ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ 1η
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΓΟΧ κ. ΦΩΤΙΟΥ (ΣΑΒΒΑ ΜΑΝΤΑΛΗ) ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
ΣΤΟΝ ΚΑΘ. κ. ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟ»
ΚΑΙ
ΣΤΗ 2η
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΟΙ ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ
(ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ)»
Του Κυριάκου Κυριαζόπουλο, καθηγητή (επ.) του Εκκλησιαστικού Δικαίου
στη Νομική Σχολή ΑΠΘ – δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω – θεολόγου
Ι. ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ι.1 - Για την
αξιοπιστία της κριτικής μιας επιστημονικής μελέτης ειδικού πανεπιστημιακού
καθηγητή, είναι σαφές ότι πρέπει να
ελεγχθούν τα προσόντα του ασκούντος την κριτική.
Ι.2 – Όπως
είπε ο Χριστός «προσέχετε λοιπόν πώς ακούετε» (Λουκ., 8, 18), ας προσέχει και ο
κ. Φώτιος πώς διαβάζει και πώς κατανοεί την από 6-10-2018 γνωμοδότησή μου,
προκειμένου να την κατανοεί ορθά και καλοπροαίρετα, δεδομένου ότι αυτή έχει το
μειονέκτημα (κατά τον κ. Φώτιο) να μην συμφέρει στη συνοδική πολιτική της Συνόδου
ΓΟΧ για την εκούσια υπαγωγή της στο Νόμο 4301/2014 για τα θρησκευτικά και
εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα των ετεροδόξων και ετεροθρήσκων.
Ι.3 – Δεν
υπάρχει απάντηση με επιχειρήματα από πλευράς Συνόδου ΓΟΧ στην από 6-10-2018
γνωμοδότησή μου, αλλά μόνο δύο (2) προσωπικές απαντήσεις του κ. Φωτίου (η 1η
με τον τίτλο «Σύντομη απάντηση στον καθ. κ. Κυριαζόπουλο», η οποία αναρτήθηκε
στους ιστότοπους «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ» και «SCRIPTA MANENT», αλλά στη συνέχεια κατέβηκε, και η
2η με τίτλο «Οι κατά
φαντασίαν ομολογητές», η οποία αναρτήθηκε στον ιστότοπο της «Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος (ΓΟΧ)») και στον ιστότοπο SCRIPTA MANENT - πράγμα το οποίο είναι ενδεικτικό
της ύπαρξης θεμελιώδους διαφωνίας μεταξύ συνοδικών που υποστηρίζουν την εκούσια
υπαγωγή της Εκκλησίας ΓΟΧ και των Μητροπόλεών της στο Νόμο 4301/2014 για τα
θρησκευτικά και εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα των ετεροδόξων και ετεροθρήσκων,
και εκείνων που αντιτίθενται στην εν λόγω εκούσια υπαγωγή.
Σημειωτέον ότι το κατέβασμα από τους
ιστότοπους «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ» και «SCRIPTA MANENT» της 1ης απαντήσεως του
κ. Φωτίου στην από 6-10-2018 γνωμοδότησή μου, πραγματοποιήθηκε μετά την
ανταλλαγή μεταξύ εκείνου και εμού e-mails, όπου του επισήμανα τους ψευδείς ισχυρισμούς
και τις απαξιωτικές προς το πρόσωπό μου εκφράσεις του που υπήρχαν σε εκείνη την
απάντησή του, και του ζήτησα να αποκαταστήσει την αλήθεια με βάση την αρετή της
ανδρείας. Αλλά ο κ. Φώτιος, παρά την παρέλευση εύλογου χρονικού διαστήματος,
δεν ανακάλεσε ρητά και δημόσια εκείνους τους ψευδείς του ισχυρισμούς και
εκείνες τις απαξιωτικές προς το πρόσωπό μου εκφράσεις του, υποσχόμενος απλώς να
επανέλθει με εκτενέστερη απάντησή του στην εν λόγω γνωμοδότησή μου, την οποία
πραγματοποίησε με την ως άνω 2η απάντησή του.
Αντιθέτως, από πλευράς Συνόδου ΓΟΧ
υπάρχει μόνο η άσκηση εκκλησιαστικής ποινικής δίωξης εναντίον του Ιερέα –
Εφημερίου του Ναού της Κοιμήσεως Θεοτόκου Βόλου και μελών του Δ.Σ. και μέλους του
Σωματείου, εξαιτίας της αποτειχίσεως της εν λόγω Κοινότητας από τη Σύνοδο ΓΟΧ
και για το λόγο της εκούσιας υπαγωγής της ίδιας Συνόδου στο Νόμο 4301/2014 για
τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά νομικά
πρόσωπα των ετεροδόξων και ετεροθρήσκων. Σημειωτέον ότι στην εν λόγω
άσκηση εκκλησιαστικής ποινικής δίωξης απάντησαν οι εν λόγω φερόμενοι
«κατηγορούμενοι» με εκτενές Υπόμνημα (Μη απολογητικό), με συνημμένες σωρεία
μαρτυρικών καταθέσεων υπέρ αυτών.
Ι.4 – Τόσο η 1η απάντησή του
(για την οποία ισχυρίστηκε προς εμένα, μέσω e-mail του, ότι αποτελούσε περιεχόμενο e-mail προς έναν παραλήπτη ο οποίος το
προώθησε στον διαχειριστή του ιστολογίου ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ, από το οποίο την
αναδημοσίευσε ο ιστότοπος SCRIPTA MANENT) όσο και η 2η απάντησή
του στην από 6-10-2018 γνωμοδότησή μου είναι προφανές ότι δεν αποτελούν
επιστημονική κριτική της, δεδομένου ότι – όπως προκύπτει από το βιογραφικό του
(http://im-d.weebly.com/muetataurhoomicronpiomicronlambdaiotatauetasigma.html)
- ο κ. Φώτιος δεν είναι ούτε καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου Νομικής
Σχολής (ή Θεολογικής Σχολής) ούτε δικηγόρος ούτε θεολόγος, αλλά δημοσιογραφικού
χαρακτήρα προσπάθεια δήθεν «κλονισμού» της επιστημονικής αξιοπιστίας της εν
λόγω γνωμοδοτήσεως - μελέτης μου για προπαγανδιστικούς λόγους συγκρατήσεως των
πιστών ΓΟΧ οι οποίοι μέχρι τώρα ακολουθούν τη συνοδική πολιτική της εκούσιας
υπαγωγής της Εκκλησίας ΓΟΧ και των οργανωτικών της υποδιαιρέσεων στο Νόμο
4301/2014 για τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα των ετεροδόξων
και ετεροθρήσκων. Σημειωτέον ότι, και πριν τη γνωμοδότησή μου αυτή, υπήρχε και
εξακολουθεί να υπάρχει διχασμός του ποιμνίου της Εκκλησίας ΓΟΧ – Συνόδου του Προκαθημένου της κ. Καλλινίκου.
Ι.5 - Αντιπαρέρχομαι
τις απαξιωτικές προς το πρόσωπό μου φράσεις του κ. Φωτίου, οι οποίες δεν
αρμόζουν, από πάσης πλευράς, σε διάλογο και μάλιστα δημόσιο και οι οποίες
περιέχονται στις προσωπικές του απαντήσεις (1η και 2η)
για την από 6-10-2018 γνωμοδότησή μου και ανταπαντώ στις ελάχιστες παρατηρήσεις
του επί της εν λόγω γνωμοδοτήσεώς μου οι οποίες αφορούν σε θέματα ουσίας.
ΙΙ. ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ κ. ΦΩΤΙΟΥ
ΙΙ.1 - Η από
6-10-2018 γνωμοδότησή μου πραγματεύεται επιστημονικά το τεθέν σε εμένα ερώτημα
από ομάδα πιστών ΓΟΧ, όχι μόνο του Βόλου αλλά και της Θεσσαλονίκης και των
Αθηνών. Συνεπώς, επιβαλλόταν η αντικειμενική και αποστασιοποιημένη εξέταση του
θέματος, όπως και έγινε.
ΙΙ.2 – Δεν
αποτελεί γνωμοδότηση (προς νεοημερολογίτες αποτειχισμένους) – όπως εσφαλμένα
θεωρεί ο κ. Φώτιος - αλλά επιστημονική διευρυμένη κανονικο-δογματική μελέτη η
οποία δημοσιεύθηκε σε διάφορες ιστοσελίδες και ιστοτόπους και σταθερά στη
ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ (https://drive.google.com/file/d/0BxcSUS2O16_gZ1ZYY29PSUhPc3c/view),
εξ ιδίας πρωτοβουλίας - κατόπιν μακρόχρονης ενδελεχούς διερευνήσεώς της - ένα
μήνα μετά την Ψευδο-σύνοδο της Κρήτης του 2016, δηλαδή στις 25-7-2016, εκείνη
στην οποία αναφέρεται ο κ. Φώτιος, και η οποία έχει τον εξής τίτλο: «Μελέτη για
το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων των Δέκα (10) Αυτοκεφάλων «Εκκλησιών» [οι
οποίες εκπροσωπούν μόνον το ένα τρίτο (1/3) των Ορθοδόξων], το οποίο εισήγαγε
«συνοδικώς» την Παναίρεση του Οικουμενισμού ή (Γνωστικισμού – Gnosis, ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού) και
για την αναγκαία και αναπόφευκτη εκκλησιολογική συνέπεια της διακοπής κοινωνίας
με τους Προκαθημένους και Επισκόπους των δέκα (10) Αυτοκεφάλων «Εκκλησιών», οι
οποίοι δεν καταδικάζουν, ως Παναιρετικό, τούτο το Συνέδριο της Αποστασίας»
(σύνολο σελίδων 78).
Επίσης,
δημοσίευσα σε διάφορες ιστοσελίδες και ιστοτόπους και σταθερά στη ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ (https://drive.google.com/file/d/0BxcSUS2O16_gbTQ2QmRjMXh1TkE/view)
και περίληψη της ανωτέρω επιστημονικής διευρυμένης κανονικο-δογματικής μου
μελέτης, με τον τίτλο: «Αξιολόγηση της λεγόμενης «Αγίας και Μεγάλης ή
Πανορθόδοξης Συνόδου» της Κρήτης» (σύνολο σελίδων 8).
Ακόμη,
δημοσίευσα σε διάφορες ιστοσελίδες και ιστοτόπους και σταθερά στη ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ και
τις ακόλουθες επιστημονικές μου μελέτες που σχετίζονται με την Ψευδο-σύνοδο της
Κρήτης:
ΙΙ.3 – Σχετικά με το θέμα των παραλλήλων
συνόδων, τούτο είναι ένα ζήτημα που δεν έχει καμία σχέση με το θέμα της
από΄6-10-2018 γνωμοδοτήσεώς μου, ούτε αναφέρεται σε αυτήν, και συνεπώς ο κ.
Φώτιος δίνει την εντύπωση ότι το αναφέρει αποπροσανατολιστικά.
Λησμονεί
ίσως ο κ. Φώτιος ότι, στην εν λόγω γνωμοδότησή μου, δικαιώνω τον Ιερό Αγώνα των
ΓΟΧ. Αφήνω λοιπόν στον αναγνώστη να κρίνει κατά πόσον είμαι εχθρός ή φίλος της
Εκκλησίας ΓΟΧ.
ΙΙ.4 – Η ομάδα των πιστών ΓΟΧ που μου
ανέθεσαν τη συγγραφή της από 6-10-2018 γνωμοδοτήσεώς μου, οι οποίοι κατοικούν
στο Βόλο, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, απευθύνθηκαν σε μένα που είμαι ειδικός
καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, για να
απαντήσω επιστημονικά στο τεθέν από αυτούς ερώτημα της γνωμοδοτήσεως. Ο
χαρακτηρισμός από τον κ. Φώτιο των επιστημόνων ως «πολεμίων» ή «φίλων»
ενθυμίζει τις μεθόδους της Ιεράς Εξέτασης του Μεσαίωνα. Δεν μας αναφέρει ο κ.
Φώτιος αν οι «φίλοι» του καθηγητές τους οποίους αναφέρει στις Ερωταποκρίσεις
αυτού του 2015 είναι παλαιοημερολογίτες ή νεοημερολογίτες, και στην περίπτωση που είναι νεοημερολογίτες, αν είναι
αποτειχισμένοι από την καινοτόμο Σύνοδο της νεοημερολογητικής Εκκλησίας της
Ελλάδος, ακολουθούντες το νέο ή το παλαιό ημερολόγιο.
ΙΙΙ. ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΙΣ
ΤΕΣΣΕΡΙΣ (4) ΑΙΤΙΑΣΕΙΣ ΤΟΥ κ. ΦΩΤΙΟΥ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟ 6-10-2014
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΜΟΥ
ΙΙΙ.1 – Ανταπάντηση στην 1η αιτίαση
του κ. Φωτίου με θέμα «Η «Κανονική Δικαιοδοσία»»
Ο κ. Φώτιος – ο οποίος δεν είναι
καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου Νομικής Σχολής (ή Θεολογικής Σχολής) ή
δικηγόρος ή θεολόγος – ας μην προσπαθεί να κάνει μάθημα σε έναν καθηγητή του
Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ για την έννοια της «κανονικής
δικαιδοσίας».
Σφάλλει ο κ. Φώτιος όταν ισχυρίζεται
ότι ο νομοθέτης στο άρθρο 16 του Νόμου 4301/2014 δεν προβαίνει σε αξιολογικές
κρίσεις για το ποιά είναι η κανονική Εκκλησία και ποιά δεν είναι. Διότι,
σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρα 3 και 72 Συντάγματος), η νεοημερολογητική
Εκκλησία της Ελλάδος είναι κρατική Εκκλησία, επειδή η Βουλή ψηφίζει τον
Καταστατικό της Χάρτη, όπως συμβαίνει και στις λοιπές Ευρωπαϊκές Χώρες που
έχουν το σύστημα της κρατικής Εκκλησίας. Συνεπώς, επειδή το Κράτος έχει κρατική
Εκκλησία, προβαίνει και με το Σύνταγμα και με το Νόμο 4301/2014 στην αναγνώριση
ως κανονικής μόνον της νεοημερολογητικής Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ τους ΓΟΧ
τους θεωρεί ως «ούτε ετερόδοξους ούτε ετερόθρησκους» (απόφαση Ολομέλειας του
Συμβουλίου της Επικρατείας με αριθ. 1444/1991). Αν με την εν εξελίξει
συνταγματική αναθεώρηση εισαχθεί το γαλλικό σύστημα του λαϊκού κράτους – αντί
του επικρατούντος στις Ευρωπαϊκές Χώρες συστήματος του θεσμικού χωρισμού με αναγνώριση
μερικών θρησκειών ως επίσημων και με ευρεία συνεργασία του Κράτους με τις
επίσημες θρησκείες - το οποίο Γαλλικό σύστημα δεν αναγνωρίζει καμία θρησκεία ως
κρατική ή επίσημη, τότε και μόνον τότε το Κράτος δεν θα αναγνωρίζει ποιά
Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα είναι κανονική και ποιά δεν είναι.
ΙΙΙ.2 – Ανταπάντηση στην 2η αιτίαση του κ. Φωτίου με θέμα «Η
«Επικρατούσα θρησκεία»», την οποία συνδυάζει με τη νομική δυνατότητα υπαγωγής
των ΓΟΧ στο Νόμο 4301/2014 για τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα
των ετεροδόξων και ετεροθρήσκων
Σφάλλει ο κ. Φώτιος όταν ισχυρίζεται
ότι οι ΓΟΧ που ακολουθούν την Ορθόδοξη διδασκαλία του Αγίου πρώην Φλωρίνης
Χρυσοστόμου (Καβουρίδη), δήθεν δεν έχουν την εκκλησιαστική πεποίθηση ότι η
Εκκλησία ΓΟΧ είναι η νόμιμη και κανονική κληρονόμος της πριν το 1924
ακαινοτόμητης Εκκλησίας της Ελλάδος, ανεξάρτητα από το πώς τους θεωρεί το
Κράτος. Διότι ο ίδιος ο Άγιος πρώην Φλωρίνης, στην απολογία στο Εφετείο Αθηνών
της 29-3-1940, αναφέρει ότι η Εκκλησία ΓΟΧ είναι «η πατροπαράδοτος και
Ακαινοτόμητος Αυτοκέφαλη Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος». Είναι, όμως, εντελώς
διαφορετικό το ζήτημα ότι το Κράτος αναγνωρίζει τη νεοημερολογητική Εκκλησία
της Ελλάδος ως την «επικρατούσα θρησκεία» του άρθρου 3 Συντάγματος και, κατά
συνέπεια, ως «θρησκευτική μειονότητα» τη γνωστή θρησκεία των ΓΟΧ (όπως φαίνεται
ότι ισχυρίζεται ο κ. Φώτιος), οι οποίοι θεωρούνται ως διϊστάμενοι ή ενιστάμενοι
έναντι της νεοημερολογητικής Εκκλησίας της Ελλάδος (απόφαση Ολομέλειας του
Συμβουλίου της Επικρατείας 1444/1991), και διαφορετικό το ζήτημα της Ορθόδοξης
αυτοσυνειδησίας και του Ορθοδόξου φρονήματος των ΓΟΧ για την εκ μέρους τους
διεκδίκηση της υπόστασής τους ως «επικρατούσα θρησκεία» του άρθρου 3 του
Συντάγματος (βλέπετε τις απολογίες του Αγίου πρώην Φλωρίνης σε Εφετείο και
Άρειο Πάγο). Πάντως, η παραίτηση του κ. Φωτίου από τη διεκδίκηση, έναντι του
Κράτους, της διαδοχής από την Εκκλησία ΓΟΧ της πριν το 1924 ακαινοτόμητης
Εκκλησίας της Ελλάδος φανερώνει ένα συμβιβασμό με το πολιτικό και εκκλησιαστικό
κατεστημένο και τη διεκδίκηση ενός
ελάσσονος ρόλου μέσα σε αυτό το κατεστημένο με την εκούσια υπαγωγή της Συνόδου
ΓΟΧ στο Νόμο 4301/2014 για τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα των
ετεροδόξων και ετεροθρήσκων.
Ως προς τη νομική δυνατότητα υπαγωγής
στο Νόμο 4301/2014 για τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα των
ετεροδόξων και ετεροθρήσκων – όπως ανέφερα στην απάντησή μου σε ανάρτηση στο youtube (κανάλι «Εκκλησία ΓΟΧ»), https://www.youtube.com/watch?v=oEzi3Ei4YEU),
την οποία ανάρτησα και στα σχόλια της ιστοσελίδας με τίτλο «Ιερά Μητρόπολις
Δημητριάδος (ΓΟΧ)» (http://im-d.weebly.com/alphanualphakappaomicroniotanu974sigmaepsiloniotasigmaf/5797711),
στο βίντεο της 8ης διάλεξής μου της 15-9-2015 πραγματεύομαι το θέμα
της υπαγωγής των ΓΟΧ στο Νόμο 4301/2014 από νομικής απόψεως και μόνον. Από
νομικής απόψεως τίποτε δεν κωλύει τους ΓΟΧ από την υπαγωγή στο εν λόγω Νόμο.
