Διαπιστώσαμε τὶς
τελευταῖες μέρες μετὰ τὰ ἔκτροπα τοῦ Πατριάρχη εἰς τὸ Φανάρι, μερικοὺς
φιλοοικουμενιστὲς νὰ ἀναπαράγουν ἄρθρα περὶ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Ἔτσι
προσπαθοῦν νὰ δικαιολογήσουν τὶς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχη λέγοντας ὅτι καὶ ὁ ἅγιος
ἔπραξε τὸ ἴδιο εἰς τὴν Φερράρα - Φλωρεντία (δηλ. διακηρύξεις, συμπροσευχές
κ.λπ.).
Παρατηροῦμε λοιπὸν μιὰ
ΜΟΝΟΜΕΡΗ χρησιμοποίηση τοῦ ἁγίου!
Τί δὲν παρουσιάζουν;
Ὁ ἅγιος Μάρκος πῆγε
στὴν σύνοδον μὲ τὰς καλυτέρας προθέσεις καὶ ἔδειξε τὴν διαλλακτικότητά του μὲ τὸν
λόγο ποὺ συνέθεσε διὰ τὸν πάπαν, προτοῦ ἀκόμη ἀρχίσουν αἳ ἐργασίαι τῆς συνόδου
εἰς τὴν Φερράραν. Μερικοὶ μάλιστα Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι παρεξήγησαν τὸν Μάρκον
διὰ τὴν διαλλακτικότητα τοῦ ὕφους τοῦ εἰς τὸν διάλογο μὲ τὸν καρδινάλιο
Κεσσαρίνι, καὶ ἀπήτησαν ὅπως εἰς τὸ ἑξῆς ὁμιλεῖ ὁ Βησσαρίων, Μητροπολίτης
Νικαίας.
Τὸ πρῶτο θέμα τῶν συζητήσεων ἦτο τὸ καθαρτήριο πῦρ. Τοῦ Βησσαρίωνος
ἀδυνατοῦντος - λόγω ἀνεπαρκοῦς θεολογικῆς καταρτίσεως - νὰ ὁμιλήσει, ὁμίλησε
διὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ὁ ἅγιος Μάρκος, ἐκφωνήσας ἐπὶ τοῦ θέματος τέσσαρες
ἀντιρρητικοὺς λόγους.
Οἱ λατίνοι ἄρχισαν νὰ ἐφαρμόζουν τὴν γνωστὴ τακτική των ψιθύρων, ψευδῶν καὶ
ἐκβιασμῶν, καὶ οὕτω κὰτ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ διένειμαν εἰς τὴν Φερράραν ἑκατοντάδας
φυλλαδίων, τὰ ὁποῖα περιεῖχαν 54 αἱρετικὲς δοξασίας τῶν Ὀρθοδόξων!!! Βλέποντας
τὴν κατάσταση νὰ χειροτερεύει εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων, δύο ἐκ τῶν ἐγκρίτων
μελῶν τῆς Βυζαντινῆς ἀντιπροσωπείας, ὁ Μητροπολίτης Ἡρακλείας Ἀντώνιος, πρῶτος
τὴ τάξει Μητροπολίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου καὶ ὁ ἀδελφός του Μάρκου Ἰωάννης,
προσπάθησαν νὰ ἀποδράσουν ἀπὸ τὴν Φερράραν, ἀλλὰ ἠμποδίσθησαν ἀπὸ τὸν
αὐτοκράτορα. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἰωάννης συνοδευόταν μέχρι τὸν λιμένα ἀπὸ τὸν ἀδελφό
του, ὁ αὐτοκράτωρ καὶ ὁ Πατριάρχης φοβούμενοι τυχὸν ἄλλας ἀπόπειρας ἀποδράσεως
- ἐν συνεννοήσει μετὰ τῶν παπικῶν - μετακίνησαν τὶς ἐργασίες τῆς συνόδου ἀπὸ
τὴν Φερράραν, ποὺ ἦτο πλησίον της θαλάσσης, εἰς τὴν Φλωρεντία.
