και διασπαστικές του αγώνα θεωρίες περί δυνητισμού και ακύρων μυστηρίων
Παρουσιάζουμε σ’ αὐτὸ τὸ ἄρθρο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς ποὺ ἔγραψαν πρὸς τοὺς ἱερωμένους, μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς πιστοὺς οἱ πρωταγωνιστὲς τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ βέβαια ἐκεῖνες ποὺ ἀντάλαξαν μεταξύ τους Ἅγιοι Πατριάρχες καὶ Ἐπίσκοποι, καθὼς ὅλοι αὐτοὶ συμμετεῖχαν στὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς αἱρέσεως ποὺ συνετάραξε τὴν Ἐκκλησία τὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου μ. Χ. αἰῶνα. Ἐπειδὴ τὸ ἄρθρο περιλαμβάνει μεγάλα ἀποσπάσματα κειμένων στὴν ἀρχαία γλῶσσα (τὰ περισσσότερα μάλιστα ἀμετάφραστα, μὲ τοὺς ἀναγκαίους βέβαια σχολιασμούς), γι’ αὐτὸ προτάσσομε μιὰ σύντομη εἰσαγωγή, στὴν ὁποία παρουσιάζονται τὰ κύρια σημεῖα τῶν κειμένων ποὺ ἔγραψαν ὁ Πρόεδρος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἅγιος Κύριλλος καὶ ὁ ὀρθοδοξος Πάπας Ρώμης ἅγιος Κελεστῖνος. Αὐτὰ εἶναι τὰ ἑξῆς:
1. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως Νεστόριος ἄρχισε νὰ κηρύττει Χριστολογικὴ αἵρεση, ἀρνούμενος ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦν Χριστόν, γι’ αὐτὸ δὲν τὴν ἀποκαλοῦσε Θεοτόκο.
2. Ἡ αἵρεση ποὺ ἐκήρυττε (πέρα ἀπὸ ὅσα ἐπιπλέον κακόδοξα καινοφανῆ δίδασκε) ἦταν κατεγνωσμένη καὶ καταδικασμένη ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀπὸ τὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἀπὸ ἄλλες τοπικὲς Συνόδους, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει σήμερα μὲ τὸν Οἰκουμενισμό. Ἐπαναλάμβανε δηλαδή, κακόδοξες θέσεις τοῦ Ἀρείου, τοῦ Ἀπολιναρίου, τοῦ Παύλου Σαμοσατέως καὶ ἄλλων αἱρετικῶν.
3. Ὁ λαὸς τῆς Κων/πόλεως ἀρχικὰ καὶ στὴ συνέχεια οἱ Πατριάρχες ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν (ἅγιοι Κύριλλος καὶ Κελεστῖνος καὶ ἄλλοι ἱερωμένοι) ἀντιδροῦν, καταγγέλλουν τὴν κακοδοξία καὶ μὲ ἐπιστολὲς ἀνασκευάζουν τὶς αἱρετικὲς θέσεις τοῦ Νεστορίου, ἐνῶ ταυτόχρονα πολλοὶ διακόπτουν τὴν κοινωνία μαζί του, δηλαδὴ ἀποτειχίζονται.
4. Παρὰ ταῦτα καὶ ἐνῶ ἔγιναν συντομότατα γνωστὲς οἱ κακόδοξες θέσεις τοῦ Νεστορίου καὶ ἡ ἐπιμονὴ του σ’ αὐτές, οἱ ἅγιοι Πατριάρχες συνεχίζουν νὰ θεωροῦν τὸν Κύριλλο Πατριάρχη Κων/πόλεως, Ἐπίσκοπο καὶ συλλειτουργό τους, μὲ μυστήρια καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία. Οὐδεμία νύξη ἢ συζήτηση γίνεται ποὺ νὰ ἀφήνει τὴν παραμικρὴ ὑπόνοια ὅτι ἀμφισβητοῦν τὰ μυστήρια ποὺ τελεῖ (ὡς ἄκυρα), αὐτὸς καὶ οἱ ὁμοϊδεάτες του ἱερωμένοι.
Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατριάρχες, ὅπως στὴ συνέχεια καὶ ἡ Σύνοδος, παρουσιάζουν τὸν Νεστόριο ὡς ἕνα Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ὅμως, ὡς μὴ ἐφαρμόζων τὰ καθήκοντα ποὺ ὁ Χριστὸς διὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς χειροτονίας διὰ χειρῶν τῶν πρὸ αὐτοῦ Ἐπισκόπων τοῦ ἀνέθεσε, κατέστη χαρακτηριστικὸ παράδειγμα «μισθωτοῦ» ποιμένα, ψευδεπισκόπου καὶ γιὰ τοῦτο αἱρετικοῦ «λύκου» καὶ «ὄφεως», ποὺ ἀντὶ προστασίας καὶ τροφῆς πνευματικῆς καὶ σωτηριώδους σκορπᾶ δηλητήριο στὸ ποίμνιό του, τὸ «τιτρώσκει» καὶ τὸ κατατρώγει.
5. Ἔτσι μὲ δεκάδες καὶ ἑκατοντάδες ἀναφορὲς οἱ Ἅγιοι, ἐκεῖνο ποὺ καυτηριάζουν καὶ σὲ ἐκεῖνο ποὺ ἐπιμένουν δὲν εἶναι κάποια ἄκυρα μυστήρια ποὺ τελεῖ (γιὰ ἄκυρα μυστήρια δὲν γίνεται καμία ἀναφορά) ἀλλὰ στὴν τεράστια βλάβη καὶ ψυχικὴ ζημία ποὺ προκαλεῖ ἡ κακοδιδασκαλία τοῦ Νεστορίου, τὸ δηλητήριο ποὺ σκορπᾶ, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ προσοχὴ καὶ ἐγρήγορση ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ μὴν πέσουν θύματα αὐτῶν τῶν κακόδοξων ἰδεῶν του.
6. Τὸ μεγάλο αὐτὸ πρόβλημα οἱ Ἐπίσκοποι (καὶ κατ’ ἐξοχὴν οἱ ἅγιοι Κύριλλος καὶ Κελεστῖνος) ἀντιμετωπίζουν σὲ δύο φάσεις. Ἡ πρώτη, ὅπως εἴδαμε, ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζεται ἀμέσως μετὰ τὴν διαπίστωση τῆς κακοδιδασκαλίας τοῦ Νεστορίου, καὶ εἶναι οἱ ἐναντίον του ἀντιρρητικοί λόγοι, ἡ ἀναίρεση τῆς αἱρέσεως καὶ ἡ διακοπὴ κοινωνίας καὶ ἀποτείχιση. Σ’ αὐτὸ τὸ στάδιο τοῦ ἀποδεικνύουν ὅτι αὐτὰ ποὺ διδάσκει δὲν ἀποτελοῦν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Συνοδικὰ στὸ πρόσφατο παρελθόν, ὅτι ἐπιθυμοῦν νὰ ἀκούσει τὴν φωνή τους, νὰ ἐπανορθώσει καὶ νὰ μετανοήσει, καὶ τὸν προειδοποιοῦν ὅτι σὲ ἐνάντια περίπτωση θὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὸ ἀξίωμα ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἔδωσε.
Τὴν ἴδια τακτικὴ μὲ τοὺς πρωταγωνιστὲς ἁγίους Κύριλλο καὶ Κελεστῖνο, δηλώνουν ὅτι θὰ ἀκολουθήσουν καὶ θὰ πραγματοποιήσουν (ὅσοι δὲν τὴν εἶχαν κάνει ἀκόμα πράξη) οἱ Ἐπίσκοποι καὶ ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι δι’ ἀνταλλαγῆς ἐπιστολῶν ἀλληλοπληροφοροῦνται γιὰ τὴν πορεία τῆς αἱρέσεως, τὶς ἐπιπτώσεις της, καὶ προσπαθοῦν νὰ συντονιστοῦν γιὰ τὴν κοινὴ ἀντιμετώπισή της. Καὶ παρότι οἱ διαδικασίες ἐνημερώσεως εἶναι χρονοβόρες, οἱ ἐπιστολὲς μὲ τὰ μέσα διακινήσεως ἀργοποροῦν νὰ φτάσουν στοὺς ἀποδέκτες τους, χρειάζεται χρόνος γιὰ νὰ μεταφραστοῦν κ.λπ., παρ’ ὅλα αὐτὰ τὸ θέμα τακτοποιεῖται μέσα σὲ ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα, μὲ την ἐφαρμογὴ καὶ τοῦ δευτέρου σταδίου, ποὺ εἶναι ἡ σύγκληση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τῆς δι’ αὐτῆς καταδίκης τοῦ Νεστορίου καὶ τῶν ὁμοϊδεατῶν του. Τότε ἀφαιρεῖται καὶ τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμά του, τότε ἀπογυμνώνεται πάσης ἱερατικῆς ἐξουσίας.
Τελειώνοντας αὐτὴν τὴν εἰσαγωγὴ πρέπει νὰ ἐπαναληφθεῖ ὅτι σὲ δεκάδες ἐπιστολὲς καὶ ἑκατοντάδες σελίδες, γίνεται συνεχῶς λόγος γιὰ τὴν κακὴ ἐπίδραση ποὺ ἔχει ἡ κακοδιδασκαλία τοῦ Νεστορίου, γιὰ τὸ πόσο αὐτὴ ἐπηρεάζει τοὺς πιστούς, πόσο δηλητήριο καὶ μολυσμὸ μεταδίδει, πόσο δι’ αὐτῆς βλασφημεῖται ὁ Κύριος καὶ ἡ Θεοτόκος, πόσο δι’ αὐτῆς ἀλλοιώνεται καὶ διαστρέφεται ἡ πίστη, ἐμποδίζεται δὲ καὶ ματαιώνεται τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, πουθενὰ ὅμως δὲν γίνεται λόγος γιὰ ἄκυρα μυστήρια. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μολύνεται ἂν κάποιοι αἱρετίζουν, ἀλλὰ μολύνονται αὐτοὶ ποὺ διδάσκουν τὴν αἵρεση καὶ ὅσοι τὴν ἀποδέχονται. Ἡ Ἐκκλησία παραμένει ἀμόλυντη καὶ ἁγία, ἐφ’ ὅσον Ἅγιος εἶναι ὁ ἀρχηγός της, παρότι περιέχει σαπρὰ μέλη, τὰ ζιζάνια, καὶ ἐφ’ ὅσον πάντα θὰ ὑπάρχουν ἐκεῖνοι οἱ πιστοί, ποὺ θὰ ἀποδέχονται ἀκέραια τὴν διδασκαλία Του καὶ τὶς Ἐντολές Του, καὶ ποὺ παρὰ τὶς ἀδυναμίες, τὶς ἁμαρτίες, τὶς παρανοήσεις, ἔχουν ἀγαθὴ διάθεση καὶ ζῆλο νὰ μὴν παραβαίνουν τὸ θέλημά Του καὶ νὰ μὴν καινοτομοῦν θεληματικά, ὅπως οἱ αἱρετικοί.
Εἶναι σαφέστατο λοιπόν, ὅτι οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ ἀγωνιστὲς Πατέρες καὶ πιστοὶ τῆς ἐν λόγῳ ἐποχῆς (ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν περιόδων, ὅπως δι’ ἄλλων ἄρθρων καταδείξαμε) δὲν ἔκαναν λόγο, δὲν ἐνδιαφέρονταν, δὲν ἔστρεφαν τὴν προσοχή τους σὲ θέματα πού (κι ἂν ἀκόμα προβλημάτιζαν κάποιους) ἦταν δυνατὸν νὰ διασπάσουν τὸν ἀγώνα ἐναντίον τῆς αἱρέσεως, ἦταν δυνατὸν νὰ διχάσουν. Εἶχαν καιρὸ μετὰ τὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως νὰ ἐξετάσουν θεολογούμενα θέματα, πάντα μὲ πνεῦμα ταπεινώσεως καὶ κατανοήσεως, «ἐν παροξυσμῷ ἀγάπης», γιατὶ σχεδὸν πάντα αὐτὰ τὰ θέματα ὁδηγοῦν σὲ διασπάσεις καὶ σχίσματα.