Στη συγκεκριμένη διάλεξη δεν πραγματεύομαι το θέμα αυτό από δογματικο –
εκκλησιολογικής πλευράς. Από δογματικο – εκκλησιολογικής πλευράς ισχύουν τα
συμπεράσματα της από 6-10-2018 γνωμοδοτήσεώς μου, όπου πραγματεύομαι και την
δογματική – εκκλησιολογική διάσταση, με τις δύο ιδιότητές μου του νομικού και
του θεολόγου, όπου επανεξετάζω τη νομική διάσταση του θέματος υπό το πρίσμα της
δογματικο – εκκλησιολογικής διαστάσεώς του.
ΙΙΙ.3 – Ανταπάντηση στην 3η αιτίαση του κ. Φωτίου με θέμα «Το «Τμήμα
Ετεροδόξων» και οι απόπειρες συνταγματικής κατοχυρώσεως της Εκκλησίας των
Γ.Ο.Χ.»
Ο κ. Φώτιος δεν μπόρεσε να αποδείξει,
ακόμη και με τη χρήση του γνωστού
εγγράφου του διευθυντή θρησκευτικής διοίκησης κ. Πιτταδάκη, στο οποίο
αναφέρθηκα στην από 6-10-2018 γνωμοδότησή μου, ότι οι ΓΟΧ δεν υπάγονται στο
Τμήμα Ετεροδόξων και Ετεροθρήσκων. Διότι το άρθρο 58 παρ. 4 του Π.Δ. 18/1988
ορίζει ρητά ότι όλα τα θρησκεύματα, πλην της επικρατούσας θρησκείας και των
μουσουλμάνων της Θράκης, υπάγονται στο Τμήμα Ετεροδόξων και Ετεροθρήσκων. Αλλά
και από μια απλή ανάγνωση του εν λόγω εγγράφου του κ. Πιτταδάκη προκύπτει με
σαφήνεια το ίδιο συμπέρασμα, σε αντίθεση με τον συνοδικό σχολιασμό της
απάντησης Πιτταδάκη στο 4ο υποβληθέν προς εκείνον ερώτημα εκ μέρους
της Συνόδου ΓΟΧ.
Ο ισχυρισμός
του κ. Φωτίου ότι ο Άγιος πρώην Φλωρίνης αναφέρει στο έργο του «Σύντομος και
περιληπτική περιγραφή του εκκλησιαστικού παλαιοημερολογητικού ζητήματος» ότι οι
ΓΟΧ, κατά τα πρώτα έτη μετά το λατρευτικό/εορτολογικό σχίσμα της καινοτόμου
Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, εποπτεύονταν από το Τμήμα Ετεροδόξων του
Υπουργείου Παιδείας, και τούτο ήταν αποδεκτό από τούτον αφού οι ΓΟΧ απέφευγαν
την εποπτεία της εν λόγω καινοτόμου Συνόδου, δεν διακρίνει ότι είναι δύο
διαφορετικές και ανόμοιες περιπτώσεις η παλαιότερη ακούσια από το Κράτος
υπαγωγή των ΓΟΧ στο Τμήμα Ετεροδόξων και Ετεροθρήσκων και η νεότερη εκούσια
υπαγωγή της Συνόδου ΓΟΧ στο Νόμο 4301/2014 για τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά
νομικά πρόσωπα των ετεροδόξων και ετεροθρήσκων. Δηλαδή η περίπτωση την οποία
αναφέρει ο Άγιος πρώην Φλωρίνης των πρώτων ετών του διωγμού των ΓΟΧ είναι
περίπτωση ετεροπροσδιορισμού, ενώ η περίπτωση της εκούσιας υπαγωγής στο Νόμο
4301/2014 για τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα των ετεροδόξων
και ετεροθρήσκων είναι περίπτωση αυτοπροσδιορισμού, και, συνεπώς, ο κ. Φώτιος
συγχέει σοφιστικά τις δύο διαφορετικές περιπτώσεις.
Ο κ. Φώτιος
φαίνεται ότι δεν μπορεί επίσης να αντιληφθεί ότι: 1) Οι όροι «ετερόδοξος» και
«ετερόθρησκος» - οι οποίοι σαφώς την από το άρθρο 13 του Συντάγματος απορρέουσα
συνταγματική αρχή της κρατικής ουδετερότητας έναντι των θρησκειών και των
κοσμοθεωριών - προσδιορίζονται με βάση την αναγνωριζόμενη από το Σύνταγμα
(άρθρα 3 και 72 του Συντάγματος) επικρατούσα θρησκεία, που θεωρείται ως τέτοια
από το Κράτος η νεοημερολογητική Εκκλησία της Ελλάδος. Και 2) Ο κρατικός όρος
«ετερόδοξος», λόγω του συνταγματικού συστήματος της κρατικής εκκλησίας,
αντιστοιχεί στο θεολογικό όρο «αιρετικός» υπό το πρίσμα της νεοημερολογητικής
Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο κ. Φώτιος
εφευρίσκει και μια ανύπαρκτη «νεοφανή
«αίρεση», εκείνη του «ετεροπροσδιορισμού (ως προς τον χαρακτηρισμό της Εκκλησίας
ΓΟΧ όχι με βάση την ομολογία και την αυτοσυνειδησία της, αλλά από το Κράτος,
θεωρώντας ότι είναι δυνατόν να επηρεάζεται η καθαρότητα της Εκκλησίας του
Χριστού από τους οποιουσδήποτε χαρακτηρισμούς των εκτός Αυτής)». Διότι το
Κράτος δεν ετεροπροσδιόρισε την Εκκλησία ΓΟΧ – σε σχέση με την εκούσια υπαγωγή
της Συνόδου ΓΟΧ στο Νόμο 4301/2014, αφού δεν ήταν υποχρεωτική, αλλά εκούσια η
υπαγωγή στον εν λόγω Νόμο - με βάση το
Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων (συνταγματικό και διεθνές
δικαίωμα στην εύλογη απόκτηση νομικής προσωπικότητας), που απαγορεύουν την
υποχρεωτική απόκτηση νομικής προσωπικότητας από τους θρησκευτικούς οργανισμούς
– ούτε την υποχρέωσε, ούτε επιτρεπόταν να την υποχρεώσει, να σωματοποιηθεί
δυνάμει του Νόμου 4301/2014. Αλλά η ίδια η Σύνοδος ΓΟΧ αυτοπροσδιορίστηκε με
την εκούσια υπαγωγή της στο Νόμο 4301/2014 για τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά
νομικά πρόσωπα των ετεροδόξων και ετεροθρήσκων. Ο ετεροπροσδιορισμός της
Εκκλησίας ΓΟΧ ως ετερόδοξης από το Π.Δ. 18/2018 για το Οργανόγραμμα του
Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων – το οποίο Π.Δ. την υπήγαγε στο
Τμήμα Ετεροδόξων και Ετεροθρήσκων, σύμφωνα με το άρθρο 58 παρ. 4 αυτού –
αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια του αυτοπροσδιορισμού της η οποία
πραγματοποιήθηκε με την εκούσια υπαγωγή της Συνόδου ΓΟΧ στο Νόμο 4301/2014 για
τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα των ετεροδόξων και
ετεροθρήσκων. Ήτοι η Σύνοδος ΓΟΧ, με την εν λόγω εκούσια υπαγωγή της στο Νόμο
4301/2014, παραιτείται από τη διευρυμένη προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας
των ΓΟΧ, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας
με αριθ. 1444/1991, και ειδικότερα παραιτείται από το καθεστώς του ότι οι ΓΟΧ
δεν είναι ούτε ετερόδοξοι ούτε ετερόθρησκοι, δηλαδή το καθεστώς του ότι οι ΓΟΧ
είναι ενιστάμενα ή διιστάμενα μέλη της επικρατούσας θρησκείας, μη υπαγόμενα
όμως στη νομοθεσία που διέπει την επικρατούσα θρησκεία, ούτε στη νομοθεσία που διέπει τους ετεροδόξους
ή τους ετεροθρήσκους.
Βεβαίως, η απόφαση της Ολομέλειας του
Συμβουλίου της Επικρατείας με αριθ. 1444/1991 εξακολουθεί να ισχύει για τους
οργανισμούς της Εκκλησίας ΓΟΧ (Μητροπόλεις ΓΟΧ, Εκκλησία ΓΟΧ) οι οποίοι δεν
υπήχθησαν μέχρι σήμερα στο Νόμο 4301/2014 για τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά
νομικά πρόσωπα των ετεροδόξων και ετεροθρήσκων, καθώς και για τους
αποτειχισμένους ΓΟΧ λόγω της εκούσιας υπαγωγής της Συνόδου ΓΟΧ στο Νόμο
4301/2014 ή (για τις Μητροπόλεις ΓΟΧ Δημητριάδος και Θεσσαλονίκης) και λόγω της
αντικανονικής αποδοχής από τους αντικανονικώς εκλεγέντες ως Μητροπολίτες Δημητριάδος
και Θεσσαλονίκης, ζώντος του κανονικού Μητροπολίτη Δημητριάδος και Θεσσαλονίκης
κυρού Μαξίμου και χωρίς πρόσφατη – δηλαδή μέσα στο 2015, έτος αντικανονικής
παύσεώς του από τη Σύνοδο ΓΟΧ - κανονική παραίτησή του.
Είναι εντελώς εσφαλμένη νομικά η
πολιτική της Διεύθυνσης Θρησκευτικής Διοίκησης του Υπουργείου η οποία
επεκτείνει τις περιοριστικές διατάξεις του Νόμου 4301/2014 (π.χ. χορήγηση
διοικητικής άδειας του Υπουργείου για την ανέγερση ή λειτουργία ναών ή
ευκτηρίων οίκων, της νομοθεσίας για τους ετεροδόξους και για τους
ετεροθρήσκους) στις Μητροπόλεις ΓΟΧ που δεν συνέστησαν θρησκευτικά νομικά
πρόσωπα ή στις αποτειχισμένες κοινότητες ΓΟΧ ή στις οποιουδήποτε άλλου τύπου
κοινότητες (όπως η θρησκευτική κοινότητα με την επωνυμία «Αδελφότητα Αγίας Ειρήνης
Χρυσοβαλάντου ΝΠΙΔ» του Βόλου), διότι έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση της
Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας με αριθ. 1444/1991. Συνεπώς, είναι
αντίθετη προς την εν λόγω απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της
Επικρατείας, η υπ’ αριθ. πρωτ. 1797802/Θ1/25-10-2018 απόφαση της Διεύθυνσης
Θρησκευτικής Διοίκησης, με την οποία χορηγείται άδεια ανέγερσης χώρου λατρείας
στη θρησκευτική κοινότητα με την επωνυμία «Αδελφότητα Αγίας Ειρήνης
Χρυσοβαλάντου ΝΠΙΔ» του Βόλου.
Σημειωτέον ότι η κρατική εποπτεία των
ΓΟΧ από το Τμήμα Ετεροδόξων και Ετεροθρήσκων αποδεικνύεται σαφώς και από τις
διατάξεις της νομοθεσίας των ετεροδόξων και των ετεροθρήσκων για τη χορήγηση σε
αυτούς άδειας ευκτήριου οίκου, τις οποίες αναφέρει και εφαρμόζει η Διεύθυνση
Θρησκευτικής Διοίκησης στη συγκεκριμένη απόφασή της, με την οποία χορηγεί άδεια
ανέγερσης ευκτήριου οίκου στη θρησκευτική κοινότητα με την επωνυμία «Αδελφότητα
Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου ΝΠΙΔ» του Βόλου, δηλαδή τις εξής διατάξεις της
νομοθεσίας για τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους: α) Α.Ν. 1363/1938, β) Α.Ν.
1672/1939, γ) Β.Δ. 20-5/2-6-1939 και δ) αρθ. 27 Νόμου 3467/2006. Αντιθέτως, η
απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας με αριθ. 1444/1991 ορίζει
ότι οι ΓΟΧ δεν πρέπει να λαμβάνουν διοικητική άδεια του Υπουργείου Παιδείας και
Θρησκευμάτων, για την ανέγερση ή λειτουργία ευκτήριου οίκου, υποχρεούμενοι μόνο
σε πολεοδομική άδεια, δεδομένου ότι στους ΓΟΧ δεν εφαρμόζεται ούτε η νομοθεσία
για την νεοημερολογητική Εκκλησία της Ελλάδος ούτε η νομοθεσία για τους ετεροδόξους
και τους ετεροθρήσκους.
(Αναμένω την
προαναγγελθείσα συνέχεια της απαντήσεως του κ. Φωτίου στην από 6-10-2018
γνωμοδότησή μου).
ΟΙ ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ
Ἀπάντηση στὴν ἀπὸ 06-10-2018 γνωμοδότηση τοῦ κ. Κυριάκου Κυριαζόπουλου πρὸς τὰ ἀποτειχισμένα ἤδη (ἀπὸ τὴν 26-10/8-11-2016) μέλη τοῦ Δ.Σ. τοῦ σωματείου ΘΕΟΚΓΟΧΝΜ[1] καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, περὶ τοῦ Νόμου 4301/2014, γιὰ τὴν ἐκ τῶν ὑστέρων «δογματικὴ θεμελίωση» τῆς ἀποτειχίσεώς τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος. τοῦ Σεβασμ. Μητροπολίτου Γ.Ο.Χ. Δημητριάδος κ. Φωτίου
Εἰσαγωγή
Στὶς 07-10-2018 παρουσιάσθηκε στὸ διαδίκτυο μία γνωμοδότηση τοῦ κ. Κυριάκου Κυριαζόπουλου, περὶ τοῦ Νόμου 4301/2014, τὴν ὁποία εὐθὺς ἐπικαλέσθηκαν τὰ μέλη τοῦ Δ.Σ. τοῦ σωματείου ΘΕΟΚΓΟΧΝΜ μὲ ἕδρα τὸν Βόλο (ἄλλωστε στὸν ἱστότοπο ποὺ αὐτοὶ ἐλέγχουν ἐμφανίσθηκε πρωταρχικῶς) γιὰ νὰ ἐπισφραγίσουν τὴν ἤδη συντελεσμένη ἐδῶ καὶ δύο χρόνια ἀποτείχισή τους[2]. Πρὶν προχωρήσουμε στὴν ἐξέταση τοῦ περιεχομένου τῆς ἐν λόγῳ ἀποτειχίσεως, ἂς δοῦμε τὰ ἐμπλεκόμενα σὲ αὐτὴν πρόσωπα, δηλαδὴ τὸν συντάκτη της καὶ τοὺς ἐντολεῖς του, καθὼς καὶ τὴν γενικὴ εἰκόνα της[3].
Ὁ κ. Κυριάκος Κυριαζόπουλος εἶναι, ὅπως ὑπογράφει: Ἐπίκουρος Καθηγητὴς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου στὴ Νομικὴ Σχολὴτοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καὶ φέρει τὴν διπλῆἰδιότητα τοῦ Δικηγόρου καὶ τοῦ Θεολόγου. Ὁ κ. Κυριαζόπουλος φαίνεται ὅτι ἀνήκει στὴν κατηγορία τῶν λεγομένων ἀντι-οικουμενιστῶν Νεοημερολογιτῶν καὶ εἶναι ὑπέρμαχος τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν Ἐπισκόπων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες συμμετεῖχαν στὴν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμβαρίου τὸ 2016. Πάντως οὐδέποτε ὑπῆρξε πιστὸς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδοξων Χριστιανῶν, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο γραφῆς τῆς ὑπὸἐξέτασιν γνωμοδοτήσεως, καθὼς ὁμιλεῖ πάντοτε ἀποστασιοποιημένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ, ὡς ἕνας ἐξωτερικὸς παράγοντας. Βλέπουμε γιὰ παράδειγμα τὶς ἐκφράσεις: «Μοῦ τέθηκαν ἀπὸ πιστοὺς τῆς Ἐκκλησίας ΓΟΧ Ἑλλάδος τὰ ἑξῆς ἐρωτήματα»[4], «Κατὰ τὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις τῆς Ἐκκλησίας ΓΟΧ...»[5], «...κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πεποίθηση τῆς Ἐκκλησίας ΓΟΧ...»[6], ἀλλὰ ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὸ ἐδάφιο: «Όμως, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει την εκκλησιολογική – δογματική πεποίθηση ότι αυτή έχει την θρησκευτική αλήθεια και δεν αναγνωρίζει ότι τα ετερόδοξα και αλλόδοξα θρησκεύματα έχουν θρησκευτική αλήθεια, πλην βεβαίως των μελών της, αρχιερέων, κληρικών και θεολόγων που είναι θρησκευτικοί συγκρητιστές ή οικουμενιστές»[7], ὅπου διακρίνεται καθαρὰ ὅτι θεωρεῖ ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία αὐτὴν ποὺ διατηρεῖ ὡς μέλη της ἀρχιερεῖς, κληρικοὺς καὶ θεολόγους ποὺ εἶναι θρησκευτικοὶ συγκρητιστὲς ἢ οἰκουμενιστές καὶ αὐτὴ βέβαια δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ[8].
Ἀλλὰ καὶ ἄλλα κείμενα τοῦ κ. Κυριαζόπουλου ἀποκαλύπτουν μία μᾶλλον ἐχθρικὴστάση ὡς πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ, ὅπως σὲ μία ἄλλη γνωμοδότησή του (πρὸς νεοημερολογῖτες ἀποτειχισμένους) ὅπου ἀναφέρει ὅτι οἱ ΓΟΧ ἔπραξαν ἐκκλησιολογικῶς ἐσφαλμένα ὅταν συνέστησαν Ἱερὰ Σύνοδο «παράλληλη» μὲ αὐτὴν τῶν νεοημερολογιτῶν, διότι κατ᾽αὐτὸν δὲν ἦταν ἐπιτρεπτὸ οἱ ΓΟΧ νὰ ἀποκτήσουν Ἐπισκόπους γιὰ τὴν διαποίμανσή τους[9]. (βλ. κείμ. Α´ Παραρτήματος).
Ἀσφαλῶς ὁ Μακαριστὸς Μητροπολίτης κυρὸς Μάξιμος, κατὰ τὸν κ. Κυριαζόπουλο, ἐνέχεται στὸ ἐκκλησιολογικὸ σφάλματῆς ἀποδοχῆς Ἐπισκοπικῆς χειροτονίας! Κατὰ λογικὴ συνέπεια καὶ οἱ ἱερεῖς οἱ ὁποῖοι χειροτονήθκαν ἀπὸ αὐτόν, φέρουν τὸ στῖγμα τῆς ἀντικανονικότητος, πάντοτε σύμφωνα μὲ τὴν λογικὴ τοῦ Καθηγητοῦ κ. Κυριαζόπουλου. Ἄραγε γνώριζαν οἱ ἐντολεῖς τοῦ κ. Κυριαζόπουλου τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ καὶ γιὰ τοὺς ἰδίους;
Ἡ προηγούμενη τοποθέτηση τοῦ κ. Κυριαζόπουλου (γιὰ τὴν ὁποία καμία Ἁγιοπατερικὴ μαρτυρία δὲν ἐπικαλεῖται καὶ ἀποτελεῖ ἁπλῶς προσωπική του γνώμη) μᾶς δίνει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν κατατάξουμε ὄχι ἁπλῶς στοὺς ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ παράγοντες, ἀλλὰ δυστυχῶς στοὺς πολεμίουςαὐτῆς.