Ὅταν δὲ ἐπανήρχισαν αἳ ἐργασίαι τῆς συνόδου ὁ Ἐφέσου ἦτο ὁ κύριος ὁμιλητῆς
των Ὀρθοδόξων. Αἳ σαφεῖς ὅμως ἀπαντήσεις του καὶ αἳ ἀνατροπαὶ τῶν λατινικῶν
κακοδοξιῶν προκάλεσαν τὸ μένος τῶν λατινοφρόνων Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν
σιωπηρὰ συγκατάθεση καὶ ἀνοχὴ τοῦ αὐτοκράτορος προσπάθησαν νὰ διαβάλουν τὸν
ἅγιο Μάρκο, κυκλοφοροῦντες μάλιστα καὶ τὴν εἴδηση ὅτι ὁ Ἐφέσου εἶχε τρελαθεῖ.
Εἰς μίαν δὲ συνεδρίαση τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας, ὅταν ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου
ἀπεκάλεσε τοὺς παπικοὺς «αἱρετικοὺς» οἱ Μητροπολίτες Λακεδαίμονος καὶ Μυτιλήνης
ὕβρισαν τὸν ἅγιο καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν κτυπήσουν.
Διαπιστώνων ὁ ἅγιος ὅτι
ὅλες οἱ προσπάθειές του νὰ πείσει τοὺς Ὀρθόδοξους νὰ μὴν προχωρήσουν εἰς τὴν ἕνωση
- γενόμενοι θύματα τῶν παπικῶν - ἤσαν μάταιοι, ἀπεσύρθη ἀπὸ τοῦ νὰ συμμετέχει ἐνεργῶς
εἰς τὰς ἐργασίας τῆς συνόδου.
Τελικῶς τὴν 5 Ἰουλίου
1439 ὑπεγράφη ἡ ἕνωση καὶ ὡς ἀναφέρει ὁ Συρόπουλος οἱ περισσότεροι Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι
ὑπέγραψαν χωρὶς τὴν θέλησή των καὶ φοβούμενοι τὸν αὐτοκράτορα. Ὅταν δὲ ὁ πάπας ἠρώτησεν
ἐὰν ὑπέγραψε ὁ Μάρκος καὶ ἔλαβε ἀπάντηση ἀρνητικὴ εἶπε προφορικῶς «λοιπόν, ἐποιήσαμεν οὐδέν». Ὁ ὑπερόπτης
καὶ δεσποτικὸς πάπας ζήτησε ἀνερυθριάστως ἀπὸ τὸν ἄβουλο βυζαντινὸ αὐτοκράτορα,
ὅπως στείλει τὸν Μάρκον εἰς αὐτὸν διὰ νὰ τὸν δικάσει ἐνώπιον συνοδικοῦ
δικαστηρίου, ἀλλ' εὐτυχῶς ὁ αὐτοκράτωρ ἠρνήθη.
Ἀργότερα ὅμως
παρεκάλεσε τὸν Μάρκον, ἀφοῦ εἶχε πάρει προφορικὲς διαβεβαιώσεις διὰ τὴν ἀσφάλειάν
του ἀπὸ τὸν πάπα, νὰ ἐμφανισθεῖ ἐνώπιόν του ποντίφικα καὶ νὰ ἐξηγήσει τὴν στάση
του. Ὁ Μάρκος ὑπακούοντας εἰς τὸ αὐτοκρατορικὸ πρόσταγμα ἐπῆγε εἰς τὸν πάπαν.
Μάταια ὅμως προσπάθησε ὁ ἀρχιαιρεσιάρχης τῆς δύσεως νὰ τὸν πείσει νὰ δεχθεῖ τὴν
ἐκτρωματικὴ ἕνωση. Ὅταν δὲ εἶδε ὅτι ὁ Μάρκος ἔμεινε ἀμετακίνητος εἰς τὰς ἀπόψεις
του, κατέφυγε εἰς ἐκβιασμοὺς καὶ ἀπείλησε ὅτι θὰ καταδίκαζε τὸν ἅγιό μας ὡς αἱρετικό.
Ἂλλ΄ ὁ ἅγιος Μάρκος μὴ πτοηθεῖς ἀπήντησε μετὰ παρρησίας λέγων:
«Αἳ σύνοδοι κατεδίκαζόν τους μὴ πειθωμένους τὴ Ἐκκλησία, ἀλλ' εἰς δόξαν τινὰ ἐναντίον αὐτῆς ἐνισταμένους καὶ ταύτη κηρύττοντας καὶ ὑπὲρ αὐτῆς ἀγωνιζόμενους, διὸ καὶ αἱρετικοὺς ἐκάλουν αὐτούς...Ἐγὼ δὲ οὐ κηρύττω ἰδίαν μου δόξαν οὐδὲ τί ἐκαινοτόμησα, οὐδὲ ὑπὲρ ἀλλοτρίου τινὸς δόγματος καὶ νόμου ἐνίσταμαι, ἀλλ' εἰς τὴν ἀκραιφνῆ δόξαν, τηρῶ ἐμαυτόν».
