2. Θὰ ἀντιπαραβάλλουν
ἴσως ἐκεῖνοι τό: «γενηθήτω φῶς καὶ γενηθήτω στερέωμα καὶ ἔστω διαχωρίζον
κ.τ.λ.» καὶ τό: «βλαστησάτω ἡ γῆ· καὶ ἐξαγαγέτω ὕδατα»· τὴν φωνὴ ἐκείνη
λέγω, τὴν ἅπαξ μὲν τότε λεχθεῖσα, διαχρονικῶς ὅμως γινομένη κατὰ τὸν θεῖο Xρυσόστομο καὶ τό: «ἐὰν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούσῃ ἔστω
σοι κ.τ.λ.» καὶ τό: «εἵ τις οὐ φιλεἶ τὸν Κύριον, ἤτω ἀνάθεμα»· καὶ
τόσα ἄλλα, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἀναγκαία ἡ παράληψη τοῦ δευτέρου προσώπου· ὅπως
οὔτε εἶναι ἀναγκαία λέγουν ἐπίσης, γιὰ ὅσα ἔχουν ἀναφερθεῖ, δι’ ἀποφατικοῦ
λόγου· ἐπειδὴ δὲν θὰ κληρονομήσει αὐτὸς ποὺ ἐξύβρισε τὸν πατέρα του, κατὰ τὴν ἀπόφαση
τοῦ δικαστοῦ, ὅπου ὁ πατραλοίας καὶ χωρὶς νὰ μεσολαβήσει δεύτερο πρόσωπο, θὰ ἀποτίσει
τὶς τιμωρίες παραμένων ἀπόκληρος. Ὅτι τυγχάνει βέβαια παρόμοιο εἶδος δίκης
πράγματι καὶ ἡ καθαίρεση, τοῦτο εἶναι σαφές· διότι ὑφισταμένη, κατὰ κάποιον
τρόπο, ὡς ἔκπτωση τῆς ἱερατικῆς τάξεως καὶ τῆς ἱερουργίας τελεία κατάπαυση, ἔχει
αὐτόχρημα τὴν ἐνέργεια αὐτὴ ἐκ τοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος μιὰ φορὰ ἐκδόθηκε καὶ ἔχει ἔκτοτε
τὴν κυριαρχία τῆς ἔκβασης τῆς ποινῆς· ἀπὸ αὐτὴ τὴν αἰτία ἑπομένως καὶ γιὰ τὸ
καθαιρείσθω, ἄς μένει πάντως ὁ κθ΄ κανόνας τῶν Ἀποστόλων ἀμέτοχος, ὅμως γιὰ τό:
«ἀπόβλητος γινέσθω καὶ τῆς κοινωνίας καὶ τῆς τάξεως», ὁ ια΄ κανόνας τῆς Συνόδου
τῆς Ἀντιοχείας συμφώνησε· ἐπίσης ἡ ἐπὶ Γενναδίου ἐκδοθεῖσα ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ μὲ
τό: «ἀποκήρυκτος καὶ πάσης ἱερατικῆς ἀξίας τε καὶ λειτουργίας ἀλλότριος». Τὸ
δὲ μικρὸ ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τὸ κατὰ τῶν
διὰ χρημάτων χειροτονούντων καὶ χειροτονησάντων, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖ ὁ
Κων/πόλεως Ταράσιος, στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν πάπα Ρώμης Ἀδριανό, γι’ αὐτοὺς
ποὺ ἔδωσαν χρήματα στὸν Ἀντωνῖνο γιὰ νὰ χειροτονηθοῦν, ἀναφέρει ὅτι, ἀποφασίζεται
διὰ συνόδου· ἐκ τῶν ὁποίων ἡ ἔκπτωση τοῦ βαθμοῦ, ἀποδεικνύουσα σαφέστερα τὸ
στερητικὸν τῆς ποινῆς, φανερώνει τὴν χρησιμότητα αὐτῶν ποὺ θὰ ἐκδικάσουν κατὰ
τοὺς νόμους, ὄχι καὶ τελείως ἀναγκαία· διότι τίποτα παραπάνω δὲν θὰ προσθέσουν
καὶ οἱ ἐκδικάζοντες κατὰ τοὺς νόμους ἱεράρχες, ὅταν ἔρθουν νὰ πράξουν καὶ νὰ
μιλήσουν, μὲ τὸ νὰ καθυποβάλλουν κάποιον σὲ καθαίρεση, ἀπὸ τὸ νὰ ὑπερασπισθοῦν
