«Ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς… Ἵνα πάντες ἓν ὦσι… Ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν» (Ἰω. 17,11,21,22,23)
Μὴν περιμένετε ἀπὸ μένα, ἀγαπητοί μου, νὰ σᾶς πῶ πράγματα παράξενα καὶ δυσνόητα. Τὸ Εὐαγγέλιό μας δὲν εἶνε καμμιὰ φιλοσοφία· εἶνε λόγια τόσο ἁπλᾶ, ποὺ μποροῦν νὰ τὰ καταλάβουν καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ νὰ τὰ αἰσθανθοῦν στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους.
* * *
Ἀρχίζω λοιπὸν τὸ κήρυγμά μου μὲ ἕνα παράδειγμα παρμένο ἀπὸ τὰ ἀκριτικά μας μέρη. Περιοδεύοντας ἐκεῖ ἔφτασα σ᾽ ἕνα χωριὸ καὶ μπῆκα σὲ μιὰ καλύβα. Στὸν τοῖχο εἶδα μερικὲς μικρὲς κορνίζες. Σὲ μία – δύο ἦταν φωτογραφίες· σὲ μία ἄλλη ἦταν κάτι γράμματα. Τὴν κατέβασα νὰ τὰ διαβάσω. Ρωτάω τὸν χωρικό· –Τί εἶνε αὐτό; –Ἄ, μοῦ λέει, εἶνε ἕνα γράμμα σημαντικό. –Τί λέει δηλαδή; –Μοῦ τὸ ἔστειλε ὁ πατέρας μου ἀπὸ ἄλλο χωριό, ὅπου βρισκόταν τὶς δύσκολες ἡμέρες τῆς γερμανικῆς κατοχῆς· μοῦ ἔδινε συμβουλὲς νὰ μείνω πιστὸς στὴν πατρίδα, καὶ στὸ τέλος μοῦ ἔδινε τὴν εὐχή του· διαβάστε το. Τὸ διάβασα λοιπὸν καὶ δὲν μποροῦσα νὰ κρατήσω κ᾽ ἐγὼ τὰ δάκρυά μου. –Σκεφθῆτε ἀκόμη, μοῦ λέει, ὅτι εἶνε τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ πατέρα μου· λίγη ὥρα ἀφ᾽ ὅτου τὰ ἔγραψε, ἐκεῖνος πέθανε ἀπὸ συγκοπὴ καρδίας, μὴ ὑποφέροντας τὸ δρᾶμα τῆς πατρίδος. Γι᾽ αὐτὸ τό ᾽χω κειμήλιο· τὸ διαβάζω ὁ ἴδιος, τὸ διαβάζω καὶ στὰ παιδιὰ κ᾽ ἐγγόνια μου, νὰ μὴ ξεχαστῇ τί ὑπέφερε αὐτὴ ἡ Μακεδονία!…
Γιατί τὸ εἶπα αὐτό; Ξέρουμε ὅλοι, ὅτι τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ πατέρα καὶ τῆς μάνας μας, τοῦ συζύγου ἢ τῆς συζύγου ποὺ πέθανε, εἶνε ἀλησμόνητα καὶ μᾶς συγκινοῦν. Καὶ ἄν, ἀδέρφια μου, νιώθουμε τὰ τελευταῖα λόγια προσφιλῶν μας προσώπων σὰν καρφιὰ στὴν καρδιά μας, πόσο μᾶλλον τὰ λόγια Ἐκείνου ποὺ εἶνε πάνω ἀπὸ τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μας, Ἐκείνου ποὺ εἶνε τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα, ὁ Πλάστης, ὁ Σωτήρας, ὁ Κριτής μας, τὸ πᾶν;
Ἂς προσέξουμε τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ τ᾽ ἀκούσαμε στὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Ἂν κάποιον δὲν τὸν συγκινοῦν, πρέπει νά ᾽νε πέτρα. Πότε τὰ εἶπε; Τὴν τελευταία του νύχτα ἐπάνω στὴ γῆ, τὴ νύχτα ποὺ δὲν ἔκλεισε μάτι· • στὸ τέλος τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ἀφοῦ εὐλόγησε τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ καὶ εἶπε «Λάβετε φάγετε… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Ματθ. 26,26-27)· • ὅταν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ἐγκατέλειψε τὸ ὑπερῷο καὶ πῆγε νὰ τὸν προδώσῃ· • λίγο πρὶν ξεκινήσῃ γιὰ τὴ Γεθσημανῆ. Τότε ὕψωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ ἔκανε τὴν πιὸ κατανυκτικὴ προσευχὴ στὸν Πατέρα του. Λόγια ἀθάνατα. Δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐξηγήσουμε ὅλα· ἕνα μαργαριτάρι μόνο θὰ πάρουμε ἀπὸ αὐτά.