Ἀγωνίζονταν λοιπόν, γιὰ τὴν ἀναίρεση τῆς κακοδοξίας, διὰ τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετιζόντων, χωρὶς πολυχρόνιες καὶ κακὲς «οἰκονομίες» καὶ θεωρίες νεοφανεῖς περὶ «ἀχρικαιρισμοῦ» καὶ «δυνητισμοῦ», χωρὶς ἀπροσανατολιστικὲς τοῦ ἀγῶνα, ἄκαιρες, ἀχρείαστες -τὴν συγκεκριμένη στιγμή- καὶ διασπαστικὲς διαμάχες περὶ μυστηρίων. Ἔτσι ἀντιμετώπιζαν ἄμεσα τὴν αἵρεση, πρὶν αὐτὴ κατασκανδαλίσει καὶ παραλύσει τὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν, πρὶν πιάσει ρίζες, πρὶν «πιάσει στὰ δίχτυα της» πιστούς, πρὶν ἀποκτήσει ὀπαδούς, ἐπεκταθεῖ καὶ ἱκανοποιεῖ συμφέροντα καὶ φιλοδοξίες, πρὶν ἀλλοιώσει ἐπικίνδυνα καὶ ἴσως ἀνεπίστροφα τὴν πίστη καὶ τὸ ἦθος τῶν πιστῶν καὶ πρὶν διὰ τῆς διασπάσεως ἀποθαρρύνει τὸν ἀγῶνα τῶν πιστῶν.
Εἶναι κατανοητὸς ἐν μέρει ὁ φόβος κάποιων σημερινῶν πιστῶν ποὺ ἰσχυρίζονται: πῶς θὰ πείσουμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀποτειχιστοῦν, ἐὰν τοὺς λέμε ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: δὲν εἶναι δυνατὸν ὡς Χριστιανοὶ νὰ ἀνακαλύπτουμε φόβους καὶ διλήμματα ποὺ δὲν εἶχαν οἱ Χριστιανοὶ ἄλλων ἐποχῶν. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θέλουμε κάτι διαφορετικὸ ἀπ’ ὅτι ἔκαναν οἱ Ἅγιοι. Ἄκυρα εἶναι τὰ μυστήρια τῶν καταδικασμένων αἱρετικῶν. Ἂν ἦσαν καὶ τῶν μὴ καταδικασμένων, θὰ τὸ συναντοῦσαμε σὲ κάθε βῆμα, σὲ κάθε ἐπιστολὴ τῶν Ἁγίων ποὺ πολέμησαν τὶς αἱρέσεις, ἐφ’ ὅσον εἶναι τόσο σημαντικὸ θέμα, ὅπως κάποιοι διατείνονται σήμερα. Μᾶς λένε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς περιέχει καταδικασμένες αἱρέσεις. Ἂς ὑπενθυμίσουμε πάλι καὶ πάλι, ὅτι καὶ ὁ ὑπὸ ἐξέτασιν Νεστοριανισμὸς δίδασκε κι αὐτὸς κακοδιδασκαλίες καταδικασμένες ἀπὸ πολλὲς Συνόδους καὶ μάλιστα Οἰκουμενικές.
Κείμενα -Σχολιασμός
Ὁ Νεστόριος ἔχει ἤδη κηρύξει ἐπ’ ἐκκλησίᾳ τὴν αἵρεσή του καὶ ἐπιμένει σ’ αὐτή, ἔχει καταγγελθεῖ ἀπὸ λαϊκούς, μοναχοὺς καὶ ἄλλους ἱερωμένους, ἔχουν ἤδη παρέμβει μὲ γράμματά τους Πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι κι αὐτοὶ καταδικάζουν τὴν αἵρεση.
Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Κελεστῖνος, ὁ ὁποῖος τοῦ γράφει ἐπιστολή. Σ’ αὐτὴν τὸν ἀποκαλεῖ κατ’ ἀρχὰς ἀδελφό, ἀφοῦ ὁ Νεστόριος κατέχει κανονικὰ τὸν θρόνο τῆς Κων/πόλεως ὡς Ἐπίσκοπος ποὺ βέβαια ἔχει μυστήρια καὶ ἐπισκοπικὴ ἐξουσία. Ταυτόχρονα ὅμως στὴν ἐπιστολή του αὐτὴ τοῦ μιλᾶ αὐστηρότατα καὶ παρουσιάζει μὲ μελανὰ χρώματα τὰ τραγικὰ ἀποτελέσματα τῆς κακοδοξίας του, καὶ περιγράφει σ’ αὐτὴν τὸν τύπο τοῦ ψευδεπισκόπου.
Τὸ πρώτο ποὺ ἐπισημαίνει εἶναι ὅτι, ἐνῶ τὸ καθῆκον τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος εἶναι νὰ παρέχει καθαρὴ εὐαγγελικὴ πνευματικὴ τροφὴ στοὺς πιστούς, αὐτὸς τοὺς παρέχει ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ! Προχωρώντας γράφει ὅτι, ἐνῶ ὁ καλὸς ποιμένας ἐπιμελεῖται τῶν προβάτων, αὐτὸς ὡς ψευδοποιμένας ὄχι μόνον δὲν φροντίζει τὰ πρόβατα, ὄχι μόνο τὰ ἐγκαταλείπει στὴν ἁρπακτικὴ διάθεση τῶν αἱρετικῶν λύκων, ἀλλ’ ὅτι ὁ ἴδιος κατέστη λύκος γιὰ τὰ πρόβατα ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστὸς καὶ τὰ κατασπαράσσει.
Καὶ ρωτᾶ: ποῦ νὰ καταφύγουν πλέον οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ προφυλαχτοῦν ἀπὸ τὶς κακόδοξες ἰδέες καὶ νὰ σωθοῦν, ὅταν προσβάλλονται ἀπ’ αὐτὲς καὶ θανατώνονται μέσα στὰ «ἐκκλησιαστικὰ» περιβάλλοντα, στὶς ἐνορίες τους; Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἐδῶ ὁμιλεῖ γιὰ κανονικοὺς λειτουργοὺς μὲ αἱρετικὲς ἰδέες. Καὶ ποῦ νὰ βροῦν ἀσφάλεια, ὅταν ἀντὶ γιὰ προστάτες καὶ βοηθοὺς ποιμένες, ἔχουν μέσα στὸ σπίτι τους ἁρπακτικὸ λύκο τὸν Πατριάρχη καὶ φυσικὰ τοὺς ὑπὸ τὴν ἐξουσία του ἱερεῖς ποὺ τὸν ὑπακούουν; Καὶ ἐνῶ ὁ Κύριος μιλᾶ καὶ γιὰ ἄλλα πρόβατα ποὺ δὲν εὑρίσκοντο τότε στὴν στάνη, ἀλλὰ ἐπρόκειτο κι ἐκεῖνα νὰ προσχωρήσουν στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ σωθοῦν, ἐσύ (Νεστόριε) ὄχι ἄλλα δὲν φροντίζεις, ἀλλὰ κι αὐτὰ ποὺ εἶχες, ἀπὸ ἐσένα τὸν ἴδιο χάνονται-κατασπαράσσονται ἢ καταδιώκονται;
Εἶναι φοβερό, συνεχίζει, ὅτι σ’ ἐσένα ἐφαρμόζονται τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ ἀπ. Παύλου, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν τάξη τῶν Ποιμένων, ποὺ ἀνήκουν καὶ ἐνεργοῦν ὡς κανονικοὶ ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας (καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι περισσότερο ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικούς), θὰ προέλθουν «λύκοι βαρεῖς» ποὺ δὲν θὰ φροντίζουν τοὺς πιστούς, δὲν θὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ ποίμνιο, ἀντίθετα θὰ τοὺς διδάσκουν πράγματα ἀντιευαγγελικά, κακόδοξα καὶ διεστραμμένα, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς κάνουν ὀπαδούς τους καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὴν ἀπώλεια.
Αὐτὰ θὰ θέλαμε νὰ τὰ λὲς ἐσύ (Νεστόριε, ὡς Ἀρχιεπίσκοπος), νὰ τὰ λὲς γιὰ τοὺς ἄλλους, ὥστε νὰ τοὺς προφυλάξεις ἀπὸ τοὺς λύκους κι ὄχι νὰ λέγονται ἀπὸ ἄλλους γιὰ σένα. Ποιός δὲν ὑποφέρει καὶ δὲν πονᾶ βλέποντας τὴν περίπτωσή σου· ἀντὶ δηλ. ἕνας Ἐπίσκοπος νὰ διδάσκει τοὺς ἄλλους, νὰ διδάσκεται αὐτὸς ὅτι ὀφείλει νὰ εἶναι Χριστιανός! Δῶσε λοιπόν μεγάλη προσοχή, συνειδητοποίησε ποιά (χριστομάχο) αἵρεση καὶ μὲ ποιόν τρόπο τὴν ὑπηρετεῖς: Προκαλεῖς, διαβάλλεις, κατηγορεῖς τοὺς Ὀρθοδόξους. Ταιριάζουν αὐτὰ μὲ κάποιον ποὺ κατέχει τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης; Ἢ νομίζεις ὅτι ἐμεῖς θὰ σὲ λυπηθοῦμε, τὴ στιγμὴ ποὺ ἐσὺ δὲν ὑπολογίζεις τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς σου; Ὅτι θὰ σὲ λυπηθοῦμε, ἐσένα ποὺ θέλεις κι ὅσους τώρα ζοῦν, κι ὅσους θὰ ζήσουν νὰ τοὺς ἀφαιρέσεις τὴ σωτηρία μὲ τὴν διάδοση τῆς κακοδοξίας σου;
Ἐδῶ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ σημειώσουμε ὅτι πράγματι ὁ Νεστόριος ἀκολούθησε διδασκαλίες ποὺ πρέσβευε ὁ Ἀπολινάριος καὶ ἡ αἵρεση τοῦ Ἀπολιναρισμοῦ ἦταν καταδικασμένη: ἀπὸ τοπικὲς Συνόδους τὸ 377, 378, 379 στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴν Ἀντιόχεια καὶ βέβαια ἀπὸ τὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 381.
Ἤδη ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶχε καταδικάσει τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀπολιναρίου γράφων: «Εἴ τις οὐ Θεοτόκον τὴν ἁγίαν Μαρία ὑπολαμβάνει χωρίς ἐστι τῆς θεότητος» καὶ «ἄθεος»! Αὐτὴ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀθετοῦσε ὁ Νεστόριος καὶ ἐπέτρεπε κατ’ ἀρχὰς στοὺς ὁμοϊδεάτες του καὶ ἐνώπιόν του ἐντὸς τὴς Ἐκκλησίας νὰ τὴν διδάσκουν, νὰ μὴν ὀνομάζουν δηλ. Θεοτόκο τὴν Παναγία ἀλλὰ ἀνθρωποτόκο. Αὐτό (ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἀντιδράσεων ἐκ μέρους τῶν πιστῶν) ἀνάγκασε καὶ τὸν ἅγιο Πρόκλο (τότε ὑποψήφιο γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως) νὰ ἀποκρούσει αὐτὴν τὴν κακόδοξη θέση καὶ σὲ ὁμιλία του «ἐνώπιον τοῦ Νεστορίου… ἐγκωμίασε τὴ θεία μητρότητα τῆς Παναγίας μὲ χαρακτηριστικὴ ἔμφαση στὸν ὅρο “Θεοτόκος” (ΑCΟ, Ι, 1,1, σελ. 103). Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Νεστόριος «προέβαλλε σὲ κάπως μετριοπαθέστερο ὕφος τὶς χριστολογικὲς θέσεις» του περὶ Χριστοτόκου κι ὄχι Θεοτόκου τὰ ἔτη 328 καὶ 329 (Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλ. Ἱστορία, σελ. 605).
