοια της λέξης (από απόψεως Κανονικού Δικαίου δηλαδή), αιρετικός είναι
αυτός που καταδικάστηκε και αναθεματίστηκε από την Εκκλησία, όπως
διαβάζουμε στον Στ΄ Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου[1]:
«Αιρετικούς λέγομεν
τους τε πάλαι της Εκκλησίας αποκηρυχθέντας και τους μετά ταύτα υφ' ημών αναθεματισθέντας», το οποίο ερμηνεύουν
à ο Ζωναράς «αιρετικούς δε πάντας
καλεί τους παρά την ορθόδοξον πίστιν δοξάζοντας, καν πάλαι απεκηρύχθησαν, καν προσφάτως, καν παλαιές αιρέσεις κοινωνώσι, καν
νέαις»,
à ο Ιερός Νικόδημος «αιρετικοί,
σφάλλοντες εις τα δόγματα, τόσον οι παλαιά υπό της εκκλησίας αναθεματισθέντες, όσον και οι τώρα νεωστί από ημάς».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο αιρετικός (σύμφωνα με τη
δεύτερη έννοια) είναι εκτός Εκκλησίας, αφού
αυτή τον αποκήρυξε, τον αναθεμάτισε, κοντολογίς τον απέκοψε από αυτήν, ως
σάπιο, ανίατο μέλος.
Με βάση λοιπόν την παραπάνω διάκριση των εννοιών,
εύκολα πλέον κατανοούμε τους όρους "άκριτοι-κεκριμένοι" και
"δυνάμει-ενεργεία" αιρετικοί, αφού αυτοί αναφέρονται στην δεύτερη
(την του κανονικού δικαίου) έννοια (παρόμοια χρήση του όρου
"σχισματικοί" έκανε ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης
- όπως θα αναφερθούμε αναλυτικά σε άλλο μας άρθρο - αλλά οι ακραίοι,
λόγω έλλειψης εκκλησιολογικών γνώσεων, τον κατηγόρησαν ως
παλίμβουλο).
Αμέσως όμως εγείρεται ένα
ερώτημα, πιο συγκεκριμένο: "Οι αιρετικοί, προ της συνοδικής κατακρίσεώς τους (όπως οι Οικουμενιστές), είναι εντός
ή εκτός Εκκλησίας;". Είναι δηλαδή αυτοκατάκριτοι, όπως ισχυρίζονται
ορισμένοι αδελφοί [2], ή απαιτείται συνοδική κρίση για να τεθούν
εκτός Εκκλησίας;
Η απάντηση είναι εύκολη,
αν δούμε την αίρεση ως αυτό που ουσιαστικά είναι: ως αμαρτία (και μάλιστα η μεγαλύτερη αμαρτία, η βλασφημία κατά του Θεού).
Ως αμαρτία λοιπόν
η αίρεση «χωρίζει από την Εκκλησία κάθε άνθρωπο»(MANSI, 12, 1022) και αφαιρεί, από αυτόν που την
αποδέχεται ενσυνείδητα, την ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ Θεία Χάρη (την οποία έλαβε ο
κάθε ορθόδοξος με το Βάπτισμα). Υπό αυτήν την έννοια ο αιρετικός
ουσιαστικά είναι "εκτός Εκκλησίας", ακριβώς
όπως "εκτός Εκκλησίας" είναι και το κάθε μέλος της που πέφτει σε ένα
θανάσιμο αμάρτημα (π.χ. πορνεία, μοιχεία, φόνο, βλασφημία κλπ). Οι άκριτοι λοιπόν αιρετικοί είναι
εκτός Εκκλησίας ως πρόσωπα. Τα Μυστήρια όμως που τελούν οι
κληρικοί εξ αυτών, προτού να καταδικασθούν, έχουν το ίδιο κύρος με τα
Μυστήρια που τελεί ένας πόρνος ή ένας βλάσφημος κληρικός: είναι δηλαδή ΈΓΚΥΡΑ, όχι μόνον χάριν του λαού, αλλά και κυρίως διότι τα Μυστήρια τα ενεργεί η
Χάρις του Θεού και όχι η αξιότητα ή μη του κληρικού. Την πρόσθετη χάρη της Ιερωσύνης δηλαδή μπορεί να
την άρει (εξ ου και καθαίρεση), μόνο αυτή που την έδωσε, δηλαδή η Σύνοδος των
επισκόπων[3].
