Ἐχθές, κατὰ τὸ πάτριον ἑορτολόγιον,
ἑορτάσαμε τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου
Θεόδωρου τοῦ Στουδίτου.
Θὰ ἀναφέρουμε κάποια σημεία ἀπὸ τὴν
διδασκαλία του ὥστε νὰ θυμηθοῦμε τὴν στάση τοῦ ἔναντι των
αἱρετικῶν.
Ἀναφέρει ὁ ἅγιος πρὸς τὸν ἡγούμενο Θεόφιλο:
Διδάσκει ὅτι πρέπει νὰ φεύγουμε ἀπὸ
τὴν αἵρεση καὶ τοὺς αἱρετικούς, καὶ νὰ μὴν κοινωνοῦμε μαζί τους, οὔτε νὰ
μνημονεύονται εἰς τὴν θεία Λειτουργία, διότι ὑπάρχουν μεγάλες ἀπειλὲς ἀπὸ τοὺς Ἁγίους
πρὸς ὅσους συγκαταβαίνουν μὲ τοὺς αἱρετικούς, μέχρι καὶ αὐτῆς τῆς ἁπλῆς
συνεστιάσεως! (P.G. 99, 1048D)
Ἐδῶ μας ἀναφέρει ὅτι ἐχθροί του Θεοῦ κατὰ
τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, δὲν εἶναι μόνο οἱ αἱρετικοὶ ἀλλὰ καὶ ὅσοι
κοινωνοῦν μὲ αὐτούς! (P.G. 99, 1099A)
Σὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἡγουμένη, ὁ
ἅγιος ἀναφέρει ὅτι οἱ διωκόμενες μοναχὲς προτιμοῦσαν τὸν διωγμό, παρὰ νὰ
μεταλάβουν τὴν κοινωνία τῶν αἱρετικῶν! (P.G. 99, 1425C)
Ἐδῶ ὁμιλεῖ πάλι πρὸς κάποιες μοναχές, καὶ
ὁ ἅγιος μας λέγει ὅτι εἶναι πνευματικὴ μοιχεία ἡ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς
αἱρετικούς! (P.G. 99, 1176Α)
Στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἠσύχιο ὁ ἅγιος
διδάσκει ὅτι οὔτε νὰ συναναστρεφόμεθα, οὔτε νὰ συντρώγομε, οὔτε νὰ συμψάλομε
καὶ γενικὰ νὰ μὴν ἔχουμε καμία ἐπικοινωνία μὲ αἱρετικοὺς, ἀλλὰ νὰ λέγομε τὸ
''οὐαί'', εἰς ὅσους συγκαταβαίνουν πρὸς τοὺς αἱρετικούς! (P.G. 99, 1541Β)
Στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Φιλόθεο μας
ἀναφέρει τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὴν αἱρετικὴ κοινωνία διδάσκοντας ὅτι αὕτη χωρίζει
ἀπὸ τὸν Χριστό, Ἡ ἀκρίβεια τῆς πίστεως δὲν ἐπιτρέπει εἰς τὸν Ὀρθόδοξο νὰ ἔχει
σχέση μὲ τοὺς αἱρετικούς, οὔτε νὰ συντρώγη μαζί τους, ἀλλὰ οὔτε καὶ κάποια ἄλλη
σχέση. (P.G. 99, 1544C)
Ἐδῶ ἐπίσης μᾶς ἀναφέρει ὅτι ἡ ἀκρίβεια τῆς
πίστεως δὲν ἐπιτρέπει τὴν συνεστίαση μὲ ὅσους μοναχοὺς ἡ ἱερεῖς ἐπικοινωνοῦν
ἐκκλησιαστικὰ μὲ αἱρετικούς. Μὲ τοὺς λαϊκοὺς ὅμως ἐπιτρέπεται, ἔστω καὶ ἂν
αὐτοὶ ἀπὸ φόβο ἐπικοινωνοῦν μὲ τὴν αἵρεσι, ἔχουν ὅμως ὀρθόδοξο φρόνημα.
Συμβουλεύει κάποιο ἐπιτίμιο διὰ νὰ μὴ μείνει ἀτιμώρητο το ἁμάρτημα. (P.G.
