ΟΤΑΝ Η ΔΟΞΑ (ΓΝΩΜΗ) ΤΟΥ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΔΕΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΝΟΕΡΑΣ ΟΔΟΥ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΕ ΑΙΡΕΣΗ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΦΙΛΩΤΑ
I. ΠΟΙΑ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΠΑΡΑΘΕΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΔΟΞΑ (ΓΝΩΜΗ) ΟΠΩΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ ΔΙΑ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
Επισημάναμε ήδη ότι, οι Οικουμενιστές που δεν υποτάσσονται στην Αλήθεια, η οποία είναι Πρόσωπο, Αυτό του Θεανθρώπου, και στην Πίστη που μας αποκάλυψε και μας κληροδοτήθηκε από την Αγία μας Παράδοση λειτουργούν όχι με την ευσέβεια αλλά στασιάζουν δελεαζόμενοι από την επιθυμία που ανάβει η φαντασία τους. Διότι, έμαθαν να διαμορφώνουν την γνώμη τους (δόξα) όχι σύμφωνα με την πορεία της νοεράς οδού (νους→διάνοια→δόξα), η οποία φωτίζεται ο νους και οδηγεί ασφαλώς αλλά αντίστροφα μέσω της αισθησιαρχικής οδού (δόξα←φαντασία←αίσθησις), με την οποία αμμβλύνεται το πευματικό αισθητήριο και η διάνοια του ανθρώπου πορεύεται στα τυφλά. Επίσης, δείξαμε, πως η φαντασία που μεσολαβεί μεταξύ αισθήσεως και δόξας (γνώμης) έχει την δυνατότητα να πείθει την διάνοια να αποδεχθεί την κακή δόξα, όταν αυτή δεν τρέφεται από την νοερά αίσθηση με την πληροφορία κατά την Θεοπτία ή τουλάχιστον κατά τον αγώνα μας προς τον φωτισμό. Θα διερωτώνται όμως ορισμένοι αναγνώστες: τί σχέση έχει η λειτουργική Παράθεση των πιστών με την οποία κλείσαμε το Η’ κεφάλαιο με το πώς διαμορφώνεται η δόξα (γνώμη), όχι μόνο στον κάθε άνθρωπο γενικά αλλά και στους εκκλησιαστικούς ταγούς ειδικά. Διότι, για τους αναγνώστες του προηγούμενου κεφαλαίου έγινε μια παράδοξη μετάβαση στο άσχετο, φαινομενικά, λειτουργικό θέμα της Παράθεσης, λησμονώντας ότι κάθε φωτισμός προς εμάς από τον πατέρα των φώτων αλλά και κάθε αναφορά μας, ευχαριστία, δια μέσου της Θεοτόκου και των Αγίων επιτυγχάνεται.
II. ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΕ ΕΜΑΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
Όντως οι άκτιστες ενέργειες του Θεού που πηγάζουν από την άκτιστη ουσία Του και κάνουν τον υπερβατικό Θεό κατά τι μεθεκτό από τον κτιστό και πεπερασμένο άνθρωπο δια της Θεομήτορος φτάνουν σε μας. Αν στα αγγελικά τάγματα ο φωτισμός και η γνώση μεταδίδεται ιεραρχικά από το ένα στο άλλο, και τις αποκαλύψεις και τα μυστήρια τα διδάσκουν οι ανώτερες τάξεις στις κατώτερες και αυτές σε μας τους ανθρώπους, ο φωτισμός αυτός μετά την ενανθρώπηση του Υιού και λόγου του Θεού περνά από τον Θεό στους αγγέλους μέσω της Θεοτόκου. «Χαίροις μετὰ Θεὸν ἡ Θεὸς τὰ δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα. Ἀμέσως δεχομένη τῶν ἐκ Θεοῦ δωρεῶν τὸ πλήρωμα ὅλον καὶ εἰς ἅπαντας, ἀγγέλους ἀνθρώπους τε, τοῦτο διαπορθμεύουσα. Πατρὸς ἡ νύμφη, τοῦ Υἱοῦ μήτηρ ἄσπιλος, καὶ τοῦ Πνεύματος Ναὸς ἅγιος πάμφωτος. Τέλος τὸ σκοπιμώτατον, καὶ ὕστατον Πάναγνε Δημιουργίας ἁπάσης δι’ ἣν ὁ κόσμος ἐγένετο καὶ Σοῦ τῇ γεννήσει ἡ αἰώνιος τοῦ Κτίστου Βουλὴ πεπλήρωται» ὑμνολογεῖ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης εκφράζοντας την πίστη της Εκκλησίας. Καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἐπιμένει· «Ἡ ὑμνωδία ἄλλως τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας ἐκφράζει τὸ στερρὸν τῆς καθόλου Ἐκκλησίας φρόνημα τὸ ἐπικρατῆσαν ἐν αὐτὴ ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων καὶ μέχρις ἡμῶν διασωθέν. Ἐκεῖ δὲ ὅπου λαλεῖ ἡ οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία σιγησάτω πᾶσα γλώσσα βροτεία· διότι ὅταν ὁμιλεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὁμιλεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸ ἅγιον· ὁ δὲ τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀντιλέγων τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιλέγει».
III. Η ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ ΕΦΙΚΤΗ ΧΑΡΙΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Ὅλες πράγματι τὶς ὑπάρξεις, διὰ μέσου τῶν ὁποίων φανερώνεται ἰδιαίτερα ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, ἡ Παρθένος τὶς ξεπερνᾶ στὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἁγιότητα, ὅπως ἀκριβῶς ἀπ’ ὅλα τὰ σώματα εἶναι φυσικὸ νὰ εἶναι καθαρότερα ἐκεῖνα ποὺ βρίσκονται πιὸ κοντὰ στὸ φῶς. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Θεὸς βρίσκεται κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο παντοῦ, ἡ διαφορετικὴ φανέρωσή Του πρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὀφείλεται στὰ κτίσματα. Κι ἂν αὐτὸ εἶναι σωστὀ, ποιος τότε δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ Παρθένος εἶναι ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους κι ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀγγέλους πιὸ ἱερή; Γιατὶ βέβαια διὰ μέσου τῶν ἀγγέλων δόθηκαν στοὺς ἀνθρώπους οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὁ παλαιὸς νόμος, ὁ «δι’ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος», ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος, καὶ τ’ ἄλλα σημεῖα (θαύματα) ποὺ φανερώνουν τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ἡ Παρθένος δὲν ἀνήγγειλε τὸν Θεό μέχρι μόνο αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἀλλὰ ἀποκάλυψε στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἴδια τὴν ἐνυπόστατη Σοφία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι ἀπλῶς μὲ σημεῖα καὶ εἰκόνες, ἀλλὰ μὲ τρόπο ἄμεσο, φανέρωσε δηλαδὴ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ, τὸν Σωτῆρα, κι αὐτὸ ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ στὶς ἀγγελικὲς Ἀρχὲς καὶ Ἐξουσίες, γιατὶ «ἔπρεπε νὰ γίνει γνωστή», λέει ὁ Παῦλος, «καὶ στὶς Ἀρχὲς καὶ στὶς Ἐξουσίες ἡ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ». Καὶ δὲν εἶπε· «γιὰ νὰ γίνει περισσότερο γνωστή», σὰν νὰ εἶχε καὶ προηγουμένως ὡς ἕνα σημεῖο γίνει γνωστή, ἀλλὰ ἀπλῶς· «γιὰ νὰ γίνει γνωστή». Γιατὶ θέλει ἔτσι, νομίζω, νὰ ὑποδηλώσει ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο γνώση τοῦ Θεοῦ ἦταν τόσο ἀμυδρή, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ γίνει καμμιὰ σύγκριση μὲ τὴ δεύτερη, αὐτὴ ποὺ μᾶς ἔφερε ἡ Παρθένος.
IV. Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΑΛΛΗ ΠΙΣΤΗ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΑΡΕΔΩΣΕ Ο ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΦΟΣΟΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Δεδομένου ότι η Θεία Λειτουργία εκφράζει την εν Προσώπω υπερφυσική αποκάλυψη του Θεού Λόγου με όλο το έργο της Θείας Οικονομίας, αφού ως Μυσταγωγία αυτό είναι, ανακεφαλαίωσις όλου του απολυτρωτικού έργου του Θεανθρώπου, το οποίο ευδόκησε ο Θεός Πατήρ και τελεσιουργείται εν Αγίω Πνεύματι, τότε σαφώς εκράζει και την αυτή Πίστη ως διδασκαλία με συγκεκριμένο δογματικό περιεχόμενο, την οποία ονομάζουμε εξ ακοής Πίστη που μας αποκάλυψε ο Ιησούς Χριστός με την ενανθρώπησή Του. Και, σαφώς, αυτό το περιεχόμενο του Κανόνος της Πίστεως δεν νοείται να επηρεάζεται από την γνώμη, την δόξα, του εκάστοτε εκκλησιαστικού ταγού, όποιος και αν είναι αυτός, και οποιοδήποτε εκκλησιαστικό αξίωμα και αν φέρει, επειδή απλά και μόνο έχει χειροτονηθεί κανονικώς και έχει, οπωσδήποτε, Αποστολική Διαδοχή. Η αρχή της εν Χριστώ ζωής του κάθε Χριστιανού είναι το Βάπτισμα “ἀρχὴν μὲν τὸ τοῦ ἐμοῦ Χριστοῦ βάπτισμα λαμβάνει, τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς, τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον· ἐνεργεῖ δὲ τὴν ἐμὴν κάθαρσιν, καὶ βοηθεῖ τῷ φωτὶ, ὃ παρ᾿ αὐτοῦ λαβόντες ἄνωθεν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἐκ τῆς ἁμαρτίας ἐζοφώσαμέν τε καὶ συνεχέαμεν” (Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος λθ΄. Εἰς τὰ ἅγια Φῶτα). Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να λαμβάνει κανείς το φως και να μην ορά. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο για όποιον δεν έχει οφθαλμούς. Πόσο όμως μπορεί να σταθεί, όχι πνευματικά αλλά ούτε καν λογικά, να γίνεται κάποιος επίσκοπος και να μην έχει ως πνευματικούς οφθαλμούς την Πίστη και την Διάκριση; Υπάρχει αμφιβολία ότι «Ορθοδοξία» είναι το να βλέπει κανείς ορθά μέσα στο άκτιστο Φως την Αλήθεια; Γιατί, άραγε, ο Θεάνθρωπος έκανε λόγο για τον λύχνο του σώματος; « Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον;» Δεν ήταν ο σκοπός Του η αναγωγή του νοήματος της διδασκαλίας Του στην νοερά όραση από τον οφθαλμό της ψυχής που είναι ο νους; Η νοερά όμως αυτή όρασις δεν είναι το ίδιον (χαρακτηριστικό γνώρισμα) της Ορθοδοξίας; Όλη η Ορθόδοξος ασκητική Παράδοσις τί είναι; Δεν είναι η «ἐπιστροφὴ τοῦ νοὸς ἐν τῇ καρδίᾳ», δια της οποίας ο νους καθαίρεται και φωτίζεται, γι’ αυτό και κατοπτεύει, ορά, και έτσι αποκτά ο χριστιανός την θείαν γνώσιν και κατά συνέπεια την σωτηρία του; «Αὓτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἳνα γινώσκωσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν» (Ιω. 17,3). Σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη: «Η αληθινή πίστη περί του Θεού και η απλανής γνώση των όντων αποτελούν την τέλεια ορθοδοξία των δογμάτων. Ορθή αντίληψη περί των όντων είναι η αληθινή γνώση των ορατών και των αοράτων. Ορατά είναι τα αισθητά· αόρατα είναι τα νοητά και λογικά και νοερά και θεία».
V. ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΒΑΣΙΚΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΡΟΝΩΝ ΔΙΑΔΟΧΟΣ: ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΡΟΠΩΝ ΜΕΤΟΧΟΣ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΤΗΝ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ
Αν ο Επίσκοπος είναι όντως, εν τη πράξει, εγγυητής στην διαφύλαξη της αυθεντικής μαρτυρίας της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως, αυτής της εξ ακοής Πίστεως με συγκεκριμένο δογματικό περιεχόμενο επισκοπώντας, ώστε να μην αλλοτριωθεί, όταν μάλιστα σε δεδομένη ιστορική φάση βάλλεται από την αίρεση τότε, και με αυτή την προϋπόθεση, επειδή ο ίδιος είναι Χριστοκεντρικός και ζωντανό μέλος της Εκκλησίας, καθώς δεν αμαρτάνει προς θάνατο με την αίρεση που εισήλασε, κρατώντας κοινωνία με τον Ίδιο τον Κύριο, τότε ως φρουρός σ’ αυτή την αποστολή και λειτουργία είναι ο φορέας της Χάριτος και στέκεται εις “Τύπον και Τόπον Χριστού” από τον οποίο αν αποκοπούν οι πιστοί θέτουν εαυτούς εκτός Εκκλησίας. Είναι, λοιπόν, ο επίσκοπος προεστώς της Εκκλησιαστικής συνάξεως και πρόεδρος της τοπικής Εκκλησίας και δι’ αυτού κρατούν κοινωνία οι πιστοί ανά την Οικουμένη, εφόσον, δεν είναι μόνο θρόνων διαδάχος αλλά και τρόπων μέτοχος των Αποστόλων. Επομένως, κανείς αληθινά ορθόδοξος δεν ισχυρίζεται ότι η Εκκλησία δεν είναι επισκοποκεντρική. Είναι όμως επισκοποκεντρική χωρίς να παύσει να είναι πρωτίστως Χριστοκεντρική. Επειδή, είναι Χριστοκεντρική είναι και επισκοποκεντρική. Είναι φύσει Χριστοκεντρική και χάριτι επισκοποκεντρική. Ο επίσκοπος, σαφώς, δεν κρύπτει τον Χριστό, καθώς και η σελήνη δεν κρύπτει τον ήλιο, αλλά αντανακλά το δικό Του ανέσπερο Φως. Είναι προπομπός Αυτού σαν τον αστέρα, τον Αυγερινό. Συνάπτει τους πιστούς με τον Νυμφίο Χριστό ως νυμφαγωγός και δεν καθίσταται ο ίδιος νυμφίος για να χωρίσει τους χριστιανούς από τον Κύριο εν καιρώ αιρέσεως. Τον φανερώνει όπως και ο Τίμιος Πρόδρομος τον έδειχνε δακτυλοδεικτώντας Τον· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ»(Ιω.1,36). Πόσο διαφορετική θα ήταν η νοοτροπία στην διοίκηση της Εκκλησίας, αν οι επίσκοποι είχαν συνειδητοποιήσει και για τον εαυτό τους το βασικό, «οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσιν δι’ αὐτοῦ. οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ’ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός» (Ιω.1,7-8).
VI. Η ΝΟΕΡΑ ΔΙΑΒΑΣΙΣ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΘΗΚΕ Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Αυτή η αποκάλυψη του όντως Όντος έγινε σε μας γιατί υπούργησε στο μυστήριο της Θείας ενανθρωπήσεως η Κυρία Θεοτόκος. ΕΑν τὸ μυστήριον τῆς ἐνσάρκου Οἰκονομίας εἶναι ἡ ἀρχαία βουλή, τὸ κατ’ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρός, καθὼς λέγουν ὁ Προφήτης Ἠσαΐας καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐὰν ἡ ἐνανθρώπισις τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι «τὸ ὑψηλότερον, τὸ εὐγενέστερον καὶ τὸ τελειότερον ἔργον τῆς δημιουργικῆς Θείας σοφίας καὶ δυνάμεως»,«ἡ Ἀρχὴ τῶν ὁδῶν Κυρίου», χωρὶς τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου, δὲ θὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ χωρέσει τὸ ἀρχέτυπο! Ἂν Κτίστης καὶ κτίσις δὲν ἐνώνονταν καθ’ ὑπόστασιν, πῶς θά ἀνακεφαλαιώνονταν τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια; Όμως αὐτὴ η συνάφεια τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μὲ τὸν Θεὸ ἔγινε μὲ τὴν συγκατάθεση τῆς ἁγίας Παρθένου! Ἡ Παρθενομήτωρ κατέστη μεθόριο κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως καὶ χώρα τοῦ ἀχωρήτου. Ἀπὸ τὸ ξεκίνημα τῆς ζωῆς κιόλας, ὅπως λέγουν, ἡ Πάναγνη ἀποτραβήχθηκε ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀφοῦ ἔφυγε ἀπὸ τὸν ἔνοχο βίο, διάλεξε τὴν ἀόρατη (ἀθεώρητη) σὲ ὅλους καὶ ἀκοινώνητη (ἡσυχαστική) ζωή, διαμένοντας στὰ ἄδυτα. Μέσα σ’ αὐτὰ, ἀφοῦ λύθηκε ἀπὸ κάθε ὐλικὸ δεσμό καὶ ἐξετίναξε κάθε σχέση καὶ ἀνυψώθηκε πάνω καὶ ἀπό αὐτὴν τὴ συμπάθεια πρὸς τὸ σῶμα της, συνῆψε τὸ νοῦ της μὲ τὴν πρὸς τὸν ἑαυτό στροφὴ καὶ προσοχὴ καὶ μὲ τὴν ἀδιάλλειπτη θεία προσευχή. Καὶ δι’ αὐτῆς ἐρχομένη τελείως στὸν ἑαυτό της καὶ ὑπερβαίνοντας τὸν πολύμορφο συρφετό τῶν λογισμῶν,διέκρινε νέα καὶ ἀπόρρητη ὁδὸ στοὺς οὐρανούς ποὺ θὰ τὴν ἔλεγα νοητὴ σιγή (Άγος Γρηγόριος Παλαμάς).
VII. ΟΙ ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
«...ἐπινοεῖ (η Παναγία μας) μίαν πρᾶξιν νοεράν, πλέον ὑψηλοτέραν ἀπὸ τὴν θεωρίαν τῶν παλαιῶν, καὶ μίαν θεωρίαν τόσον ὑψηλοτέραν ἀπὸ τὴν πολυθρύλητον θεωρίαν τῶν παλαιῶν, ὅσον διαφέρει καὶ εἶναι ὑψηλοτέρα ἡ ἀλήθεια ἀπὸ τὴν φαντασίαν.... ὁ ἄνθρωπος λέγω, ἔχει δύο ἐναντίας δυνάμεις, τὸν νοῦν καὶ τὴν αἴσθησιν, ἡνωμένας μὲ σοφίαν ἀπόρρητον τοῦ Δημιουργοῦ, ὅστις ἑνώνει τὰ φύσει ἀκοινώνητα πράγματα. Τὰς δὲ ἄλλας δυνάμεις τῆς ψυχῆς, τὴν διάνοιαν, τὴν δόξαν καὶ τὴν φαντασίαν τὰς μεταχειρίζεται ὡσὰν συνδέσμους διὰ νὰ ἑνώσῃ αὐτὰ τὰ δύο ἄκρα ἐναντία ὁποὺ εἴπομεν, ἤτοι τὸν νοῦν καὶ τὴν αἴσθησιν· καθὼς βλέπομεν καὶ εἰς τὰ τέσσερα σημεῖα [στοιχεῖα] τοῦ κόσμου, πὼς ἀνάμεσα εἰς τὴν φωτίαν καὶ τὸ νερὸν εἶναι ὁ ἀέρας, καὶ ἀνάμεσα εἰς τὴν γῆν καὶ τὸν ἀέρα εἶναι τὸ νερόν, καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἑνώνονται ἐκεῖνα ὁποὺ εἶναι ἐνάντια.῎Ετσι συνίσταται ὁ μέγας κατὰ τὴν ποσότητα κόσμος, καὶ ἔτζι συνίσταται ὁ μέγας κατὰ τὸ ἀξίωμα κόσμος, ἤτοι ὁ ἄνθρωπος. Καὶ οἱ δύο γὰρ οὗτοι κόσμοι κατὰ τοῦτο ὁμοιάζουσι μεταξύ των· πλὴν ὁ μὲν κόσμος ὑπερέχει τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸ μέγεθος· ὁ δὲ ἄνθρωπος ὑπερέχει τοῦ κόσμου κατὰ τὴν σύνεσιν. Εὑρίσκεται δὲ ὁ ἕνας, ἤτοι ὁ ἄνθρωπος, θησαυρισμένος μέσα εἰς τὸν ἄλλον· καθὼς λόγου χάριν καὶ εἰς μίαν οἰκίαν· ἢ ὡσὰν μέσα εἰς βασιλικὰ παλάτια νὰ εὑρίσκεται, ὄχι βασιλεὺς (διατὶ τοῦτο, φεῦ! τὸ ἀξίωμα τὸ ἔχασε [ὁ ἄνθρωπος] διὰ τὴν παρακοήν), ἀλλὰ ἕνα φόρεμα βασιλικὸν ὡραιοπλούμιστον καὶ πολυέξοδον. ᾿Επειδή, τὰ μὲν βασιλικὰ παλάτια εἶναι κτισμένα ἀπὸ πέτρας ναὶ μεγάλας, μὰ εὐκολοαγοράστους καὶ ὀλιγοτιμήτους, ἀλλὰ τὸ βασιλικὸν φόρεμα εἶναι κατασκευασμένον ἀπὸ λιθαράκια ναὶ μικρά, μὰ πολύτιμα καὶ δυσεύρετα. [56.] Καὶ τρόπον τινά, ὁ μὲν νοῦς παρομοιάζει μὲ τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ κόσμου ὁποὺ εἶναι ὁ οὐρανός, ἡ δὲ αἴσθησις μὲ τὸ κατώτερον μέρος ὁποὺ εἶναι ἡ γῆ, ἡ δὲ διάνοια, ἡ δόξα καὶ ἡ φαντασία παρομοιάζουν μὲ τὰ ἀναμεταξὺ στοιχεῖα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς· ὄχι δὲ μόνον παρομοιάζουν ἀλλὰ καὶ ὑπερέχουν ἀπὸ αὐτά. Πόσον εἶναι ὁ νοῦς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν μεγαλύτερος, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ, καὶ γνωρίζει τὸν Θεὸν μόνος ἀπὸ ὅλα τοῦ κόσμου τὰ πράγματα; καὶ ἠμπορεῖ ἂν θελήσῃ νὰ γένῃ καὶ Θεὸς κατὰ χάριν καὶ ἀναβιβάσῃ πρὸς τὸν Θεὸν τοῦτο τὸ γεῶδες καὶ ταπεινὸν σῶμα; Πόσον ἡ αἴσθησις διαφέρει ἀπὸ τὴν γῆν, ἡ ὁποία ὄχι μόνον γνωρίζει τὸ διαφορετικὸν μέγεθος καὶ τὰς ποιότητας τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀκόμη ἀντιλαμβάνεται τοῦ οὐρανοῦ, καὶ βλέπει τὰς διαφόρους κινήσεις καὶ συνόδους τῶν φωστήρων καὶ τῶν ἀστέρων καὶ τὰς διαστάσεις ὁποὺ ἔχουσιν ἀναμεταξύ των· ὥστε ὅπου ἀπὸ αὐτὰς τὰς περιέργους παρατηρήσεις τῆς αἰσθήσεως ἔγινεν ἡ ἀστρονομικὴ ἐπιστήμη· ἀλλὰ καὶ τὰ μεταξὺ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς στοιχεῖα κατώτερα εἶναι εἰς τὴν ἀξίαν ἀπὸ τὶς δυνάμεις ὁποὺ εὑρίσκονται ἀνάμεσα εἰς τὸν νοῦν καὶ εἰς τὴν αἴσθησιν, ἤτοι ἀπὸ τὴν διάνοιαν, δόξαν καὶ φαντασίαν ἀγκαλὰ καὶ νὰ ἔχωσι κάποιαν ὁμοιότητα μὲ αὐτάς, καὶ νὰ ὑπερέχωσι κατὰ τὸ μέγεθος. ῾Η αἴσθησις λοιπὸν εἶναι μία ἄλογος δύναμις τῆς ψυχῆς, ὁποὺ αἰσθάνεται τὰ αἰσθητὰ πράγματα ὅταν εἶναι παρόντα· ἡ δὲ φαντασία ἔχει τὴν ἀρχήν της ἀπὸ τὴν αἴσθησιν, ὅμως κάμνει τὴν ἐνέργειάν της καὶ ὅταν λείπουν τὰ αἰσθητὰ ἀντικείμενα, καὶ ἡ ὁποία φαντασία λέγεται νοῦς, ἐπειδὴ χωρὶς τὰ αἰσθητὰ ἐνεργεῖ, ὅμως ὀνομάζεται παθητικὸς νοῦς, διατὶ ἐκεῖνα ὁποὺ βλέπει τὰ βλέπει μὲ διάστημα καὶ χωριστὰ τὸ καθένα καὶ ὄχι ἑνοειδῶς καὶ χωρὶς διάστημα· ἡ δὲ δόξα εἶναι δύο λογιῶν· καὶ ἐκείνη μὲν ἡ δόξα ὁποὺ γεννᾶται ἄνωθεν ἀπὸ τὴν διάνοιαν εἶναι λογική. ῾Η δὲ διάνοια εἶναι πάντοτε λογική, ὅμως μεταβαίνει καὶ αὐτὴ ἀπὸ ἕνα νόημα εἰς ἄλλο νόημα καὶ πηγαίνει καὶ καταντᾶ κάτω ἀπὸ τὴν λογικὴν δόξαν. ῞Ολαι δὲ αὐταὶ αἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς κάμνουν τὴν ἐνέργειάν των καὶ συστένονται μὲ τὸ μέσον καὶ ὄργανον τοῦ ψυχικοῦ καὶ λεπτοτάτου πνεύματος ὁποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸν ἐγκέφαλον. ῾Ο νοῦς δὲ μόνον δὲν ἔχει κανένα ὄργανον μὲ τὸ ὁποῖον νὰ ἐνεργῇ, ἀλλὰ εἶναι μία οὐσία τελειοτάτη ἀπὸ λόγου της, καὶ κάμνει τὴν ἐνέργειάν της ἀφ᾿ ἑαυτῆς χωρὶς ὄργανον· ἀγκαλὰ καὶ καταβιβάζει τὴν ἐνέργειάν του κάτω εἰς τὰς κατωτέρας δυνάμεις διὰ τὴν ζωὴν ταύτην τὴν ψυχικὴν καὶ πολυμέριστον, ἢτις κυβερνᾶται μὲ τὴν διάνοιαν. [57.]