Από απόψεως Κανονικού
Δικαίου, για να χαρακτηρισθεί μια δοξασία ως αίρεση και ένα μέλος της Εκκλησίας
ως αιρετικός - και έτσι δηλαδή να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της αιρέσεως και
να αφορισθεί από την Εκκλησία -, πρέπει να υπάρχουν οι εξής προϋποθέσεις:
«1) να εκδηλωθή εξωτερικώς, είτε εγγράφως (δια
συγγράμματος κ. λ. π. ), είτε προφορικώς (δια κηρύγματος κ. λ. π. ), είτε
εμπράκτως (δια παραλείψεως ή προσθήκης φράσεων ή συμβολικών κινήσεων εις το
τελετουργικόν της Θ. Λειτουργίας κ. λ. π. ), (σ. ημ. ο Οικουμενισμός βεβαίως και
έχει εκδηλωθεί[4])
2) να γίνη από σκοπού και εκ προθέσεως,
διότι εκ παραδρομής ή εκ συγγνωστής πλάνης δεν διαπράττεται αίρεσις (σ. ημ. στον Οικουμενισμό βεβαίως και
υφίσταται σκοπός και πρόθεση)
και
3) να επιμείνη εις την
πλάνην του ο δράστης, διότι δεν θεωρείται αιρετικός εκείνος όστις πρεσβεύει
μεν πεπλανημένος, νουθετούμενος όμως ανακαλεί και απαρνείται τας κακοδοξίας
του. Καθ' όσον το πλανάσθαι ανθρώπινον, το εμμένειν όμως εις την πλάνην και μη
απορρίπτειν ταύτην μετά γενομένην υπόδειξιν, εφάμαρτον και δαιμονικόν, ως
εμφαίνον υπεροψίαν και ύβριν κατά του Αγίου Πνεύματος» (σ. ημ. οι Οικουμενιστές όμως δεν
έχουν εισέτι δικασθεί, ώστε να διαφωτισθούν και να φανεί η επιμονή
τους στην πλάνη).
(ΘΗΕ από
"Εκκλησιαστικόν Δίκαιον", Μελετίου Σακελλαρόπουλου, Αθήνα 1898, σελ.
428)
Έτσι και ο κανονολόγος
Επίσκοπος Νικόδημος Μίλας στο κεφάλαιο περί γενικών εκκλησιαστικών παραπτωμάτων
("Το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον", Αθήνα 1906, σελ. 698) δίνει τον
εξής ορισμό της αιρέσεως:
«Αίρεσις είναι η εκ
προθέσεως και μετ’ ισχυρογνωμοσύνης απόρριψις καθορισμένου υπό της
εκκλησίας δόγματος ή η παραδοχή δογματικής διδασκαλίας πεπλανημένης και υπό της
εκκλησίας ήδη κατακεκριμένης. Η εκκλησιαστική τούτου ποινή είναι το ανάθεμα».
Και ο Ιερός Νικόδημος:
"Των αιρετικών είναι τούτο ιδίωμα, το να
μένουσιν εν τη αιρέσει με πεισμονήν" (Συναξαριστής Β΄, 256).
Σημαντικές επί του
θέματος είναι και οι παρατηρήσεις του κανονολόγου Μητροπολίτου Μελετίου
Σακελλαρόπουλου:
«Ως προς δε την ποινήν κατά των αιρετικών η εκκλησία
δικαίως έκρινεν αυστηρώς και σχεδόν ομοίως προς τους αποστάτας· διότι
εθεώρησεν, ότι οι μεν αποστάται αρνηθέντες την χριστιανικήν πίστιν εστερήθησαν
των ευεργετημάτων της θείας χάριτος και ούτω προξένησαν βλάβην εις εαυτούς μόνους.
Οι αιρετικοί όμως, ενώ είναι μέλη της εκκλησίας(σ.ημ.
πριν να καταδικαστούν δηλαδή), διά των ψευδών αυτών δοξασιών
καθίστανται επικίνδυνοι μεταδίδοντες ταύτας και εις τα λοιπά μέλη και ούτω
κινδυνεύουσιν να ανατρέψωσιν άπαν το οικοδόμημα της ορθοδοξίας. Δεν αποτυγχάνει
δε τις, εάν αποκαλέση την αίρεσιν εσχάτην προδοσίαν κατά της ορθοδοξίας.
Σημειωτέον, ότι ενταύθα
πρόκειται περί των αιρετικών εκείνων, οίτινες πρότερων όντες ορθόδοξοι υπέπεσαν
εις αίρεσιν, ουχί δε και περί εκείνων, οίτινες εγεννήθησαν εν τινι αιρέσει,
διότι ούτοι δεν έχουσιν εξ αρχής επίγνωσιν της πλάνης. Εάν όμως ούτοι μετά
ταύτα εννοήσωσι το ορθόν της πίστεως και της διδασκαλίας, γίνονται δεκτοί υπό
της εκκλησίας υπό όρους και διατυπώσεις τινάς, ως εν τω περί βαπτίσματος
λέγεται».