Εἶναι φανερὸ λοιπὸν ὅτι ὁ Νεστόριος ἐπανελάμβανε καταδικασμένη αἱρετικὴ διδασκαλία, ὄχι ἀπὸ μιά, ἀλλὰ ἀπὸ πολλὲς Συνόδους.
Τὸ ὅτι ἡ καταδίκη μιᾶς αἱρέσεως δὲν σημαίνει ὅτι ὁ αἱρετικὸς παύει νὰ ἔχει τὴν ἱερατική του ἰδιότητα, φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι «στὴν τοπικὴ σύνοδο τῆς Ρώμης (430) καταδικάστηκε ἡ διδασκαλία τοῦ Νεστορίου, ζητήθηκε ἡ ἀποκήρυξή της μὲ τὴν ἀπειλὴ καθαιρέσεως» (Φειδᾶ Βλ., ὅπ. παρ., σελ. 607). Πόσο μᾶλλον ὅταν ἕνας αἱρετικός, εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἕως τῆς ἐκφορᾶς μιᾶς κακόδοξης θέσης, ἔστω καταδικασμένης ἀπὸ παλαιότερη σύνοδο.
Στὴν συνέχεια, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν Σύνοδο ποὺ συνεκάλεσε ὁ ἅγιος Κύριλλος στὴν Ἀλεξάνδρεια (430), τὶς ἀποφάσεις τῆς ὁποίας ἀπέστειλε στὸν Νεστόριο καὶ ζητοῦσε νὰ τὶς ἀποδεχθεῖ: «Ταῦτα φρονεῖν δεδιδάγμεθα παρὰ τῶν ἁγίων… Τούτοις ἅπασι καὶ τὴν σὴν εὐλάβειαν συνενέσαι χρή, καὶ συνθέσθαι δίχα δόλου παντός. Ἃ δέ ἐστιν ἀναγκαῖον ἀναθεματίσαι τὴν σὴν εὐλάβειαν, ὑποτετάκται τῇ δὲ ἡμῶν τῇ ἐπιστολῇ» (Φειδᾶ Βλ., ὅπ. παρ., σελ. 608).
Σὲ μιὰ ἄλλη ἐπιστολὴ τώρα, πάλι τοῦ Κελεστίνου πρὸς τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰωάννη, βλέπουμε ὅτι τὸν αἱρετικὸ Νεστόριο ἀποκαλεῖ ἱερέα, γιατὶ δὲν εἶχε ἀκόμα καθαιρεθεῖ ἀπὸ Σύνοδο. Εἶναι μικρότερη λέγει, ἡ στενοχώρια γιὰ τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας αἱρετικούς, παρότι ὅταν οἱ αἱρετικοὶ εἶναι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἡ αἵρεση ὑπάρχει μέσα στὴν «ἱερὰ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία» καὶ διδάσκεται ἀπὸ ἐν ἐνεργείᾳ ἱερωμένο ἡ θλίψη εἶναι μεγαλυτέρα. Εἶναι μάλιστα «διπλάσιος ὁ θρῆνος», γράφει συγκεκριμένα, ὅταν αὐτὴ ἡ κακόδοξη διδασκαλία διδάσκεται στὴν Κων/πολη, «ἐν τῇ μεγίστῃ πόλει», διὰ τὸν λόγον ὅτι ἐκεῖ «συντρέχει» πλῆθος ἀνθρώπων (ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς αὐτοκρατορίας). Καὶ ἐπανέρχεται ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Κελεστῖνος ἐπιμένοντας στὴν ἐπισήμανση ὅτι εἶναι πολὺ χειρότερη ἡ περίπτωση, ὅταν ὁ αἱρετικὸς εἶναι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, τελεῖ τὸ ἁγιαστικὸ καὶ διδακτικὸ ἔργο ποιμένος, ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι ψευδοποιμένας. Τότε τὰ πράγματα εἶναι χειρότερα καὶ ἀπὸ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο, γιατὶ ὑπάρχει σύγχυση στοὺς πιστούς, ἀφοῦ ἕνας αἱρετικὸς «ἐν αὐτῇ τῇ ἀγέλῃ τόπον ποιμένος ἔχει» καὶ «ἐντὸς αὐτοῦ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ (αἱρετικά) δορατα ἀκοντίζηται τῆς ἀσεβοῦς θρησκείας (τουτέστιν τῆς αἱρέσεως). Γι’ αὐτὸ «συντετάρακται ἡμῶν τὰ σπλάχνα», γιατὶ ὁ αἱρετικὸς ἐπίσκοπος Νεστόριος «ὅστις δοκεῖ κατέχειν τὴν Ἐκκλησίαν Κων/πόλεως», χύνει τὸ δηλητήριο τῆς αἱρέσεως στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν.
Ἐπειδὴ λοιπόν, ἐφ’ ὅσον συνεχίζει ὁ Νεστόριος νὰ βλασφημεῖ κατὰ τῆς ἁγίας Παρθένου (διδάσκοντας τὸ λαὸ ὅτι εἶναι Χριστοτόκος/ἀνθρωποτόκος κι ὄχι Θεοτόκος) δὲν εἶναι ἀσφαλὲς γιὰ τὴν πίστη καὶ τὸ λαὸ νὰ συνεχίσουμε τὴν ἀνταλλαγὴ ἐπιστολῶν μὲ τὸν Νεστόριο (ἔχοντας ἔτσι ἐπικοινωνία μαζί του), γιατὶ αὐτὴ ἡ συνεχιζόμενη συζήτηση μὲ ἕνα βλάσφημο καὶ ἡ ἐπανάληψη κατὰ τὴν συζήτηση (κατ’ ἀνάγκη γιὰ νὰ ἀναιρεθοῦν) τῶν βλασφημιῶν του, αὐτὸ εἶναι –λέγει ὁ Κελεστῖνος –ΕΓΚΛΗΜΑ! Γι’ αὐτὸ διακόπτομε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν Νεστόριο καὶ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦν. Καὶ δὲν θὰ κοινωνοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως Νεστόριο, ἕως ὅτου καταδικάσει ἐγγράφως τὴν αἵρεση ποὺ διδάσκει γυμνῇ τῇ κεφαλῇ επ’ Ἐκκλησίας. Ὅσους δὲ Ὀρθοδόξους ὁ Νεστόριος ἔχει καταστήσει ἀκοινωνήτους ἢ ἔχει καθαιρέσει, μὲ αὐτοὺς ἐμεῖς θὰ συνεχίζουμε νὰ ἔχουμε κοινωνία.
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγ. Κύριλλος γράφει ἐνδιαφέροντα πράγματα γιὰ ὅσους σήμερα ἀμφισβητοῦν κάποιες ἐκκλησιαστικὲς πρακτικές. Γράφει πρὸς τὸν πατρ. Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιο καὶ κατ’ ἀρχὰς ἐκφράζει τὴν εὐχή/ἐπιθυμία του «ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος Νεστόριος τῇ ορθῇ πίστει κατακολουθεῖν». Ποιός, ἐρωτᾶ, δὲν θὰ εὐχόταν νὰ εἶναι σταθεροὶ στὴν πίστη αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες; Ἐπειδὴ ὅμως, συνεχίζει, συνέβει τὸ ἀντίθετο στὴν περίπτωση τοῦ Νεστορίου, δηλ. αὐτὸς ποὺ προσδοκούσαμε ὅτι θὰ ἦτο γνήσιος ποιμήν (καὶ μὴ ξεχνοῦμε ὅτι ὁ Νεστόριος ὅταν ἦταν στὴν Ἀντιόχεια ἦταν σφοδρὸς πολέμιος τοῦ Ἀρειανισμοῦ!), αὐτὸς λοιπόν, διαπιστώσαμε ὅτι κατέληξε νὰ εἶναι διώκτης τῆς πίστεως. Ἄρα μὲ αὐτόν (σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου) δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε εἰρήνη, ἀλλὰ «πόλεμο ἀνέγκλητο καὶ ἀνεπίληπτο».
Ἐγὼ λοιπόν, συνεχίζει, τοῦ ἔστειλα καὶ ἕνα πρῶτο, καὶ δεύτερο γράμμα καὶ «ὡς ἀδελφὸν παρεκάλεσα» τὸν αἱρετικὸ Νεστόριο, νὰ σταματήσει νὰ ἀκολουθεῖ τὶς κακόδοξες ἰδέες του καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ἀποστολικὴ πίστη ποὺ μᾶς ἔχει παραδοθεῖ. Ἀλλὰ δὲν βοήθησε καθόλου αὐτὴ ἡ καλοδιάθετη ἐνέργειά μου. Ἀντίθετα αὐτὸς συνέχισε νὰ ὑποστηρίζει καὶ διαδίδει τὴν κακοδοξία του. Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ ὁ Ρώμης Κελεστῖνος ἔγραψε πρὸς τὸν Νεστόριο ἐπιστολές, σὲ πληροφορῶ γιὰ ὅλα αὐτά, θέλοντας νὰ σὲ ἐξεγείρω «εἰς εὐσεβῆ ζῆλον», ὥστε ὅλοι μαζί (οἱ Πατριάρχες) νὰ συντονιστοῦμε στὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς κακοδοξίας του.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος στὴν «Πρὸς πρεσβυτέροις καὶ διακόνοις πατράσι μοναχῶν καὶ τοῖς σὺν ὑμῖν τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι» ἐπιστολή του, γράφει ὅτι ἔμαθε τὰ περὶ τοῦ Νεστορίου: «ὅτι θρύλοι τινὲς εἰς ὑμᾶς ἀφίκοντο χαλεποὶ καὶ περινοστοῦσι τινὲς τὴν ἁπλῆν ὑμῶν παραλύοντες πίστιν…» τοὺς ἀπευθύνει μερικὰ λόγια συμβουλευτικά, «οὐχ ἵνα λογομαχῆτε μᾶλλον, ἀλλ’ ἵν’ εἴ τινες ὑμῖν ἐπιφύοιντο, ταῖς ἐκείνων εἰκολογίαις τὸ ἀληθὲς ἀντεξάγοντες αὐτοί τε διαδιδράσκητε τὴν ἐκ τοῦ πλανᾶσθαι ζημίαν, προσωφελῆτε δὲ καὶ ἑτέρους, τοῖς καθήκουσι λογισμοῖς ὡς ἀδελφοὺς ἀναπείθοντες τὴν ἄνωθεν ταῖς ἐκκλησίαις καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἀποστόλων παραδοθεῖσαν πίστιν καθάπερ τινὰ πολύτιμον μαργαρίτην ἐν ἰδίαις ἔχειν ψυχαῖς» (σελ. 9). [Κυρίλλου Ἀλεξ., Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Ephesenum anno 431: Tomëvolumëpart 1,1,1, page 11, line 21].
Πιὸ κάτω σημειώνει μὲ ἔμφαση τὸ κακὸ ποὺ κάνουν οἱ αἱρετικοί, καὶ ὅπως θὰ δοῦμε σὲ ὅλα τὰ κείμενα αὐτῆς τῆς συλλογῆς γιὰ τὴν περίοδο τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ΠΟΥΘΕΝΑ δὲν ὑπάρχει ἀναφορὰ περὶ ἀκύρων μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν. Παντοῦ καὶ πάντα ἐπαναλαμβάνεςται ΜΟΝΟ ἡ βλάβη καὶ ὁ μολυσμὸς ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ποὺ λαμβάνουν ὅσοι κοινωνοῦν μαζί τους. Γράφει ὁ ἅγιος: «Οἱ μὲν γὰρ τῶν αἱρέσεων εὑρεταὶ τοὺς τῆς ἀπωλείας σφίσιν τε αὐτοῖς καὶ μὴν καὶ ἑτέροις ὀρύττοντες βόθρους ματαιότητος εἰς τοῦτο κατώλισθον ἐννοιῶν…» (ὅπ. παρ., σελ. 11).