VIII. ΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΜΙΑ-ΜΙΑ ΤΙΣ ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΝΑ ΕΝΩΘΕΙ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΤΑ ΧΑΡΙΝ
᾿Αλλὰ διὰ ποίαν ἀφορμὴν ἐδιαίρεσα τὰς ψυχικὰς ταύτας δυνάμεις, καὶ διατί τρόπον [πρῶτον] ἀπαρίθμησα τὰ διάφορα εἴδη τῆς ἀρετῆς, ἔπειτα εἶπον περὶ τῶν τῆς ψυχῆς δυνάμεων; ὁ σκοπός μου δὲν ἦτον ἄλλος, παρὰ διὰ νὰ φανερώσω, πὼς τὰ σπέρματα καὶ οἱ ἀρχὲς τῶν ἀρετῶν εἶναι ἀπὸ τὰς ψυχικὰς δυνάμεις καὶ ἀπὸ αὐτὰς κρέμονται καὶ ἔχουσι τὸ εἶναι. Λοιπὸν ἡ Θεόσοφος Παρθένος Μαρία, ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ τὰς ἀρετὰς ἐκείνας ὁποὺ εἴπομεν τὰς πρακτικάς τε καὶ θεωρητικάς, δὲν ἐδύνετο νὰ εὕρῃ οἰκειότητα καὶ ἕνωσιν μὲ τὸν Θεόν, ἠρεύνα τὰς ψυχικάς της δυνάμεις, ἀνίσως καὶ εὕρῃ καμμία ἀπὸ αὐτὰς ὄργανον καὶ μέσον νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Θεόν. ῞Οθεν εὗρε τὴν μὲν φαντασίαν καὶ αἴσθησιν, πὼς εἶναι παντελῶς ἄλογοι, καὶ πὼς δὲν ἠμποροῦν ν᾿ ἀναβοῦν ὑπεράνω ἀπὸ τὰ αἰσθητά· τὴν δὲ δόξαν καὶ τὴν διάνοιαν εὗρε, πὼς εἶναι μὲν λογικές, ὅμως δὲν εἶναι χωρισμένες ἀπὸ τὴν φαντασίαν, ἢτις εἶναι τὸ ταμεῖον τῶν αἰσθήσεων· καὶ πρὸς τούτοις ἐστοχάσθη, πὼς αὐταὶ αἱ δύο δυνάμεις κάμνουσι τὴν ἐνέργειάν των μὲ τὸ ὄργανον τοῦ ζωτικοῦ καὶ ψυχικοῦ πνεύματος τοῦ ἐγκεφάλου· διὰ τοῦτο εἶπε καὶ ὁ ᾿Απόστολος, πὼς ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ πνεύματος. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἐλαττώματα εὑρίσκουσα ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν δόξαν καὶ τὴν διάνοιαν ἐζήτει διὰ νὰ εὕρῃ μίαν ζωὴν νοερὰν ἀληθῶς καὶ ὑψηλοτέραν ἀπὸ τὰς δυνάμεις ταύτας, καὶ παντελῶς ἄμικτον ἀπὸ τὰ κάτω καὶ γήϊνα. Διατὶ ἠγάπα τὸν Θεὸν μὲ ἕνα ὑπερβολικὸν πόθον καὶ τὴν μετ᾿ αὐτοῦ θείαν ἕνωσιν· καθὼς γὰρ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαπᾷ τινὰς τὸ αἰσθητὸν φῶς, καὶ νὰ μὴν ἀγαπᾷ ἐν ταὐτῷ καὶ τὸν ἢλιον, ὁποὺ εἶναι πηγὴ τοῦ φωτός· τέτοιας λογῆς καὶ ὅποιος ἀγαπᾶ τὰς ἀρετὰς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἀγαπᾷ ἐν ταὐτῷ καὶ αὐτὸν τὸν Θεόν. [58.] ῞Οθεν εἰς τοῦτον τὸν ἱερὸν καὶ ἔνθεον ἔρωτά της εὑρίσκει ἡ Παρθένος ὄργανον φυσικὸν ἀκριβῶς τὸ ἀκρότατον πρᾶγμα ἀπὸ ὅσα εὑρίσκονται εἰς τὸν ἄνθρωπον, τὴν μόνην τελείαν καὶ παντελῶς ἀμέριστον τοῦ ἀνθρώπου οὐσίαν, ἤτοι τὸν νοῦν· ὁ ὁποῖος νοῦς ὡσὰν ὁποὺ εἶναι εἶδος τῶν εἰδῶν περιορίζει καὶ ἑνοποιεῖ τὰς διαφόρους μεταβατικὰς κινήσεις τῆς διανοίας, αἱ ὁποῖαι γίνονται πάντοτε μὲ μετάβασιν καὶ διαίρεσιν, καθὼς κινοῦνται τὰ ἑρπυστικὰ ζῶα· εἰς τὰς ὁποίας ὅλαι αἱ ἐπιστῆμαι ἐπιστηρίζονται. Διατὶ ἀγκαλὰ καὶ ὁ νοῦς καταβαίνει, ὡς εἴπωμεν, εἰς τὴν διάνοιαν καὶ διὰ τῆς διανοίας καταβαίνει εἰς τὴν πολυμέριστον ταύτην ζωὴν καὶ μεταδίδει τὰς ἐνεργείας του εἰς ὅλας τὰς ψυχικὰς δυνάμεις, ὅμως ἔχει ἀναμφιβόλως καὶ μίαν ἄλλην ἐνέργειαν ὑψηλοτέραν ἐδικήν του, τὴν ὁποίαν αὐτὸς ἐνεργεῖ καθ᾿ ἑαυτὸν καὶ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ του χωρὶς νὰ χρειασθῇ καμμίαν ἄλλην δύναμιν, ὡσὰν ὁποὺ εἶναι ἀθάνατος, καὶ ἔχει φυσικὰ δύναμιν νὰ διαμένῃ καθ᾿ ἑαυτὸν τόσον ὅταν χωρισθῇ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὰς σωματικὰς αἰσθήσεις, ὅσον καὶ ὅταν ἀκόμη εὑρίσκεται ἡνωμένος μὲ τὸ σῶμα· πλὴν μὲ ἄσκησιν ἄκραν καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τῆς θείας χάριτος δύναται νὰ ἀναβῇ ὑψηλότερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ποικιλότροπον καὶ πολυσχημάτιστον καὶ χαμερπῆ ζωὴν καὶ νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ καθὼς ὁ καβαλάρης ἔχει δύο ἐνεργείας, τὴν μίαν νὰ κυβερνᾷ τὸ ἄλογον, τὴν ἄλλην τὴν καλυτέραν καὶ ὑψηλοτέραν διὰ νὰ ἐνεργῇ καθ᾿ ἑαυτὸν ὡς ἄνθρωπος, τὴν ὁποίαν δύναται νὰ ἐνεργῇ ὄχι μόνον ἀφοῦ καταβῇ ἀπὸ τὸ ἄλογον, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι καβαλάρης· ἀνίσως ὅμως καὶ δὲν δώσῃ ὅλως δι᾿ ὅλου τὸν ἑαυτόν του θεληματικῶς μόνον εἰς τὴν ἐπιμέλειαν τοῦ ἀλόγου. Τοιουτοτρόπως καὶ ὁ νοῦς ἀνίσως δὲν δοθῇ ὅλως δι᾿ ὅλου εἰς τὴν ἐπιμέλειαν τοῦ σώματος καὶ εἰς τὰ γήϊνα, ἠμπορεῖ καὶ ὄντας ἀκόμη ἡνωμένος μὲ τὸ σῶμα, νὰ ἐνεργῇ τὴν ἐδικήν του ἐνέργειαν καθ᾿ ἑαυτόν, διὰ μέσου τῆς ὁποίας δύναται νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Θεόν, ἀγκαλὰ καὶ νὰ εἶναι πολλὰ μακρὰν ἀπὸ αὐτὸν διὰ τὸν φυσικὸν δεσμὸν ὁποὺ ἔχει μὲ τὸ σῶμα καὶ διὰ τὰς πολλὰς σχέσεις ὁποὺ ἔχει μὲ τὰ γήϊνα εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. [59.] Ταύτας λοιπὸν τὰς γηΐνας σχέσεις ἀποβαλοῦσα ἡ Παρθένος ἀπὸ τὴν πρώτην ἀρχὴν τῆς ζωῆς της, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ φυγοῦσα τὸν ἁμαρτωλὸν βίον, ἐδιάλεξε μίαν ζωὴν ἀθεώρητονἀπὸ ὅλους ἐνδιατρίβουσα μέσα εἰς τὰ ἅγια, εἰς τὰ ὁποῖα διατελοῦσα ἐλύθη ἀπὸ κάθε δεσμὸν ὑλικόν· ἀπετίναξε κάθε σχέσιν· ἀνέβη ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀγάπην ἕως καὶ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου σώματός της καὶ οὕτως ἢνωσε τὸν νοῦν της εἰς τὸν ἑαυτόν του μὲ μίαν στροφὴν καὶ προσευχὴν καὶ μὲ θείαν καὶ παντοτεινὴν προσευχήν· καὶ διὰ μέσου αὐτῆς τῆς στροφῆς τοῦ νοὸς ἡνώθη ὅλως δι᾿ ὅλου μὲ τὸν ἑαυτόν της· ὑψώθη ἐπάνω ἀπὸ κάθε πολύμορφον σκούπιδον τῶν λογισμῶν καὶ ἁπλῶς ἀπὸ κάθε εἶδος καὶ σχῆμα, καὶ ἔτζι κατεσκεύασε μίαν καινούριαν στράταν εἰς τοὺς οὐρανούς, δηλαδή, τὴν νοητὴν (διὰ νὰ τὴν ὀνομάσω ἔτζι) σιωπήν, εἰς τὴν ὁποίαν προσκολήσασα τὸν νοῦν της, ἀναβαίνει ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα, καὶ βλέπει δόξαν Θεοῦ τελειότερον ἀπὸ τὸν Μωϋσῆν, καὶ ὁρᾶ θείαν χάριν, ἢτις δὲν καταλαμβάνεται τελείως ἀπὸ τὴν αἴσθησιν, ἀλλὰ εἶναι ἕνα ἱερὸν καὶ χαριέστατον θέαμα μοναχῶν τῶν ψυχῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἁγίων ἀγγέλων. ᾿Αφ᾿ οὖ δὲ ἡ Παρθένος τοῦτο ἐπέτυχε, τότε ἔγινε νεφέλη φωτεινή, κατὰ τοὺς θείους μελωδούς, τοῦ ἀληθῶς ζῶντος ὕδατος, καὶ αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας καὶ τοῦ λόγου πυρίμορφον ὄχημα. [60]. Διότι χωρὶς νὰ ἐπιφοιτήσῃ ἡ χάρις εἰς τὴν ψυχήν, δὲν δύναται ποτὲ ὁ νοῦς νὰ εὕρῃ τὴν θείαν αἴσθησιν, ἢ νὰ γένῃ καθ᾿ ἑαυτὸν ἐνέργεια· καθὼς οὔτε ὁ ὀφθαλμὸς ἠμπορεῖ νὰ ἰδῇ χωρὶς τὸ αἰσθητὸν φῶς. ᾿Επειδὴ εἰς τὰ ἀΐδια καὶ νοητὰ κτίσματα, αὐτὸς ὁ Θεὸς εἶναι φῶς καὶ ὄχι ἄλλο κανένα κατὰ τὸν εἰπόντα Θεολόγον Γρηγόριον· «ὅπερ ἐστὶ τοῖς αἰσθητοῖς ἢλιος, τοῦτο τοῖς νοητοῖς Θεός», καὶ καθὼς ὅταν ἡ ὅρασις βλέπῃ καὶ αὐτὴ γίνεται φῶς καὶ μὲ τὸ φῶς ἑνώνεται καὶ μὲ τὸ φῶς βλέπει· καὶ πάλιν αὐτὸ τὸ ἴδιον φῶς, πρῶτον βλέπει πὼς εἶναι χυμένον εἰς ὅλα τὰ ὁρατά, τοιουτοτρόπως καὶ ἐκεῖνος ὁποὺ ἀξιωθῆ τὴν θείαν ἀλλοίωσιν, ὅλος γίνεται ὡσὰν φῶς, καὶ μαζὶ μὲ τὸ φῶς εἶναι, καὶ μὲ τὸ φῶς βλέπει νοητῶς ἐκεῖνα ὁποὺ εἶναι κεκρυμμένα ἀπὸ ὅλους χωρὶς τῆς θείας ταύτης χάριτος. ᾿Επειδὴ καὶ ἔγινεν ὄχι μόνον ἐπάνω ἀπὸ τὰς σωματικὰς αἰσθήσεις, ἀλλὰ καὶ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἄλλο πρᾶγμα, ὁποὺ εἶναι γνωστὸν τόσον εἰς ἡμᾶς, ὅσον καὶ εἰς τοὺς ὑπὲρ ἡμᾶς ἀΰλους ἀγγέλους. Διότι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ βλέπουσι τὸν Θεὸν κατὰ τὸν ἀψευδῆ τοῦ Κυρίου μακαρισμόν· ὁ ὁποῖος Θεός, μὲ τὸ νὰ εἶναι φῶς, κατὰ τὸν θεῖον θεολόγον ᾿Ιωάννην, ἐμφανίζει καὶ κατοικίζει τὸν ἑαυτόν του εἰς ἐκείνους ὁποὺ τὸν ἀγαποῦν, τηροῦντες τὰς ἐντολάς του καὶ ἀνταγαπῶνται ὑπ᾿ αὐτοῦ κατὰ τὴν ἀψευδῆ του ὑπόσχεσιν. ᾿Εμφανίζει δὲ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν καθαρὸν νοῦν, ὡσὰν μέσα εἰς καθρέπτην, μένοντας αὐτὸς ἀόρατος κατὰ τὴν οὐσίαν. Τοιουτοτρόπως γὰρ γίνεται ἡ εἰς τὸν καθρέπτην θεωρία, τὸ νὰ φαίνεται μέν, νὰ μὴ βλέπεται δέ. Διότι ἀδύνατον εἶναι παντελῶς, νὰ βλέπῃ τινὰς πρόσωπον ἀνθρώπου μέσα εἰς καθρέπτην καὶ εἰς τὸν αὐτὸν καιρὸν νὰ βλέπῃ καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον ἄνθρωπον αὐτοπροσώπως. Καὶ εἰς μὲν τὴν παροῦσαν ζωὴν ἔτζι φαίνεται ὁ Θεὸς ὡς ἐν ἐσόπτρῳ εἰς ἐκείνους ὁποὺ ἐκαθαρίσθησαν μὲ τὴν τοῦ Θεοῦ ἀγάπην, εἰς δὲ τὴν ἄλλην ζωὴν θέλει φανερωθῇ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον. [61].