Μακαριώτατε,
Σεβασμ.
Μητροπολῖτα Θεσσαλονίκης κ. Γρηγόριε,
Σεβασμιώτατοι
ἅγιοι Ἀδελφοί,
Σεβαστοὶ
Πατέρες, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές·
Ἐκφράζω τὶς ἀπὸ καρδίας εὐχαριστίες
μου στὸν Πανάγιο Τριαδικὸ Θεό μας, ὅπως καὶ στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας,
γιὰ τὴν τιμὴ τῆς μεγάλης αὐτῆς εὐθύνης, νὰ βρίσκομαι ἐνώπιόν σας κατὰ τὴν ἱερὴ
αὐτὴ στιγμὴ καὶ νὰ μοῦ δίδεται ἡ δυνατότης γιὰ τὴν ἀνάπτυξη ἑνὸς ἰδαίτερα
σημαντικοῦ ζητήματος τῆς Πίστεώς μας.
Ἡ Β’
Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἑορτάζουμε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ
Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τὸν Θαυματουργό, μᾶς δίδει τὸ ἔναυσμα γιὰ νὰ
ἐμβαθύνουμε σὲ θέματα σχετιζόμενα μὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ γραπτά του, μὲ τὸ
μήνυμα καὶ τὴν σημασία του. Ἕνα τέτοιο θέμα θὰ παρουσιάσουμε στὴν ἀγάπη σας,
λόγῳ δὲ τῆς σπουδαιότητος καὶ βαθύτητός του παρακαλῶ γιὰ τὴν ὑπομονὴ καὶ
προσοχή σας. Ἡ σύντομη βέβαια παρουσίασή μας αὐτὴ ἀφορᾶ στὰ κύρια σημεῖα του
καὶ ὄχι στὴν ὅλη προβληματολογία περὶ αὐτοῦ.
Α.
Διαφορὰ Κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου
Ὡς πρὸς τὴν γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ,
ἔχουμε ἕναν θεμελιώδη ὅρο στὴν Θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας μας: ὅτι ὁ Θεός μας, ὁ Ἕνας καὶ Τρισυπόστατος, εἶναι Ἄκτιστος, ἐνῶ ἡ
δημιουργία εἶναι Κτιστή. Οἱ δύο αὐτοὶ τρόποι ὑπάρξεως εἶναι ἐντελῶς
διαφορετικοί.
Ὁ Μέγας
Ἀθανάσιος ἐπεσήμανε μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση τὴν θεμελιώδη αὐτὴ διάκριση μεταξὺ
Κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου σὲ συνάρτηση μὲ τὸν ἀγῶνα του κατὰ τῶν Ἀρειανῶν. Ἀπὸ τὸ
ἕνα μέρος ἔχουμε τὴν ἄτρεπτη καὶ ἀναλλοίωτη φύση τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τὰ
γεννητά, τὰ κτίσματα, τὰ ὁποῖα προῆλθαν ἀπὸ τὰ μὴ ὄντα καὶ ἔχουν φύση τρεπτὴ
καὶ ἀλλοιούμενη[1].
Ὁ Ἅγιος
Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἐκφράζει ἀποφθεγματικὰ αὐτὸ ὅταν λέγει: «ἀκτίστου καὶ
κτιστοῦ ἄπειρον τὸ μέσον ἐστὶ καὶ διάφορον»[2]. Ἡ ἄκτιστη φύση εἶναι ἀπολύτως
ξένη πρὸς τὴν κτιστὴ φύση[3].
Ὁ δὲ
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ὁποῖος τονίζει ἐπίσης ὅτι «πάντα τὰ ὄντα ἤ κτιστά
ἐστιν ἤ ἄκτιστα»[4], βεβαιώνει μὲ ἔμφαση, ὅτι «ἄπειρον τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον,
καὶ τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καὶ ἡ ἀκαταληψία»[5] (ἄπειρο εἶναι
τὸ θεῖο καὶ ἀκατάληπτο, καὶ μόνον ἕνα ἀπὸ αὐτὸ εἶναι καταληπτό, ἡ ἀπειρία καὶ ἡ
ἀκαταληψία).
Ἐν
τούτοις, ἡ ἰδέα ποὺ ἔχουμε οἱ Χριστιανοὶ γιὰ τὸν Θεό, συνδέεται μὲ αὐτὴν τοῦ
Δημιουργοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἄφησε σὲ πλήρη ἀγνωσία, ἀφοῦ ἔπλασε τὴν κτίση, ἡ
ὁποία διακηρύσσει τὸ μεγαλεῖο Του, καὶ ἐμφύτευσε τὴν γνώση σχετικὰ μὲ τὴν
ὕπαρξή Του μέσα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ Θεὸς
δηλαδὴ ἀποκαλύφθηκε μὲ κάποιον τρόπο στὴν δημιουργία, στὴν ἱστορία, καὶ μάλιστα
στὴν Πρόνοια, στὴν Λύτρωση καὶ κυρίως στὴν Οἰκονομία τῆς Σωτηρίας ἐν Χριστῷ.
Ἀπὸ
τὴν ἀποκάλυψή Του γνωρίζουμε, ὅτι ὁ Θεὸς σὰν αὐτοΰπαρξη δὲν ἔχει ἀρχή, μεσότητα
καὶ τέλος. Εἶναι ἕνας κατὰ τὴν Φύση καὶ Οὐσία Του καὶ Τρισυπόστατος, Πατὴρ
Ἄναρχος καὶ Ἀγέννητος, Υἱὸς Γεννητὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα Ἐκπορευτό, χωρὶς νὰ
γνωρίζουμε τὶ εἶναι ἡ θεία Οὐσία, πῶς εἶναι στὴν ὁλότητά της, πῶς Θεὸς
γεννήθηκε ἀπὸ Θεὸ ἤ πῶς ἐκπορεύθηκε[6]. Κατὰ τὴν Οὐσία Του λοιπὸν ὁ Θεὸς εἶναι
πέρα ἀπὸ κάθε γνώση καὶ ἔννοια, παραμένοντας Μυστήριο θεϊκό. Ἡ Οὐσία τοῦ Θεοῦ
δὲν διαιρεῖται ἀπὸ τὴν τριαδικότητά της, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ στὶς τρεῖς Ὑποστάσεις
ἡ αὐτὴ Οὐσία, Δύναμη καὶ Ἐνέργεια[7].
Στὸν
Θεὸ ὅμως ἔχουμε «διπλόη» Φύσεως, ἀπόκρυφη καὶ φανερή, ὥστε νὰ παραμένει ἄγνωστη
μὲν καὶ ἀκατάληπτη κατὰ τὴν Οὐσία, γνωστὴ ὅμως κατὰ τὶς Ἐνέργειες. Καὶ τοῦτο,
ὅπως γράφει ἐκφραστικὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «ἵνα τῷ ληπτῷ μὲν ἕλκῃ
πρὸς ἑαυτῷ... τῷ δὲ ἀλήπτῳ θαυμάζηται»[8] (ὥστε νὰ ἑλκύει μὲ αὐτὸ ποὺ
καταλαμβάνεται πρὸς τὸν ἑαυτό του... καὶ νὰ θαυμάζεται μὲ αὐτὸ ποὺ δὲν
ἐννοεῖται).
Στὸν
θεῖο Γνόφο (σκότος) ποὺ κρύπτει τὴν Θεότητα, ὁ ἄνθρωπος ὡς κτίσμα στερεῖται τῆς
ἱκανότητος νὰ εἰσδύσει. Ὁ Θεὸς ὑπερβαίνει ὄχι μόνο τὴν γνώση, βεβαιώνει ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγνωσία[9]. Στὴν Θεολογία προσιδιάζει ἡ
λεγόμενη ἀποφατικὴ ὁδός. Ὅμως, δὲν ὑπάρχει μόνον αὐτή. Ὁ θεῖος Γνόφος, μέσα
στὸν ὁποῖο κρύπτεται ὁ Θεός, δὲν εἶναι τελικὰ ἀπόλυτα σκοτεινὸς ἤ ἄγνωστος. Ἡ
ἀπ᾽ εὐθείας ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὰ πλάσματά Του ἀποδεικνύει ὄχι μόνον ὅτι εἶναι
ὑπερβατικός, ἀλλ᾽ ὅτι εἶναι ἐπίσης προσιτὸς καὶ ἄμεσος[10].