Προσευχήθηκε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὡς ἄνθρωπο, γιὰ τοὺς μαθητάς του, γιὰ ὅλους ὅσοι θὰ πίστευαν σ᾽ αὐτόν. Καὶ τέλος εἶπε· Σὲ παρακαλῶ, οὐράνιε Πατέρα, «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» (Ἰω. 17,21), νά ᾽νε ὅλοι οἱ μαθηταί μου ἕνα, νά ᾽νε πάντα ἑνωμένοι. Καὶ ἦταν πράγματι· ἑνωμένοι τὸ βράδυ ποὺ μετέλαβαν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα του· ἑνωμένοι τὸ πρωινὸ ποὺ δέχθηκαν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στὸ ὑπερῷο· ἑνωμένοι τὴν ὥρα ποὺ «ἐκ περάτων συνέδραμον» νὰ κηδεύσουν τὸ σῶμα τῆς Παναγίας. Ἔμειναν ἑνωμένοι, παρὰ τὶς διαφορὲς (καταγωγῆς, χαρακτῆρος, τάξεως) ποὺ ὑπῆρχαν μεταξύ τους.
Ἑνωμένοι οἱ δώδεκα ἀπόστολοι, ἑνωμένοι οἱ ἑβδομήκοντα ἀπόστολοι, ἑνωμένοι καὶ – ποιοί; οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἑορτάζουν σήμερα. Ἂν δὲν ἦταν ἑνωμένοι, δὲν θὰ εἴχαμε Ὀρθοδοξία. Νάτους, νάτους! τοὺς βλέπετε; Μπορεῖτε νὰ τοὺς δῆτε. Στὴν Ἐκκλησία λειτουργεῖ πνευματικὴ τηλεόρασι. Ὅποιος ἔχει καθαρὴ καρδιά, βλέπει τὸ Θεό, ὅπως τὸ εἶπε ὁ Χριστός μας· «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὅψονται» (Ματθ. 5,8). Ἕνα ἀθῷο παιδάκι στὴν Ἀθήνα –ἂν σώσῃ ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, θὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ τὰ παιδάκια αὐτά–, ἐνῷ λειτουργοῦσε ἕνας εὐλαβὴς παπᾶς κι αὐτὸ ἦταν ἐκεῖ μὲ τὴ γιαγιά του, ὅταν ὁ παπᾶς κρατοῦσε τὰ ἅγια, εἶπε· Γιαγιά, ὁ παπᾶς δὲν πατάει κάτω, εἶνε ψηλά!… Ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του. Γιατὶ ἔχει καὶ ἡ ψυχὴ μάτια καὶ βλέπει· πνευματικὴ τηλεόρασι.