᾿Αλλὰ ποῖος ἠγάπησε τὸν Θεὸν περισσότερον ἀπὸ τὴν σήμερον δοξολογουμένην παρ᾿ ἡμῶν Θεοτόκον; ποῖος δὲ ἄλλος ἠγαπήθη ἀπὸ τὸν Θεὸν περισσότερον ἀπὸ Αὐτήν; ποῖον δὲ ἄλλο κτίσμα ἐφάνη καθαρώτερον ἀπὸ Αὐτήν; ἢ καθαρὸν ἐξ ἴσου μὲ Αὐτήν, ἢ κἄν νὰ φθάσῃ κοντὰ εἰς τὴν καθαρότητά Της; Διὰ τοῦτο ἔγινε τελεία μὲ τὰς ἀκροτάτας αὐτὰς θεωρίας, καὶ ἑνωθεῖσα μὲ τὸν Θεὸν καὶ ὁμοιωθεῖσα μόνη αὐτὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀπ᾿ αἰῶνος ἁγίους, ἐτελείωσε τὴν πρὸς Θεὸν μεσιτείαν διὰ τὴν σωτηρίαν μας. Καὶ ὄχι μόνον ἀπέκτησε τὴν ὑπὲρ λόγον ταύτην ἀνάβασιν τοῦ νοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐμεταχειρίσθη ὡς μέσον διὰ λόγου μας· καὶ μὲ τὴν πρὸς Θεὸν παρρησίαν της ἐκατώρθωσε τὸ μέγα καὶ ὑπερμέγα τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας μυστήριον. Καὶ ὄχι μονάχα αὐτὴ ἔγινε καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἔκαμε καὶ τὸν Θεὸν καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ ἀνθρώπου· ὄχι εἰς τοῦτο καταπείσασα αὐτὸν ψιλῶς, ἀλλὰ ἀσπόρως κυοφορήσασα καὶ ἀφράστως γεννήσασα. Καὶ αὐτὴ μὲν ἦτον μεμορφωμένη κατὰ χάριν ἀπὸ τὸν Θεόν· διότι καὶ «κεχαριτωμένη» ὠνομάσθη ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελον Γαβριήλ. ᾿Εμόρφωσε δὲ τὸν Θεὸν μὲ τὴν ἐξ αὐτῆς ἀνθρωπίνην φύσιν, διὸ καὶ εὐηγγελίσθη ἀπὸ τὸν ἴδιο Γαβριὴλ μὲ τὸ «χαῖρε». (῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ῾Ομιλία ΝΓʹ, Εἰς τὴν πρὸς τὰ ῞Αγια τῶν ῾Αγίων Εἴσοδον... ᾿Απόδοσις ῾Οσίου Νικοδήμου ῾Αγιορείτου γὰρ ἀπολώλεκεν).
IX. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΜΑΣ
Ἡ πνευματικὴ, δηλαδὴ, γνώση στὴν ὁποία ἔφθασε ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῶν κρυπτῶν μυστηρίων, στὰ ὁποῖα μυήθηκε, ἐπειδὴ ὑφίστατο Θεία ἀλλοίωση ἀπὸ τὴν Θεία ἐνέργεια ποὺ ἐπέτυχε μὲ τὴ θεάρεστη ζωή της. Μὲ τὸ νὰ εἶναι ὅλη ἡ ὕπαρξη τῆς Πάναγνης μέσα στὸ ἄκτιστο Φῶς βλέπει ὡς γνωστὰ αὐτὰ ποὺ σὲ ὅλους μας εἶναι ἀφανῆ καὶ ἀξιώνεται νὰ γίνει μητέρα τοῦ Φωτός. Συνεπώς, όλη η βάση στην εν Χριστώ ζωή είναι να αποφύγουμε με τον αγώνα μας, αυτό, που επεσήμανε ο Μέγας Αθανάσιος, το οποίο ήδη παραθέσαμε: “οἱ δὲ ἄνθρωποι,κατολιγωρήσαντες τῶν κρειττόνων, καὶ ὀκνήσαντες περὶ τὴν τούτων κατάληψιν, τὰ ἐγγυτέρω μᾶλλον ἑαυτῶν ἐζήτησαν, ἐγγύτερα δὲτούτοις ἦν τὸ σῶμα, καὶ αἱ τούτου αἰσθήσεις”. Πρόκειται για τον τρίτο γίγαντα του νοητού Ολοφέρνη που αναφέρει ο Άγιος Μάρκος ο Ασκητής: “Στή δική μας περίπτωση ὑπάρχουν τρεῖς δυνατοί καί ἰσχυροί γίγαντες, πάνω στούς ὁποίους στηρίζεται ὅλη ἡ ἐχθρική δύναμη τοῦ νοητοῦ Ὀλοφέρνη (τοῦ διαβόλου) (Ἰουδίθ 2:4)· αὐτοί ὅταν πέσουν κάτω καί νεκρωθοῦν, εὔκολα θά ἐξασθενήσει ὅλη ἡ δύναμη τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Αὐτοί οἱ τρεῖς γίγαντες εἶναι ἡ ἄγνοια, μητέρα ὅλων τῶν κακῶν, ἡ λησμοσύνη, ἀδελφή, βοηθός καί συνεργάτης τῆς ἄγνοιας, καί ἡ ραθυμία, ἡ ὁποία ὑφαίνει τό σκοτεινό καί μαῦρο σύννεφο γιά ἔνδυμα καί σκέπασμα τῆς ψυχῆς καί ἡ ὁποία στηρίζει καί δυναμώνει τίς ἄλλες δύο καί τούς δίνει ὕπαρξη καί φυτεύει στήν ἀμελέστατη ψυχή τήν κακία καί τή στερεώνει. Ἀπό τήν ραθυμία, τή λησμοσύνη καί τήν ἄγνοια δυναμώνουν τά ὑποστυλώματα τῶν λοιπῶν παθῶν καί μεγαλώνουν”.
X. Ο ΚΑΤ’ ΕΞΟΧΗΝ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ ΣΤΟ ΠΟΙΜΝΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΙΚΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΖΩΗ
Πριν η ψυχή μεθύσει από την πίστη στον Θεό και αντιληφθεί την πνευματική της δύναμη, δεν μπορεί να θεραπεύσει την ασθένεια των αισθήσεων ούτε να καταπατήσει με δύναμη την ορατή ύλη που αποτελεί φραγμό στις εσωτερικές κινήσεις, ούτε να αντιληφθεί το λογικό γέννημα του αυτεξουσίου. Καρπός αυτών των δύο είναι η λύτρωσις. Χωρίς την πρώτη (την μέθη με την προς τον Θεό πίστη) δεν υπάρχει ούτε η δεύτερη (η θεραπεία των αισθήσεων), και όπου ορθοποδεί η δεύτερη, εκεί η τρίτη δένεται σαν με χαλινάρι (η εκ της δουλείας των παθών απαλλαγή). Όταν η Χάρις αυξηθεί στον άνθρωπο, τότε μέσα στον πόθο της δικαιοσύνης ο φόβος του θανάτου του γίνεται ευκαταφρόνητος, και ευρίσκει πολλές αιτίες στην ψυχή του, περί του ότι πρέπει να υποφέρει θλίψεις για τον φόβο του Θεού. Όσα φαίνονται να βλάπτουν το σώμα, που εισβάλλουν ξαφνικά στην φύση και ακολούθως προκαλούν παθήματα, εμπρός στα μάτια του θεωρούνται μηδαμινά σε σύγκριση προς τα μελλοντικά αγαθά που ελπίζονται από τώρα. Δεν είναι δυνατό, χωρίς την παραχώρησι των πειρασμών, να γνωρίσωμε την αλήθεια. Σε αυτή την βάση που ορίζει ο Αββάς Ισαάκ όχι μόνο γνωρίζουμε την αλήθεια αλλά έχουμε την δύναμη να την κρτήσουμε με την ομολογία της Πίστεως! Οι επίσκοποι, αν δεν δουλέψουν πάνω σ' αυτή την βάση, πρώτα, στην ίδια τους την ψυχή, έπειτα των κληρικών που χειροτονούν, αλλά και του ποιμνίου τους δεν θα μπορέσουν όχι μόνο να έχουν ισχυρή μαρτυρία αλλά ούτε καν ίχνος πνευματικής εν Χριστώ ζωής, όχι κουλτουριάρικα και διοικητικά όπως κατά κανόνα διάγουν αλλά καθώς το βίωσαν οι άγιοι Πατέρες, διότι η ψυχή μας είναι είναι αποδυναμωμένη, όταν δεν αγωνιζόμαστε σύμφωνα με την Αγιοπατερική Παράδοση, όπως σημειώνει ο Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος: “Καθὼς διακόπηκε ἡ κοινωνία τοῦ πνεύματός μας μὲ τὸν Θεό, διακόπηκε καὶ ἡ ἐνίσχυσή του μὲ θεία δύναμη. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ἀποδυναμωθεῖ τὸ ἀνώτερο αὐτὸ μέρος τῆς ὑπάρξεώς μας, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ κυβερνήσει τὸ κατώτερο μέρος τῆς ψυχῆς ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα. Ἔτσι ἀντὶ τὸ πνεῦμα μας νὰ κυριαρχεῖ στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας αἰχμαλωτίσθηκε καὶ ὑποτάχθηκε τὸ ἴδιο σὲ αὐτά. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ κυριάρχησε στὸν ἄνθρωπο ἡ διάνοια καί, μέσω τῆς διάνοιας, ἡ σαρκικότητα. Ὁ ἄνθρωπος πλέον ἀπὸ πνευματικὸς ἔγινε διανοητικὸς καὶ σαρκικός. Συνεπῶς, τὸ πρόβλημα στὸν ἄνθρωπο δὲν βρίσκεται στὸ ὅτι ἔχει τὴν διανοτικὴ καὶ σωματική του πλευρά, ἀλλὰ στὸ ὅτι αὐτὰ ποὺ ἱεραρχήθηκαν στὴ φύση μας δευτερεύοντα καὶ ὑποδεέστερα μὲ τὴν πτώση του ὁ ἄνθρωπος τὰ κατέστησε κυρίαρχα στὸ πνεῦμα του ὥστε νὰ δεσπόζουν καταδυναστευτικὰ στὴν ὕπαρξή μας κάνοντας τὴ ζωή μας ἀφύσικη καὶ ἔμπαθή....Από τον ζυγό των παθών δεν μπορούν να ελευθερωθούν το σώμα και η ψυχή, αν δεν ελευθερωθεί πρώτα το πνεύμα. Και το πνεύμα ελευθερώνεται από την θεία χάρη. Πώς; Όταν αποκτήσει τον φόβο του Θεού, μετανοεί. Και μετανοώντας, παίρνει τη σταθερή απόφαση να ευαρεστεί πια τον Θεό και να ζει μόνο γι’ Αυτόν τηρώντας τις εντολές του». Γι αυτό και ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος επισημαίνει: «Ο φόβος του Θεού είναι αρχή της αρετής. Λέγεται δε ότι είναι γέννημα της πίστεως και σπείρεται στην καρδιά, όταν αποχωρισθεί η διάνοια από τον περισπασμό του κόσμου, ώστε να συνάξει τις σκέψεις της, που περιφέρονται από τον μετεωρισμό, με σκοπό την αναζήτηση της μέλλουσας αποκαταστάσεως. Τίποτε δεν είναι καταλληλότερο, για να θεμελιώσει κανείς την αρετή, από το να επιδοθεί στην απαλλαγή από τις υποθέσεις του βίου και να διαμείνει στον νόμο του φωτός, στην οδό των δικαίων και των αγίων, όπως κατά Πνεύμα επεσήμανε και επωνόμασε ο ψαλμωδός…» Γι’ αυτό «αρχή της αληθινής ζωής του ανθρώπου είναι ο φόβος του Θεού. Αλλ' αυτός δεν δέχεται να διαμείνει στην ψυχή μαζί με τον μετεωρισμό· διότι με την επήρεια των αισθήσεων η καρδιά απομακρύνεται από την απόλαυση του Θεού. Όπως έχει λεχθεί, οι εσωτερικές σκέψεις κατά την αίσθησή τους έχουν δεθεί με τα αισθητήρια που τις υπηρετούν. Ο δισταγμός της καρδίας εισάγει στην ψυχή την δειλία, ενώ η πίστις μπορεί να ενισχύσει την ανδρεία ακόμη και με την εκκοπή των μελών. Όσον καιρό υπερισχύει σε σένα ο πόθος της σαρκός, δεν θα μπορέσεις να γίνεις θαρραλέος και απτόητος από τα πολλά εναντιώματα που παραμένουν κοντά σ' αυτό που ποθείς». Η πνευματική παραλυσία κατά κανόνα στις εκκλησιαστικές κοινότητες σήμερα έχουν συνήθως κύριο λόγο την αρχή τους στην αμέλεια του αγώνα για την εν Χριστώ ζωή μας, κυρίως, των