Διότι,
ὁ Τριαδικὸς Θεός μας ἐμφορεῖται ἀπὸ μία θεϊκὴ Ἀγάπη, ἄπειρη καὶ ἐκστατική, ἀπὸ
ἕναν ἅγιο Ἔρωτα γιὰ τὰ πλάσματά Του. «Ἐξέρχεται», μπροῦμε νὰ ποῦμε, ἀπὸ τὸν
Ἑαυτό Του, καὶ δημιουργεῖ τὴν κτίση, τὴν ὁποίαν συνέχει καὶ συντηρεῖ.
Πῶς
πραγματοποιεῖται αὐτό; Μὲ τὶς λεγόμενες θεῖες Ἐνέργειές Του.
Β. Οὐσία
καὶ Ἐνέργειες
Ὅπως γράφει ὡραία ὁ Μέγας Βασίλειος:
«ἡμεῖς ἐκ τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῇ δὲ οὐσίᾳ αὐτῇ
προσεγγίζειν οὐκ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μὲν γὰρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς
καταβαίνουσιν, ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος»[11] (Ἐμεῖς λέμε πὼς ἀπὸ τὶς
ἐνέργειες γνωρίζουμε τὸν Θεό μας, ἐνῶ τὴν ἴδια τὴν οὐσία του δὲν ἰσχυριζόμαστε
ὅτι προσεγγίζουμε. Γιατὶ οἱ ἐνέργειές του κατεβαίνουν σ᾽ ἐμᾶς, ἐνῶ ἡ οὐσία του
μένει ἀπρόσιτη).
Ἡ Οὐσία
λοιπὸν τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι τὸ μόνο χαρακτηριστικό Του. Παρακολουθεῖται ἀπὸ τὴν
φυσικὴ Ἐνέργεια. Ὅπως ἐξηγοῦν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, δὲν ὑπάρχει οὔτε γνωρίζεται
ὁποιαδήποτε φύση, χωρὶς τὴν οὐσιώδη/φυσική της ἐνέργεια[12], δηλαδὴ δὲν
ὑφίσταται οὐσία ἀνενέργητη, οὔτε ἐνέργεια ἀνούσιος. Στὸν Θεὸ συνυπάρχουν Οὐσία
καὶ Ἐνέργειες καὶ παρὰ τὸ ὅτι διακρίνονται μεταξύ τους, δὲν ἀποτελοῦν δύο
διαφορετικὰ μέρη τοῦ Θεοῦ[13]. Ἀπὸ τὶς Ἐνέργειες γνωρίζουμε ὅτι ἡ θεία Οὐσία
ὑπάρχει, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε τί εἶναι.
Πάντως,
χωρὶς ἐνέργεια, ἡ οὐσία εἶναι ἀνυπόστατη. Ἄν ὁ Θεὸς δὲν εἶχε Ἐνέργειες, θὰ ἦταν
χωρὶς δράση. Ἄρα, δὲν θὰ εἶχε ἐπίσης Οὐσία καὶ ὕπαρξη, διότι ἡ ὕπαρξη
ἐκφράζεται ἀπαραιτήτως μὲ ἐνέργειες. Σύμφωνα μὲ τὸ ἀτελὲς παράδειγμα τοῦ
ἀνθρώπου, ἄνθρωπος ποὺ δὲν διανοεῖται, βλέπει, ὀσφραίνεται, ἀκούει, μιλάει,
περπατάει, ποὺ δὲν αἰσθάνεται καὶ ἀναπνέει, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει, νὰ
ὑφίσταται[14].
Οἱ
θεῖες Ἐνέργειες, εἶναι ἐκεῖνες μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται, ἀλλὰ καὶ
μετέχεται. Ὅσοι μετέχουν σὲ Αὐτὲς ἁγιάζονται-θεώνονται[15]. Ὁ ἕνας κατὰ τὴν
Οὐσία καὶ Φύση Θεὸς ἔχει πολλὲς-ἄπειρες θεῖες Ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες δὲν ἔχουν
κτισθεῖ/δημιουργηθεῖ, δὲν εἶναι κτίσματα ὅπως τὰ ἄλλα πλάσματα, ἀλλὰ εἶναι θεῖες,
αἰώνιες, ἀτελεύτητες καὶ προέρχονται/ἐκπέμπονται ἀπὸ τὸν Θεό, γι᾽ αὐτὸ καὶ
ἔχουν τὴν ὀνομασία τῆς θεότητος[16].
Ἡ Ἐνέργεια
ἤ Ἐνέργειες χαρακτηρίζουν τὴν ἐνδοκόσμια ὄψη τοῦ Θεοῦ, διότι αὐτὲς εἶναι ποὺ
πραγματοποιοῦν τὸ ἔργο τῆς δημιουργίας, τῆς πρόνοιας καὶ τῆς θείας Οἰκονομίας.
Οἱ δύο αὐτὲς ὄψεις τῆς θείας ὑπάρξεως, Οὐσία καὶ Ἐνέγεια, συνυπάρχουν καὶ δὲν
ὑφίστανται ἡ μία χωρὶς τὴν ἄλλη. Ἐκφράζουν ὄχι βεβαίως δύο θεούς, ἀλλὰ τὶς δύο
ὄψεις τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, τὴν ὑπερβατικὴ καὶ τὴν ἐνδοκόσμια, καὶ συναποτελοῦν τὴν
θεία Φύση. Εἶναι τόσο ἀχώριστες, ὥστε ὅπου ὑπάρχει ἡ θεία Ἐνέργεια, εἶναι παρὼν
ὅλος ὁ Θεὸς καὶ ὅπου ὑπάρχει ἡ θεία Οὐσία, εἶναι ἐπίσης παρὼν ὅλος ὁ Θεός[17].
Οἱ
θεῖες Ἐνέργειες ἀνήκουν στὸν ἕνα Τρισυπόστατο Θεό, στὴν Ἁγία Τριάδα ἑνιαίως,
καὶ ἄρα οἱ θεῖες Ἐνέργειες εἶναι κοινὲς στὰ θεῖα Πρόσωπα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ
Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[18], διότι τὰ θεῖα Πρόσωπα ἔχουν μία καὶ κοινὴ τὴν
κίνηση καὶ ἐνέργεια. Συνεπῶς, μὲ τὶς Ἐνέργειες φανερώνεται καὶ μετέχεται
ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Τριάδα, διότι μὲ κάθε μία ἀπὸ αὐτές, μετέχεται ὅλος ὁ Θεός, ὁ
Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, κατὰ τὴν ρητὴ διαβεβαίωση τοῦ Ἁγίου μας Γρηγορίου
τοῦ Παλαμᾶ[19].
Οὐσία
καὶ Ἐνέργειες στὸν Θεὸ εἶναι καὶ ἑνωμένες καὶ διακρινόμενες, χωρὶς δυνατότητα
διασπάσεως καὶ διαιρέσεώς τους. Ἡ Οὐσία εἶναι τὸ Αἴτιο, καὶ ἡ Ἐνέργεια τὸ
Αἰτιατό[20]. Καὶ ἐφ᾽ ὅσον ἡ θεία Οὐσία εἶναι ἄκτιστη, καὶ οἱ θεῖες Ἐνέργειες
εἶναι βεβαίως ἐπίσης ἄκτιστες[21].
Αὐτὴ
ἡ ἕνωση καὶ διάκρισή τους μπορεῖ νὰ παρομοιασθεῖ μὲ τὸ πῦρ καὶ τὸ ἀπαύγασμά
του, δηλαδὴ μὲ τὴν φωτιὰ καὶ τὴν λάμψη/ἀκτινοβολία της. Αὐτὰ τὰ δύο, ὅπως
ἐξηγεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, εἶναι ἀδιαίρετα, δὲν μποροῦν νὰ ἐννοηθοῦν ξέχωρα,
ὅμως ταυτόχρονα εἶναι καὶ φαίνονται δύο[22].