Μετὰ τὴν πρώτη αὐτὴ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ἀκολουθεῖ ἄλλη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Νεστόριο. Καὶ πῶς ἀποκαλεῖ τὸν αἱρετικὸ Νεστόριο, ποὺ διδάσκει αἵρεση καταδικασμένη τουλάχιστον ἀπὸ τρεῖς Συνόδους καὶ τὴν Β΄ Οἰκουμενική; «Συλλειτουργό»! Εἶχε, λοιπόν, ἢ δὲν εἶχε μυστήρια ὁ Νεστόριος, ἂν καὶ κήρυττε κατεγνωσμένη αἵρεση; Γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος: «Τῷ εὐλαβεστάτῳ καὶ θεοσεβεστάτῳ συλλειτουργῷ Νεστορίῳ Κύριλλος ἐν Κυρίῳ χαίρειν» (ὅπ. παρ., σελ. 21). Καὶ συνεχίζει: «Πῶς ἔνι σιωπῆσαι πίστεως ἀδικουμένης καὶ τοσούτων διεστραμμένων; ἢ οὐ παραστησόμεθα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, οὐκ ἀπολογησόμεθα δὲ τῆς ἀκαίρου σιωπῆς ἕνεκα, καίτοι τετταγμένοι παρ’ αὐτοῦ πρὸς τὸ λέγειν ἃ δεῖ;… ἢ τάχα που νομίζει ἡ σὴ θεοσέβεια ὅτι μικρὸς ταῖς ἐκκλησίαις ἀνεφύη θόρυβος ἐκ τῶν τοιούτων ὁμιλιῶν; πάντες ἐσμὲν ἐν ἀγῶσι καὶ πόνοις τοὺς ἕτερα φρονεῖν οὐκ οἶδα ὅπως ἀναπεπεισμένους μεθιστάντες εἰς τὸ ἀληθές». Καὶ γιατί, συνεχίζεις, δὲν ἐπανορθώνεις τὴν διδασκαλία σου «ἵνα παύσῃ σκάνδαλον οἰκουμενικόν;». Ὀνόμασε Θεοτόκον «τὴν ἁγίαν παρθένον, ἵνα θεραπεύσαντες τοὺς λελυπημένους καὶ ὀρθὴν παρὰ πᾶσιν δόξαν ἔχοντες ἐν εἰρήνῃ καὶ ὁμοψυχίᾳ τῶν λαῶν τὰς συνάξεις ἐπιτελῶμεν» (ὅπ. παρ., σελ. 22).
Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ὅλη φροντίδα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου εἶναι νὰ παύσει νὰ διδάσκει κακόδοξα ὁ Νεστόριος. Πουθένα λόγος γιὰ ἄκυρα μυστήρια. Μόνο περὶ διακοπῆς κοινωνίας ὁμιλεῖ. Ὅσο καιρὸ ὁ Νεστόριος κακοδιδασκαλεῖ ὡς ἐπίσκοπος «συλλειτουργός» τοῦ Νεστορίου, δὲν ὑπάρχει ὁμοψυχία καὶ εἰρήνη, ἀφοῦ ὁ πιστὸς λαὸς δὲν κοινωνεῖ μαζί του.
Ἀλλὰ καὶ στὴν δευτέρα ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Κύριλλος, καὶ πάλι ἀποκαλεῖ τὸν Νεστόριο συλλειτουργό» του. «Τῷ εὐλαβεστάτῳ καὶ θεοσεβεστάτῳ συλλειτουργῷ Νεστορίῳ Κύριλλος ἐν Κυρίῳ χαίρειν» (ὅπ. παρ., σελ. 23). Στὴν συνέχεια τὸν ἀποκαλεῖ «ἀδελφὸ ἐν Χριστῷ» καὶ τοῦ λέγει ὅτι θὰ τοῦ θυμίσει τῆς εὐαγγελικῆς «διδασκαλίας τὸν λόγον καὶ τὸ ἐπὶ τῇ πίστεως φρόνημα μετὰ πάσης ἀσφαλείας ποιεῖσθαι πρὸς τοὺς λαοὺς ἐννοεῖν τε ὅτι τὸ σκανδαλίσαι καὶ μόνον ἕνα τῶν μικρῶν τῶν πιστευόντων εἰς Χριστὸν ἀφόρητον ἔχει τὴν ἀγανάκτησιν. Εἰ δὲ δὴ πληθὺς εἴη τοσαύτῃ τῶν λελυπημένων, πῶς οὐχ ἁπάσης εὐτεχνίας ἐν χρείᾳ καθεστήκαμεν πρὸς γε τὸ δεῖν ἐμφρόνως περιελεῖν τὰ σκάνδαλα καὶ τὸν ὑγιᾶ τῆς πίστεως κατευρῦναι λόγον τοῖς ζητοῦσι τὸ ἀληθές;» (ὅπ. παρ., σελ. 24).
Παρὰ ταῦτα στὸ τέλος τῆς β΄ ἐπιστολῆς του ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀπευθύνει χαιρετισμὸ διὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νεστορίου, (τοῦ αἱρετικοῦ καὶ διδάσκοντος καταδικασμένη αἵρεση!) στὴν ὑπ’ αὐτὸν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως: «Πρόσειπε τὴν παρὰ σοὶ ἀδελφότητα. σὲ ἡ σὺν ἡμῖν ἐν Χριστῷ προσαγορεύει» (ὅπ. παρ., σελ. 26).
Στὴν τρίτη τώρα ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρὸς Νεστόριο (ὅπ. παρ., σελ. 27), ἀφοῦ τοῦ ἀπευθύνει καὶ πάλι τὸν ἴδιο χαιρετισμό, «Τῷ εὐλαβεστάτῳ καὶ θεοσεβεστάτῳ συλλειτουργῷ Νεστορίῳ Κύριλλος ἐν Κυρίῳ χαίρειν», παρότι εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Νεστόριος ἐπιμένει στὴν αἵρεση, θυμίζει στὸν Νεστόριο ὅτι αὐτοί του οἱ κακόδοξοι ἰσχυρισμοί, «ἢ πλανωμένης ἐστίν, ἀδελφέ, καθ’ Ἕλληνας διανοίας ἢ τὰ τοῦ φρενοβλαβοῦς Ἀπολιναρίου καὶ Ἀρείου καὶ τῶν ἄλλων νοσούσης αἱρέσεως, μᾶλλον δέ τι κἀκείνων βαρύτερον» (ὅπ. παρ., σελ. 29). Τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι αὐτὰ ποὺ διδάσκει εἶναι καταδικασμένα ὑπὸ Συνόδων, τοῦ λέγει δὲ κατάμουτρα ὅτι εἶναι πλανεμένος ψευδεπίσκοπος: «γίνωσκε δὲ πεπλανημένον σαυτὸν ὑπὸ τῶν ἐνταῦθα παρὰ τῆς ἁγίας συνόδου καθῃρημένων, ὡς τὰ Μανιχαίων φρονούντων». Καὶ παρὰ ταῦτα, παρὰ τὸ ὅτι τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι ἀκολουθεῖ πλάνη καταδικασμένη ὑπὸ συνόδου, πάλι καταλήγει ὅτι τὸν θεωρεῖ ἀδελφὸ καὶ ἐπίσκοπο τῆς Κων/πόλεως: «πᾶσαν τὴν σὺν σοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα ἐγώ τε καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ πλεῖστα προσαγορεύομεν. ἐρρωμένος ὑπερευχόμενος ἡμῶν διατελοίης, δέσποτα τιμιώτατε καὶ θεοσεβέστατε»! (ὅπ. παρ., σελ. 30).
Σὲ ἄλλη ἐπιστολή, ἡ ὁποία συντάσσεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Κύριλλο καὶ τὴν Σύνοδο ποὺ συνεκλήθη στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴν ὁποία καὶ πάλι ἀποκαλεῖται «συλλειτουργός» τους ὁ αἱρετικὸς Νεστόριος, διαβάζουμε:
Δὲν μποροῦμε νὰ σιωπήσουμε τὴν στιγμὴ ποὺ ἐσὺ βλασφημεῖς μὲ τὴν διδασκαλία σου τὸν Κύριο. «Καὶ εἰ μὲν (μὲ τὶς βλασφημίες σου) ἑαυτὸν ἠδίκεις μόνον τὰ τοιαῦτα φρονῶν καὶ διδάσκων, ἥττων ἂν ἡ φροντίς· ἐπειδὴ δὲ πᾶσαν ἐσκανδάλισας ἐκκλησίαν καὶ ζύμην αἱρέσεως ἀήθους καὶ ξένης ἐμβέβληκας τοῖς λαοῖς …ποῖος ἔτι ταῖς παρ’ ἡμῶν σιωπαῖς ἀρκέσει λόγος… [σ.σ.: Οὐδεμία κι ἐδῶ ἀναφορὰ σὲ βλάβη ἀπὸ ἄκυρα μυστήρια. Τὸ πρόβλημα εἶναι ἡ ζύμη αἱρέσεως, ὁ μολυσμός δηλαδή]. Πίστεως γὰρ ἀδικουμένης, ἐρρέτω μὲν ὡς ἕωλος καὶ ἐπισφαλὴς ἡ πρὸς γονέας αἰδώς, …καὶ τοῦ ζῆν ἀμείνων ἔστω λοιπὸν τοῖς εὐσεβέσι ὁ θάνατος, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν κατὰ τὸ γεγραμμένον» (ὅπ. παρ., σελ. 31).
Καὶ ἐδῶ πλέον, τοῦ ὑπενθυμίζουν ὅτι θὰ ἐφαρμόσουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ». Σὲ συμβουλεύουμε, τοῦ λέγουν, «ἀποσχέσθαι τῶν οὕτω σκαιῶν καὶ ἐξεστραμμένων δογμάτων ἃ καὶ φρονεῖς καὶ διδάσκεις… καὶ εἰ μὴ τοῦτο δράσειεν ἡ σὴ εὐλάβεια κατὰ τὴν ὁρισθεῖσαν προθεσμίαν… γίνωσκε σαυτὸν οὐδένα κλῆρον ἔχοντα μεθ’ ἡμῶν οὐδὲ τόπον ἢ λόγον ἐν τοῖς ἱερεῦσιν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπισκόποις. Οὐ γὰρ ἐνδέχεται περιιδεῖν ἡμᾶς ἐκκλησίας οὕτω τεθορυβημένας καὶ σκανδαλισθέντας λαοὺς καὶ πίστιν ὀρθὴν ἀθετουμένην καὶ διασπώμενα παρὰ σοῦ τὰ ποίμνια τοῦ σῴζειν ὀφείλοντος… Ἅπασι δὲ τοῖς παρὰ τῆς σῆς εὐλαβείας κεχωρισμένοις διὰ τὴν πίστιν ἢ καθαιρεθεῖσι λαϊκοῖς τε καὶ κληρικοῖς κοινωνικοὶ πάντες ἐσμέν. Οὐ γάρ ἐστι δίκαιον τοὺς ὀρθὰ φρονεῖν ἐγνωκότας σαῖς ἀδικεῖσθαι ψήφοις, ὅτι σοὶ καλῶς ποιοῦντες ἀντειρήκασιν» (ὅπ. παρ., σελ. 32). Καὶ ἐδῶ ἡ ὑπὸ τὸν ἅγιον Κύριλλον Σύνοδος τοῦ λέγει ὅτι καταφρονεῖ καὶ παρερμηνεύει τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Νικαίας, ἂρα ἡ αἵρεσή του εἶναι καταδικασμένη καὶ ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο: «Οὐκ ἀρκέσει δὲ τῇ σῇ εὐλαβείᾳ τὸ συνομολογῆσαι μόνον τὸ τῆς πίστεως σύμβολον τῆς κατὰ καιροὺς συναχθείσης ἐν τῇ Νικαέων (νενόηκας γὰρ καὶ ἡρμήνευκας οὐκ ὀρθῶς αὐτό, διεστραμμένως δὲ μᾶλλον, κἂν ὁμολογῇς τῇ φωνῇ τὴν λέξιν), ἀλλὰ γὰρ ἀκόλουθον ἐγγράφως καὶ ἐνωμότως ὁμολογῆσαι ὅτι καὶ ἀναθεματίζεις μὲν τὰ σαυτοῦ μιαρὰ καὶ βέβηλα δόγματα» (ὅπ. παρ., σελ. 32).