Ἂς δοῦμε τώρα καὶ τοὺς ἐντολεῖς τοῦ κ. Κυριαζόπουλου. Ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὶς πρῶτες λέξεις τῆς ὑπὸ ἐξέτασιν γνωμοδοτήσεως: «Μοῦ τέθηκαν ἀπὸ πιστοὺς τῆς Ἐκκλησίας ΓΟΧ Ελλάδος τὰ ἑξῆς ἐρωτήματα...»[10]. Γνωρίζουμε καλὰ ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ «πιστοὶ τῆς Ἐκκλησίας ΓΟΧ Ἑλλάδος», εἶναι αὐτοί ποὺ ἀνήρτησαν τὴν γνωμοδότηση καὶ τὴν ἐπικαλέσθηκαν γιὰ νὰ συμπληρώσουν καὶ μὲ δῆθεν δογματικὲς αἰτιάσεις τὴν ἤδη γενομένη ἀποτείχισή τους! Ἔχουμε λοιπόν κάποιους ποὺ θεωροῦνται «πιστοὶ τῆς Ἐκκλησίας ΓΟΧ Ἑλλάδος», οἱ ὁποῖοι γιὰ μία ἐσωτερικὴδιαφορά τους μὲ τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὑπολοίπους Κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς τῆς Ἐκκλησίας ΓΟΧ Ἑλλάδος, προσφεύγουν γιὰ καθοδήγηση σὲ παράγοντες ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ, οἱ ὀποῖοι μάλιστα ἔχουν ἐκπεφρασμένες ἐχθρικὲς ἀπόψεις γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ. Ἄραγε πῶς μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ ἡπράξη μίας ὁμάδας ἀνταρτῶν ποὺ προσφεύγει σὲ ἀξιωματούχους ἑνὸς ἐχθρικοῦ στρατοπέδου γιὰ καθοδήγηση ὡς πρὸς τὴν ἀνταρσία τους; Ἂν αὐτὸ δὲν χαρακτηρισθῇ ἐσχάτη προδοσία τότε τὶ μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ;
Ἐρχόμεθα τώρα στὴν ἴδια τὴν γνωμοδότηση. Μία γενικὴ παρατήρηση εἶναι, ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα ἐκτενὲς κείμενο 78 σελίδων δίχως δομὴ μὲ ὑποδιαιρέσεις σὲ ἑνότητες, καὶ ἀκόμη καὶ μία ἁπλὴ ἀνάγνωσή του (πόσο μᾶλλον ἡ μελέτη του) ἀποτελεῖ μαρτύριο. Πιθανὸν οὔτε αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι τὴν παρήγγειλαν δὲν τὴν μελέτησαν προσεκτικά, εἰδάλλως δὲν θὰ τὴν προέβαλλαν οὔτε θὰ τὴν ἐπικαλοῦνταν. Διότι ἁπλούστατα προσβάλλει καὶ τὸν ἴδιο τὸν Μακαριστὸ Μητροπολίτη κυρὸ Μάξιμο καὶ τοὺς ἰδίους ὡς νοσήσαντας τὴν αἵρεση τοῦ «νομικοῦ οἰκουμενισμοῦ»(!), ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω στὴν ἑνότητα 5.
Στὴν ὑπὸ ἐξέταση γνωμοδότηση ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἀπαντᾶ σὲ δύο ἐρωτήματα:
1. Είναι εκκλησιολογικά ορθή και νομοθετικά συμφέρουσα η υπαγωγή των ΓΟΧ στο Νόμο 4301/2014 για τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα;
2. Έχει κανονική βάση η αποτείχιση των πιστών ΓΟΧ από τους οικείους Μητροπολίτες ΓΟΧ και από τη Σύνοδο ΓΟΧ, εξαιτίας της εκ μέρους τους αποφάσεως για υπαγωγή και δημόσιας στηρίξεως αυτής της υπαγωγής στο Νόμο 4301/2014 για τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα;
καὶ οἱ ἀπαντήσεις του εἶναι:
Στο πρώτο ερώτημα απαντώ αρνητικά, και στο δεύτερο ερώτημα απαντώ καταφατικά ‐ δυνάμει του 31ου Αποστολικού Κανόνα (με λόγους αποτειχίσεως την αίρεση (= δημόσια και έμμονη προσβολή της Ορθόδοξης πίστεως) ή / και την δικαιοσύνη, ιδίως την παραβίαση της θεμελιώδους κανονικής τάξεως) και του Κανόνα 15, παραγρ. 4 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου (με λόγο αποτείχισης την αίρεση) ‐ ως ακολούθως:(...).
καὶ ακολουθοῦν 77 σελίδες δυσνόητης μακρυγορίας[11], ὅπου λόγια περιττά, ἐκτενῆ ἀλλότρια παραθέματα καὶ θέσεις - ἐκφράσεις συχνά ἐπαναλαμβανόμενες στερεοτύπως, σὰν τὶς φόρμουλες τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν, σὲ συνδυασμὸ μὲ λογικὲς ἀκροβασίες (ὅπως θὰ ἀποδειχθεῖ παρακάτω), ἀγωνίζονται φιλοτίμως νὰ ἀπογοητεύσουν τὸν ἀναγνώστη ἀπὸ τὴν συνέχεια τῆς ἀναγνώσεως, ὥστε νὰ φθάσῃ ἀσθμαίνων[12]κατ᾽ εὐθείαν στὰ συμπεράσματα. Ἐκεῖ, ὅλες οἱ στερεότυπες ἐκφράσεις οἱ ὁποῖες ἀναποδείκτως εἶχαν κατ᾽ ἐπανάληψιν ἀναφερθεῖ στὸ σῶμα τῆς γνωμοδοτήσεως, καταγράφονται ἐκ νέου πλέον ὡς συμπεράσματα! Ὁμολογουμένως περίεργη ἀποδεικτικὴ μέθοδος.
Ὁ κ. Κυριαζόπουλος, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, ἔχει διατυπώσει τοποθετήσεις ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ, ἀρνούμενος τὸ δικαίωμά της νὰ ἔχει δική της Ἱεραρχία, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο θεωρεῖ ἐκκλησιολογικὸ σφάλμα. Αὐτὸ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἄρνηση τοῦ δικαιώματός της νὰ ὑφίσταται, διότι δίχως Ἱεραρχία θὰ εἶχε πρὸ πολλοῦ ἐξαφανισθεῖ. Συνεπῶς, εἶναι ἀπολύτως ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΣ νὰ ἀποφαίνεται γιὰ τὸ τὶ εἶναι «τὸ ἐκκλησιολογικῶς ὀρθόν καὶ τὸ νομοθετικῶς συμφέρον» γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ.
Γιὰ δὲ τὴν ἀπάντησή του στὸ δεύτερο ἐρώτημα, ἀντί 77 σελίδων περιττῶν λόγων θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς ἀποδείξει ποιὰν αἵρεση κατεγνωσμένηἐκήρυξε ἡ Ἱεραρχία μας, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται ἡ ἀπὸ αὐτὸν ἐπίκληση τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ´ Συνόδου. Θα ἀρκοῦσε μία μόνον παράγραφος, ὅπου θὰ ἀνέφερε ποιὰ Συνόδος Οἰκουμενικὴ ἢ ἔστω Τοπικὴ, ἢ ποιοὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ μὲ ποιὰ λόγια καὶ σὲ ποιά τους συγγράμματα κατεδίκασαν ὡς αἵρεση τὴν χρησιμοποίηση ἀπὸ μία Τοπικὴ Ἐκκλησία καὶ τὶς ὀργανωτικές της ὑποδιαιρέσεις τῶν θεσμῶν τῶν θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων. Σὲ ὅλες τὶς σελίδες τῆς γνωμοδοτήσεως δὲν ὑπάρχει οὔτε μία ἐπίκληση Συνοδικῆς ἀποφάσεως ἢ Πατερικῆς διδασκαλίας σχετικῶς μὲ τὸ θέμα μας. Καὶ αὐτὸ σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλες γνωμοδοτήσεις του, ὅπως ἡ προαναφερθεῖσα ἀπὸ 5-10-2016, ὅπου παρὰ τὶς ἐχθρικὲς τοποθετήσεις του γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ, ἐπιχειρεῖ πάντως νὰ θεμελιώσει (παραπέμποντας γιὰ ἀναλυτικότερη τεκμηρίωση σὲ ἄλλες ἐργασίες του γιὰ τὸ θέμα), ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι αἵρεση κατεγνωσμένη ἀπὸ τὴν Ἁγ. Γραφὴ καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, καὶ ἀναφέρει ἐνδεικτικῶς τοὺς Ἁγίους: Ἀποστ. Παῦλο καὶ Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, Εἰρηναῖο Λουγδούνου καὶ Μ. Φώτιο[13]. (βλ. κείμ. Β´ Παραρτήματος).
Κάτι τέτοιο δὲν ἐκανε ὁ κ. Κυριαζόπουλος στὴν γνωμοδότησή του γιὰ τὸν Ν.4301/2014 περὶ τῶν θρησκευτικών νομικῶν προσώπων (καὶ προφανῶς δὲν μπορεῖ νὰ κάνει, διότι δὲν ὑπάρχουν τέτοιες Συνοδικὲς ἢ Πατερικὲς καταδίκες γιὰ τὸ θέμα τῶν θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων), ἄρα ἀπέτυχεστὴν προσπάθειά του νὰ ἀποδείξει, ὅτι ὁ κανόνας αὐτὸς εἶναι ἐφαρμόσιμος γιὰ τὴν δική μας περίπτωση. Συνεπῶς δὲν δικαιοῦνται οἱ ἀποστάτες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας νὰ τὸν χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἀποστασία τους.
Μάλιστα, ἀνατρέξαντες στὰ βιντεοσκοπημένα ἀνοικτὰ μαθήματα τοῦ Ἐκκλησιασαστικοῦ Δικαίου, τὰ ὁποῖα παρέχει μέσῳ τῆς σχετικῆς πλατφόρμας τοῦ ΑΠΘ, διαπιστώσαμε συμπτωματικῶς ὅτι ὁ Καθηγητὴς κ. Κυριαζόπουλος στὸ μάθημα γιὰ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ περιουσία τῶν ΓΟΧ, σχολιάζοντας μία δικαστικὴ ἀπόφαση, καταλήγει ἐπὶ λέξει: «τώρα πια που υπάρχει ο νέος νόμος για τις θρησκευτικές νομικές προσωπικότητες οπότε μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτό το νόμο.»[14](βλ. κείμ. Γ´ Παραρτήματος).
Προφανῶς δὲν εἶχαν προσεγγίσει τὸν κ. Καθηγητὴ οἱ ἀποτειχισμένοι γιὰ νὰ τοῦ παραγγείλουν τὴν ὑπὸ ἐξέταση γνωμοδότηση, τροφοδοτῶντας τὸ ἀμιγῶς ἀκαδημαϊκό του ἐνδιαφέρον γιὰ ...βαθύτερη μελέτη τοῦ θέματος.
Ἂς δοῦμε τώρα τὸ περιεχόμενο τῆς γνωμοδοτήσεως.
1. Ἡ «Κανονική Δικαιοδοσία»
Ὁ κ. Κυριαζόπουλος κατηγορεῖ τὸν νομοθέτη του Ν.4301 ὅτι παραβιάζει τὴν ἀρχὴ τῆς οὐδετερότητας καὶ ἀμεροληψίας τοῦ Κράτους, διότι κρίνει ως κανονικές κάποιες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες (Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καὶ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος) θεωρῶντας ὡς μὴ κανονικὲς τὶς ὑπόλοιπες (ὅπως λ.χ. ἡ Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ οἱ διάφορες σχισματικὲς καὶ αἱρετικὲς κοινότητες).
Άναφέρει ὁ κ. Κυριαζόπουλος:
Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η διάταξη του άρθρου 16 Νόμου 4301/2014 που αναφέρεται στην κανονική δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα, δεν είναι σύμφωνη με τη θρησκευτική ελευθερία που προστατεύεται από το Σύνταγμα και το Διεθνές Δίκαιο. Διότι παραβιάζει την διεθνή και συνταγματική αρχή της ουδετερότητας και αμεροληψίας του Κράτους, κατά την οποία τούτο δεν επιτρέπεται να κρίνει ποιές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες είναι κανονικές και ποιές δεν είναι. Θα έπρεπε να αναφέρεται όχι στην «κανονική δικαιοδοσία» αλλά μόνο στη «δικαιοδοσία».[15]
Καὶ παρακάτω ἀναφερόμενος στὴν Ἐκκλησία μας:
«Υπαγόμενη στο Νόμο αυτό που αφορά τους ετεροδόξους και αλλοθρήσκους, αποδέχθηκε τη διάταξη του ίδιου άρθρου 16 κατά την οποία η νεοημερολογητική Εκκλησία της Ελλάδος είναι η κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία στην εδαφική της δικαιοδοσία. (...) Αφετέρου δε η Σύνοδος ΓΟΧ – η οποία προέτρεψε τους πιστούς ΓΟΧ να υπογράψουν ως ιδρυτές των τριών θρησκευτικών νομικών προσώπων–Μητροπόλεων ΓΟΧ, τα οποία ιδρύουν τώρα το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας ΓΟΧ - αποδέχθηκεότι η Εκκλησία ΓΟΧ δεν είναι η κανονική, δηλαδή η κληρονόμος της ακαινοτόμητης Εκκλησίας της Ελλάδος πριν το 1924, και ότι η κανονικήείναι η καινοτόμος νεοημερολογητική Εκκλησία της Ελλάδος»[16].
Κατ᾽ ἀρχὴν ὁ νόμος αὐτὸς δὲν ἀφορᾶ μόνον τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἀλλοθρήσκους, διότι ἀλλόθρησκοι εἶναι λ.χ. καὶ οἱ Ἰσραηλίτες, οἱ ὁποῖοι ρητῶς ἐξαιροῦνται ἀπὸ τὸν νόμο. Ἔπειτα, τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων ἀπήντησε σαφῶς ὅτι καὶ οἱ Γ.Ο.Χ., οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι οὔτε ἀλλόθρησκοι, οὔτε ἑτερόδοξοι, μποροῦν νὰ κάνουν χρήση τοῦ νόμου[17]. Αὐτὸ ἄλλωστε συνιστᾶ στοὺς Γ.Ο.Χ. νὰ κάνουν καὶ ὁ ἴδιος ὁ κ. Κυριαζόπουλος σὲ ἀνύποπτο χρόνο, στὴν διάλεξή του περὶ τῆς ἀκίνητης περιουσίας τῶν Γ.Ο.Χ.[18].
Ἔπειτα παρατηροῦμε ὅτι κ. Καθηγητής ἐδῶ κάνει ἕνα λογοπαίγνιο, συγχέοντας τὴν ἔννοια τοῦ ἐξειδικευμένου ὅρου «κανονικός» μὲ τὴν κοινὴ ἔννοια τῆς λέξεως στὴν καθομιλουμένη[19]. Πολλὲς φορὲς μία λέξη ἔχει μία ἐξειδικευμένη ἔννοια ποὺ διαφέρει ἀπὸ αὐτὴν τῆς καθομιλουμένης. Λ.χ. ἡ τράπεζα μιᾶς Μονῆς εἶναι κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν τράπεζα ποὺ ὅλοι γνωρίζουν. Ἡ πρώτη ἀναφέρεται στὸ χῶρο ποὺ συντρώγουν οἱ Μοναχοί, ἐνῷ ἡ δεύτερη ἀναφέρεται στὸν χῶρο ὅπου καταθέτουμε χρήματα. Ἡ πρώτη χρήση τοῦ ὅρου «τράπεζα» γίνεται ὑπὸ τὴν μορφὴν ἐξειδικευμένου ὅρου ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴν Έκκλησιαστικὴ καὶ εἰδικώτερα στὴν μοναστηριακὴ ὁρολογία. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ πολλοὺς ἄλλους ἐξειδικευμένους ὅρους, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦνται μὲ διαφορετικὴ ἔννοια στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὁρολογία ἀπ᾽ ὅ,τι στὴν καθημερινὴ κοινὴ χρήση, ὅπως οἱ ὅροι «οἰκονομία», «ἐξάρτημα», κ.λπ. Ἕνας τέτοιος ὅρος εἶναι καὶ τὸ ἐπίθετο «κανονικός». Στὴν Ἐκκλησιαστικὴ ὁρολογία εἶναι «ὁ ἀναφερόμενος στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες».
Ὁ ἴδιος ὁ κ. Κυριαζόπουλος εἶναι ἐπίκουρος Καθηγητὴς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου καὶ ἔχει ὡς ἀντικείμενο μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὸ ἐσωτερικὸ δίκαιο τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν κοινοτήτων, συνεπῶς στὰ γνωσιτκὰ πεδία τῆς εἰδικότητάς του συμπεριλαμβάνεται καὶ τὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὸ πανεπιστήμιο, ὀνομάζοντας τὸ γνωστικὸ αὐτὸ πεδίο ὡς «Κανονικὸ Δίκαιο», δὲν σημαίνει ὅτι παραβιάζει τὴν ἀρχὴ τῆς οὐδετερότητας θεωρῶντας αὐτὸ μόνο κανονικό, ἐνῷ τὰ γνωστικὰ πεδία τῶν ἄλλων δικαίων «Ἀστικό Δίκαιο», «Ἐμπορικό Δίκαιο», «Διεθνές Δίκαιο» κ.λπ. εἶναι ἀντικανονικά.
«Κανονική δικαιοδοσία» μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ δικαιοδοσία ποὺ ἀναφέρεται στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ὅπως καὶ «Κανονικό Δίκαιο» εἶναι τὸ δίκαιο τὸ ἀναφερόμενο στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία ἔχει μία διοικητικὴ δομὴ μὲ θεσμοὺς μὲ διοικητικὴ ἐξουσία ποὺ παρέχεται σὲ αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Ἡ «κανονικὴ δικαιοδοσία» ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ (εἴτε εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία εἴτε εἶναι σχισματικὴ ἢ αἱρετικὴ ψευδεκκλησία) ἀναφέρεται στὴν ἄσκηση ὅλων τῶν «κανονικῶν δικαιωμάτων» τὰ ὁποῖα ἔχει, καὶ ἀπορρέουν ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, δηλαδὴ τὰ τῆς ἐκλογῆς καὶ καταστάσεως Ἐπισκόπων καὶ Κληρικῶν, τὴν ἵδρυση, κατάργηση καὶ διαρρύθμιση τῶν ὁρίων τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἐπαρχιῶν καὶ Ἐνοριῶν, τὰ ζητήματα ἐκκλησιαστικῆς πειθαρχίας κ.λπ..