Γ. Ἐνεργειακὴ
ἡ σχέση Θεοῦ καὶ δημιουργίας
Ὁ Θεὸς ὄχι ἀπὸ κάποια ἀνάγκη,
ἀλλὰ ἐλεύθερα, φανερώθηκε ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς Γραφὲς στὴν κτίση καὶ τὴν
ἱστορία, μέσῳ τῆς «προεκτάσεώς» Του, τῶν ἀκτίστων Ἐνεργειῶν Του, καὶ
δημιούργησε τὰ ἔργα Του, προνοῶντας γι᾽ αὐτά: δίνει οὐσία καὶ ὑπόσταση στὸν
κόσμο μὲ τὶς οὐσιοποιητικὲς ἐνέργειές Του· συντηρεῖ τὴν πλάση μὲ τὶς
συντηρητικὲς ἐνέργειες τῆς Πρόνοιάς Του· φωτίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὶς φωτιστικές
Του ἐνέργειες· ἁγιάζει μὲ τὶς ἁγιαστικὲς καὶ θεώνει μὲ τὶς θεωτικές.
Ἄν
οἱ Ἐνέργειες αὐτὲς δὲν ἦταν θεῖες καὶ ἄκτιστες, δὲν θὰ μᾶς ἕνωναν πραγματικὰ μὲ
τὸν Θεό, τὸ δὲ χάσμα μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γεφυρωθεῖ. Μὲ
αὐτὲς εἶναι ποὺ ἑνωνόμαστε καὶ κοινωνοῦμε μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι μὲ τὴν Οὐσία Του,
ἡ ὁποία εἶναι ἐντελῶς ἀμέθεκτη καὶ ἀπροσπέλαστη, διότι εἶναι φοβερὴ καὶ
ἀπρόσιτη. Σύμφωνα μὲ ἄλλο ἀτελὲς παράδειγμα ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια: Ἄν πιάναμε ἕνα
καλώδιο γυμνὸ θὰ πεθαίναμε ἀκαριαία. Ὅταν ὅμως ἑνώσουμε μιὰ λάμπα στὸ καλώδιο
φωτιζόμαστε καὶ θερμαινόμαστε. Τὴν ἐνέργεια τοῦ ἠλεκτρικοῦ ρεύματος βλέπουμε
καὶ ἀπολαμβάνουμε, ὄχι ὅμως τὴν ἴδια τὴν πηγὴ τῆς ἐκπομπῆς του[23].
Ἡ ἀποκάλυψη
τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῶν θείων Ἐνεργειῶν γίνεται ὁρατὴ ὡς ἔλλαμψη θείου Φωτός. Μέσα
στὴν Ἁγία Γραφὴ ἔχουμε τὶς λεγόμενες Θεοφάνειες, ὅπου ὁ Ζῶν Θεός, ὁ Ἐνεργῶν,
Αὐτὸς ποὺ ἔχει τὶς Ἐνέργειες/Δυνατότητες, φανερώνεται, κάνει «ἔξοδο»,
συγκατάβαση, πρὸς συνάντησίν μας ἐν Ἀγάπῃ, σὰν τὴν μητέρα ποὺ σκύβει πάνω ἀπὸ
τὸ βρέφος της, τὸ παιδί της καὶ τὸ καλεῖ σὲ ἐπικοινωνία, σὲ ἀνταπόκριση στὸ
κάλεσμα τῆς ἀγάπης της, γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ ἐκεῖνο χαρὰ καὶ πληρότητα[24]. Ἔχουμε
στὴν Γραφὴ ἐκφράσεις καὶ εἰκόνες γιὰ «Δόξαν Θεοῦ», γιὰ «Φῶς Θεοῦ», γιὰ θεῖο
Φῶς, στὸ ὁποῖο μετέχουν καὶ οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι καὶ τὸ ὁποῖο -ὅπως βεβαιώνει πάλι
ὁ ἀπλανὴς διδάσκαλος τῆς Πίστεως Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς- ἀναφέρεται στὸν Θεὸ
κατ᾽ ἐνέργειαν καὶ ὄχι κατ᾽ οὐσίαν[25].
Συμβαίνει
ὅπως καὶ μὲ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου. Ὁ ἄνθρωπος ἀνάλογα μὲ τὴν τοποθέτηση καὶ
προετοιμασία του δέχεται τὴν θερμότητα, τὸ φῶς, τὴν θαλπωρὴ ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες,
χωρὶς αὐτὲς νὰ ἀλλοιώνονται, ἐνῶ ἐκπέμπονται συνεχῶς ἀπὸ τὸν ἡλιακὸ δίσκο, ὁ
ὁποῖος εἶναι ἐντελῶς ἀπλησίαστος.
Δ.
Ὁ Χριστὸς πηγὴ τῶν θείων Ἐνεργειῶν
Εἴχαμε πλασθεῖ «κατ᾽ εἰκόνα» Θεοῦ καὶ
τείναμε στὸ «καθ᾽ ὁμοίωσιν» γιὰ νὰ μοιάσουμε στὸν Πλάστη καὶ Δημιουργό μας·
εἴχαμε προορισμὸ/ἐντολὴ νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ χάριν[26]. Ἀποτύχαμε στὸν
Παράδεισο, στερηθήκαμε τὸ θεῖον Φῶς, διότι ἐπιδιώξαμε τὴν θέωση ὄχι μὲ θεόσδοτο
τρόπο. Ὄχι μὲ ὑπακοή, ἀλλὰ μὲ παρακοὴ στὸν Θεό. Μὲ τὸ ἀποκαλυπτικὸ ἔργο Του ὁ
Χριστός μας ἤγειρε τὸν πεσμένο ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἔδωσε ὤθηση γιὰ σωτηρία καὶ γιὰ
μεγαλύτερα ὕψη. Ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας «οὐκ ἠρκέσθη μόνον νεκροὺς ὄντας
ζωοποιῆσαι, ἀλλὰ καὶ θεότητος ἀξίωμα ἐχαρίσατο» (μᾶς χάρισε ἀξίωμα θεότητος),
συμπεραίνει ὁ Μέγας Βασίλειος[27].
Στὸ
ἱερὸ Εὐαγγέλιο γράφεται μὲ σαφήνεια αὐτὸ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος καὶ Θεός μας:
ὅτι «οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ» θὰ δοῦν τὸν Θεό, καὶ ὅτι στὸν τηροῦντα τὶς ἅγιες
Ἐντολές Του ὁ Χριστός μας θὰ ἐμφανίσει τὸν Ἑαυτό Του καὶ ὅτι Αὐτὸς καὶ ὁ
Πατέρας θὰ κατοικήσουν ἐντός του καὶ θὰ παραμείνουν μέσα του.
Ὁ Χριστός,
ὁ ἐράσμιος Νυμφίος, ὁ ἀγαπητός, ἡ ἀνέκφραστη ὡραιότητα, ἀποτελεῖ τὸ Πρόσωπο ἐν
τῷ Ὁποίῳ μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς Πατέρας ἐν Πνεύματι. Οἱ ἄκτιστες Ἐνέργειες εἶναι
ἐνέργειες τοῦ Ἐνεργοῦντος καὶ Αὐτὸν μᾶς φανερώνουν[28].
Στὸ
Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου ποὺ ἐνσαρκώθηκε, ἑνώθηκε ὑποστατικὰ Θεότητα καὶ
Ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου ἔγινε Θεὸς
στὴν οὐσία. Παρὰ ὅτι, ἡ Σάρκα Του ἐμποτίσθηκε μὲ τὴν θεία Ἐνέργεια, καὶ ἔτσι,
κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καὶ νωρίτερα τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, «ἡ δόξα
τῆς Θεότητος ἔγινε καὶ δόξα τοῦ σώματος»[29]. Καὶ ἄρα, ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς
κατέστη ἡ Πηγὴ τῶν ἀκτίστων Ἐνεργειῶν, τῆς ἀκτίστου Δόξης τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦτο
φανερώθηκε μὲ τρόπο ἐκπληκτικὸ καὶ ὑπερθαύμαστο στὸ ὄρος Θαβώρ, στὴν θεία
Μεταμόρφωση[30].