τὰ ἴδια συνοδικὰ διατάγματα· ἐπειδὴ ἔχουμε καθαιρεμένον λέγουν, τὸν δεῖνα, ἀκόμη
καὶ παρὰ τὸ προστακτικὸ ὕφος τοῦ καθαιρείσθω· ἀλλὰ μᾶλλον πιστεύοντες ὅτι τὸ ἔγκλημα
τὸ ἴδιο, ἀπὸ μόνο του ἑλκύει τὴν ποινή, δηλαδὴ τὴν ἔκπτωση τῆς ἱερωσύνης τοῦ
παρανομήσαντος, διακηρύσσουν ὅτι εἶναι ἤδη πραγματοποιημένη ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἔκανε
τὴν παρανομία· ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ μάθει τοῦτο ἀπὸ τὸ ὑπόδειγμα, κατὰ τὸ ὁποῖο
Κων/νος ὁ Λειχούδης καθαίρεσε ἐκεῖνον τὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος ἐπέτρεψε τοὺς υἱούς
του νὰ πᾶνε μαζὶ μὲ τὴν ὑπόλοιπη παρέα τῆς περιοχῆς τους, κάτω στὸν τόπο τοῦ
χαλκεωπύλου, ὅπου ἔγιναν συνεργοὶ φονικοῦ μὲ ἐκείνους· καὶ ἡ καθαιρετικὴ ἀπόφαση
εἶναι διατυπωμένη ὡς ἑξῆς: «Ἐξομολογούμενος αὐτὰ (ὁ ἱερεὺς) ἐξέπεσε ἐκ τοῦ ἱεροῦ
καταλόγου κατὰ τοὺς θείους κανόνες γιὰ τὸ γινόμενο κακούργημα τοῦ φόνου». Ἐξέπεσε
λέγει, ὄχι γιὰ τὴν καθαιρετικὴ ἀπόφαση τῆς δίκης, ἐκ τῆς ὁποίας νομίζω μπορεῖ νὰ
ἐτύγχανε καὶ συγχωρήσεως, ἐφ’ ὅσον βέβαια ἀπεκάλυψε τὸ ἔγκλημα, ἀλλὰ γιὰ τὸ
διαπραχθὲν λέγει κακούργημα τοῦ φόνου. Ἐὰν ὅμως ἐξέπεσε γιὰ ἐκεῖνο τὸ
κακούργημα καὶ κατὰ τὸν καιρὸ ποὺ διέπραξε τοῦτο, ἡ ἔκπτωση αὐτὴ ἀναφέρεται ὡς
πρὸς τὸν παρελθόντα χρόνο καὶ ἐπὶ τῆς πράξεως τῆς παρανομίας, ὄχι στὸν καιρὸ τῆς
πράξεως τῆς δίκης.
Ἐπὶ
τούτων τέλος μὲ πολὺ εὐκολία θὰ ἀποδείξουν τὴν γνώμη τους, ἐκ τῆς ἐγκυκλίου ἐπιστολῆς
τοῦ Γενναδίου, χρησιμοποιοῦντες αὐτὴν ὡς μαρτυρία δῆθεν ἀναντίρρητη· «ὁ ἐπὶ
χρήμασι χειροτονῶν ἥ χειροτονούμενος, ἔστω καὶ ἔστιν ἀποκήρυκτος καὶ πάσης ἱερατικῆς ἀξίας τε καὶ λειτουργίας ἀλλότριος... κἅν ἐλέγχοιτο, κἅν
μὴ ἐλέγχοιτο τοῦτο ποιῶν». Ὅπου καθοριστικὸ σημεῖο
εἶναι τό: «ἔστω καὶ ἔστιν ἀποκήρυκτος» καὶ ἀκόμη περισσότερο τό: «κἅν
ἐλέγχοιτο, κἅν μὴ ἐλέγχοιτο τοῦτο ποιῶν»· διότι ὄχι μόνο ἂς εἶναι λέγει
(καθαιρεμένος), ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴν στιγμή, ἀφοῦ ἐπρόφθασε καὶ ἐπέσυρε
τὴν τιμωρία κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, εἶναι καθαιρεμένος ἀπ’ αὐτὴ τὴν ὥρα, τὴν ὁποία
καὶ κατὰ τὴν ὁποία ἤθελε πράξει τὰ ἄξια καθαιρέσεως· τὴν ὁποία τιμωρία εἶναι ἀδύνατο
νὰ διαφύγει κανεὶς καὶ ἐὰν ἀκόμη δὲν ὑπάρχει κανένας ποὺ νὰ ἐκδικάζει κατὰ τοὺς
νόμους, ἢ νὰ ἀποδείξει αὐτὸν ἔνοχο.