Ἡ κανονικὴ δικαιοδοσίατῆς Νεοημερολογιτικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπεκτείνεται μόνο σὲ ὁρισμένες περιοχὲς τῆς χώρας, ἐνῷ ἄλλες (Κρήτη, Δωδεκάνησα καὶ Ἅγιο Ὄρος) ἀποτελοῦνκανονικὴ δικαιοδοσίατοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Οἱ κανονικὲς παραβάσειςτων νεομερολογιτῶν κληρικῶν καὶ μοναχῶν τῆς Ρόδου λ.χ. κρίνονται ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς τοῦ Πατριαρχείου, ἐνῷ τῆς Λαμίας, ἀπὸ τὶς ἀντίστοιχες τῆς νεοημερολογιτικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Αὐτὲς εἶναι ἁρμόδιες γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς κανονικής διώξεωςποὺ εἶναι τὸ ἀνάλογο τῆςποινικής διώξεως, ἀλλὰ γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ (κανονικά) παραπτώματα.
Ἡ κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας ΓΟΧ Ἑλλάδος ἐπεκτείνεται σὲ ὅλη τὴν Ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, ἀλλὰ καὶ στὴ Διασπορά, στὶς Ἐπισκοπὲς ποὺ ἀνήκουν σὲ αὐτήν.
Ἄρα ὁ νομοθέτης στὸ ἄρθρο 16 Νόμου 4301/2014 ΔΕΝπροβαίνει σὲ ἀξιολογικὲς κρίσεις περὶ τοῦ ποῖα εἶναι ἡ κανονικὴ Ἐκκλησία καὶ ποῖα δὲν εἶναι. Ἁπλῶς χρησιμοποιεῖ τὸν ἐξειδικευμένο ὅρο «κανονικὴ δικαιοδοσία» γιὰ νὰ ἐκφράσει τὰ ὅρια διοικητικῆς εὐθύνης κάποιων ἐκκλησιαστικῶν ὀργανισμῶν.
2. Ἡ «Ἐπικρατοῦσα θρησκεία»
Ὁ κ. Κυριαζόπουλος προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξῃ ὅτι ἐμεῖς πάντοτε θεωρούσαμε, ὅτι εἴμαστε ἡ «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» στὴν Ἑλλάδα. Θὰ ἀρκοῦσε νὰ μᾶς ἀναφέρει ἔστω μία παραπομπὴ εἴτε σὲ Συνοδικὴ ἀνακοίνωση, εἴτε σὲ δημοσίευμα κάποιου Ἀρχιερέως μας, ποὺ νὰ ἀναφέρει αὐτὸν τὸν ὅρο. Δὲν τὸ πράττει, ἀλλὰ ἁπλῶς ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς αὐτὸν τὸν ἀστήρικτο ἰσχυρισμὸ πέντε[20]φορὲς στὸ σῶμα τῆς γνωμοδοτήσεώς του καὶ δύο[21]φορὲς στὰ συμπεράσματα.
Ἡ συνεχὴς ἐπανάληψη ἑνὸς ἀστήρικτου ἰσχυρισμοῦ δὲν τὸν καθιστᾶ ἀληθῆ κατ᾽ οὐδένα τρόπο. Αὐτὸ μάλιστα δὲν εἶναι μία ἀποδεικτικὴ μέθοδος[22].
Ἀνερυθριάστως κατηγορεῖ τὴν Ἱερὰ ἡμῶν Σύνοδο ὅτι:
«...απεμπόλησε την εκκλησιαστική πεποίθηση των πιστών ΓΟΧ που ακολουθούν την Ορθόδοξη διδασκαλία του Αγίου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, ότι η Εκκλησία ΓΟΧ είναι η νόμιμη και κανονική κληρονόμος της ακαινοτόμητης επικρατούσαςθρησκείας της Εκκλησίας της Ελλάδος πριν το 1924»[23], δίχως φυσικὰ ὁ γνωμοδοτῶν νὰ τολμᾶ νὰ μᾶς παραθέσῃ αὐτούσια τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου τοῦ Νέου Ὁμολογητοῦ, διότι ἁπλούστατα θὰ διαπιστωνόταν ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν ἀναφέρει πουθενὰ τὴν λέξη «ἐπικρατοῦσα».
Ἡ πρηγούμενη ἔκφραση τοῦ κ. Κυριαζόπουλου ἀποτελεῖ παραπλανητικὸ σόφισμα διότι, πράγματι πρὸ τοῦ σχίσματος τοῦ 1924, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο) εἶχαν τὰ χαρακτηριστικὰ τόσο τὸ τοῦ «ἀκαινοτομήτου» ὅσο καὶ τὸ τῆς «ἐπικρατούσης θρησκείας» στὸν Ἑλλαδικό χῶρο, ἀλλὰ μετὰ τὸ σχίσμα, οἱ μὲν ΓΟΧ κληρονόμησαν μόνον τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ «ἀκαινοτομήτου»,οἱ δὲ νεοημερολογῖτες κληρονόμησαν μόνον τὸ χαρακτηριστικὸ τῆς «ἐπικρατούσης θρησκείας».
Οὐδέποτεοἱ ΓΟΧ ἰσχυρίσθηκαν ὅτι ἐξακολουθοῦν νὰ ἀποτελοῦν μετὰ τὸ σχίσμα τοῦ 1924 τὴν ἐπικρατοῦσα θρησκεία στὴν Ἑλλάδα, ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτὸς εἶναι βλακώδης[24]καὶ οὐδέποτε διατυπώθηκε ἀπὸ ἐμᾶς καὶ, τέλος πάντων, ἂς μᾶς ἐπιτρέψῃ ὁ κ. Κυριαζόπουλος νὰ γνωρίζουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνον τὰ δικά μας φρονήματα.
Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος, πάντως, εἶχε ἀσχοληθεῖ μὲ τὶς περὶ θρησκείας διατάξεις τοῦ Συντάγματος σὲ ἄρθρο του στὴν «Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἐν ὄψει τῆς τότε (1936) ἀπόπειρας τροποποιήσεως τοῦ Συντάγματος[25], ὁπότε ἂν ἤθελε εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἀναφερθῇ στὴν ἔννοια τῆς «ἐπικρατούσης θρησκείας» (ἡ ὁποία ὑπῆρχε στὸ ἄρθρο 1 τοῦ τότε ἰσχύοντος Συντάγματος) καὶ ἂν θεωροῦσε τοὺς Γ.Ο.Χ. ὡς τὴν «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» ἢ τὴν «συνέχεια τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας» κατὰ τὸν κ. Κυριαζόπουλο, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκανε. Καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ στὰ συγγράμματά του ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος πρ. Φλωρίνης δὲν ἀναφέρει κάτι παρόμοιο.
Ἀπεναντίας, στὴν ἀπαντητική του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα προτείνει τὴν ἀναγνώριση ὑπὸ τῆς Κυβερνήσεως τῆς Έκκλησίας τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ὡς μίας μειοψηφίαςκαὶ τὸν ὁρισμὸ μιᾶς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὸν καθορισμὸ τοῦ τρόπου λειτουργίας της μέσα στὰ πλαίσια τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν νόμων τοῦ Κράτους δίχως ἀντεγκλίσεις μὲ τὴν ἐκκλησία τῶν νεοημερολογιτῶν[26]. Ὁ Ἅγιος εἶχε τὴν συναίσθηση ὅτι οἱ Γ.Ο.Χ. ἦταν μειοψηφία καὶ ὡς τέτοια δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» στὴν Ἑλλάδα.
Τουλάχιστον, ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἀναγνωρίζει (καὶ μάλιστα τὸ ἐπαναλαμβάνει 15 φορὲς) ὅτι γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» ἀποτελεῖ μόνο ἡ νεοημερολογιτικὴ ἐκκλησία:
«Αφού η αναγνωριζόμενη από το Κράτος ως επικρατούσα Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα, ιδίως η νεοημερολογητική (sic) Εκκλησία της Ελλάδος και το νεοημερολογητικό (sic) Οικουμενικό Πατριαρχείο»[27].
καὶ ἑρμηνεύει τὸν ὅρο «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» ὡς «κρατικὴ θρησκεία»:
«το Κράτος, ... αναγνωρίζει ως «επικρατούσα θρησκεία», δηλαδή ως κρατική Εκκλησία, την καινοτόμο»[28].
Ἀπὸ ποῦ καὶ ὡς ποῦ λοιπόν οἱ Γ.Ο.Χ. πιστεύαμε ὅτι εἴμασταν κρατική Ἐκκλησία;
Ἀλλὰ ὁ στόχος τοῦ κ. Καθηγητοῦ εἶναι νὰ παρουσιάσει ὅτι ὁ Ν.4301 ἀφορᾶ μόνοντοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους καὶ ὄχι τοὺς Γ.Ο.Χ. (διότι κατ’ αὐτὸν οἱ Γ.Ο.Χ. «πάντοτε θεωροῦσαν»[29]ὅτι ἐντάσσονται στὴν ἔννοια τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας, ἡ ὁποία ἐξαιρεῖται ἀπὸ τὴν δυνατότητα χρήσεως τοῦ νόμου αὐτοῦ) ὥστε νὰ παρουσιάσῃ ἐμᾶς, ἐφόσον κάνουμε χρήση τοῦ νόμου αὐτοῦ, ὡς ἀποδεχομένους τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ ἑτεροδόξου. Ἀλλὰ σὲ κάποιο σημεῖο τῆς ὑπὸ κρίσιν γνωμοδοτήσεώς του ἀναφέρει:
«Αποδέχθηκε (σ.σ. ἡ Ἐκκλησία μας) να υπαχθεί στο Νόμο αυτόν που αφορά τους ετεροδόξους και αλλοθρήσκους, δηλαδή όλα τα θρησκεύματα, πλην της νεοημερολογητικής (sic) Εκκλησίας της Ελλάδος, τους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους της Θράκης, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ίδιου Νόμου»[30].
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ κ. Κυριαζόπουλος παραδέχεται ὅτι ὁ Ν.4301 ἀφορᾶ ὅλα τὰ θρησκεύματα πλὴν τῆς νεοημερολογιτικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τοὺς Ἑβραίους καὶ τοὺς Μουσουλμάνους τῆς Θράκης. Ἀπ᾽ ὅτι γνωρίζουμε, οἱ Γ.Ο.Χ. δὲν εἴμαστε οὔτε νεοημερολογῖτες, οὔτε Ἑβραῖοι, οὔτε Μουσουλμάνοι τῆς Θράκης. Συνεπῶς γιατὶ δὲν ἀφορᾶ τοὺς Γ.Ο.Χ.;
Ἀκόμη ὁ κ. Κυριαζόπουλος, διατυπώνοντας εὐθαρσῶς τὴν ὑποκειμενική του ἑρμηνεία τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ Ν.4301, θεωρεῖ ὡς ἑτεροδόξους καὶ ἀλλοθρήσκους ὅλατὰ θρησκεύματα πλὴν τῆς νεοημερολογιτικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τοὺς Ἑβραίους καὶ τοὺς Μουσουλμάνους τῆς Θράκης. Ἄρα κατὰ τὴν δική του γνώμη (διότι ἀπὸ τὸ «δηλαδή» καὶ μετὰ ἐκφράζει τὴν προσωπική του γνώμη καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ νόμος), ὅλατὰ θρησκεύματα πλὴν τῆς νεοημερολογιτικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῶν Ἑβραίων καὶ τῶν Μουσουλμάνων τῆς Θράκης εἶναι ἢ ἑτερόδοξοι, ἢ ἀλλόθρησκοι. Ἐρωτᾶται λοιπὸν ὁ κ. Κυριαζόπουλος, ποῦ κατατάσσει τοὺς Γ.Ο.Χ.; Στοὺς νεοημερολογῖτες; Στοὺς Ἑβραίους; Στοὺς Μουσουλμάνους τῆς Θράκης; Στοὺς ἑτεροδόξους; Ἢ μήπως στοὺς ἀλλοθρήσκους; Διότι δὲν ἄφησε ἄλλα περιθώρια ἡ ἑρμηνεία τοῦ κ. Κυριαζόπουλου. Μήπως λοιπόν ἡ ἑρμηνεία, ποὺ αὐτὸς δίνει, πάσχει; Ναὶ, πάσχει, διότι σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀπομένουν ἐκτὸς ἀπὸ τὶς τρεῖς ἐξαιρέσεις ποὺ ρητῶς ἀναφέρει ὁ Ν.4301, δὲν ἀνήκουν μόνον οι ἑτερόδοξοι καὶ ἑτερόθρησκοι, ἀλλὰ καὶ οἱ Γ.Ο.Χ., οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν μία τρίτη κατηγορία(α. ἐπικρατοῦσα θρησκεία, β. ἑτερόδοξοι - ἑτερόθρησκοι καὶ γ. Γ.Ο.Χ.), κατὰ τὴν ἰσχύουσα τουλάχιστον ἐπίσημη ἀντίληψη τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, Ἐρεύνης καὶ Θρησκευμάτων, ὅπως αὐτὴ ἐκφράσθηκε ἐπισήμως καὶ ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ Προϊσταμένου τῆς Διευθύνσεως Θρησκευτικῆς Διοικήσεως τῆς Γενικῆς Γραμματείας Θρησκευμάτων στὴν Ἐκκλησία μας[31].
Συνεπῶς εἶναι ἀπολύτως ἀνακριβής ὁ ἀκόλουθος ἰσχυρισμὸς τοῦ κ. Κυριαζόπουλου γιὰ ἐμᾶς:
Ενόψει του γεγονότος ότι οι θρησκευτικοί λειτουργοί τους έχουν την ίδια εμφάνιση με τους λειτουργούς της εκκλησίας της Ελλάδας, δηλώνουν ορθόδοξοι κληρικοί και διατηρούν διοικητική περιφέρεια στον ελλαδικό χώρο ανάλογη με τις περιφέρειες της εκκλησίας της Ελλάδας, δημιουργείται σύγχυση που επιτείνεταιαπό την άρνησή τους να δηλώσουν ότι η θρησκευτική κίνησή τους είναι διαφορετική από την επικρατούσα θρησκεία[32].
Ἂς μᾶς παρουσιάσει πότε ἀρνηθήκαμεὅτι «ἡ θρησκευτική μας κίνηση», ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ, εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν «ἐπικρατοῦσα θρησκεία». Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἰσχύει, ὅπως ἀποδεικνύεται στὴν ἑπόμενη ἑνότητα: ἡ νεοημερολογιτικὴ ἐκκλησία (δηλ. ἡ «ἐπικρατοῦσα θρησκεία») ἤθελε νὰ μᾶς παρουσιάζει ὡς ἐξακολουθοῦντας νὰ ἀνήκουμε σὲ αὐτὴν καὶ ὡς «ἀπείθαρχα τέκνα» της νὰ ὑποκείμεθα στὰ ἐπιτίμια καὶ τὶς διώξεις ποὺ αὐτὴ μᾶς ἐπέβαλλε.
3. Τὸ «Τμῆμα ἑτεροδόξων» καὶ ἡ ἀπόπειρες Συνταγματικῆς κατοχυρώσεως τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ..
Ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἐπαναλαμβάνει τὸ μύθευμα κάποιων φαντασιόπληκτων ἀνθρώπων ὅτι οἱ Ἱερὲς Μητροπόλεις, οἱ ὁποῖες ἵδρυσαν Θρησκευτικὰ Νομικὰ Πρόσωπα κατὰ τὶς παλαιότερες ὑποδείξεις του ἰδίου[33], «ὑπάγονται» πλέον στὸ Τμῆμα Ἑτεροδόξων καὶ Ἑτεροθρήσκων τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας Ἔρευνας καὶ Θρησκευμάτων. Συμφωνῶντας λοιπὸν μὲ τὴν νεοφανῆ αἵρεση τοῦ ἑτεροπροσδιορισμοῦ ὡς πρὸς τὸν χαρακτηρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ὄχι βάσει τῆς Ὁμολογίας καὶ αὐτοσυνειδησίας Αὐτῆς, ἀλλ΄ ὑπὸ τοῦ Κράτους, θεωρεῖ ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπηρεάζεται ἡ καθαρότης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς ὁποιουσδήποτε χαρακτηρισμοὺς τῶν ἐκτὸς Αὐτῆς· ἀλλὰ τοῦτο ἀποτελεῖ βλασφημία. Αὐτὸ δὲν τὸ δέχθηκε ποτὲ ἡ Ἐκκλησία.
Τὸ ἂν τὸ (ὁποιοδήποτε) Κράτος ἀποκαλεῖ τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία ὀρθόδοξη ἢ κακόδοξη, ὁμόδοξη ἢ ἑτερόδοξη ἢ ὅπως ἀλλιῶς θέλει, αὐτὸ εἶναι καὶ πρέπει νὰ εἶναι ἀδιάφορο γιὰ Αὐτήν[34]. Καὶ δὲν χρειάζεται νὰ πᾶμε πολὺ παλαιά, στὴν περίοδο τῶν ρωμαϊκῶν διωμῶν, ἢ τῆς εἰκονομαχίας ἢ τῆς Τουρκρατίας,[35]ἀλλὰ στὴν πρόσφατη Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, μετὰ τὸ ἑορτολογικὸ σχῖσμα τοῦ 1924.
3.1 Μέχρι τὰ πρῶτα μεταπολεμικὰ χρόνια
Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος πρ. Φλωρίνης ἀναφέρει στὸ ἔργο του «Σύντομος καὶ περιληπτικὴ περιγραφὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος»[36], ὅτι οἱ Γ.Ο.Χ. κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη μετὰ τὸ σχῖσμα τοῦ 1924 (ἄγνωστο γιὰ πόσο χρονικὸ διάστημα ἀλλὰ πάντως μέχρι τουλάχιστον καὶ τὸ 1935) περιλαμβάνονταν στὸΤμῆμα ἑτεροδόξωντοῦ Ὑπουργείου Θρησκευμάτων, διότι εἶχαν θεωρηθεῖ σχισματικοί. Ὁ Ἅγιος δὲν φαίνεται νὰ φρικιᾶ, ὅπως οἱ σημερινοὶ ἑτεροπροσδιοριστές. Γνωρίζει ἄλλωστε ὅτι τὸ πῶς χαρακτηρίζουν τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας παράγοντες (ὅπως εἶναι οἱ ἑκάστοτε Κυβερνήσεις) δὲν ἀπασχολεῖ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἐπιπλέον χρησιμοποιεῖ ἀκριβῶς αὐτὴν τὴν ὑπαγωγή γιὰ νὰ ἀποδείξῃ, ὅτι ἡ κρατοῦσα Έκκλησία καμμία δικαιοδοσία καὶ δοσιδικία δεν μπορεῖ νὰ ἀσκήσῃ ἐπὶ τῶν Γ.Ο.Χ.:
Προφανῶς ἀργότερα ἡ νεοημερολογιτικὴ ἐκκλησία ἀντιληφθεῖσα ἀκριβῶς αὐτὴν τὴν λεπτομέρεια, προτίμησε νὰ υἱοθετήσῃ τὴν τακτική νὰ μὴ θεωρῇ τὴν Ἐκκλησία μας οὔτε σχισματικὴ, οὔτε αἱρετική, ὄχι ἀπὸ ὑπερβάλλουσα ...ἀγάπη πρὸς ἐμᾶς, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς χαρακτηρίζει «ἀπείθαρχα τέκνα της» καὶ συνεπῶς νὰ διεκδικῇ «δικαιοδοσία καὶ δοσιδικία» ἐπάνω μας. Αὐτὸ τὸ ἀποκαλύπτει κυνικῶς καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς καινοτόμου ἐκκλησίας Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης στὴν διδακτορική του διατριβή, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ κάτω.