Μετὰ τὴν προδοτικὴ ἕνωση τῆς Φερράρας - Φλωρεντίας οἱ Βυζαντινοὶ ἐγκατέλειψαν τὴν Ἰταλίαν διὰ τὴν ἐπιστροφὴν τῶν εἰς τὴν πολιορκουμένην Πόλιν. Ὁ αὐτοκράτωρ παρέλαβε τὸν ἅγιον Μάρκον εἰς τὸ αὐτοκρατορικὸν πλοῖον. Ὕστερα ἀπὸ ταξίδι τριῶν καὶ ἥμισυ μηνῶν ἔφθασαν τελικῶς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἐκεῖ οἱ κάτοικοι ἐδέχθησαν μὲ αἰσθήματα ἐχθρικὰ καὶ ἀπεδοκίμασαν τοὺς ὑπογράψαντας τὴν ἕνωση, ἀλλ' ἐπεδοκίμασαν καὶ ἐτίμησαν τὸν ἅγιόν μας καὶ ὡς ἀναφέρει ὁ ὑβριστὴς τοῦ γραικολατίνος ἐπίσκοπος Μεθώνης Ἰωσὴφ:
«ὁ Ἐφέσου εἶδε τὸ πλῆθος δοξάζων αὐτὸν ὡς μὴ ὑπογράψαντα καὶ προσεκύνουν αὐτῶ οἱ ὄχλοι καθάπερ Μωϋσεῖ καὶ Ἀαρῶν καὶ εὐφήμουν αὐτὸν καὶ ἅγιον ἀπεκάλουν» (
PG 159, 992).
Τὴν 4ην Μαΐου 1440 ὁ ἅγιος Μάρκος ἠναγκάσθη νὰ δραπετεύσει ἀπὸ τὴν Βασιλεύουσαν, διότι ἐκινδύνευε ἡ ζωή του, καὶ νὰ πάει εἰς τὴν μητροπολιτική του περιφέρεια, τὴν Ἔφεσον ποὺ ἦτο κάτω ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἐποίμανεν ἒπ' ὀλίγον τὸ λογικόν του ποίμνιον ἠναγκάσθη πάλιν, τώρα ὑπὸ τῶν Τούρκων καὶ τῶν ἑνωτικῶν, νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Ἔφεσον καὶ ἐμπῆκεν εἰς πλοῖον ποὺ ἐπήγαινεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅπου ἀπεφάσισε νὰ διέλθει τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του. Ὅταν ὅμως τὸ πλοῖον ἔκαμε σταθμὸ εἰς τὴν Λῆμνο ὁ ἅγιος ἀνεγνωρίσθει καὶ ἀμέσως συνελήφθη, κατόπιν αὐτοκρατορικῆς ἐντολῆς καὶ ἐφυλακίσθη ἐκεῖ ἐπὶ διετία. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς φυλακίσεώς του ὑπέφερε πολύ, ἀλλὰ ὡς ἔγραψε εἰς τὸν ἱερομόναχο Θεοφάνη τὸν ἐν Εὐβοία:
«ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἥ της ἀληθείας δύναμης οὐ δέδεται, τρέχει δὲ μᾶλλον καὶ εὐοδοῦται, καὶ οἱ πλείονες τῶν ἀδελφῶν τὴ ἐμὴ ἐξορία θαρροῦντες βάλλουσι τοῖς ἐλέγχοις τοὺς ἀλιτηρίους καὶ παραβάτας τῆς ὀρθῆς πίστεως...».
Ἀπὸ τὴν Λῆμνο ὁ ἅγιος ἐξαπέλυσε τὴν περίφημο ἐγκύκλιο ἐπιστολή του πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ της γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Μὲ αὐτὴν ἐλέγχει αὐστηρῶς τοὺς Ὀρθοδόξους ἐκείνους ποὺ ἀπεδέχθησαν τὴν ἕνωσιν καὶ μὲ ἀδιάσειστα στοιχεῖα ἀποδεικνύει ὅτι οἱ λατίνοι εἶναι καινοτόμοι καὶ δὶ' αὐτὸ λέγει :
«ὡς αἱρετικοὺς αὐτοὺς ἀπεστράφημεν, καὶ διὰ τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν». Καλεῖ δὲ ὁ ἅγιος τους πιστοὺς νὰ ἀποφεύγουν τοὺς ἑνωτικούς, διότι αὐτοὶ εἶναι «ψευδαπόστολοι καὶ ἐργᾶται δόλιοι».
