«Δέν
εἶναι εὔκολον νά εἰπῶ διά τόν Γέροντα. Ὅποιος εἶναι εἰς θέσιν καί ἀπό τά ὀλίγα
πού γράφονται στήν συνέχεια δι' αὐτόν ἠμπορεῖ νά κατανοήσει, ποῖος καί τί
ἄνθρωπος ἦτο.
Χωρίς νά τό γνωρίζω ἤ ἐπιδιώξω καθόλου, ὁ Θεός τό ἐπέτρεψεν, αἱ
περιστάσεις ἦλθαν ἔτσι, ὥστε μέσῳ τοῦ ἀδελφοῦ μου, μετέπειτα Ἀρσενίου Μοναχοῦ,
νά βρεθῶ εἰς τούς πόδας τοῦ Γέροντος καί ν' ἀξιωθῶ μέχρι τέλους νά τόν
ὑπηρετήσω. Ἀπό τότε, καταλάβαινα, ὅτι ἐπρόκειτο περί Ἁγίου Γέροντος, ἀλλά ὅπως
οἱ μαθηταί πρός Ἐμμαούς, ἔτσι καί σέ μένα, ἐκρατοῦντο οἱ ὀφθαλμοί μου, ὥστε νά
μή ἀντιληφθῶ ἀκριβῶς περί τοῦ ποῖοςἦτο εἰς τήν πραγματικότητα. Ἄν τό ἐγνώριζα,
φοβοῦμαι πώς δέν θά μποροῦσα νά τόν ὑπηρετῶ.
Εἶναι τόσα πολλά πού, ἔστω μέ ἁπλά λόγια, μποροῦσα νά ἀναφέρω διά
τόν Γέροντα, ὥστε θά χρειαζόταν νά γραφῆ ἕνα βιβλίο, γιαὐτό θά περιορισθῶ σέ
πολύ λίγα.
Ὅλη του ἡ προσοχή ἦταν πῶς νά εὐαρεστήση τόν Θεόν. Ὅλη του ἡ ἀγάπη
ἐστρέφετο πρός τόν Χριστό μας καί τήν διδασκαλία Του. Τά δάκρυα τῆς χαρμολύπης
του ἦταν ἀτελείωτα, ἡ δέ στοργή του πρός τούς πονεμένους καί ἀδυνάτους
ἀνθρώπους πάρα πάνω ἀπό πατρική.
Ἤταν ἀνεξάντλητος στίς συμβουλές του πρός τόν κάθε ἕναν, ἰδίως
ἀνάλογα μέ τήν δίψαν, τήν πίστιν καί τήν δεκτικότητα τῶν προσερχομένων.
Βασικός σκοπός του ἦτο νά γνωρίσουν καί ἀγαπήσουν τόν Χριστόν μας.
Ἔλεγε συχνά:
-"Νά εὐαρεστήσης καί τόν Θεόν καί τόν κόσμον, δέν εἶναι
δυνατόν. Ὅσο μπορεῖς ἀπόφευγε τά τοῦ
κόσμου, πού εἶναι ἀντίθετα εἰς τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ μας. Εἶναι
δύσκολον νά εὐαρεστήσης τόν Θεόν, ἀλλά ὄχι ἀκατόρθωτον".
- "Τό κλειδί, ἔδωσε ὁ Θεός εἰς τοῦ ἀνθρώπου τά χέρια: τό
κλειδί τῆς ἐλευθερίας καί τῆς καλῆς προαιρέσεως. Μόνον τό κλειδί τῆς κολάσεως
κρατάει Ἐκεῖνος, διότι δέν θέλει νά κολασθῆ ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά τοῦ παραδείσου τό
ἔδωκε εἰς τά χέρια τοῦ ἀνθρώπου".
Σχετικά μέ τό προορατικόν του χάρισμα, ποτέ δέν μᾶς μιλοῦσε. Πάρα
πολλά μᾶς τά προέλεγε ἐπακριβῶς. Τόν ἐρώτησα κάποτε:
-Μά πῶς τά ξεύρεις Γέροντα: " Ἔτσι ἦλθε μέσα μου", ἔλεγε
μόνον. Δέν ἐξηγοῦσε περισσότερον, οὔτε καί ἄφηνε περιθώρια γιά περιττές
ἐρωτήσεις. Δέν ἐπέτρεπε δέ εἰς κανέναν νά τόν ἐπαινῇ. "Ὁ ἔπαινος"
ἔλεγε, "δέν ἐπιτρέπεται".