κληρικών και, ιδιαίτερα, των επισκόπων. “Η πνευματική όμως αυτή αναισθησία ριζώνει, αναπτύσσεται και στεριώνει στον άνθρωπο που στηρίζεται στη λογική και στη θέλησή του και παύει να υπηρετεί τον Θεό ή τον υπηρετεί αδιάφορα”. Επομένως, ο χριστιανός αυτός άφησε τον λόγο του Θεού, δεν μελετά τις Γραφές, γι' αυτό περιήλθε σε πνευματική λήθη, λησμοσύνη του Κυρίου και των εντολών Του, στην περίπτωση δε που είναι και κληρικός εκτελεί τυπικά καθήκοντα, απλώς ως ένας διοικητής ή προϊστάμενος. Ακόμη, όμως και η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας για τους κληρικούς που δεν έχουν ενεργή πίστη γίνεται μια συνήθεια και μία υποχρέωση που δεν βιώνεται με αίσθηση ψυχής, μάλιστα, για πολλούς εκ των επισκόπων γίνεται ένα είδος Φαρισαϊκής επιδείξεως αρχιερατικής ή πολυαρχιερατικής λειτουργίας που στερείται, όχι την Χάριν, διότι αυτή ενεργεί ανεξάρτητα από την αμαρτωλότητά μας, αλλά την νοερή διάβαση στον Θείο γνόφο του ακτίστου κόσμου της Βασιλείας του Θεού. Δυστυχώς, αποτελούν σπάνιες εξαιρέσεις τα παραδείγματα αγίων επισκόπων που ζήσαμε τις προηγούμενες δεκαετίες, οι οποίοι ξέρουν να διδάξουν και να οδηγήσουν στα πνευματικά, και τώρα βέβαια δεν ομιλούμε περί αμαρτωλότητας, διότι αυτό θα το κρίνει ο Θεός, όμως ομιλούμε πλέον για παραχάραξη της Πίστεως και εδώ, μεταξύ άλλων, επισημαίνουμε τα αίτια αυτής. Χρειάζεται, άραγε, να το σημειώσουμε, ότι είναι κάτι διαφορετικό η αμαρτωλότητα ενός εκάστου από την παραχάραξη της Πίστεως;
Στην VII. Παράγραφο, του Θ’ Κεφαλαίου, με τίτλο §: «Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΠΟΥ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΕ ΜΕΤΑΞΥ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑΣ ΕΚΑΝΕ ΤΗΝ ΔΙΑΝΟΙΑ ΝΑ ΑΠΟΔΕΧΤΕΙ ΤΗΝ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ» και στην ααρχή της VIII. Παραγράφου, όπου σημειώνεται: «δ. Ἡ διάνοια πάλι, ἐπειδὴ ἔκρινε ἐσφαλμένα ὅτι θὰ ἦταν καλὴ ἡ βρώση τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ, προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ ἰσοθεΐα, ἐξέπεσε καὶ αὐτή. Καθὼς δὲν ἔκρινε ὀρθὰ νὰ ἀποκρούσει μὲ ἀντίρρηση τὴν προσβολὴ τοῦ δαίμονος, ἐπλήγη καὶ ἔκτοτε καὶ ἔγινε ἐμπαθής».
ΜΙΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΣΥΝΟΔΟ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΦΙΛΩΤΑ
I. ΤΟ ΚΑΘΕ ΚΑΚΟ ΕΠΙΝΟΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΩΣ ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΑΥΤΗΣ
Γράφει ο Μέγας Αθανάσιος: «Καιρός είναι να λάμψει η αλήθεια που πηγάζει από τη θεολογία της Εκκλησίας. Κι αυτή είναι: το κακό δεν προέρχεται από το Θεό· ούτε υπάρχει μέσα Του ούτε το δημιούργησε από την αρχή ούτε αποτελεί μέρος της φύσης του Θεού. Το δημιούργησαν οι άνθρωποι: έχασαν την έννοια του καλού κι έτσι άρχισαν να φαντάζονται και να δημιουργούν, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, κι αυτά που δεν έφτιαξε ο Θεός. Συμβαίνει ό,τι και με τον ήλιο· ενώ φέγγει και φωτίζει όλη τη γη με τη λαμπρότητά του, αν εμείς κλείσουμε τα μάτια, νομίζουμε ότι είμαστε στο σκοτάδι, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει· κι έτσι περπατάμε σαν τυφλοί στο σκοτάδι, πέφτουμε κάτω και βαδίζουμε στο γκρεμό· νομίζουμε ότι δεν υπάρχει φως αλλά σκοτάδι. Νομίζουμε ότι βλέπουμε, ενώ δεν βλέπουμε καθόλου. Έτσι έκανε και η ψυχή των ανθρώπων. Σφράγισε τα μάτια με τα οποία μπορεί να βλέπει το Θεό και επινόησε μέσα της το κακό μέσα στο οποίο κινείται. Νομίζει ότι κάνει κάτι, ενώ δεν κάνει τίποτε. Διότι φαντάζεται πράγματα ανύπαρκτα. Η ψυχή δεν είναι όπως την δημιούργησε ο Θεός αλλά φαίνεται όπως η ίδια κατάντησε τον εαυτόν της. Την δημιούργησε ο Θεός για να Τον βλέπει και να την φωτίζει. Εκείνη όμως προτίμησε στη θέση του Θεού (να βάλει) τα φθαρτά και το σκοτάδι, όπως λέει και το Άγιο Πνεύμα στην Αγία Γραφή: «ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο απλό· εκείνος όμως διανοείται πολλούς ψευδείς λογισμούς». Έτσι, λοιπόν, από την αρχή προέκυψε και διαμορφώθηκε η εφεύρεση και η επινόηση της κακίας». Αυτή όμως δεν είναι η ρίζα όχι μόνο της ειδωλολατρίας αλλά και κάθε αιρέσεως που προέκυψε αργότερα!
II. ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΕΠΙΝΟΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΑΙΡΕΣΙΣ
Η ψυχή αφού, λοιπόν, άλλαξε κατεύθυνση και λησμόνησε ότι είναι πλασμένη κατ' εικόνα του αγαθού Θεού, έφτασε στο σημείο να μην μπορεί να δει με τη δική της δύναμη τον Λόγο του Θεού, σύμφωνα με τον οποίο πλάστηκε. Βγήκε έξω από το δημιουργικό σκοπό της και επινοεί και φαντάζεται τα ανύπαρκτα, και με αυτό τον τρόπο προκύπτει η ειδωλολατρεία. Ωστόσο, επειδή με τη μαυρίλα των σωματικών επιθυμιών λέρωσε τον εσωτερικό της καθρέφτη, στον οποίο μπορεί ν' αντικατοπτριστεί η εικόνα του Θεού Πατέρα δεν άρχισε μόνο να φαντάζεται τα μη όντα ως όντα αλλά άρχισε και να συγχέει την ορθή αντίληψη περί Θεού με εσφαλμένες κρίσεις από “ψυχικούς λογισμούς”, δηλαδή, σκέψεις ανακατεμένες με παραστάσεις από την φαντασία. Από την πονηρά αυτή ρίζα η ψυχή που δεν καθάρθηκε από τα πάθη, μολονότι ο Ιατρός και Σωτήρας προσέφερε τα μέσα, επειδή δεν έμαθε να αποστρέφεται τους εμπαθείς ψυχικούς λογισμούς, γέννησε και την αίρεση! Αυτό έγινε στην εκκλησιαστική ιστορία του παρελθόντος όταν εκκλησιαστικοί άνδρες θέλησαν να εξηγήσουν ανθρωπομορφικά και διανοητικά όχι μόνο την σχέση των τριών Θείων Υποστάσεων στην Αγία Τριάδα αλλά και την σχέση των δύο φύσεων της Θείας και της ανθρώπινης που ενώθηκαν στην υπόσταση του Λόγου που προσέλαβε την ανθρωπότητά μας. Δεν φρόντισαν να αποκτήσουν τον φωτισμό για να βλέπουν ορθώς για να διακρίνουν. Έτσι δεν διέκριναν την ουσία από τις υποστάσεις στην Αγία Τριάδα ούτε και τις φύσεις από την υπόσταση στον Χριστό. Αργότερα, άλλοι αιρετικοί δεν διέκριναν την φύση του Θεού από τις άκτιστες ενέργειες Του που πηγάζουν από την άκτιστη ουσία του Θεού, οι οποίες βέβαια θεώνουν μαζί με την ψυχή και το παθητικό της ψυχής που συμμετέχει ενώνοντας την ψυχή με το σώμα και έτσι συν δοξάζεται κατά Χάριν και αυτό. Γι’ αυτό και έχουμε και άφθορα σκηνώματα αγίων και άγια λείψανά τους. Όπως τότε, έτσι και τώρα, οι αιρετικοί μη φτάνοντας στον φωτισμό δια της καθάρσεως δεν διακρίνουν την ευσέβεια από την κακοδοξία, και την ενότητα της Πίστεως ως κοινωνία του Αγίου Πνεύματος από τον αμαρτωλό και πονηρό συνεταιρισμό των αιρετικών και αλλοθρήσκων μετά των “ορθοδόξων” στο παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ως παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας στην βάση της φιλίας του κόσμου τούτου που «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α’ Ιωαν. 5,19). Γι’ αυτό η ψυχή τους δεν μπορεί να δει μέσα της αυτά που πρέπει. Αποσπάται δια της φαντασίας σε κάθε τι άλλο που αρέσκονται εκ της πλάνης και βλέπουν μόνον εκείνα που γίνονται αντιληπτά με τις χονδροειδείς σωματικές αισθήσεις τους. Είναι δυνατόν όμως ο μεταπτωτικός άνθρωπος που δεν καθάρθηκε με την ορθόδοξη άσκηση, και έτσι δια της προσευχής και των Αγίων Μυστηρίων μετέχοντας σε αυτά αξίως, με προϋποθέσεις, να φτάσει στον φωτισμό, όταν ούτε καν ακόμη γνωρίζει εκ πείρας την οδό προς το άκτιστο φως; Και πώς μπορεί σε αυτή την κατάσταση να αποφαίνεται για θέματα Πίστεως, όταν ούτε καν ακολουθεί τους προγενέστερους Αγίους Πατέρες, ώστε, αφού είναι άμοιρος φωτισμού, τουλάχιστον, να υπακούει στην εκκλησιαστική Παράδοση και να καθίσταται πιστός στην Παρακαταθήκη που αυτοί μας εμπιστεύθηκαν; Όσοι λοιπόν ενεργούν χωρίς την υπακοή στην Πίστη που διετράνωσαν με την ερμηνεία της Θείας Αποκαλύψεως οι Άγιοι μέσα στην ζώσα Παράδοση, την οποία κατευθύνει εν Χάριτι ο Παράκλητος που συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας, δεν είναι «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι» όχι μόνο στον τρόπο της θεώσεως αλλά ούτε καν στην εξ ακοής διδασκαλία της Πίστεως που τουλάχιστον όφειλαν, γι’ αυτό και δεν είναι άξιοι να είναι “θρόνων διάδοχοι”!