Ὁ ἅγ. Μᾶρκος σέ ἐπιστολή του ἀπό τήν Λῆμνο ὅπου ἦτο ἐξόριστος,
πρός τόν ἱερομόναχο Θεοφάνη εἰς τόν Εὔριπον γράφει:
«Διαπεράσας
οὖν εἰς τήν Καλλίπολιν καί διερχόμενος διά τῆς Λήμνου ἐκρατήθην ἐνταῦθα καί
περιωρίσθην παρά τοῦ βασιλέως. Ἀλλ’ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ καί ἡ τῆς ἀληθείας δύναμις
οὐ δέδεται, τρέχει δέ μᾶλλον καί εὐοδοῦται · καί οἱ πλείονες τῶν ἀδελφῶν τῇ ἐμῇ
ἐξορίᾳ θαρροῦντες βάλλουσι τοῖς ἐλέγχοις τούς ἀλιτηρίους καί παραβάτας τῆς ὀρθῆς
πίστεως καί τῶν πατρικῶν θεσμῶν, καί ἐλαύνουσι πανταχόθεν αὐτούς ὡς καθάρματα,
μήτε συλλειτουργεῖν αὐτοῖς ἀνεχόμενοι, μήτε μνημονεύειν ὅλων αὐτῶν ὡς Χριστιανῶν» (Σπ. Π.
Λάμπρου, Παλαιολόγεια καί Πελοποννησιακά, τόμ. Α΄, σελ. 21).
Ἐν
συνεχείᾳ στήν ἴδια ἐπιστολή ὁ ἅγιος καθοδηγεῖ τόν ἱερομόναχο Θεοφάνη πῶς νά ἀντιμετωπίση
τόν νεοχειροτονηθέντα λατινόφρονα Ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν στόν ὁποῖο προφανῶς ὑπήγετο ὁ
Θεοφάνης:
«Μανθάνω
δέ, ὅτι ἐχειροτονήθη παρά τῶν λατινοφρόνων μητροπολίτης Ἀθηνῶν κοπελύδριον τι
τοῦ Μονεμβασίας, ὅπερ αὐτόθι διάγον συλλειτουργεῖ τοῖς Λατίνοις ἀδιακρίτως καί
χειροτονεῖ παρανόμως ὅσους ἄν εὕρῃ καί οἵους. Ἀξιῶ οὖν τήν ἁγιωσύνην σου, ἵνα,
τόν ὑπέρ τοῦ θεοῦ ζῆλον ἀναλαβών ὡς ἄνθρωπος τοῦ θεοῦ καί τῆς ἀληθείας φίλος
καί τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου γνήσιος μαθητής, παραινέσῃς τοῖς τοῦ θεοῦ ἱερεῦσιν ἐκφεύγειν
ἅπασι τρόποις τήν κοινωνίαν αὐτοῦ, καί μήτε συλλειτουργεῖν αὐτῷ μήτε
μνηνονεύειν ὅλως αὐτοῦ, μήτε ἀρχιερέα τοῦτον, ἀλλά λύκον καί μισθωτόν ἡγεῖσθαι,
μήτε λειτουργεῖν ὅλως ἐν ταῖς λατινικαῖς ἐκκλησίαις, ἵνα μή ἔλθῃ καί ἐφ’ ὑμᾶς ἡ
ἐπελθοῦσα ὀργή τοῦ θεοῦ τῇ Κωνσταντινουπόλει διά τάς ἐκεῖ γινομένας παρανομίας» (ὅπ.
ἀν., σελ. 21-22).