3.2 Ἀπὸ τὰ πρῶτα μεταπολεμικὰ χρόνια μέχρι τὴν μεταπολίτευση
Τώρα, ἀναφερόμενοι στὰ ἱστορικὰ γεγονότα, διαπιστώνουμε ὅτι ἡ ἀλλαγὴ τῆς θεωρήσεως τῶν ΓΟΧ ὄχι πλέον ὡς σχισματικῶν, ἀλλὰ ὡς «ἀτάκτων τέκνων τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας» (ὁπότε λογικὰ πρέπει νὰ τοποθετηθῇ καὶ ἡ μετάθεσις τῆς ἐποπτείας αὐτῶν ἀπὸ τὸ τμῆμα ἑτεροδόξων σὲ αὐτὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως) τοποθετεῖται μετὰ τὴν λήξη τοῦ Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Αὐτὸ ἔγινε ὄχι ἐπειδὴ ἡ κρατοῦσα Ἐκκλησία ἢ τὸ ἑλληνικὸ Κράτος ξαφνικὰ ἀποφάσισαν νὰ κολακεύσουν τοὺς ΓΟΧ ἀναγνωρίζοντας τὴν Ὀρθοδοξία τους, ἀλλὰ γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ διωγμοὶ ποὺ ξεκίνησαν τὸ 1951.
Κατὰ τὸ Α´ Πανελλήνιο Συνέδριο τῶν ΓΟΧ (1947) παρέστησαν καὶ ἀρκετοὶ Βουλευτές, ἐκλεγόμενοι σὲ περιφέρειες ὅπου οἱ ΓΟΧ εἶχαν ἰσχυρὴ παρουσία, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Ἀντιπρόεδρος τῆς Βουλῆς Κλεάνθης Θεοφανόπουλος[37]. Ὅταν κατὰ τὸ ἑπόμενο ἔτος ἄρχισε νὰ συζητεῖται στὴν Βουλὴ ἡ ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, ὁ Βουλευτὴς Ν. Μπακόπουλος κατέθεσε πρόταση γιὰ τὴν προσθήκη μιᾶς ἑρμηνευτικῆς διατάξεως στὸ τέλος τοῦ 2ουἄρθρου τοῦ τότε Συντάγματος περὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, μὲ τὴν ὁποίαν δηλωνόταν ὅτι στὸν ὅρο «θρησκευτικὴ συνείδησις» καὶ στὴ συνακόλουθη ἐλεύθερή της ἔκφραση συμπεριλαμβανόταν «καὶ τὸ θρησκεύεσθαι κατὰ τὸ παλαιὸν ἑορτολόγιον». Ἡ πρόταση ὑποστηρίχθηκε καὶ ἀπὸ ἄλλους βουλευτές, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ Ἀντιπροέδρου τῆς Βουλῆς Θεοφανόπουλου[38]. Τὸ ζήτημα μεταξὺ τῶν νομικῶν κύλων τῆς ἐποχῆς ἦταν ἄν ἡ κίνηση τῶν παλαιοημερολογιτῶν εἶναι κάτι τὸ διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη ἐκκλησία. Ἂν, δηλαδή ὑπῆρχε σχίσμα μεταξὺ τῶν νεοημερολογιτῶν καὶ παλαιοημερολογιτῶν. Ἡ θέση ἡμῶν τῶν ΓΟΧ ἦταν ὅτι ὄντως εἶχε δημηργηθεῖ σχίσμα (ἀπὸ τοὺς νεοημερολογῖτες). Ἡ θέση τῶν νεοημερολογιτῶν μέχρι τότε ἦταν ὅτι ἐπίσης ὑπῆρχε σχίσμα, ἀλλὰ αὐτοὶ θεωροῦσαν ἐμᾶς ὡς σχισματικούς, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Ὑπουργεῖο Θρησκευμάτων ἀσκοῦσε ἐποπτεία ἐπὶ τῶν ΓΟΧ μέσῳ τοῦ τμήματος ἑτεροδόξων, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος πρ. Φλωρίνης.
Ὅπως ἀναφέρει σὲ σχετικὴ του πραγματεία ὁ Καθηγητής κ. Δημήτριος Μαλέσης:
Το θέμα, αν οι παλαιοημερολογίτες είναι σχισματικοί ή όχι, απασχόλησε εκείνη τήν περίοδο νομικούς και θεολόγους και είχε σημασία, διότι, αν εθεωρούντο σχισματικοί, θα έπρεπε να προβλεφθεί συνταγματική κατοχύρωση,αν οχι, όφειλε το κράτος να λάβει εναντίον τους κατασταλτικά μέσα, όπως ζητούσε η επίσημη Εκκλησία. Από τις σχετικές γνωματεύσεις ξεχωρίζουν εκείνες τών Χ. Ανδρούτσου, Λ. Γιδόπουλου και Α. Βαμβέτσου, που τάσσονταν υπέρ της συνταγματικής προστασίας των Γ.Ο.Χ., γνωμάτευση πού υιοθέτησαν μέσω τών εντύπων τους οι παλαιοημερολογίτες και η αντίθετη, των Γ. Ράμμου, Χ. Σγουρίτσα και Κ. Τσάτσου, την οποία ενστερνίσθηκε η Εκκλησία[39], και θεωρούσε οτι «αι θρησκευτικαί ενώσεις τών παλαιοημερολογιτών είναι παράνομοι»[40]
Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος πρ. Φλωρίνης στὸ ἔργο του «Κρίσεις ἐπὶ τῆς γνώμης τῆς ἐπὶ τοῦ Συντάγματος Ἀναθεωρητικῆς Ἐπιτροπῆς περὶ τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος»[41]περιγράφει τὴν διάσταση τῶν νομικῶν ἀπόψεων τῶν Βουλευτῶν μελῶν τῆς Ἐπιτροπῆς ὡς ἑξῆς:
Ἐντεῦθεν προῆλθον κατὰ τὴν συζήτησιν αἱ διχογνωμίαι καὶ διαφωνίαι μεταξὺ τῶν Μελῶν τῆς Ἐπιτροπῆς, τῶν μὲν θεωρησάντων τὸ ζήτημα τοῦ ἡμερολογίου, ὡς ζήτημα Διοικητικὸν καὶ πειθαρχικόν, τῶν δὲ ὡς ζήτημα θρησκευτικῆς συνειδήσεως ἔστω καὶ πεπλανημένης.
Τοῦτου ἕνεκα οἱ μὲν πρῶτοι, οἵτινες ἐξέλαβον τὸ ζήτημα τοῦτο ὡς ζήτημα τάξεως καὶ πειθαρχίας, ἐχαρακτήρισαν τοὺς παλαιοημερολογίτας ὡς ταραξίας καὶ ἐπαναστάτας κατὰ τῆς Κρατούσης Ἐκκλησίας καὶ ὡς τοιούτους ἔκριναν ἀναξίους νὰ προστατευθῶσιν ὑπὸ τοῦ Συντάγματος, οἱ δὲ δεύτεροι διϊσχυρισθέντες ὅτι τὰ ἐλατήρια τῶν παλαιοημερολογιτῶν εἶνε καθαρῶς θρησκευτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικά, ἀπορρέοντα ἐκ τῆς εὐθιξίας τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως αὐτῶν, ἔκριναν τούτους ὡς ὑπεράγαν θρήσκους καὶ συνεπῶς ἀξίους νὰ τύχωσιν ὑπὸ τοῦ Συντάγματος πλήρους ἐλευθερίας καὶ προστασίας εἰς τὴν ἄσκησιν τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων ἐν τοῖς ἰδίοις αὐτῶν ναοῖς καὶ δι᾽ ἰδίων λειτουργῶν, δικαιώματος οὕτινος ἀπολαύουσιν ἅπασαι αἱ θρησκευτικαὶ δοξασίαι καὶ λατρεῖαι ἐν τῷ Κράτει τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως οὔσης ἀπαραβιάστου[42].
Ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας μας Χρυσόστομος ἀγωνίσθηκε πολὺ γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς ἀναξάρτητης ἀπὸ τὴν σχισματικὴ νεοημερολογιτικὴ καὶ τὴν συνταγματική της προστασία. Μπορεῖ κανεὶς νὰ μελετήσῃ τὰ ἐκτενῆ ὑπομνήματα, ἐπιστολὲς καὶ ἀρθρογραφήματά του ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ὅπως:
«Ὑπόμνημα πρὸς τὴν Δ΄ Ἀναθεωρητικὴ βουλὴν τῶν Ἑλλήνων, περὶς τῆς σημασίας τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου ἀπὸ Ἐθνικῆς ἀπόψεως»[43].
«Ὑπόμνημα τῆς Ἱεραχίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρὸς τὴν Α. Ἐξοχότητα τὸν Ὑπουργὸν τῶν Θρησκευμάτων καὶ τῆς Ἐθνικῆς Παιδείας»[44].
«Κρίσεις ἐπὶ τῶν τροπολογιῶν ἐπὶ τοῦ ἄρθρου 1 καὶ 2 τοῦ Σχεδίου Συντάγματος τῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος τοῦ κ. Τσάτσου Βουλευτοῦ Ἀθηνῶν»[45].
«ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ εἰς τὴν διατριβὴν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης κ.κ. Δωροθέου Κοτταρᾶ περὶ τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ κινήματος»[46].
Ἐμεῖς θὰ ἀρκεσθοῦμε σὲ ἕνα μικρὸ μόνον ἀπόσπασμα τῆς ἀπαντήσεως τοῦ Ἁγίου πρὸς τὸν πολέμιο τῆς Ἐκκλησίας μας Κωνσταντῖνον Τσάτσον:
Ὡς ἐπισφράγισμα τῶν λεγομένων μου θέτω εἰς τὸν σοβαρὸν ἐπιτιμητὴν ἡμῶν τὸ ἑξῆς ἐρώτημα.
Ἂν παραδεχθῶμεν ὅτι, κατὰ τὴν κρίσιν αὐτοῦ ὁ παλαιοημερολογιτισμὸς δὲν ἀποτελεῖ θρησκείαν ἀνεξάρτητον τῆς κρατούσης Ὀρθοδόξου θρησκείας, ἀλλὰ μίαν παραφυάδαν ταύτης πεπλανημένην, ἐρωτῶμεν αὐτὸν ποίαν θέσιν ἔχει ἡ θρησκευτικὴ αὐτὴ παραφυὰς ἀπέναντι τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τοῦ Συντάγματος; Καὶ ἀφοῦ ἡ Διοικ. Ἱεραρχία δὲβ ἠδυνήθη νὰ πείςῃ αὐτὴν διὰ λόγου καὶ διαφωτιστικῆς διδασκαλίας περὶ τῆς πλάνης αὐτῆς, ὅταν Αὕτη καὶ ἡ Πολιτεία ἐπιχειρησῃ καὶ πάλιν διὰ τῆς βίας καὶ τῶν βαναύσων τυραννικῶν μέτρων νὰ στραγγαλίσῃ τὴν θρησκευτικὴν συνείδησιν τῶν παλαιοημερολογιτῶν , ὡς ἔπραξαν καὶ εἰς τὸ παρελθόν, ποία θὰ εἶναι ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις θὰ ὑπενθυμίζῃ τοὺς ἀπαισίους χρόνους τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως καὶ τῆς Πολιτείας, ἥτις θὰ μᾶς ἐπαναφέρῃ εἰς τοὺς χρόνους τοῦ Νέρωνος καὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ ἀπέναντι τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος[47].
Ὁ ἀγῶνας ἦταν ἄνισος. Ἂν καὶ ἀρχικῶς εἶχαν ὑπερισχύσει τὰ μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς ὑπὲρ τῆς τροποποιήσεως καὶ ἄρα ὑπὲρ τῆς προστασίας τῶν ΓΟΧ ἀπὸ τὸ Σύνταγμα καὶ εἶχε ἐγκριθεῖ ἡ ἔνταξη τῆς τροποποιήσεως στὸ σχέδιο τοῦ Συντάγματος, τελικῶς δὲν πέρασε στὴν τελικὴ μορφὴ τοῦ συντάγματος ποὺ ἐγκρίθηκε τὸ 1952, διότι ἐντωμεταξὺ κινητοποιήθηκε ὅλος ὁ μηχανισμὸς τῆς «ἐπικρατούσης θρησκείας».
Ἀμέσως ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος τῆς νεοημερολογιτικῆς ἐκκλησίας Δαμασκηνὸς συνεκάλεσε ἐκτάκτως σύνοδο Ἱεραρχίας γιὰ τὴν ἀντιμετώπηση τοῦ μεγάλου ...κινδύνου. Ἀξίζει κανεὶς νὰ διαβάσει τὴν περιγραφὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῶν νεοημερολογιτῶν Χριστοδούλου (ὁ ὁποῖος μόνο γιὰ μεροληψία ὑπὲρ τῶν παλαιοημερολογιτῶν δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ) γιὰ τὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς. Ἐκεῖ περιγράφεται ἡ ἐπείγουσα σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας τῆς «Ἐπικρατούσας Θρησκείας» γιὰ νὰ ματαιώσει τὴν συνταγματικὴ κατοχύρωση τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι:
«ο παλαιοημερολογιτισμός δεν είναι ούτε αίρεσις, ούτε σχίσμα,και οι ακολουθούντες δεν είναι ούτε αιρετικοί, ως διαφωνούντες προς το δόγμα, ούτε σχισματικοί ως διαφωνούντες εις την διοίκησιν ούτε εκηρύχθησαν τοιούτοι ούτε και επισήμως απεσχίσθησαν από της εις ην εξακολουθούσιν ανήκοντες Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά την άποψιν ταύτην οι παλαιοημερολογίται διαφωνούσιν εις το ζήτημα του εορτολογίου, όπερ εισήχθη δι' αποφάσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, κανονικώς ληφθείσης. Συνεπώς παλαιοημερολογιτισμός σημαίνει επανάστασιν εντός των κόλπων της Εκκλησίας ταύτης, διότι οι ακολουθούντες το παλαιόν εορτολόγιον δεν πειθαρχούσι προς την τοιαύτην κανονικήν απόφασιν της Εκκλησίας αυτών[48]».(βλ. κείμ. Δ´ Παραρτήματος).
Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν λοιπόν νὰ μὴν ἀναγνωρισθῇ ἡ Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. καὶ νὰ μὴν ἐπιτραπῇ ἡ νόμιμή της ὕπαρξη. Ἀπεναντίας, θεωρήθηκε ὡς ἀνταρσία κατὰ τῆς ἐπίσημης ἐκκλησίας καὶ δώθηκε τὸ ἔναυσμα γιὰ τὸν μεγάλο διωγμὸ ποὺ ἄρχισε μὲ τὴν Πράξη τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου ὑπ᾽ ἀριθμ. 45/3-1-1951. Οι διωγμοὶ ἀτόνισαν κατὰ τὰ ἑπόμενα χρόνια καὶ μάλιστα μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ νεοημερολογίτου Ἀρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος Βλάχου, ἀλλὰ δὲν ἐξαλείφθηκαν ἐντελῶς.
Ἀργότερα σὲ Ὑπόμνημα τοῦ Δ.Σ. τῆς Π.Θ.Ε.Ο.Κ. πρὸς τὴν Κυβέρνηση (καὶ μάλιστα τοῦ Γεωργίου Παπαδοπούλου), ὅταν ἐπεχείρησε ἡ νεοημερολογητικὴ ἐκκλησία νὰ διαλύσῃ τὰ Μοναστήρια μας καὶ νὰ τὰ οἰκειοποιηθῇ, ἀναφέρονται μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς:
«Τρέφομεν τὴν ἀκράδαντον πεποίθησιν, ὅτι θὰ ἀπαγορεύσῃ εἰς τὴν ἐκδηλωθεῖσαν διὰ τοῦ νέου νομοσχεδίου δίωξιν καὶ θὰ διατάξῃ τὴν διαγραφὴν τῶν ἀντισυνταγματικῶν καὶ ἀντικανονικῶν ὡς ἀνωτέρῳ διατάξεων. Ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν παρακαλεῖ τὴν Ἐθνικὴν Κυβέρνησιν, ὅπως συμφώνως πρὸς τὴν παρ. 3 τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ νέου Συντάγματος, ὑποβάλῃ τοὺς λειτουργοὺς ἡμῶν ὡς καὶ ὁλόκληρον τὴν Ἐκκλησίαν μας εἰς Κρατικὴν ἐπιτήρησιν, ὁρίζουσα τὰ Κρατικὰ ὄργανα τοῦ ἐλέγχου καὶ τῆς ἐπιτηρήσεως. Οἴκοθεν νοεῖται, ὅτι δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸν νὰ ὑποβληθῇ ἡ Ἐκκλησία μας εἰς τὴν ἐπιτήρησιν τῆς κρατούσης Ἐκκλησίας, ῥητῶς ἀπαγορευομένου τούτου, διότι τὸ Σύνταγμα ἀπαιτεῖ «Κρατικὴν Ἐπιτήρησιν» οἵαν εἰς τοὺς «λειτουργοὺς τῆς κρατούσης» καὶ οὐχὶ ἄλλου τινὸς ὀργάνου»[49].
Στὸ ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ τὸ ἀντίστοιχο Ὑπόμνημα τῆς Ἐκκλησίας μας πρὸς τὴν ἴδια Κυβέρνηση, τὸ ὁποῖο ὑπογράφει ὁ Μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Αὐξέντιος καὶ τὸ ὁποῖο καταλήγει (οἱ ἐμφάσεις μὲ κεφαλαῖα ὑπάρχουν στὸ πρωτότυπο):
«(...)ΑΙΤΟΥΜΕΘΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΝ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
Πρὸς ἀποφυγὴν ἀδικίας καὶ τὴν νομικὴ κατοχύρωσιν τῶν ἀναφαιρέτων δικαιωμάτων ἡμῶν ὡς Ἑλλήνων πολιτῶν.
Εἶναι ἀνεπίτρεπτος ἡ ὑποβολὴ τὴς Ἐκκλησίας, τῶν Ἱερῶν Μονῶν καὶ τῶν Ἡσυχαστηρίων ἡμῶν εἰς τὴν ἐπιτήρησιν τῆς Κρατούσης Έκκλησίας, διότι τὸ Σύνταγμα ἀπαιτεῖ «Κρατικὴν ἐπιτήρησιν», οἵαν τῶν κρατικῶν λειτουργῶν ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΚΡΑΤΙΚΗΝ.
Μετ᾽ εὐχῶν καὶ εὐλογιῶν
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος
ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ»[50].
Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπὸν ποτὲ δὲν εἶχε πρόβλημα μὲ τὴν νόμιμη ἐπιτήρηση ἐκ μέρους τοῦ Κράτους, ἀλλὰ ἀσφαλῶς ποτὲ δὲν ἤθελε ἡ έπιτήρηση αὐτὴ νὰ γινόταν ἀπὸ τὰ ὄργανα τῆς Κρατικῆς Ἐκκλησίας.