III. H ΘΕΟΜΗΤΩΡ ΜΕΘΟΡΙΟ ΚΤΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΦΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΠΟΥ ΦΑΝΕΡΩΝΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Γι’ αὐτὸ κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται ἡ ἁγία ἀναφορὰ προσφέρουμε τὴν θυσία ὑπὲρ πάντων τῶν ἁγίων, ἐξαιρέτως ὅμως, ὑπὲρ τῆς Παναγίας Ἀχράντου. Μὲ τὸ μυστήριο αὐτὸ τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία γίνεται Θεοτόκος Μητέρα. Ὁ Παράκλητος κατέρχεται σ’ Αὐτὴν καὶ στὰ τίμια δώρα Της. Μυστηριακὰ συλλαμβάνεται ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γεννᾶται ὁ Ἄχρονος καὶ προσφέρεται ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. Καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ τὰ πανάχραντα σπλάχνα τῆς Θεομήτορος πλάσθηκε τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Δεσπότου, σὲ κάθε Θεία λειτουργία ἡ Κυρία Θεοτόκος γίνεται «ὁ φροντιστὴς καὶ ὁ γενναιόδωρος ἑστιάτωρ τῆς Θείας καὶ θεοποιοῦ τροφῆς…καὶ ὅλων τῶν ἀκτίστων δωρεῶν τοῦ θείου Πνεύματος». Τὸ ὅτι στὴν θεία λατρεία κατανοοῦμε τὴν μοναδικὴ θέση τῆς Παναγίας στὸ ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας μυσταγωγούμενοι ἐν Πνεύματι Ἁγίω διαπιστώνεται καὶ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία. Τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς φτάνει νὰ ἀποδείξει, πέρα τῶν ἄλλων εἰκόνων, ἡ παράσταση τῆς Πλατυτέρας μὲ τὰ χέρια ἀνοιχτὰ καὶ ὑψωμένα σὲ δέηση, ἔχοντας τὸ Θεῖο βρέφος -θεολογικότερα- στὸ μέρος τῆς κοιλιᾶς ἐντὸς κύκλου, στὴν περίοπτη θέση τῆς κόγχης τοῦ ἁγίου Βήματος ἀπέναντι καὶ πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα τοῦ Τρούλλου. Ἐφ’ ὅσον ὁ ἱερὸς ναὸς κατανοεῖται ὡς ἕνας μικρόκοσμος τοῦ Βασιλείου τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν εἶναι παρὰ εἰκόνα τοῦ ἀχειροποιήτου ποὺ ἐκφράζεται ὡς «ἐπίγειος οὐρανὸς ἐν ᾧ ὁ ἐπουράνιος Θεὸς ἐνοικεῖ καὶ ἐμπεριπατεῖ», ἡ Κεχαριτωμένη βρίσκεται ἀνάμεσα στὸν οὐρανὸ τοῦ τρούλλου καὶ στὴ γῆ ποὺ συμβολίζουν τὰ κλήτη, ἐνσαρκώνοντας τὸν Θεὸ ὡς μεθόριο κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως. Εἶναι αὐτὴ ποὺ ἑνώνει τὰ διεστῶτα ὡς «κλίμαξ δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός» ἀλλὰ καὶ ὡς «γέφυρα ἡ μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν». Ἔτσι «ὁ ναὸς βιώνεται καὶ γίνεται ἀντιληπτὸς ὡς Σύναξη (sobor), ὡς συνάντηση τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὴ γῆ ἐν Χριστῷ καὶ ὅλη τὴ δημιουργία, πράγμα ποὺ συνιστᾶ τὴν οὐσία καὶ τὸν σκοπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, τὸ σχῆμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κτηρίου καὶ ἡ εἰκονογραφία του ἀποτελοῦν τὸν ἀψευδῆ μάρτυρα τοῦ ἐν λόγῳ γεγονότος. Ἡ μορφή - ὁ ναὸς ὡς ὀργάνωση χώρου - ἐκφράζει οὐσιαστικὰ τὴν ἴδια σχέση,τὴν ἴδια διαλογικὴ δομή». Σ’ αὐτὴ τὴ διαλογικὴ σχέση ἐντάσσεται καὶ τὸ εἰκονοστάσι (τὸ τέμπλο) πιὸ μπροστὰ καὶ κάτω ἀπὸ τὴν Πλατυτέρα έχοντας και αυτό από την μια μεριά την Μητέρα του Θεού και από την άλλη «τον σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου». Ξεκίνησε «ὄχι γιὰ νὰ χωρίζει ἀλλὰ γιὰ νὰ ἑνώνει. Συνεπώς, διαλογική σχέση μεταξύ γης και Ουρανού εκφράζει η ίδια η Κυρία Θεοτόκος.Ἔτσι τὸ εἰκονοστάσι προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ ναοῦ ὡς οὐρανοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς ἐπιβεβαίωση τοῦ γεγονότος ὅτι “ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν”!
IV. Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΣΤΟΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΧΡΟΝΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ
Μέσα εις τήν εκκλησίαν συναθροίζονται οι Χριστιανοί δια να αναπέμψωσι τας προς Αυτόν δεήσεις των με το ήθος, τον αγώνα για καθαρότητα αλλά και τον τρόπο της Θεογνωσίας της Θεοτόκου κι όχι στασιάζοντας εξτρεμιστικά εις την Πίστιν. “Η Eκκλησία, ως ένα παλάτιον όπου είναι του Θεού, είναι στολισμένη και πεποικιλμένη με τας αγίας εικόνας. Η αγιογραφία μαζί με τας άλλας Ιεράς τέχνας εργάζεται διά την ευπρέπειαν του οίκου Του, σκεπάζοντας τους τοίχους, τους θόλους, τας καμάρας, τα εικονοστάσια, με μίαν λαμπράν στολήν, οπού παριστάνει τον ουράνιον κόσμον, με τους Αρχαγγέλους και τας άλλας ασωμάτους Δυνάμεις, έχοντας εις την μέσην τον Παντοκράτορα, μαζί με τον επίγειον ηγιασμένον χορόν, ήγουν τους Προφήτας, τους Δικαίους, τους Αποστόλους, τους Μάρτυρας, τους Ιεράρχας, τους Ομολογητάς, τους Οσίους. Με ένα λόγον, ο εικονογραφικός διάκοσμος της εκκλησίας περιλαμβάνει όλους εκείνους οπού συγκροτούν την Έκκλησίαν, από τον Χριστόν, «ος έστι κεφαλή της Εκκλησίας» και είναι ιστορημένος εις την κορυφήν του τρούλλου, μέχρι των Μαρτύρων και Οσίων, οπού ήσαν άνθρωποι ωσάν, εμάς, αλλά οπού ηγίασαν διά του μαρτυρίου και διά της ασκήσεως, και ζωγραφίζονται εις την χαμηλοτέραν ζώνην, ολίγον υψηλότερον από το δάπεδον του ναού, οπού ίστανται οι πιστοί, προσκυνούντες τας εικόνας αυτών” (Φ. Κόντογλου, «ΕΚΦΡΑΣΙΣ», τ. Α΄, σ. 94-95). Οι Άγιοι είναι τα πρότυπά μας επειδή κράτησαν την Πίστη με την ομολογία και με την αγία ζωή τους. Όταν οι ψυχές μας θα εξέλθουν από το φθαρτό και παθητό αυτό σώμα με το οποίο εργαστήκαμε είτε τα έργα του Θεού είτε τα αμαρτωλά μας έργα η έκφασις του προσώπου της ψυχής μας θα αποκαλύψει σε ποιόν δουλέψαμε και τίνος υιοί είμαστε. Η Εκκλησία είναι «η κοινωνία των λογικών και νοερών όντων με τον Θεό », το σώμα τον πιστών που αποδέχεται την Θεότητα του Ιησού Χριστού από την Ναζαρετ. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει ότι «η Εκκλησία είναι τύπος και εικόνα του Θεού, επειδή έχει το ίδιο με Αυτόν έργο» ήτοι οδηγεί στην σωτηρία και όχι στην πλάνη και της αίρεση και δι’ αυτών στην απώλεια. Όπως ο Θεός συγκροτεί και συνέχει όλα τα στοιχεία της φύσης και δημιουργεί έναν κόσμο πλήρους αρμονίας και απροσμέτρητου κάλλους, έτσι και η Εκκλησία ενώνει τους αμέτρητους και μυριάδες ανθρώπους υπό την βλέψη του Παντοδύναμου σε ένα κλίμα αγάπης που πηγάζει όμως από την ενότητα της Καθολικής Πίστεως της Εκκλησίας. Η ενότητα και η ειρήνη που προσφέρει ο Θεός βασίζονται στην Πίστη. «Έτσι όλοι οι άνθρωποι ενώνονται και συμφύονται μέσα στην μία απλή και αδιαίρετη χάριν της Πίστεως ». Η Εκκλησία είναι η ίδια η κοινωνία Θεού και ανθρώπου και όχι απλώς ένας θεσμός και ένα μέσον που οδηγεί στην μέθεξη του Θεού. Βεβαίως, και η Εκκλησία έχει την θεσμική της πλευρά, αλλά δεν εξαντλείται ο ορισμός της σε αυτή.
V. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ ΙΣΤΟΡΟΥΜΕΝΗ
Ἡ Εἰκόνα εἶναι μιὰ μαρτυρία, ἢ ἀκόμη καλύτερα μιὰ συνέπεια τῆς ἕνωσης τοῦ άκτιστου θείου μὲ τὸ πεπερασμένο ἀνθρώπινο, τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὴ γῆ, του αϊδίου και αθανάτου με το ιστορικό και αρχικά θνητό και κατεπώθη στην συνέχεια ποὺ συντελέσθηκε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ σε δεδομένο χρόνο, γι’ αυτό και ο Ιησούς υπήρξε αναμφισβήτητα ιστορικό πρόσωπο που έτεμε, μάλιστα, την ιστορία στις δύο π.Χ. και μ.Χ. εποχές.Ὅλες οἱ εἰκόνες του Χριστού εἶναι οὐσιαστικὰ εἰκόνες τῆς σάρκωσης που μαρτυρείται από τους Αποστόλους και Ευαγγελιστές: «Ὁ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν· ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ' ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ταῦτα γράφομεν ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη» (Α’ Ιω.1,1-4). Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς στο έργο του, «Θεάνθρωπος Πανευαγγέλιον» γράφει: “Ολόκληρον το μυστήριον της χριστιανικής πίστεως είναι η Εκκλησία. Ολόκληρον το μυστήριον της Εκκλησίας είναι ο Θεάνθρωπος. Ολόκληρον το μυστήριον του Θεανθρώπου έγκειται εις το ότι ο Θεός έγινε «σαρξ», ότι δηλαδή εις το ανθρώπινον σώμα κατώκησεν όλον το πλήρωμα της Θεότητός Του με όλας τας θείας δυνάμεις και τελειότητας, δηλαδή, όλον το μυστήριον του Θεού. Το Ευαγγέλιον του Θεανθρώπου Χριστού συνοψίζεται εις το εξής παγχαρμόσυνον μήνυμα: «Μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον: ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α' Τιμ. 3, 16). Ο Θεός Λόγος έγινεν η Κεφαλή του Θεανθρώπινου σώματος της Εκκλησίας. Κατά τον θεόσοφον Απόστολον ο Θεός Πατήρ διά του Αγίου Πνεύματος «έδωκε» τον Θεάνθρωπον, «κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία, ήτις εστί το σώμα Αυτού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφ. 1, 22-23)”. Ο Υιός και Λόγος του θεού έγινε σάρξ, δηλαδή, προσέλαβε την ανθρώπινη φύσιν μας διότι δεν υπήρχε καμιά άλλη δυνατότητα σωτηρίας και θεώσεως. Αν υπήρχε κάποια άλλη δυνατότητα σωτηρία και θεώσεως δεν θα υπήρχε και λόγος να ενανθρωπήσει ο Λόγος. Όπως γράφει ο άγιος Ιωάννης Ο Δαμασκηνός: “Δι᾿ οὐδενὸς γὰρ ἑτέρου ὁ θάνατος κατήργηται, ἡ τοῦ προπάτορος ἁμαρτία λέλυται, ὁ ᾅδης ἐσκύλευται, ἡ ἀνάστασις δεδώρηται, δύναμις ἡμῖν τοῦ καταφρονεῖν τῶν παρόντων καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου δέδοται, ἡ πρὸς τὴν ἀρχαίαν μακαριότητα ἐπάνοδος κατώρθωται, πύλαι παραδείσου ἠνοίγησαν, ἡ φύσις ἡμῶν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ κεκάθικε, τέκνα Θεοῦ καὶ κληρονόμοι γεγόναμεν, εἰ μὴ διὰ τοῦ σταυροῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διὰ σταυροῦ γὰρ ταῦτα πάντα κατώρθωται. «Ὅσοι γὰρ ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστόν», φησὶν ὁ ἀπόστολος, «εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν». Ὅσοι δὲ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν, Χριστὸν ἐνεδυσάμεθα. Χριστὸς δέ ἐστι «Θεοῦ δύναμις καὶ σοφία». Ἰδοὺ ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι ὁ σταυρὸς τὴν ἐνυπόστατον τοῦ Θεοῦ σοφίαν καὶ δύναμιν ἡμᾶς περιέβαλε. Δύναμις δὲ Θεοῦ ἐστιν ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ, ἢ ὅτι τὸ δυνατὸν τοῦ Θεοῦ, ἤτοι ἡ κατὰ τοῦ θανάτου νίκη δι᾿ αὐτοῦ ἡμῖν πεφανέρωται, ἢ ὅτι, ὥσπερ τὰ τέσσαρα ἄκρα τοῦ σταυροῦ διὰ τοῦ μέσου κέντρου κρατοῦνται καὶ συσφίγγονται, οὕτω διὰ τῆς τοῦ Θεοῦ δυνάμεως τό τε ὕψος καὶ τὸ βάθος, μῆκός τε καὶ πλάτος, ἤτοι πᾶσα ὁρατή τε καὶ ἀόρατος κτίσις συνέχεται». Εφόσον με τον Οικουμενισμό καταργείται αυτός ο σκοπός της ενσάρκου Οικονομίας, δεδομένου ότι οι αιρετικοί Οικουμενιστές γυμνή τη κεφαλή κηρύττουν παράλληλες οδούς σωτηρίας δια των άλλων θρησκειών, καθώς, και δια των χριστιανικών αιρέσεων δεν εκφράζουν την Οικουμενική Εκκλησία του Χριστού, συνεπώς, αντιφάσκουν στην Σύνοδο Ουρανού και γης που είναι η θριαμβεύουσα και στρατευομένη Εκκλησία, γι’ αυτό και πρέπει να συγκροτηθεί Σύνοδος και πάλι για να τους εκσφενδονίσει από το πλήρωμα της στρατευομένης Εκκλησίας.