Εἰς τό τέλος τῆς ἐπιστολῆς ὁ ἅγιος δίδει πάλι ὁδηγίες σχετικές μέ τήν μνημόνευσι τῶν Λατινοφρόνων: «Φεύγετε οὖν καί ὑμεῖς, ἀδελφοί, τήν πρός τούς ἀκοινωνήτους κοινωνίαν καί τό μνημόσυνον τῶν ἀμνημονεύτων. Ἴδε ἐγώ Μᾶρκος ὁ ἁμαρτωλός
λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ μνημονεύων τοῦ πάπα ὡς ὀρθοδόξου ἀρχιερέως ἔνοχός ἐστι
πάντα τόν λατινισμόν ἐκπληρῶσαι μέχρι καί αὐτῆς τῆς κουρᾶς τῶν γενείων, καί ὁ
λατινοφρονῶν μετά τῶν Λατίνων κριθήσεται καί ὡς παραβάτης τῆς πίστεως
λογισθήσεται» (ὅπ.
ἀν., σελ. 22).
Σὲ ἐπιστολή ἀναφέρει πρός τόν ἡγούμενο:
«Φεύγετε οὖν, ἀδελφοί, τούς τῆς λατινικῆς καινοτομίας εἰσηγητάς καί βεβαιωτάς καί τῇ ἀγάπῃ πρός ἀλλήλους συνδεδεμένοι ἕν σῶμα καί ἕν πνεῦμα, σύμψυχοι, τό ἕν φρονοῦντες, συνάγεσθε πρός τήν μίαν ἡμῶν κεφαλήν, τόν Χριστόν...» (ὅπ. ἀν. σελ. 26).
Οἱ εἰσηγητές καί βεβαιωτές τῆς λατινικῆς καινοτομίας, πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος, εἶναι οἱ λατινόφρονες «Ὀρθόδοξοι», οἱ ὁποῖοι χάριν ὑποσχέσεων ψευδῶν καί ἀπατηλῶν ὑπετάγησαν εἰς τόν
Πάπα.
Ἀπό ὅλους αὐτούς λοιπόν, μετά τήν ἐπάνοδο στήν
Κωνστατινούπολι, ὁ ἅγιος ἀπετειχίσθη. Αὐτό τό ἀναφέρει πολύ καθαρά σέ διακήρυξί
του ἡ ὁποία φέρει τόν τίτλο: «Ἔκθεσις
τοῦ ἁγιωτάτου μητροπολίτου Ἐφέσου, τίνι τρόπῳ ἐδέξατο τό τῆς ἀρχιερωσύνης
ἀξίωμα καί δήλωσις τῆς Συνόδου τῆς ἐν Φλωρεντίᾳ γενομένης». Εἰς τό τέλος
αὐτῆς τῆς ἐκθέσεως ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς:
«Ἐντεῦθεν οἱ μέν τά ἑαυτῶν ἔπραξαν καί πρός τήν
συνθήκην τοῦ ὅρου καί τά λοιπά τῆς ἑνώσεως ἔβλεψαν · ἐγώ δέ χωρισθείς αὐτῶν
ἔκτοτε καί ἐμαυτῷ σχολάσας, ἵνα τοῖς ἁγίοις μου πατράσι καί διδασκάλοις διατελῶ
συνημμένος, πᾶσι καταφανῆ ποιῶ τήν ἑμαυτοῦ γνώμην διά τῆσδε μου τῆς γραφῆς, ὡς
ἄν ἐξῇ δοκιμάζειν τῷ βουλομένῳ, πότερον ὑγιέσι δόγμασι χαίρων, ἤ διεστραμμένοις
τισί τήν γεγενημένην ἕνωσιν οὐ παρεδεξάμην» (Τά
εὑρισκόμενα ἅπαντα, τόμ. Α΄, σελ. 384).