3.3 Ἀπὸ τὴν μεταπολίτευση καὶ ἔπειτα
Κατὰ τὴν μεταπολίτευση καὶ τὴν συζήτηση γιὰ τὸ νέο Σύνταγμα τὸ ἔτος 1975, ἔγινε πάλι προσπάθεια συνταγματικῆς κατωχυρώσεως τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. μέσῳ τῆς συμπληρώσεως τοῦ ἄρθρου περὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ὅπως καὶ τὸ ἔτος 1948, ἡ ὁποία ὅμως καὶ πάλι ἀπέτυχε, ἀλλὰ τουλάχιστον ἀπέδωσε ὡς καρπὸ νὰ συμπεριληφθεῖ στὰ πρακτικὰ ἡ γνωστὴ πλέον δήλωση τοῦ Ὑφυπουργοῦ Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων Καραπιπέρη: «οἱ οὕτως αὐτοαποκαλούμενοι Γνήσιοι Ὀρθοδοξοι Χριστιανοί Παλαιοημερολογῖται δύνανται νά τελοῦν ἀκωλύτως τά λατρευτικά των καθήκοντα»[51].
Αὐτὸ τὸ γεγονὸς δημιούργησε τὸ ἑξῆς ἰδιόμορφο νομικὸ καθεστὼς γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας: ἔκτοτε γίνεται μὲν παραδεκτὸ ἀπὸ τὸν νομικὸ κόσμο τῆς χώρας μας, ὅτι οἱ ΓΟΧ δὲν εἶναι οὔτε ἑτερόδοξοι οὔτε ἑτερόθρησκοι, ἀλλὰ ταυτοχρόνως ἀναγνωρίζεται καὶ ὡς ἰδιαίτερη θρησκευτικὴ κοινότητα ποὺ ἐκφεύγει ἀπὸ τὴν δικαιοδοσία τῆς νεοημερολογιτικῆς ἐκκλησίας. Τὰ δικαστήρια ἐκδίδουν συχνότερα εὐνοϊκὲς ἀποφάσεις γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας καὶ τὰ ὑπουργεῖα ἐκδίδουν κάποιες εὐνοϊκὲς ἐγκυκλίους γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας.
Στὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων τὴν κρατικὴ ἐποπτεία ἐπὶ τῶν ΓΟΧ ἀσκοῦσε ὰπὸ τὰ μεταπολεμικὰ χρόνια μέχρι πρὸ ὀλίγων ἐτῶν, ἡ Διεύθυνση (ἢ τμῆμα, ἀνάλογα μὲ τὸ ἑκάστοτε ὀργανόγραμμα τοῦ Ὑπουργείου) Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως, δίχως ὅμως νὰ θεωροῦνται οἱ ΓΟΧ ὡς ὑπαγόμενοι στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς κρατούσης ἐκκλησίας.
Σήμερα, ἔπειτα ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἀνακατάξεις στὶς ὑπηρεσίες τῶν Ὑπουργείων, στὴν Γενικὴ Γραμματεία Θρησκευμάτων τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, Ἐρεύνης καὶ Θρησκευμάτων (ΥΠΕΘ), ὑπάγονται δύο διευθύνσεις: ἡ τῆς Θρησκευτικῆς Διοικήσεως καὶ ἡ τῆς Θρησκευτικῆς Ἐκπαιδεύσεως καὶ Διαθρησκευτικῶν Σχέσεων. Στὴν Διεύθυνση Θρησκευτικῆς Διοικήσεως ὑπάγονται τρία τμήματα: α. Ἐκκλ. Διοικήσεως, β. Ἑτεροδόξων - ἑτεροθρήσκων καὶ γ. Μουσουλμανικῶν ὑποθέσεων. Ὁ κ. Κυριαζόπουλος διαμαρτύρεται διότι «τὸ Ὑπουργείο Παιδείας δὲν ἔχει ἱδρύσει, στὴ Διεύθυνση Θρησκευτικῆς Διοίκησης, ἕνα τρίτο τμῆμα γιὰ τὴν ἐνιστάμενη ἢ διϊστάμενη Ἐκκλησία ΓΟΧ»[52].
Καὶ ἐμεῖς ἐρωτοῦμε, γιατὶ θὰ ἔπρεπε;
Κατ’ ἀρχὴν δὲν μᾶς ἀφορᾶ ἐμᾶς τὸ πῶς θὰ ὀργανώσῃ τὶς ὑπηρεσίες του τὸ κάθε Ὑπουργεῖο. Θεωρητικῶς ἀκολουθεῖ τὶς γενικὲς ἀρχὲς διοικήσεως, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στὸν τρόπο τμηματοποιήσεως καὶ ἐκχωρήσεως ἁρμοδιοτήτων κάθε ὀργανισμοῦ καὶ συνήθως ἡ δημιουργία, κατάργηση ἢ συγχώνευση τμημάτων, σχετίζεται κυρίως μὲ τὸν φόρτο ἐργασίας τοῦ ἀπασχολουμένου προσωπικοῦ. Ἡ κρατοῦσα Ἐκκλησία, ἀπασχολοῦσε πάντοτε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὶς ὑπηρεσίες τοῦ ΥΠΕΘ καθὼς πρέπει νὰ προετοιμάζει συνεχῶς Προεδρικὰ Διατάγματα γιὰ νὰ καλύπτονται οἱ ἀποφάσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργάνων της καὶ πάντοτε εἶχε δικό της τμῆμα καὶ παλαιότερα δική της διεύθυνση (Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως). Ἂν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας, λόγῳ τῆς παρουσίας πολλῶν μωαμεθανῶν λαθρομεταναστῶν στὴν Πατρίδα μας, οἱ «μουσουλμανικὲς» ὑποθέσεις παρέχουν αὐξημένο φόρτο ἐργασίας στὸ Ὑπουργεῖο Θρησκευμάτων, δικαιολογεῖται ἡ σύσταση εἰδικοῦ τμήματος γιὰ τὴν περίπτωσή τους.
Ἐμεῖς δὲν παρέχουμε τόσο φόρτο ἐργασίας στὸ ΥΠΕΘ καὶ οὔτε θέλουμε νὰ παρέχουμε, ὁπότε γιὰ τὴν λίγη ἐργασία ποὺ ἔχει τὸ Ὑπουργεῖο μὲ τοὺς ΓΟΧ ἀπασχολεῖται ἀπ´ ευθείας ἡ Διεύθυνση Θρησκευτικῆς Διοικήσεως καὶ ὄχι κάποιο ἀπὸ τὰ τμήματα.
Γράφει πάλι ὁ κ. Κυριαζόπουλος: «ενώ έχει ιδρύσει το Τμήμα Γ΄ Μουσουλμανικών Υποθέσεων και διατηρεί το Τμήμα Α΄ Εκκλησιαστικής Διοίκησης και το Τμήμα Β΄ Ετεροδόξων και Ετεροθρήσκων. Αφού η αναγνωριζόμενη από το Κράτος ως επικρατούσα Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα, ιδίως η νεοημερολογητική Εκκλησία της Ελλάδος και το νεοημερολογητικό Οικουμενικό Πατριαρχείο, υπάγεται στο Τμήμα Α΄ Εκκλησιαστική Διοίκηση, έπεται εξ αντιδιαστολής ότι η Εκκλησία ΓΟΧ υπάγεται στο Τμήμα Ετεροδόξων και Αλλοθρήσκων» [53].
Ὄχι κ. Κυριαζόπουλε, δὲν ἕπεται ἐξ ἀντιδιαστολῆς αὐτὸ τὸ ὁποῖο λέγετε. Διότι δὲν βάλατε στὸν λογαριασμὸ τὴν ὑπερκείμενη ὑπηρεσία τῶν Τμημάτων, ποὺ εἶναι ἡ Διεύθυνση, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ παρακρατεῖ ὑπέρ ἑαυτῆς κάποιες ἁρμοδιότητες καὶ νὰ διανέμει τὶς ὑπόλοιπες στὰ ὑπ᾽ αὐτὴν Τμήματα.
Ἀλλὰ κ. Κυριαζόπουλε, δὲν μᾶς ἀναφέρετε ποῦ «υπάγονται» «εξ αντιδιαστολής», σύμφωνα μὲ τὴν δική σας λογικὴ, οἱ λοιπὲς Μητροπόλεις ἐκτός τῶν τριῶν, καθὼς καὶ ὅλες οἱ λοιπὲς «Εκκλησίας ΓΟΧ» ποὺ δὲν ἔχουν προσλάβει τὴν μορφὴ τῶν ΘΝΠ.
Γράφει καὶ πάλι ὁ κ. Κυριαζόπουλος: Διότι τα τρία θρησκευτικά νομικά πρόσωπα των αντίστοιχων Μητροπόλεων ΓΟΧ αναγνωρίζονται από το Νόμο 4301/2014 και το άρθρο 58 του Π.Δ. 19/2018 ως ετερόδοξα, με τη νομική έννοια, η οποία, υπό το θεολογικό πρίσμα της αναγνωριζόμενης από το Κράτος ως επικρατούσα θρησκεία νεοημερολογητικής Εκκλησίας της Ελλάδος, ταυτίζεται με την δογματική έννοια της αίρεσης. Το ίδιο θα συμβεί και με την επικείμενη σύσταση του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου της Εκκλησίας ΓΟΧ[54].
Ποιὰ εἶναι ἡ τεκμηρίωση αὐτοῦ τοῦ ἰσχυρισμοῦ; Ποιὰ εἶναι ἡ νομικὴ ἔννοια τοῦ ἑτερόδοξου καὶ πῶς τὴν ταυτίζει ὁ κ. Κυριαζόπουλος μὲ τὴν δογματικὴ ἔννοια τοῦ αἱρετικοῦ; Προκειμένου νὰ παρακολουθήσει κανεὶς τὸν τρόπο σκέψεως τοῦ συντάκτη τῆς γνωμοδοτήσεως ἐξαναγκάζει τὴν διάνοιά του νὰ ἐλίσσεται συνεχῶς καὶ νὰ μεταπηδᾶ ἀπὸ τὸν κλάδο τῆς νομικῆς στὸν κλάδο τῆς θεολογίας καὶ πάλι νὰ ἐπανέρχεται στὴν νομική! Πλὴν ὅμως αὐτὸ δὲν ἀποδεικνύει τοὺς ἰσχυρισμούς του. Καμία ἀπόδειξη δὲν φέρνει, ὁ κ. Καθηγητὴς γι΄ αὐτὰ ποὺ λέγει[55].
Παρακάτω, στὶς σελ 5-6, ὁ κ. Κυριαζόπουλος παραθέτει λόγια τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου πρ. Φλωρίνης καὶ ἀναφέρει Ἱεροὺς Κανόνες γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι ἡ νεοημερολογιτικὴ ἐκκλησία εἶναι σχισματική. Αὐτό ἐμεῖς τὸ γνωρίζουμε καὶ τὸ πιστεύουμε, ἀλλὰ ἀφοῦ τὸ παραδέχεται καὶ ὁ ἴδιος, ὀφείλει νὰ ἐνταχθῇ στὴν κανονικὴ συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ. Πρόκειται γιὰ ἕνα σπάνιο σημεῖο τῆς γνωμοδοτήσεως τὸ ὁποῖο εἶναι τεκμηριωμένο. Πάντως δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ ζητούμενο ἀπὸ τὰ ἐρωτήματα τῆς γνωμοδοτήσεως.
Γράφει στὴ συνέχεια ὁ κ. Κυριαζόπουλος: Αντιθέτως, οι λοιπές Μητροπόλεις ΓΟΧ οι οποίες δεν προώθησαν τη σύστασή τους ως θρησκευτικών νομικών προσώπων, εξακολουθούν να διατηρούν το καθεστώς της «ούτε ετερόδοξης (δηλαδή αιρετικής έναντι της κρατικής νεοημερολογητικής Εκκλησίας, με τον αντίστοιχο θεολογικό όρο) ούτε ετερόθρησκης» της απόφασης 1444/1991 του Συμβουλίου της Επικρατείας[56].
Πολὺ καλὰ λοιπόν! Ποῦ «ὑπάγονται»[57], λοιπὸν, αὐτὲς οἱ Μητροπόλεις; Σὲ ποιὸ τμῆμα; Αὐτὸ δὲν μᾶς τὸ ἀναφέρει ὁ κ. Καθηγητής. Γιατὶ δὲν ρώτησε τὸ Ὑπουργεῖο ποιὸ Τμῆμα ἢ Διεύθυνση τοῦ ΥΠΕΘ ἐποπτεύει τὶς κοινότητες καὶ Μητροπόλεις τῶν ΓΟΧ ποὺ δὲν συνέστησαν Θρησκευτικὰ Νομικὰ Πρόσωπα[58];
Γράφει παρακάτω ὁ κ. Κυριαζόπουλος ὅτι ἐπικοινώνησε καὶ ὁ ἴδιος μὲ τὴν Διεύθυνση Θρησκευτικῆς Διοικήσεως καὶ ἔλαβε τὴν ἀπάντηση, ὅτι κατόπιν προφορικῆς ἐντολῆς τοῦ Γενικοῦ Γραμματέα Θρησκευμάτων ἡ Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ δὲν «ὑπάγεται» σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ τρία Τμήματα, ἀλλὰ ἀπ᾽ εὐθείας στὴν Διεύθυνση Θρησκευτικῆς Διοικήσεως, ἐν τούτοις ὅμως δηλώνει ὅτι αὐτὸ δὲν ἀληθεύει[59]! (βλ. κείμ. Ε´ Παραρτήματος).
Χαιρόμαστε ποὺ παραδέχεται ὁ κ. Κυριαζόπουλος ὅτι ἡ Διεύθυνση Θρησκευτικῆς Διοικήσεως τὸν διαψεύδει. Βέβαια, ἂν ὁ κ. Πιτταδάκης μὲ τὸν ὁποῖο συνομίλησε ὁ κ. Καθηγητής, τοῦ ἔλεγε τὸ ἀντίθετο, θὰ τὸν πίστευε. Τώρα ἐνῷ τοῦ λέγει, ὄχι αὐτὸ ποὺ θέλει ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια, δὲν τὸν πιστεύει!
Γράφει ἐν συνεχείᾳ ὁ κ. Κυριαζόπουλος: Τούτο προκύπτει τόσο από το υπ’ αριθ. πρωτ. 39252/Θ1/8-3-2018 έγγραφο του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Θρησκευτικής Διοίκησης προς τη Σύνοδο ΓΟΧ (στο οποίο έγγραφο πουθενά δεν υποστηρίζεται η απευθείας υπαγωγή των ΓΟΧ στη Διεύθυνση Θρησκευτικής Διοικήσεως του Υπουργείου Παιδείας), όσο και από τις ερωταποκρίσεις της ίδιας Συνόδου ΓΟΧ που αναρτήθηκαν, την παρελθούσα Μεγάλη Εβδομάδα, στον ιστότοπο της Εκκλησίας ΓΟΧ[60].
Καὶ ὅμως ἡ ἀπάντηση στὸ ἀντίστοιχο ἐρώτημα 4 (4. Ποῖον γραφεῖον τοῦ Ὑπουργείου σας ἀσκεῖ τὴν κατὰ τὸν νόμον ἐποπτείαν ἐπὶ τῶν ΓΟΧ; Τὸ Τμῆμα Ἑτεροδόξων - Ἑτεροθρήσκων;) ἀναφέρει τὴν Διεύθυνση Θρησκευτικῆς Διοικήσεως. Ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἁρμόδια γιὰ τὸ σύνολο τῆς θρησκευτικῆς πολιτικῆς τοῦ ΥΠΕΘ, ἂν ἀφαιρέσουμε τὶς ἁρμοδιότητες ποὺ ἔχουν ἐκχωρηθεῖ στὰ τρία τμήματα, τὶ ἀπομένουν; Οἱ ὑποθέσεις τῶν ΓΟΧ. Καὶ μάλιστα ὅλων τῶν ΓΟΧ, καὶ ὄχι μόνον ὅσων ἔχουν συστήσει ΘΝΠ. Εἰδάλλως, ἂς μᾶς πεῖ ὁ κ. Κυριαζόπουλος: οἱ μὴ ἔχοντες ΘΝΠ ΓΟΧ ἀπὸ ποιὸ ἀπὸ τὰ τρία τμήματα θεωρεῖ ὅτι ἐποπτεύονται;
Γράφει πάλι ὁ κ. Κυριαζόπουλος: Συνεπώς, δεν ισχύει ο ισχυρισμός του προϊσταμένου Θρησκευτικής Διοίκησης, καθώς και της Συνόδου ΓΟΧ, ότι η ιδιαίτερη θρησκευτική κοινότητα των ΓΟΧ εξακολουθεί να μην θεωρείται ούτε ετερόδοξη ούτε ετερόθρησκη έναντι της νεοημερολογητικής Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως τους είχε χαρακτηρίσει η απόφαση 1444/1991 του Συμβουλίου της Επικρατείας[61].
Φυσικὰ καὶ ἰσχύει καὶ εἶναι διατυπωμένο ἐπισήμως καὶ ἐγγράφως στὸ ὑπ’ ἀριθ. πρωτ. 39252/Θ1/8-3-2018 ἔγγραφο. Ἐφ᾽ ὅσον ὁ κ. Κυριαζόπουλος δὲν πιστεύει τὴν Διεύθυνση Θρησκευτικῆς Διοικήσεως καὶ θεωρεῖ ὅτι ψεύδεται ἐγγράφως, τότε δὲν ἔχουμε τὶ νὰ ποῦμε. Ἂν τὸ νομίζει σοβαρῶς, ἂς κάνει μήνυση στὸν Προϊστάμενο τῆς Διευθύνσεως Θρησκευτικῆς Διοικήσεως γιὰ ἔκδοση ψευδοῦς πιστοποιητικοῦ. Ἀλλὰ ἂν τὸ κάνει θὰ ὑποστῇ μήνυση γιὰ ψευδῆ καταμήνυση!
Γράφει ὁ κ. Κυριαζόπουλος: Διότι, κατά τον συνδυασμό του Νόμου 4301/2014 με το άρθρο 58 παρ. 4 του Π.Δ. 18/2018, τα τρία θρησκευτικά νομικά πρόσωπα – Μητροπόλεις ΓΟΧ και το υπό σύσταση εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο – Εκκλησία ΓΟΧ θεωρούνται πλέον ετερόδοξα από το Κράτος και, ως εκ τούτου, ως αιρετικά από την αναγνωριζόμενη από το Κράτος ως κρατική ή επικρατούσα θρησκεία νεοημερολογητική Εκκλησία της Ελλάδος.[62]
Καὶ ὅμως κ. Κυριαζόπουλε αὐτὸ δὲν ἰσχύει: οὔτε τὸ Κράτος θεωρεῖ αἱρετικοὺς τοὺς ΓΟΧ, οὔτε ἡ νεοημερολογιτικὴ Ἐκκλησία, γιὰ διαφορετικοὺς λόγους ἡ κάθε πλευρά: γιὰ ἰδιοτελεῖς λόγους ἡ δεύτερη (ὅπως προανεφέρθη), γιὰ νὰ μὴ θεωρηθῇ ὅτι μᾶς προσβάλλει τὸ πρῶτο. Ἐμεῖς ὅμως, ὡς ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀδιαφοροῦμε, εἴτε γιὰ τὴ γνώμη τοῦ Καίσαρα, εἴτε κάθε κακόδοξης ἐκκλησίας γιὰ ἐμᾶς.