99, 1661Β)
Ἐρωτοῦν τὸν ἅγιο αν πρέπει ὁ Ὀρθόδοξος
ἱερεὺς νὰ μεταλαμβάνη ὅσους συμψάλλουν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ δὲν κοινωνοῦν
ἀπὸ τὰ μυστήρια τους. Ἡ ἀπάντησή τοῦ εἶναι, ὅτι τοὺς μὲν Κληρικοὺς νὰ τοὺς
μετελαμβάνουν κὰτ΄ οἰκονομίαν μὲ κάποιο ἐπιτίμιο, τοὺς δὲ λαϊκοὺς νὰ τοὺς
μετελαμβάνουν χωρὶς ἐπιτίμιο. Τονίζει ὅτι αὐτὰ τὰ λέγομε κὰτ΄ οἰκονομία ἐξ΄
αἰτίας τῆς ἀσθένειας τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ μὴ συμβῆ ἀπὸ τὴν προσπάθειά μας νὰ
τοὺς κάνουμε καθαροὺς ἀπὸ τὴν συναναστροφὴ μὲ τοὺς αἱρετικούς, πετύχουμε τὸ
ἀντίθετο, κάνοντάς τους νὰ πέσουν σὲ ἀμέλεια. (P.G. 99, 1661Β)
Ἐδῶ γράφει πρὸς τὸν ἐρημίτη Ἰάκωβο.
Ὁ Ἰάκωβος τὸν ρώτησε προφανῶς διὰ κάποιον ποὺ ἐλάμβανε τροφὴ ἀπὸ αἱρετικοὺς
(μᾶλλον Ἐπίσκοπο), καὶ ὁ ἅγιος του ἀπαντά ὅτι καὶ αὐτὸ ποὺ πράττει εἶναι εἶδος
ἐπικοινωνίας! Ἡ ἀληθινὴ μετάνοιά του θὰ εἶναι νὰ ἀφήσει τὴν Ἐπισκοπήν του καὶ
νὰ φύγει μακρυὰ, ὅπως πολλοὶ ἔκαναν, καὶ ὄχι μόνον τὸ νὰ μὴ ἱερουργῆ καὶ νὰ μὴ
μετέχη στὰ μυστήρια.
Ἂν τὸ κάνει τότε θὰ εἶναι ἀβλαβὴς καὶ θὰ ἐπιτρέπεται ἡ
συνεστίασις. (P.G. 99, 1392D)
Ἐδῶ ἀναφέρουν εἰς τὸν ἅγιο τὴν ἐρώτηση: Ἂν
κάποιος μοναχὸς ἡ μοναχὴ ἔλθη στὴν θεία Λειτουργία ποὺ τελεῖ ὁ ὀρθόδοξος ἱερεὺς
καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ μεταλάβη, ποιὰ ὁμολογία πρέπει νὰ ζητηθεῖ ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο
ἱερέα, ἒφ΄ ὅσον δὲν γνωρίζει τίποτα ἀπὸ αὐτόν; Λέγει ὅτι πρέπει νὰ τὸν ρωτήσει
ἐὰν προσκυνᾶ τὴν σεπτὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, ἐὰν δὲν ἔχη
ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ διὰ ὅτι ἄλλο ὑπάρχει ὑποψία
ὅτι ἔχει αἱρετικὸ φρόνημα. Ὅταν ὅλα αὐτὰ τὰ ὁμολογήση καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ εἶναι
ὀρθόδοξος καὶ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε αἵρεση, τότε μπορεῖ νὰ τοῦ μεταδώση τὴ θεία
Κοινωνία. (P.G. 99, 1664B)
Ἐδῶ ἐρωτοῦν τὸν ἅγιο ἐὰν μποροῦμε νὰ
πάρουμε εὐχὴ ἀπὸ κάποιον ἄγνωστο πρὶν ἐξετάσουμε τὴν πίστη του. Λέγει ὅτι ὅταν
ὑπάρχει μεταξύ των χριστιανῶν αἵρεσις, πρὶν ἐξετάσουμε ἐὰν εἶναι ὀρθόδοξος ἡ