Ἐκεῖ, ἡ φωτεινὴ λάμψη, ἡ ὁποία
περιέβαλε τὸν Κύριο κατὰ τὴν διάρκειά της, ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἄκτιστη θεία Δόξα, τὸ
Φῶς ποὺ ἀνήκει ἐκ φύσεως στὸν Θεό, καὶ τὸ ὁποῖο καταυγάζει μέσῳ τῆς ἀνθρώπινης
φύσης ποὺ προσέλαβε. Καὶ μάλιστα, οἱ σωματικὲς ἰδιότητες καὶ οἱ ψυχὲς τῶν
προκρίτων Μαθητῶν Πέτρου, Ἰωάννου καὶ Ἰακώβου μεταμορφώθηκαν μὲ τὴν δύναμη καὶ
ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦν αὐτὴ τὴν ὑπέρτατη θεία ἐμπειρία
καὶ θεοπτία.
Αὐτὴ
ἡ δυνατότητα μετοχῆς, αὐτὴ ἡ φωτοφάνεια-θεοφάνεια, εἶναι ποὺ συναντοῦμε συχνὰ
στοὺς Βίους τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ Φῶς εἶναι ποὺ
εἰκονίζεται στὰ ἱερὰ φωτοστέφανά τους στὶς ἅγιες Εἰκόνες τους.
Ἡ δωρεὰ
τούτη (μετοχὴ Χάριτος) δὲν γίνεται αἰσθητὴ μὲ τὴν νόηση ἤ μὲ τὸν ἐγκέφαλο καὶ
τὸν φιλοσοφικὸ στοχασμό, ἀλλὰ μὲ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸν
φωτισμό της. Μόνον διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἔχουμε μέθεξη ἀκτίστου Ἐνεργείας καὶ
ἀληθινὴ γνώση Θεοῦ. Μόνον μὲ βαθειὰ μετάνοια, μὲ ἀπομάκρυνση τῶν σαρκικῶν
ἐπιθυμιῶν, παθῶν καὶ ἁμαρτιῶν, καὶ μετοχὴ στὰ θεῖα Μυστήρια, ὅπως καὶ μὲ
προσευχὴ καὶ μάλιστα μὲ τὴν νοερὴ καὶ ἀδιάλειπτη μονολόγιστη Εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, μὲ
τὴν ταπείνωση καὶ ἀγάπη, ἔχουμε θεία ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος στὸν ἄνθρωπο.
Ἡ μέθεξη
τῆς θείας Ἐνέργειας, σύμφωνα μὲ τὴν ἐξήγηση καὶ συγχρόνων Δογματολόγων, ὅπως
τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, εἶναι χαρισματικὴ καὶ ὑπερνοητὴ κατάσταση,
ὅπου καταργοῦνται τὰ νοήματα καὶ ρήματα καὶ ὁ Θεὸς καταλαμβάνει καὶ γεμίζει τὸν
ἄνθρωπο ψυχοσωματικά... Τότε εἶναι ποὺ ἔχουμε μετοχὴ στὴν καθαρτική, φωτιστικὴ
καὶ θεοποιὸ Ἐνέργεια καὶ Χάρη[31], ἀνάλογα μὲ τὴν δεκτικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ
ὁποῖος καθίσταται θέσει θεός[32].
Στὴν
ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἡ θέα τοῦ Φωτὸς ἀπὸ τοὺς Ἡσυχαστὲς κυρίως, ὅπως
φυσικὰ καὶ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, εἶναι μία ἀληθινὴ θέα τοῦ Θεοῦ στὶς
Ἐνέργειές Του, μία Θαβώρειος ἐμπειρία, ὡς πρόγευση τῆς ἀμέσου κοινωνίας τῆς
Ἀναστάσεως στὴν αἰώνια Βασιλεία τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ε.
Ἡ ἀναμέτρηση μὲ τὴν δυτικὴ ἐκτροπὴ
Τὸν ΙΔ’ αἰῶνα, ὑπῆρξε μία μεγάλη
ἀναταραχὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ἀπὸ τὸν Δυτικοφερμένο φιλόσοφο Βαρλαὰμ τὸν
Καλαβρό, ὁ ὁποῖος παρεξήγησε τοὺς ἁπλοὺς Μοναχοὺς ὡς πρὸς τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ
καὶ τὴν δυνατότητα θείας ὁράσεως, τὴν ὁποία θεωροῦσε ἀδύνατη. Τὸ Φῶς τῆς
Μεταμορφώσεως πίστευε ὡς κτιστὸ φαινόμενο, ποὺ συμβόλιζε τὴν θεότητα, ταύτιζε
τὴν Οὐσία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν Ἐνέργεια καὶ ἐπιτέθηκε μὲ σφοδρότητα κατὰ τῆς Νοερᾶς
Προσευχῆς[33].
Στὴν
Δύση, εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἀνάπτυξη καὶ καθιέρωση τοῦ λεγόμενου Σχολαστικισμοῦ. Ὁ
Θωμᾶς ὁ Ἀκινᾶτος, ποὺ ἀποτελεῖ αὐθεντία γιὰ τοὺς Παπικούς, χαρακτήρισε τὸν Θεὸ
ὡς καθαρὰ ἐνέργεια (actus purus), χωρὶς νὰ δέχεται τὴν διάκριση Οὐσίας καὶ
Ἐνεργείας. Ἡ ὅποια χάρη τῆς θεότητος θεωρεῖται κτιστὴ (gratia creata). Ἡ φιλοσοφικὴ
ὅμως θεώρηση στὸ θέμα αὐτὸ προξενεῖ ἀξεπέραστες δυσκολίες καὶ ἀδιέξοδα ὡς πρὸς
τὸ ἀποκαλυπτικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τοὺς Παπικούς, ἔχουμε ἤ γνώση τῆς Οὐσίας τοῦ
Θεοῦ, πρᾶγμα ἀδύνατον, ἤ τίποτε ἀπὸ τὸν Θεό[34], πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ τραγικῶς
βίωμά τους...
Γι᾽
αὐτὸ καὶ διαμόρφωσαν σύστημα ἐντολῶν καὶ ἠθικῶν ἀπαιτήσεων, τοὺς καρποὺς τῶν
ὁποίων ἀναμένουν στὸ μέλλον, χωρὶς βεβαιότητα καὶ πεποίθηση πραγματικῆς
ἐπικοινωνίας μὲ τὴν Θεότητα. Στὰ ἔσχατα μόνον ἀναμένουν νὰ μετάσχουν τῆς θείας
Οὐσίας, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ πίστη τους εἶναι διανοητικοῦ χαρακτῆρα, μὴ ζωοποιούμενη
ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στηριζόμενη στὸν νοῦ, τὴν λογικὴ καὶ τὴν γνώση[35].
Μέχρι
σήμερα, Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες, ὡς ὀρθολογιστές, ἀδυνατοῦν νὰ κάνουν διάκριση
μεταξὺ Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεό, ὑποστηρίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μόνον
Οὐσία. Ἔτσι, δὲν κάνουν λόγο γιὰ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ δὲν δέχονται ἄκτιστες
θεῖες Ἐνέργειες, ἀλλὰ κτιστές. Γι᾽ αὐτὸ καὶ μιλοῦν ἁπλῶς καὶ μόνον γιὰ «ἠθικὴ
τελειοποίηση», θεωρώντας ἀδύνατη τὴν ὁποιαδήποτε πραγματικὴ κοινωνία καὶ ἕνωση
μὲ τὸν Θεό[36].
Φυσικὰ
καὶ νὰ δεχόντουσαν θεωρητικὰ τὴν ὡς ἄνω διάκριση, αὐτὴ δὲν θὰ εἶχε κάποια
θετικὴ ἐπίπτωση στὴν ζωή τους, ὅσο θὰ παρέμεναν δέσμιοι τῶν λοιπῶν αἱρετικῶν
πλανῶν καὶ κακοδοξιῶν τους. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καταλάμπει τὸν ἄνθρωπο, ὅταν αὐτὸς
μετανοεῖ εἰλικρινὰ γιὰ τὴν ἀγνωσία καὶ ἀποστασία του καὶ προσέρχεται στὴν
Ἀλήθεια τῆς Πίστεως, τὴν ὁποίαν ἐγκολπώνεται καὶ ἀσπάζεται στὴν ὁλότητα καὶ
καθολικότητά της, εἰσερχόμενος στὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν τῆς σωτηρίας, μὲ τὴν
χειραγωγία ἐμπείρου Πνευματικοῦ πατρός. Τὸ εἰσαγωγικὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας
μας εἶναι ὡς γνωστὸν τὸ ἅγιο Βάπτισμα, τὸ ὁποῖο καλεῖται καὶ Φώτισμα, διότι
ἀκριβῶς ἐξάγει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ σκότος τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ πονηροῦ καὶ τὸν
διανοίγει στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ ἐν Πνεύματι, στὸ θαυμαστὸ Φῶς τῆς Ζωῆς τῆς Χάριτος.