Εἶναι ἀνάγκη νά ἀναφέρωμε καί ἕνα τμῆμα τό ὁποῖο ἔχει σχέσι
μέ τήν σημερινή ἐποχή, κατά τήν ὁποία οἱ Οἰκουμενιστές, ὅλοι ἀνεξαιρέτως, ἰσχυρίζονται
ὅτι οἱ Παπικοί δέν εἶναι αἱρετικοί ἀλλά σχισματικοί. Ἐπειδή τότε τά ἴδια ἔλεγαν
καί οἱ ἑνωτικοί Λατινόφρονες ὁ ἅγιος ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Τί
ἔτι; “Οὐδέποτε, φησί, τούς Λατίνους ὡς αἱρετικούς εἴχομεν, ἀλλά μόνον
σχισματικούς”. Τοῦτο μέν οὖν παρ’ αὐτῶν ἐκείνων εἰλήφασι σχισματικούς γάρ ἡμᾶς ἐκεῖνοι
καλοῦσι, οὐδέν ἡμῖν ἐγκαλεῖν ἔχοντες περί τήν ἡμετέραν δόξαν, ἀλλ’ ὅτι τῆς ὑποταγῆς
αὐτῶν ἀπεσχίσθημεν, ἥν ὠφείλομεν, ὡς ἐκεῖνοι νομίζουσιν. Εἰ δέ καί ἡμᾶς τοῦτον
δίκαιον ἐκείνοις ἀντιχαρίζεσθαι καί οὐδέν αὐτοῖς ἐγκαλοῦμεν περί τήν δόξαν,
σκεπτέον. Τήν μέν οὖν αἰτίαν τοῦ σχίσματος ἐκεῖνοι δεδώκασι, τήν προσθήκην ἐξενεγκόντες
ἀναφανδόν, ἥν ὑπ’ ὀδόντα πρότερον ἔλεγον · ἡμεῖς δέ αὐτῶν ἐσχίσθημεν πρότεροι,
μᾶλλον δέ ἐσχίσαμεν αὐτούς καί ἀπεκόψαμεν τοῦ κοινοῦ τῆς Ἐκκλησίας σώματος. Διά
τί, εἶπέ μοι; Πότερον ὡς ὀρθήν ἔχοντας δόξαν, ἤ ὀρθῶς τήν προσθήκην ἐξενεγκόντας;
Καί τίς ἄν τοῦτο εἴποι, μή σφόδρα τόν ἐγκέφαλον διασεσεισμένος; ἀλλ’ ὡς ἄτοπα
καί δυσσεβῆ φρονοῦντας καί παραλόγως τήν προσθήκην ποιήσαντας. Οὐκοῦν ὡς αἱρετικούς
αὐτούς ἀπεστράφημεν, καί διά τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν. Διά τί γάρ ἄλλο; Φασί γάρ
οἱ φιλευσεβεῖς νόμοι · “Αἱρετικός ἐστι καί τοῖς κατά τῶν αἱρετικῶν νόμοις ὑπόκειται
ὁ καί μικρόν γοῦν τι παρεκκλίνων τῆς ὀρθῆς πίστεως”. Εἰ μέν οὖν οὐδέν τι
παρεκκλίνουσιν οἱ Λατῖνοι τῆς ὀρθῆς πίστεως, μάτην αὐτούς ὡς ἔοικεν ἀπεκόψαμεν
· εἰ δέ παρεκκλίνουσιν ὅλως, καί ταῦτα περί τήν θεολογίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος,
εἰς ὅ βλασφημῆσαι κινδύνων ὁ χαλεπώτατος, αἱρετικοί εἰσιν ἄρα, καί ὡς αἱρετικούς
αὐτούς ἀπεκόψαμεν. Διά τί δέ καί χρίομεν τῷ μύρῳ τούς ἐξ αὐτῶν ἡμῖν προσιόντας;
Οὐκ εὔδηλον ὡς αἱρετικούς ὄντας;...» (ὅπ.
ἀν., σελ. 248).
Ὁ ἅγιος λοιπόν ξεκαθαρίζει τά πράγματα καί δηλώνει ἀπερίφραστα
ὅτι τό σχίσμα ἔγινε διά νά ἀποκοποῦν οἱ αἱρετικοί ἀπό τό ὑγιές μέρος τῆς Ἐκκλησίας.
Σέ ἐπιστολή του πρός τόν πρεσβύτερο Γεώργιο εἰς τήν Μεθώνη, ἀκροτελεύτια ὁ ἅγιος
διά τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας ἀναφέρει:
«Ταῦτα σοι ἐκ πολλῶν ὀλίγα πρός ἀποτροπήν τῆς ἐκείνων ἀναισχυντίας ἔγραψα. Γίνωσκε δέ ὅτι ὁ ὅρος
τῆς ψευδοῦς συνόδου, μᾶλλον δέ ἡ ματαία καινοφωνία, καθάπερ ἦν ἄξιον, οὐδαμῶς
παρ’ οὐδενός προσεδέχθη · ἀλλά καί οἱ τούτῳ συνθέμενοι καί ὑπογράψαντες ὡς ἐναγεῖς
καί προδόται τῆς ἀληθείας ὑπό πάντων μισοῦνται, καί οὐδείς αὐτοῖς οὐδέπω τῶν ἐνταῦθα
συνελειτούργησε. Θεός δέ ὁ πάντα δυνάμενος οἰκονομήσειε ταῦτα πρός τό συμφέρον
καί διορθώσειε τήν Ἐκκλησίαν αὑτοῦ, ἥν ἐξηγοράσατο τῷ ἰδίῳ αἵματι. Φύλασσε τήν
καλήν παρακαταθήκην τῆς πίστεως, τάς βεβήλους καινοφωνίας παντελῶς ἐκτρεπόμενος» (Τοῦ αὑτοῦ Ἐφέσου
ἐπιστολή πρός τινα πρεσβύτερον Γέωργιον τοὔνομα ἐν τῇ Μεθώνῃ σταλεῖσα, Τόμ. Α΄,
σελ. 290).