Ὁ Πάπας Ρώμης Κελεστῖνος γράφει πρὸς τὸν ἅγιο Κύριλλο καὶ τὸν συγκρίνει μὲ τὸν «εὐλαβέστατον» Νεστόριον, ποὺ ἀποδέχεται ὡς Ἀρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως καὶ ταυτόχρονα τοῦ ἀποδίδει τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ μισθωτοῦ ποιμένος καὶ ψευδεπισκόπου, δείχνοντας ἔτσι τὴν διαχρονικὴ ἀπὸ τοῦ Κυρίου μέχρι σήμερα διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ ψευδοποιμένων. Τοῦ γράφει: «Ὥσπερ σὺ ποιμὴν ἀγαθός, οὕτως ἐκεῖνος οὐδὲ ὡς κακὸς μισθωτὸς κατηγορεῖσθαι ἄξιος, ὃς οὐ διὰ τοῦτο διαβάλλεται ὡς τὰ ἑαυτοῦ καταλιπὼν πρόβατα, ἀλλ’ ὅτι ηὑρέθη αὐτὸς διασπαράττων αὐτά» (ὅπ. παρ., σελ. 74).
Ποιό τὸ κακὸ τοῦ αἱρετικοῦ; Τὸ ὅτι τελεῖ ἄκυρα μυστήρια; Οὔτε ὁ ἅγιος Κελεστῖνος μᾶς τὸ διδάσκει. Ποῦ ὁδηγεῖ τὴν σκέψη μας; Ὁ Νεστόριος, λέγει, «γενόμενος ἐραστὴς ἀσεβοῦς νεωτερισμοῦ, ὡς ἐβούλετο ταῖς ἑαυτοῦ μᾶλλον ἐννοίαις δουλεύειν ἢ τῷ Χριστῷ, τὸν ἐμπιστευθέντα ἑαυτῷ δῆμον βλάψαι θέλων ἠθέλησε τῷ τῆς ἰδίας προσομιλίας δηλητηρίῳ, δέον καὶ ἀναγνῶναι τοῦτο καὶ κατέχειν ὅτι τὰ μάταια ζητήματα καὶ μὴ προκόπτοντα εἰς ὑγίειαν, ἀλλὰ χωροῦντα εἰς ψυχῶν ἀπώλειαν φεύγειν μᾶλλον ἢ ἐπιζητεῖν δεῖ… Ὁ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν… ἐδίδαξεν ἡμᾶς κάμνειν ὑπὲρ προβάτου ἑνός, θέλων καὶ διὰ τῶν ἰδίων ὤμων ἀνακαλεῖσθαι, μὴ ἐκκέηται τῷ λύκῳ εἰς ἁρπαγήν». Αὐτὸς ὅμως ὁ Νεστόριος, «τῆς προσηγορίας ταύτης καὶ τοῦ ἐπαγγέλματος ἐπιλελησμένος αὐτὸς ἑαυτὸν εἰς ἁρπαγὴν λύκου μετήλλαξεν, ἐπιθυμῶν ἀπολέσαι τὴν ἀγέλην ἣ αὐτὸς ὄφειλε συντηρῆσαι. τοῦτον οὖν ἡμεῖς ἀπὸ τῆς περικλείσεως τῶν ἀμνῶν ἀποκινῆσαι ὀφείλομεν, ἐὰν μὴ αὐτόν, ὡς θέλομεν, διορθωσώμεθα… εἴη δέ τις φανερὰ ἀπόφασις κατ’ αὐτοῦ ἐμμένοντος. ἐκκοπτέον γὰρ τὸ τοιοῦτον τραῦμα, δι’ οὗ οὐχ ἓν μέλος βλάπτεται, ἀλλὰ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τιτρώσκεται». Ἂς γνωρίζει λοιπόν, «ὅτι αὐτὸς τὴν ἡμετέραν κοινωνίαν ἔχειν οὐ δύναται, ἐὰν ἐν ταύτῃ τῇ τῆς διαστροφῆς ὁδῷ παραμείνῃ ἐναντιούμενος τῇ ἀποστολικῇ διδαχῇ». Ἡ ἀπόφασή μας λοιπὸν εἶναι, «ἢ ἐντὸς δέκα ἡμερῶν ἀριθμουμένων ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς ὑπομνήσεως ταύτης τὰ κακὰ κηρύγματα ἑαυτοῦ ἐγγράφῳ ὁμολογίᾳ ἀθετήσῃ… ἢ ἐὰν μὴ τοῦτο ποιήσῃ, εὐθὺς ἡ σὴ ἁγιότης ἐκείνης τῆς Ἐκκλησίας προνοησομένη μάθῃ αὐτὸν παντὶ τρόπῳ ἀπὸ τοῦ ἡμετέρου σωματίου ἀποκινητέον, ὃς οὔτε τῶν θεραπευόντων ἴασιν ἠθέλησε καταδέξασθαι καὶ εἰς ἀπώλειαν αὐτοῦ τε καὶ πάντων τῶν αὐτῷ ἐμπεπιστευμένων καθὼς λοιμώδης ἠπείχθη» (ὅπ. παρ., σελ. 74-75).
Πουθενὰ κι ἐδῶ δὲν μιλᾶ ὁ Ἅγιος γιὰ ἄκυρα μυστήρια. Οὐδεμία νύξη. Ὅλη ἡ φροντίδα του εἶναι ἡ ἀποφυγὴ τῆς λοιμώδους νόσου τῆς αἱρέσεως ποὺ διδάσκει ὁ Νεστόριος· τῆς ἀπομάκρυνσης τοῦ λύκου ἀπὸ τὰ πρόβατα, ἀφοῦ αὐτὸς τὰ ὁδηγεῖ εἰς ἀπώλειαν, ὄχι μὲ τὰ ἄκυρα μυστήρια, ἀλλὰ μὲ τὴν κακοδιδασκαλία του. Καὶ αὐτά (ποὺ γράφω σὲ σένα Κύριλλε, τελειώνει τὴν ἐπιστολὴ ὁ Κελεστῖνος) ἔγραψα καὶ στοὺς ἄλλους Πατριάρχες ὥστε «φανερὰ ᾖ ἡ περὶ αὐτοῦ ἡμῶν, μᾶλλον δὲ ἡ τοῦ Χριστοῦ ἡμῶν θεία ἀπόφασις», δηλαδὴ ἡ ἀφαίρεση τοῦ Ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ἀπὸ τὸν Νεστόριο διὰ τῆς καθαιρέσεως. Ἐδῶ βλέπουμε πῶς λειτουργοῦν οἱ ἀληθινοὶ Ἐπίσκοποι ἀποδεικνύοντας τὸ ψεύτισμα τῶν σημερινῶν Ἐπισκόπων πού, παρὰ τὴν μακροχρόνια ὕπαρξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δὲν πράττουν τὸ αὐτονόητο καθῆκον τους καταδίκης τῆς Παναιρέσεως καὶ ἀποβολῆς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενιστῶν.
Ἀκολουθεῖ ἐπιστολὴ τοῦ Κελεστίνου πρὸς τὸν Νεστόριο (ὅπ. παρ., σελ. 75-81) πρὸς τὸν ὁποῖον δηλώνει ὅτι ἡ διδασκαλία του περιέχει κακοδοξίες-βλασφημίες. Ἄλλη φήμη εἶχες ὅταν κατέλαβες τὸν θρόνον. «Ἠπατήθη ἡ ὑπόνοια τῶν καλῶς περὶ σοῦ πιστευσάντων. τίς γὰρ ἐντὸς προβατείου μᾶλλον ἅρπαγα κεκρύφθαι λύκον νομίσειε; …ἄνοιγέ σου τὰς ἀκοὰς καὶ τούτου (τοῦ Παύλου) τοῦ πρὸς Τιμόθεον καὶ Τίτον ἄκουε λόγους· τί ἄλλο κελεύει ἢ ἵνα τὰς βεβήλους καινότητας τῶν φωνῶν ἀποστρέφωνται; Ταῦτα γὰρ εἰς ἀσέβειαν προχωρεῖ, ἅπερ ἀεὶ εἰς ἀκάνθας καὶ τριβόλους ποιεῖ».
Παντοῦ καὶ πάντα, ὄχι γιὰ ἀκυρότητα μυστηρίων τῶν μὴ κεκριμένων αἱρετικῶν, ἀλλὰ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ αὐτοὺς διδάσκεται, ἡ ἀποστροφὴ ἀπὸ τὶς κακόδοξες καινοφωνίες, διότι ὁδηγοῦν εἰς ἀσέβεια, εἰς ἀπώλεια.
Δὲν γνωρίζεις, τοῦ λέγει, τὴν περὶ τούτων διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἢ τὴν γνωρίζεις καὶ τὴν παραβαίνεις; Ἐὰν τὴν γνωρίζεις καὶ τὴν καταφρονεῖς «νόει ὅτι ἀναπολόγητά σοι ἔσται, ὅταν ἀπὸ σοῦ τοῦ ἐπιτραπέντος σου ταλάντου τὸν λόγον ἐκεῖνος ἐπιζητήσῃ, ὃς δι’ ἡμῶν ἀπὸ τούτου τοῦ ἁγίου δανείσματος ἑαυτοῦ ἀεὶ κέρδος ἐκδέχεται… πόθεν σοι εἰς τοιαῦτα ζητήματα ἰθύνειν λόγους, ἅπερ ἐννοεῖν βλάσφημον; Πόθεν ἐπισκόπῳ ταῦτα εἰς δήμους κηρύττειν, δι’ ὧν τὸ σέβας τοῦ παρθενικοῦ τόκου τιτρώσκεται;… τίς πώποτε οὐκ ἄξιος τοῦ ἀναθεματισθῆναι ἐκρίθη ἢ ἀφαιρῶν τι ἢ προστιθεὶς τῇ πίστει;… μεγίστη γὰρ καὶ τὸν προστιθέντα καὶ τὸν ἀφαιροῦντα τιμωρία δεσμεῖ.