Ἀναφέρει ὁ κ. Κυριαζόπουλος ὅτι κατὰ τὴν ἐπικοινωνία του μὲ τὸν Προϊστάμενο τῆς Διευθύνσεως Θρησκευτικῆς Διοικήσεως ἔλαβε τὴν ἀπάντηση, ὅτι τὰ Μητρῶα Θρησκευτικῶν Λειτουργῶν καὶ Θρησκευτικῶν Νομικῶν Προσώπων τὰ χειρίζεται ἡ Διεύθυνση Μηχανογράφησης τοῦ Ὑπουργείου, κατὰ τὸ τεχνικὸ μέρος, καὶ τὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν τοὺς Γ.Ο.Χ. τὰ καταχωρεῖ στὰ Μητρῶα ἡ Διεύθυνση Θρησκευτικῆς Διοικήσεως. Καὶ πάλι ὁ κ. Καθηγητὴς δηλώνει ὅτι δὲν πιστεύει τὸν ἀνώτερο Ὑπάλληλο τοῦ Ὑπουργείου δίχως νὰ παρέχει στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα νὰ τεκμηριώνουν τὴν δυσπιστία του αὐτή. Ἐπιπλέον, κατηγορεῖ τὸν κ. Προϊστάμενο ὅτι «συμπλέει μὲ τὴν θέση τῆς Συνόδου τῶν ΓΟΧ»[63]! (βλ. κείμ. ΣΤ´ Παραρτήματος).
Πολύ ὀρθῶς καὶ ἀληθῶς ἀπήντησε ὁ κ. Προϊστάμενος. Ποιὰ ἀπόδειξη ἔχει ὁ κ. Κυριαζόπουλος ὅτι ὁ κ. Προϊστάμενος δὲν εἶπε τὴν ἀλήθεια; Μήπως ἡ Ἐκκλησία μας ἀπέκτησε ξαφνικὰ τόση δύναμη καὶ ἐπιρροὴ ὥστε νὰ ἐλέγχει καὶ τὸν Κρατικὸ Μηχανισμό; Μᾶς κολακεύετε κ. Κυριαζόπουλε! Ὁ κ. Προϊστάμενος καὶ ἐμεῖς σᾶς λέγουμε τὴν ἀλήθεια. Ἁπλῶς ἐσεῖςδὲν θέλετε νὰ τὴν πιστέψετε. Ἢ ἴσως δὲν θέλετε νὰ ὁμολογήσετε ὅτι τὴν πιστεύετε, διότι τότε ἡ γνωμοδότησή σας δὲν θὰ εὐχαριστοῦσε τοὺς ἐντολεῖς σας. Ἀλλὰ μᾶλλον πρέπει νὰ ἐπικαιροποιήσετε τὶς γνώσεις σας. Διότι ἤδη αὐτὴν τὴν στιγμὴ μὲ τὴν ἰσχὺ τοῦ Νόμου 4559 / 2018 ἔχει γίνει τροποποίηση τοῦ Προεδρικοῦ Διατάγματος 18 / 2018 καὶ διὰ τοῦ ἄρθρου 47 τοῦ νόμου αὐτοῦ:
Στο ηλεκτρονικό μητρώο θρησκευτικών λειτουργών που τηρεί το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων δυνάμει του άρθρου 14 του ν. 4301/2014 (Α΄ 223) καταχωρίζονται υποχρεωτικά όλοι οι θρησκευτικοί λειτουργοί της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης, των Ιερών Μητροπόλεων Δωδεκανήσου, των Μουφτειών της Θράκης και των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων.(βλ. κείμ. Ζ´ Παραρτήματος).
Βλέπετε λοιπὸν ὅτι τὸ Μητρῶο Θρησκευτικῶν Λειτουργῶν δὲν περιλαμβάνει τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τοὺς ἑτεροθρήσκους, ἀλλὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως καὶ τοὺς νεοημερολογῖτες καὶ τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Ἦταν ἀπολύτως λογικὴ καὶ ἀναμενόμενη αὐτὴ ἡ ἐξέλιξη, διότι τὰ Ληξιαρχεῖα θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν μία ἔγκυρη καὶ ἑνιαία πηγὴ πληροφορήσεως (ὅπως καὶ οἱ πολῖτες). Συνεπῶς οὔτε ἡ συμπερίληψη στὸ μητρῶο, οὔτε ὁ τρόπος ἐνημερώσεώς του συνιστοῦν λόγο χαρακτηρισμοῦ κάποιας θρησκευτικῆς κοινότητος ὡς ἑτεροδόξου ἢ ἑτεροθρήσκου, ἀφοῦ ὅλοι οἱ θρησκευτικοὶ λειτουργοὶ Ὀρθόδοξοι καὶ κακόδοξοι, ὁμόδοξοι, ἑτερόδοξοι καὶ ἀλλόδοξοι, ἀποτειχισμένοι καὶ ...ἐντειχισμένοι, ἐφ᾽ ὅσον πληροῦν τὶς προϋποθέσεις τοῦ νόμου, θὰ εἶναι ἐγγεγραμμένοι στὸν κατάλογο αὐτό, προκειμένου νὰ ἀναγνωρίζονται ἀπὸ τὸ Κράτος οἱ θρησκευτικοὶ γάμοι τοὺς ὁποίους θὰ τελοῦν.
(Συνεχίζεται)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Α.
«...Με την υποχρεωτική διακοπή κοινωνίας, οι Ορθόδοξοι πιστοί: α) .... γ) Δεν επιτρέπεται να συστήσουν παράλληλη Σύνοδο ούτε παράλληλες Μητροπόλεις, όπως εκκλησιολογικώς εσφαλμένα έπραξαν οι Παλαιοημερολογίτες.Διότι η Εκκλησία είναι Μία και γι’ αυτό η Σύνοδος σε κάθε Αυτοκέφαλη είναι Μία και οι Μητροπόλεις μία σε κάθε τόπο. Όμως, τόσο η Σύνοδος όσο και οι Μητροπόλεις των δέκα (10) Αυτοκέφαλων που συμμετείχαν στο Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων, ελέγχονται από επισκόπους οι οποίοι δεν αποκηρύσσουν, ως Παναιρετικό, το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων, δηλ. ακολουθούν την εν λόγω Παναίρεση είτε ως προς το φρόνημα είτε ως προς τον συμβιβασμό με αυτήν. δ) Επιτρέπεται να συστήσουν συνάξεις καταρτισμένων πνευματικά κληρικών, μοναχών και λαϊκών για την επίλυση των τρεχόντων πνευματικών προβλημάτων των Ομολογητών πιστών. ε) Δεν επιτρέπεται να αποκτούν επισκόπους για τη διαποίμανσή τους, όπως συμβαίνει με τους Παλαιοημερολογίτες. Διότι η εκλογή επισκόπων αποτελεί αρμοδιότητα της Συνόδου της Αυτοκέφαλης, η οποία όμως ελέγχεται από εκείνους τους επισκόπους που δεν αποκηρύσσουν, ως Παναιρετικό, το Συνέδριο της Αποστασίας της Κρήτης, δηλ. ακολουθούν την εν λόγω Παναίρεση είτε ως προς το φρόνημα είτε ως προς τον συμβιβασμό με αυτήν. στ) Επιτρέπεται να αποκτούν ιερείς και διακόνους για την πνευματική τους διακονία, οι οποίοι θα χειροτονούνται, έστω και υπερορίως, από Ομολογητές Επισκόπους με αποστολική διαδοχή, όταν υπάρξουν....»[64].
Β.
«Η Παναίρεση αυτή δεν είναι προϊόν της εποχής μας, αφού έχει ήδη καταδικαστεί:
α) από την Αγία Γραφή, και συγκεκριμένα από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη και από τον Απόστολο των Εθνών Παύλο,
β) από τους Μετα-αποστολικούς Πατέρες, και μάλιστα από τον Άγιο Ειρηναίο Λουγδούνου (σημερινής Λυών – Γαλλίας) στο έργο «Έλεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως», και από τους λοιπούς Αγίους Πατέρες, επί παραδείγματι από τον Μέγα Φώτιο, στους λόγους του «περί της των Μανιχαίων Αναβλαστήσεως (Λόγοι Α΄ - Δ΄).
Επομένως, ο Θρησκευτικός Συγκρητισμός συνιστά αίρεση κατεγνωσμένη από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας»[65].
Γ.
«• Διαφωνώ με αυτή την άποψη διότι αν δεν αποκτήσει νομική προσωπικότητα δηλαδή σωματείου για παράδειγμα μια κοινότητα των Γ.Ο.Χ. τότε δεν έχει αυτοδικαίως νομική προσωπικότητα: το α. 13 δεν εξασφαλίζει νομική προσωπικότητα στις κοινότητες των Γ.Ο.Χ. ούτε σε καμία άλλη θρησκευτική κοινότητα.
• Άλλη είναι η περίπτωση της καθολικής εκκλησίας Χανίων διότι αυτή είχε ιδρυθεί ήδη από τον 16ο αιώνα και έκτοτε είχε νομική προσωπικότητα μέχρι που αμφισβητήθηκε πρόσφατα από τον Άρειο Πάγο, γι' αυτό και το ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην υπόθεσή της έκρινε ότι ουδέποτε έπαψε να έχει νομική προσωπικότητα αφού την είχε από τον 16ο αιώνα.
• άλλη η περίπτωση των Γ.Ο.Χ. διότι σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να αποκτήσει νομική προσωπικότητα με τον αστικό κώδικα ή τώρα πια που υπάρχει ο νέος νομός για τις θρησκευτικές νομικές προσωπικότητες οπότε μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτό το νόμο.»[66].
Δ.
«Η εν έτει 1948 επί Αρχιεπ/που Δαμασκηνού συνελθούσα «προς εξέτασιν ζωτικών ζητημάτων αφορώντων την Εκκλησίαν»(495) ΙΣΙ, σημειοί την αφετηρίαν νέας τινος φάσεως εν τη ιστορία του ελληνικού παλαιοημερολογιτικού ζητήματος. Και τούτο διότι οι παλαιοημερολογίται, αναθαρρήσαντες εκ των προς αυτούς επιδαψιλευθεισών εκδουλεύσεων εκ μέρους πολιτικών και πολιτευομένων τινών, επεδίωξαν την κατοχύρωσιν της θρησκευτικής αυτών ελευθερίας διά της προσθήκης σχετικής ερμηνευτικής δηλώσεως εν τέλει του 2ου άρθρου του υπό αναθεώρησιν Συντάγματος. Διά της εν λόγω εν σχεδίω δηλώσεως εγίνετο δεκτόν ότι «εις την έννοιαν του όρου «θρησκευτικής συνειδήσεως» περιελαμβάνετο και το θρησκεύεσθαι κατά το παλαιόν εορτολόγιον». Ως είναι ευνόητον η διάταξις αύτη, εν συνδυασμώ προς τας περί θρησκείας εν γένει και απαλλοτριώσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 143 του νέου υπό Αναθεώρησιν Συντάγματος, απετέλεσε σοβαρόν λόγον εκτάκτου συγκλήσεως της ΙΣΙ, εν τη α' συνεδρία της οποίας (5-7-1948) ο Αρχιεπ/πος Δαμασκηνός εισηγήθη εκτενώς επί των «λόγων επειγούσης ανάγκης» οίτινες ωδήγησαν εις την σύγκλησιν ταύτης.
Τεχνολογών εκτενώς την εις τους παλαιοημερολογίτας αφορώσαν ερμηνευτικήν δήλωσιν ο Αρχιεπ/πος Δαμασκηνός, παρετήρησεν ότι: αύτη δεν υπηγορεύθη εκ λόγων ανάγκης και προς ρύθμισιν σοβούντος εκκλησιαστικού ζητήματος, και οτι δι' αυτής δημιουργείται εκ του μη όντος διαίρεσις εις τας τάξεις της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας, εφ' όσον η παρεχομένη εις τους παλαιοημερολογίτας προστασία δεν αποτελεί άλλο τι ει μη προστασίαν παρεχομένην εις απειθαρχούντας κληρικούς τινας και λαϊκούς στρεφομένους κατά της διοικήσεως της Εκκλησίας και επιδιώκοντας δι' άλλους λόγους να επιβάλωσι τας αντιλήψεις αυτών. Εν συμπεράσματι παρετήρησεν ότι το ζήτημα του εορτολογίου ανάγεται εις την εσωτερικήν διοίκησιν της Εκκλησίας, ότι οι εις το παλαιόν εορτολόγιον πιστεύοντες δεν ανήκουσιν εις θρησκείαν τινα, διάφορον της Ελληνικής Ορθοδόξου ώστε να δύναται να τύχωσι της εκ του Συντάγματος προστασίας, αλλ' ανήκουσιν ειςομάδα, τείνουσαν εις την διασάλευσιν της εσωτερικής τάξεως και της ενότητος της επισήμου Εκκλησίας της Ελλάδος, και ότι η αναγνώρισις των παλαιοημερολογιτών εις ιδίαν Κοινότητα, με ιδίαν διοίκησιν, ναούς και θρησκευτικήν δράσιν, θα απετέλει πράξιν αντεθνικήν, αυτόχρημα εγκληματικήν, της οποίας τα αποτελέσματα ουδείς δύναται να προΐδη.
Το όλον θέμα προύβαλε, κατά ταύτα, από τε τυπικής-νομικής και ουσιαστικής-εκκλησιολογικής πλευράς και καθ' όλην την έκτασιν και τας προεκτάσεις αυτού, ετίθετο δε το πρώτον νυν ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας. Την σχετικήν Έκθεσιν, περιέχουσαν τας απόψεις της Εκκλησίας, συνέταξε τότε ο Μητροπολίτης Λαρίσης και είτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δωρόθεος. Αύτη δε υπεβλήθη προς την Δ' Αναθεωρητικήν Βουλήν ως Υπόμνημα διαφωτιστικόν προς αποσόβησιν της συνταγματικής αναγνωρίσεως των παλαιοημερολογιτών, του εισηγητού επιμείναντος ότι «ο παλαιοημερολογιτισμός δεν είναι ούτε αίρεσις, ούτε σχίσμα,και οι ακολουθούντες δεν είναι ούτε αιρετικοί, ως διαφωνούντες προς το δόγμα, ούτε σχισματικοί ως διαφωνούντες εις την διοίκησιν ούτε εκηρύχθησαν τοιούτοι ούτε και επισήμως απεσχίσθησαν από της εις ην εξακολουθούσιν ανήκοντες Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά την άποψιν ταύτην οι παλαιοημερολογίται διαφωνούσιν εις το ζήτημα του εορτολογίου, όπερ εισήχθη δι' αποφάσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, κανονικώς ληφθείσης. Συνεπώς παλαιοημερολογιτισμός σημαίνει επανάστασιν εντός των κόλπων της Εκκλησίας ταύτης, διότι οι ακολουθούντες το παλαιόν εορτολόγιον δεν πειθαρχούσι προς την τοιαύτην κανονικήν απόφασιν της Εκκλησίας αυτών. Μετά την παράθεσιν και ετέρων συμπληρωματικών απόψεων ο εισηγητής επεσήμανε και άλλην όψιν του ζητήματος, την εις την εκκλησ. πειθαρχίαν και τάξιν αφορώσαν, εφ' όσον πάσα ανταρσία κατά της Εκκλησίας θα ενεθαρρύνετο, πας δε δυσαρεστούμενος εκ της αντιθέτου εκβάσεως υποθέσεως αυτού ή μη επιτυγχάνων ζητουμένην υπέρ αυτού παρανομίαν θα έχη το δικαίωμα, χορηγούμενον πλέον εις αυτόν αφειδώς υπό της Πολιτείας, να εγείρη πόλεμον και να βάλλη κατά της Εκκλησίας, ως οι παλ/ται.
Αι απόψεις αύται, αίτινες σήμερον αποτελούσι την κρατούσαν παρ' ημίν γνώμην, εγένοντο δεκταί υπό συμπάσης της Ιεραρχίας και υπεβλήθησαν, ως ελέχθη, εν Υπομνήματι προς την Βουλήν παρ' ης και έτυχον υποστηρίξεως, διαγραφείσης τελικώςεκ του κειμένου της επιμάχου ερμηνευτικής δηλώσεως εν άρθρω 2 του υπό αναθεώρησιν Συντάγματος. Ούτω παρήλθε και ο κίνδυνοςεπισήμου, και δη και συνταγματικής, αναγνωρίσεως του παλαιοημερολογιτικού κινήματος, γεγονός όπερ θα ηδύνατο να έχη δυσμενείς συνεπείας διά την εξέλιξιν του όλου ζητήματος, εφ' όσον θα παρείχε τοις παλαιοημερολογίταις την δυνατότητα νομίμου υπάρξεως, παραλλήλως προς την επίσημον Εκκλησίαν, και δη και εν τω αυτώ Κράτει. Μία τοιαύτη λύσις θα απεμάκρυνεν οριστικώς πάσαν σκέψιν περί ενότητος εν τω σώματι της Εκκλησίας της Ελλάδος, και θα διαιώνιζε την διάστασιν»[67].
Ε.
Βέβαια η Διεύθυνση Θρησκευτικής Διοίκησης, όταν ερωτάται, και, όπως εύλογα συνάγεται, προς κατευνασμό των σχετικών συνειδησιακών προβληματισμών των πιστών ΓΟΧ, απαντά – κατά πληροφορίες, αλλά και κατόπιν δικής μου επικοινωνίας - ότι, κατόπιν προφορικής εντολής του Γενικού Γραμματέα Θρησκευμάτων, η Εκκλησία ΓΟΧ δεν υπάγεται σε κανένα τμήμα της Διεύθυνσης Θρησκευτικής Διοίκησης, αλλά απευθείας στον Διευθυντή αυτής. Τούτο βεβαίως δεν αληθεύει, ούτε με βάση το Νόμο 4301/2014 ούτε με βάση το άρθρο 58 παρ. 4 του Π.Δ. 18/2018.
Τόσο η Διεύθυνση Θρησκευτικής Διοίκησης του Υπουργείου Παιδείας, όσο και η Σύνοδος ΓΟΧ, συμπλέουν στο να υποστηρίζουν εσφαλμένα ότι η Εκκλησία ΓΟΧ δήθεν υπάγεται στην εποπτεία της Διεύθυνσης Θρησκευτικής Διοίκησης και όχι ειδικότερα στο Τμήμα Ετεροδόξων και Ετεροθρήσκων, το οποίο αποτελεί Τμήμα της Διεύθυνσης Θρησκευτικής Διοίκησης, προφανώς προς κατασίγαση των συνειδήσεων των πιστών ΓΟΧ, οι οποίοι ευλόγως προβληματίζονται - σε σχέση με την υπαγωγή στο Νόμο 4301/2014 των τριών θρησκευτικών νομικών προσώπων – Μητροπόλεων ΓΟΧ και του υπό σύσταση[68].
ΣΤ.