Αὐτό
λοιπόν πού ἔκανε ὁ ἅγιος, τό ἔκαναν οἱ περισσότεροι κληρικοί. Δηλαδή ὅλους αὐτούς
πού ὑπέγραψαν τούς ἀντιμετώπιζον ὡς προδότες τῆς ἀληθείας «καί οὐδείς αὐτοῖς οὐδέπω τῶν ἐνταῦθα
συνελειτούργησε».
Ὅταν ἐπλησίασε τό τέλος τοῦ ἁγίου καί εὑρίσκοντο πλησίον του οἱ Ὀρθόδοξοι συναγωνιστές του, καθώς ἐπίσης καί πολλοί ἄλλοι ἐπίσημοι καί μή, ἄφησε τίς τελευταῖες ὁδηγίες οἱ ὁποῖες ὁμιλοῦν διά τήν μετά θάνατον ἀποτείχισί του. Τό κείμενο αὐτό εἶναι ἕνα ὁμολογιακό κειμήλιο, τό ὁποῖο καί μόνο του
χαρακτηρίζει τόν ἅγιο, δεικνύει ὅτι ἐνῶ εὑρίσκεται στό τέλος τῆς ζωῆς του ἔχει
νεανικό παλμό καί δύναμι, δεικνύει τό πόσο εἶχε κατανοήσει ὁ ἅγιος τήν ἀξία τῆς
ἀποτειχίσεως καί τήν ἀσφάλεια πού ἔνοιωθε εἰς αὐτήν καί ἐπί πλέον ὅτι,
ἀναχωρῶντας ὁ ἴδιος ἀπό τήν ἐδῶ ζωή, εἶχε τήν καθαρή καί ἀνόθευτο πίστι ὡς τό
μεγαλύτερο ἐφόδιο πρός συνάντησι τοῦ Κυρίου · εἶχε τήν συναίσθησι ὅτι, ὡς
ἀποτειχισμένος ἀπό ἐδῶ θά συναντοῦσε τούς ἀποτειχισμένους ἁγίους, τούς
δεδιωγμένους διά τήν πίστι, τούς μάρτυρες τῆς ἀληθείας καί ὅλους ὅσους ἀγάπησαν
τήν καθαρότητα καί ἀκεραιότητα τῆς πίστεως καί ὅσους ἔπαθαν δι’ αὐτήν. Μέ ὅλους
αὐτούς εἶχε ταυτισθῆ εἰς τήν παροῦσα ζωή καί δι αὐτό καί μετά θάνατο ἤθελε νά
γνωρίζουν ὅτι παραμένει εἰς αὐτήν τήν πίστι.
Παραθέτουμε ὅλα τά τελευταῖα
λόγια, ὅπως ἀκριβῶς διετηρήθησαν ἀπό τούς μαθητές του.
«Βούλομαι
πλατύτερον τήν ἐμήν γνώμην εἰπεῖν, εἴπερ ποτέ καί νῦν, ἐν τῷ ἐγγίζειν τήν
τελευτήν μου, ἵνα σύμφωνος ὦ ἐμαυτῷ ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους καί μή δόξῃ τισίν,
ὅτι ἄλλα μέν ἔλεγον, ἄλλα δέ ἔκρυπτον ἐν τῇ διανοίᾳ, ἅ εἰκός ἦν ἐλεγχθῆναι τῇ
ὥρᾳ ταύτῃ τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως. Λέγω δέ περί τοῦ πατριάρχου, μήπως δόξῃ αὐτῷ
προφάσει τάχα τιμῆς τῆς πρός ἐμέ ἐν τῇ κηδείᾳ τοῦ ταπεινοῦ μου τούτου σώματος ἤ
καί ἐν τοῖς μνημοσύνοις μου στεῖλαί τινας τῶν ἀρχιερέων αὐτοῦ ἤ τοῦ κλήρου
αὐτοῦ ἤ ὅλως τῶν κοινωνούντων αὐτῷ τινα συνεύξασθαι ἤ συμφορέσαι τοῖς ἐκ τοῦ ἡμετέρου
μέρους ἱερεῦσι τοῖς πρός τά τοιαῦτα προσκληθεῖσι, δοξάσας ὡς οἱῳδήποτε τρόπῳ
προσίεμαι, κἄν ἐν τῷ κρυπτῷ τήν αὐτοῦ κοινωνίαν.