Ὅθεν καυτῆρα καὶ σίδηρον ἑτοιμάζομεν, ἐπειδήπερ ἑτέρως οὔκ ἐστι καταντλητέα τὰ τραύματα, ἅπερ ἐστὶ λοιπὸν ἀποκοπῆς ἄξια… Θέλω σε τοῦτον νοεῖν ὅτι μετὰ τὴν πρώτην καὶ δευτέραν ἐκείνου (σ.σ.: τοῦ ἁγίου Κυρίλλου) καὶ ταύτην τὴν ἡμετέραν ἐπιτίμησιν, ἣν δῆλόν ἐστι εἶναι λοιπὸν τρίτην, παντελῶς ἀπὸ τοῦ συνεδρίου ἡμῶν καὶ τῆς τῶν Χριστιανῶν συνόδου ἀπεκλείσθης, ἐὰν μὴ εὐθέως τὰ κακῶς εἰρημένα διορθωθῇ». Διότι πρωτύτερα πίστευαν γιὰ σένα οἱ πιστοί, ὅτι ἤσουν «πιστὸς καὶ συνετός». Τώρα ὅμως ἀποδεικνύεται, ὅτι «οὐ γὰρ μόνον τροφὴν οὐ παρέχεις ἐν καιρῷ, ἀλλὰ καὶ δηλητηρίῳ ἀναιρεῖς οὓς ἐκεῖνος τῷ ἰδιῳ αἵματι καὶ τῷ ἰδίῳ θανάτῳ ἐκέρδανε. δηλητήριον γὰρ ὑπὸ τοῖς σοῖς χείλεσίν ἐστι ταῦτα ἅπερ κατάρας καὶ πικρότητος μεστὰ καθορῶμεν, ὁπότε κατὰ τοῦ ὄντος ἡδέος ἐπιχειρεῖς διαλέγεσθαι. ποῦ ἔστιν ἡ ποιμενικὴ ἐπιμέλεια; ποιμὴν ἀγαθὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν ἰδίων προβάτων, μισθωτὸς δὲ ἔστιν, ὃς ταῦτα τοῖς λύκοις καταλιμπάνει καὶ παραδίδωσι. τί δὲ σύ, ὦ ποιμήν, ἐνταῦθα πράξεις, ὅτε τὴν δεσποτικὴν ἀγέλην ἀντὶ λύκων αὐτὸς διασπαράττεις; εἰς ποίους λοιπὸν φραγμοὺς ἡ δεσποτικὴ ἀγέλη καταφυγεῖν δύναται, εἰ ἐντὸς τῶν ἐκκλησιαστικῶν περιβόλων τιτρώσκεται; ἢ ποίᾳ παραφυλακῇ ἀσφαλὴς ἔσται, ὁπότε σε φάσκει ἀντὶ φύλακας ἅρπαγα; καὶ ἄλλα, φησὶν ὁ Κύριος, ἔχω ἅπερ οὐκ ἔστιν ἀπὸ τούτου τοῦ προβατεῶνος κἀκεῖνα δεῖ μὲ ἀγαγεῖν. ἐκεῖνος ἄλλα ἐπαγγέλλεται ἀγαγεῖν, σοὶ δὲ ἅπερ εἶχες, ἀπολλυται, εἰ καὶ τὰ μάλιστα φανερόν ἐστιν, ὁσάκις ταῦτα συμβαίνει, οὐ τὰ πρόβατα τοῖς ποιμέσιν, ἀλλὰ μᾶλλον τοῖς προβάτοις τοὺς ποιμένας ἀπόλλυσθαι. καὶ τὴν φωνήν μου, φησίν, ἀκούσονται. διὰ τί; ἵνα γένηται μία ἄγελη. πρὸς τὴν ἐκείνου φωνὴν μία ἀγέλη γίνεται, πρὸς δὲ τὴν σὴν ἢ βλάπτεται ἢ φυγαδεύεται. Σκληρόν ἐστιν ἵνα ἐπὶ σοῦ ἁρμόσῃ τὰ ρήματα τοῦ μακαρίου Παύλου ἀπὸ τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων· ἐγώ, φησίν, οἶδα ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἐμὴν ἀναχώρησιν λύκοι βαρεῖς καθ’ ὑμῶν, μὴ φειδόμενοι τῆς ἀγέλης· ἀφ' ὑμῶν ἀναστήσονται ἄνθρωποι λαλοῦντες διεστραμμένα, ἵνα ἀγάγωσι τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. ταῦτα ἠβουλόμεθα παρὰ σοῦ ἄλλοις ἢ σοὶ εἰρῆσθαι· διδακτέα γὰρ ἦν παρὰ σοῦ, οὐ μαθητέα σοι ἅπερ λέγομεν. τίς γὰρ φέρει διδάσκεσθαι ἐπίσκοπον ὅπως ὀφείλει εἶναι Χριστιανός; ἐπιμελῶς πρόσεχε εἰς οἵαν αἵρεσιν κέκλησαι· προκαλῇ, διαβάλλῃ, κατηγορῇ. τί τούτων ἱερεῖ πρέπει; σκληροῖς σκληρὰ ἀπόκρισις, εἴ τις ἄρα ἐστὶν ἄμυνα λόγοις τιμωρεῖσθαι τὰ βλάσφημα. ἢ ὑπολαμβάνεις ὅτι ἡμεῖς σου φεισόμεθα, ὁπότε τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς αὐτὸς οὐ φείδῃ; ὃς πάντας θέλεις τοὺς φθάσαντας καὶ τοὺς παρόντας καὶ τοὺς μέλλοντας ἀφαιρεῖσθαι τὴν εὐεργεσίαν τῆς σωτηρίας. διώκω δηλονότι τοὺς ἐχθροὺς τοῦ καλοῦ δεσπότου μου δοῦλος πιστός, ὁπότε φησὶν ὁ προφήτης τελείῳ μίσει τούτους μισεῖν· ὑπομιμνήσκομαι πάλιν ἄλλου λαλοῦντος ἵνα μὴ φείσωμαι. τίνι ἐγὼ ἐνταῦθα προσχῶ; τίνι δὲ τιμὴν τινὰ φυλάξω, ὁπότε τοῦτο ὁρῶ πραττόμενον, ἵνα μοι ἀρθῇ ἡ ἁπάσης ἐλπίδος ὑπόθεσις; αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ ρήματά ἐστιν οἷς φησιν μὴ πατέρα μὴ μητέρα μὴ τέκνα μή τινα συγγένειαν ὀφείλειν αὐτοῦ προτιμᾶσθαι. ἔστι γὰρ πολλάκις τοιαύτη εὐσέβεια ἀφ’ ἧς ἀσέβεια τίκτεται, ὅτε, νικώσης τῆς κατὰ σάρκα διαθέσεως, ἐκείνης τῆς ἀγάπης, ἥτις ἐστὶν ὁ Θεός, ἡ σωματικὴ ἀγάπη προκρίνεται. δι’ ἣν πολλάκις [μέν] τιμῶμέν τινας· ἀλλ’ ὅτε κατ’ ἐκείνου ἐστίν, ὅς ἐστιν αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ἀνάγκη λοιπὸν κἀκείνας τὰς ἐννοίας ἐκβάλλεσθαι, ὧν ὁ ἀρχηγὸς εἰς δίκην καλεῖται, ἐξυπνίσθητι ὀψέ ποτε… Ἀκούω (συνεχίζει) βίαν ὑπομένειν τοὺς κληρικοὺς μεγίστην τοὺς καθολικῶς φρονοῦντας, οἷς ἡμεῖς κοινωνοῦμεν, ὡς λέγεσθαι αὐτοὺς καὶ τὰ πόλεις ἀποκεκλεῖσθαι. Χαίρομεν ὅτι τὸ ἔπαθλον τῆς ὁμολογίας ἐκέρδαναν, ἀλλὰ λυπούμεθα ὅτι ἐπίσκοπος ὁ διώκων… ἡ ποιότης τῆς νόσου τῆς σῆς οὔτε ἐπιδέχεται οὔτε ἐπιτρέπει δοθῆναι ἀνακωχήν». Βέβαια «ἀδελφέ, ἡμεῖς παρὰ τὸ πρέπον καὶ τοῖς ἱερεῖς ἀνεχόμεθα διορθωθῆναι». Στὴ συνέχεια τοῦ λέγει πῶς πρέπει νὰ γίνει, ἐὰν θέλει, αὐτὴ ἡ διόρθωση, διαφορετικά, ἂν σὲ δέκα μέρες δὲν ὁμολογήσεις ὀρθόδοξα «ἀπὸ πάσης κοινωνίας καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐκβέβλησαι» (ὅπ. παρ., σελ. 75-81.)
Ἡ ἑπομένη ἐπιστολὴ εἶναι τοῦ Κελεστίνου πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους, τοὺς διακόνους καὶ τὸ λαὸ τῆς Κων/πόλεως. Σ’ αὐτὴν καὶ πάλι ὁ Κελεστῖνος ὁμιλεῖ γιὰ τὴν διαστροφικὴ τῆς πίστεως διδασκαλία του Νεστορίου διὰ τῆς ὁποίας τὰ «ἡμέτερα μέλη διασπαράττεσθαι» (ὅπ. παρ., σελ. 81) καὶ τοὺς διαβεβαιώνει ὅτι ἀγωνιᾶ μήπως «τὴν ὑμετέραν πίστιν… ἀπὸ τῆς ὁδοῦ τῆς ἀληθείας ἡ ἐνδελέχεια τοῦ κακῶς διδάσκοντος ἀποστρέψῃ. Νεστόριος γὰρ ὁ ἐπίσκοπος... ἀθέμιτα κηρύττει, φευκτέα συμβουλεύει». Καὶ ἐρωτά: «ποίαν ἐλπίδα ἕξει ἡ ἀγέλη, ὅτε λύκον ἑαυτὸν ὁ ποιμὴν δείκνυσιν καὶ οὕτως τοῖς προβάτοις ἐπέρχεται, ὡς καθ’ ἑκάστου λυσσᾶν; ἐκείνων γὰρ τῷ στόματι διασπαράττονται, ἀφ’ οὗ τὰ ἀσεβῆ προφέρεται. Τροφαὶ παραβάλλονται οὐχ αἱ πιαίνουσαι, ἀλλ’ αἱ βλάπτουσαι» καὶ βέβαια ἐσεῖς εἶστε «μακάριοι» γιατὶ ξεχωρίζετε τὴν ὑγιᾶ τροφὴ ἀπὸ τὸ «δηλητήριον» ποὺ σᾶς προσφέρει ὁ Νεστόριος, τὸ ὁποῖο καὶ ἀποδιώχνετε (ὅπ. παρ., σελ. 82).
«Ποίας θρησκείας ἢ ποίοις νόμοις ἑαυτὸν ἐπίσκοπον λέγει, ἀποχρησάμενος τῇ Καινῇ καὶ τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ; Καὶ γὰρ καὶ τὸ νοητὸν τοῦ σχήματος ἐκβάλλει καὶ οὐ δέχεται τὴν μεταξὺ ἡμῶν ἀναστραφεῖσαν ἀλήθειαν καὶ ἁπλῶς ἄλλως περὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν διαλαμβάνει». Κάτι παρόμοιο ἔκαμε καὶ «ὁ Σαμοσατεύς Παῦλος, ὅτε τῆς ἁγίας κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν Ἐκκλησίας προΐστατο· ἀλλὰ τοῦτον ἀπὸ τοῦ θρόνου, ἐν ᾧ μιαρῶς προυκαθέζετο, καθῄρηκεν ἑνωθεῖσα τῶν καθολικῶν ἱερέων ἀπόφασις. ἀεὶ γὰρ ἐκκόπτεσθαι ὀφείλουσν οἱ τοιοῦτοι, οἵτινες τὴν ψυχὴν τοῦ Χριστιανικοῦ λαοῦ διαταράττοντες καὶ πρὸς γνώμην τὴν ἰδίαν τὰ εὐαγγέλια διαστρέφοντες τῷ Θεῷ καρποφορεῖν οὐ δύνανται» (ὅπ. παρ., σελ. 83).
Καὶ μετ’ ὀλίγα ἐρωτᾶ: «ἆρα οὐ τούτῳ τῷ ὑμετέρῳ ἐπισκόπῳ, ἀλλὰ ἄχρι νῦν ὑμετέρῳ, ἐὰν μὴ πιστεύσῃ ὅπερ πιστεύομεν, ὁρῶμεν ταύτην τὴν γνώμην πρέπουσαν; μωρὸς ἐγένετο, ὃς λέγει ἑαυτὸν σοφόν… ὑμεῖς δὲ ἐπιμελέστερον ἐγρηγορηκέναι ὀφείλετε, ἵνα ἀντιστῆτε τοῖς τοῦ ἐχθροῦ κηρύγμασι· μείζων γὰρ ὑμῖν ἐστι φροντίς, ὅταν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας λέγηται ὑμῖν τὰ τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐναντιούμενα… οἱ ἔχοντες ἔσω τὸν πολέμιον ἀργίαν οὐκ ἴσασιν» (ὅπ. παρ., σελ. 84).
«Ὅθεν, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐπειδὴ ἡ παραμυθία ὑμῶν ἐκ Θεοῦ ἐστι… μὴ ἀποκάμετε ἀνθιστάμενοι. Παρέξοι ἐκεῖνος δύναμιν… οὐ φιλεῖ ὁ ἡμέτερος δεσπότης δοῦλον, εἰ μὴ τὸν ἐν πείρᾳ δεδοκιμασμένον· τὰς Χριστιανικὰς ψυχὰς ἀεὶ ἡ τῶν πραγμάτων παλαίστρᾳ γυμνάζει» (ὅπ. παρ., σελ. 85).