Μὲ τὰ μάτια λοιπὸν τῆς ψυχῆς βλέπουμε κ᾽ ἐμεῖς σήμερα, Κυριακὴ τῶν Πατέρων τῆς Πρώτης (Α΄) Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τοὺς ἁγίους αὐτούς. Πόσοι εἶνε; Πλῆθος. Ἀπὸ τὰ μαρτύρια τῶν διωγμῶν, τοῦ ἑνὸς εἶνε κομμένα τὰ αὐτιά, τοῦ ἄλλου βγαλμένα τὰ μάτια, ἄλλος εἶνε χτυπημένος παντοῦ ἀπ᾽ τὰ βασανιστήρια. Σηκωθῆτε, χαιρετίστε τους, ἀσπασθῆτε τους! Νά πρῶτος ὁ μικρὸς στὸ ἀνάστημα ἀλλὰ μέγας στὴν πίστι Ἀθανάσιος. Μετὰ ὁ ἅγιος Νικόλαος, ποὺ ἦταν «εἰκόνα πραότητος» (ἀπολυτ.) ἀλλὰ ῥάπισε τὸν Ἄρειο ὅταν βλασφημοῦσε τὸν Κύριο. Μετὰ ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ἁπλὸς βοσκὸς ποὺ δὲν ἤξερε πολλὰ γράμματα, ἀλλ᾽ ἀποστόμωσε τὸν Ἄρειο μὲ θαῦμα ποὺ ἔδειξε πῶς ἡ μία Θεότης εἶνε τρία Πρόσωπα· πῆρε ἕνα κεραμίδι καὶ εἶπε «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», κι αὐτὸ χωρίστηκε στὰ συστατικά του, δηλαδὴ –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε– ἡ φωτιὰ πῆγε πρὸς τὰ ἐπάνω, τὸ νερὸ πῆγε πρὸς τὰ κάτω, καὶ μέσα στὴ χούφτα του ἔμεινε τὸ χῶμα.… Πλῆθος πατέρες. Μετρῆστε τους· εἶνε 318. Αὐτοὶ τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας συνέταξαν τὸ «Πιστεύω», τὸ σύμβολο τῆς πίστεως.
Οἱ πατέρες ἦταν ὅλοι ἕνα, ὁμόψυχοι. Ἕνας μόνο ἔφυγε· ὅπως ἀπὸ τοὺς Δώδεκα ἔφυγε ὁ Ἰούδας, ἔτσι ἀπὸ τοὺς 318 ἔφυγε ὁ Ἄρειος. Καὶ αἰτία ἦταν ἡ ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο ἁμάρτημα. Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος, λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ἔχει κάτι δαιμονικό· ὁ ταπεινὸς ἔχει χάρι Θεοῦ. Ὑπερηφανεύτηκε ὁ Ἄρειος, βλαστήμησε τὸ Χριστό, καὶ χάθηκε. Χάθηκε ὁ Ἰούδας, γιατὶ χωρίστηκε ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητάς· χάθηκε καὶ ὁ Ἄρειος, γιατὶ χωρίστηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρας. Καὶ καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν Σύνοδο, γιὰ νὰ προστατευθοῦν τὰ ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας
Διότι τί εἶνε ἡ Ἐκκλησία;
Εἶνε σὰν τὸ σῶμα, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (βλ. Α΄ Κορ. 12,12-27). Ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀμέτρητα κύτταρα, ποὺ ἀπαρτίζουν ὀστᾶ, φλέβες, μῦς, νεῦρα, ἱστούς, ὄργανα. Ὅταν τὰ κύτταρα εἶνε γερά, εἶνε ὑγιὴς ὁ ὀργανισμός· ὅταν εἶνε ἄρρωστα, ὁ ὀργανισμὸς ἀσθενεῖ. Τί θέλω νὰ πῶ· ὅλα τὰ ὄργανα λειτουργοῦν μαζί, ἑνωμένα· δὲν ἀντιμάχεται τὸ ἕνα τ᾽ ἄλλο, καὶ ὑπάρχει ἁρμονία, ὑγεία. Ἂν κάποιο ἀρρωστήσῃ, νοσήσῃ ἀθεράπευτα, πάθῃ γάγγραινα, τότε, ὅσο καὶ ἂν ἀγαπᾶμε τὸ σῶμα, τὸ ὁδηγοῦμε στὸ χειρουργεῖο καὶ τὸ σάπιο ἀποκόπτεται, γιὰ νὰ σωθῇ ὅλο τὸ σῶμα. Κρατῆστε το αὐτό, ἔχει σημασία.
Εἶνε σὰν τὸ δέντρο, ποὺ εἶνε ἕνα, μὰ μὲ πλῆθος κλαδιὰ καὶ ἀμέτρητα φύλλα. Μία ῥίζα ἀντλεῖ νερό, τὸ ἀνεβάζει ψηλὰ καὶ τροφοδοτεῖ καὶ τὸ τελευταῖο φύλλο. Ἂν ὅμως κάποιο κλαδὶ ξεραθῇ, τότε ὁ περιβολάρης πάει μὲ τὸ κλαδευτήρι, κόβει καὶ πετάει τὸ ξεράδι. Θυμηθῆτε το καὶ αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω, ἔχει σημασία.