Από όλα τα παραπάνω
συμπεραίνουμε ότι υπάρχει μια διαδικασία που επιτελείται ώστε ένα μέλος της
Εκκλησίας που θα αποδεχτεί μια αίρεση να εκβληθεί από αυτήν. Και για να τεθεί
εκτός Εκκλησίας (όχι προσωπικώς, αλλά καθιδρυματικώς) ο δεχόμενος την αίρεση πρέπει
είτε να αποχωρήσει φανερώς από αυτήν (δημιουργώντας, ή εντασσόμενος σε ήδη
υπάρχον, σχίσμα π.χ. παπική εκκλησία), είτε, στην περίπτωση δηλαδή που η αίρεση
δεν οργανωθεί παρασυναγωγικώς, αλλά υπάρχει μέσα στον περίβολο της Εκκλησίας,
από εκφραστές της κατ’ όνομα ορθοδόξους και παρουσιαζόμενη υπ’ αυτών ως ορθή
δόξα, να αφορισθεί από το αρμόδιο Εκκλησιαστικό
Όργανο, δηλαδή τη Σύνοδο των διαδόχων των Αποστόλων, δηλαδή των ζώντων
Επισκόπων, στην περίπτωση που ΔΕΝ ΜΕΤΑΝΟΗΣΕΙ.
Συμπέρασμα:
Ο αιρετικός, που δεν έχει
αποσχιστεί οικειοθελώς από την Εκκλησία, δεν τίθεται εκτός αυτής εξαιτίας της
αιρέσεως, αλλά εξαιτίας της αμετανοησίας του.
Γι’ αυτό επιβάλλεται η σύγκληση Συνόδου, η οποία αφού τους νουθετήσει, θα
αφορίσει από το Σώμα της Εκκλησίας, ως σάπια μέλη, τους εμμένοντας στην πλάνη τους.
Έως τότε το μόνο δικαίωμα
που έχουν οι Ορθόδοξοι έναντι των αιρετιζόντων προϊσταμένων τους, είναι η διακοπή κοινωνίας μαζί τους, για το οποίο μάλιστα
επαινούνται αφού με τη στάση τους αυτή διασώζουν την Ορθόδοξη Πίστη.
Αν ο αιρετικός αποκοβόταν
από την Εκκλησία με την κήρυξη ή την αποδοχή της αιρέσεως, δεν θα υπήρχε λόγος
να συγκληθεί Σύνοδος, αφού η Εκκλησία δεν κρίνει, ούτε αναθεματίζει τους ήδη
εκτός Αυτής.
Ειδάλλως, παραδείγματος
χάριν, θα είχε αναθεματίσει και τους βουδιστές ή τους μωαμεθανούς.
Επιπροσθέτως, οι εξ ορθοδόξων Οικουμενιστές
παρουσιάζονται ως Ορθόδοξοι, ενεργούν ως Ορθόδοξοι και την διδασκαλία τους την
παρουσιάζουν ως ορθόδοξη. Κάνουν δηλαδή ότι έκαναν οι Αρειανοί, οι Μονοφυσίτες
και οι Εικονομάχοι (τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα). Όλοι οι παραπάνω
παλαιοί αιρετικοί, που ξεφύτρωσαν ως ζιζάνια μέσα στον περίβολο της
Εκκλησίας, δεν έλεγαν "είμαστε Αρειανοί" ή "είμαστε
Μονοφυσίτες", αλλά έλεγαν "είμαστε Ορθόδοξοι". Ότι λένε
και οι Οικουμενιστές σήμερα. Αυτό το σημείο είναι καθοριστικό και πρέπει να
προσεχθεί ιδιαίτερα.
Είναι απαραίτητη επομένως η σύγκληση Μεγάλης αληθινής
[5] Πανορθοδόξου Συνόδου, η οποία θα ασχοληθεί με την παναίρεση του
Οικουμενισμού, θα νουθετήσει τους εξ ορθοδόξων Οικουμενιστές και θα
αφορίσει από την Εκκλησία τους εμμένοντας στην αίρεση αυτή, και προς αυτόν τον
σκοπό πρέπει να κατευθύνεται ο Αγών μας.