Καὶ καταλήγει κι αὐτὴ ἡ ἐπιστολὴ ἀπευθυνομένη πρὸς τὸν Νεστόριο: «εἰ μὴ περὶ τοῦ Θεοῦ τοῦ Χριστοῦ ἡμῶν ταῦτα ἐξηγήσῃ ἃ καὶ ἡ Ρωμαϊκῇ καὶ ἡ Ἀλεξανδρέων καὶ ἅπασα καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ νοεῖ, καθὼς καὶ ἡ εὐαγεστάτη Κωνσταντινουπολιτῶν Ἐκκλησία μέχρι σοῦ, ὦ βέλτιστε, ἐνόησε [κατὰ τὴν ἐκτεθεῖσαν πίστιν ἐν τῇ Νικαέων συνόδῳ], καὶ εἰ μὴ ταύτην τὴν δύσπιστον καινότητα τῇ σεβαστῇ καὶ σεβασμίᾳ γραφῇ διαστήσεις ἐντὸς δέκα ἡμερῶν, ἀφ’ ἧς γνωρίζονταί σοι, ταύτης τῆς μεθοδείας τὴν ἡμέραν ἐναρίθμιον, τὰ φανερὰ καὶ γεγραμμένα τῆς καταδικασίμου αἱρέσεως, ἀπὸ πάσης καθολικῆς Ἐκκλησίας ἀκοινώνητον» (ὅπ. παρ., σελ. 87-88).
Τῷ ἀγαπητῷ ἀδελφῷ Ἰωάννῃ Κελεστῖνος. Εὐχόμεθα μέν, ὥσπερ μία ἐστι τῆς θεότητος ἡ οὐσία, οὕτω καὶ παρὰ πᾶσι τοῖς ὁπουδήποτε οὖσιν ἀνθρώποις μίαν τῆς ὀρθῆς πίστεως ἀλήθειαν ἔχειν ἐλάττων δὲ ὅμως ὁ στεναγμός ἐστιν, ἐὰν τινὲς ἑαυτοὺς ἐκτὸς τῆς ἀγέλης τῆς δεσποτικῆς ἀποχωρίζοντες καὶ διὰ γωνιῶν καὶ συσκίων τόπων λανθάνοντες ἑαυτοῖς ἢ καὶ ὀλίγοις τισὶ συμβουλεύωσιν ὁμονοοῦσιν ἑαυτοῖς ἐν τῇ λανθανούσῃ πλάνῃ. ὅτε δὲ ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ ἱερᾷ ἐκκλησίᾳ ὁ προβεβλημένος ὑπὸ τῷ ὀνόματι τοῦ ἱερέως αὐτὸν τὸν τοῦ Χριστοῦ δῆμον ἀπὸ τῆς ὁδοῦ τῆς ἀληθείας κατὰ κρημνῶν ἀποστρέφει τῇ οὐκ ὀρθῇ συμβουλῇ καὶ τοῦτο ἐν τῇ μεγίστῃ πόλει, εἰς ἣν διὰ τὴν τιμὴν τοῦ ἐνοικοῦντος βασιλείου ἀπὸ παντὸς τοῦ κόσμου συντρέχει τὸ πλῆθος, τότε δηλαδὴ διπλασιαστέος ἐστὶν ὁ θρῆνος καὶ μείζων ἡ φροντίς, ἵνα μήτι ἡ ἁρπαγὴ τοῦ λύκου περιγενομένου κατισχύσῃ. ἐλάττων γάρ ἐστιν ἡ φροντὶς πολιορκοῦντος τοῦ ἐχθροῦ ἢ ἐντὸς τειχῶν ἐκβακχεύοντος, καὶ κουφότερον παρενοχλεῖ ὁ λύκος ἐκτὸς τῶν ποιμνίων ἀποπλανώμενος ἤπερ ἐν αὐτῇ τῇ ἀγέλῃ τόπον ποιμένος ἐπιλαβόμενος, ἐπειδήπερ πλέον τοῦ ἐμφύλιου πολέμου ἐστίν, ὅταν ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας, τουτέστιν ἐντὸς αὐτοῦ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ δόρατα ἀκοντίζηται τῆς ἀσεβοῦς θρῃσκείας. ὅθεν πάνυ συντετάρακται ἡμῶν τὰ σπλάγχνα, ὅτι οὗτος ὅστις δοκεῖ κατέχειν τὴν ἐκκλησίαν Κωνσταντινουπόλεως, τοῖς καθωσιωμένοις τοῦ Χριστοῦ δήμοις διεστραμμένα τινὰ ἐγχέει, ὑπεναντία τῆς τιμῆς καὶ αἰδοῦς τοῦ τοκετοῦ τῆς ἁγίας παρθένου καὶ ὑπεναντία τῆς ἐλπίδος τῆς ἡμετέρας σωτηρίας, ταῦτα εἰς ἡμᾶς ἦλθεν ὑποβαλλούσης τῆς ἀλγηδόνος τῶν πιστῶν, ἃ ἐγνωρίσθη διὰ τῶν βιβλίων ἅπερ αὐτὸς ἔπεμψε, καί, ὅπερ μείζονος ἀποδείξεως ἦν, πεμφθεισῶν ἐπιστολῶν πρὸς ἡμᾶς ὑπογραφῇ αὐτοῦ τοῦ αὐθέντου ὠχυρωμένων, ὡς ἀμφιβληθῆναι παρ' ἑτέρων μὴ ἐξὸν εἶναι. ὅθεν ἐπειδὴ ὑπέρ τοιούτων αἰτιῶν οὔκ ἐστιν ἀσφαλὴς ἡ μακροτέρα παρενθύμησις (τοιοῦτον γάρ ἐστι σχεδὸν ἔγκλημα παρενθυμεῖσθαι τὰ τοιαῦτα ὁποῖόν ἐστι μύσος τοιαῦτα ἱερόσυλα λέγειν), καὶ τὸν ἐπίσκοπον Νεστόριον καὶ εἴ τις ἄλλος αὐτῷ ἀκολουθήσας τοιαῦτα λέγει, ἀπὸ τῆς ἡμετέρας κοινωνίας ἀποχωρίζομεν, ἕως οὗ δι’ ἐγγράφου ὁμολογίας πεμφθείσης τὴν διαστροφὴν ἣν ἤρξατο διδάσκειν, κατακρίνῃ καὶ ταύτην ἑαυτὸν περὶ τοῦ παρθενικοῦ τόκου, τουτέστι περὶ τῆς σωτηρίας τοῦ τῶν ἀνθρώπων γένους τὴν πίστιν ὁμολογήσῃ κατέχειν, ἥντινα κατὰ τὴν ἀποστολικὴν διδασκαλίαν ἡ Ρωμαίων καὶ ἡ Ἀλεξανδρέων καὶ ἡ καθολικὴ πανταχοῦ ἐκκλησία κατέχει, προσκυνήσῃ τε καὶ ὁμολογήσῃ. εἴ τις δὲ ἢ ἀπὸ Νεστορίου ἢ ἀπὸ τῶν ἄλλων τῶν αὐτῷ ἐξακολουθησάντων, ἀφ’ οὗ τὰ τοιαῦτα ἤρξατο λαλεῖν, ἢ ἀκοινώνητος ἐγένετο ἢ ἐγυμνώθη τῆς τοῦ ἱερέως ἀξίας ἢ τῆς τοῦ κληρικοῦ, τοῦτον ἐν τῇ ἡμετέρᾳ κοινωνίᾳ καὶ μεμενηκέναι καὶ μένειν εἰς τὸ ἑξῆς ὡμολόγηται καὶ οὐδὲ λέγομεν αὐτὸν ἀποκεκινῆσθαι, ἐπειδήπερ οὐδὲ ἠδύνατό τινα ἡ τούτου ἀπόφασις ἀποκινεῖν, ὅστις ἑαυτὸν παρέσχεν ἤδη ἀποκινητέον (ὅπ. παρ., σελ. 88-89).
Ἄλλη ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἰωάννη.
Σὲ αὐτὴν κατ’ ἀρχὴν τὸν πληροφορεῖ ὅτι στὴν Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως «τεθορύβηται λίανκαὶ ἀποσύνακτοι μεμενήκασι πολλοί» ἐξ αἰτίας τῶν κακοδοξιῶν «τῶν λεγομένων ἐπ’ ἐκκλησίας αὐτῆς παρὰ τοῦ εὐλαβεστάτου ἐπισκόπου Νεστορίου». Μάλιστα ἔστειλε καὶ στὴν Ρώμη τὶς κακόδοξες θέσεις του «ἃς καὶ γνόντες οἱ κατὰ τὴν μεγάλην Ρώμην εὑρεθέντες θεοσέβαστοι ἐπίσκοποι καὶ συνεδρίων πολλῶν γενομένων κατεβόησαν αὐτοῦ φάσκοντες ἐναργῶς αἵρεσιν αὐτὸν καινοτομῆσαι παγχάλεπον…
Πρόσειπε τὴν παρὰ σοὶ ἀδελφότητι» (ὅπ. παρ., σελ. 90).