Ἡ ἀνωτέρω
ἐκτροπὴ τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀποτελεῖ τὴν πιὸ φοβερὴ αἵρεση ἰδίως τοῦ
Παπισμοῦ σὲ σωτηριολογικὸ καὶ πρακτικὸ ἐπίπεδο: Ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὴν πίστη τους
δὲν ἁγιάζεται ἡ κτίση καὶ ἡ ὕλη, δὲν μπορεῖ δηλαδὴ νὰ διαπερασθεῖ ἀπὸ τὴν
ἄκτιστη Ἐνέργεια καὶ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει ὑποτίμηση τῶν ὑλικῶν στοιχείων στὰ
μυστήρια, ὅπως τοῦ νεροῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀρκεῖ κατὰ τὴν σφαλερὴ γνώμη τους
τὸ ράντισμα ἤ ἡ ἐπίχυση γιὰ τὸ δῆθεν βάπτισμά τους· καθιερώνεται ἡ ὑποχρεωτικὴ
ἀγαμία τοῦ κλήρου τους μὲ τὰ τόσα ἀπερίγραπτα ἔκτροπα ποὺ τοὺς ταλανίζουν καὶ
τοὺς διασύρουν παγκοσμίως· ἡ εὐχαριστία τους δὲν εἶναι ἀληθινὴ καὶ σωτήρια,
ἀφοῦ παρέχει κτιστὴ χάρη· ἡ θεία Ἐνανθρώπηση, περαιτέρω, εἶναι γιὰ τὴν
ἐξιλέωση, ὅπως λέγουν, καὶ ὄχι γιὰ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου· ἡ δὲ Σταυρικὴ θυσία
τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖται ὡς ἱκανοποίηση τῆς δῆθεν τρωθείσης θείας δικαιοσύνης.
Ἐπίσης, ἀφοῦ ὑπάρχει κατὰ τὴν γνώμη τους ἀδιαπέραστο κενὸ μεταξὺ Θεοῦ καὶ
κόσμου, ὁ Πάπας ἀνακηρύσσεται ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, ὑπέρτατος
διαχειριστὴς τῶν πάντων, καὶ ἔτσι ἀναπτύσσεται ὁ νομικισμὸς κατὰ τὸ φεουδαρχικὸ
πρότυπο, μὲ κύρια ἔκφραση τούτου τὸ Παπικὸ κράτος· ὁ Πάπας εἶναι γι᾽ αὐτοὺς
ὑπερεπίσκοπος, ἀλάθητος, καὶ φορέας πολιτικῆς-κοσμικῆς ἐξουσίας[37].
Ἰδοὺ
σὲ τὶ ἀπολήξεις φθάνουν ἐξ αἰτίας τῆς διαφωνίας τους σὲ φαινομενικὰ θεωρητικὰ
θέματα Πίστεως. Τὸ στρεβλὸ δόγμα, ἔχει πάντοτε μοιραῖα καὶ στρεβλὰ ἀποτελέσματα
στὴν ἴδια τὴν ζωή.
Ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μὲ τοὺς λαμπροὺς καὶ ἀκατάβλητους ἀγῶνες του καὶ τὴν
πνευματέμφορη βιωματικὴ διδασκαλία του, ἀπέβλεπε στὸ νὰ διασφαλίσει στὸν
ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα νὰ μετάσχει τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ἐπίμονη ὑπεράσπιση
ἀπὸ μέρους του ὡς ἀκτίστου τοῦ Φωτὸς τῆς θείας Μεταμορφώσεως, δηλαδὴ τῆς
Ἐνεργείας καὶ Χάριτος τοῦ Θεοῦ, εἰς ἐπιβεβαίωσιν τῆς δυνατότητος πραγματικῆς
κοινωνίας καὶ θεώσεως. Γιὰ τὸν λόγο τοῦτο καὶ τονίζει, ὅτι ἡ μέθεξη τοῦ θείου
Φωτὸς ἀποτελεῖ τὴν ὑψηλότερη πνευματικὴ κατάσταση, ποὺ δίδεται στοὺς Ἁγίους καὶ
γενικὰ στοὺς καθαρμένους ἀπὸ κάθε ἁμαρτία[38], σὰν ἀρραβῶνας τοῦ μέλλοντος
αἰῶνος, τότε ποὺ οἱ δίκαιοι «ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος», ὡς υἱοὶ Ἀναστάσεως!
ΣΤ.
Συνοδικὴ ἐπικύρωση τοῦ δόγματος διακρίσεως Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεὸ
Ὅπως
εἶναι γνωστόν, ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ ἐπικυρώθηκε ἀπὸ τὶς
Μεγάλες Συνόδους τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1341, 1347 καὶ 1351, οἱ ὁποῖες
θεωροῦνται, ὡς ἡ Θ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας[39], διότι ὁ
σκοπός τους ἦταν σωτηριολογικὸς καὶ οἱ ἀποφάσεις τους -καθολικοῦ κύρους-,
ἐντάχθηκαν στὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὸ Συνοδικὸν τῆς
Ὀρθοδοξίας. Τὸ θέμα διακρίσεως Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ ἡ συστηματικὴ
ἀσχολία μὲ τὸν καθορισμό του, γίνεται στὸν Συνοδικὸ Τόμο τῆς Ἡσυχαστικῆς
Συνόδου τοῦ 1351.
Ἡ Συνοδικὴ
Ὁμολογία γιὰ τὴν διάκριση τῆς Οὐσίας ἀπὸ τὴν Ἐνέργεια στὸν Θεὸ ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Καὶ πάντες ἑνὶ στόματι καὶ ἐξ ἑνὸς κινούμενοι Πνεύματος, μετὰ τοῦ ἡνωμένου καὶ
θεοπρεπῆ διάκρισιν καὶ διαφορὰν τῆς θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας φανερῶς
ὡμολόγησαν, τοῖς θεολόγοις ἑπόμενοι, ἄκτιστόν τε τὴν θείαν ἐνέργειαν, καθὰ δῆτα
καὶ τὴν οὐσίαν ἔστερξαν· καὶ θεότητα καὶ ταύτην καὶ δὴ τὴν θείαν ἐνέργειαν
ὀνομάζεσθαι παρὰ τῶν αὐτῶν θεολόγων ἀκούσαντες, ἀσμένως ἐδέξαντο»[40].
Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου αὐτῆς
ὁμολογοῦν ὅτι ἀκολουθοῦν τοὺς «Θεολόγους», δηλαδὴ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τοὺς πρὸ
αὐτῶν, κάποιους ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀναφέραμε, ὅπως καὶ τὴν ΣΤ’ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο, ὅπου οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ γίνεται δεκτὸν ὅτι ἔχουν τὶς φυσικὲς
ἐνέργειές τους καὶ τὰ φυσικὰ θελήματά τους, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ
Ὁμολογητὴς εἶχε θεμελιώσει τὴν διδασκαλία περὶ τῆς «οὐσιώδους ἐνεργείας», μὲ
τὴν ἐπεξήγηση βεβαίως ὅτι οἱ Ἐνέργειες εἶναι μὲν οὐσιώδεις, ἀλλὰ ἡ ἐκδήλωσή
τους γίνεται διὰ τοῦ Προσώπου[41].