Εἶνε σὰν τὸ μαντρί. Βοσκός, ποὺ ἀγαπάει τὰ πρόβατά του, εἶνε ὁ Χριστός· «Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός» (Ἰω. 10,11). Ὁ βοσκὸς φροντίζει τὸ κοπάδι, νὰ φάῃ, νὰ πιῇ, τὸ φυλάει ἀπὸ τοὺς λύκους. Ὅποιο πρόβατο ἀρρωστήσῃ, τὸ περιποιεῖται. Ἀλλ᾽ ἐὰν κόποιο προσβληθῇ ἀπὸ ψώρα, ἀμέσως τὸ πιάνει καὶ τὸ βγάζει ἀπὸ τὸ μαντρί· γιατὶ ἂν ἀφήσῃ ἕνα ψωριασμένο πρόβατο μέσα, θὰ ψωριάσουν ὅλα τὰ πρόβατα. Θυμηθῆτε το καὶ αὐτό, ἔχει σημασία.
Συμπέρασμα. Σὰν τὸ γιατρὸ ποὺ κόβει τὸ σάπιο, σὰν τὸν περιβολάρη ποὺ κόβει τὸ ξεράδι, σὰν τὸν τσοπᾶνο ποὺ βγάζει ἔξω τὸ ψωριασμένο πρόβατο, ἔτσι ἐνεργοῦσαν οἱ πατέρες ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, ποὺ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὴν Ἐκκλησία μας, μὲ ὅσα δίδαξε ὁ Χριστός. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶπε· ἂν παρουσιαστῇ κάποιος καὶ πῇ πράγματα ποὺ δὲν τὰ διδάξαμε ἐμεῖς καὶ ὁ Χριστός, μὴν τὸν ἀκούσετε· κι ἂν ἀκόμα εἶνε ὄχι παπᾶς, ὄχι δεσπότης, ὄχι πατριάρχης, ἀλλὰ καὶ «ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ», μὴν τὸν ἀκούσετε. «Ἤτω ἀνάθεμα», νά ᾽νε ἀποχωρισμένος (Α΄ Κορ. 16,22). Αὐτὴ εἶνε ἡ Ἐκκλησία, αὐτὸ ἔκαναν οἱ Πατέρες ὅταν ἀφώριζαν τὸν Ἄρειο.
* * *
Ἡ ἅγια αὐτὴ ἡμέρα φωνάζει, ἀδέρφια μου· Μείνετε σταθεροί! Θὰ πέσῃ κόσκινο· κοσκινίζει ὁ διάβολος. Λίγοι θὰ μείνουμε. Ξεράδια πολλὰ ἐπάνω στὸ δέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας μας καὶ θὰ γίνῃ κλάδεμα· κλαδεύει ὁ Θεός.
Ἑνωθῆτε! φωνάζει ὁ Χριστὸς σήμερα. Ἑνωθῆτε, φωνάζουν οἱ 318 πατέρες. Πρόβατο ποὺ βγαίνει ἀπ᾽ τὸ μαντρὶ τὸ τρώει ὁ λύκος, κλαδὶ ποὺ κόβεται ἀπὸ τὸ δέντρο ξεραίνεται, καὶ κύτταρο ποὺ νοσεῖ πεθαίνει.
Νὰ μείνουμε ἑνωμένοι ἐν Χριστῷ, νὰ μὴ ὑπάρξῃ μεταξύ μας οὔτε ἕνας διάβολος, οὔτε ἕνας Ἰούδας, οὔτε ἕνας χιλιαστής, οὔτε ἕνας μασόνος, οὔτε ἕνας ἄθεος! Μὲ ἔμβλημα τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα», νά ᾽χουμε τὴν εὐλογία τῶν ἁγίων Πατέρων, ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἐλευθερίου Ἄσπρα Χώματα – Περιστερίου – Ἀθηνῶν τὴν 7-6-1970. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 23-4-2020.