«Κυρίῳ μου ποθεινοτάτῳ ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ Ἰουβεναλίῳ Κύριλλος ἐν Κυρίῳ χαίρειν. Ηὐχόμην μὲν τοῖς τῶν εὐδοκιμησάντων ἴχνεσι καὶ τῇ ὀρθῇ πίστει κατακολουθεῖν τὸν εὐλαβέστατον Ἐπίσκοπον Νεστόριον (τίς γὰρ τῶν εὖ φρονούντων οὐκ ἂν εὔξαιτο δοκιμωτάτους εἶναι τοὺς καθηγεῖσθαι λαχόντας τῶν τοῦ σωτῆρος ποιμνίων;)· ἐπειδὴ δὲ παρ’ ἐλπίδας ἡ τῶν πραγμάτων ἡμῖν ἐκβέβηκε φύσις (ὃν γὰρ ἔσεσθαι προσεδοκῶμεν ποιμένα γνήσιον, τοῦτον τῆς ὀρθῆς πίστεως διώκτην εὑρήκαμεν), δεῖ λοιπὸν μνημονεῦσαι τοῦ πάντων ἡμῶν σωτῆρος Χριστοῦ λέγοντος οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν ἀλλὰ μάχαιραν. ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, εἰ δὲ δὴ καὶ πρὸς γονέας ἡμῖν ὁ πόλεμος ἀνέγκλητός τε καὶ ἀνεπίληπτος, μᾶλλον δὲ καὶ παντὸς ἐπαίνου μεστός, ὅτε τῇ τοῦ Χριστοῦ δόξῃ συναθλεῖν ἐγνώκαμεν, πῶς οὐκ ἀνάγκη πᾶσα, καίτοι δακρύοντας ὡς ἀδελφὸν ἀπολέσαντας, τὸν θεοφιλῆ περιζώσασθαι ζῆλον καὶ μόνον οὐχὶ τοῖς ἀνὰ πᾶσαν τὴν γῆν ἐκεῖνο εἰπεῖν εἴ τις πρὸς Κύριον, ἴτω πρός με. ἐγὼ μὲν γὰρ καὶ δι’ ἑνὸς καὶ δευτέρου γράμματος ὡς ἀδελφὸν παρεκλαλεσα μὴ ταῖς ἰδίαις ἀκολουθεῖν ἐννοίαις, ἀλλὰ τῇ ὀρθῇ καὶ ἀποστολικῇ πίστῃ τῇ παραδοθείσῃ ταῖς ἐκκλησίαις, οἰηθεὶς ἀπαλλάξαι αὐτὸν τῆς τῶν αὐτοῦ γραμμάτων σκαιότητος· ἀλλ’ οὐδὲν ὤνησε τὸ τῆς διαθέσεως φάρμακον, ἄπρακτος γέγονεν ἡ συμβουλὴ καὶ τοσοῦτον ἀπέσχε τοῦ θέλειν τῆς ἀληθείας ἔπαισθαι δόγμασιν, ὥστε καὶ ἐπιστολὴν ἀπέστειλε πρός με μεθ’ ὑπογραφῆς ἰδίας, ἐν ᾗ καὶ ἐπιπλήττει μὲν ὡς λυπούμενος, διωμολόγησε δὲ σαφῶς θεοτόκον οὐκ εἶναι τὴν ἁγίαν παρθένον, ὅπερ ἐστὶν ἐναργῶς εἰπεῖν μὴ εἶναι Θεὸν ἀληθῶς τὸν Ἐμμανουήλ, ἐφ’ ᾧ τὰς τῆς σωτηρίας ἔχομεν ἐλπίδας. οἰηθεὶς δὲ ὅτι καὶ τὴν Ρωμαίων ἐκκλησίαν συναρπᾶσαι δυνήσεται, ἔγραψε πρὸς τὸν κύριόν μου τὸν εὐλαβέστατον καὶ θεοσεβέστατον ἀδελφὸν καὶ συλλειτουργὸν Κελεστῖνον τῆς Ρωμαίων Ἐκκλησίας ἐπίσκοπον, ἐνθεὶς ταῖς ἐπιστολαῖς τῶν αὐτοῦ δογμάτων τὴν διαστροφήν. πέπομφε δὲ καὶ ἐξηγήσεις πολλάς, ἐξ ὧν ἐξήλεγκται φρονῶν τὰ διεστραμμένα, καὶ κατεγνώσθη λοιπὸν ἀραρότως ὡς αἱρετικος. ἐπειδὴ τοίνυν ὁ μνημονευθεὶς εὐλαβέστατος καὶ θεοφιλέστατος τῆς Ρωμαίων ἐκκλησίας ἐπίσκοπος Κελεστῖνος φανερὰ γέγραφε περὶ αὐτοῦ καὶ πέπομφε πρός με τὰς ἐπιστολάς, δεῖν ᾠήθην ἀποστεῖλαι ταύτας καὶ ἀκονηθεῖσαν οἴκοθεν εἰς εὐσεβῆ ζῆλον τὴν σὴν θεοσέβειαν διαναστῆσαι διὰ τοῦ γράμματος, ὅπως ἂν ἐκ μίας ψυχῆς καὶ συντόνου προθυμίας τὴν εἰς Χριστὸν ἀγάπην ζωσώμεθα καὶ σώσωμεν λαοὺς κινδυνεύοντας καὶ στήσωμεν ἐκκλησίαν τὴν οὕτω διαφανῆ, σύμφρονες δηλονότι γεγονότες ἑκάστοις ἅπαντες καὶ κατὰ τὸν ὁρισθέντα τύπον ἐπιστέλλοντες αὐτῷ καὶ τοῖς λαοῖς. ἂν μὲν ὠφελήσωμεν καὶ μεταστήσωμεν κατὰ τὸ ἀληθὲς αὐτὸν ὧν πεφρόνηκεν, κεκερδάκαμεν ἀδελφὸν καὶ σεσώκαμεν ποιμένα· ἐὰν δὲ ἄπρακτος ἡμῶν ἡ συμβουλὴ γένηται, αὐτὸς ἑαυτῷ ἐπιγράψας τὸ συμβὰν αὐτῷ τῶν ἰδίων πόνων ἔδεται τοὺς καρπούς, δεῖ δὲ ἡμᾶς ἀναγκαίως καὶ τῷ φιλοχρίστῳ καὶ εὐσεβεστάτῳ βασιλεῖ, καὶ ἅπασι δὲ τοῖς ἐν τέλει γράψαι καὶ συμβουλεῦσαι μὴ προτιμῆσαι τῆς εἰς Χριστὸν εὐσεβείας ἄνθρωπον, ἀλλὰ χαρίσασθαι τῇ οἰκουμένῃ τὸ βέβαιον εἰς πίστιν ὀρθὴν καὶ ποιμένος ἀπαλλάξαι πονηροῦ τὰ θρέμματα, εἰ μὴ ταῖς ἁπάντων εἴκει συμβουλαῖς (ὅπ. παρ., σελ. 94-96).
Στὴν ἐπιστολὴν τοῦ ἰδίου Κυρίλλου πρὸς τὸν ἐπίσκοπον Ἀκάκιο διαβάζουμε καὶ τὰ ἑξῆς:
«Οὐ γὰρ ἤρκεσε τῷ εὐλαβεστάτῳ ἐπισκόπῳ Νεστορίῳ τὸ ἐπ’ ἐκκλησίας εἰπεῖν ἃ ἐπ’ ἐκκλησίας ἐσκανδάλισε καὶ παρέλυσε πίστιν τὴν ἐπὶ τῷ πάντων ἡμῶν σωτῆρι Χριστῷ, ἀλλὰ γὰρ καὶ ἠνέσχετο Δωροθέου τινὸς ἐπισκόπου τολμήσαντος ἐπ’ ἐκκλησίας καὶ συνάξεως εἰπεῖν ἀναφανδόν· εἴ τις λέγει θεοτόκον τὴν Μαρίαν, ἀνάθεμα ἔστω. τί τοίνυν δράσομεν ἐν ἐκκλησίᾳ ὀρθοδόξων ἀναθεματισθέντες μετὰ τῶν ἁγίων πατέρων;… γεγόνασι τοίνυν ἀνάθεμα πρὸς Θεὸν ὄντες ἅγιοι πατέρες, καὶ πάντες δὲ ὅσοι τοῖς ὀρθοῖς τῆς ἀληθείας ἑπόμενοι δόγμασι Θεὸν ὁμολογοῦσι Χριστόν, καὶ οὐ μέχρι τούτων ἡ ἐκ τοῦ πράγματος ζημία, ἀλλὰ γὰρ καὶ διεστράφησαν αἱ τῶν λαῶν γνῶμαι… εἰ γὰρ εἴχομεν ζῆλον Θεοῦ καὶ τῆς τῶν πατέρων φιλοθεΐας ἐγινόμεθα μιμηταί, πάλαι ἂν ἦμεν κατὰ τῶν τετολμηκότων φλυαρῆσαι κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀναθεματισάντων ἡμᾶς τε τοὺς ζώντας καὶ τοὺς πρὸς Θεὸν ὄντας ἤδη πατέρας ἁγίους ψῆφον ὁσίαν ἐξενέγκαντες, δι’ ἧς ἦν εἰκὸς θεραπεύεσθαι καὶ τοὺς εἰς πίστιν ἠδικημένους τῶν λαῶν» (ὅπ. παρ., σελ. 96-97). Τὰ ἴδια ἐπαναλαμβάνονται καὶ στὴν ἐπιστολὴ «πρὸς τοὺς ἐγγράφως αὐτὸν αἰτιασαμένους…» (ὅπ. παρ., σελ. 107).
Παρακάτω (ὅπ. παρ., σελ. 99-100) συναντοῦμε «Διαμαρτυρία προτεθεῖσα ἐν δημοσίῳ κατὰ τῶν κληρικῶν Κων/πόλεως καὶ κατὰ ἐκκλησίαν ἐμφανισθεῖσα ὡς ὅτι ὁμόφρων ἐστὶ Νεστόριος Παύλου Σαμοσατέως τοῦ ἀναθεματισθέντος πρὸ ἐτῶν ρξ΄ ὑπὸ τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων
Ὁρκίζω τὸν λαμβάνοντα τόδε τὸ χαρτίον κατὰ τῆς ἁγίας Τριάδος ὥστε φανερὸν αὐτὸ ποιῆσαι ἐπισκόποις πρεσβυτέροις διακονοις ἀναγνώσταις Λαϊκοῖς οἰκοῦσι Κωνσταντινούπολιν ἔτι τε καὶ τὸ ἴσον αὐτοῖς ἐκδοῦναι πρὸς ἔλεγχον τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου ὅτι ὁμόφρων ἐστὶ τοῦ ἀναθεματισθέντος Παύλου τοῦ Σαμοσατέως πρὸ ἐτῶν ἑκατὸν ἑξήκοντα ὑπὸ τῶν ὀρθοδόξων πατέρων ἐπισκόπων. ἔστι δὲ τὰ παρ' ὁποτέρων εἴρημενα οὕτως
Παῦλος· εἶπε· Μαρία τὸν λόγον οὐκ ἔτεκε. Νεστόριος συμφώνους εἶπεν· οὐκ ἔτεκεν, ὦ βέλτιστε, Μαρία τὴν θεότητα.
Παῦλος· οὐδὲ γὰρ ἦν πρὸ αἰώνων. Νεστόριος· καὶ μητέρα χρονικὴν τῇ δημιουργῷ τῶν χρόνων ἐφιστῶσι θεότητι.
Παῦλος· Μαρία τὸν λόγον ὑπεδέξατο καὶ οὔκ ἐστι πρεσβυτέρα τοῦ λόγου. Νεστόριος· πῶς οὖν Μαρία τὸν ἑαυτῆς ἀρχαιότερον ἔτεκεν;
Παῦλος· Μαρία ἔτεκεν ἄνθρωπον ἡμῖν ἴσον. Νεστόριος· ἄνθρωπος ὁ τεχθεὶς ἐκ παρθένου.
Παῦλος· κρείττονα δὲ κατὰ πάντα, ἐπειδὴ ἐκ πνεύματος ἁγίου καὶ ἐξ ἐπαγγελιῶν καὶ ἐκ τῶν γεγραμμένων ἡ ἐπ’ αὐτῷ χάρις. Νεστόριος· τεθέαμαι γάρ φησι, τὸ πνεῦμα καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ μένον ἐπ' αὐτόν, τὸ τὴν ἀνάληψιν αὐτῷ χαρισάμενον (ἐντειλάμενος, φησί, τοῖς ἀποστόλοις οὓς ἐξελέξατο, διὰ πνεύματος ἁγίου ἀνελήφθη), τοῦτο δὴ τὸ τηλικαύτην Χριστῷ χαρισάμενον δόξαν.
Παῦλος· ἵνα μήτε ὁ ἐκ Δαυὶδ χρισθεῖς ἀλλότριος ᾖ τῆς σοφίας μήτε ἡ σοφία ἐν ἄλλῳ οὕτως οἰκῇ. καὶ γὰρ ἐν τοῖς προφήταις ἦν, μᾶλλον δὲ ἐν Μωσεῖ, καὶ ἐν πολλοῖς κυρίοις, μᾶλλον δὲ ἐν Χριστῷ ὡς ἐν ναῷ. καὶ ἀλλαχοῦ λέγει ἄλλον εἶναι τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ ἄλλον τὸν λόγον. Νεστόριος· μὴ ἐγχωρεῖ τὸν πρὸ πάντων τῶν αἰώνων γεννηθέντα ἄλλο ἅπαξ γεννηθῆναι, καὶ ταῦτα θεότητι;
Ἰδοὺ δέδεικται σαφῶς λέγων ὁ παραβάτης· οὐκ ἐτέχθη ἀπὸ Μαρίας ὁ γεννηθεὶς ἐκ τοῦ πατρός· ἰδοὺ συναινεῖ τῷ αἱρετικῷ Παύλῳ τῷ λέγοντι ἄλλον εἶναι τὸν λόγον καὶ ἄλλον τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ οὐκ ἔστιν εἷς ὡς ἡ ὀρθοδοξία κηρύττει… Συνᾴδει δὲ τούτοις καὶ ὁ μακάριος ἐπίσκοπος Εὐστάθιος ὁ τῆς αὐτῆς Ἀντιοχείας, εἷς ὢν τῶν τριακοσίων δεκαοκτὼ ἐπισκόπων ἐπὶ τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου, λέγων οὕτως τὸ μὴ μόνον ἄνθρωπον, ἀλλὰ καὶ Θεόν» (ὅπ. παρ., σελ. 99-100).
Σημάτης Π.