Στὸ
δὲ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας, στὰ «κατὰ τοῦ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου κεφάλαια», ἡ
κρυσταλλίνης καθαρότητος Ὀρθόδοξη διδασκαλία παρατίθεται, καὶ ἡ παραπομπὴ στὸ
αἰώνιο ἀνάθεμα τῶν αἱρετικῶν ἐκφράζεται:
«Τοῖς
φρονοῦσι καὶ λέγουσι τὸ λάμψαν ἀπὸ τοῦ Κυρίου ἐπὶ τῆς θείας αὐτοῦ μεταμορφώσεως
φῶς, ποτὲ μὲν εἶναι ἴνδαλμα καὶ κτίσμα καὶ φάσμα ἐπὶ βραχὺ φανὲν καὶ διαλυθὲν
παραχρῆμα, ποτὲ δὲ αὐτὴν τὴν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ, ὡς εἰς αὐτὰ τὰ ἐναντιώτατα
φρενοβλαβῶς καὶ ἀδύνατα παντελῶς ἑαυτοὺς ἐπιρρίπτουσι, καὶ τοῦτο μὲν τὴν Ἀρείου
μαινομένοις μανίαν εἰς κτιστὰ καὶ ἄκτιστα τὴν μίαν θεότητα καὶ τὸν ἕνα Θεὸν
κατατέμνοντος, τοῦτο δὲ τῇ τῶν Μασσαλιανῶν δυσσεβείᾳ συμφερομένοις, τὴν θείαν
οὐσίαν ὁρατὴν εἶναι λεγόντων, μὴ ὁμολογοῦσι δέ, κατὰ τὰς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους
θεολογίας καὶ τὸ τῆς ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα, μήτε κτίσμα εἶναι τὸ θειότατον
ἐκεῖνο φῶς, μήτε οὐσίαν Θεοῦ, ἀλλ᾽ ἄκτιστον καὶ φυσικὴν χάριν καὶ ἔλλαμψιν καὶ
ἐνέργειαν, ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεὶ προϊοῦσαν, ἀνάθεμα»!
(Σ᾽
αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν καὶ λένε γιὰ τὸ φῶς, ποὺ ἔλαμψε καὶ προῆλθε ἀπὸ τὸν Κύριο
κατὰ τὴ θεϊκή Του Μεταμόρφωση, ἄλλοτε μὲν ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα φανταστικὸ καὶ
φωτεινὸ ὅραμα μικρῆς διάρκειας καὶ ὁπωσδήποτε κτιστό, ποὺ γιὰ λίγο φάνηκε καὶ
σχεδὸν ἀμέσως διαλύθηκε, ἄλλοτε δὲ ὅτι ἦταν αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ,
ἐπειδὴ ἔτσι καταβαραθρώνουν οἱ ἴδιοι τοὺς ἑαυτούς τους σὲ δύο ἀπὸ τὶς ἄκρως
ἀντίθετες μέν, ἀλλὰ ἐξίσου φρενοβλαβεῖς καὶ ἐντελῶς ἀδύνατον νὰ στηριχθοῦν
λογικὰ αἱρέσεις, καὶ ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ μὲν ξεπέφτουν στὴ μανία τοῦ Ἀρείου, ποὺ
τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ Θεὸ κατακερμάτισε σὲ κτιστὰ καὶ ἄκτιστα τμήματα, ἀπὸ τὴν
ἄλλη δὲ ἐμπλέκονται στὰ γρανάζια τῆς αἵρεσης τῶν ἀσεβῶν Μασσαλιανῶν, ποὺ λένε
ὅτι μπορεῖ νὰ δεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ὁμολογοῦν, ὅπως ἀκριβῶς
ἡ θεόπνευστη θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τὸ εὐσεβὲς ἦθος τῆς Ἐκκλησίας μᾶς
διδάσκουν, ὅτι οὔτε κτίσμα εἶναι τὸ θεϊκότατο ἐκεῖνο φῶς οὔτε, βέβαια, οὐσία
τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἄκτιστη καὶ φυσικὴ ἔκλαμψη καὶ Χάρη καὶ ἐνέργεια, ποὺ αἰώνια καὶ
ὑπερχρονικὰ πηγάζει ἀμερίστως ἀπὸ τὴν οὐσία, ἀνάθεμα)[42].
Ζ. Πνευματικὲς
ἀπόρροιες καὶ διαχρονικὸ Μήνυμα
Εἶναι γνωστὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ Μ.
Ἀθανασίου: «Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός»[43].
Ὁ πιστὸς
Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς μὲ τὸν ἀγῶνα του νὰ τηρεῖ τὶς Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ
γεύεται τῶν θείων δωρεῶν μέσῳ τῶν ἁγίων Μυστηρίων, μπορεῖ νὰ ἀνεβάζει τὸ χῶμα
πάλι στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ γίνεται θεὸς μὲ υἱοθεσία, γεμᾶτος ἀπὸ οὐράνιο φῶς. Ὄχι
μόνος του, ἀλλὰ μὲ τὸν Σωτῆρα Χριστὸ ἐν Πνεύματι. Μὲ ταπείνωση συντρίβεται ὁ
ἐγωϊσμός, μὲ μετάνοια ἀπορρίπτεται ἡ ἁμαρτία καὶ ἑτοιμάζεται τόπος ἐλεύσεως
θείας Παρουσίας στὴν καρδιά, μὲ ἀληθινὴ προσευχὴ ἐπιτυγχάνεται ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν
Θεὸ ὡς πηγῆς δυνάμεως καὶ ζωῆς[44].
Ἡ κατὰ
μόνας προσευχή, ἡ ὁποία ἐπιφέρει θεῖες ἀνταύγειες καὶ εὐλογίες, δὲν
ἀποσυνδέεται ποτὲ ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὰ Μυστήριά της, καὶ
μάλιστα ἀπὸ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Τὸ «ἄνοιγμα» τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο
βιώνεται μυστηριακὰ στὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Στὴν Εὐχαριστία ἔχουμε κοινωνία στὴν θεωμένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, τὴν
πλήρη ἀκτίστου θείας Ἐνεργείας καὶ Χάριτος. Ὁ δὲ Κύριος μᾶς προσκαλεῖ μὲ αὐτὰ
τὰ λόγια γιὰ νὰ Τὸν κοινωνήσουμε, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ:
«Φάγετέ
μου τὸ σῶμα, πίετέ μου τὸ αἷμα οἱ τῆς αἰωνίου ζωῆς ἐπιθυμητικῶς ἔχοντες, ἵνα μὴ
κατ᾽ εἰκόνα μόνον ἦτε Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ θεοὶ καὶ βασιλεῖς αἰώνιοι καὶ οὐράνιοι,
ἐμὲ τὸν Βασιλέα καὶ Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ περικείμενοι, φοβεροὶ μὲν δαίμοσι,
θαυμαστοὶ δὲ ἀγγέλοις, υἱοὶ δὲ ἀγαπητοὶ τοῦ οὐρανίου Πατρός, ἀείζωοι, ὡραῖοι
παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, τερπνὸν ἐνδιαίτημα τῆς ἀνωτάτω Τριάδος»[45].
(Φάγετε
τὸ σῶμα μου, πίετε τὸ αἷμα μου, ὅσοι ἐπιθυμεῖτε τὴν αἰώνια ζωή, ὥστε, ὄχι μόνο
νὰ εἶσθε κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ θεοὶ καὶ βασιλεῖς αἰώνιοι καὶ οὐράνιοι,
ἐνδυόμενοι ἐμένα τὸν Βασιλέα καὶ Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ, φοβεροὶ στοὺς δαίμονες καὶ
θαυμαστοὶ στοὺς Ἀγγέλους, υἱοὶ δὲ ἀγαπητοὶ τοῦ οὐρανίου Πατρός, ἀείζωοι, ὡραῖοι
μεταξὺ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων, τερπνὸ κατοικητήριο τῆς ὑπερτάτης Τριάδος).
Τί μποροῦμε νὰ ποῦμε ἐνώπιον αὐτῆς
τῆς συγκλονιστικῆς προσκλήσεως; Ὁ Θεὸς μᾶς προσφέρεται καὶ μᾶς παρακαλεῖ κι
ἐμεῖς τί κάνουμε; Ἀμελοῦμε; Ἔχουμε πιὸ σημαντικὲς ἀσχολίες καὶ μέριμνες;
Διστάζουμε; Ὀλιγοπιστοῦμε; Ὀλιγωροῦμε;...
Ὅμως,
ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ψάλλουμε στὸ Κοντάκιο τοῦ Μεγάλου Κανόνος τῆς Μετανοίας τοῦ
Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης τώρα στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή:
«Ψυχή
μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; Τὸ τέλος ἐγγίζει, καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι!
Ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου, Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών, καὶ τὰ πάντα
πληρῶν»!
