(Οιδίπους Τύραννος, 19-30)
Οι αρχαίοι Αθηναίοι πίστευαν ότι ο θεός Απόλλων τους γλύτωσε από τον λοιμό. Μάλιστα δε ο Απολλων για πρώτη φορά τότε ονομάστηκε Αποτρόπαιος. Αυτός δηλαδή που αποτρέπει το κακό.
Πολλές φορές οι Αθηναίοι είχαν ζητήσει χρησμό από τον θεό Απόλλωνα σχετικά με τον λοιμό των Αθηνών. Τι έπρεπε δηλαδή να κάνουν για να γλυτώσουν από τον όλεθρο. Σε έναν από τους χρησμούς το μαντείο ζήτησε από τους Αθηναίους να φέρουν τα οστά του Θεμιστοκλέους πίσω στην Αθήνα.
Ο Θεμιστοκλής, ως γνωστόν, πέθανε στην Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Οι Αθηναίοι ζήτησαν από την Μαγνήσια τα οστά, αλλά το αίτημά τους δεν έγινε δεκτό. Τότε οι Αθηναίοι ζήτησαν να κατασκηνώσουν γύρω από τον τάφο για έναν μήνα για να προσφέρουν θυσίες στον νεκρό. Αφού πήραν την άδεια και κατασκήνωσαν, έβγαλαν κρυφά τα οστά και τα έφεραν στην Αθήνα, όπου και τα έθαψαν.
Αυτό αναφέρεται σε ένα σχόλιο στο έργο Ιππής του Αριστοφάνους:
«...λοιμωξάντων δὲ ᾽Αθηναίων, ὁ θεὸς εἶπε μετάγειν τὰ ὀστᾶ Θεμιστοκλέους. Μαγνήτων δὲ μὴ συγχωρούντων [σ.σ.: δεν τους το συγχώρησαν] ᾐτήσαντο ἐπὶ τριάκοντα ἡμέραις ἐναγίσαι τῷ τάφῳ, καὶ περισκηνώσαντες τὸ χωρίον λάθρα κομίζουσιν ἀνορύξαντες τὰ ὀστᾶ»...
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος διήρκεσε 27 χρόνια, από το 431 έως το 404 π.Χ., με την έναρξη των εχθροπραξιών να χρεώνεται στην Πελοποννησιακή πλευρά, αν και όλες οι προηγούμενες πρωτοβουλίες στοχευμένης πολιτικής όξυνσης βάρυναν την πλευρά των Αθηναίων. Γιατί η Αθήνα ήταν βέβαιη ότι, αν κατόρθωνε να εξωθήσει τους γεωστρατηγικούς της αντιπάλους σε ανοιχτή πλέον σύρραξη, θα έβγαινε νικήτρια, εξασφαλίζοντας την ηγεμονία της όχι μόνον στο Αιγαίο, αλλά και σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Πράγματι, επί σειρά ετών, η Αθήνα κινούσε όλα τα νήματα, είτε εφαρμόζοντας οικονομικούς κι εμπορικούς αποκλεισμούς, είτε επεμβαίνοντας στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων πόλεων. Για μεγάλο χρονικό διάστημα χειριζόταν οικείους και αντιπάλους, προβλέποντας τις αντιδράσεις τους ή –για να το θέσουμε ακριβέστερα– προσανατολίζοντας τις αντιδράσεις τους προς την κατεύθυνση που η ίδια επιθυμούσε, έχοντας όμως πάρει γι’ αυτό το σκοπό, εγκαίρως, τα κατάλληλα μέτρα.