Όταν, σε πρόσφατη τηλεφωνική μου επικοινωνία, ρώτησα τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Θρησκευτικής Διοίκησης ποιά υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας διαχειρίζεται το Μητρώο αυτό, εκείνος μου απάντησε ανακριβώς ότι το χειρίζεται δήθεν η Διεύθυνση Μηχανογράφησης του Υπουργείου. Όταν, στη συνέχεια, του παρατήρησα ότι η ερώτησή μου δεν αφορά το τεχνικό μέρος της διαχείρισης του Μητρώου αλλά το ουσιαστικό μέρος της εισαγωγής των δεδομένων στο Μητρώο και ότι πληροφορήθηκα προηγουμένως από υπάλληλο του Τμήματος Ετεροδόξων και Ετεροθρήσκων ότι το Μητρώο το διαχειρίζεται από ουσιαστικής πλευράς το εν λόγω Τμήμα ως προς όλα τα θρησκεύματα, περιλαμβανομένων των ΓΟΧ, πλην εκείνων που εξαιρούνται από την εφαρμογή του Νόμου 4301/2014, κατά το άρθρο 16 αυτού, ο ίδιος προϊστάμενος μου απάντησε επίσης ανακριβώς ότι τα δεδομένα που αφορούν την Εκκλησία ΓΟΧ, δήθεν τα καταχωρεί στο εν λόγω Μητρώο η Διεύθυνση Θρησκευτικής Διοίκησης. Αυτή η ανακριβής δήλωση του συγκεκριμένου προϊσταμένου συμπλέει με την θέση της Συνόδου ΓΟΧ, τη διατυπωμένη στις ερωταποκρίσεις της που αναρτήθηκαν, όπως προαναφέρθηκε, στον ιστότοπο της Εκκλησίας ΓΟΧ, κατά την οποία δήθεν η Διεύθυνση Θρησκευτικής Διοίκησης καταχωρεί τα δεδομένα της Εκκλησίας ΓΟΧ στο υπόψη Μητρώο και όχι ειδικότερα το Τμήμα Ετεροδόξων και Ετεροθρήσκων που υπάγεται σε αυτήν τη διεύθυνση[69].
Ζ.
Νόμος 4559 / 2018 (τροποποίηση τοῦ Προεδρ. Διατάγματος 18 / 2018 κ.λπ.)
Ἄρθρ. 47:
Στο ηλεκτρονικό μητρώο θρησκευτικών λειτουργών που τηρεί το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων δυνάμει του άρθρου 14 του ν. 4301/2014 (Α΄ 223) καταχωρίζονται υποχρεωτικά όλοι οι θρησκευτικοί λειτουργοί της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης, των Ιερών Μητροπόλεων Δωδεκανήσου, των Μουφτειών της Θράκης και των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων. Εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι ανωτέρω φορείς υποχρεούνται να ενημερώσουν το μητρώο με το σύνολο των υπηρετούντων θρησκευτικών λειτουργών.
Ἄρθρ. 50:
1. Στο άρθρο 38 του ν. 590/1977 (Α΄ 146) προστίθεται παράγραφος 3, η οποία έχει ως εξής :
«3. Η Ιερά Σύνοδος προβαίνει σε κατάρτιση διαρκούς μητρώου των εν ενεργεία εφημερίων, διακόνων και ιεροκηρύκων των Ιερών Μητροπόλεων, το οποίο επικαιροποιείται από τις Ιερές Μητροπόλεις με τις αποχωρήσεις ή χειροτονίες κληρικών και τις μεταβολές στην προσωπική τους κατάσταση. Κανονισμός, που εγκρίνεται από την Ι.Σ.Ι. κατόπιν εισηγήσεως της Δ.Ι.Σ. και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζει τα καταχωριζόμενα στοιχεία και δεδομένα του μητρώου, καθώς και τις αρμοδιότητες, τις προϋποθέσεις και τον τρόπο τήρησης, διάρθρωσης, λειτουργίας, ενημέρωσης, διασύνδεσής του με άλλα αρχεία και της δημοσίευσης στοιχείων του. Οι Ιερές Μητροπόλεις υποχρεούνται να ενημερώνουν σχετικά με τους θρησκευτικούς λειτουργούς τους το μητρώο θρησκευτικών λειτουργών του άρθρου 14 του ν. 4301/2014(Α΄ 223), ανεξάρτητα από τη λειτουργία του Μητρώου της Ιεράς Συνόδου.».
[1]«Θρησκευτικὴ καὶ Ἐθνικὴ Ὀρθόδοξος Κοινωνία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τοῦ Νομοῦ Μαγνησίας».
[2]Εἶχαν «ἀποτειχιστεῖ» τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2016 ἀπὸ τὸν γράφοντα ἐπικαλούμενοι λόγους δικαιοσύνης, ἀλλὰ ὄχι λόγους πίστεως. Αὐτοὺς τοὺς πρόσθεσαν μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου πρ. Θεσσαλονίκης καὶ Δημητριάδος κυροῦ Μαξίμου, προκειμένου νὰ «ἀποτειχιστοῦν» ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ Ἐκκλησία μας μέχρι τώρα μακροθυμοῦσε μὲ τοὺς ἐν λόγῳ ἰδιορρύθμους ἀποστάτες.
[3]Τὰ παραθέματα ἔχουν μεταφερθεῖ ὅπως εἶναι γραμμένα στὶς πηγὲς μὲ διατήρηση τοῦ γλωσσικοῦ τους τύπου καὶ τῶν κανόνων τονισμοῦ. Οἱ ὑπογραμμίσεις μὲ ἔντονα στοιχεῖα ἔγιναν ἀπὸ τὸν γράφοντα. Τὰ ἐκτενέστερα παραθέματα μεταφέρθηκαν στὸ τέλος σὲ παράρτημα.
[4]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση περὶ τοῦ Νόμου 4301(06-10-2018) διαθέσιμο στὸ https://inkthvolou.gr/en4p_gnono4301_1.html(ἡμ/νία τελ. προσβάσεως 05-12-2018), σελ. 1.
[5]Αὐτόθι, σελ. 3.
[6]Αὐτόθι, σελ. 3, 30.
[7]Αὐτόθι, σελ. 27-28.
[8]Ἐπιπλέον ὁ Ἱστότοπος “Θεογνωσία”, ὁ ὁποῖος φιλοξενεῖ ὅλο τὸ ἔργο τοῦ κ. Κυριαζόπουλου (βίντεο, γνωμοδοτήσεις, συνεντεύξεις κ.λπ.) καὶ φαίνεται ὅτι τὸν ἐκφράζει, ἔχει μεταξὺ τῶν ἄλλων ἕνα βίντεο μὲ τίτλο “Ὁ π. Ἐπιφάνιος ἀποστομώνει τὸν Θεοδώρητο Μαῦρο (“ΓΟΧ”)”: http://www.theognosia.gr/el/. Ἀξιοσημείωτη παρατήρηση εἶναι ὅτι ὁ νεοημερολογίτης κληρικὸς ἀποκαλεῖται π.Ἐπιφάνιος, ἐνῷ ὁ Γνήσιος Ὀρθόδοξος ἁπλῶς Θεοδώρητος Μαῦρος («ΓΟΧ»), ὡσὰν λαϊκός! Στὸν ἴδιο ἱστότοπο φιλοξενοῦνται ἐπίσης οἱ ἀποτειχίσεις τῶν μελῶν τοῦ Δ.Σ. τοῦ σωματείου ΘΕΟΚΓΟΧΝΜ!
[9]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Η διακοπή μνημοσύνου στοιχειοθετεί το εκκλησιαστικό ποινικό αδίκημα του σχίσματος; (13 Οκτ 2016) διαθέσιμο στὸ http://aktines.blogspot.com/2016/10/blog-post_902.html(ἡμ/νία τελ. προσβάσεως 05-12-2018).
[10]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση περὶ τοῦ Νόμου 4301...ἔνθ. ἀν., σελ. 1.
[11]Προφανῶς «...δοκεῖ γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτοῦ εἰσακουσθήσεται»! (πρβλ. Ματθ. ς´, 7) .
[12]Ἔπειτα ἀπὸ μεγάλη προσπάθεια, λαχανιασμένος.
[13]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Η διακοπή μνημοσύνου..., ἔνθ. ἀνωτ.
[14]Κυριάκος Κυριαζόπουλος, «Ἡ ἀκίνητη περιουσία τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἢ Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν», βιντεοσκοπημένο ἀνοικτὸ μάθημα ΑΠΘ τῆς 15-09-2015, ἀπὸ τὸ 18ολεπτὸ καὶ μετά: http://delos.it.auth.gr/opendelos/player?rid=c4bb7aca
[15]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση περὶ τοῦ Νόμου 4301...ἔνθ. ἀν., σελ. 2.
[16]Αὐτόθι, σελ. 4.
[17]Ἀπάντησις τῆς Γενικῆς Γραμματείας Θρησκευμάτων εἰς ἐρωτήματα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου περὶ τοῦ Ν 4301/2014, (04 Ἀπρ. 2018) διαθέσιμο στὸ
https://ecclesiagoc.gr/index.php/ενημερωση/ἀνακοινώσεις/302-apantisis-ggth(ἡμ/νία τελ. προσβάσεως 08-12-2018).
[18]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, «Ἡ ἀκίνητη..., ἔνθ. ἀνωτ.
[19]Μεταπηδῶντας ἀπὸ τὴν ἐξειδικευμένη ἔννοια τοῦ ὅρου «κανονικὸς» στὴν κοινὴ γιὰ τὴν ἀπόδειξη ὅτι ὁ νομοθέτης θεωρεῖ κανονικὲς κάποιες Ἐκκλησίες καὶ ἀντικανονικὲς τὶς ἄλλες, ὁ συντάκτης τῆς γνωμοδοτήσεως μετέρχεται τὴν ἀποδεικτικὴ μέθοδο τῆς ...λογικῆς ἀκροβασίας!
[20]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση περὶ τοῦ Νόμου 4301...ἔνθ. ἀν., σελ. 3, 3, 8, 10 καὶ 17.
[21]Αὐτόθι, σελ. 71, 73.
[22]Ἀποτελοῦσε μᾶλλον τὴν προσφιλῆ τακτικὴ τοῦ Ὑπουργοῦ Προπαγάνδας τοῦ Ἀδόλφου Χίτλερ, τοῦ Γκαῖμπελς καὶ δὲν θεωρεῖται ἀξιομίμητη.
[23]Αὐτόθι, σελ. 3.
[24]Διότι πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν ἐμεῖς, μία πολλάκις διωχθεῖσα μειονότητα στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, νὰ διανοηθοῦμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι εἴμαστε ἡ ...ἐπικρατοῦσα θρησκεία;
[25]Ἁγ. Χρυσοστόμου πρ. Φλωρίνης, «Οἱ κίνδυνοι τῆς τροποποιήσεως τῶν ἄρθρων τοῦ Συντάγματος διὰ τὴν θρησκείαν», στὸ Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, τ.1, 22 Ἰουνίου 1936, σελ. 4.
[26]Ἁγ. Χρυσοστόμου Καβουρίδου, πρ. Φλωρίνης, Ἅπαντα, τ. Β´, ἔκδ. Ἱ.Μ. Ἁγ. Νικοδήμου, Ἑλληνικοῦ Γορτυνίας, 1997, σελ. 496.
[27] Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση περὶ τοῦ Νόμου 4301...ἔνθ. ἀν., σελ. 5, 5, 7, 9, 12, 12, 17, 20, 21, 24, 33, 44, 48, 66, 71.
[28]Αὐτόθι, σελ. 17.
[29]«Πάντοτε θεωροῦσαν» κατὰ τὴν δική του φανταστικὴ ἀντίληψη, διότι οὐδέποτεοἱ Γ.Ο.Χ. διετύπωσαν ἕναν τέτοιο ἀνόητο ἰσχυρισμό.
[30]Αὐτόθι, σελ. 4.
[31]Ἀπάντησις τῆς Γενικῆς Γραμματείας Θρησκευμάτων... ἔνθ. ἀνωτ.
[32]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, «Ἡ ἀκίνητη..., ἔνθ. ἀνωτ.
[33]Αὐτόθι.
[34]Γιὰ παράδειγμα, οἱ Μονοφυσῖτες αὐτο-ἀποκαλοῦνται Ὀρθόδοξοι, ἐνῷ ἐμᾶς μᾶς θεωροῦν διφυσῖτες καὶ εἴμαστε γιὰ αὐτούς ἑτερόδοξοι, ὅπως εἶναι καὶ αὐτοί γιὰ ἐμᾶς.
[35]Κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ρωμαϊκῶν διωγμῶν ὁ Χριστιανισμὸς εἶχε χαρακτηρισθεῖ παράνομη θρησκεία (religio illicita), ἐπὶ Εἰκονομαχίας οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ χαρακτηρίζονταν ἀπὸ τὴν τότε «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» καὶ τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία ὡς «σανιδόπιστοι». Ἐπὶ Τουρκοκρατίας οἱ Χριστιανοὶ Ρωμιοὶ χαρακτηρίζοντας ἄπιστοι «γκιαούρηδες» ἀπὸ τὴν τότε «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» καὶ κοσμικὴ ἐξουσία.
[36]Ἁγ. Χρυσοστόμου Καβουρίδου, πρ. Φλωρίνης, Ἅπαντα, τ. Β´..., ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 453.
[37]Δημητρίου Μαλέση, «τὸ παλαιημερολογιτικὸ (1924-1952): Ὄψεις τῆς πολιτικῆς καὶ πολιτισμικῆς σύγκρουσης στὸ Μεσοπόλεμο καὶ στὴ Μεταπολεμικὴ περίοδο», στὸ Μνήμων, τ.22, ἔκδ. Ἑταιρείας Μελέτης τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, Ἀθήνα 2000, σελ. 147.
[38]Αὐτόθι, σελ. 148.
[39]Ὁ κ. Καθηγητὴς δὲν ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ καὶ ὀνομάζει «Ἐκκλησία» τὴν νεοημερολογιτική.
[40]Αὐτόθι.
[41]Ἁγ. Χρυσοστόμου Καβουρίδου, πρ. Φλωρίνης, Ἅπαντα, τ. Β´..., ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 103-111.
[42]Αὐτόθι, σσ. 103-104.
[43]Αὐτόθι, σσ. 114-122.
[44]Αὐτόθι, σσ. 139-152.
[45]Αὐτόθι, σσ. 169-182.
[46]Αὐτόθι, σσ. 363-376.
[47]Αὐτόθι, σ. 180.
[48]Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, «Προβολὴ ἀξιώσεως τῶν παλαιοημερολογιτῶν πρὸς συνταγματικὴν κατοχύρωσιν τῆς ἐλευθερίας τῆς λατρείας ἐν τῷ Κράτει. Τὸ πρόβλημα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας», στὸ Ἱστορικὴ καὶ κανονικὴ Θεώρησις τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος κατά τε τὴν γένεσιν καὶ τὴν ἐξέλειξιν αὐτοῦ ἐν Ἑλλάδι, ἐκδ. Χρυσοπηγή, Αθήναι, 1982, διαθέσιμο καὶ στὸ http://www.myriobiblos.gr/books/book1/kef5_per3_fas1_meros1.htm#498_top(ἡμ/νία τελ. προσβάσεως 08-12-2018).
[49]Π.Θ.Ε.Ο.Κ., Ὑπόμνημα πρὸς τὴν Α. Ἐ. Koν Πρόεδρον τῆς ἐπαναστατικῆς Ἐθνικῆς Κυβερνήσεως κ. Γεώργιον Παπαδόπουλον, ἄ.χ., φ. 4 σ. 2 διαθέσιμο στὸ https://ecclesiagoc.gr/images/stories/pdfs/YpomnPtheok.pdf(ἡμ/νία τελ. προσβάσεως 12-12-2018).
[50]“Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας”, ἀρ. τεύχους 652-653, τῆς 15-8-1972, σ. 5.
[51]“Ἡ ἀπόπειρα Συνταγματικῆς κατοχυρώσεως τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. τὸ ἔτος 1975”, διαθέσιμο στο https://ecclesiagoc.gr/index.php/ενημερωση/ἄρθρα/ἱστορικά/1318-ἡ-ἀπόπειρα-συνταγματικῆς-κατοχυρώσεως-τῆς-ἐκκλησίας-τῶν-γ-ο-χ-τὸ-ἔτος-1975 (ἡμ/νία τελ. προσβάσεως 12-12-2018).
[52]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση περὶ τοῦ Νόμου 4301...ἔνθ. ἀν., σελ. 5.
[53]Αὐτόθι.
[54]Αὐτόθι, σελ. 5.
[55]Καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο διαπιστώνεται ἡ χρήση τῆς ἀποδεικτικῆς μεθόδου τῆς ...λογικῆς ἀκροβασίας!
[56]Αὐτόθι, σελ. 7.
[57]Κακῶς χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «ὑπάγονται» ὁ κ. Καθηγητής. Οἱ Μητροπόλεις και οἱ θρησκευτικὲς κονότητες ἐν γένει ΔΕΝ ὑπάγονται στὰ τμήματα καὶ τὶς Διευθύνσεις τοῦ ΥΠΕΘ. Δὲν εἶναι κρατικὲς ὑπηρεσίες. Ἁπλῶς ἐποπτεύονται κατὰ τὸν νόμο.
[58]Διότι ἐμεῖς γνωρίζουμε καλῶς ὅτι καὶ αὐτὲςἐποπτεύονται ἀπὸ τὴν ἴδια ὑπηρεσία, δηλαδὴ τὴν Διεύθυνση Θρησκευτικῆς Διοικήσεως.
[59]Αὐτόθι, σελ. 8.
[60]Αὐτόθι.
[61]Αὐτόθι, σελ. 8 - 9.
[62]Αὐτόθι, σελ. 9.
[63]Αὐτόθι.
[64]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Η διακοπή μνημοσύνου..., ἔνθ. ἀνωτ.
[65]Αὐτόθι.
[66]Κυριάκος Κυριαζόπουλος, «Ἡ ἀκίνητη περιουσία τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἢ Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν», βιντεοσκοπημένο ἀνοικτὸ μάθημα ΑΠΘ τῆς 15-09-2015, ἀπὸ τὸ 18ολεπτὸ καὶ μετά: http://delos.it.auth.gr/opendelos/player?rid=c4bb7aca
[67]Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, «Προβολὴ ἀξιώσεως τῶν παλαιοημερολογιτῶν πρὸς συνταγματικὴν κατοχύρωσιν τῆς ἐλευθερίας τῆς λατρείας ἐν τῷ Κράτει. Τὸ πρόβλημα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας», στὸ Ἱστορικὴ καὶ κανονικὴ Θεώρησις τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος κατά τε τὴν γένεσιν καὶ τὴν ἐξέλειξιν αὐτοῦ ἐν Ἑλλάδι, ἐκδ. Χρυσοπηγή, Αθήναι, 1982, διαθέσιμο καὶ στὸ http://www.myriobiblos.gr/books/book1/kef5_per3_fas1_meros1.htm#498_top(ἡμ/νία τελ. προσβάσεως 08-12-2018).
[68]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση περὶ τοῦ Νόμου 4301...ἔνθ. ἀν., σελ. 8.
[69]Αὐτόθι.