Ποῦ μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός, κι ἐμεῖς ποῦ
εἴμαστε καὶ ποῦ βρισκόμαστε; Μᾶς καλεῖ σὲ μυστικὴ-μυστηριακὴ ἕνωση ἐν Πνεύματι
Ἁγίῳ, γιὰ νὰ λάβουμε Φῶς Ἀληθινόν, μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει κορυφὲς ἀνεξιχνίαστες καὶ
ὑπέρφωτες, κι ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι, ποὺ ἀξιωθήκαμε τόσων δωρεῶν, δὲν τὶς
ἀξιοποιοῦμε, παρὰ χάνουμε/σπαταλοῦμε τὸν πολύτιμο χρόνο μας καὶ τὸν ἐξαντλοῦμε
σὲ ἀτέλειωτες μικρότητες, μετριότητες ἤ καὶ ἀθλιότητες καὶ κακότητες,
λησμονῶντας τὸ «ἑνός ἐστι χρεία»!
Ἔχουμε
μέσα μας θεία σπορὰ καὶ κλήση νὰ φθάσουμε στὸ «καθ᾽ ὁμοίωσιν», νὰ γευθοῦμε θεῖο
γλυκασμό, ὅπως ἄπειρες ψυχὲς πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς κατόρθωσαν τὸ ἀκατόρθωτο καὶ
ἀξιώθηκαν τὰ ἀγαθὰ τοῦ Οὐρανοῦ[46].
Ἔστω
καὶ ἄν δὲν τύχουμε θείας θεωρίας στὴν παροῦσα ζωή, ποὺ εἶναι εἰδικὴ δωρεὰ τοῦ
Θεοῦ στοὺς κεκαθαρμένους, ὅμως ἄν συγκαταλεγόμαστε μὲ τοὺς ἀθλητὲς ποὺ
ἀγωνίζονται ὀρθόδοξα, νόμιμα καὶ ἔντιμα, δὲν θὰ στερηθοῦμε θείου ἐλέους,
παρηγορίας καὶ εὐλογίας. Ἄν δὲν ἔχουμε τὶς θεοπτικὲς ἐμπειρίες τῶν μεγάλων
Ἁγίων, ἀλλ᾽ ὅμως στὸν βαθμὸ ποὺ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν δυσωδία τῶν παθῶν καὶ
καλλιεργοῦμε ὑπομονετικὰ τὶς θεῖες ἀρετές, ὁ Κύριός μας θὰ ἐνσταλάξει μέσα μας
κάτι ἀπὸ τὴν θεία εὐωδία τοῦ Παραδείσου, κάποια μικρὴ ψηφίδα ἀπὸ τὸ ἄρρητο
κάλλος τῆς γλυκυτάτης Του Μορφῆς, καὶ αὐτὸ θὰ μᾶς φθάνει καὶ θὰ μᾶς περισσεύει
γιὰ νὰ ὑπομένουμε καὶ ὑποφέρουμε τὰ πάντα χάριν τῆς ποθεινῆς ἀγάπης Του! Καὶ θὰ
γινόμαστε -ἄν μή τι ἄλλο- ὅλο καὶ πιὸ ἀληθινοὶ ἄνθρωποι, δηλαδὴ ἄνθρωποι Θεοῦ,
εὐωδία Χριστοῦ, σὲ μιὰ κοινωνία ἄχρωμη καὶ ἄοσμη, ἡ ὁποία παραπέει στὶς
ἀβύσσους ἀποστατικῶν φαινομένων ὡς πρὸς τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ ζωή.
Ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τῆς Θεσσαλονίκης τὸ Καύχημα καὶ Κῆρυξ τῆς Χάριτος,
σαλπίζει γιὰ ἐμμονὴ στὴν Γραφὴ καὶ τὴν Παράδοση, γιὰ τοποθέτηση ἐναντίον τῶν
πλανῶν καὶ αἱρέσεων, ὅπως τοῦ Λατινισμοῦ καὶ μάλιστα τοῦ συγχρόνου
δυσσεβεστάτου Οἰκουμενισμοῦ!
Εἴθε
νὰ πρεσβεύει νὰ διανοιχθοῦν οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς ψυχῆς μας διάπλατα, γιὰ νὰ δοῦμε
καὶ κυρίως γιὰ νὰ ἐκτιμήσουμε καὶ βιώσουμε τὸ ἐκθαμβωτικὸ θεῖο καὶ ἱλαρὸ Φῶς
τῆς Ὀρθοδοξίας μας, γιὰ νὰ Τὸ ἀγαπήσουμε ἀληθινά, νὰ ἐκπληρώσουμε τὴν ἀποστολή
μας ἕως τέλους μὲ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο, προγευόμενοι τὰ ἀγαθὰ τοῦ Οὐρανοῦ,
ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς θείας Ζωῆς καὶ Βασιλείας. Ἀμήν!
Σᾶς
εὐχαριστῶ!
Παραπομπὲς
[1]
Βλ. «Κατὰ Ἀρειανῶν Λόγος Α’», § 35-36, ΕΠΕ, τ. 2, Πατερικὲς Ἐκδόσεις «Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 128-132.
[2] Βλ. «Πρὸς Ἰωάννην
ἀρχιεπίσκοπον Κυζίκου», PG τ. 91, στλ. 1077Α.
[3] Παναγιώτης Κ. Χρήστου,
«Διπλῆ ὄψις τῆς θείας φύσεως», στὸ ἔργο: Τὸ Μυστήριο τοῦ Θεοῦ - Θεολογικὰ
Δοκίμια, ἐκδ. Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1983, σελ.
28-29.
[4] Βλ. Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς
Ὀρθοδόξου Πίστεως, Βιβλ. Πρῶτον, Κεφ. Γ’, PG τ. 94, στλ. 796ΑΒ.
[5] Ἔνθ᾽ ἀνωτ., στλ. 800BC.
[6] Βλ. [Ἁγίου] Ἰωάννου
Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κείμενο – μετάφραση -
εἰσαγωγὴ - σχόλια Νικ. Ματσούκα, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 30-31.
[7] Βλ. Παντελεήμονος
Καρανικόλα, Μητροπολίτου Κορίνθου, «Οἱ Θεϊκὲς Ἄκτιστες Ἐνέργειες» (1983), στὸ
ἔργο: Σταλαγματιὲς Μυστικοῦ Μάννα, ἔκδ. 4η, ἐκδ. οἶκος «Ἀστήρ», Ἀλ. & Ε.
Παπαδημητρίου, Λυκούργου 10, Ἀθῆναι 1998, σελ. 60.
[8] Βλ. Λόγος ΛΗ’: «Εἰς τὰ
Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος», § Ζ’, PG τ. 36, στλ. 317C.
[9] Βλ. [Ἁγίου] Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ, «Λόγος ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων» 1, 3, § 4, Συγγράμματα, τ. Α’,
Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 413.
[10] Βλ. Ἀριστείδη Παπαδάκη –
John Meyendorff, «Ἡ θεολογία τῆς ζώσας κοινωνίας μὲ τὸ Θεό», στὸ ἔργο: Ἡ
Χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Ἄνοδος τοῦ Παπισμοῦ - Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ 1071 ὡς τὸ
1453 (Κεφ. Ζ’: Ἡ Ἡσυχαστικὴ Ἔριδα), μετάφρ. Στέφ. Εὐθυμιάδης, ἐκδ. ΜΙΕΤ, Ἀθήνα
2003, σελ. 443.
[11] Βλ. Ἐπιστολὴ ΣΛΔ’ (234):
«Τῷ αὐτῷ [Ἀμφιλοχίῳ] πρὸς ἄλλο ἐρώτημα», PG τ. 32, στλ. 869ΑΒ.
[12] Βλ. Ἁγίου Μαξίμου
Ὁμολογητοῦ, «Ἐξήγησις τῆς Κινήσεως», Η’, PG τ. 90, στλ. 121CD καὶ τοῦ Αὐτοῦ,
«Διάλεξις μετὰ Πύρρου», PG τ. 90, στλ. 341CD.
[13] Βλ. Ἀρχιμ. Νικολάου Χ.
Ἰωαννίδη, «Ἡ Παλαμικὴ Θεολογία», στὸ ἔργο: Θεολογία καὶ Γραμματεία ἀπὸ τὸν Θ’
αἰῶνα καὶ ἑξῆς, ἐκδ. ὀργ. Π. Κυριακίδη Α.Ε., Ἀθήνα 2007, σελ. 43.