»Καί ἵνα μή ἡ
σιωπή μου συγκατάβασιν τινα ὑπονοῆσαι παρέξῃ τοῖς μή καλῶς καί εἰς βάθος εἰδόσι
τόν ἐμόν σκοπόν, λέγω καί διαμαρτύρομαι ἐνώπιον τῶν παρατυχόντων πολλῶν καί
ἀξιολόγων ἀνδρῶν, ὡς οὔτε βούλομαι οὔτε δέχομαι τήν αὐτοῦ ἤ τήν τῶν μετ’ αὐτοῦ
κοινωνίαν τό παράπαν, οὐδαμῶς, οὔτε ἐπί τῆς ζωῆς μου, οὔτε μετά θάνατον, ὥσπερ
οὐδέ τήν γεγονυῖαν ἕνωσιν καί τά δόγματα τά λατινικά, ἅπερ ἐδέξατο αὐτός τε καί
οἱ μετ’ αὐτοῦ, καί ὑπέρ τοῦ δεφενδεύειν ταῦτα καί τήν προστασίαν ταύτην
ἐμνηστεύσατο ἐπί καταστροφῇ τῶν ὀρθῶν τῆς ἐκκλησίας δογμάτων.
»Πέπεισμαι γάρ
ἀκριβῶς ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταμαι τούτου καί τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῷ Θεῷ καί πᾶσι τοῖς
ἁγίοις, καί ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καί τοῖς ἁγίοις
πατράσι, τοῖς θεολόγοις τῆς ἐκκλησίας · ὥσπερ αὖ πείθομαι τούς συντιθεμένους
τούτοις ἀποδιΐστασθαι τῆς ἀληθείας καί τῶν μακαρίων τῆς ἐκκλησίας διδασκάλων.
Καί διά τοῦτο λέγω, ὥσπερ παρά πᾶσάν μου τήν ζωήν ἤμην κεχωρισμένος ἀπ’ αὐτῶν,
οὕτω καί ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐξόδου μου, καί ἔτι καί μετά τήν ἐμήν ἀποβίωσιν
ἀποστρέφομαι τήν αὐτῶν κοινωνίαν καί ἕνωσιν, καί ἐξορκῶν ἐντέλλομαι, ἵνα
μηδείς ἐξ αὐτῶν προσεγγίσῃ ἤ ἐν τῇ ἐμῇ κηδείᾳ ἤ τοῖς μνημοσύνοις μου, ἀλλ’ οὐδέ
ἄλλου τινός τῶν τοῦ μέρου ἡμῶν, ὥστε συμφορένειν ἐπιχειρῆσαι καί συλλειτουργεῖν
τοῖς ἡμετέροις · τοῦτο γάρ ἐστι τό τά ἄμικτα μίγνυσθαι. Δεῖ δέ παντάπασιν
ἐκείνους εἶναι κεχωρισμένους ἡμῶν, μέχρις ἄν δῷ ὁ Θεός τήν καλήν διόρθωσιν καί
εἰρήνην τῆς ἐκκλησίας αὐτοῦ» (Λόγοι
τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μάρκου ἀρχιεπισκόπου Ἐφέσου, οὕς εἶπε πολλοῖς τῶν
ἀρχιερέων καί ἱερομονάχων καί μοναχῶν καί κοσμικῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐν ᾗ μετέστη
πρός τόν Θεόν, Patrologia Orientalis, Τοme XV, Αu Concile de Florence, σελ. 346
καί Σπ. Λάμπρου, ὅπ. ἀν., σελ. 35).
Αὐτὰ τὰ ὀλίγα πρὸς ἀποκατάσταση τῆς ἀλήθειας!
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