Και επειδή ο Περικλής, με την εξωτερική πολιτική που ακολουθούσε, το περίμενε πως αργά ή γρήγορα θα εισέβαλλαν οι εχθροί στην Αττική, είχε φροντίσει για την οργάνωση της άμυνας της πόλης με οχύρωση που οι άλλες δεν διέθεταν. Το έργο είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα, από την εποχή του Θεμιστοκλή. Ο Περικλής το επεξέτεινε και το ολοκλήρωσε. Οι εχθροί μπορούσαν να ρημάζουν το λεκανοπέδιο, καίγοντας κατοικίες, λεηλατώντας καλλιέργειες. Σε όποιο ενδεχόμενο, ωστόσο, ο πληθυσμός της υπαίθρου θα έβρισκε καταφύγιο πίσω από τα ισχυρά τείχη του άστεως, με την τροφοδοσία του εξασφαλισμένη. Γιατί τα Μακρά Τείχη κάλυπταν μέχρι και το λιμάνι του Πειραιά. Από εκεί και πέρα ξανοιγόταν η θάλασσα με τις απεριόριστες δυνατότητες που παρείχε στο παντοδύναμο αθηναϊκό ναυτικό να προσπορίζεται από τους λεγόμενους συμμάχους –και φόρου υποτελείς στην Αθήνα– κάθε είδους αγαθά.
Κατά το δεύτερο έτος του πολέμου, λοιπόν, και στην αρχή του καλοκαιριού, η Αθήνα βρισκόταν σε αυτήν ακριβώς τη συνθήκη. Με τους Πελοποννησίους να έχουν στρατοπεδεύσει στο έδαφος της Αττικής, πυρπολώντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Με τον αθηναϊκό στρατό να τους εμπαίζει, κάνοντας πως αδιαφορεί για την ύπαρξή τους, χωρίς να βγαίνει να τους αντιμετωπίσει σε χερσαία σύγκρουση. Και με τον αγροτικό πληθυσμό να παρακολουθεί αφ’ υψηλού τη δήωση της Αττικής. Γιατί η αθηναϊκή πολιτική έπαιζε τα ρέστα της στη θάλασσα. Και το στοίχημά της, στο επίπεδο του πολέμου των εντυπώσεων, ήταν να αποδείξει ότι εννοούσε την απεδαφικοποιημένη της ηγεμονία. Με όποιο κόστος!
Και ενώ το άστυ βρισκόταν καλά θωρακισμένο, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, απέναντι στον εξωτερικό εχθρό, μια άξαφνη μάστιγα εκδηλώθηκε στην πόλη. Το θανατικό που πήρε διαστάσεις πανδημίας. Κράτησε κοντά τρία χρόνια κι εξολόθρευσε το ένα τέταρτο, ίσως και το ένα τρίτο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των σύγχρονων μελετητών, του αθηναϊκού πληθυσμού. Προσέβαλε και τον Περικλή που τελικά πέθανε αφού πιο πριν είχε κηδεύσει τους δυο γιους του. Ο ισχυρός άνδρας της αθηναϊκής δημοκρατίας, αυτός που νόμιζε ότι μπορεί να βλέπει πάνω και πέρα απ’ τα κύματα, πάνω και πέρα από τα ακλόνητα τείχη της πόλης του, πριν τον θάνατό του, είχε ψυχικά καταρρεύσει. Ο πιο απρόβλεπτος και ύπουλος εχθρός αναπτυσσόταν intra muros. Η πανούκλα. Ο λοιμός!
Την πιο εμπεριστατωμένη μελέτη πάνω στο θέμα μάς την έχει αφήσει ο Θουκυδίδης, καθώς, όπως εξηγεί, είχε κι ο ίδιος νοσήσει, αλλά κατάφερε να αποθεραπευτεί, κατά τρόπο ανεξιχνίαστο, μαζί με αρκετούς άλλους. Η περί λοιμού πραγματεία περιλαμβάνεται στο Β΄ βιβλίο του ιστορικού και ακολουθεί την εξής δομή.
Αρχικά (48), ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι επρόκειτο για άγνωστη ασθένεια –με μεγάλη ακτίνα μετάδοσης στην Ανατολική Μεσόγειο, παρ’ όλη την αρχική σκέψη των Αθηναίων ότι το θανατικό οφειλόταν σε δηλητήρια τα οποία οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίξει στα πηγάδια του Πειραιά– ασθένεια που σημείωσε τρομακτική έξαρση στην Αθήνα, με τους γιατρούς να μην επαρκούν –και μάλιστα να πεθαίνουν κατεξοχήν αυτοί λόγω της επαφής τους με τους ασθενείς– και με τους ανθρώπους να καταλαμβάνονται από πλήρη απελπισία, εφόσον ούτε η καταφυγή στα ιερά των θεών έφερνε, βεβαίως, κανένα αποτέλεσμα.