Ὅσα λοιπὸν
μπορεῖ νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ δόγμα τοῦ ἱεροκατηγόρου, αὐτὰ εἶναι· ἐμεῖς ὡστόσο,
πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε κατὰ τὸ δυνατόν, πρῶτα μέν, πρὸς τοὺς λόγους ἐκείνους ποὺ
νομίζονται ὡς ἀντιτασσόμενοι πρὸς τὴν ἀλήθεια· ἐν συνεχείᾳ πρέπει νὰ ἀποδείξουμε
ὅτι ἡ πρόσληψη τοῦ δευτέρου προσώπου γιὰ τὰ προστακτικὰ ἐπὶ τρίτου (προσώπου),
εἶναι ἀπαραίτητη καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἴδια συνοδικὰ διατάγματα. Ἀπὸ τὰ
προβαλλόμενα λοιπὸν ἐκεῖνα τῆς Γενέσεως, τὸ μὲν «γενηθήτω», «βλαστησάτω» καὶ
τὰ ἄλλα, μόνο ὁ τρόπος τῆς ἐκφράσεως εἶναι προστακτικός, ἡ δύναμη ὅμως ὄχι, ἐπειδὴ
δὲν φανερώνει προσταγὴ σὲ κάποιο πρόσωπο. Δηλαδὴ πρὸς ἀνύπαρκτα ὄντα ἡ προσταγὴ
δὲν ἔχει νόημα, ἀλλὰ ὅταν φανερωθοῦν τὰ ὄντα, παρακινεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἐννοήσουν εὔκολα
οἱ διδασκόμενοι, τὴν ροπὴ τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία ἐκφράζεται ἐν εἴδει
προστάγματος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο (Ὁμιλία
β’ εἰς τὴν Ἑξαήμερον. Ἑρμην. Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Παπουτσοποὺλου (σελ.49). )
, ἡ ὁποία ροπὴ προάγει τὴν δημιουργία τῶν ὄντων γρηγορώτερα, παρὰ ὁ λόγος τῆς
προσταγῆς. Διότι πρὸς ποῖον λέγει τὸ γενηθήτω; Διερωτᾶται ὁ Θεοδώρητος καὶ ἀπαντῶν
λέγει ὅτι δὲν προστάζει κάποιον ἄλλο νὰ δημιουργήσει, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ἀνακαλεῖ τὰ
μὴ ὄντα σὲ ὄντα· τὸ πρόσταγμα ὅμως εἶναι ἡ βούληση, ἢ ὅπως λέγει ὁ Μ.
Βασίλειος, τὸ ἔργο τῆς οὐσίωσης τῶν ὄντων. Δηλαδὴ ταυτοχρόνως θέλησε καὶ ἔγινε
τὸ πρέπον, κατὰ τὸν Νύσσης Γρηγόριο, καὶ συνέτρεξε ἡ τὰ ὄντα δημιουργήσασα
δύναμη μαζὶ μὲ τὴν σκέψη καὶ ἔκανε τὴν θέληση ἀμέσως ἔργο· διότι λέγει, εἶπεν ὁ
Θεὸς «γενηθήτω καὶ ἐγένετο»· ἀσφαλῶς δὲν θὰ ἀνήγγειλε διὰ συνομιλίας ὁ
Θεὸς Πατήρ, εἴτε πρὸς τὸ ἅγιον Πνεῦμα τὸ ὁποῖο ἐρευνᾶ τὰ πάντα καὶ τὰ βάθη τοῦ
Θεοῦ, εἴτε πρὸς τὸ Υἱὸ τὸν ἐν τῷ Πατρὶ ἀχωρίστως ὑπάρχοντα καὶ ἐν ἑαυτῷ ἔχοντα
τὸν Πατέρα καὶ μὴ ἔχοντα ἀνάγκη νὰ μάθει διὰ λόγου τὸ θέλημα τοῦ Πατρός, ἀλλὰ
καὶ πάντα ὅσα εἶναι εἰς τὸν Πατέρα ἔχει καὶ ὁ Υἱὸς ἐν ἑαυτῷ.
Ἐπειδὴ δεχόμενοι αὐτό, θὰ δεχθοῦμε συνάμα στὴν ἀσώματη καὶ ἀδιαίρετη οὐσία
τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ διάσταση καὶ σωματικὰ ὄργανα, στὸν ἕνα φωνητικὰ καὶ
στὸν ἄλλο ἀκουστικὰ (καὶ δὲν ἀναφέρομαι γιὰ σῶμα καὶ τὰ σύμφυτα πάθη τοῦ
σώματος, σύνθεση λέγω καὶ διάλυση), καὶ μέσο μεταδόσεως μεταξὺ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ,
γιὰ νὰ μεταφέρει τὸν ἦχο τῆς φωνῆς ἀπὸ τὸν λέγοντα πρὸς τὸν ἀκούοντα· καὶ τὸ
μέσο πάλι, οὔτε στὸν Πατέρα νὰ ἀντιστοιχεῖ οὔτε στὸν Υἱό, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε πάντως
νὰ εἶναι κάποια ἰδιάζουσα φύση. Τί εἶναι λοιπὸν τὸ μέσο τοῦτο; Κτιστὸ δὲν εἶναι·
γιατὶ ἡ κτίση εἶναι νεώτερη τοῦ (προστακτικοῦ) λόγου. Διδαχθήκαμε ὅτι ὁ Μονογενὴς
εἶναι γεννητὸς καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο ἀγέννητο πλὴν τοῦ Πατρός. Ἑπομένως
εἶναι ἀπαραίτητο νὰ νοήσουμε ὅτι μεταξὺ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ δὲν ὑπάρχει ἀπολύτως
τίποτα· ἐκεῖ ὅμως ποὺ δὲν ἐννοεῖται διάσταση, πάντως ὁμολογεῖται ἡ ἑνότητα· καὶ
στὸ κατὰ πάντα ἑνωμένο, δὲν μεσολαβεῖ οὔτε φωνὴ οὔτε λόγος.
συνεχίζεται
ΠΗΓΗ: Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, ''ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ'', απόδοση-επιμέλεια Δαμιανός μοναχός
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