-"Ἡ ἀρετή βεβαίως ἐπαινεῖται, ἀλλά ὄχι εἰς τό πρόσωπον τοῦ
ἀνθρώπου. Διότι, τί ἁμαρτία ἔπραξαν οἱ ἄγγελοι καί ἐτιμωρήθησαν; Ἄγγελοι ἦσαν,
ἀλλά ἔπεσαν σέ ὑπερηφάνεια". "Μή ἐπαινέσης κανέναν", ἔλεγε,
"διότι εἰς ἕνα λεπτό ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νά κολασθῆ, ὅπως εἰς ἕνα λεπτό,
μπορεῖ νά σωθῆ ἀλλά οὔτε καί νά ἀπελπίσῃς ποτέ κανέναν, διότι μέχρι τέλους ἔχει
ἐλπίδα".
Στή διατροφή του, ἐπειδή ἐρωτήθηκα, ἦταν ἀδιάφορος ἤ πολύ
λιτοδίαιτος. Λίγα μακαρόνια, πατάτες γιαχνί, μπλιγούρι, ὀκταποδάκι ἤ ψάρια τοῦ
ἑτοιμάζαμε καί ἔτρωγε συνήθως. Οὐδέποτε κρέας. Ἔτρωγε δέ πάντοτε πολύ ὀλίγο καί
ὅταν τόν παρακαλούσαμε γιά λίγο περισσότερο, ἔλεγε:
-"Ἔ, καί αὔριο θά φᾶμε, δέν πειράζει!".
Ἡ προσευχή του ἦταν τό πᾶν! Αὐτή ἦταν ἡ τροφή του καί ἡ χαρά του.
Ἡ Ἐκκλησία δέ καί ἡ μυστηριακή ζωή, ἡ δύναμίς του καί ἡ ἀνακαίνισίς του!
Ἡ ἀκριβής τήρησις τῶν Εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν
κανόνων ἦτο ἡ ἄγρυπνος προσπάθειά του. Σχετικῶς δέ μέ τόὈρθόδοξον-παλαιόν
ἑορτολόγιον, τό ὁποῖον ἀπό τοῦ ἔτους 1940 ἠκολούθει καί ἔμεινε πιστός εἰς αὐτό,
συχνά, ἰδίως κατόπιν φοβεροῦ ὀράματος τό ὁποῖον εἶχεν ἴδει, προέτρεπε τούς
πιστούς διά νά τό ἀκολουθήσουν, ἀλλά μέ πατρικόν τρόπον, χωρίς ἐπιμονήν καί
φανατισμούς, συνήθιζε δέ νά λεγῃ ὅτι:
-"Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, διά τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἑορτολογίου
"ἠσθένησεν", καί ὅτι αὐτή ἡ ἀλλαγή, ἔγινεν ἀρχή καί πρόξενος πολλῶν
κακῶν. Πολλά ἄσχημα θά ἔλθουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας, ἀπό αὐτήν τήν "πόρτα",
δηλ. τήν ἀλλαγήν τοῦ ἑορτολογίου, πού ἄνοιξε". Πράγματα πού ἤδη βλέπομεν,
ὅτι ἐν ὀνόματι τῆς "ἀγάπης" καί τῆς "οἰκονομίας", ἤδη
ἄρχισαν καί γίνονται. Ὁ Θεός νά μᾶς λυπηθῇ...
Τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ἐπιγείου ζωῆς του ἔζησε μέ συνεχῆ
ἀδιάκοπον προσευχήν. Τρεῖς ἡμέρες πρό τῆς κοιμήσεώς του ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων
Μυστηρίων, ἀλλά καί τήν ἰδίαν ἡμέραν (2 πρός 3 Ὀκτωβρίου), ἡμέραν Κυριακήν,
ἐκοινώνησε καί πάλιν καί μέ τήν ἀγαλλίασιν τοῦ κατά πάντα ἑτοίμου πιστοῦ, ἀφοῦ
ἔκαμε πολλές φορές τόν Σταυρόν του, ἀνασηκώθηκε λίγο, ἔδωκε ἕναν ἀσπασμόν εἰς
ἀόρατον δι' ἡμᾶς Εἰκόνα καί μέ φωνήν δυνατήν, ὑγιοῦς ἀνθρώπου εἶπε: "Δόξα
Σοι ὁ Θεός!" καί ἀμέσως "κλίνας τήν κεφαλήν παρέδωκε τό
πνεῦμα".
Αἴγινα, Ἰανουάριος 1986,
ἀναξία Εὐπραξία Μοναχή.
ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ''ΑΓΙΟΙ ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ'', ΑΝΟΙΞΗ 2018
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