Η δε εισδοχή των ακρίτων ακόμη αιρετικών
Οικουμενιστών και των κοινωνούντων με αυτούς στους ακαινοτόμητους
γνησίους Ορθοδόξους πρέπει να έχει ως γνώμονα το συμφέρον της
Εκκλησίας, δηλαδή να γίνεται δηλαδή απρόσκοπτα, με
μόνη προϋπόθεση την ΟΜΟΛΟΓΙΑ της Ορθοδόξου Πίστεως (με την εξομολόγηση), όπως
χαρακτηριστικά ενήργησε και ο Μέγας Αθανάσιος, ο οποίος αποδέχτηκε ακόμη και καταδικασμένους
- μετανοήσαντες φυσικά και ομολογήσαντες την Ορθοδοξία -
αρειανούς ως κληρικούς (γεγονός που τον έφερε σε ρήξη με τον ζηλωτή, χωρίς
επίγνωση, Λουκιφέρο Καλλάρεως, όπως θα αναφερθούμε αναλυτικά σε άλλο μας
άρθρο).
Αναβαπτίσεις, αναμυρώσεις, χειροθεσίες κλπ. για
τους ακρίτους εισέτι εξ ορθοδόξων οικουμενιστές, ΑΛΛΑ ΚΥΡΙΩΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΚΟΙΝΩΝΟΥΝΤΕΣ ΕΝ ΑΓΝΟΙΑ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΛΟΪΚΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ, πέραν
του γεγονότος ότι δεν μαρτυρούνται στην Εκκλησιαστική Ιστορία,
αποτελούν, συν τοις άλλοις, και εμπόδιο για όσους επιθυμούν να διακόψουν
την κοινωνία με τους αιρετικούς και να επανέλθουν στην ακαινοτόμητο και σωτήριο
Πίστη του Χριστού μας, των Αποστόλων και των Πατέρων και όλων των Αγίων του
Θεού.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Με αυτή την έννοια χρησιμοποιείται και από την Ε΄ Οικουμενική
Σύνοδο: «Ει τις μη αναθεματίζει Άρειον, Ευνόμιον, Μακεδόνιον, Απολινάριον,
Νεστόριον, Ευτυχέα, και Ωριγένην , μετά των ασεβών αυτών συγγραμμάτων, και τους
άλλους πάντας αιρετικούς, τους κατακριθέντας και αναθεματισθέντας
υπό της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και των προειρημένων
αγίων τεσσάρων συνόδων, και τους τα όμοια των προειρημένων αιρετικών
φρονήσαντας ή φρονούντας και μέχρι τέλους τη οικεία ασεβεία εμμείναντας, ο
τοιούτος ανάθεμα έστω…» (Ε΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ 553 μ.Χ – ΒΛΑΣΙΟΥ ΦΕΙΔΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΜΟΣ Α΄- Σελ. 721 ΑΘΗΝΑΙ 1992).
[2] Οι οποίοι χρησιμοποιούν την λέξη "αυτοκατάκριτος" του
Αποστόλου Παύλου, για να στηρίξουν δηλαδή τη θέση τους, ότι δεν απαιτείται
Συνοδική Κρίση. Ο Απόστολος Παύλος όμως είναι ξεκάθαρος: πότε είναι
αυτοκατάκριτος ο αιρετικός; Μετά από πρώτη και δεύτερη νουθεσία!
Ως γνωστόν της Συνόδου κύριον έργον είναι η νουθεσία. Ο Ιερός
Νικόδημος ερμηνεύει: "Όταν λοιπόν ο τοιούτος μετά μίαν και
δευτέραν νουθεσίαν επιμένη εις την πλάνη του, τότε είναι
αυτοκατάκριτος και αναπολόγητος" (ΟΙ ΙΔ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
ΠΑΥΛΟΥ, ΤΟΜΟΣ Γ΄, ΒΕΝΕΤΙΑ 1819, σελ. 248)
[3] "Ὁ βλασφημηθείς τοίνυν παρ’ αὐτοῦ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ὥρισε
διά τῆς παρούσης ἁγιωτάτης συνόδου, ἀλλότριον εἶναι τόν αὐτόν
Νεστόριον τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καί παντός συλλόγου ἱερατικοῦ" (P. G.
86, 2429)
[4] Πατριαρχική
Εγκύκλιος (1920), Ημερολογιακή Μεταρρύθμιση (1924), Συμμετοχή στο
Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (1948), Άρση Αναθεμάτων (1965) κ.α.
[5] "Πανορθόδοξη"
Σύνοδο επιδιώκουν να συγκαλέσουν και οι Οικουμενιστές, εδώ και χρόνια.