[14] Βλ. Παντελεήμονος
Καρανικόλα, Μητροπολίτου Κορίνθου, «Οἱ Θεϊκὲς Ἄκτιστες Ἐνέργειες», ἔνθ᾽ ἀνωτ.,
σελ. 61.
[15] Βλ. Παναγιώτης Κ. Χρήστου,
Ὁ Κῆρυξ τῆς Χάριτος καὶ τοῦ Φωτὸς - Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς Ἀρχιεπίσκοπος
Θεσσαλονίκης, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ Κουφαλίων Θεσσαλονίκης,
1984, σελ. 80.
[16] Βλ. Παντελεήμονος
Καρανικόλα, Μητροπολίτου Κορίνθου, «Οἱ Θεϊκὲς Ἄκτιστες Ἐνέργειες», ἔνθ᾽ ἀνωτ.,
σελ. 60-61.
[17] Βλ. Παναγιώτης Κ. Χρήστου,
«Διπλῆ ὄψις τῆς θείας φύσεως», ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 56-57.
[18] Αὐτόθι, σελ. 56.
[19] Βλ. [Ἁγίου] Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ, «Λόγος Ἀντιρρητικὸς [πρὸς Ἀκίνδυνον] Πέμπτος», Κεφ. ΚΖ’, § 114,
Συγγράμματα, τ. Γ’, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 374.
[20] Βλ. Χωρεπισκόπου
Τριμυθοῦντος Βασιλείου, «Τὸ Δόγμα τῆς Διακρίσεως Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὴν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», στὸν τόμο: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν Ἱστορία καὶ τὸ
Παρόν, Πρακτικὰ Διεθνῶν Ἐπιστημονικῶν Συνεδρίων Ἀθηνῶν καὶ Λεμεσοῦ, ἔκδ. Ἱερᾶς
Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 658.
[21] Βλ. Ἁγίου Μαξίμου
Ὁμολογητοῦ, «Διάλεξις μετὰ Πύρρου», PG τ. 91, στλ. 341ΑΒ· Ἁγίου Ἰωάννου
Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, § ΝΘ’, στλ. 1056C (στὴν ἔκδ.
Π. Πουρναρᾶ, ἐπιμελ. Ν. Ματσούκα, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 282-283)· Ἀρχιμ. Νικολάου Χ.
Ἰωαννίδη, «Ἡ Παλαμικὴ Θεολογία», ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 45.
[22] Βλ. «Κατὰ Ἀρειανῶν Λόγος
Δ’», § 10, ΕΠΕ, τ. 3, Πατερικὲς Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη
1975, σελ. 220.
[23] Βλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου,
Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἡ θέωση ὡς σκοπὸς τῆς Ζωῆς τοῦ
ἀνθρώπου, ε’ ἔκδοση, Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2004, σελ. 36-37, 34.
[24] Βλ. Ἀθανασίου Γιέφτιτς,
«Οἱ Ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ», στὸ ἔργο: Ἀπὸ
τὴν Ἐλευθερία στὴν Ἀγάπη, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2014, σελ. 209-212.
[25] Βλ. «Λόγος Ἀντιρρητικὸς
[πρὸς Ἀκίνδυνον] Ἕκτος», Κεφ. Θ’, § 21, Συγγράμματα, τ. Γ’, Θεσσαλονίκη 1970,
σελ. 398-399.
[26] Βλ. [Ἁγίου] Γρηγορίου τοῦ
Θεολόγου, Λόγος ΜΓ’: «Εἰς τὸν Μ. Βασίλειον... Ἐπιτάφιος», § 48, ΕΠΕ, τ. 6,
Πατερικὲς Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 210.
[27] Βλ. «Ὅροι κατὰ πλάτος Β’»,
§ 4, ΕΠΕ, τ. 8, Πατερικὲς Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1973,
σελ. 196.
[28] Βλ. Ἀθανασίου Γιέφτιτς,
«Οἱ Ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ», ἔνθ᾽ ἀνωτ.,
σελ. 213.
[29] Βλ. Ἁγίου Ἰωάννου
Δαμασκηνοῦ, «Λόγος εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν», 12, PG τ. 96, στλ. 564Β καὶ Ἁγίου
Γρηγορίου Παλαμᾶ, «Λόγος ὑπὲρ τῶν ἱερῶν ἡσυχαζόντων», 3, 1, § 19, ἔνθ᾽ ἀνωτ.,
σελ. 632.
[30] Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου
καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης - Ἕνας κορυφαῖος δογματικὸς
θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς
Θεοτόκου (Πελαγίας), 2012, σελ. 311.
[31] Βλ. Αὐτόθι, σελ. 312-313,
311.
[32] Βλ. Παντελεήμονος
Καρανικόλα, Μητροπολίτου Κορίνθου, «Οἱ Θεϊκὲς Ἄκτιστες Ἐνέργειες», ἔνθ᾽ ἀνωτ.,
σελ. 64-65.
[33] Βλ. Ἀρχιμ. Νικολάου Χ.
Ἰωαννίδη, «Ἡ Παλαμικὴ Θεολογία», ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 38.
[34] Βλ. Παναγιώτης Κ. Χρήστου,
«Διπλῆ ὄψις τῆς θείας φύσεως», ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 50-51.
[35] Βλ. Θεοδώρου Ζήση, Ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔκδ. «Ἵδρυμα Γουλανδρῆ-Χόρν», Ἀθῆναι 1985, σελ. 74.
[36] Βλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου,
Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἡ θέωση ὡς σκοπὸς τῆς Ζωῆς τοῦ
ἀνθρώπου, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 37.
[37] Βλ. Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ.
Μεταλληνοῦ, «Τὸ μήνυμα τῆς Διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ εἰς τὴν
ἐποχήν μας» (Μάϊος 2010), διαδικτυακῶς:
www.impantokratoros.gr/grigorios-palamas-metallinos.el.aspx.
[38] Βλ. Ἀρχιμ. Νικολάου Χ.
Ἰωαννίδη, «Ἡ Παλαμικὴ Θεολογία», ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 51.
[39] Βλ. ἐργασία μας: «Ἡ Θ’
Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (Νοέμβριος 2015), διαδικτυακῶς
(Ἐκκλησία Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος-ecclesiagoc.gr/ Ἐνημέρωση/ Ἄρθρα/ Ἱστορικά).
[40] Βλ. «Τόμος συνοδικός,
ἐκτεθεὶς παρὰ τῆς ἱερᾶς Συνόδου, τῆς συγκροτηθείσης κατὰ τῶν φρονούντων τὰ
Βαρλαάμ τε καὶ Ἀκινδύνου, ἐπὶ τῆς Βασιλείας τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων βασιλέων
ἡμῶν Καντακουζηνοῦ καὶ Παλαιολόγου» (1351), Κεφ. 16, στὸ ἔργο: Ἰωάννου Καρμίρη,
Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Ι,
Ἀθῆναι 1960, σελ. 384.
[41] Βλ. Χωρεπισκόπου
Τριμυθοῦντος Βασιλείου, «Τὸ Δόγμα τῆς Διακρίσεως Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὴν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 654-656.
[42] Βλ. Κυριακὴ τῆς
Ὀρθοδοξίας, Συνοδικὸν (κατὰ τὴν κριτικὴ ἔκδοση τοῦ J. Gouillard), μετάφρ. Ἠ Γ.
Πετρόπουλου, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2006, σελ. 98-99.
[43] Βλ. «Περὶ Ἐνανθρωπήσεως
τοῦ Λόγου», § 54, ΕΠΕ, τ. 1, Πατερικὲς Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»,
Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 366.
[44] Βλ. Ἀρχιμ. Ἀστερίου
Χατζηνικολάου, Ἡ Ὁδὸς τοῦ Κυρίου, ἔκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι
2007, σελ. 231-233.
[45] Βλ. Λόγος ΝΣΤ’: «Περὶ τῶν
ἁγίων καὶ φρικτῶν τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων», § 11, ΕΠΕ, τ. 11, Πατερικὲς Ἐκδόσεις
«Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 412-413.
[46] Βλ. Παντελεήμονος
Καρανικόλα, Μητροπολίτου Κορίνθου, «Οἱ Θεϊκὲς Ἄκτιστες Ἐνέργειες», ἔνθ᾽ ἀνωτ.,
σελ. 81.