πίστη του, δὲν πρέπει νὰ τὸν προσφωνήσουμε λέγοντας: «εὐλογεῖτε Ἅγιε», οὔτε νὰ
ζητήσουμε τὴν εὐχή του. Ἕνας ἁπλὸς χαιρετισμὸς δὲν ἀπαγορεύεται ὅμως, σύμφωνα
μὲ τοὺς κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου. (P.G. 99, 1664B)
Ἐδῶ ὁ μοναχὸς Ναυκράτιος ρωτᾶ: Ἐὰν συμβῆ κάποιος ὀρθόδοξος νὰ προσκαλεσθῆ ἀπὸ
κάποιον κληρικὸ ἡ λαϊκὸ διὰ νὰ συμφάγουν καὶ ἔλθη ἡ ὥρα τῆς ψαλμωδίας, πῶς
πρέπει νὰ συμπεριφερθεῖ ὁ ὀρθόδοξος; Ὁ ἅγιος του λέγει ὅτι ἒφ΄ ὅσον ἐπικρατεῖ ἡ
αἵρεση καὶ δὲν ἔχει καταδικασθῆ τελεσιδίκως ἀπὸ ὀρθόδοξο Σύνοδο, πρέπει νὰ
ἐρωτᾶμε καὶ διὰ νὰ συμφάγωμε καὶ διὰ νὰ μεταλάβωμε. Δὲν πρέπει δὶ΄ αὐτὰ τὰ
σοβαρὰ ζητήματα νὰ ντρεπόμαστε ἡ νὰ δειλιάζουμε. (P.G. 99, 1053C)
Σὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ ὁ ἅγιος ἐξηγεῖ τὴν
ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση τῆς ἐποχῆς του, τὸν πόλεμο τῶν αἱρετικῶν καὶ τοὺς
διωγμοὺς τῶν Ὀρθοδόξων, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν καταστροφὴ ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους
βιβλίων, εἰκόνων κ.λπ. Μας λέγει ὅτι μὲ τὶς φοβέρες καὶ τὶς ἀπειλές τους,
προσπαθοῦν νὰ μὴ μείνει κάποιος ποὺ δὲν θὰ κυριευθῆ καὶ δὲν θὰ ἀποδεχθῆ τὴν
αἵρεση. Διὰ τὸν λόγο αὐτὸ οἱ ἱερεῖς παρανομοῦν, καὶ οἱ μοναχοὶ φέρονται ἐχθρικὰ
κατὰ τῶν ὁμοσχήμων μοναχῶν, οἱ ὑποτακτικοὶ στρέφονται ἐναντίον τῶν ἡγουμένων,
παίρνοντας ὡς βραβεῖο τῆς ἀποστασίας τοὺς τὴν ἡγουμενία. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ
γίνονται μαστιγώσεις, δεσμά, φυλακές, θάνατοι ἀπὸ τὴν πείνα, ἐξορίες καὶ
καταδικαστικὲς ποινὲς σὲ ὅσους ἀνθίστανται. Δὲν εἶναι λοιπὸν ἄξια σεβασμοῦ ἡ
ἀρχιερωσύνη τὴν ὁποία ἔχουν οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ αἱρετικοί, οὔτε λόγω τῆς
γεροντικῆς τους ἡλικίας, οὔτε ἂν ἔχουν ἀσκητικὴ ζωή, οὔτε ἀκόμη ἂν ἔχουν κάτι
ἄλλο τὸ ὁποῖο εἶναι ἄξιο. Δὶ΄ αὐτοὺς ὑπάρχει ἕνας νόμος, τὸ θέλημα τοῦ Καίσαρος
καὶ μία ἐπιδίωξη, ὅλοι νὰ ὑποταχθοῦν σ΄ αὐτό. Στὶς ἐρημιές βρίσκονται ὅσοι
ἔχουν διαφύγει, καὶ οἱ βράχοι καὶ τὰ σπήλαια ἔχουν αὐτοὺς ποὺ ἔχουν σωθῆ. (P.G.