Στη συνέχεια –και προκειμένου να υπάρχει καταγεγραμμένη γνώση πάνω στο φαινόμενο ώστε, αν ποτέ ξαναεκδηλωθεί, να το αναγνωρίσουν οι γιατροί, αλλά και οι απλοί άνθρωποι που θα το αντιμετωπίζουν– περιγράφονται αναλυτικά (49-51) τα συμπτώματα της νόσου: πυρετοί, ερυθρήματα και οιδήματα, εμετοί και διάρροιες, σήψη των άκρων, κατάθλιψη, παράνοια ή αμνησία. Περιγράφεται, επίσης, και η κοινωνική απομόνωση και εγκατάλειψη, ακόμη κι απ’ τους πλησιέστερους συγγενείς, που αντιμετώπιζαν τα θύματα της αρρώστιας.
Αμέσως μετά (52), ο ιστορικός εστιάζει στις άθλιες συνθήκες υγιεινής που επικρατούσαν στο άστυ λόγω της πολιορκίας του, με την εγκατάσταση του πληθυσμού της Αττικής σε πνιγηρούς καταυλισμούς και τον αναπόφευκτο συνωστισμό του μέσα στα στενά όρια του τειχισμένου χώρου, συνθήκες που επιδεινώνονταν από τις υψηλές θερμοκρασίες του θέρους, οδηγώντας σε εκτός ελέγχου κατάσταση όταν οι θάνατοι άρχισαν να εκδηλώνονται μαζικά, με τα πτώματα να σήπονται διάσπαρτα στους δημόσιους χώρους, στους δρόμους, στις κρήνες, στους ναούς, ενώ την ίδια στιγμή οι ζωντανοί δεν έβρισκαν καν τα μέσα για να τα θάψουν ή, ακόμη καλύτερα, να τα κάψουν.
Η διάβρωση των ηθών, κάθε αξίας και έννοιας δικαίου, παράλληλα με την επιδίωξη του εφήμερου κέρδους και τη στροφή προς τις κάθε είδους ηδονές, απασχολεί την επόμενη (53) παράγραφο.
Και ο ιστορικός καταλήγει (54) ως εξής στην περί λοιμού πραγματεία του: «Μέσα στη δυστυχία τους θυμήθηκαν, όπως ήταν φυσικό, και τον εξής στίχο που παλαιότερα ψαλλόταν, όταν έλεγαν οι γεροντότεροι “Θα ’ρθει πόλεμος Δωρικός και μαζί μ’ αυτόν λοιμός”. Πάνω στο θέμα αυτό ξέσπασε φιλονεικία ότι στον στίχο αυτό οι παλαιοί δεν μιλούσαν για λοιμό, αλλά για λιμό. Επικράτησε, ωστόσο, στη δεδομένη περίσταση η εκδοχή ότι ο στίχος μιλούσε για λοιμό, γιατί η μνήμη των ανθρώπων προσαρμόζεται στα παθήματά τους. Και νομίζω ότι, αν κάποτε στο μέλλον γίνει άλλος Δωρικός πόλεμος, και τότε συμβεί λιμός, έτσι θα ψάλλουν φυσικά τον στίχο. Και τότε θυμήθηκαν κι ένα χρησμό που δόθηκε στους Λακεδαιμόνιους όταν είχαν ρωτήσει τον Απόλλωνα (των Δελφών) αν έπρεπε να πολεμήσουν και τους απάντησε ότι θα νικήσουν, αν πολεμήσουν με όλες τις δυνάμεις τους, και ότι κι εκείνος θα βοηθήσει. Συμπέραιναν, λοιπόν, (οι Αθηναίοι) ότι αυτά που τους συνέβαιναν ήταν σύμφωνα με τον χρησμό, αφού, εξάλλου, η νόσος είχε ενσκήψει αμέσως μόλις εισέβαλαν οι Πελοποννήσιοι (στην Αττική)».
