Ένας γάιδαρος εκφωνεί λόγο σ΄ένα πανηγύρι, υποστηρίζoντας ότι ο Δίας προσέβαλε τον γιο του με το να τον αποκαλέσει "άνθρωπο", κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα αυτός να αυτοκτονήσει.
Στη συνέχεια , εκφράζει την αγανάκτησή του για τη γεμάτη βάρη και ταπεινώσεις ζωή των γαϊδάρων εκ μέρους των ανθρώπων και τους καλεί σε γενικό ξεσηκωμό και άμεση προσφυγή στον Δία, για να πάρει την απόφαση ή να τους ελευθερώσει απ' τα βάσανά τους ή να τους σκοτώσει.
Ο Δίας όμως ακολουθεί μια Σολομώντεια λύση , με την οποία έκτοτε άνθρωποι και γαϊδούρια αποκτούν περιοδικά κοινά χαρακτηριστικά κάνοντάς τους να συγκλίνουν ως προς το ήθος.
Μια φορά το καλοκαίρι
μες στον Μάη που όλος χάρη
όπου κάμνουν εις τους κάμπους
πανηγύριν οι γαδάροι,
ένας γάδαρος , που ήτο
γέρος εις την ηλικίαν,
εις την μέσην τους εστάθη
κ’ είπε με φωνήν αγρίαν:
«Σιωπήν, παιδιά, σταθείτε,
με τα’ φτιά σας τεντωμένα,
και θα εκφωνήσω λόγον
για τα σας και για τα μένα.
Θα μιλήσω για το δίκιον
μ’ όλην την φιλοσοφίαν.
Εγώ έχασα τον γιον μου·
να σας πω και την αιτίαν:
Με την πιο μεγάλην ύβριν
ύβρισεν ο Ζευς τον γιον μου.
«Είσαι άνθρωπος», του είπε,
απ’ το σώμα το δικόν μου.
Από τέτοιαν φρικτήν ύβριν
δεν μπορούσε ν’ αποφύγει,
κ’ απ’ την λύπην του τρελάθη
κ’ εις την θάλασσαν επνίγη.
Ως εδώ και φτάνει πλέον.
Βλέπετε πού καταντούμεν;
Δεν φτάνει όπου μας δένουν
κι όπου θέλουσιν μας παίρνουν,
δεν φτάνει που μας φορτώνουν
και αλύπητα μας δέρνουν,
δεν φτάνει που τ’ όνομά μας,
τον καυγάν άμα αρχίζουν,
δίνουν το στον εαυτό τους
κ’ έτσι μας εξευτελίζουν.
Μ’ όλα αυτά τώρα στο τέλος
απ’ τον Δία καταντούμεν
με αυτό το όνομά τους
να’ βρισθούμεν, να πνιγούμεν.
Το λοιπόν είναι ανάγκη
και χωρίς αργοπορίαν,
για να κάμωμεν αμέσως
μιαν αναφοράν στον Δία
απ’ αυτά τα βάσανά μας
ή να μας ελευθερώσει
ή να ρίψει τη φωτιά του
κι όλους μας να μας σκοτώσει»
Κ’ έδωκαν συμφώνως όλοι
την αναφοράν στον Δία.
Λέγει τους ο Ζεύς: «Γαδάροι,
δέχεσθε μιαν συμφωνίαν;
Σας λυπήθηκα κι θέλω
να σας κάμ’ αυτήν την χάρην:
ένα χρόνον να ‘στ’ ανθρώποι
κι οι άνθρωποι να’ ν’ γαδάροι,
κι άλλον χρόνον σεις γαδάροι
κι οι γαδάροι να ‘ν’ ανθρώποι
έτσι θα ‘ν’ εξ ημισείας
και τα βάσανα κι οι κόποι»
«Ζευ», του λέγουν, «για μας είναι
εξευτελισμός μεγάλος,
αλλ’ αφού εσύ το θέλεις,
πώς μπορεί να γίνει άλλως»;
«Θα το κάμω», λέγει, «όπως
πρέπει, με δικαιοσύνη.
Δεν θα νιώθετε διόλου
ουδέ εσείς ουδέ εκείνοι.
Έχετε κ’ εσείς κ’ εκείνοι
από σήμερον την χάρΙν».
Κι από τοτ’ οι καημένοι
και ανθρώποι και γαδάροι
υποφέρουν αναισθήτως
μεταμόρφωσιν κατ’ έτος…
Δω σας θέλω· ποιος γνωρίζει
ποιοι ειν’ άνθρωποι εφέτος;
Μιχαηλίδη Βασίλη, Εφ. «Σάλπιγξ», αρ. 98, 2.4.1886
Μιχαηλίδης Βασίλης*
1849-1917
* Ελληνοκύπριος ποιητής, από τους κυριότερους εκπροσώπους της Κυπριακής λογοτεχνίας.
ΠΗΓΗ: http://trelogiannis.blogspot.gr/2018/02/blog-post_100.html