99, 1168Α)
Στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν αὐτοκράτορα
Μιχαήλ, ὁ ἅγιος ὁμιλῶν ὡς ἐκπρόσωπος τῶν ἡγουμένων καὶ ὁμολογητῶν λέγει ὅτι τὸ
νὰ κάνουμε συζήτηση ἀντιρρητικὴ μὲ τοὺς αἱρετικούς, δὲν ἐπιτρέπεται, ἐπειδὴ ἐναντιώνεται
στὴν ἀποστολικὴ διδασκαλία. Ἐπιτρέπεται μόνο νὰ τοὺς εἰποῦμε κάτι πρὸς
νουθεσία. (P.G. 99, 1332Α)
Σὲ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Πάπα τῆς Ρώμης Λέοντα
ὁ ἅγιος ἀναφέρει ὅτι κάθε αἵρεση καὶ κάθε αἱρετικὸ ἀναθεματίζουμε. Στὴν
συνέχεια ἀφοῦ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ ἴδιος τὸν ἀναθεματισμὸ στοὺς αἱρετικούς, οἱ
ὁποῖοι εἶχαν ἀναθεματισθῆ ἀπὸ τὸν ἅγιο Σωφρόνιο, ἀναφέρει ὅτι καὶ κάθε ἄλλος
συνώνυμος μὲ αὐτούς, πλὴν ὅμως κατὰ τὴν πίστη αἱρετικός, εἴτε ἀσκητής, εἴτε
ὁποιοσδήποτε, νὰ εἶναι ἀναθεματισμένος. Ἀλλὰ καὶ ὄποιος δὲν ἀναθεματίζει σὲ
κάθε περίπτωση ὅλους τους αἱρετικούς, ἀνήκει εἰς τὴν μερίδα αὐτῶν. (P.G. 99,
1028Α)
Στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἡγούμενο
Θεόφιλο ἀναφέρει στὸν
ἴδιο νὰ φεύγει μακρυὰ ἀπὸ τὴν αἵρεση, δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Ἐπειδὴ οἱ
αἱρετικοὶ αὐτοὶ κινούντο εἰς τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, λέγει ὅτι δὲν πρέπει νὰ
ἔχει καμία ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία, οὔτε νὰ μνημονεύη κάποιον ἀπὸ αὐτούς.
Διότι ὑπάρχουν φοβεροὶ κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἀπειλοῦν μὲ μεγάλες ποινὲς αὐτοὺς ποὺ
συγκαταβαίνουν πρὸς τοὺς αἱρετικούς. Ἐπίσης τοῦ ἀναφέρει ὅτι καὶ ἐμεῖς
μνημονεύαμε τοὺς Ἐπισκόπους Κωνσταντινουπόλεως τότε ποὺ δὲν εἶχε γίνει ἀκόμα
Σύνοδος, οὔτε εἶχε συνοδικῶς ἐκφωνηθῆ τὸ αἱρετικὸ δόγμα καὶ ὁ ἀναθεματισμὸς τῶν
ὀρθοδόξων. Πρὶν ὑπάρξη αὐτὴ τους ἡ ξεκάθαρη ὁμολογία καὶ ἀποδοχὴ
τῆς αἱρέσεως, δὲν ἦταν ἀσφαλὲς νὰ ἀποκοποῦμε τελείως ἀπὸ τοὺς παρανόμους, ἀλλὰ
μόνο νὰ ἀποφεύγουμε τὴν δημόσια ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία μὲ αὐτούς, καὶ νὰ
τοὺς μνημονεύουμε κὰτ΄ οἰκονομία μέχρι κάποιο ὁρισμένο διάστημα. Ἀπὸ τὴν ὥρα
ὅμως ποὺ ἔγινε φανερὴ καὶ ξεκάθαρη ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία, καὶ μάλιστα κατωχυρώθηκε
συνοδικῶς, πρέπει καὶ σὺ καὶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ ἀποφύγετε μὲ παρρησία κάθε
ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς κακοδόξους καὶ νὰ μὴν μνημονεύετε κάποιον ἀπὸ
αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν στὴν Σύνοδο, ἡ εἶναι ὁμόφρονες μὲ τὶς ἀποφάσεις
της. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δὲν ἐχαρακτήριζε ἐχθρούς του Θεοῦ μόνο τους αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς
ποὺ ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικὰ μαζί των. (P.G. 99, 1048D)
Εἰδικὰ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴν
ἃς τὴν προσέξουν καλὰ ὅσοι ἀκόμα μνημονεύουν τοὺς Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους, τὴν
ὥρα ποῦ αὐτοὶ προετοιμάζουν τὴν δῆθεν ''Μεγάλη'' καὶ ''Ἁγία'' Σύνοδό τους!