VI. Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΘΡΙΑΜΒΕΥΟΥΣΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΗ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΕΙΔΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥΣ
O Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας θα γράψει: “Τετύχηκε πρώτου, ὅτι δύναμιν ἐδέξατο πρὸς αὐτά. Καὶ γὰρ ἔλαβεν «ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι», καὶ τοῦτο κοινόν ἐστι δῶρον Χριστιανοῖς ἅπασι διὰ τοῦ θανάτου ἡμῖν γενόμενον τοῦ Σωτῆρος. Τοῦτο γάρ ἐστι τὸ βάπτισμα τὸ θεῖον καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια δι᾿ ὧν εἰσποιούμεθα τῷ Θεῷ, καὶ βασιλείας οὐρανῶν γινόμεθα κληρονόμοι. Ἔπειτα καὶ αὐτῆς ἐκληρονόμησεν ἐνεργείᾳ τῆς βασιλείας ἐν μυρίοις τῶν ἑαυτῆς χορευτῶν, οὓς ἀποικίαν ἀπέστειλεν εἰς τὸν οὐρανόν, οὓς«Ἐκκλησίαν πρωτοτόκων ἀπογεγραμμένων ἐν οὐρανοῖς» ὁ μακάριος Παῦλος ἐκάλεσεν. Οὕτω μὲν οὖν τῶν μεγάλων τούτων ἡ Ἐκκλησία τετύχηκε ἀγαθῶν. Διὰ δὲ τοὺς ἔτι τρέχοντας τῶν τέκνων αὐτῆς ἐπὶ τὸ βραβεῖον, καὶ ἁπλῶς τοὺς ἐν τῷ βίῳ ζῶντας, ὧν τὸ πέρας ἄδηλον καὶ τοὺς ἀπελθόντας, οὐ μετὰ πάνυ χρηστῶν καὶ βεβαίων ἐλπίδων τῆς βασιλείας οὔπω τετύχηκε. Τούτου χάριν μέμνηται μὲν τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, μέμνηται δὲ καὶ τῶν τελειωθέντων ἁγίων· μέμνηται δὲ τῶν μήπω τελείων, ὑπὲρ μὲν ἐκείνων εὐχαριστοῦσα, ὑπὲρ δὲ τούτων ἱκετεύουσα. Ὥστε τὰ μὲν πρῶτα τῆς προσαγωγῆς, καὶ ἔτι τὰ δεύτερα χαριστήρια, τὰ δὲ μετ᾿ ἐκεῖνα ἱκέσια εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου, εἰς δόξαν τῆς μακαρίας αὐτοῦ Μητρός, εἰς πρεσβείαν τῶν ἁγίων. Εὐχαριστοῦμεν, φησίν, ὅτι τῷ θανάτῳ σου τὰς τῆς ζωῆς πύλας ἡμῖν ἀνέῳξας, ὅτι Μητέρα παρ᾿ ἡμῶν ἔλαβες, ὅτι τοσαύτης δόξης παρ᾿ ἡμῶν ἔτυχεν ἄνθρωπος, ὅτι πρεσβευτὰς ἔχομεν ὁμοφύλους, καὶ τοῖς ὁμογενέσιν ἡμῶν τοσαύτης μετέδωκας παρρησίας. Τὸ γὰρ «εἰς δόξαν» καὶ «εἰς πρεσβείαν», τοῦτό ἐστι τὸ ἕνεκα τῆς δόξης καὶ τῆς πρεσβείας ὥσπερ καὶ τὸ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» ταὐτόν ἐστι τῷ ἕνεκα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν. Τὸ δὲ «ἕνεκά τινος» διττὴν ἔχει τὴν σημασίαν· ἢ γὰρ ἕνεκα παρόντος ἢ ἕνεκα ἐλπιζομένου. Τὴν δὲ τῆς μακαρίας Παρθένου δόξαν καὶ τὴν τῶν ἁγίων πρεσβείαν καὶ παρρησίαν, τίς οὐκ οἶδεν ὅτι παρόντα ἐστὶν ἀγαθά; Τὸ δὲ παρόντων ἀγαθῶν χάριν δῶρα προσάγειν, οὐδὲν ἕτερον ἢ εὐχαριστία σαφής. Ἔτι δὲ καὶ τὸ «εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου» διὰ τῶν ἔμπροσθεν εἰρημένων ἐγένετο δῆλον, ἀμοιβήν τινα πρὸς αὐτὸν τοῦ θανάτου αὐτοῦ καὶ εὐχαριστίαν σημαῖνον. Διὰ τοῦτο γὰρ πρὸ πάντων ἐν τῇ προσαγωγῇ τῶν δώρων, ταῦτα λέγεται τὰ ῥήματα, ὅτι ὁ θάνατος ἐκεῖνοςαἴτιος ἐγένετο τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων ἡμῖν. Ὕστατα δὲ πάντων ποιεῖται τὴν ἱκεσίαν, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ψυχῶν ἀνάπαυσιν καὶ τὰ τοιαῦτα αἰτούμενος.Τοῦτο γὰρ εὐγνωμοσύνης τῷ Θεῷ ἐντυγχάνοντας μὴ τὴν χρείαν εὐθὺς λέγειν, μηδὲ εἴ τι ἐλλεῖπον ζητεῖν· ἀλλὰ μᾶλλον ὧν ἤδη λαβόντες ἔχομεν πρῶτον μεμνημένους εὐχαριστεῖν καὶ δοξολογεῖν, καὶ οὕτω πρὸ τῶν ἀναγκαίων ἡμῖν τὴν τοῦΘεοῦ ποιεῖσθαι δόξαν”.
VII. ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Οἱ ἅγιοι Πατέρες στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας βλέπουν τὴν Ἐκκλησία. Ἢ μήπως μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι τύπος καὶ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε μέσα ἀπὸ τὴν λατρεία καὶ τὶς συνάξεις νὰ «θεωροῦμε» καὶ νὰ συνειδητοποιοῦμε τὸν ρόλο καὶ τὴν ὑπεροχή της; Ποιά εἶναι ἡ γυναῖκα ἡ περιβεβλημένη τὸν ἥλιο ποὺ ἀναφέρει ἡ Ἀποκάλυψη; Ἂν Κτίστης καὶ κτίσις δὲν ἐνώνονταν καθ’ ὑπόστασιν, πῶς θά ἀνακεφαλαιώνονταν τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια; Όμως αὐτὴ η συνάφεια τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μὲ τὸν Θεὸ ἔγινε μὲ τὴ συγκατάθεση τῆς ἁγίας Παρθένου, στὴν ὁποία ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα δημιούργησε στα σπλάχνα της γιὰ τὸν ἑαυτό Του σάρκα μὲ ψυχὴ λογικὴ καὶ νοερά, τὴν πιὸ ἐκλεκτὴ ἐκπροσώπηση τοῦ γένους μας, ὄχι σπερματικῶς ἀλλὰ δημιουργικῶς, μὲ τὴ συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ἡ Παρθενομήτωρ κατέστη μεθόριο κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως καὶ χώρα τοῦ ἀχωρήτου. Ἡ Παρθένος κατὰ ἕνα πρωτοφανῆ καὶ ἀπερίγραπτο τρόπο, περιέλαβε μέσα της Αὐτὸν ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ χωρέσει κανένας τόπος, οὕτε καί ὅλος ὁ τόπος. Καὶ δὲ δέχτηκε μέσα της ἀπλῶς κάποια θεία λαμπρότητα καὶ δόξα, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ. Ὅσο λοιπὸν φανερώτερα ἐνώθηκε ὁ Θεὸς μὲ τὴν Παρθένο, παρὰ μὲ τὰ Χερουβείμ –κι ἡ διαφορὰ εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ οὔτε νὰ περιγραφεῖ- τόσο ἁγιώτερη και ἱερώτερη εἶναι ἡ Παρθένος. Ὀρθὰ, λοιπόν καὶ δίκαια ἔγραψε ὁ ἅγιος Νικόδημος καὶ Ἀγιορείτης, «ὅτι ὄχι μόνο ὅλος ὁ κόσμος, νοητὸς καὶ αἰσθητός, ἔγινε γι’ αὐτόν τὸν σκοπό, δηλαδὴ γιὰ τὴν Κυρία Θεοτόκο, καὶ ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔγινε πάλι γιὰ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ἀλλὰ καὶ ὅτι ὅλος ὁ νοητὸς καὶ αἰσθητὸς κόσμος γιά τὸν σκοπὸ αὐτὸν προέγνωρίσθη ἀπ’ αἰῶνος καὶ προορίσθη». Περὶ αὐτῆς ἔχει γραφτεῖ·«τοῦτο ἔστὶ τὸ ἐσφραγισμένον βιβλίον, καὶ αὔτη ἡ πύλη κεκλεισμένη ἔσται, καὶ οὐδεὶς οὐ μὴ διέλθῃ δι’ αὐτῆς». Αὐτὴν ὡς ὄντος ἐκλεκτὴ ἐκλεκτῶν καὶ σκεῦος ἄμωμον καὶ ἀμόλυντο, ἄξιο νὰ χωρέσει καὶ νὰ συνεργασθεῖ μὲ τὴ Θεανδρικὴ ὑπόσταση προορίζει ὁ Θεὸς πρὸ αἰώνων, τὴν ἐκλέγει ἀνάμεσα στοὺς ἀπὸ τῶν αἰώνων, καὶ τὴν ἀξιώνει περισσότερη ἀπ’ ὅλους χάρη, ἀφοῦ τὴν κατέστησε ἅγια τῶν ἁγίων, δεχόμενός την σύσκηνη καὶ σύνοικη ἀπὸ παιδὶ ἀκόμη. Τὴν ἐκλέγει δὲ ὄχι ἀπλῶς ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἀνέκαθεν ἐκλελεγμένους καὶ θαυμαστοὺς καὶ περιβοήτους γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴ σύνεση, γιὰ τὰ θεοφιλῆ καὶ κοινωφελῆ μαζί ἤθη καὶ λόγια καὶ ἔργα.
