Ὁ μιμητὴς τοῦ Ἰώβ, ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ἐσυνήθιζε πάντοτε νὰ λέγη τὸ ἀξιομνημόνευτον αὐτὸ ἀπόφθεγμα, σὲ κάθε περίσταση: «Δόξα τῷ Θεῶ πάντων ἕνεκεν. Δὲν θὰ παύσω νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνω πάντοτε, γιὰ ὅλα ὅσα μου συμβαίνουν». Τὸ ἴδιο ἐσυνήθιζε νὰ λέγη καὶ ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σὲ κάθε ὑπόθεση, μιμούμενος τὸν θεῖον Χρυσόστομον, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν εὔλαλον γλώσσα του προσθέτει: «Ἂς εὐχαριστοῦμε λοιπὸν γιὰ ὅλα, γιὰ ὅ,τι καὶ ἂν συμβῆ, αὐτὸ εἶναι εὐχαριστία. Διότι τὸ νὰ τὸ κάνης αὐτό, ὅταν ὅλα πηγαίνουν ὁμαλά, δὲν εἶναι σπουδαῖον, ἐπειδὴ σὲ αὐτὸ ὠθεῖ ἡ ἴδια ἡ φύσις τῶν πραγμάτων. Ἐὰν ὅμως εὐχαριστοῦμε, ἐνῶ εὐρισκόμεθα στὸ βάθος τῶν κακῶν, αὐτὸ εἶναι θαυμαστόν. Πράγματι, ὅταν ἐμεῖς εὐχαριστοῦμε γιὰ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἄλλοι βλασφημοῦν καὶ ἀποθαρρύνονται, κοίτα πόση ἡ φιλοσοφία! Πρῶτον, εὔφρανες τὸν Θεόν. Δεύτερον, ἐντροπίασες τὸν διάβολο. Τρίτον, αὐτὸ ποὺ συνέβη τὸ ἀπέδειξες μηδαμινό. Δηλαδὴ συγχρόνως καὶ ἐσὺ εὐχαριστεῖς, καὶ ὁ Θεὸς ἀπομακρύνει τὴν λύπη, καὶ ὁ διάβολος ὑποχωρεῖ».
. Τίποτε ἁγιώτερον δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὴν γλώσσα, ποὺ μέσα στὰ κακὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεόν. Ὄντως δὲν ὑστερεῖ σὲ τίποτε ἀπὸ τὴν γλώσσα τοῦ μάρτυρος. Στεφανώνεται καὶ αὐτὴ ὁμοίως μὲ ἐκεῖνον. Διότι καὶ αὐτὴ ἕναν δήμιον ἔχει ἐνώπιόν της, ὁ ὁποῖος τὴν ἀναγκάζει νὰ ἀρνηθῆ τὸν Θεὸν διὰ τῆς βλασφημίας. Τὸν διάβολον ἔχει, ὁ ὁποῖος μὲ δημίους λογισμοὺς τὴν σχίζει σὲ λωρίδες, καὶ τὴν σκοτίζει μὲ τὴν λύπη. Ἂν λοιπὸν κάποιος ὑπομείνη τὰ βάσανα καὶ εὐχαριστήση, ἔλαβε στέφανον μαρτυρίου.
. Λέγει καὶ ὁ μέγας Βασίλειος: εἶναι αἰσχρόν, ὅταν μὲν τὰ πράγματα ἔρχονται εὐνοϊκὰ νὰ εὐλογοῦμε τὸν Θεόν, στὰ δὲ στενόχωρα καὶ ἐπίπονα νὰ σιωποῦμε. Ἀλλὰ τότε πρέπει καὶ περισσότερο νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, γνωρίζοντας ὅτι «ὃν ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται…».
. Τί λέγω; Ὄχι μόνο πρέπει κανεὶς νὰ εὐχαριστῆ τὸν Θεὸ γιὰ τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμοὺς τῆς παρούσης ζωῆς, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸν εὐχαριστῆ ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν μέλλουσαν κόλασιν. Ἐπειδὴ καὶ ἡ κόλασις εἶναι συμφέρον καὶ ὠφέλιμο γιὰ τοὺς κολαζομένους. Γιατί; Ἐπειδὴ ἡ κόλασις εἶναι ἐμπόδιον τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ κακοῦ, γι’ αὐτὸ ὀνομάζεται καὶ κόλασις, ἐπειδὴ κολάζει, καὶ ἐμποδίζει τὸ κακόν. Ἂν δὲν ὑπῆρχε κόλασις, ἡ ἁμαρτία καὶ τὸ κακό, θὰ ἐπεκτείνετο σὲ ἄπειρον διάστημα καὶ ποτὲ δὲν θὰ ἐλάμβανε τέλος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ σοφώτατος Μάρκος ὁ Ἐφέσου εἶπε τοῦτον τὸν παράδοξον μὲν στὴν ἀκοήν, ὅμως ἀληθινὸν λόγον καὶ βέβαιον, ὅτι δηλαδὴ συμφέρει στοὺς κολαζομένους νὰ κολάζωνται. Ὅθεν καὶ ὁ ὅσιος Θεόκτιστος ὁ Στουδίτης, σὲ ἕνα τροπάριο εἰς τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστὸν λέγει ἐπὶ λέξει: «Καὶ ἐν τῇ κολάσει εὐχαριστῶ», διότι ἡ κόλασις δὲν εἶναι κακὸν καθ’ ἑαυτόν, ἢ μᾶλλον εἶναι καὶ καλόν. Ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ἐμποδίζει καὶ συστέλλει τὴν ἁμαρτίαν καὶ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ ἐνεργῆ ἐπ’ ἄπειρον, ὅπως εἴπαμε, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι ἡ κόλασις εἶναι ποινὴ καὶ παίδευσις τοῦ κακοῦ, καὶ μὲ αὐτὴν ἐκπληρώνεται ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν, ἂν καὶ ἡ κόλασις δὲν εἶναι προηγούμενον θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὅμως ἑπόμενον θέλημά του, σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς θεολόγους. Μόνη δὲ ἡ ἁμαρτία εἶναι αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν κακό, καὶ οὔτε κατὰ προηγούμενον θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται, οὔτε κατὰ ἑπόμενον, ἀλλὰ κατὰ μοχθηρὰν γνώμην τοῦ ἀνθρώπου.
. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος παραγγέλλει στοὺς χριστιανοὺς τὰ ἀκόλουθα: «Αὐτὸ νὰ εἶναι τὸ ἔργο σας, νὰ εὐχαριστῆτε στὶς προσευχὲς καὶ γιὰ τὶς φανερὲς καὶ γιὰ τὶς ἀφανεῖς εὐεργεσίες, καὶ γιὰ ὅσες ἦταν σύμφωνες μὲ τὸ θέλημά σας καὶ γιὰ ὅσες ὄχι. Καὶ γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ γιὰ τὴν γέεννα τοῦ πυρός, καὶ στὴν θλίψη καὶ στὴν ἄνεση. Ἔτσι συνηθίζουν νὰ προσεύχωνται οἱ Ἅγιοι, καὶ γιὰ τὶς κοινὲς εὐεργεσίες νὰ εὐχαριστοῦν. Γνωρίζω ἐγὼ κάποιον ἅγιον ἄνδρα ὁ ὁποῖος προσεύχεται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Δὲν ἔλεγε τίποτε πρὶν ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, ἀλλὰ ὅτι: εὐχαριστοῦμε Κύριε γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ ἔδειξες σὲ μᾶς τοὺς ἀναξίους ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέρα μέχρι σήμερα. Γι’ αὐτὲς ποὺ γνωρίζουμε καὶ γι’ αὐτὲς ποὺ δὲν γνωρίζουμε, γιὰ τὶς φανερές, γιὰ τὶς ἀφανεῖς, γιὰ ὅσες ἔγιναν μὲ ἔργο, γιὰ ὅσες μὲ λόγο, γιὰ ὅσες ἔγιναν μὲ τὴν θέλησή μας καὶ γιὰ ὅσες ὄχι, γιὰ ὅλες ὅσες ἔχουν γίνει σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀναξίους. Γιὰ τὶς θλίψεις, γιὰ τὶς ἀνέσεις, γιὰ τὴν γέενα τοῦ πυρός, γιὰ τὴν κόλαση, γιὰ τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν» (Ὁμιλία Ι´ εἰς τὴν πρὸς Κολασσαεῖς).
. Ὁ δὲ ἅγιος Ἰσαὰκ εἶπεν ὅτι ὅποιος εὐχαριστεῖ, παρακινεῖ τὸν εὐεργέτην του νὰ τοῦ δίδη περισσότερες εὐεργεσίες: «ἡ εὐχαριστία τοῦ λαμβάνοντος ἐρεθίζει τὸν δίδοντα νὰ δώση δωρήματα μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ προηγούμενα». Καὶ πάλιν ὁ ἴδιος ὁ θεῖος Ἰσαὰκ λέγει: «ὅποιος δὲν εὐχαριστεῖ γιὰ τὰ μικρότερα, καὶ στὰ μεγαλύτερα εἶναι ψεύστης καὶ ἄδικος». Καὶ ἐπίσης: «αὐτὸ ποὺ ὁδηγεῖ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον εἶναι ἡ καρδία ἡ κινουμένη πρὸς εὐχαριστίαν ἀδιάλειπτον».
. Γίνε λοιπόν, ἄνθρωπε, εὐχάριστος στὸν Θεὸν γιὰ τὸ κάθε τί, «εὐλόγει αὐτὸν ἐν παντὶ καιρῷ, ἡ αἴνεσις αὐτοῦ ἂς εἶναι διὰ παντὸς ἐν τῷ στόματί σου». Ἐὰν ὑγιαίνης, δῶρον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ὑγεία. Ἐὰν ἀσθενῆς, ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος εἶναι σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ἐὰν πλουτῆς καὶ εὐτυχῆς, νὰ εὐχαριστῆς ὅπως ὁ Δαυΐδ «τὸν ἐμπιμπλῶντα ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν σου λέγοντας καὶ σύ: «εὐλόγει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ μὴ ἐπιλανθάνου πάσας τὰς ἀνταποδόσεις αὐτοῦ» (Ψαλμ. Ρβ´ 1, 5). Μὴ λείπη λοιπὸν ποτὲ ἀπὸ τὸ στόμα σας ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεόν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.