Έτσι αντιμετωπίζει ο Θουκυδίδης, στη σχετική του μελέτη, το φαινόμενο του μεγάλου λοιμού της Αθήνας κατά την έναρξη της σύρραξης με τους Πελοποννησίους. Με τη συστηματική σκέψη του ιστορικού που αναγνωρίζει ότι βασική παράμετρος στη φρικτή υπόθεση των πολέμων είναι η αγωνία των πολιορκημένων πόλεων οι οποίες, την ίδια στιγμή που έχουν να αντιμετωπίσουν την απειλή των εξωτερικών επιθέσεων, γίνονται, εκ των πραγμάτων, περισσότερο ευάλωτες σε ενδημικά καταστροφικά φαινόμενα, σαν τις αρρώστιες. Με την επιστημονική σκέψη του κλινικού γιατρού, που παρατηρεί τα εμπειρικά δεδομένα, καταγράφει τη συμπτωματολογία, μελετά τις συνθήκες εξάπλωσης μιας νόσου, ερευνά τις αντιστάσεις της και αναζητεί τα σημεία υποχώρησής της. Με τον ορθολογισμό του πολιτικού διανοητή, τέλος, που βλέπει ότι οι πανδημίες έχουν ανυπολόγιστης σημασίας ηθικές και κοινωνικές επιπτώσεις: αναλγησία απέναντι στις ευπαθείς πληθυσμιακές ομάδες, γενίκευση των φαινομένων δεισιδαιμονίας, εξάπλωση της κοινωνικής υστερίας και παράκρουσης.
Κι έτσι, με την πραγματεία του αυτή –και ειδικά με την ειρωνική του κατακλείδα σχετικά με το πόσο αφελώς επιδιώκουν συνήθως οι άνθρωποι, σε περιόδους κρίσης, κάθε λογής “χρησμούς” και πώς ερμηνεύουν τη λεγόμενη “θεϊκή βούληση”– ο Θουκυδίδης απομακρύνεται πλήρως από την προηγούμενη μαγικο-θρησκευτική σκέψη. Εκείνην που αντιμετώπιζε τις νόσους ως εκδηλώσεις ενός τιμωρητικού θεϊκού παράγοντα και που γνωστό της παράδειγμα βρίσκουμε στην Α ραψωδία της Ιλιάδας, όπου ένας λοιμός στο στρατόπεδο των Αχαιών, οφείλεται στα εκδικητικά βέλη του Απόλλωνα Σμινθέως (Απόλλωνα των Ποντικιών), προκειμένου να πληρώσει ο Αγαμέμνονας για την αλαζονεία του. Ναι, ο Θουκυδίδης έχει βρεθεί πολύ μακριά από όλα αυτά. Μάλιστα, κατά τη γνώμη των σύγχρονων μελετητών, με την περί λοιμού πραγματεία του, ο Θουκυδίδης αποδεικνύεται ένθερμος θιασώτης της ιπποκρατικής ιατρικής που –κακά τα ψέματα– παρ’ όλη την άμεση έκθεση των υποστηρικτών της στους κινδύνους του λοιμού, εκείνην ακριβώς την περίοδο σημείωσε τεράστια πρόοδο λόγω της δυνατότητας που της δόθηκε να κάνει παρατηρήσεις και έρευνα πάνω σε έναν ολόκληρο συγκεντρωμένο πληθυσμό. Ναι, ο Θουκυδίδης γράφει σαν ένας πραγματικός γιατρός! Κι ίσως η ιπποκρατική του συγκρότηση επηρέασε άμεσα τη διαμόρφωση της σκέψης του ως πολιτικού ιστορικού. Στην Ιστορία του, πήρε την έννοια του νοσήματος από το επίπεδο της σωματικής ή ψυχικής εκδήλωσης, για να την χρησιμοποιήσει ως μεταφορά στο πολιτικό επίπεδο, μιλώντας –πρώτος και κατεξοχήν αυτός– για την ανηθικότητα της πολεμοκάπηλης πολιτικής με όρους «νόσου πόλεως».