VIII. Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΩΣ ΣΥΝΟΔΟΣ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ
Ας μην λησμονούμε, λοιπόν, ότι αυτό που είναι η Εκκλησία αποκαλύπτεται στην Θεία Λειτουργία όχι μόνο ως Θεοφάνεια Τριασική, ή ως ανακεφαλαίωσις όλου του έργου της Θείας Οικονομίας αλλά και ως Σύνοδος Ουρανού και γης. Ὁ Κύριος εἶναι «ὁ πᾶσαν ἐκκλησιάζων τήν κτίσιν». Ἡ παρουσία του συγκαλεῖ, συνάγει τά πάντα. Σέ κάθε Θεία Λειτουργία μαζί μέ τόν Χριστό εἶναι παροῦσα καί ὃλη ἡ Ἐκκλησία( ἡ ἐπίγεια ἢ στρατευομένη καί ἡ οὐράνια ἢ θριαμβεύουσα), ἀλλά καί ὅλη ἡ κτίση . Γι' αὐτό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος καί ἄλλοι Πατέρες ὀνομάζουν τή θεία Λειτουργία σύνοδο, ἐπειδή ὅλοι μαζί ἑνωμένοι συμπορευόμαστε πρός τόν Θεό. Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης λέγει ότι “ο ναός είναι η εικών της Θείας Εκκλησίας και παριστάνει ό,τι υπάρχει εις την γην, ό,τι υπάρχει εις τον ουρανόν και ό,τι υπάρχει υπεράνω του ουρανού”. Πραγματικά, «μέσα σὲ μιὰ (βυζαντινή) ἐκκλησία σὲ κάθε στιγμή, ἀκόμη καὶ χωρὶς τὴν λειτουργία, τὰ πάντα βρίσκονται σὲ μιὰν ἀναμονὴ τῶν Θείων Μυστηρίων, στὴν ἀναμονὴ τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ τόσο ἰσχυρὴ αἴσθηση ἀδιάκοπης ζωῆς προέρχεται ἀπὸ αὐτὲς τὶς τείνουσες πρὸς τὴ λειτουργικὴ ζωὴ παρουσίες. Καὶ ὅταν ἐκτυλίσσεται ἡ λειτουργία ποὺ ἀναπαριστάνει αὐτὴν ποὺ οἱ ἄγγελοι ἀδιάκοπα τελοῦν στὸν οὐρανὸ γύρω ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ἐκκλησία παίρνει ὅλη τὴ μυστική της σημασία (αὐτὸ τὸ ἐν μυστηρίῳ ποὺ ἀναφέραμε). Κάτω ἀπὸ τὸ ἀχνό φῶς τῶν κεριῶν καὶ τῶν καντηλιῶν, τυλιγμένη μέσα στοὺς καπνοὺς καὶ τὶς εὐωδιὲς τοῦ θυμιάματος, βυθισμένη στὶς ὑμνωδίες, γεμάτη ἀπὸ τὶς θεῖες παρουσίες ποὺ οἱ εἰκόνες ἁπλώνουν πάνω στοὺς θόλους καὶ τοὺς τοίχους της, δίνει στοὺς ἀγάλοντες πιστοὺς ἐκ τῶν προτέρων τὸ ὅραμα τοῦ Βασιλείου τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸ ὁποῖο τείνει ἡ ψυχή τους». Ἡ λειτουργία λοιπὸν ὡς ἐμπειρία τοῦ οὐρανοῦ ἐπὶ γῆς, ὡς κοινωνία μὲ τὶς οὐράνιες πραγματικότητες καὶ ὡς γνώση αὐτῶν, ὡς πράξη ἀγάπης καὶ λατρείας, εἶναι αὐτὴ ποὺ σταδιακὰ ἀποκάλυψε τὴ μοναδικὴ θέση τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ στὴν Οἰκονομία τῆς σωτηρίας καὶ τὸ μυστήριο τοῦ «μέλλοντος αἰῶνος». Ἡ Παναγία, αν και δὲν ἀποτελεῖ μέρος τοῦ κηρύγματος τῆς Ἐκκλησίας, περιεχόμενο τοῦ ὁποίου εἶναι μόνο ὁ Χριστός, εἶναι όμως τὸ βαθύτερο μυστικὸ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ φανερώνεται ὡς κοινωνία μὲ τὸν Χριστό. Ὅταν ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει· «ἀπὸ τὰ δόγματα καὶ τὰ κηρύγματα ποὺ ἔχουν φυλαχτεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία ἄλλα τὰ ἔχουμε παραλάβει ἀπὸ γραπτὴ διδασκαλία καὶ ἄλλα μᾶς μεταδόθηκαν ἀπὸ τὴν παράδοση τῶν Ἀποστόλων καὶ τὰ ἔχουμε ἀποδεχθεῖ ἐν μυστηρίῳ» τούτη ἡ μαρτυρία, μάλιστα ἡ φράση «ἐν μυστηρίῳ» ἐκφράζει αὐτήν ἀκριβῶς τὴν πραγματικότητα.
IX. Η ΔΙΗΚΟΥΣΑ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΜΕΝΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΟ ΟΣΑ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΑΝΑΦΕΡΘΗΚΑΝ ΣΤΑ ΔΕΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Ξεκινήσαμε την διαπραγμάτευση του Εκκλησιολογικού Όρου των διαλλαγών προς ενότητα των αληθινά ορθοδόξων από το αφετηριακό σημείο, τί είναι η Εκκλησία (ταυτότητα της Εκκλησίας) και φθάσαμε στην θέση της Θεοτόκου ως σύνορο Ουρανού και γης (μεθόριο κτιστής και ακτίστου φύσεως). Επισημάναμε την αποστολή της Εκκλησίας όχι μόνο σωτηριολογικώς αλλά και ως προς την προοπτική του ανθρώπου που είναι η θέωσις και είδαμε ότι δεν μπορεί να είναι αυτή εφικτή όταν δεν υπάρχει ο αγώνας προς διάβαση της νοεράς Οδού που άνοιξε η Κυρία Θεοτόκος. Επίσης, το να κρατούμε την ομολογία της Πίστεως, πολύ δε περισσότερο, το να μην αλλοτριωνόμαστε ως προς της εξ ακοής Πίστη της Εκκλησίας που έχει συγκεκριμένο δογματικό περιεχόμενο, όταν έχει παρεισφρήσει αίρεσις, όπως στον καιρό μας με τον Οικουμενισμό δεν διασφαλίζεται, αν δεν βρισκόμαστε στον αγώνα προς την κάθαρση και τον φωτισμό. Γιατί η «ἐν μυστηρίῳ» διαφύλαξις των δογμάτων γίνεται όταν έχουμε πνευματική αίσθηση της πίστεως που είναι η νοερά μας όραση για να μπορούμε να διακρίνουμε. Την ορθή δόξα (γνώμη) για την την Πίστη την αποκτά κανείς κυρίως ως νοερά αίσθηση με βεβαιότητα ότι ορθοτομεί εν Πνεύματι Αγίῳ από την εμπειρία της θεοπτίας ή τουλάχιστον πάνω στον αγώνα κατά την πορεία από την κάθαρση προς τον φωτισμό. Σ’ αυτή την περίπτωση περνά ο ελαμπόμενος από την εξ ακοής πίστη στην ενυπόστατη πίστη· «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Εβρ,11,1). Η πίστη πλέον ως εμπειρία αποτελεί την δογματική συνείδηση που εκφράζει αλλά και εκφράζεται από τον κανόνα της αληθείας στην Εκκλησία. Εδώ υπάρχει ο τρόπος διασφάλισης της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Και αυτή είναι μιά ακόμη Χάρις που κατέχει η Εκκλησία δια της Θεοτόκου. Συνεπώς, η Παναγία μας με τον τρόπο της γίνεται κριτήριο Ορθοδοξίας. Και όταν πληροφορεί τις καρδιές των πιστών με νοερά αίσθηση να αντιλαμβάνονται πότε οι εκκλησιαστικοί τους ταγοί και σε ποια σημεία εξωκείλουν από την Παράδοση της Εκκλησίας ήτοι την ίδια την Εκκλησία αλλά ακόμη και αισθητά να πληροφορεί ότι έρχονται οι εχθροί της και οι εχθροί του Υιού της παρέχει και την δυνατότητα υπεράσπισης της Πίστεως που είναι υποχρέωση του κάθε Χριστιανού όπως είναι θεσμοθετημένο από την Παράδοση και με τα παραδείγματα των αγίων και ομολογητών και με τους ιερούς κανόνες. Προηγείται, λοιπόν, από κάθε τι άλλο η Πίστη που μας διασφαλίζει την Χάρι δια της οποίας σωζόμαστε και αγιαζόμαστε και μετέχουμε των Αγίων Μυστηρίων. Αν χάσουμε την Χάρι η Εκκλησία γίνεται μια οργάνωση που λειτουργεί ανθρωποκεντρικά χωρίς να παρέχει την Σωτηρία!
X. ΣΕ ΠΟΙΑ ΒΑΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΜΙΑ ΑΓΙΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Τονίσαμε όμως ότι η Εκκλησία δεν έχει μόνο κληρικούς διακόνους, ιερείς και αρχιερείς αλλά έχει και τους λαϊκούς. Στο Σώμα του Χριστού οι κληρικοί και λαϊκοί μετέχουν έχοντας διαφορετικά χαρίσματα, επομένως και διακριτές λειτουργίες ως προς τους ρόλους ενός εκάστου των μελών Του στην διακονία του έργου της Εκκλησίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υπολείπονται στην ευθύνη διαφυλάξεως της παρακαταθήκης της Πίστεως με σαφές και συγκεκριμένο δογματικό περιεχόμενο, όπως μας παραδόθηκε από τους Αγίους και που οριοθετείται ορθοδόξως δια των Αγίων Συνόδων και με την Άγιο-Γραφική και Άγιο-Πατερική διδασκαλία. Διότι με το να είναι ο λαός του Θεού, το Χριστεπώνυμο πλήρωμα εκείνο που κατ' εξοχήν αποτελεί τον Φύλακα της Ορθοδοξίας, όπως μας κληροδοτήθηκε από τους Αγίους μέσα στην Εκκλησιαστική Παράδοση, γι' αυτό και είναι αυτός που αναγνωρίζει ως ορθόδοξες και αυθεντικές τις Συνόδους που συγκροτούνται. Οι επίσκοποι στέκονται εις τύπον και τόπον Χριστού όταν όμως και μόνο όταν εκφράζουν την καθολική Πίστη της Εκκλησίας. Κανόνας Πίστεως είναι ότι πάντοτε, πανταχού και υπό πάντων επιστεύθη, όπως είναι διατυπωμένο στους όρους της Πίστεως. Η Εκκλησιαστική, πάλι, Παράδοση είναι ο τρόπος της ομολογίας που διαφυλάχθηκε ακέραιη η εξ ακοής Πίστη ως μοναδική δυνατότητα Θεογνωσίας στην πορεία από την κάθαρση προς τον φωτισμό και από τον φωτισμό προς την θέωση. Η στέρησις της Χάριτος ένεκα αιρέσεως επειδή διακόπτει την κοινωνία μας με τον Θεό, μας στερεί όχι μόνο την δυνατότητα της θεώσεως αλλά και της σωτηρίας. Για να μην στερηθούμε λοιπόν την Χάριν και εκ πέσουμε της σωτηρίας αποτειχιζόμαστε όχι από την Εκκλησία αλλά από την αίρεση. Προς τούτο δεν υπάρχει περίπτωση να μην υπάρχουν κανόνες που προβλέπουν την δυνατότητα να ξεχωρίσουμε την θέσιν μας από τον επίσκοπο όταν συμμετέχει στην αίρεση είτε άμεσα κηρύσσοντάς την είτε έμμεσα κοινωνώντας με τους αιρετικούς, καλύπτοντας την δράσιν τους και παρέχοντας τους με την ανοχή και την σιωπηρή συγκατάθεση σε ότι παράνομο λέγουν και ενεργούν. Εφόσον υπάρχουν κανόνες που μας διασφαλίζουν από την αίρεση δεν μπορεί να είναι προαιρετικοί αφού η αίρεση είναι αμαρτία προς θάνατον. Είναι βλασφημία προς τους Αγίους Πατέρες να λέμε ότι οι συγκεκριμένοι κανόνες που θεσμοθέτησαν είναι δυνητικοί όταν θεωρήσουμε, ότι υπήρχε περίπτωση σε καιρό αιρέσεως αυτοί να μας αφήνουν περιθώρια να μην αντιπαραταχθούμε στην κακοδοξία ενώ φωτίζονταν από τον Παράκλητο που οδηγεί την Εκκλησία εις πάσαν την αλήθειαν. Οπωσδήποτε, προαιρετική είναι κάθε κλήσις στην Οδό του Χριστού, εφόσον όμως κλίνουμε τον αυχένα μας εις υπακοήν Πίστεως το προαιρετικό γίνεται υποχρέωση διότι διαφορετικά εκπίπτουμε της αληθινής Πίστεως που αποδεχτήκαμε με το Βάπτισμά μας. Και διαπιστώνεται σε τί πνευματικό κατήφορο οδηγούμαστε, όταν καθηγητές θεολογικών Σχολών γράφουν για ένωση με τους Ουνίτες, ακόμη και με τους Παπικούς που ούτε καν Χρίσμα απαιτείται για να ενσωματψωθούν στην Εκκλησία του Χριστού, αφού καθώς ισχυρίζονται έγιναν αποδεκτές οι αποφάσεις της Κολυμβάριας Ψευτο-Συνόδου και δεν τέθηκε το θέμα της άρσης των αναθεμάτων, συνεπώς θεωρείται κατά αυτούς ότι έχει αναγνωριστεί αυτή άρση και επομένως “βαδίζουμε ολοταχώς” προς Ένωσιν! Και όλοι οι κληρικοί αρχιερείς και ιερείς ξανασταυρώνουν τον Χριστό λέγοντας ότι δεν έχουν ευθύνη διότι τάχα μένουν στην Εκκλησία όταν δεν κάνουν αποτείχιση για να πολεμήσουν από μέσα τον Οικουμενισμό ενώ οργιάζει η αίρεσις και κάθε λίγο και λιγάκι η πνευματική αντίσταση υποχωρεί ολοένα και περισσότερο διότι όχι μόνο αμβλύνεται το ορθόδοξο αισθητήριο των Χριστιανών αλλά τελικά δεν θα υπάρξουν τα πρόσωπα συν τω χρόνω που θα μπορούσαν να αγωνιστούν μέσα στην λαίλαπα της Πανθρησκείας και της Νέας Τάξης.